Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

WORLD POETRY DAY, POESIA 21 - FOUR POEMS BY YIORGOS CHRISTODOULIDES

On March 21, 2021 I had the honor to be invited and participate in the WORLD POETRY DAY, POESIA 21 organized by the Poetry Circle and the Moscow International Poetry Biennale.

A world poetry event with 368 poets from 94 countries and 70 languages (including many endangered dialects) met online. Twenty consecutive hours of live poetry readings!
 
The following are my four poems in Greek and English, which I recited at the time given to me as well as the link to the video of the event on YouTube: 


Στις 21 Μαρτίου 2021 είχα την τιμή να προσκληθώ και να συμμετάσχω στο WORLD POETRY  DAY, POESIA 21 που διοργάνωσαν ο Κύκλος Ποιητών και η Διεθνής Μπιενάλε Ποίησης της Μόσχας. 

Ένα παγκόσμιο ποιητικό γεγονός  με 368 ποιητές από 94 χώρες και 70 γλώσσες (μεταξύ αυτών και πολλές διάλεκτοι υπό εξαφάνιση)  συναντήθηκαν διαδικτυακά σε μια εκδήλωση με παράλληλες, επί 20 συνεχείς ώρες, ζωντανές ποιητικές αναγνώσεις!

 Ακολουθούν τα τέσσερα ποιήματα μου στα ελληνικά και αγγλικά, τα οποία απήγγειλα στο χρόνο που μου αποδόθηκ καθώς και το link με το βίντεο της εκδήλωσης στο YouTube:

 

https://www.youtube.com/watch?v=Vx5A35HkPTE&list=LL&index=1&t=25800s

 

Violin-cases


 

Instruments are but our need

to hear something else than our stupid voices.

 

Yet through the sounds of the violin

you come to grasp the meaning of silence

and death.

 

Violists should’ve been dwarfs;

When they died, we’d bury them in their violin-cases.

 

Oι θήκες των βιολιών

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Oι βιολιστές θα έπρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

 

The case of the word sempre in lake Tampo

 

A cedar tree is crying on the shores of the frozen lake Tampo

looking forlornly at the lake and crying

its branches dripping sobs

ripples emerge on the surface of the lake

the lake gives them back as volatile panting wails

all the more to upset the cedar tree

the lake weeps, ice screeches.

A cedar tree is crying on the shores of the frozen lake Tampo

because it used to be a man who lost his gender, his name

because the lake was the woman he loved

but the time had come for people to transform

forfeiting their gender first

to become trees, to become lakes

the most hardened would become mountaintops

those with the most suffocating melodies

would melt within the oceans

and the thickest skinned would become piles and mine walls

and no one would ever meet anyone again

and no one would ever be able to hurt anyone

nor would they be able during periods of great affliction

to console each other

on the loss of the gender, the leak of the form

just like now

the cedar tree crying

the lake yearning

both helpless to come closer

what with the adamant word sempre

between them.



Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο

 

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της παγωμένης λίμνης Τάμπο

κοιτάζει απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει

από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά

ανατριχιάσματα σχηματίζονται στην επιφάνεια της λίμνης

η λίμνη τα επιστρέφει ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών

το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται

η λίμνη βουρκώνει

οι πάγοι τρίζουν.

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο

επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, το όνομά του

επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε

αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν

αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους

να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες

οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές

αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες

να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς

κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια και τοιχώματα ορυχείων

και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα

αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα

ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης

να παρηγορούν ο ένας τον άλλο

για την απώλεια του φύλου, για τη διαρροή της μορφής

όπως τώρα

το κέδρο που κλαίει

η λίμνη που θέλει

ανήμποροι να πλησιαστούν

με την αμετακίνητη λέξη πάντα

ανάμεσά τους.



The agelasts

  

To chat with my dentist

between

rinsing my mouth

of the remains of beams, buttress walls

and the injectable anaesthetics she sticks into my gums

is always interesting;

I asked her how the have-nots fix their teeth

when the cost of a standard dental repair

equals their monthly salary

or more;

they don’t

she said, disarmingly frank;

by the thousands, folks are walking about without teeth

entire flocks are walking about without teeth

men, women and their children

when they grow up and inherit their poverty

they chew without teeth

smile closely or avoid it

even though at times they are not sad –

to hide the absence of teeth;

the most fortunate

those who have lost their back teeth

are in a more favourable position

 

they smile more

 

they can even laugh their heart out

 

and so there still occur smiles, even bouts of laughter

 

within the hordes of the toothless.

 

No one has died from a lack of teeth

 

but many died

 

because they couldn’t smile

 

and this is a fundamental question.


 

Οι αγέλαστοι 

 

Η κουβέντα με την οδοντίατρο μου

στην ανάπαυλα

όταν ξεπλένω το στόμα

από τα κατάλοιπα των δοκών, των τοίχων αντιστήριξης

και των ενέσιμων αναισθητικών που μπήγει στα ούλη μου

είναι πάντα ενδιαφέρουσα

τη ρώτησα πως οι από κάτω φτιάχνουν τα δόντια τους

όταν το κόστος μιας στοιχειώδους οδοντιατρικής επιδιόρθωσης

 ισοδυναμεί με το μηναίο μισθό τους και περισσότερο

δεν τα φτιάχνουν

μου είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια

χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν χωρίς δόντια

πληθυσμοί κυκλοφορούν χωρίς δόντια

άνδρες, γυναίκες και τα παιδιά τους

όταν μεγαλώνουν κληρονομώντας τη φτώχια τους

μασάνε χωρίς δόντια

χαμογελούν κλειστά ή το αποφεύγουν

ενώ κάποτε δεν είναι λυπημένοι

για να κρύβουν την απουσία των δοντιών

οι πιο τυχεροί

αυτοί που έχουν χάσει πίσω δόντια

γομφίους ή τραπεζίτες

είναι πιο γελαστοί

μπορούν μάλιστα και ξεκαρδίζονται

βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση

έτσι υπάρχουν ακόμα χαμόγελα ακόμη γέλια

μέσα στη στρατιά των ξεδοντιασμένων

κανείς δεν πεθαίνει από έλλειψη δοντιών

πεθαίνουν όμως πολλοί

που για τον ένα ή τον άλλο λόγο

δεν μπορούν να χαμογελάσουν

και αυτό είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα

 

 

 

Inactive Human Material

(Bigger with an – n) 


                          for George Floyd

I'm tired of walking
tired of driving
explaining
talking or not talking
observing;
I instructed the Bedouins
to sow my seeds in Sub-Saharan Africa
and I sprouted bigger;
I asked the Aboriginals
to plant me in the tundras of Australia
and I sprang up eager;
I pleaded with little Muna Zayed from Yemen
to thrust me deep into the fine-grained soil
of her camp
and I grew meagre
yielding meagre fruit.

I want to go to a place forlorn
like the place behind the ear
a place forsaken
by both humans and dispersion
like the cavernous mouth of a hungry man;
I'm looking for a highland to bring back to me each morning
the hereditary blindness of my race
a small expanse of land where nothing will know me
and I shall have no memory of who I am
neither alive nor dead
only still
inactive
indifferent
impervious to tears and rain
watertight and impenetrable
I want to be
the passer by homes-on-wheels in Paris la ville lumière
pretending to see a normal dwelling
the curious man crossing through the tents
of freezing people under the massive bridges of New York
the man in a hurry
to do important things
the onlooker of the white cop
the cop spawned of the Ku Klux Klan
stomping on a black man's throat to death
I want to be like you
Maria, Helen, Persephone, Myrto, Artemis
who walked right by me
carrying the load of my memories
who grazed against me as you went on
the other day on St Justinian street
containing me
your marrow filled to the brim with me
acting as though you didn't remember me.

 

Αδρανές ανθρώπινο υλικό
του Τζορτζ Φλόιντ



Κουράστηκα να περπατώ
κουράστηκα να οδηγώ
να εξηγώ
να μιλώ ή να μην μιλώ
να παρατηρώ
έδωσα εντολή στους βεδουίνους
να με σπείρουν στην υποσαχάρια Αφρική
και βλάστησα στεγνός
ζήτησα από τους Αβορίγινες
να με φυτέψουν στις τούνδρες της Αυστραλίας
και ξεμύτησα μακρινός
παρακάλεσα τη μικρή Μούνα Ζαγιέτ από την Υεμένη
να με χώσει βαθιά στα λεπτόκοκκα χώματα
του καταυλισμού της
και ευδοκίμησα φτωχός
κι έβγαλα καρπούς φτωχούς.

Θέλω να πάω σ ένα μέρος ερημικό
όπως το πίσω τμήμα του αφτιού
ένα μέρος ξεχασμένο
από ανθρώπους και εξάπλωση
όπως το στόμα-σπήλαιο του νηστικού
ψάχνω ένα ισιοτόπι να μου επιστρέφει κάθε πρωί
την κληρονομική τυφλότητα του γένους μου
μια μικρή έκταση γης όπου τίποτα δεν θα με ξέρει
όπου δεν θα θυμούμαι ποιος είμαι
ούτε ζωντανός ούτε νεκρός
απλώς ακούνητος
αδρανής
αδιάφορος
αδιάβροχος σε δάκρυα και σε βροχές
στεγανός και αδιαπέραστος
θέλω να είμαι
ο πεζοπόρος από τα αυτοκίνητα-σπίτια του φεγγοβόλου Παρισιού
που προσποιείται ότι βλέπει κάτι φυσιολογικό
ο περίεργος που περνά μέσα από τις προσωρινές στρατοπεδεύσεις
ξεπαγιασμένων κάτω από μεγάλα γεφύρια της Νέας Υόρκης
αυτός που είναι βιαστικός
επειδή έχει να κάνει πράγματα σημαντικά

o θεατής του μπάτσου του λευκού
του μπάτσου-σπέρμα της Κου Κλουξ Κλαν
που ποδοπατάει μέχρι θανάτου έναν μαύρο στο λαιμό
θέλω να γίνω σαν εσένα
Μαρία, Ελένη, Περσεφόνη, Μυρτώ, Άρτεμης
που διήλθες από δίπλα μου
φορτωμένη με όλες τις αναμνήσεις μου
που σχεδόν με άγγιξες περνώντας από δίπλα μου
τις προάλλες στην οδό Αγίου Ιουστινιανού
φορτωμένη με εμένα
γεμάτη με εμένα στα μεδούλια σου
κάνοντας πως δεν με θυμάσαι.

 


Translated by Despina Pirketti

 

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

"ΠΕΝΘΟΣ ΣΕ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ"

Μια έξοχη θεατρολογική προσέγγιση από τη Δέσποινα Πυρκεττή

 Στην πραγματεία «Le Plaisir du Texte» (1973) ο Roland Barthes προτάσσει την απώλεια ως επιδίωξη ενός ηδονικού κειμένου, το οποίο δεν προκαλεί μόνο αναγνωστική ευφορία – όπως θα έκανε ένα «απλώς» απολαυστικό κείμενο – αλλά  κλονίζει τις πολιτισμικές και ψυχολογικές σταθερές του αναγνώστη, ανατρέπει και αμφισβητεί αξίες και καθιερωμένες προτιμήσεις.

Το λογοτέχνημα, για τον Barthes, γράφεται πάντα τη στιγμή της ανάγνωσης: δεν προκαθορίζεται από τη συγγραφική αυθεντία, αλλά από την ικανότητα του δέκτη να ανελκύει τις πολλαπλές σημασίες που εμποτίζουν το κείμενο. Αυτή η ρευστή αντίληψη για την παραγωγή του νοήματος, σε έναν χώρο πέρα από τους κειμενικούς κώδικες και την πρόθεση του δημιουργού, είναι ιδιαίτερα πρόσφορη στο θέατρο, αφού το θεατρικό έργο αποτελεί εκ των πραγμάτων προϊόν συνδημιουργίας και επιτελείται ενώπιον κοινού.

Το θεατρικό «Σε Κρίσιμη Κατάσταση», του Αντώνη Γεωργίου, είναι τόσο πολυπρισματικό ώστε να μπορεί αισίως να διασπάται σε πληθώρα ερμηνειών. Η ερμηνεία που καταθέτω σε αυτό το σημείωμα απορρέει από την άποψή μου ότι πρόκειται για ένα ηδονικό κείμενο, το οποίο δεν αποδέχεται απλώς την ιδιότητα του διασπασμένου, αλλά την αξιοποιεί προκειμένου να υπαινίσσεται με καταπληκτική επιδεξιότητα κάτι άλλο από αυτό που δηλώνεται ρητά· κάτι που έρχεται σε ρήξη με τα ευκόλως εννοούμενα. Η ρήξη συντελείται κατ’ αρχήν στο γλωσσικό επίπεδο, με την ευπρόσδεκτη χρήση της καθομιλουμένης κυπριακής, αλλά επεκτείνεται πολύ πιο πέρα απ’ αυτή την παρέκβαση.

Η ίδια η συνθήκη της παράστασης – η συνύπαρξη παράταιρων ανθρώπων στον προθάλαμο της Μονάδας  Εντατικής Θεραπείας – υπενθυμίζει διαρκώς ένα καθεστώς ασυνέχειας: μέσα στην Εντατική, η ζωή αναστέλλεται· έξω, ανατρέπεται. Η αναστολή και η ανατροπή, τόσο στην κυριολεκτική τους έκφανση όσο και στη μεταφορική, πλαισιώνουν τη σκανδαλώδη συνεύρεση δύο ανθρώπων, που είναι ταυτόχρονα συγγενείς δύο ασθενών σε κώμα. Οι σκηνές στις οποίες οι ηθοποιοί που υποδύονται τον Πάρη και την Έλενα (Χ. Χαραλάμπους και Α. Χαραλάμπους) αναπαριστούν τη σεξουαλική πράξη αποτελούν, πιστεύω, την κορύφωση της παράστασης. Όχι μόνο επειδή σκηνοθετούνται με αφοπλιστικό ρεαλισμό, αλλά κυρίως διότι η επιμονή του Πάρη να υποδύεται κάποιον άλλον κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης εγκιβωτίζει και τις δύο αυτές σκηνές μέσα στην πλοκή ως αυτόνομα στιγμιότυπα, ως θραύσματα που ανατρέπουν, αναστέλλουν και αναδιατάσσουν τη ροή της ανθρώπινης δράσης μέσα και έξω από το κείμενο. Ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Πάρη υποδύεται ταυτόχρονα έναν δεύτερο και τρίτο ρόλο, ως Πάρης, αλλά μόνο για όσο διαρκεί η ερωτική πράξη. Η αναγωγή της ερωτικής συνέρευσης σε θεατρικό παιχνίδι, στα πλαίσια ενός θεατρικού έργου, προσλαμβάνει ζωτική σημασία ακριβώς επειδή επιτελείται στο περιθώριο ενός πένθους που εκκρεμεί, και επικρέμαται σαν εκκρεμές πάνω από τα κεφάλια των ηρώων.

Ιδιαίτερα στο δεύτερο ερωτικό στιγμιότυπο, που ξεκινά σε κοινή θέα και ολοκληρώνεται πίσω από τον ημιδιάφανο «τοίχο», η ενέργεια που απελευθερώνεται είναι ζωώδης, με την έννοια της ζωής που ξοδεύεται τη στιγμή της κορύφωσης. Στα γαλλικά, η έκφραση «la petite mort», κυριολεκτικά «ο μικρός θάνατος», σημαίνει κατ’ ευφημισμό τον οργασμό, δηλαδή την κορύφωση της σεξουαλικής πράξης. Πρόκειται για μια γλαφυρή μεταφορά της περιοργασμικής απώλειας των αισθήσεων, μιας τρόπον τινά μεταιχμιακής κατάστασης μη συνειδητότητας, που αφήνει να νοηθεί ότι ο οργασμός και ο θάνατος έχουν ως κοινή συνισταμένη την υπέρβαση των ορίων του αισθητού κόσμου. Βέβαια, στην πρώτη περίπτωση, η υπερβατικότητα είναι σύντομη και προσωρινή· αμετάκλητη στη δεύτερη.

Μέχρι τη συντέλεση της ερωτικής πράξης, έχει φωτιστεί προσφυώς μια άλλη πτυχή του Πάρη. Ενώ προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος, περιμένοντας τη μητέρα του να ανανήψει, και χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα συμπαθητικός ούτε ιδιαίτερα αντιπαθητικός στους γύρω του, ο Πάρης σκιαγραφείται αδρομερώς ως ένας έντιμος δημόσιος υπάλληλος. Στη ροή του έργου, δέχεται αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα από έναν σκιώδη εργολάβο προκειμένου να υπογράψει μια συμφωνία που μάλλον θα αποβεί ζημιογόνα για το δημόσιο συμφέρον. Τα τηλεφωνήματα αυτά είναι στρατηγικά τοποθετημένα στην εκτύλιξη της δράσης ώστε να αναδεικνύουν την αντίσταση του Πάρη σε κάτι υποχθόνιο, που κινείται έξω από εκείνον, μακριά από τον προσωπικό του μικρόκοσμο, και απειλεί να μολύνει τη δημόσια σφαίρα. Με αυτά τα αποθέματα ευσυνειδησίας, ο Αντώνης Γεωργίου σμιλεύει την προσωπικότητα του Πάρη, τον παρουσιάζει ως πολυσύνθετο χαρακτήρα, που συγκεράζει αντιφατικές πτυχές. Ο Πάρης είναι καλός στη δουλειά του και είναι επίσης ένας στοργικός γιος. Επιπρόσθετα, διεγείρεται από ιδιαίτερες ερωτικές περιστάσεις. Το τελευταίο στοιχείο έρχεται σε αντίθεση με τα δύο πρώτα – αν βέβαια ερμηνευθεί με γνώμονα τη συμβατική, ήπια ερωτικότητα – αλλά ουδόλως τα αναιρεί. Η εικόνα, οι φωνές, η χορογραφία (κίνηση: Εύα Καλομοίρη), όλα τα συστατικά της εκρηκτικής συνουσίας που συναρμόζει ο σκηνοθέτης, συνεπικουρούμενος από το σπαρακτικό κρεσέντο του Δημήτρη Ζαχαρίου, αναδεικνύουν την τρομακτική εγγύτητα της γενετήσιας πράξης με τον θάνατο· αποτίνουν, τρόπον τινά, φόρο τιμής στην ηδονή της απώλειας.  

Σε αντίθεση με τον Πάρη, η Έλενα συμμετέχει στην ερωτική πράξη χωρίς να αποβάλλει τις ιδιότητες που την καθορίζουν εκτός των χρονικών ορίων της συνουσίας. Ενώ δηλαδή εκείνος προσλαμβάνει επίκτητες ταυτότητες ως εραστής, εκείνη παραμένει εγγενώς η γυναίκα του ασθενούς, που ζει στο σπίτι της πεθεράς της με τους δύο έφηβους αδελφούς του άντρα της, και έχει συνάψει παράνομο δεσμό με έναν τεθλιμμένο διαζευγμένο. Οι ιδιότητες αυτές – παντρεμένη, διαζευγμένος, παράνομοι εραστές – είναι συμβατικές, απόρροια της πολιτισμένης μας κοινωνικότητας. Η Έλενα είναι ίσως ο μοναδικός χαρακτήρας που δεν αγωνιά να απεκδυθεί καμία συμβατική ταυτότητα, όχι από σεβασμό στην ηθική του ευυπόληπτου, αλλά από ένα λοιμογόνο κράμα τρομαγμένης περιφρόνησης. Στη συγκεκριμένη χρονική καμπή κατά την οποία μας συστήνεται, είναι μια νέα γυναίκα που περιφρονεί τις ταμπέλες επειδή η κάθε ταμπέλα που την συναπαρτίζει είναι προβληματική. Η πρώτη εμφάνιση που της αποδίδει η ενδυματολόγος Ελένη Τζιρκαλλή – μίνι φούστα, αθλητικά παπούτσια, και η υπερμεγέθης τσάντα των φερέοικων νέων – προοικονομεί την εκρηκτική αναίδεια του φοβισμένου πλάσματος, που παραμένει εγκλωβισμένο στον προθάλαμο του πένθους και, για να βγάλει το άχτι του, ουρλιάζει βάναυσα στη νοσοκόμα.

Η νοσοκόμα, τουναντίον, μπαινοβγαίνει στην Εντατική αγέρωχη και ψύχραιμη, έχοντας πλήρη συναίσθηση του διαμεσολαβητικού της ρόλου. Οι συγγενείς των ασθενών αναζητούν διακαώς το βλέμμα της, αλλά εκείνη μιλά μόνο όταν είναι απαραίτητο, διότι έχει ήδη δει πολλούς ανθρώπους σε κώμα, και ακόμη περισσότερους συγγενείς στον προθάλαμο της Εντατικής. Η νοσοκόμα της Ν. Χαραλάμπους έχει εξοικειωθεί με τα βλέμματα και τις κραυγές τους, έμαθε να αποκωδικοποιεί ακόμη και τις σιωπές τους· δεν την συνταράζει η απώλεια, ούτε η ασυνέχεια της ύπαρξης.

Όσοι απ
ό εμάς περιμέναμε μέρες, βδομάδες, μήνες έξω από την Εντατική και φύγαμε από εκεί χωρίς τους αγαπημένους μας, έχουμε γνωρίσει τη μητέρα του Μάριου. Την έχουμε δει να περπατά αργά στον προθάλαμο με την τσάντα της, αυτό το αξεσουάρ που εξελίσσεται σε ζωτικό όργανο της γυναίκας που βάλλεται πανταχόθεν από δυνάμεις ορατές και αόρατες, και προσπαθεί παρηγορητικά να κρατηθεί από κάτι δικό της. Με θαυμαστή υποκριτική στωικότητα, η μάνα της Ζωής Κυπριανού μοιράζεται μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές του έργου. Μέσα στην τραγική οικογενειακή συνθήκη της απώλειας που εκκρεμεί, ο μεσαίος γιος (Α. Κούτσουμπας) τής αποκαλύπτει για μία και μόνη φορά τη συντριβή του, διεκδικώντας βίαια την προσοχή που του στέρησε για χρόνια: «Ακούεις με; Μιλώ σου για μέναν, ακούεις με;» Σε κάθε επί σκηνής συναλλαγή του, είτε με τη νύφη που εξόκειλε, είτε με τον μικρότερο αδελφό (σε μια λεπταίσθητη ερμηνεία του νεαρού Μ. Καζάκα) που, για να γλιτώσει από τον εκφοβισμό των ομηλίκων του, συνδράμει τους εκφοβιστές, ο Κούτσουμπας πλημμυρίζει την πλατεία με την ακατέργαστη, πρωτόγονη οργή του· την ώρα που το μέταλλο της φωνής του διαπερνά ανατριχιαστικά τα μύχια της ανθρώπινης ουσίας, οι ώμοι του είναι σχεδόν πάντα γυρτοί, σαν να σηκώνει το βάρος του σπαραγμού κάθε νέου που πλέει ανάμεσα σε συμπληγάδες.

Μετά το θεατρικό κείμενο καθ’εαυτό, οι ερμηνείες είναι κατά τη γνώμη μου το πολυτιμότερο συστατικό της παράστασης. Η σκηνοθεσία του Αιμίλιου Χαραλαμπίδη διανθίζει κάθε χαρακτήρα με εκείνες τις λεπτές αποχρώσεις  της φωνής, της χειρονομίας, των παύσεων, που τον καθιστούν οδυνηρά αναγνωρίσιμο, κρατώντας τον ταυτόχρονα σε ικανή απόσταση ασφαλείας ώστε να μπορεί να κριθεί ανελέητα και με χειρουργική ακρίβεια. Την ίδια στιγμή που οι συγγενείς απευθύνουν  στους ασθενείς απεγνωσμένες εκκλήσεις να γυρίσουν στη ζωή, ο Χαραλαμπίδης (με βοηθό σκηνοθέτη τη Μαρία Χριστοδούλου) μεταχειρίζεται τους φωτισμούς του Γ. Κουκουμά και τις βιντεοπροβολές του Χ. Λάρκου ως εικαστικά εργαλεία για να μας υπενθυμίσει ότι δεν είμαστε παρά ένας όχλος ωραίων βροτών, και ότι οι φύσεις και οι τρόποι μας θα παραμένουν διαρκώς αμφιλεγόμενοι. Στη σκηνή του θρήνου του Πάρη, το εκτυφλωτικό λευκό της Εντατικής, στο εύπλαστο σκηνικό της Σωσάννας Τομάζου, κατακλύζεται από τις οργιώδεις ορτάνσιες με την αγέρωχη μορφή της Μάνας. Αυτό που προκύπτει είναι ένα επιζωγραφισμένο ταμπλώ σπάνιας ευαισθησίας. Η μοναδική επιφύλαξη που θα διατύπωνα είναι μια ίσως αχρείαστη επαναληπτικότητα στους μονολόγους που απευθύνονται στους δύο κωματώδεις ασθενείς. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρη αν ο όρος «μονόλογος» είναι δόκιμος, αφ’ ης στιγμής ο αγαπημένος που δεν αποκρίνεται είναι οιονεί παρών.

 

Δημοσιεύτηκε στο Φιλελεύθερο (ηλεκτρονική έκδοση)