Ο Γιώργος
Καλοζώης ιδρύει μια πρωτότυπη ποιητική, η οποία εδράζεται στην
παραληρηματική διαγωγή της έκφρασης και αναπόφευκτα απομακρύνεται από τη
συνάντηση με άλλες ποιητικές φωνές της εποχής του, τολμώ να πω, και
προγενέστερων καιρών. Μια ποιητική που, με την λαβυρινθώδη περιπλοκότητά
της σε ύφος, περιεχόμενο και αισθητική αρτίωσ η, γνωστοποιεί ότι ο
ποιητής ουδόλως ενδιαφέρεται να κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα,
καθότι είναι βαθιά κυριευμένος από αυτά.
Οι μορφές που
γεννά η ποίηση του Καλοζώη αποκτούν υπόσταση ανταποκρινόμενες προσφυώς
στον όρο «γκροτέσκο» με την αρχική του σημασία, εκείνην της συμπαρουσίας
ζωντανών, νεκρικών και ζωικών μορφών σε μια οικουμενική πρόσληψη. Η
ποιητική ενσάρκωση αυτών των γκροτέσκων μορφών διατηρεί ακέραια την
τραχιά, ακατέργαστη υφή της χειροποίητης εικόνισης του σύμπαντος κόσμου.
Η ποιητική του γλώσσα, μέσα στη βρωτή καρποφορία της,
επιτυγχάνει να μετατρέπει την εμμονική επαναληπτικότητα των μοτίβων σε
πλούτο - μια άλλη ποίηση, χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, θα απέγραφε
μονοδιάστατη χροιά- παρασέρνοντας συμβατικούς κανόνες γραφής, ανάγνωσης
καθώς και σημεία στίξης.
Ο ποιητής δεν ξέρει και μάλλον δεν τον
νοιάζει να γράψει αλλιώς, διότι ο τρόπος του καθορίζεται από τη
ρωμαλεότητα της ουτοπίας του, η οποία φιλοδοξεί να ελέγξει και να
περιλάβει την κινηματογραφικώς συναρμολογούμενη, ασύλληπτη ιδέα του
όλου, με αφετηρία την ιδιόμορφη συμβίωση και σύμφυρση έμβιων και άβιων
όντων, και ευκταία κατάληξη το ιδεατό συμπαγές σώμα.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ
Τα χέρια των ποδιών μου αλλά και τα πόδια των χεριών μου δεν μπορούν να κινηθούν ούτε η κνήμη του κεφαλιού μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν μέσα στο κεχριμπάρι δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού να πάτε βλεφαρίδες δεν έχετε πού να πέσετε σάλια δεν έχετε πού να τρέξετε είμαστε οι απομονωμένοι άνθρωποι μέσα στο κεχριμπάρι κάποιοι από μας είναι με τα ρούχα της δουλειάς και τις ανοιχτές ομπρέλες άλλοι είναι γυμνοί την ώρα που λύγιζαν το ένα πόδι για να βγουν απ΄ την μπανιέρα άλλοι την ώρα που κατέθεταν στις τράπεζες τις επιταγές το χέρι τους έμεινε για πάντα τεντωμένο προς τον υπάλληλο ακούστε με λοιπόν προσεκτικά με τα νεύρα (όχι τους θυμούς) με τα τύμπανα (όχι τα μουσικά όργανα) με τους κοχλίες (όχι τις βίδες) με τους λαβύρινθους
(όχι τα κτήρια) δεν επιλέξαμε αυτό το τέλος όπως δεν επιλέξαμε την αρχή κι οι πιο παρανοϊκοί που χτίζουν γύρω από τα σπίτια και τους εαυτούς τους τις πιο ψηλές περιφράξεις συναγερμοί κάμερες περιπολίες τη νύχτα από σεκιουριτάδες θα παρανοήσουν ακόμη περισσότερο και το άγχος τους θα διαχυθεί επινεμόμενη ψύχωση επειδή οι άλλοι θα τους βλέπουν για πάντα ορατοί και μέσα στο πιο σκοταδένιο σκοτάδι αυτοί που θα ΄ρθουν μπορεί να γελάσουν να κοροϊδέψουν τους ακίνητους επειδή θα κινούνται ω ακινητοποιημένοι μη δώσετε σημασία είστε οι κάτοικοι του Δία κι ακόμη χειρότερα άλλων πλανητών με μεγαλύτερη βαρύτητα παρηγορηθείτε γιατί είστε τα πρωτοξάδελφα των βραδυπόδων είστε τα μεγάλα ποτάμια που κουράστηκαν να ρέουν κι είπαν να κυλήσουν πίσω τη στιγμή της απόφασης ούτε μπρος ούτε πίσω είστε ακριβώς στη στιγμή που η ψυχή δεν ήρθε σε σας αλλά ούτε φεύγει από εσάς το χρονοδιάστημα ανάμεσα στο κάτι πριν αυτό προκύψει και στο επόμενο ό,τι και να είναι αυτό είστε μέσα στο κεχριμπάρι όπως η λιβελούλα το κουνούπι η μύγα ω εσείς που κάποτε ήσασταν απαρηγόρητοι παρηγορηθείτε το τίποτα που θα ρθεί δεν μπορεί να σας κατηγορήσει για τίποτα
Η πλαστικότητα των μορίων, εκδόσεις Φαρφουλάς 2019
Ένα
τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται ευρύτητα χώρου και, ως εκ τούτου, θα
μπορούσε να εμψυχωθεί μονάχα μέσα από μια πιο διαμετρική οπτική της
ποίησης, την οποία έχει εξερευνήσει και ενσωματώσει καλά στο είναι του ο
Καλοζώης.
Το ποιητικό σώμα τού πολυμορφικού «καλοζωϊκού» κόσμου
άλλοτε βογκά, άλλοτε ουρλιάζει, άλλοτε στενάζει, άλλοτε διαλογίζεται, κι
άλλοτε αγκομαχά με βρόγχους θανάτου, εξαντλημένο από το ίδιο το μέγεθος
της ουτοπίας του, μα και την ανημποριά της ποιητικής τέχνης να το
διατηρήσει εν ζωή, αφού το θεμέλιό του – η υπέρτατη αγάπη ως αποτέλεσμα
ενός διαρκούς προσκλητηρίου για οριστική συνεύρεση ζωντανών και νεκρών,
ανθρώπων και ζώων, φυτών και άψυχων πραγμάτων – συνιστά την απόλυτη
εξωλογική πρόκληση.
Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνει κανείς πως
πρόκειται για ποίηση που δεν αρκείται στο να μένει ποίηση, αλλά σχεδόν
νομοτελειακά φιλοδοξεί να πραγματωθεί σε ΖΩΗ, αντικαθιστώντας τις
επαχθείς όψεις του διαχρονικού της συνώνυμου (της υπαρκτής ζωής, δηλαδή)
όπως αυτό βιώνεται περίπου αναλλοίωτο στην ουσία του, με επουσιώδεις,
κατά καιρούς, αισθητικές παραλλαγές.
Αυτό τον δρόμο, τον
αναπόφευκτα «αντικοινωνικό» και δύσβατο, ακολουθεί ο Καλοζώης, για να
οδηγηθεί και να μας οδηγήσει στη σύσταση του συναρπαστικού ποιητικού του
σύμπαντος, το οποίο πυροδοτείται από ένα κρυστάλλινο, έμπλεο υπαρξιακής
αγωνίας, οραματικό υπόβαθρο.
Η ΛΗΘΗ
Ήρθαν όλοι επειδή τους κάλεσα ο συνετός με τη σωφροσύνη του ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του ο προφήτης με το βουνό και την εκκλησία του ο ξυλουργός με τα πανύψηλα δάση του ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα τα μορφήματα και τους δεκάδες φθόγγους του ο τσοπάνος με το κοπάδι του αργότερα θα διαχώριζε τους αμνούς από τα ερίφια με τους σκύλους του πριν να διασταυρωθούν με τους λύκους μπροστά απ' αυτόν προηγούνταν ο αποδιοπομπαίος τράγος του τα μάλλινα ζεστά υφάσματα ήρθαν κι η σπορά ήρθε και τα χιλιάδες σπέρματα και τα πουλιά με τα πετάγματά τους και κάποια απ' τα πουλιά με την ανίατη γρίπη τους ήρθαν κι οι νεκροί με το κίτρινο χρώμα και τα μυρμήγκια επάνω στο σώμα τους κι αυτοί επειδή είχαν καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο κοινωνικοί ήθελα να τους αγκαλιάσω αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι συνοδεύονταν απ' τις αρρώστιες τους άλλοι από τους δολοφόνους τους κι η κυρία πληρότητα ήρθε και η φίλη της η κενότητα κι αφού μαζεύτηκαν όλοι η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα φάγαμε ουρανό και γη ήπιαμε απόσταγμα γνώσης καπνίσαμε πίπες και καμινάδες τζάκια και σόμπες Ύστερα τους κέρασα μελίσσια χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες ύστερα αφού πέρασε η πρώτη αμηχανία χορέψαμε με τις θύελλες και τις καταιγίδες απ' όλους η θάλασσα ήταν η πιο κινητική ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι ποταμοί τα στάσιμα νερά ήταν συνέχεια καθισμένα χόρεψα μ' αυτήν που δεν τη χόρευε κανείς με την ασκήμια όλοι μα όλοι φλέρταραν την ομορφιά πρώτοι και καλύτεροι οι πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το ρεύμα ενώ το χώρο φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι αστραπές κι οι δυνατές βροντές καθόριζαν την ένταση του ήχου Μόνο αυτή που αγαπούσα δεν ήρθε αυτής που το πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά θυμόμουν τις συμπεριφορές της τους τρόπους της όλα που ζήσαμε μαζί τα θυμόμουν τα μούρα με τα οποία έβαφε το στόμα της τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα ίδια με τα μάτια της τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν όπως τα τσαμπιά απ' τα κλήματα Μόνο αυτή που αγαπούσα έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν καλύτερα και θα 'ρχόταν όμως οι πίνακές μου είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου οι μνημοτεχνικοί η λήθη είχε ζώσει με στέμμα λησμονιάς το ψηλό βουνό της αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις να το ανέβεις άμα το έχεις για κάποιον λόγο κατεβεί
Η κλίση του ρήματος, εκδόσεις Φαρφουλάς 2009
Στην
πραγματικότητα, ο Καλοζώης ένα ποίημα γράφει, ένα ποίημα επεξεργάζεται.
Μέσα από την ογκώδη σε έκταση, παφλάζουσα σε ένταση και έκσταση, και
εξελικτικά τερατώδη -όπως ο ίδιος παραδέχεται- ποιητική του, μας
παραδίδει έργο εμβληματικό. Το ίδιο το έργο είναι συνάμα εκφοβιστικά
προφητικό, αφού χωρίς ποτέ να το εκφέρει ευθέως, η κάθε οντολογική του
σύζευξη αποτελεί προειδοποίηση για το τέλος της συνομοταξίας μας, ενόσω
αυτή θα συνεχίσει να παραγνωρίζει την υπέρτατη αξία των πιο αγνών και
αμόλυντών της εκδοχών.
Μας παραδίδει ένα έργο που, ενώ προμηνύει
το παράδοξο της ύπαρξης ως φλεγόμενης βάτου, αφλέκτως καιομένης,
υψώνεται πυρίμαχο ως φορέας της πιο οικουμενικής ουτοπίας και
ευεργετείται από το άφθονο σε θαυματουργό νερό αντλιοστάσιό του, από
εγγενή και επίκτητα υδροφόρα στρώματα, ώστε να αποτρέπει την αυτανάφλεξη
και θριαμβευτικά να αυτοδιασώζεται, εσαεί πυριφλεγές.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ελευθερώσεις το ποίημα από το να το φυλακίσεις
μέσα στο αμετάβλητο του βιβλίου.
Την ώρα που το ποίημα τυπώνεται, καταδικάζεται και ταυτόχρονα απελευθερώνεται.
Με το αμετάκλητο της σελιδοποίησης, το ποίημα έχει ήδη αποστερηθεί όλες τις πιθανές
και απίθανες εκδοχές του, τη δυνατότητα του να γίνει αυτό όχι εκείνο
και μετά να ξαναγίνει εκείνο όχι αυτό και κατόπιν τίποτα από όλα αυτά.
Να παλινδρομήσει ξανά και ξανά μέσα στις φλέβες του αλλόκοτου όντος που το φέρει
ως ευμετάβλητη πηγή ενέργειας και ασύλληπτη σε ρευστότητα πιθανότητα.
Ενόσω πλάθεται υπό την κυριότητα του ποιητή, το ποίημα έχει την ευχέρεια να ανήκει
και να προστατεύεται, όταν όμως εντοιχιστεί στη λευκή σελίδα
ανήκει πια σε κανέναν και σε όλους
επειδή έχει αποδράσει από την αιχμαλωσία της σαν εμμονή, αναθεώρησης του.
Η ανυπομονησία τώρα το πλημυρίζει
και μετριέται με όρους αιωνιότητας.
Μπορεί να περιμένει για πάντα και αυτό να μην είναι αρκετό
Μπορεί η αναμονή του να διαρκέσει λίγο-μερικές δεκαετίες.
Περιμένει όμως ελεύθερο αν και στο διηνεκές αναλλοίωτο
Περιμένει αμετάβολο, αν και υποκείμενο πλέον στην πολυπρισματικότητα
αμέτρητων οπτικών.
Διανέμεται σε εκατοντάδες αντίτυπα, αν είναι τυχερό, σε χιλιάδες
η πνευματική του ύλη διασπείρεται στον κόσμο
θα έπρεπε να αποδυναμώνεται, το αντίθετο:
Όσο περισσότερο περιοδεύει
η ανθεκτικότητα του κατοχυρώνεται, οι αντοχές του αυξάνονται.
Παραμένοντας ανίδωτο, φθίνει, αρρωσταίνει, αναπολεί τον καιρό
των ατέλειωτων τροποποιήσεων του.
Ιδωμένο, αναζωογονείται και με αυτοπεποίθηση, εξωστρέφεται.
Η μοναχικότητα του δεν είναι πια μοναξιά, είναι πραγμάτωση.
Για τον δημιουργό του, που το είδε ως βρέφος να μεγαλώνει αλλά να μην γερνά
που το παρέλαβε βρέφος μόλις γεννήθηκε από τη μεγάλη μήτρα της ποίησης, θα φορεί πάντα την ίδια ενδυμασία, τα ίδια βρεφικά ρουχαλάκια.
Θα είναι όμως γυμνό μπροστά σε όσους τύχει να το συναντήσουν πρώτη φορά
και κυρίως, να το διαβάσουν, εγχείρημα δύσκολο και απρόβλεπτο.
Αυτοί θα το ντύσουν, ξανά και ξανά
όμως τούτη υπόθεση, αφορά μια άλλη ιστορία.
(πρώτη δημοσίευση culturebook 14 Φεβρουαρίου 2021)
****
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (ΜΙΚΡΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΦΕΡΝΑΝΤΕΣ ΡΕΤΑΜΑΡ)
Tου Γιώργου Χριστοδουλίδη
17Απριλίου 2020
Βιώνουμε
την κακοκαιρία της απώλειας και του φόβου. Όσοι δεν έχασαν αγαπημένους,
έχασαν την ελευθερία τους. Όσοι δεν έχασαν την ελευθερία τους, έχασαν
τις βεβαιότητες τους, όλοι απώλεσαν τις βεβαιότητες τους και αρκετοί
αποστερήθηκαν τα αναφερόμενα τους, μαζί με κάτι που ποτέ δεν εξηγείται
με λόγια.
Αλήθεια τι μπορεί να μου διδάξει μια τέτοια εποχή, εμένα
που σιχαίνομαι τα διδάγματα και λατρεύω τα ερωτήματα; Πέραν από φράσεις
κλισέ του τύπου «επαναξιολογώ τη ζωή μου», «αναδιατάσσω τις
προτεραιότητες μου», είναι δυνατόν κανείς να μάθει τις σωστές απορίες;
Ναι, αλλά όχι τζάμπα. Τα δωρεάν μαθήματα ζωής είναι ένα μύθος, το τίμημα
μιας τέτοιας συμπιεσμένης, από όλες τις απόψεις, «ακαδημαϊκής» θητείας,
είναι δαπανηρό, πληρώνεται με άλγος αδιαμέλιστο. Και οι σκληρές εποχές,
για να σε διδάξουν, πρέπει πρώτα να σε χαράξουν.
Αγανακτώ με τον
εαυτό μου, βλέποντας εκ των υστέρων πόσο χρόνο ξόδεψα να μιλώ για το
τίποτα, να συνδιαλέγομαι με το τίποτα, να διαβάζω και να βλέπω μαλακίες,
εγώ που διαβάζω και κανένα καλό βιβλίο μέσα μέσα. Φανταστείτε πόσο θα
έπρεπε αντιστοίχως να αγανακτούν τα σούργελα της εποχής μας, που είτε
από βιοπορισμό, είτε εκ φύσεως εκ κινούμενοι, έχουν μετατρέψει τη ζωή
τους σε θλιβερό θέαμα, εγκιβωτίζοντας την σε υπερμεγέθη κενά. Όμως
μάλλον, το μόνιμο εμβόλιο της ελαφρότητας, παράγει διαχρονική ανοσία και
τους προστατεύει. Θα συνεχίσουν άραγε και μετά να υπάρχουν με τον τρόπο
που υπήρξαν μέχρι τώρα;
Ξαφνικά λοιπόν βαραίνει τον κόσμο ο
κορωνοϊός. Ο άνθρωπος, από θύτης των πάντων και κατακτητής, μετατρέπεται
σε απειλούμενο είδος. Το πρώτο κύμα παρέρχεται με φρικτές παγκόσμιες
απώλειες, όμως αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως δεν είναι όλα
τελειωμένα. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να σε σώσουν: Ο κακοπληρωμένος
γιατρός της δημόσιας υγείας πριν από την εντατική, ο εντατικολόγος πριν
από τον τάφο, ο επιδημιολόγος που θα καταστρώσει ένα σχέδιο, ο
Πακιστανός ντελιβεράς που θα φέρει το φαΐ έξω από την πόρτα, (ο Ρομπέρτο
Φερνάντες Ρεταμάρ που πέθανε το περασμένο Σάββατο, με ένα ποίημα του,
αν θες να σωθείς διαφορετικά).
Παρατηρούμε με ανακούφιση ότι την
πόρτα των νοσοκομείων διέρχονται όχι μόνο σακούλες με πτώματα αλλά και
αποθεραπευθέντες. Και είναι πολλοί.
Συγκινούμαστε, δακρύζουμε,
κάποιοι οργανώνουν ζητωκραυγές σε προαυλιακούς νοσοκομειακούς χώρους,
μοναχικές συναυλίες σε μπαλκόνια, μεταμεσονύχτια ανάμματα κεριών,
αποθεώνουν, επευφημούν.
Η συρρίκνωση της δικής μας ύπαρξης,
μεγεθύνει σε βαθμό υπερθετικό την πιστή άσκηση καθήκοντος ενός κομματιού
της κοινωνίας και την αναγάγει σε ηρωισμό. Θεωρεί το ταλέντο, την
αφοσίωση, υπερφυσικά χαρίσματα. Η απομάκρυνση μας από την ανθρώπινη
υπόσταση, μας κάνει να βλέπουμε ήρωες σε εκείνους που κατάφεραν να τη
διατηρήσουν και να την ανθίζουν. Ανακουφιζόμαστε λυτρωτικά, επειδή
διαπιστώνουμε πως ενδημούν ακόμα άνθρωποι, που μέσα σε πανδημίες,
εξακολουθούν να κάνουν τη δουλειά τους: Να σώζουν ζωές ή ψυχές. Αυτό
ανέκαθεν εντέλλονταν να κάνουν-και το έκαναν- οι ορκισμένοι στον
Ιπποκράτη ή οι ποιητές. Απλώς εμείς, σαν πρωτοετείς, τώρα το
παρατηρήσαμε και αφού έπρεπε να απωλέσουμε τις βασικές ανθρώπινες
λειτουργίες της αλληλεγγύης, της αυταπάρνησης και ανιδιοτελούς
προσφοράς. Την ανάγκη για κάποιου είδους πραγματική έκσταση. Ό,τι μας
απέμεινε, τα απομεινάρια μας, το έθεσε υπό διαπραγμάτευση η πανδημία και
το ξύπνησε. Χαμένες συναισθήσεις και διαισθήσεις. Τα καλύτερα εδάφη της
ψυχής μας μπορούν να ποτιστούν και να αναζωογονηθούν, τώρα.
Αύριο,
φυσικά, κάποτε, όταν η ζωή «ομαλοποιηθεί», θα τους ξεχάσουμε όλους
αυτούς, αφού τις γκρίνιες για την απομόνωση στην οποία τεθήκαμε, θα
διαδεχτούν οι γιορτές της χαράς για τη λήξη της.
Αυτό που θέλω να
πω είναι ότι έχουμε ξεχάσει πως οι άνθρωποι ως άτομα δεν μπορούσαν να
επιβιώσουν πολλές μέρες σε αυτόν τον πλανήτη ειδικά όπως τον
καταντήσαμε. Για να υπάρχει Παιδεία, πρέπει κάποιοι να γράψουν βιβλία.
Για να γράψουν βιβλία, έπρεπε να επινοηθεί το χαρτί. Για να γραφτεί στο
χαρτί η γνώση, έπρεπε κάτι να την αποτυπώνει. Για να υπάρχουν νοσοκομεία
που μας περιθάλπουν έπρεπε κάποιοι να τα χτίσουν, άλλοι να
δημιουργήσουν γιατρούς, εξειδικευμένοι κατασκευαστές να παράγουν
αναλώσιμα και πολύπλοκο ιατρικό εξοπλισμό.Φορτηγά με οδηγούς που
βρωμοκοπάνε ιδρώτα να τα μεταφέρουν, να τα εγκαταστήσουν, άλλοι ειδικοί,
να τα δοκιμάσουν αν δουλεύουν. Για να διαβάσω ποιήματα όπως εκείνα του
Ρεταμάρ που πέθανε προχθές, έπρεπε ο Ρήγας Καππάτος να τον μεταφράσει
τόσο γοητευτικά και πριν χρόνια να προλάβω εν τη αγνοία μου, το
τελευταίο αντίτυπο στο βιβλιοπωλείο, επειδή η πτήση μου δεν θα έφευγε
τόσο νωρίς.
Μένω άναυδος όσο αναλογίζομαι πόσα έκαναν για μένα
εκατομμύρια άγνωστοι, ώστε μια μέρα, μέσα από τη συμπλοκή αμέτρητων
συνταυτίσεων και συγκυριών, να μπορώ να σωθώ.
Αυτό μου έμαθε η πανδημία μεγαλώνοντας τον κατάλογο των ερωτημάτων μου.
****
ΓΡΑΦΟΥΜΕ
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Γράφουμε από
τον καιρό που είμαστε. Γράφουμε για αιώνες, επειδή δεν μπορούμε να μη
γράφουμε, επειδή οι προγενέστεροι δεν μπορούσαν να μην γράφουν κι εμείς
από εκείνους υδρευτήκαμε τη γραφή.
Γράφουμε
περιμένοντας να ξαναγράψουμε, γράφουμε περιμένοντας να μας επιβεβαιώσουν
ότι η γραφή μας είναι χρειώδης , ότι μπορεί να ελλιμενίζεται αλλά και
να αναχωρεί με ή χωρίς ούριους ανέμους.
Γράφουμε τις πιο φοβερές καταιγίδες επειδή η γραφή είναι η ανάγκη τους για θάλασσα.
Γράφουμε
και αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε με ευγένεια ή όχι, τις διακρίσεις, όμως
είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε χωρίς επιδαψιλεύσεις τιμών.
Οφείλουμε ωστόσο να σταθούμε αντίξοοι στο κίβδηλο που ανακηρύσσεται λυσιτελές.
Γράφουμε επειδή δεν θέλουμε να μείνει άφαντο αυτό που μας κατοικεί κι όχι επειδή δεν θέλουμε εμείς να μείνουμε άφαντοι.
Γράφουμε επειδή δεν αντέχουμε στο χρόνο αλλά η γραφή μας μπορεί να αντέξει.
Γράφουμε επειδή είμαστε σιωπηλά αφιονισμένοι.
Δεν γράφουμε περιμένοντας να μας φέρουν έναν θρόνο, να μας ανελκύσουν σε αυτόν
από τα πιο μουχρά πηγάδια της ματαιοδοξίας μας.
Δεν
το περιμένουμε αυτό, κι όταν δεν συμβαίνει, δεν φτιάχνουμε τον δικό μας
θρόνο- θα σήμαινε ότι πια δεν καταφέρνουμε να γράψουμε, ότι δεν
μπορούμε να ευφράνουμε κανένα με τη γραφή μας, πρώτα εμάς τους ιδίους,
θα σήμαινε πως ασφυκτιούμε όχι από την ανάγκη της γραφής, αλλά από την
ανάγκη της επιδοκιμασίας της, από τον περιορισμό της συγκατάθεσης.
Θα σήμαινε ότι κακοφορμίσαμε.
****
ΑΘΕΑΤΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΛΥΤΩΜΟΙ
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Όταν πεθαίνει
ένας άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνο το σώμα του. Πεθαίνουν τα όσα μπορούσε να κάνει
στην υπόλοιπη ζωή του. Πεθαίνουν όσα θα μπορούσε να γεννήσει. Η διαδρομή του,
το υπόλοιπο της καθώς και οι διακλαδώσεις της με άλλους ανθρώπους, ακυρώνεται.
Ταυτόχρονα
πεθαίνει κι ένα κομμάτι της ύπαρξης εκείνων που τον λάτρευαν. Ισως γι αυτό
θρηνούμε και οργιζόμαστε με τις οριστικές απώλειες μέχρι το πένθος μας να γίνει
βουβό, σαν μια πέτρα που κουβαλούμε μέσα στη ψυχή νιώθοντας αυτό το επιπρόσθετο
βάρος σαν επιβαλλόμενο φόρο τιμής. Θρηνούμε όχι μόνο τον νεκρό αλλά και τη
απονέκρωση ενός μέρους της δικής μας ύπαρξης, του καλύτερου ίσως διότι αυτό το
μέρος μάς εξωθούσε στην αγάπη. Θρηνούμε επειδή μπορούμε να αγαπούμε.
Αν αισθανόμαστε
ότι η απώλεια είναι άδικη, όπως στην περίπτωση του Τζορτζ Φλόιντ, αντιδρούμε
και η αντίδραση αυτή είναι τόσο πολιτική όσο και αποτρεπτική, με ένα τρόπο που
μάλλον ούτε οι ίδιοι δεν συλλαμβάνουμε, τουλάχιστον σε πλήρη έκταση. Αν η
αντίδραση είναι μαζική, όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ, η εμβέλεια της
ενδέχεται να αλλάξει τον κόσμο με έναν τρόπο που είναι αδύνατον να μάθουμε
διότι η διεργασία αυτή καταλαμβάνει έγκατα χρόνου και εκτυλίσσεται σε ορίζοντες
πέραν της περιορισμένης νοητικής μας αντίληψης. Θα ψηφιστούν βέβαια νόμοι, θα
υπάρξουν δεσμεύσεις, διαβεβαιώσεις, θα ειπωθούν τα κατάλληλα λόγια από τους
άρχοντες, κι όλα αυτά θα κοινοποιηθούν. Αυτό όμως που ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί
διότι κανείς δεν μπορεί να το καταμετρήσει είναι ο αριθμός των ζωών που έχουν
ήδη σωθεί στο μέλλον.
Αυτό που δεν θα μάθουμε
ποτέ, είναι πόσα γόνατα αστυνομικών δεν τόλμησαν (ήδη) να πιέσουν μέχρι ασφυξίας
κάποιο μαύρο σβέρκο, τα επόμενα χρόνια. Χρησιμοποιώ χρόνο παρελθοντικό, διότι
έχει ήδη συμβεί.
Σύμφωνα με
στοιχεία που παρουσίασε η οργάνωση WeTheProtesters, υπήρξαν μόλις 27 μέρες μέσα στο 2019 που
δεν δολοφονήθηκε κάποιος από την αστυνομία στην Αμερική και όσοι είχαν μαύρο
χρώμα συγκρότησαν το τριπλάσιο ποσοστό αυτών των δολοφονιών. Και το 99% των
αστυνομικών που δολοφόνησαν, αθωώθηκαν, ανκαι οι ενέργειες τους δεν αφορούσαν
εξουδετέρωση εγκληματικών στοιχείων, επί το πλείστον.
Ένα κύμα
οργισμένης κοινωνικής αγανάκτησης που αποζητά δικαιοσύνη, αποτελεί σωτήρια, στα
όρια του υπερβατικού, επέμβαση στο αθέατο μέλλον, που εξαφανίζει την κηλίδα
αίματος πριν από την αιμορραγία, κλείνει την πληγή πριν αυτή ανοίξει, διασώζει τους
συντριμμένους κάτω από την μπότα της αστυνομικής ή οποιασδήποτε άλλης,
εξουσίας, τους συντριμμένους που θα ικέτευαν για μια ανάσα. Επιστρέφει τις
σφαίρες που κατευθύνονταν σε μαύρα σώματα, στη θαλάμη τους.
Και η οδύνη της
απώλειας για τους αγαπημένους αδικοχαμένους, ελαφραίνει και γίνεται μια πέτρα
που άλλοτε συστέλλεται κι άλλοτε διογκώνεται, αλλά πέτρα. Την πραΰνουν τα νεύματα
ευγνωμοσύνης των ζωών που έχουν σωθεί από όσους δεν έπνιξαν την δίκαιη οργή
τους στο καναπέ τους, δεν έμειναν απαθείς μπροστά σε μια ακόμη στυγνή
δολοφονία. Τη γιατρεύει η υποψία πως ακόμα και οι αδικοσκοτωμένοι ξέρουν τώρα
ότι η απώλεια τους δεν ήταν ένα εφήμερο τηλεοπτικό γεγονός, αλλά συνέγειρε και
ξεσήκωσε πλήθη περιορίζοντας την αποκρουστική στατιστική των μελλοντικών απουσιών.
Παρόμοιες
κινητοποιήσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, θα ήταν ικανές να εξαλείψουν τον
υποσιτισμό (15000 παιδιά κάτω των 5 ετών πεθαίνουν κάθε μέρα από πείνα σύμφωνα
με στοιχεία της UNICEF) αλλά
και την καταστροφή του περιβάλλοντος, την άναρχη και αισχροκερδή ανάπτυξη, και
τη συνακόλουθη καταστροφή της γης μας. Τότε, πολλά από τα 15000 παιδιά κάτω των
5 ετών, δεν θα είχαν ήδη πεθάνει και ο Αμαζόνιος στο μέλλον θα έδειχνε πιο
αχανής απ’ ό,τι δεν τον βλέπουμε σήμερα.
*****
ΕΛΕΓΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Μάρτιος 2020
Αυτό
τον καιρό γράφεται στην ιστορία μια συλλογική ανάμνηση. Πρωτοφανής και
φρικώδης για μας, αντικείμενο μελέτης για τους επόμενους.
Οι
μελλοντικές γενιές, που ελπίζω να υπάρξουν, θα διαβάσουν την εποχή μας
ως το ενθύμημα ενός τραγικού, ανυποψίαστου, ενιαίου και αδιαίρετου όλου,
κάτι που δεν καταφέραμε εμείς να πράξουμε, εξαιτίας στρατηγικών και
περιφερειακών συμφερόντων, υπολογισμών, εγωισμών, της ακόρεστης
απληστίας του είδους μας, που αφήσαμε να επικρατήσουν, που αφήσαμε να
μην μας επιτρέψουν.Ενός ενιαίου αδιαίρετου όλου εν προόδω αφανισμένου
αδιακρίτως.
Θα πουν οι επίγονοι μας, ότι τότε, τον 21ο αιώνα έζησε
μια γενιά που η κυρίαρχη της τάξη διοχέτευσε στα κανάλια της ανθρώπινης
ζωής την άνευ όρων θεοποίηση της οικονομίας, αλλά ένας θανατηφόρος ιός
της "υπενθύμισε" ότι το πρώτιστο αγαθό θα έπρεπε να ήταν ο άνθρωπος, η
υγεία του ως μέσο διασφάλισης μιας στέρεης διόδου προς τους αιώνες.
Της
το "υπενθύμισε" σκληρά, με μέθοδο ασυγκίνητη στις οιμωγές, ανατρέποντας
όλες τις ευστάθειες και εξαλείφοντας, παππούδες, γιαγιάδες, πατεράδες,
μανάδες, αλλά και χιλιάδες φερέλπιδες νέους της οι οποίοι έμοιαζαν
άτρωτοι. Όσοι επέζησαν, δεν είχαν πια ρίζες και καταγωγές.
Θα
αναβιώσουμε στη μνήμη των επόμενων γενεών ως ένα συλλογικό πέρασμα
ανθρώπων όπως ποτέ εν ζωή δεν καταφέραμε να γίνουμε (συλλογικό): Όχι για
να καταργήσουμε του καθενός την αυτοτέλεια και αυθυπαρξία ή την ενίοτε
εξαίσια ατομική χαρισματικότητα, αλλά για να αντιμετωπίσουμε ως ομόψυχη
οικουμενική ομάδα, ολέθρους και απειλές με παγκόσμια εμβέλεια.
Με
κάποια ίσως θλίψη εξωκοσμική, θα παρατηρήσουν πως «οι ανάσες τους
έσπειραν τον θάνατο, ο ιδρώτας τους, τα φιλιά και οι εναγκαλισμοί τους,
αποδείχτηκαν συνήθειες μοιραίες κι έτσι, όσα τους τηρούσαν ως ανθρώπους,
καταλύθηκαν».
Θα υποθέσουν με βεβαιότητα, πως, «εκεί στον 21ο
αιώνα, ήθελαν να επαναβεβαιώνουν την αγάπη, όμως διέσπειραν τον θάνατο,
διέδωσαν τον τρόμο και παραιτήθηκαν, όταν τους ανάγκασαν να σταματήσουν
να κάθονται ο ένας πλάι στον άλλον».
«Και κανείς τραυματιοφορέας δεν απέμεινε να μεταφέρει κάποιους για να τους περιθάλψουμε, τώρα που ξέρουμε».
Πίστευα
και πιστεύω, ότι ο μόνος τρόπος να αφανιστεί ο κόσμος ήταν ο άνθρωπος
για κάποιο λόγο να σταματήσει, είτε μη βαστώντας, είτε μη μπορώντας,
είτε μη ξέροντας πια, να αγαπά. Και αυτή υποψιάζομαι είναι η δεύτερη
μέγιστη καταδίκη, μετά τον φυσικό θάνατο, που μας "ανακοίνωσε" ο ιός
covid 19:Ο συναισθηματικός θάνατος της απαγόρευσης να αποδίδουμε, να
παραλαμβάνουμε, δηλαδή να διακινούμε και να πολλαπλασιάζουμε, το πιο
συστατικό μας στοιχειό- την αγάπη, επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν
μεταδοτικό.
ΥΣ. Ολα αυτά είναι ακόμα δυνατό να αναστραφούν.
****
ΟΙ ΟΠΤΙΚΕΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ *
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Δεν
θα ήταν υπερβολή να ισχυριστώ ότι σε
μια χώρα που δεν έχει ποτάμια, ίσως το
μοναδικό της ποτάμι να είναι αυτό της
ποίησης. Με το ποτάμι τούτο θέλησα να
ενωθώ, διατηρώντας την αυτοτέλεια ενός
παραπόταμου και τη γνώση του βουνού,
ότι τα σύννεφα, οι βροχές και τα χιόνια
–αιώνιοι τροφοδότες των ποταμιών-
έρχονται από παντού.
Από
άποψης αισθητικής, πιστεύω στην απογύμνωση
των λέξεων (όχι απομυθοποίηση) αφαιρώντας
από αυτές το περιττό βάρος, με μια
ιδιαίτερη έμφαση στον επίλογο των
ποιημάτων, που πρέπει να συνοψίζει, να
συμπυκνώνει και εν τέλει, να δικαιολογεί
τους στίχους που έχουν προηγηθεί,
ανοίγοντας παράλληλα μια πόρτα στο
επόμενο ποίημα.
Αν
διακινδύνευα να δώσω ένα γενικό ορισμό,
θα έλεγα ότι ποίηση είναι η περιγραφή
αυτού που προκάλεσε τα συναισθήματα
μου κι όχι των ιδίων των συναισθημάτων.
Από
θεματικής πλευράς, όντας πολίτης του
κόσμου, αντλώ από τα μηνύματα του.
Όταν
τα ακριβά ρούχα που φορούμε, είναι πολύ
πιθανό να έχουν κατασκευαστεί από κάποια
ανήλικα παιδιά στην Ασία, όταν τα ρούχα
μας φέρουν την αφή κακομεταχειρισμένων
παιδικών χεριών, θα ήταν παράλογο το
στυγνό και απάνθρωπο υπόβαθρο της δικής
μου ευημερίας, να διαλάνθανε της προσοχής
μου, έστω κι αν πρόκειται και για μια
μορφή υποκρισίας. Η αναπότρεπτη συνείδηση
της αδυναμίας μου να αλλάξω τον κόσμο,
με οδηγεί αυτόματα στην ποίηση.
Στο
ερώτημα πώς μπορεί να γράφει κανείς για
ξένα βιώματα, δίνω την απάντηση ότι γι’
αυτό και ίσως μόνο γι’ αυτό, αξίζει
κανείς να είναι ποιητής, διότι την ώρα
που ένας συνάνθρωπος μας βιώνει σιωπηλά
την ανείπωτη του τραγωδία σε βαθμό
υπέρτατο ώστε ο θάνατος να αποτελεί την
μοναδική έξοδο, θα βρεθεί ο ποιητής να
την πει, να την αφομοιώσει, αλλά και να
συνεχίσει να ζει αλύτρωτος.
Η
ποίηση είναι για μένα πάνω απ’ όλα μια
στάση αλληλεγγύης.
Ο
ποιητής ως φορέας του συλλογικού πόνου,
ο ποιητής «στον οποίο τίποτα δεν μπορείς
να δώσεις και από τον οποίο τίποτα δεν
μπορείς να αφαιρέσεις», αποτελεί τον
ευσεβή μου πόθο, με βοηθά να επιχειρώ
να γίνω, αυτό που δεν θα μπορέσω να γίνω.
Αλλοτε
φυσικά, αυτοκαθορίζομαι από την ορμητική
ροή εικόνων που αναβλύζουν ρέουσες
μέσα από το ανεξερεύνητο εσωτερικό
γίγνεσθαι.
Με
συνεγείρουν τα υπαρξιακά ερωτήματα που
δεν έχουν απαντήσεις, οι απαντήσεις που
υπήρχαν αλλά δεν δόθηκαν, οι ερωτήσεις
που δεν υποβλήθηκαν, τα μετέωρα βλέμματα
ανθρώπων που κρέμονται πάνω από μια
άβυσσο- και είναι πολλοί πια αυτοί οι
άνθρωποι, κυκλοφορούν ανάμεσα μας εν
είδη κυρίως οικονομικών μεταναστών- η
συλλογική υποκρισία που μας πνίγει, το
αναπάντεχο συναπάντημα μ’ ένα μικρό
θαύμα δημιουργίας. Η διαρκής αντίσταση
του ανθρώπου στο θάνατο, που απλώς
αναβάλλεται μέσα από την ματαιότητα
της καθημερινότητας μας, η αντίσταση
στον θάνατο μέσω του έρωτα, εκ των
προτέρων ματαιωμένου, προορισμένου να
φθίνει αλλά συναρπαστικού στη γένεση
και την ελάχιστη διάρκεια του, η σιωπηλή
παρατήρηση του ασήμαντου για να το
κάνεις σημαντικό, αποτελούν ερεθίσματα
για πνευματική αναζήτηση.
Η
κυπριακή τραγωδία καθώς λέμε, συνιστά
μια όχι ασήμαντη παράμετρο του
προβληματισμού μου, θεωρώ όμως ότι μετά
από τόσες δεκαετίες, η ελάχιστη δυνατή
συνεισφορά μου, θα ήταν να προσπαθήσω
τουλάχιστον να παρουσιάσω μια λογοτεχνική
εκδοχή απαλλαγμένη από το πομπώδες και
το γραφικό, αναδεικνύοντας την τραγικότητα
του τετελεσμένου, μέσα από την αρμονική
σύζευξη των απλών πραγμάτων και
λεπτομερειών που το συναποτελούν, και
που στο τέλος, ορίζουν την ουσία του.
Η
αυτοεπίδραση της έχουσας τη μορφή
ανέκκλητης μόνωσης, ποίησης των μικρών
χωρών, που μοιάζει ανυπέρβλητη, ειδικά
όταν την περιβάλλει τόσο θαλασσινό
νερό, ώστε η μετάβαση ή η φυγή σε άλλα
μέρη, να μοιάζει περισσότερο με διακαή
πόθο, παρά με δυνατότητα, δεν μπορεί
παρά ενυπάρχει στους στίχους μου, όπως
και ο ήλιος που δεν μπορείς να του
ξεφύγεις, η ξερή πέτρα και η αίσθηση ότι
γράφεις πάνω σε μια πέτρα που σμιλεύεται
αιώνες.
Η
παγκόσμια ποιητική δημιουργία, το
ελληνικό ποιητικό θαύμα, τα προγονικά
μας επιτεύγματα, όλα αυτά αποτελούν τα
θεμέλια πάνω στα οποία προσπαθώ να
τοποθετήσω το δικό μου λιθαράκι,
προσδίδοντας στο έργο μου μια προσωπική
πνοή(που εν τέλει θα σε ξεχωρίζει ή όχι),
με την ταπεινοφροσύνη της αυτογνωσίας,
ότι θα αρκούσε στο ποίημα που έρχεται
μέσα από τους αιώνες, να προσθέσω δυο
στίχους.
*To
κείμενο δημοσιεύτηκε στο καναδικό
περιοδικό Hellenicstudies,
2007
****
THE PERSPECTIVES OF POETRY
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
It would not be an exaggeration to suggest that in a river-less
country, perhaps the only river flowing is that of poetry. It is into
this river that I’d wanted to flow, maintaining the independence of
a branch and the knowledge of a mountain that clouds, rain and snow –
perpetual feeders of rivers – come from everywhere.
From the perspective of aesthetics, I believe in the denudation of
words (not their demythologization) ridding them of the redundant
weight and placing special emphasis on the poems’ epilogue that
needs to summarize, condense and eventually validate the preceding
verses, at the same time opening a door to the next poem.
If I had to risk a general definition, I would say that poetry is
the description of what instigated my feelings and not my feelings
per se.
From the perspective of thematology, as a citizen of the world, I
draw from its messages. When our expensive clothes are most likely to
have been made by children in Asia, when they have been touched by
maltreated little hands it would be irrational for me to miss the
atrocious and inhuman backdrop of my prosperity, even if in the end
this too is a form of hypocrisy. The unavoidable consciousness of my
inability to change the world leads me automatically to poetry.
To the question how can anyone write about the experiences of
others, I reply that for this and perhaps only for this it is
worthwhile being a poet; for when a fellow human being is silently
going through their own untold tragedy to the utmost degree, so much
so that death is the only way out, a poet will come forward to
recount and assimilate it, yet going on living unredeemed.
For me, poetry is above all an act of solidarity. The idea of poet
as the carrier of collective pain, “to whom there is nothing to
give and from whom there’s nothing to take” is in fact wishful
thinking for me. It helps me attempt to become what I know I will
never become.
Other times, of course, I define myself in terms of the dashing flow
of images gushing through the unsearchable advancing into being from
within.
I am fascinated by existential questions without
answers, the answers that were there but were never given, the
questions that were never made, the irresolute gaze of people
hovering over an abyss – and there’s so many of them today,
walking amongst us especially in the form of economic immigrants –
collective hypocrisy that is choking us, the unexpected encounter
with a small miracle of creation. Man’s perpetual resistance to
death, merely postponed through the futility of our daily routine,
resistance to death through eros,
cancelled a priori, destined to decline but so fascinating in its
genesis and brief duration, the quiet observation of the
insignificant that you seek to make significant; all these are
incentives for a mental quest.
The Cypriot tragedy is not a minor parameter of
my thinking; but I do believe that so many decades later, my least
contribution would be to try and submit a literary version devoid of
pompous and graphic elements, by displaying the tragedy of a fait
accompli, through the harmonious
interlinking of simple things and details that comprise it and in
fact define its very essence.
The impact of small-countries poetry in the form of irrevocable
insulation that appears insurmountable especially when surrounded by
so much seawater that transition or escape to other places resembles
more to self-delusion than to a possibility cannot but be contained
in my verses; just as the sun you cannot get away from, dry stone and
the feeling that you are writing on a rock that is being carved
throughout the centuries.
World poetry, the Greek poetic miracle, our ancestral achievements,
all these are the foundations upon which I am trying to add my own
little brick, lending my work a personal breath (that in the end will
set one apart or not) with the humility of this knowledge: If I could
add a couplet to the poem bequeathed to us through the ages – then
I would be blessed.
Published in the Journal Hellenicstudies, (2007)
Translated by Despina Pirketti
*****
ΟΙ
ΚΑΜΥ, ΟΙ ΠΟΠΟΦ ΚΑΙ ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΑ ΤΟΥΣ
ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΑ
Ιούνιος 2015
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Βλέποντας
την ευρέως γνωστή φωτογραφία του Καμύ
με το χτενισμένο μαλλί και το τσιγάρο
στο στόμα, σκέφτομαι πως αν δεν σκοτωνόταν
σε αυτοκινητικό στα 46 του, μάλλον θα
πέθαινε από καρκίνο λίγα χρόνια αργότερα.
Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τόσες
λεπτομέρειες για τον Καμύ και κάνουμε
και κάποιους συνειρμούς για τα πώς και
τα αν του, αποκλειστικά επειδή ήταν ένας
σπουδαίος φιλόσοφος, ένας τεράστιος
συγγραφές, που καθόρισε την εποχή του
και διαμόρφωσε προσωπικότητες και
πορείες ανθρώπων που ποτέ δεν τον
γνώρισαν. Επειδή κατάφερε να αγγίξει
την αθανασία. Να υπάρχει παντού ενώ έχει
εκλείψει. Καμία οριστικότητα δεν μπορεί
να επιβληθεί της καταξιωμένης
υστεροφημίας.
Διψούμε να μαθαίνουμε
για τους σπουδαίους της τέχνης και της
λογοτεχνίας, διψούμε να καταπίνουμε
όποια λεπτομέρεια μπορούμε, λεπτομέρεια
που δεν αφορά τη σπουδαιότητα του έργου
τους, αλλά τις καθημερινές τους συνήθειες,
τον τρόπο του βλέμματος τους. Θυμάμαι
στο πανεπιστήμιο, ο καλύτερος καθηγητής
(Σεργκέϊ Αλεξάντροβιτς Ποπόφ) ήταν για
μένα εκείνος που ερχόταν στο μάθημα
κρατώντας μικρές καρτελίτσες στις
οποίες είχε σημειώσει , τι ρούχα επέλεγε
να φορά ο Ρεμπώ, τι ώρα ξυπνούσε ο Τόμας
Μαν, τι φαγητά ετοίμαζε στα ατέλειωτα
τσιμπούσια που οργάνωνε ίσως ο πιο
ερωτικός ποιητής που υπήρξε σε αυτόν
τον πλανήτη, ο Πάμπλο Νερούδα.
Τον
άκουγα με ανοικτό το στόμα και μετά
ρούφαγα τα βιβλία τους με απείρως πιο
μεγάλη αδηφαγία από τον αν δεν ήξερα
την καθημερινότητα τους. Δυστυχώς κι
αυτός, ο καθηγητής Ποπόφ, με ειδικότητα
στην παγκόσμια λογοτεχνία, σκοτώθηκε
αδόκητα και πρόωρα σε αυτοκινητικό
δυστύχημα όπως ο Καμύ με τη διαφορά πώς
το τραγικό συμβάν που τον σημάδεψε, το
γνωρίζω εγώ, όσοι απέμειναν οικείοι και
φίλοι του και ενδεχομένως κάποια παλιοί
φοιτητές του. Τις συνθήκες θανάτου του
Καμύ όμως τις γνωρίζουν όλοι. Διότι ο
Καμύ δεν ήταν αφανής. Και τούτος ο κόσμος
χρειάζεται τώρα όσο ποτέ όλο και
περισσότερους Καμύ ή λιγότερο Καμύ.
Διότι για να υπάρξουν οι «Ποπόφ» πρέπει
να προηγηθούν οι «Καμύ» ώστε μεταγενέστερα
να ανδρωθούν με πολύτιμες καρτελίτσες
οι γενεές εκείνες που θα μείνουν για
μια στιγμή με το στόμα ανοικτό ακούγοντας
τους «Ποπόφ» να αναλύουν την καθημερινότητα
των «Καμύ», απομυθοποιώντας τους με
γούστο και συνάμα αναδεικνύοντας την
μυθική αξία της κληρονομίας τους. Ετσι
ίσως να μπορείς να φτιάξεις ενός είδους
πολιτισμό όπου η αξία του χρήματος θα
ολοένα και λιγότερη, υποκαθιστάμενη
από την αξία των επιφωνημάτων. Γιατί ας
το παραδεχτούμε, επιτέλους, κανείς δεν
τιμά τη μνήμη κανενός επειδή ήταν
μεγιστάνας του πλούτου ή επειδή έδιδε
ένα ξεροκόμματο στους εργάτες ή υπαλλήλους
του, δημιουργώντας στην εκλεπτυσμένη
οικονομική αργκό του καιρού μας τις
λεγόμενες «θέσεις εργασίας». Η μνήμη
είναι μια εξόχως δίκαιη λειτουργία κι
εδώ θα διαφωνήσω με τον Αναγνωστάκη και
το στίχο του στο Επιτύμβιον «Α, ρε
Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί
κάθαρμα ήσουν». Ολοι ξέρουμε τους
«Λαυρέντηδες», Μανώλη, λίγοι όμως τολμούν
να τους φτύσουν όπως εσύ. Αντίθετα-επανέρχομαι-
ποιος δεν τιμά, είτε σιωπηλά, είτε με
λόγους πομπώδεις-έστω- τη μνήμη των Καμύ
και πολύ αραιότερα των αφανών «Ποποφ».
Αυτό κάνω κι εγώ σήμερα γιατί όσο υπάρχουν
τέτοιοι ωραίοι τύποι, όσο διαρκεί η
μνήμη τους, τόσο περισσότερο η αγριότητα
των καιρών θα είναι δυνατόν να δαμαστεί
και «να νικιέται κάπου κάπου ο θάνατος
μέσα στη ζωή» (Τσαρλς Μπουκόφσκι,
Χαμογελαστή Καρδιά).
Τιμή και δόξα
λοιπόν σε όλους όσοι άφησαν πίσω τους
έναν έστω στίχο που απαγγέλλεται ακόμα,
έσυραν μια γραμμή από την οποία κάποιοι
πιάστηκαν για να κρατηθούν, τιμή και
δόξα και όσους διαιώνισαν έναν μύθο,
τον εμπλούτισαν με προσωπικές παρηχήσεις
και τον ιστόρησαν σε αδαείς που φιλοδοξούν
και τολμούν να ισχυρίζονται πια ότι δεν
είναι τόσο αδαείς.
Τιμή και δόξα σε
όσους καλλιέργησαν την εμμονή της
επιστροφής στο ίδιο ποίημα, στο ίδιο απόσπασμα, στην ίδια σελίδα. Οι επίγονοι
τους, να ξέρουν, ακόμη συγκλονίζονται,
από καιρό εις καιρό, θυμούνται, μνημονεύουν
και κάποτε κλαίνε. Με ένα τσιγάρο στο
στόμα και μια καρτελίτσα ανά χείρας.
****
ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΑΪΛΑΝ
Αύγουστος 2015
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Εδώ
και πόσο καιρό ακούμε για παιδιά προσφύγων
που πνίγονται στη Μεσόγειο; Εδώ και πόσο
καιρό μας κυκλώνει η αριθμητική των
πνιγμένων; Την αρχική φρίκη, μετά
αγανάκτηση, ακολούθως οργή, σίγασε η
απεχθής, σχεδόν καθημερινή, επανάληψη
του δράματος. Η κάθε μέρα, ένας βομβαρδισμός
διαφορετικών αριθμητικών αναλογιών
κι οι πνιγμένοι από άνθρωποι, να γίνονται
στη συνείδηση μας νούμερα και εν τέλει
να απωθούνται στη σφαίρα της συνήθειας.
Μέχρις
ότου η φωτογραφία του μικρού Αιλάν να
μπει στα σπίτια μας. Mέχρι
να δούμε το θάνατο μπροστά μας στην πιο
αποτρόπαια μορφή με την οποία μπορεί
να μας παρουσιαστεί: Τη μορφή ενός νεκρού
αθώου νηπίου, πνιγμένου στο τρομερό
έρεβος της θάλασσας και ξεβρασμένου σε
στάση μπρούμυτα στις ακτές της
Αλικαρνασσού. Την ώρα που τα δικά μας
παιδιά παιγνίδιζαν ανέμελα σε κάποιο
πάρκο ή σε κάποια παραλία. Προστατευμένα
. Ασφαλισμένα. Αγαπημένα.
Αυτή
η τρομαχτική φωτογραφία σαν καρφί στο
παχύ μας δέρμα άνοιξε μια τρύπα από την
οποία ξεχύθηκαν τα υγρά της αναισθησίας
και της αποχαύνωσης. Μας επέτρεψε να
συγκλονιστούμε ξανά προσκρούοντας
στην άθλια πραγματικότητα του καιρού
μας όχι μέσα από το αλεστήρι της
καθημερινής ειδησεογραφίας αλλά από
τον μεγεθυντικό φακό μιας φωτογραφικής
μηχανής που έγινε το μάτι του κόσμου.
Συνεπώς,
μόνο ως ακατανόητη εκλαμβάνω τ η θέση
κάποιων ότι «δεν πρέπει να δείχνουμε
τέτοια πράγματα». Νερό στο μύλο των
λαθρέμπορων, των ανάλγητων αξιωματούχων
της Ευρώπης , των γελοίων επιτρόπων, των
σιχαμένων κυβερνήσεων, των διαχρονικών
από καταβολής της ανθρωπότητας, δολοφόνων
και εκμεταλλευτών της ανθρώπινης
ύπαρξης, του μαζικού ανθρώπινου πόνου.
Αν
η δημοσιότητα είναι η ψυχή της δημοκρατίας,
η φωτογραφία του μικρού Αϊλάν, πεσμένου,
πνιγμένου, νεκρού, λεηλατημένου από τα
καλύτερα του χρόνια, στερημένου την εν
ζωή αγάπη, είναι ένα μαστίγιο που θα
χτυπά το σαπισμένο από την ατιμία πρόσωπο
του οικοδομημένου στην ανηθικότητα και
τη δυστυχία σύγχρονου μας πολιτισμού.
Τούτη
η φωτογραφία θα μας μάθει να μετρούμε
τον θάνατο στις πραγματικές του
διαστάσεις: Τον θάνατο ως τις μέρες που
στερήθηκε ο μικρός Αϊλάν, τα αγγίγματα
που δεν ένιωσε, τα φιλιά που δεν πήρε
και δεν έδωσε, τις γνώσεις που δεν
κέρδισε, την λατρεία που δεν είδε σε
βλέμματα άλλα, το πάθος που δεν μοιράστηκε,
τα παιδιά που δεν έκανε, την γονιμότητα
και τη φαντασία της ζωής που δεν βίωσε,
τα όνειρα που δεν πρόλαβε να γεννήσει,
τα δικαιώματα που δεν απόλαυσε. Θα μας
μάθει ότι σε αυτόν τον πλανήτη, σε αυτόν
τον ΤΟΠΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ, έχουμε την ευθύνη
να μην ησυχάζουμε μέχρις ότου στραγγίξει
και η τελευταία μας ικμάδα δύναμης,
δημιουργικότητας, αγωνιστικότητας και
αφοσίωσης στο υπέρτατο καθήκον της
υπεράσπισης των αδυνάμων, των
κατακρεουργημένων, των καταφρονημένων,
των εξαθλιωμένων.
Θα
μας μάθει, τέλος, να αγαπάμε. Να αγαπάμε
περισσότερο τα παιδιά μας, τα παιδιά
όλου του κόσμου και όλο και πιο αποφασιστικά
να τους δείχνουμε με το χέρι τους κακούς,
να τους λέμε τον λύκο, λύκο, το σκοτάδι,
σκοτάδι. Κι΄είναι βαθύ και πυκνό το
σκοτάδι που μας ζώνει.
*****
ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΚΑΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ
Αύγουστος 2016
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Πριν
κάμποσα χρόνια, ένας καλός φίλος, μου
είχε ζητήσει να δω τα ποιήματα του.
Ετοιμαζόταν να εκδώσει την πρώτη του
συλλογή. Τα διάβασα. Του είπα όσο πιο
ευγενικά μπορούσα “θέλουν δουλειά”.
Ο φίλος, ξέγινε από φίλος μου, δεν μου
ξαναμίλησε, όμως δεν εξέδωσε ποτέ καμιά
συλλογή.
Δεν
μου λείπει, αλλά συχνά θυμάμαι το αιχμηρό
του χιούμορ για τα πράγματα.
Ποιός
ήμουν όμως εγώ για να τον κρίνω; Γιατί
να μην τον ενθαρρύνω με ένα ψέμα που δεν
θα μάθαινε κανείς ότι ειπώθηκε; Μήπως
απέτρεψα τη γέννηση ενός μελλοντικά
αξιόλογου ποιητή ή έπραξα σωστά
“προστατεύοντας” την ποίηση από -μια
ακόμη- εστία ρύπανσης;
Αυτά
με ταλάνιζαν για λίγο καιρό, ώσπου και
κατάλαβα: από τέτοιες ιστορίες μπορεί
κανείς κάτι να μάθει, όπως το ότι, αν
διαθέτεις, ή, αν οι άλλοι πιστεύουν ότι
διαθέτεις μια υποτυπώδη δυνατότητα
κρίσης, είναι κρίμα να μην την ασκείς
ενίοτε δημοσίως ή ιδιωτικώς.
Ας
είναι λάθος κάποτε η κρίση σου, το να
λουφάζεις ή το χειρότερο, μονίμως να
εξωραΐζεις την ασχήμια για να μην
ταράξεις κάποιον κύκλο, να μην χαλάσεις
κάποια σχέση, δεν είναι πρέπον και μάλλον
παραπέμπει σε μια εθελούσια πνευματική
λοβοτομή, σε ένα κοινωνικό ευνουχισμό
ή ακόμη, σε μια ωμή συνενοχή στην υπόθεση
διαιώνισης της μετριοκρατίας αλλά και
της ημετεροκρατίας που κυριαρχεί στα
λογοτεχνικά και δη στα ποιητικά πράγματα.
Παραπλεύρως
και ολόγυρα λοιπόν της ποίησης, αυτής
της εκρηκτικής -στις καλύτερες τις
εκφάνσεις- χημικής ένωσης ανθρώπου και
λόγου, είναι η αλήθεια η δική μας για
την ποίηση και τι τη συνιστά τέτοια.
Η
ευθύνη μας απέναντι στο ψέμα που βλέπουμε
να οχληρεί και εν τέλει να επιτυγχάνει
καθημερινούς θριάμβους-πρόσκαιρους
έστω-, η ευθύνη μας να μην μένουμε
σιωπηλοί.
Οχι
σιωπηλοί- στη, δίκην πνευματικής θανατικής
καταδίκης, αποσιώπηση και εν τέλει
κατασίγαση σημαντικών ανανεωτικών
φωνών και της σαγηνευτικής πρωτοτυπίας
που εκπέμπει ο λόγος τους. Οχι σιωπηλοί-
στην χυδαία αυτοδιακίνηση/ετεροδιακίνηση
κατασκευασμένων εκδοτικά/μιντιακά
ποιητικών “αυθεντιών” που διαιωνίζουν
το εγωκεντρικό τους τίποτα και μαζί,
μια επικίνδυνη διασάλευση του αυθεντικού
αισθητικού κριτηρίου.
Οχι
σιωπηλοί- μπροστά σε εκείνους που αφού
ξεμπέρδεψαν με τα υπόλοιπα, μια μέρα
καλοείδαν την ποίηση ως ευπρόσιτο
μεταφορικό μέσο ανάδειξης και κοινωνικής
καταξίωσης της χωρίς ιδιαίτερα χαρίσματα
ύπαρξης τους, διότι ποτέ δεν είχαν την
πολιτισμική επάρκεια/παιδεία να
αντιληφθούν πως πραγματική διάκριση
είναι ό,τι επιτυγχάνεται άνευ της
συνδρομής κάποιου καλοστημένου σχεδίου.
Που χρειάζονται πολλούς να “εκφραστούν”
για το “έργο” τους επειδή αυτό δεν
δύναται να μιλήσει αφ' εαυτού, να δώσει
αποτύπωμα. Αλλά και επειδή δεν μπορούν
να βρουν κάποιον δεσμευμένο στην αλήθεια
της ανιδιοτέλειας του για να τους
εκθειάσει.
Οχι
σιωπηλοί- στο πως σε κατακαίει η ποίηση,
μια πορεία μέσα από ασίγαστες και
αδάμαστες πυρκαγιές του χρόνου, πορεία
όχι αλεξίπυρη, αλλά πυρπολημένη και μια
και δυο και τρεις φορές.
Που
δεν περατώνεται από τη φυσική ολοκλήρωση
του γήινου βίου του ποιητή, τουναντίον,
γιγαντώνεται.
Ας
στηρίξουμε λοιπόν εκείνους που οι ιδέες
τους, οι στίχοι τους, φυτρώνουν σε αυτό
το άγονο έδαφος. Ας γίνουμε όχι οι
κηπουροί των σπόρων τους, αλλά το εύφορο
χώμα της άνθησης τους. Ας μιλήσουμε για
εκείνους που χαϊδεύουν άφοβα ή φοβισμένα
το σκοτάδι όχι για εκείνους που το
αποτελούν.
*Ο
ποιητής έχει παντού φίλους. Υπάρχει
στις καρδιές των άλλων. Είναι μόνος του
και δεν είναι. Υπάρχουν άνθρωποι που
δεν έχει συναντήσει ποτέ και εν τούτοις
είναι μαζί τους. Είναι αθώος, εν τέλει.
Πως να το πω πιο απλά… Είναι ένας αδέκαρος
που πληρώνει τα χρέη των άλλων..."
Γιώργος
Δάγλας, συνέντευξη στα Φτερά Χήνας
*Πανταχόθεν
γύρω μας νεκροί κι εμείς γράφουμε για
ποίηση. Μήπως είμαστε αναίσθητοι;
Φεβρουάριος 2017
*****
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΣΚΑΚΙ ΜΕ ΈΝΑΝ ΤΥΦΛΟ
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Για να
γράψει κανείς ένα ποίημα χρειάζονται
5 λεπτά ή 5 μήνες.Για να
φτάσει αυτό το ποίημα στον αναγνώστη
χρειάζονται χρόνια. Μπορεί και να μην
φτάσειποτέ. Για
να μείνει αυτό το ποίημα, να κληροδοτηθεί,
χρειάζονται δεκαετίες. Το πιο πιθανό
όμως είναι ότι
τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα συμβεί. Κι
όμως ποιήματα γράφονται και θα γράφονται.
Αν είστε
λογικοί και δεν λαμβάνετε υπόψιν το
προφανές, σημαίνει ότι επιδιώκετε κάτι
εφήμερο.
Σημαίνει
πως νομίζετε ότι γράφετε ποίηση αλλά
δεν γράφετε ποίηση. Μόνο οι τρελοί
δικαιούνται να μην
ξέρουν τίποτα.
Η ποίηση
δεν γράφεται για τους ανθρώπους, αλλά
είναι για τους ανθρώπους και μόνο γι’
αυτούς. Μπορεί
να την ανακαλύψουν χρόνια μετά, μπορεί
και όχι. Σπάνια ένας ποιητής εισπράττει
το αντίτιμο
της αναγνώρισης για όσα εν ζωή εποίησε,
κι όσους τους τυχαίνει, συνήθως
απολιθώνονται στη
λησμονιά μετά θάνατον. Διότι η ποίηση,
αν έχει έναν θανάσιμο και ύπουλο εχθρό,
αυτός είναι η εφήμερη
δόξα. Όσοι την επιζητούν, είναι ανεπαρκείς
και καταδικασμένοι . Το μεγαλύτερο επίτευγμα
ενός ποιητή είναι ο ρόγχος της θνησιμότητας
του να μετατραπεί σε πνοή αθανασίας μέσω του
έργου του. Ενόσω ζει και ποιεί, να
σιγοψιθυρίζουν μερικούς στίχους του
κάποιοι φίλοι αλλά και
άγνωστοι, να τους κελαηδούν τα πουλιά
της μοναξιάς του. Να νομίζει ότι δεν
έδωσε
τίποτα,
ενώ έχει ανοίξει ένα δρόμο και έχει
σκορπίσει φύλλα ελπίδας. Ο ποιητής είναι
ένα δέντρο που
μοιράζει τα φύλλα του.
Τι
χρειάζεται κανείς για να ποιήσει; Ποιος
ξέρει. Δεν υπάρχει σύμβαση. Λένε μια
αρκετά
αιμάσσουσα
παιδική πληγή. Όμως πολλοί εγκληματίες
ή επιχειρηματίες έχουν πιο βαθιές πληγές από τους
ποιητές.
Κάποτε
κάποιος σπουδαίος Κύπριος τενόρος στην
ερώτηση “πώς έγινες τενόρος” που του
υπέβαλα, σήκωσε
το κεφάλι προς τον ουρανό και έδειξε με
το δάκτυλο. “Υπάρχουν κάποιοι κραδασμοί
εκεί πάνω που
κάποτε τους ακούω”, μου είπε. Ο φίλος
μου Ιρλανδός ποιητής Desmont Egan στο ερώτημα
“πώς έγινες ποιητής;” ενδεχομένως να
απαντούσε “μερικά ποτήρια γκίνες τη
μέρα”. Ο Σεργκέϊ
Γεσένιν, σίγουρα θα έλεγε “καμιά δεκαριά
γάμοι”.
Αν υπήρχε
ένας σαφής προσδιορισμός, μια εφαρμοσμένη
και κοινά αποδεκτή διαδικασία για το
πώς μπορεί
κανείς να γίνει ποιητής, τότε η φράση
“θα προσπαθήσω να γίνω ποιητής” θα
ήταν του συρμού.
Δεν υπάρχει όμως τέτοια φράση στο λεξικό
της ζωής.
Ίσως
τελικά όλα να είναι υπόθεση ενός φίλτρου
και μιας μονίμως γρηγορούσας ενσυναίσθησης. Όλοι
εισπράττουμε την ίδια πραγματικότητα,
τις δυσκολίες της, όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε
βιώματα, τραγικά,
μοναδικά, ανεξίτηλα. Κι όλοι πριν το
τέλος θα τα δούμε-όπως μάθαμε από τους
ανετοιμοθάνατους
ή τους συγγενείς τους- στην ίδια ταινία.
Αυτό που καθιστά τον “πληγωμένο”, ποιητή,
και όχι εγκληματία ή επιχειρηματία,
ίσως να είναι αυτό το φίλτρο που έχει
μέσα του και η ενσυναίσθηση
που τον αναγκάζει να μην είναι απαθής.
Να είναι αργός και να βαριέται, αλλά όχι απαθής.
Οι βιαστικοί και οι πολυπράγμονες δεν
νομίζω να κάνουν γι αυτήν τη δουλειά.
Ας μην
μιλούμε λοιπόν για ερωτικές συντριβές,
ιδεολογικές απογυμνώσεις και άλλα
κοινότοπα που στους
περισσότερους συνέβησαν, αλλά δεν τους
οδήγησαν στην ποίηση.
Από εκεί
και πέρα, πρέπει να έχεις διαβάσει και
κάποια βιβλία, όχι πολλά βιβλία, μόνο
εκείνα που, αφού διεξήλθες ένα σωρό από
σκουπίδια, έμαθες να επιλέγεις. Επίσης
τα σωστά ποιήματα, ξανά και ξανά,
που δεν είναι δα και αναρίθμητα όπως
διατείνονται οι ειδήμονες, να έχεις
ρουφήξει τις κατάλληλες
μουσικές, να έχεις δει το είδος του
κινηματογράφου που συγκλονίζει (γενικά
πρέπει να συγκλονίζεσαι
πολύ), να έχεις μαζέψει λογιών λογιών
αποκαΐδια και να έχουν καεί κάπως οι χούφτες
σου.
Να έχεις
παίξει σκάκι με έναν τυφλό χάνοντας
εύκολα και συντριπτικά. Είναι μεγάλη
υπόθεση αυτή, σας
διαβεβαιώ, να σε κερδίζει ένας τυφλός
στο σκάκι, στο τέλος μπορεί να θελήσεις
να εξαγοράσεις
την τυφλότητα του ή να υποψιαστείς ότι
εσύ είσαι ο τυφλός.
Να έχεις
καταγράψει στο δεφτέρι της μνήμης σου
έναν άνθρωπο που δεν συνθηκολόγησε ποτέ
και δεν
δίστασε, αν και φοβισμένος, να μπει στη
φωτιά. Έναν που την πλήρωσε, επειδή
αρνήθηκε να γίνει
μαλάκας. Αυτή την φιγούρα θα τη θυμάσαι
κάθε φορά που θα μπαίνεις στο δίλημμα
να εξαγοραστείς
ή όχι.
Είναι
αρκετό να έχεις δει παιδιά εγκαταλελειμμένα,
παιδιά που λιμοκτονούν ή πνίγονται-δεν
είναι δύσκολο-,
να νιώσεις πιο αβοήθητος από εκείνα και
να κατανοήσεις ότι αυτό συνέβαινε πάντα
και ότι αυτό
θα συμβαίνει και μελλοντικά όσο το
παγκόσμιο και εγχώριο 1% θα λυμαίνεται
πλούτο που αναλογεί
στο 99% , όσο ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως
ικανός για το απεχθές για χάριν της κυριαρχίας
και του κέρδους.
Να πιστέψεις
ότι αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να αλλάξει
και ακολούθως να ζήσεις τη μέρα που θα σου πουν
να σκίσεις τη σημαία της επανάστασης.
Δεν θα σου κακοφανεί και πολύ, διότι στο
μεταξύ θα έχεις
διατελέσει σκατοφύλακας στο στρατό.
Αν λίγο
πολύ τα ζήσεις αυτά ή κάποια παρόμοια,
τότε θα είσαι έτοιμος να παίξεις πολλές
παρτίδες σκάκι με
τον τυφλό σου φίλο και να χάσεις τις
περισσότερες . Και οι ήττες σου θα είναι
οι μεγαλύτερες
νίκες. Θα είσαι έτοιμος να συναντήσεις
και άλλους τυφλούς ή αιρετικούς τύπους, επειδή η
τύχη πια θα σε φροντίζει και τότε θα’
ναι σαν να έχεις βγάλει διδακτορικό ή
πολλά διδακτορικά
μαζί. Όπως, έναν τηλεπαθητικό συγγραφέα
ας πούμε από τη Βουλγαρία, ο οποίος στο Πράδο της
Μαδρίτης έπιασε από το λαιμό έναν
Σκοπιανό ποιητή και του έστρεψε την
κυκλοφορία του αίματος
προς τη μύτη, διότι διαισθάνθηκε πως ο
Σκοπιανός θα πάθαινε εγκεφαλικό.
Και έτσι
το φίλτρο σου θα δουλεύει τέλεια, και η
ενσυναίσθηση σου θα ρολάρει θαυμάσια.
Θα μυηθείς
σε έναν τρόπο να ζεις και σε δέκα να μην
ζεις. Και το πιο παράξενο, όσο πιο πολύ
θα αμφισβητείς
αν έχεις μάθει κάτι, τόσο θα μαθαίνεις,
διαβάζοντας όλο και λιγότερο και
παρατηρώντας
αδιάκοπα την περιοδικότητα του αναπάντεχου
να θριαμβεύει -μια γνώση βαθιά που θα
ενσταλάζεται πρώτα στις αισθήσεις σου.
Στο επόμενο
στάδιο ίσως αποκτήσεις και κάποιου
είδους χιούμορ - πρώτα θα διακωμωδείς
τον εαυτό
σου, μετά τους άλλους.
Αν είναι
έτοιμος για κάτι τέτοια και μερικά άλλα
που τώρα ξεχνώ, είναι πιθανόν να αγαπηθείς
παράφορα
καμιά δυο φορές και να αγαπήσεις βεβαίως. Τότε θα
μπορείς, με όση ασφάλεια σου προσφέρει
ένα άλμα στο κενό από τον ενδέκατο όροφο
ή η προσμονή
για ένα χάδι από το άγαλμα της πλατείας,
να γράψεις μερικά αληθινά ποιήματα που
θα αγαπηθούν
κι αυτά, διότι πρώτα εκείνα θα έχουν την
ικανότητα να αγαπήσουν. Διότι εκείνα
θαείναι
εσύ.
Και αυτό έχει μόνο σημασία.
****
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Μάιος 2017
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Δεν
συγκρατώ τίτλους βιβλίων που με
συντάραξαν. Ούτε τίτλους ποιημάτων που
με αναδόμησαν. Ούτε ονόματα συγγραφέων
που με έστειλαν στο σημείο μηδέν. Προσθέτω
στα προαναφερθέντα το διευκρινιστικό
“παρά ελάχιστα'. Το απόσταγμα της
επεξεργασμένης έμπνευσης αφομοιώνεται
με κεκτημένη ταχύτητα από τον οργανισμό
μου, και ακολούθως διοχετεύεται στο
αίμα μου, ενσωματώνεται στα πιο ανυποψίαστα
κύτταρα μου. Οι ετικέτες πέφτουν, οι
τίτλοι σβήνονται, οι παραπομπές
ξεχαρβαλώνονται.
Καταρρέω, ανασυντίθεμαι
και ξαναχτίζομαι με αυτό που με συγκλονίζει
και αποπειρώμαι να γράψω τα επόμενα
δυο-τρία ποιήματα που το μόνο που
φιλοδοξούν να κάνουν είναι να επιβιβαστούν
σε ένα από τα βαγόνια της ασταμάτητης
αμαξοστοιχίας η οποία έρχεται από πολύ
μακριά και έχει προορισμό το σταθμό
“διηνεκές'.
Οσοι συγκρατούν τίτλους
και ονόματα και τα επικαλούνται με κάθε
ευκαιρία, ίσως έχουν πιο σχολαστική
σκέψη. Φωτογραφική μνήμη. Ισως όμως να
αδυνατούν να αφομοιώσουν την ουσία της
λογοτεχνίας.
Οταν λοιπόν συναντώ
τέτοιου είδους έργα, με καταλαμβάνει,
πέραν από δέος, και ευγνωμοσύνη, επειδή
συνειδητοποιώ ότι κανείς δεν θα υπήρχε
ως δημιουργική οντότητα δίχως τους
ξεχωριστούς άλλους. Αν ζουν ή όχι, δεν
έχει και τόση σημασία, αρκεί το έργο
τους να παραμένει ζωντανό, ικανό να
ερωτοτροπήσει και να ζευγαρώσει. Η
μεγάλη λογοτεχνία είναι αχαλίνωτα
ερωτική, πολυγαμική και ως τέτοια
ασύγκριτα πιο επικοινωνιακή κι από το
επαρκέστερο εγχειρίδιο δημοσίων
σχέσεων.
Φτιαγμένη από ύλη και πνεύμα,
όταν η πρώτη υποκύψει στη γραμμική ροή
φθοράς του χρόνου, το δεύτερο, θεριεύει.
Ο χρόνος μπορεί να καταφάει τη σάρκα
αλλά με το πνεύμα δεν μπορεί να κάνει
πολλά πράγματα. Ο χρόνος, απελπισμένος,
ρίχνει το ένα μετά το άλλο, μπιτόνια
βενζίνης στη φωτιά νομίζοντας ότι θα
τη σβήσει…
Αυτό είναι το “έπαθλο'
για όσους έκαναν καλή δουλειά: Να μην
έχει πια σημασία η φυσική τους παρουσία
διότι το έργο τους έχει αρχίσει να
υπερβαίνει την ίδια τους την ύπαρξη. Το
έργο τους έχει εξασφαλίσει εκτυφλωτική
αυτονομία, έχει απελευθερωθεί από όλες
τις μορφές ιδιοκτησίας, ανήκει αποκλειστικά
στον κάθε επόμενο λάτρη του, έχει τη
δική του φωνή. Και στο έργο αυτό περιττεύει
η ετερόκλητη αυτοναφορικότητα, προτιμά
να του ανοίγουν χαραμάδες για να
μπαίνει.
Αφήστε λοιπόν τη λογοτεχνία
να μιλήσει χωρίς παρασιτικές αναλύσεις
και κενές περιεχομένου δοξασίες, χωρίς
κουραστικές αναφορές και επικλήσεις.
Για να γίνει ο κόσμος βασανιστικότερα
ομορφότερος και οι τρελλοί ονειρευτές
να καταλήξουν εν πολέμω στην κόλαση,
όπως το λέει ο Roberto Fernadez Retamar- από τους
λίγους που κάποτε ιχνηλατώντας στη
μνήμη, επικαλούμαι- στο ανεπανάληπτο
ποίημα του “Μακάριοι οι ισορροπημένοι(μετάφραση
Ρήγας Καππάτος)': «…αλλά αφήστε
ελεύθερους αυτούς που δημιουργούν τους
κόσμους και τα όνειρα, Τις
αυταπάτες, τις συμφωνίες, τις λέξεις
που μας διαλύουν Και μας
ξαναφτιάχνουν, τους πιο τρελούς κι απ’
τις μανάδες τους, πιο
μεθύστακες κι από τους πατεράδες τους Κι
ακόμα πιο εγκληματίες κι απ’ τους γιους
τους, Και πιο ψημένους από
παράφορους έρωτες. Ας τους
κρατήσουν τη θέση τους στην κόλαση, και
φτάνει.'
Κάπως έτσι, έχοντας τη
βαθιά αίσθηση ότι στην λογοτεχνία τίποτα
δεν ιδρύεται, αλλά μόνο γονιμοποιείται,
γίνεται ο ίδιος ο συγγραφέας, συλλέκτης
απαυγασμάτων και όχι μελετητής αχανούς
κλίμακας. Αδειάζοντας από τον υπερπληθυσμό
των επουσιωδών, επιτρέπει στους γητευτές
ομότεχνους-άλλους να φυτέψουν μέσα του
τους καλύτερους τους σπόρους. Και οι
σοδειές σμίγονται και η ελπιδοφόρα
δύναμη της δημιουργίας, καρπίζει.
Κάπως
έτσι, αν ποτέ δοθεί στον υποφαινόμενο,
ας αποσιωπάται μεσίστιο το όνομα του,
την ώρα που ένας στίχος του θα μεταφυτεύεται
στο εύφορο έδαφος μιας διψασμένης ψυχής,
την ώρα που θα γίνεται αυτός, ο άλλος.
****
Φουζικλάδιο
Ιούνιος 2017
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Πρέπει
να σπάσεις πολλά εσωτερικά αποστήματα για να μπορέσεις να πεις αυτό που σε
αναβλύζει, πόσο μάλλον να το γράψεις, ψυχική δαπάνη.
Αυτό
που σου τριβελίζει την ύπαρξη και όχι αυτό που θέλουν να ακούσουν οι άλλοι. Οι
οποίοι, μεθοδικά, επειδή δεν τολμάς να τα χαλάσεις μαζί τους, αρχίζουν να
στρογγυλεύουν, μετατρεπόμενοι κι αυτοί σε μια σειρά απόμαυριδερά αποστήματα, που όμως σπάζουν κι
αυτά και διαλύονται, μόλις εκμυστηρευτείς πρώτα στον εαυτό σου, μετά στη
γραφή σου, τις δικές σου αλήθειες.
Αλήθειες
που δεν θα ήταν τόσο συμπαγείς, επίμονες και ανθεκτικές εκ γεννήσεως, αν δεν
τις είχες αφήσεις τόσα χρόνια θαμμένες στη σιωπή.
Η
σιωπή, στη σωστή θερμοκρασία, μαζί με τον αδίκως εγκαλούμενο, για
σημαντικά θέματα, παρελαύνοντα χρόνο, μεστώνουν τις αλήθειες σου, σε
μεταβάλλουν σε αεροστεγές κελάρι που παλιώνει αποτελεσματικά μια σπάνια
ποικιλία κρασιού.
Σου
τις παραδίδουν έτοιμες να πιωθούν, να ειπωθούν, ακόμη και να υποφέρουν- οι
πληγές στο σώμα τους θα κλείσουν γρήγορα-, για να μην πω ότι χωρίς οδύνη, μια
αλήθεια κινδυνεύει περισσότερο να εκτεθεί στην ανυποληψία και να
βρωμίσει.
Ένα
καλό και διαρκές βασανιστήριο από ατάλαντους βασανιστές, απόεργολάβους κάθε τι καθεστηκυίου , είναι
απαραίτητο, όπως τα βάσανα του Ιησού Χριστού ή η τραμπαλισμένη ζωή του
αμαρτωλού Μπουκόβσκι.
Η
διατύπωση μιας αλήθειας δεν είναι σκέψεις της στιγμής που συναρμόζονται σε
νοήματα. Αλλά είναι τα υλικά και σου έχουν δοθεί από παλιά, από τότε που
αποφάσισες, αφού πρώτα κυλίστηκες κι εσύ καιρό αρκετό μέσα στον βούρκο του
εφήμερου τίποτα και αυτοματαιώθηκες με τις ψευδαισθήσεις σου, ότι θα
προσπαθήσεις αν μη τι άλλο, να αποποιηθείς τον τίτλο του παντελώς «ενάρετου»,
του πόσιμου, του βρώσιμου, του εύπεπτου και του καλού αγωγού στη
ασύμμετρη υποκρισία και ματαιοδοξία που μας πλημμυρίζει.
Από
τότε που αποφάσισες ότι η μόνη συνωμοσία στην οποία θες να είσαι συνεργός είναι
η συνωμοσία με το δύσκολο, το δυσεύρετο, το ωραίο, το αδάμαστο, το γαλαζοπούλι,
τη θάλασσα, το φως, η συνωμοσία με το φεγγάρι και ένα μπουκάλι Lambruscorose.
Είναι
η συνωμοσία με εκείνον τον εκθλιπτικό μηχανισμό που εκθλίβει τη ψίχα αφού πρώτα
διαλύσει το κέλυφος.
Πώς
θα μπορούσες λοιπόν να διατείνεσαι ότι διεκδικείς μια υποψίααλήθειας , αν δεν έχεις προβάρει και
δεν έχεις συντελέσει τελικά μια ολική ρήξη με το απόστημα που αποκαλείται ας
πούμε οργανωμένος πνευματικός κόσμος; Με εκείνους που το εγωιστικά υπερφίαλο
παρακράτος τους, προσομοιάζει περισσότερο με εξάπλωση μολυσματικής ασθενείας
παρά με κάποιου είδους πολιτιστική συνδρομή. Που αντί να ακούνε και να
ξανακούνε Μπετόβεν, Παπακωνσταντίνου, Τσιτσάνη, Scorpions, LedZeppelinή να διαβάζουν Υφ Μπονφούα, Larkin,
Χριστιανόπουλο, Δάγλα, Ραψάνη, Aνεράδα, μέχρι να πεθάνουν,
αναλώνονται σε λόγια του συρμού και σε σκατομαχίες.
Οχι, δεν έχεις πια καμιά
σχέση με εκείνους που εκφαυλίζουν ό,τι αγγίξουν, και σαν μήλο που αρνείται να
σαπίσει, αρνείται να κολλήσει φουζικλάδιο, πέφτεις μια μέρα από το δέντρο. Η
φλούδα, τα κουκούτσια σου απλώνονται και βυθίζονται σε άλλο χώμα. Κάποιο ίσως
πιάσει. Επιλέγεις να μην ανήκεις, επιλέγεις να ξαναγίνεις ώστε να είσαι.
****
Πίνοντας μπύρες με τονDesmond Egan
Μάιος 2018
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Το 2003 στην Μπιενάλε της Λιέγης, ο Desmond Egan μου παρέδωσε υπαινικτικώς και
αφιλοκερδώς ορισμένα μαθήματα που προσπαθώ να εφαρμόζω μέχρι σήμερα.
Αφενός, ότι
για να λογίζεται κανείς ποιητής, το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει μάθει να
κάνει καλά , είναι να μην κάνει τίποτα και να μην έχει ενοχές γι’ αυτό, να μην
είναι δηλαδή πολυσχιδής, αφετέρου ότι το να παραμένεις προσηλωμένα αδρανής -την
ώρα που άλλοι επιμελούνται την οικοδόμηση μικρών ή μεγάλων θριάμβων- είναι σαν
ένα γραμμάτιο που ο χρόνος θα σου εξαργυρώσει στο μέλλον με γενναιοφροσύνη και
σε καλό επιτόκιο.
«Η ποιητική διαδικασία είναι ενόρμηση, όχι προσχεδιασμός, αν
εσύ αναλώνεσαι, πώς να σε πετύχει ή να την πετύχεις», μου έλεγε. Ανταποκρινόμασταν φυσικά στο πρόγραμμα της Biennale, στις καθημερινές αναγνώσεις
ποιημάτων, στις συζητήσεις για το τι εστί ποιητική τέχνη, συναναστρεφόμασταν με
το υπόλοιπο πολυπολιτισμικό συνάφι, όμως τα δικά μας γυμνάσματα περιλάμβαναν
πρωτίστως εντατικές ασκήσεις μύησης στον ρεμβασμό, την παρατήρηση και τον
δια-λογισμό. Με άλλα λόγια, τις περισσότερες ώρες τις αναλώναμε σε μπαρ και σε
καφετέριες-μπαρ της ωραίας και φιλόξενης Λιέγης. Εγώ ο αρχάριος και ο Desmond ο έμπειρος, με τα ροδοκόκκινα μάγουλα. Εκεί, μέσα στη ζωή, στους
αρωματικούς καπνούς που αναδύονταν από παράξενα φίλτρα και συνουσιάζονταν με
τις οσμές της εξαίσιας βέλγικης μπύρας, μιλούσαμε για τη ζωή.
Δείχνοντας μια σχεδόν ανθρωπιστικού χαρακτήρα
κατανόηση στην ανετοιμότητα μου να πετύχω τότε κάποια υψηλά νοήματα στη γλώσσα
του και να του τα περάσω κιόλας, υποβίβαζε χωρίς κανένα κόμπλεξ το δικό του
άριστο επίπεδο γλωσσικής και εκφραστικής επάρκειας, όσο χρειαζόταν, για να μην
νιώσω εγώ άβολα.
Αν μας άκουγε κανείς περαστικός-και οι περαστικοί
συνηθίζουν να κρυφακούνε έστω κι αν δεν το δείχνουν-, ίσως να υποψιαζόταν ότι
είμασταν δυο γλωσσικά neaterdal (Homo neanderthalensis) που
προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν σε κάτι πρωτόγνωρο που τα υπερβαίνει.
Στον
ελληνικό χώρο, αν ένας νέος ή νεότερος ποιητής αποτολμήσει να ανοίξει συζήτηση
περί τέχνης, ποίησης ή υψηλών αξιών, με κάποιον από τους καθιερωμένους φωστήρες
του πνεύματος, κάποιον από τους «είμαι παντού και τα ξέρω όλα», τους ενίοτε
μπροστά στις ντάμες «ελαφρώς υπερανθρωπίζοντες», δυο τινά πιθανόν να συμβούν:
Να λουστεί με ένα παγερό κύμα αδιαφορίας, ή να δεχθεί ένα σύντομο αυτοναφορικό
μάθημα περί της αυθεντίας του φωστήρα που θα περικλείεται σε δυο λεπτά
επισπευσμένου χρόνου.
Αντιθέτως,
ο Desmond Egan,όχι μόνο δεν μου έπαιζε τον
έξυπνο, αλλά με μια σειρά ερωτήσεων, επεδίωξε να μάθει για την πολυποίκιλη
ασημαντότητα μου. Με κοιτούσε κατά πρόσωπο και το βλέμμα του υποδήλωνε
ειλικρίνεια, ενδιαφέρον. Δεν θυμάμαι σε εκείνες τις πολύωρες συζητήσεις της
Λιέγης, υπό συνθήκες περιοδικά ακανόνιστης μπυροποσίας, να χρησιμοποίησε μια
φορά το «εγώ». Δεν θυμάμαι επίσης ποτέ να με ρώτησε για τις γνώσεις μου, ή να
αντιπαρέβαλε στα κενά τους, το δικό του συντριπτικά επαρκέστερο οπλοστάσιο.
Επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε τι αμφιβάλλω ώστε να μου πολλαπλασιάσει την
γονιμότητα των αμφιβολιών και βεβαίως να μου αποδομήσει την ψευδαίσθηση των
όποιων βεβαιοτήτων.
Τρία
χρόνια μετά, το 2006, με προσκάλεσε στο GERARD MANLEY HOPKINS POETRYFESTIVAL,
που διεξάγεται κάθε χρόνο σε μια κοινότητα 50χλμ έξω από το Δουβλίνο και του
οποίου είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Εκεί όντας αρμόδιος ήταν και πιο
δραστήριος και δημιουργικά κινητικός, ωστόσο το ίδιο ροδοκόκκινος και ενίοτε
απλανής. Η βελγική μπύρα είχε αντικατασταθεί με την περίφημη ιρλανδική Guinness και τον τρόπο της. Σε μα «τελική ευθεία»,
ίσως κατεβάζοντας το πέμπτο του «παιν», μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο Σέιμους
Χίνι πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας επειδή ήταν πάντα “politicallycorrect”σε αντίθεση με τον
ίδιο που εθεωρείτο «κακό παιδί»..
Πάντως,
από τις «παρακαταθήκες» του επί ιρλανδικού εδάφους, κράτησα για τον εαυτό μου
δυο: Ότι την Guinness απαγορεύεται να την
πιείς μόλις σου τη σερβίρει ο μπάρμαν στο ποτήρι, αλλά πρέπει να περιμένεις το
ξεχείλισμα της καθώς και το στέγνωμα του χείλους του ποτηριού, και ότι ποίηση
δεν είναι η περιγραφή των συναισθημάτων μας, αλλά η ανάδειξη της αιτίας που τα
προκάλεσε.
Από τότε, έμαθα να περιμένω την
προπαρασκευή της πλήρους γεύσης και να μην μου παίρνει πολύ χρόνο για να
αντιληφθώ τι δεν είναι ποίημα. Και το γραμμάτιο δεν τα πηγαίνει άσχημα, ούτε το
επιτόκιο που υποτίθεται ότι θα εισπράξω σε αυτήν, μιαν άλλη ή σε καμιά ζωή. Με
προβληματίζει φυσικά το γεγονός ότι μου πήρε 15 χρόνια από την γνωριμία μας,
για να γράψω για τον Desmond, αλλά νομίζω ότι ο ίδιος δεν θα
έχει παράπονο. Εξάλλου αυτός μου είχε πει να μην βιάζομαι.
*Γεννημένος το 1936 στην πόλη
Άθλοουν της Ιρλανδίας, ο Ντέσμοντ Ίγκαν, βαθιά φιλέλληνας, έχει εκδώσει είκοσι
τρία βιβλία ποίησης, δύο τόμους δοκιμίων και πρόζας και μεταφράσεις των
τραγωδιών «Μήδεια» και «Φιλοκτήτης. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους
Ιρλανδούς ποιητές και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις στις
Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, όπου έχουν εκδοθεί βιβλία του σε μετάφραση.
Το ποίημά του “Ειρήνη” μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες το 2000. Έχοντας
σπουδάσει ιρλανδικά, λατινικά και ελληνικά, εργάστηκε στην εκπαίδευση πριν
αφιερωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο το 1987, έτος κατά το οποίο ίδρυσε το
διεθνές Φεστιβάλ Τζέραλντ Μάνλεϊ Χόπκινς, του οποίου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής.
Το 1998, τοποθετήθηκε στην Επιτροπή Πολιτιστικών Σχέσεων του ιρλανδικού
Υπουργείου Εξωτερικών. Το 2001, οι εκδόσεις Νεφέλη εξέδωσαν το βιβλίο του
«Ποιήματα», σε μεταφράσεις Γεωργίας Γκίνη και με πρόλογο του Δημοσθένη
Κούρτοβικ,-με τον οποίο είναι προσωπικός φίλος- που περιλαμβάνει επιλογές
ποιημάτων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου