Members

SPANISH POEMS


Traducción: José Antonio Moreno Jurado

ΤO ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ
Στο δρόμο πιο πέρα
έκλεισε ένα περίπτερο.
Εκλεισε ξαφνικά μια μέρα
ένα πρωί απλώς δεν άνοιξε
όπως όταν κάποιος φεύγει
ήσυχα και προγραμματισμένα
για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Οι περιπτεράδες τύποι φιλικοί και αξιοπρεπείς
εξαφανίστηκαν, δεν τους ξανάδαμε
ίσως να μην τους ξαναδούμε ποτέ.
Τώρα, όταν περνώ από εκεί
παρατηρώ στο εσωτερικό του έρημου χώρου
τα τελευταία αφημένα αντικείμενα.
Βλέπω τη μορφή
αυτού που δεν υπάρχει πια
και με έκπληξη διαπιστώνω
ότι δεν μοιάζει καθόλου
με κάτι ανύπαρκτο.
Η ζωή
όταν φεύγει
αφήνει απομεινάρια
είναι κάτι μετέωρο αλλά ανθεκτικό
-σαν κολλημένο χνούδι στο σώμα του χρόνου-
που εμποδίζει για λίγο το θάνατο να εξαπλωθεί
εκεί όπου κάποτε
ήταν ζωή.



 EL KIOSKO

En la calle más allá
ha cerrado un kiosko.
Cerró de pronto un día
sencillamente una mañana no abrió
como cuando alguien se marcha
tranquila y programadamente
para un viaje sin regreso.
Los kiosqueros tipos amigables y dignos
desaparecieron, no los volvimos a ver
quizás no los volvamos a ver nunca.
Ahora, cuando paso por allí
observo en la parte externa del sitio vacío
los últimos objetos abandonados.
Veo la figura
de quien ya no existe
y con sorpresa ratifico
que no se parece en absoluto
a algo inexistente.
La vida
cuando parte
deja restos
es algo suspendido en el aire, pero tenaz
-como vello pegado en el cuerpo del tiempo-
que impide un poco que la muerte se extienda
allí donde una vez
hubo vida.

            
ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ


Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;



 CAFÉ LIBRO DE JOSÉ SARAMAGO


Leo un café libro.
El escritor está muerto
el traductor está muerto
el héroe básico se suicidó.
Yo todavía estoy vivo.
Me siento en el hueco de una luna desconocida
y bebo una cerveza amarilla.
¿Quién dijo que la muerte
está inmóvil?





ΑΝΑΣΤΑΣΗ


Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι
μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι καθηκόντως παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος
ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά
οι νυχτερίδες- αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά το ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας

κατά λάθος ζωντανής μεσ' στους νεκρούς

έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο
κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.



RESURRECCIÓN


Ayer fuimos también a un entierro
Y fue magnífico.
Los vestidos de negro
vestidos de negro
los más dolientes
los ligeramente tristes
los serios con gafas negras
los asistentes por obligación
el cura con las ropas femeninas
el alcalde reglamentario
el redondo presidente
el digno diputado
con su cuenta bancaria
las negras aves
los vampiros -esos admirables domésticos
y el muerto en su sitio
tendido con párpados cosidos
vestía su buen traje
tranquilo hasta el momento
en que el perfume de una mujer desconocida
inundó de pronto el templo
de una mujer toda alma y sangre
de una mujer desenfrenada

viva por error entre los muertos

el muerto hizo por levantarse
pero nadie le abría el féretro
nadie desolado
le abría el féretro al muerto.

ΑΠΡΙΛΗΣ


Τα ξεχασμένα παιδιά
κλωτσάνε μια ξεφούσκωτη μπάλα
στην αυλή του σχολείου.

Είναι 3 και 30 ακριβώς
ο ήλιος τέτοιο μήνα είναι συμπονετικός
καψώνει όμως σιγά σιγά
ένα μετά το άλλο
τα ηλιοστάσια του.

Το ξανθό κορίτσι
η μικρή κλειδούχος
ανοίγει παραφυλώντας το κάγκελο
και τρέχει προς τα έξω
για να φέρει κάτι ασήμαντο.

Η πόρτα μένει μισάνοιχτη
ένα παιδί την βλέπει και προλαβαίνει
βγαίνει από τα όρια
και γίνεται σύννεφο
ένα άλλο παιδί κάνει το ίδιο
και γίνεται αστραπή
τα άλλα παιδιά γίνονται σταγόνες και άνεμοι
τα παιδιά πολλαπλασιάζονται
τα παιδιά εξαϋλώνονται.

Κάπως έτσι
εκείνη την ηλιόχαρη μέρα
ξέσπασε
πάνω από την αυλή του σχολείου
μια αλλόκοτη καταιγίδα.



ABRIL



Los niños olvidados
dan patadas a un balón desinflado
en el patio del colegio.

Son las 3 y 30 exactamente
el sol en tal mes es compasivo
pero quema poco a poco
uno tras otro
sus solsticios.

La muchacha rubia
la pequeña portera
abre observando la cancela
y corre hacia afuera
para traer algo insignificante.

La puerta queda medio abierta
un niño la ve y avanza
sale de los límites
y se convierte en nube
otro niño hace lo mismo
y se vuelve relámpago
los demás niños se convierten en gotas y vientos
los niños se multiplican
los niños se inmaterializan.


Así pues
aquel día alegre de sol
estalló
por encima del patio del colegio
una tormenta insólita.



ΟΙ ΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΒΙΟΛΙΩΝ

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Oι βιολιστές θα έπρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.




LOS ESTUCHES DE LOS VIOLINES


Lo instrumentos son nuestra necesidad
de escuchar algo distinto
fuera de nuestra tonta voz.
Sin embargo, dentro de los sonidos del violín
comprendes la importancia del silencio
y de la muerte.
Los violinistas deberían ser enanos;
cuando mueren los entierran
en los estuches de sus violines.


ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ
  
Παρέλαση στο Παρίσι.

Απροσδόκητη.
Κατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Οι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα κτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ό Κουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.




ILUSIÓN ÓPTICA PARISINA



Desfile en París.
Inesperado.
Nos dirigíamos a la Virgen de París.
Los uniformes rojos y oro de los lanceros
los excrementos de los caballos en la calle
parejas que se besaban
el Sena una afirmación cansada
turistas buscando la parte correcta
recuerdos y curiosas colas de curiosos.
Dentro de poco sonarán las campanas
y teniendo como base el programa
Quasimodo saltará al vacío
cubierto de aplausos.


O KΡΟΤΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ

στον Ορέστη

Θυμάμαι τον πρώτο καιρό στο σχολείο
κρυφόκλαιγα
όταν το χέρι της μάνας μου αποτραβιόταν
κι ένα σιδερένιο χέρι
με χάιδευε στην πλάτη.
Νομίζω
δεν ήταν ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο.
Τον ψυκτικό κύκλο της γνώσης τους φοβόμουν.
Τις λέξεις τους
σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν ζυμωμένες στη στοργή.
Έτσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιο μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις αγαπητερές
να τις παίρνει μαζί του
να τον κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.

 

EL ESTRÉPITO DE SUS PALABRAS

A Orestes

Recuerdo que el tiempo primero en el colegio

lloraba a escondidas
cuando la mano de mi madre se retiraba
y una mano de hierro
me acariciaba la espalda.
Pienso
no era que tuviera miedo a los maestros
a los examinadores
a los condiscípulos desconocidos
más tarde a los oficiales en el ejército
a los profesores en la universidad.
Temía el círculo helado de sus conocimientos.
Sus palabras
duras implacables sin amor
como nueces vacías cuando se cascan
mientras las palabras de mi madre
estaban amasadas en afecto.
Así ahora
cuando sospecho en mi hijo el mismo miedo
le preparo palabras en los desayunos
palabras cariñosas
para que las lleve consigo
para que lo sostengan
cuando el estrépito de palabras extrañas
lo rodee.

 

 

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ

Ο πατέρας τους έφτιαχνε τα σπασμένα ποδήλατα
της γειτονιάς.
Έρχονταν και περαστικοί κάποτε, του έφερναν.
Τα δυο παιδιά του έτρεχαν πέρα-δώθε ξυπόλητα
και ρακένδυτα – στα μάτια τους έλαμπε η περιπέτεια
και το τέλος της. Όλη μέρα έτρεχαν
αυτός πνιγμένος στη δουλειά
δεν τα χάνε απ’ τα μάτια του
όμως μια κοφτερή στιγμή
που το αδόκητο δρεπάνιζε τα σύθαμπα
στο τυφλό σημείο όταν ο αυχένας αδυνατεί να στρίψει
του ξέφυγαν
καβάλησαν δυο σέλες
με τρυπημένους τροχούς
ξεχαρβαλωμένες καδένες
διαλυμένα φρένα
κι ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο των ονείρων.
Στη μεγάλη κατηφόρα των χρωμάτων
εκεί που συνήθως όλα τα ξυπόλητα παιδιά την παθαίνουν
δεν τα κατάφεραν.
Τα γύρεψε μάταια ο πατέρας τους
– ο ανήλιαγος.
Τα γύρεψε βουβά.
Μόνο αυτός τα γύρεψε.
Αυτά και άλλα περιστατικά
συμβαίνουν σε αφώτιστα μέρη.

BICICLETAS ROTAS
Su padre construía las bicicletas rotas
del barrio.
A veces venía también gente de paso y se las traían.
Sus dos hijos corrían por doquier descalzos
y andrajosos
-en sus ojos brillaba la aventura
y su final.
Corrían durante toda la jornada
él ahogado de trabajo
no los perdía de vista
sin embargo, en un instante
en que lo imprevisto segaba el anochecer
en el punto ciego
cuando la nuca es incapaz de volverse
se le escaparon
cabalgaron dos sillines
con ruedas agujereadas
cadenas dislocadas
frenos deshechos
y subieron al punto más alto de los sueños.
En la gran pendiente de los colores
allí donde por costumbre
todos los niños descalzos la sufren
no lo consiguieron.
Los buscó en vano
su padre
-el sombrío.
Los buscó en silencio.
Sólo él los buscó.

Éste y otros casos
suceden en lugares sin luz.

ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.


Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»



UN ANDRÉS

Nos encontramos al azar una o dos veces al año
ayer me vio en el supermercado cuando elegía
tomates.
Me preguntó otra vez cómo va mi hija mayor
-Es un hijo, y ahora estudia, Andrés.
-Ah, sí.
Pausa
-¿Está bien?
 -Bien
Cada vez la misma conversación
sobre lo perecedero que se pudrió
a la puerta de la peluquería de los nombres
en el taller de cambio de pies
en las colas de los áridos parados
en las aceras de los arrugados
en las trincheras de la ciudad
-Inclínate Andrés, no, no reverencia,
inclínate sencillamente.
Es extraño que un hombre
pueda cometer error siempre en el mismo asunto.
Me fijé también en un temblor en sus manos
que ocultaba con destreza apretando con fuerza el carrito.
Hago lo que puedo por evitarlo
sin embargo, su insistencia en comunicar su dificultad
es invencible.
Un día se le cayó la cabeza
corrimos a alcanzarla
por la pendiente.
Cuando pagué al siguiente editor
y circuló mi sexto libro
se lo mandé por correo a una dirección desconocida
seguro de que lo recibiría de alguna forma.
Después de años volvimos a encontrarnos
en los aseos públicos
para una meada de pago.
“¿Cómo va tu hija?
Interesante tu poema sobre aquel tipo.
Increíble aquel tipo,
¿quién es?”.





ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ

ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ


Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.





HISTORIAS QUE ENTIENDES MUCHO DESPUÉS

Por el mediodía en el espacio de parada del bloque
nos perseguían un irritado policía
con pantalón corto
y el jardinero.
El primero insultaba porque jugábamos a la pelota
y le estropeábamos el sueño
cogía una vara de madera y bajaba
a pegarnos.
El segundo aullando incomprensiblemente
como una fiera
pensaba que nos iba a atrapar
cuando cortábamos nísperos de los árboles.
Sin embargo, nosotros estábamos más irritados que ellos.
Y más esbeltos.
Me tomó siempre muchos años
sospechar
que mucho más que a nosotros
odiaban nuestras sonrisas
y que
el poder y la propiedad
no aman a los niños.

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ