ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΣΤΑ ΑΡΑΒΙΚΑ
كقشرة الجوزة بعد كسرها
1. Ο ΚΡΟΤΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ
στον Ορέστη
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό στο σχολείο
κρυφόκλαιγα
όταν το χέρι της μάνας μου αποτραβιόταν
κι ένα σιδερένιο χέρι
με χάιδευε στην πλάτη.
Νομίζω
δεν ήταν ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο.
Τον ψυκτικό κύκλο της γνώσης τους φοβόμουν.
Τις λέξεις τους
σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν ζυμωμένες στη στοργή.
Έτσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιο μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις αγαπητερές
να τις παίρνει μαζί του
να τον κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.
2. ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»
3.ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΣΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;
4.ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ
Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.
5. Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ
Κοιμάται αποκαμωμένη
διαγώνια του κρεβατιού
και δεν ξέρω καν αν αναπνέει.
Δίπλα της
ξαπλωμένος ο γιος μου
σκεπασμένος με φύλλα της νύχτας.
Η μυστική ανεμόσκαλα της σελήνης
θα ξεδιπλωθεί
αλλά θα την ανέβω πάλι μόνος.
Εκείνη θα ξυπνήσει
θα προσέξει της ανεμόσκαλας την άσκοπη αιώρηση
και θα τη μαζέψει
θα τη βάλει στο ντουλάπι
όπως τόσα άλλα πράγματα
που ανεξήγητα κάποτε
ρίχνει ο ουρανός.
6.ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΔΑΡΙΟΥ
στον Θεόδωρο
Ο γιος μου
δουλεύει στα σίδερα
έρχεται κατακομμένος
δουλεύει γκαρσόνι
για τα φιλοδωρήματα
τον λιώνουν τα βλέμματα
ο γιος μου κάνει θελήματα
πεθαίνει ο ήλιος μέσα του.
Ο γιος μου μαζεύει ελιές
μαυρίζουν πίκρα τα χέρια του.
Είναι καλός ο γιος μου
ομορφόπαιδο
όλοι τον αγαπούν.
Κάποτε τον φωνάζουν
και σε άλλες δουλειές
κάποτε
τον φωνάζουν
από τους ουρανούς
να κάνει τον άγγελο
να ανεβάσει τους πληγωμένους.
7.ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΣΗ
Το τηλεγράφημα αναφέρει:
Από βομβιστική επίθεση
σχεδόν ογδόντα νεκροί στο Ιράκ.
Προφανώς κάποιους δεν καταμέτρησαν
προφανώς για κάποιους δεν ήταν βέβαιοι.
Σχεδόν νεκροί;
Σχεδόν ζωντανοί;
Προφανώς ο αριθμός φάνηκε επαρκής
στα σχολεία οι μαθητές μαθαίνουν αριθμητική
ένα κι ένα κάνουν δύο
δύο και δύο τέσσερα
στα σχολεία οι μαθητές δεν μαθαίνουν
πως τόσα και τόσα είναι σχεδόν τόσα
δεν διδάσκονται
την επισφαλή σχετικότητα
των μαθηματικών του πολέμου.
8.OΙ ΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΒΙΟΛΙΩΝ
Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απʼ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Oι βιολιστές θαʼ πρεπε ναʼ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.
9.ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ
Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου
που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.
10.ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.
1. Ο ΚΡΟΤΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ
στον Ορέστη
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό στο σχολείο
κρυφόκλαιγα
όταν το χέρι της μάνας μου αποτραβιόταν
κι ένα σιδερένιο χέρι
με χάιδευε στην πλάτη.
Νομίζω
δεν ήταν ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο.
Τον ψυκτικό κύκλο της γνώσης τους φοβόμουν.
Τις λέξεις τους
σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν ζυμωμένες στη στοργή.
Έτσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιο μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις αγαπητερές
να τις παίρνει μαζί του
να τον κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.
2. ΈΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»
3.ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΣΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;
4.ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ
Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.
5. Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ
Κοιμάται αποκαμωμένη
διαγώνια του κρεβατιού
και δεν ξέρω καν αν αναπνέει.
Δίπλα της
ξαπλωμένος ο γιος μου
σκεπασμένος με φύλλα της νύχτας.
Η μυστική ανεμόσκαλα της σελήνης
θα ξεδιπλωθεί
αλλά θα την ανέβω πάλι μόνος.
Εκείνη θα ξυπνήσει
θα προσέξει της ανεμόσκαλας την άσκοπη αιώρηση
και θα τη μαζέψει
θα τη βάλει στο ντουλάπι
όπως τόσα άλλα πράγματα
που ανεξήγητα κάποτε
ρίχνει ο ουρανός.
6.ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΔΑΡΙΟΥ
στον Θεόδωρο
Ο γιος μου
δουλεύει στα σίδερα
έρχεται κατακομμένος
δουλεύει γκαρσόνι
για τα φιλοδωρήματα
τον λιώνουν τα βλέμματα
ο γιος μου κάνει θελήματα
πεθαίνει ο ήλιος μέσα του.
Ο γιος μου μαζεύει ελιές
μαυρίζουν πίκρα τα χέρια του.
Είναι καλός ο γιος μου
ομορφόπαιδο
όλοι τον αγαπούν.
Κάποτε τον φωνάζουν
και σε άλλες δουλειές
κάποτε
τον φωνάζουν
από τους ουρανούς
να κάνει τον άγγελο
να ανεβάσει τους πληγωμένους.
7.ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΣΗ
Το τηλεγράφημα αναφέρει:
Από βομβιστική επίθεση
σχεδόν ογδόντα νεκροί στο Ιράκ.
Προφανώς κάποιους δεν καταμέτρησαν
προφανώς για κάποιους δεν ήταν βέβαιοι.
Σχεδόν νεκροί;
Σχεδόν ζωντανοί;
Προφανώς ο αριθμός φάνηκε επαρκής
στα σχολεία οι μαθητές μαθαίνουν αριθμητική
ένα κι ένα κάνουν δύο
δύο και δύο τέσσερα
στα σχολεία οι μαθητές δεν μαθαίνουν
πως τόσα και τόσα είναι σχεδόν τόσα
δεν διδάσκονται
την επισφαλή σχετικότητα
των μαθηματικών του πολέμου.
8.OΙ ΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΒΙΟΛΙΩΝ
Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απʼ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Oι βιολιστές θαʼ πρεπε ναʼ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.
9.ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ
Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου
που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.
10.ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου