Members

"ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΙΣ ΛΥΜΝΕΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ"



Γράφει ο Λάζαρος Λαζάρου


«Οι λίμνες έλεγε
καθαρίζοντας από τη σκόνη τα πλαστικά των συρμάτων
και ξύνοντάς τα μετά
είναι γεμάτες με πνιγμένους
που κάποτε ήταν ζωντανοί
ενώ οι λύπες
με ζωντανούς που πέθαναν»
(«Λύμνες», σελ. 65)


Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης κυκλοφόρησε πριν έναν μήνα τη νέα του ποιητική συλλογή, δέκατη στο σύνολο, με τον παράξενο τίτλο «λύμνες». Δεν πρέπει να μας ξενίζει όμως ο τίτλος, γιατί και από τις προηγούμενες συλλογές του είχαμε εντοπίσει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του όπως οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό και την αυτόματη γραφή, αλλά και την πρόθεσή του, όχι να απεικονίσει πιστά την πραγματικότητά αυτού του κόσμου, αλλά να αντιπαραβάλει ένα δικό του ποιητικό σύμπαν, στο οποίο, για να παραφράσουμε τον σεφερικό στίχο, το θαύμα (πρέπει να) λειτουργεί ακόμη, σε έναν κατακερματισμένο χώρο.
Ο Χριστοδουλίδης, ως κατεξοχήν κοινωνικός και υπαρξιακός ποιητής, καταφέρνει στον δικό του κόσμου που με τέχνη ποιεί: «Θέλω να επινοήσω μια νέα λεκτική/ που να γράφεται/ μονάχα σε ποίηση/ και χωρίς να είναι/ ποίημα/ να μην μπορεί να είναι/ τίποτ’ άλλο» («Τελικό στάδιο», σελ 59) να εξαγνίσει τη στυγνή πραγματικότητα και να δώσει ελπίδα στον άνθρωπο. Είναι ένα εγχείρημα δύσκολο και επώδυνο για τον ποιητή, διότι βιώνει τον πόνο του κόσμου μέσα και από τον δικό του πόνο και αντίθετα.
Η εν λόγω ποιητική συλλογή είναι χωρισμένη σε δύο ενότητες: η πρώτη (σελ. 5-24) είναι μια ενιαία άτιτλη ποιητική σύνθεση αφιερωμένη εξολοκλήρου στον πατέρα του Δώρο, ο οποίος αποδήμησε τον Απρίλιο του 2024. Η δεύτερη ενότητα με την επονομασία «Παραλύμνες» (σελ. 28-69) αποτελείται από 38 ποιήματα με ξεχωριστό τίτλο το καθένα.
Η πρώτη ενότητα, η οποία αντλεί από τον τίτλο της ποιητικής συλλογή «λύμνες» πραγματεύεται τη βιολογική απώλεια αγαπημένων προσώπων. Η λέξη «λύμνη», προϊόν λεξιπλασίας του ποιητή (όπως και ο εκδοτικός οίκος «Ατέλεια» υποθέτω), αναμειγνύοντας προφανώς τις λέξεις «λύ-πη, μνή-μη» (λύ-μνη), παραπέμπει και στη λίμνη δηλαδή το εκτεταμένο κοίλωμα (του εδάφους) με γλυκό νερό. Παρά τη μελαγχολική διάθεση του ποιητή («Πατέρα/ τι χρειαζόμαστε να γεννιόμαστε/ να γινόμαστε όμορφοι ή έξυπνοι/ και κατόπιν να μολύνουμε με το κακό/ ακόμα και τα κλαδιά της λεμονιάς μας/ (…)/ όταν είναι βέβαιο ότι θα απολήξουμε/ σε ένα συσσώρευμα οστών/ σε ένα τίποτα» (σελ.6), εντούτοις προσέξτε πως αυτή η λύπη γίνεται μνήμη του γλυκού νερού κι όχι της αλμύρας.
Σε αυτήν την πρώτη ενότητα ο Χριστοδουλίδης είναι συγκλονιστικός, κάνει μια κατάθεση ψυχής, οι λέξεις του γδέρνουν το δέρμα: «έλεγα να ψάξω την τελευταία σου γόπα (…) να δω πως είναι το κατάλοιπο/ αν μεταδίδει ρίνισμα ζωής/ ή θανάτου ξύσμα» (σελ.12). Ο λόγος του είναι εξομολογητικός και η χρήση του β’ προσώπου, αφού απευθύνεται στον πατέρα του («Πατέρα…), δίνει αμεσότητα μέσω των αυτοαναφορικών στοιχείων. Ο ποιητής φέρνει στο μυαλό του εικόνες απ’ όλη τη διαδρομή του πατέρα του (προσωπική, επαγγελματική, κοινωνική, αντιστασιακή) και τις μετουσιώνει μέσα από έναν υπαρξιακό λυρισμό, ο οποίος σκιαγραφεί και τον βιωμένο χρόνο οποιουδήποτε ανθρώπου με αγαπημένα του πρόσωπα. Ακόμα και σε αυτήν την πιο προσωπική ενότητα, ο Χριστοδουλίδης δίνει το στίγμα του κόσμου που επιθυμεί μέσα από τον λόγο της αγαπημένης του φοινικιάς: «πρέπει να εφευρεθεί μια άλλη γη/ που να προσφέρει μιαν άλλη φύση/ με δέντρα που τρέχουν τις νύχτες πλάι στους ίσκιους τους/ και τα πουλιά για να αγκαλιαστούν/ με λίμνες που μαζεύουν τα νερά τους και φεύγουν μακριά» (…) «και τότε θα μπορούμε να πούμε/ ναι αυτό είναι κάτι που αξίζει μια νέα ιερή προσήλωση» (…) «δεν ξέρω εσείς οι άνθρωποι τι θα προτιμούσατε» (σελ. 23-24).
Τη δεύτερη ενότητα «Παραλύμνες» πρέπει να την αντικρίσουμε δίπλα (παρά-) από τις «λύμνες» της λύπης και της μνήμης. Σε αυτά τα ποιήματα ορθώνει ανάστημα ο κοινωνικός ποιητής Χριστοδουλίδης, δίπλα από τον υπαρξιακό του εαυτό, διατυπώνοντας προβληματισμούς για την αυτοκαταστροφική πορεία του ανθρώπου, στοιχείο που εντοπίσαμε και στην προηγούμενη ποιητική συλλογή «ΛΑΛ-γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος». Συνεπώς, η προσωπική θλίψη του ποιητή και τα εσχατολογικά ζητήματα που θέτει στην πρώτη ενότητα αποκτούν μια ουμανιστική πτυχή στη δεύτερη ενότητα, καθώς οι υπαρξιακοί και κοινωνικοί του προβληματισμοί συμφύρονται και από το ατομικό πρίσμα κι έτσι επιτυγχάνεται αναγωγή στο καθολικό. Ο ποιητής θέτει τον άνθρωπο μπροστά στις ευθύνες του, στηλιτεύει τη συμφεροντολογική αλαζονική του συμπεριφορά, τη ματαιοδοξία, την κοινωνική αδικία, την οικολογική καταστροφή, την κοινωνική απομόνωση, την κατάρα του πολέμου: «Και είναι πάντα πόλεμος/ Οτιδήποτε άλλο/ είναι η επομένη/ και η προηγούμενη/ μέρα του πολέμου» («Το κλίμα», σελ. 46).
Ο Χριστοδουλίδης, βαθιά προβληματισμένος και καταρρακωμένος από την προσωπική του απώλεια, φτάνει στην αγωνία του για το μέλλον αυτού του μάταιου κόσμου. Παρά τη θλίψη και το βαθύ τραύμα, ο ποιητής αντιτείνει ως αντίδοτο την Τέχνη, την Ποίηση, τον ανθρωπισμό, την ακατάλυτη αγάπη: «πως η αχρησιμοποίητη αγάπη στον κόσμο/ το άπειρο μίσος των ανθρώπων/ όταν συσπειρώνονται/ ενσκήπτουν/ ως αδυσώπητο ψύχος» («Το ψύχος», σελ. 64). Το έχω ξαναγράψει: ο Χριστοδουλίδης, ως εξαιρετικός παλμογράφος του σύγχρονου αδιέξοδου συγκείμενου, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία!

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

«Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΙΧΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΑΝΟΙΓΕΙ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ ΕΝΩ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΦΤΕΡΑ»