Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Του Γιώργου Χριστοδουλίδη


 «Εγκαταλείπω την ποίηση»
 
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

                                                    Ντίνος Χριστιανόπουλος (1956)
 
 
Μοναχικό, ανεξάρτητο, επιφυλακτικό, ανυπότακτο, χαρακτηρίζει τον αποδημήσαντα πρόσφατα, κορυφαίο ποιητή, Ντίνο Χριστιανόπουλο (21/3/1931 - 11/8 2020) η Θεσσαλονικιά Βικτωρία Καπλάνη, ενώ ο Παντελής Βουτουρής υπογραμμίζει την αντισυμβατικότητα και τον αντικομφορμισμό της ποίησής του, καταθέτοντας μια ενδιαφέρουσα προσωπική μαρτυρία. Τον ομοερωτισμό στην ποίησή του προτάσσει ο Κώστας Κουτσουρέλης, «μια συλλογή από φωτογραφίες παραμορφωμένες, απ’ αυτές που ξέρει να τραβάει μόνο ο φακός της αμαρτίας», ενώ ο Πέτρος Παπαπολυβίου τονίζει ότι Χριστιανόπουλος σημάδεψε την πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης.
 
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στον σπουδαίο λόγιο, το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ζήτησε από τέσσερις ανθρώπους των γραμμάτων να συγγράψουν τα δικά τους κείμενα-μαρτυρίες για το φαινόμενο Χριστιανόπουλος που κυριάρχησε για πέντε τουλάχιστον δεκαετίες στα πολιτιστικά πράγματα της Θεσσαλονίκης, αλλά και σφράγισε με τη γραφή, το ύφος και τη δραστηριότητά του μια ολόκληρη εποχή, με αποτέλεσμα οι στίχοι του να «ραψωδούνται» από στόμα σε στόμα, συχνά από ανθρώπους που έχουν άγνοια σε ποιόν ανήκουν οι στίχοι αυτοί, φαινόμενο που συνιστά ύψιστη τιμή για κάθε ποιητή, σημάδι μιας «ανώνυμης αθανασίας».
 
Βικτωρία Καπλάνη, φιλόλογος και ποιήτρια, Κώστας Κουτσουρέλης, ποιητής και μεταφραστής, Παντελής Βουτουρής, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πέτρος Παπαπολυβίου, Ιστορικός, αναπληρωτής καθηγητής επίσης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, καταθέτουν για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον κύριο Ντίνο όπως τον αποκαλούσαν οικείοι αλλά και εκτιμητές του έργου του.
 
Β. Καπλάνη: Μέσα από το έργο του ο καθρέφτης των δικών μας μύχιων αδυναμιών
 
Η Βικτωρία Καπλάνη σημειώνει ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έγραψε στη Θεσσαλονίκη τη δική του ιστορία. Ήταν μοναχικός, ανεξάρτητος, επιφυλακτικός, ανυπότακτος, «όπως ταιριάζει σε άνθρωπο που εκπαιδεύτηκε να συναναστρέφεται το σοφό είδος των γατών».

Παιδί και η ίδια της πόλης στην οποία ο σπουδαίος λογοτέχνης έζησε, ποτέ δεν εγκατέλειψε και μεγαλούργησε, προσθέτει για τον Χριστιανόπουλο: «Ποιητής, μελετητής, διευθυντής της Διαγωνίου, ενός περιοδικού που αποτέλεσε φυτώριο λογοτεχνών σ’ αυτή την πόλη, ακούραστος, μαχητικός υπερασπίστηκε με πάθος τις ιδέες  και τις αισθητικές του αξίες. Φιλόλογος, δεινός αναγνώστης, δεν επέτρεψε ποτέ στη λόγια παιδεία του να αλλοιώσει τη λαϊκότητα του ήθους και των αξιών του. Λάτρης του ρεμπέτικου ενδιαφέρθηκε για τη μελέτη και τη διάσωση του είδους αυτού και το άφησε να μπολιάσει υπογείως τον ποιητικό του λόγο». 

Αναφερόμενη στο ποιητικό του έργο, επισημαίνει ότι η ποίησή του, ερωτική και κοινωνική, τολμηρή ήδη από το ξεκίνημά της στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, ακολούθησε μια πορεία συνεπή σε γλώσσα λιτή, λαϊκή, χωρίς φτιασίδια, εγκαταλείποντας γρήγορα τις συμβολικές και διακειμενικές αναφορές, εστιασμένη στην απογύμνωση του βιώματος. «Μίλησε για τα πάθη του έρωτα, τη σπαρακτική αναζήτηση της τρυφερότητας, τις ταπεινώσεις, τη μοναξιά και την ενοχή. Ο έρωτας ως βασανιστική ανάγκη, γήινος, με σάρκα και αίμα χωρίς προστατευτικά φίλτρα, απογυμνωμένος από ρομαντικές εξιδανικεύσεις αποκαλύπτεται στα κείμενα του Χριστιανόπουλου με περισσή ειλικρίνεια και τόλμη», παρατηρεί.
 
Ο Χριστιανόπουλος είχε φανατικούς θαυμαστές αλλά και οργισμένους επικριτές. Επί τούτου, η Β. Καπλάνη αναφέρει ότι η ιδιότυπη συμπεριφορά του, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, το προκλητικό χιούμορ, ο δηκτικός και εριστικός λόγος του, η τάση του να αμφισβητεί έως κατεδαφίσεως καθιερωμένες αξίες και να σχολιάζει με καυστικό και απόλυτο τρόπο τα σύγχρονα ποιητικά δρώμενα προκαλούσαν αμηχανία και μένος σε πολλούς ομοτέχνους του, εμποδίζοντάς τους να επεξεργαστούν τις όποιες αλήθειες εμπεριέχονταν στις υπερβολικές και εμπρηστικές του δηλώσεις.
 
«Τώρα που ο κύριος Ντίνος δεν είναι πια εδώ, καταλήγει, δεν τραβά την προσοχή μας με τα σχόλιά του, είναι καιρός να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο έργο του και να το ξαναδιαβάσουμε. Προσοχή όμως! Ελλοχεύει ο κίνδυνος να αντικρίσουμε στον καθρέφτη του τις μύχιες και καλά κρυμμένες αδυναμίες μας», καταλήγει.
 
 
Πέτρος Παπαπολυβίου: Σημάδεψε την πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης
 
Ως έναν άνθρωπο που σημάδεψε την πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που μόλις πριν από οκτώ χρόνια (2012) συμπλήρωσε εκατό χρόνια ελεύθερου πολιτικού βίου, χαρακτηρίζει τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο Πέτρος Παπαπολυβίου.
 
«Γόνος προσφυγικής οικογένειας και ο ίδιος, βίωσε στα παιδικά του χρόνια το συλλογικό μαρτύριο της γερμανικής κατοχής και στη νεότητά του τον παραλογισμό και την ανθρωποσφαγή του Εμφυλίου. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης το 1954, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, σε μια εποχή που όλες οι σχολές του Πανεπιστημίου στεγάζονταν στο ίδιο κτίριο και τα αστικά όρια της «πρωτεύουσας των προσφύγων» ορίζονταν ακόμη από τα λείψανα των τειχών της παλιάς πόλης, στον Βαρδάρη και το Σιντριβάνι», γράφει.
 
Αναφερόμενος στα στοιχεία που χαρακτηρίζουν, κατά την άποψή του, τη ζωή και το συνολικό έργο του, ξεχωρίζει τη γερή φιλολογική του παιδεία, «που την γαλβάνισε η πολυετής τριβή του στις φιλολογικές διορθώσεις και στον (μικρο)εκδοτικό χώρο και τη βαθιά του πνευματική καλλιέργεια, που εκφράστηκε με την αγάπη του στο βιβλίο, τη ζωγραφική και ότι αυτός θεωρούσε ως γνήσιο λαϊκό τραγούδι της δικής του γενιάς, το ρεμπέτικο».
 
 Από την άλλη, συνεχίζει, δεν έχανε ευκαιρία να επιδεικνύει περιφρόνηση και να χλευάζει «βραβεία», «τιμές», «ιδεολογικές στρατεύσεις», «πνευματικές φίρμες» και ό,τι είχε σχέση με την «πρωτοκαθεδρία της Αθήνας» στα νεοελληνικά γράμματα, ως γνήσιος εκπρόσωπος μιας «αντιαθηναϊκής παράδοσης», που ξεκινούσε από την πνευματική ακτινοβολία και υπεροχή της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στα χρόνια του.
 
Αναφερόμενος στην αντισυμβατικότητα, που χαρακτήριζε όχι μόνο το έργο του αλλά και την προσωπική του ζωή, τονίζει ότι ο Χριστιανόπουλος κατάφερε να την επιβάλει στο συντηρητικό μικρόκοσμο της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, αδιαφορώντας για κουτσομπολιά, μικροπρεπείς συμπεριφορές και τον υπόγειο ρατσισμό εναντίον του. Παρά την επιθετικότητα και τη δηκτικότητα που χαρακτήριζαν τον δημόσιό του λόγο στις παρεμβάσεις του, και ειδικά στις μεγάλες συνεντεύξεις του, σε διάφορα έντυπα και στην τηλεόραση, ο ίδιος, επισημαίνει, «παρέμενε ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, εξαιρετικά ευγενής στις συναναστροφές του, με ιδιαίτερη αγάπη και γενναιοδωρία στους «άδοξους» πνευματικούς δημιουργούς της «επαρχίας» και της περιφέρειας. Και εδώ εντάσσεται και το ζεστό ενδιαφέρον του για την Κύπρο, που είχε ξεκινήσει, βέβαια, από τα φοιτητικά του χρόνια και παρέμεινε αμείωτο μέχρι το τέλος της ζωής του».
 
 
Κ.Κουτσουρέλης: Παραμένουμε έως σήμερα οφειλέτες του
 
Ο Κώστας Κουτσουρέλης λέει ότι συχνά αναρωτιέται τι σφράγισε βαθύτερα τη ζωή και το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου: ο χριστιανισμός ή η φιλομοφυλία του;  Απαντώντας ο ίδιος στο ερώτημα του, υπογραμμίζει: «Σήμερα λέω το πρώτο. Ο ομοερωτισμός στην ποίησή του δεν είναι η προβολή μιας κατάστασης «φυσικής», των επιθυμιών της σάρκας. Αλλά μια συλλογή από φωτογραφίες παραμορφωμένες, απ’ αυτές που ξέρει να τραβάει μόνο ο φακός της αμαρτίας».
 
Σημειώνει ότι οι θρησκείες του Ενός Βιβλίου, της Μιας Αλήθειας και της Μιας Ηθικής (και οι κοσμικές αποφυάδες τους αργότερα), ήταν ανέκαθεν μισαλλόδοξες, απηνείς με τους παρεκκλισίες. «Αλλόθρησκοι, σεξουαλικά λοξοί, πολιτικά αντιφρονούντες, όσοι αθετούσαν τις επιταγές, ήταν απόβλητοι, αποκλεισμένοι. Διόλου τυχαία, προσθέτει, πολλοί απ’ αυτούς ζήτησαν καταφύγιο στην τέχνη και στη σκέψη: μόνο εκεί βρήκαν αποδοχή, αναγνώριση. Τι θα ήταν ο πολιτισμός της Δύσης, του 20ού ιδίως αιώνα, χωρίς τη λεγεώνα όλων αυτών των σπουδαίων Εβραίων, ομοφυλόφιλων, αριστερών δημιουργών;, διερωτάται.
 
Στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου η πάλη ήταν επώδυνη, η σύγκρουση εσωτερικευμένη. Ο ποιητής, που νεαρός δήλωνε εμφατικά την πίστη του ήδη με το ψευδώνυμό του, προκειμένου να αρθεί στο ύψος της δικής του αλήθειας αυτήν την πίστη έπρεπε πρώτα να τη σχετικεύσει, να την αρνηθεί. Όμως κι αυτό το έκανε εκ των ενόντων: η ώριμη ερωτική ποίηση του Χριστιανόπουλου, ο ίδιος το έλεγε, δεν είναι παρά εξομολόγηση. Λείπει εδώ η Μετάνοια και η Άφεση, μένουν ωστόσο αμετάθετα το Κρίμα και η Ενοχή.
 
Παρ’ όλη την παιδεία του, σημειώνει ο Κ. Κουτσουρέλης, ο Χριστιανόπουλος είχε την τύχη να μείνει ποιητής λαϊκός. Δεν γύρεψε, όπως ο Καβάφης κάποτε, να κρυφτεί πίσω από αρχαίες προσωπίδες. Περιέγραψε στους στίχους του με ακρίβεια περίπου κοινωνιολογική την ερωτική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. Κι αυτό τους προικίζει μ’ ένα πρόσθετο προσόν, τους καθιστά μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Χιλιάδες νέοι σπουδάσαμε στα εγκόλπιά του, τα καμωμένα λες για να διαβάζονται κρυφά και συνωμοτικά. «Και παραμένουμε έως σήμερα οφειλέτες του», καταλήγει. 
 
 
Παντελής Βουτουρής: Διαγώνιες μνήμες, επισκέψεις στη Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Η αποτύπωση μιας προσωπικής μαρτυρίας σε ένα τέτοιο αφιέρωμα, είναι κάτι που επιζητά ο κάθε δημοσιογράφος και αυτό κάνει ο Παντελής Βουτουρής.
 
«Ανέβαινα με κάποιες επιφυλάξεις, -αφηγείται-, μαζί με τον Β. Α. (φοιτητές και οι δύο στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου) στον πέμπτο όροφο της Στοάς Χρυσικοπούλου, στην Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», το στρατηγείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ήταν, αν δεν με απατά η μνήμη μου, μια από τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου του 1980. Λίγο νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει στη Φιλοσοφική και σε κάποια βιβλιοπωλεία της πόλης, το πρώτο τεύχος του περιοδικού με τον παράδοξο τίτλο Φαιαδέρων. Μια από κείνες τις μέρες (όλα έγιναν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) ο πολύ αγαπητός δάσκαλός μας ο Πάνος Πίστας μάς είπε ότι ο Ντίνος (ο Χριστιανόπουλος) του είχε μιλήσει με πολύ θερμά λόγια για το περιοδικό και του εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει προσωπικά τους εκδότες του. Έτσι και έγινε. Με τη μεσολάβηση του Π. Πίστα κανονίστηκε η πρώτη συνάντηση στη Διαγώνιο. Ακολούθησαν και άλλες».

Ο Π. Βουτουρής εκμυστηρεύεται ότι είχε επιφυλάξεις για αυτή τη συνάντηση, οι οποίες οφείλονταν σε διάφορους λόγους· «για να είμαι ειλικρινής δεν θα έλεγα ότι ο Χριστιανόπουλος ήταν στη μικρή λίστα των ποιητικών μου προτιμήσεων. Εξάλλου, μετρούσε κι αυτό, είχα εκπαιδευτεί φιλολογικά στο εργαστήρι του Δημήτρη Μαρωνίτη. Βεβαίως, ο Χριστιανόπουλος, συνεχίζει, είχε τότε αρκετά μεγάλη απήχηση στους πολιτικοποιημένους φοιτητές που προσπαθούσαν να συναρμόσουν την επαναστατημένη συνείδησή τους με την αντισυμβατικότητα και τον αντικομφορμισμό των ποιημάτων του. Όχι τόσο των συγκροτημένων σοβαρών καβαφικών ποιημάτων της Εποχής των ισχνών αγελάδων (1950) και των άλλων δύο-­τριών συλλογών που την ακολούθησαν όσο των κερματισμένων άτιτλων επιγραμματικών ποιημάτων, ιδίως αυτών που υπέβαλλαν κάποια κοινωνικά ή υπαρξιακά μηνύματα,  της περιόδου που ξεκινά με τη συλλογή Το κορμί και το σαράκι (1964)».
 
 Ποιημάτων που όπως εξηγεί, επιδρούσαν ακαριαία, στιγμιαία, στον αναγνώστη (όπως οι Στιγμές –ας αποτολμήσω τη σύγκριση– του Κώστα Μόντη) και μπορούσε κανείς να αποστηθίσει με τη μία: «απ᾽ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά / πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;» || «εμείς που δεν μπορέσαμε να σώσουμε ούτε τον εαυτό μας / πώς θα μπορέσουμε να σώσουμε τον κόσμο;» || ή το διάσημο: «καημένε Μακρυγιάννη να ᾽ξερες / γιατί το τζάκισες το χέρι σου / το τζάκισες για να χορεύουν σέικ / τα κωλόπαιδα».
 
Κατά σύμπτωσιν, αναφέρει, τις μέρες ακριβώς που διαδραματίζεται η ιστορία μας, είχαν κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Διαγωνίου με την καλλιτεχνική πάντα επιμέλεια του Κάρολου Τσίζεκ οι Ιστορίες του γλυκού νερού, μια δωδεκάδα πεντάστιχων και εξάστιχων άτιτλων ποιημάτων εστιασμένων στην ομοφυλοφιλία του, η οποία πια γίνεται σημαία και οπλισμένη αιχμή της κριτικής και ποιητικής του ειρωνείας. Σε κάποιαν από τις συναντήσεις μας μιλήσαμε αρκετά και για τον Νίκο Καχτίτση (και αυτός είχε τον κύκλο των αφοσιωμένων αναγνωστών του), συγγραφέας κι αυτός της Διαγωνίου (εκεί είχε τυπώσει τα πρώτα βιβλία του), εξαιτίας της επεισοδιακής εξ αφορμής του μυθιστορήματος Ο Εξώστης σχέσης του με τον Τσίζεκ. Τα επεισόδια αυτής της σχέσης, τις επάλληλες δηλαδή παρεξηγήσεις, τα αποτύπωσε ως γνωστόν ο Καχτίτσης στην Περιπέτεια ενός βιβλίου.

«Αλλά προφανώς, καταλήγει, δεν μπορούν να χωρέσουν σε αυτό το σύντομο κείμενο όλες οι αναμνήσεις (και είναι κάμποσες) από τις επισκέψεις στη Διαγώνιο, φοβάμαι εξάλλου μην μπλέξω τις αναμνήσεις με τις «φαναναμνήσεις» όπως έλεγε ο Καχτίτσης (εννοώντας τις φανταστικές αναμνήσεις)».
 
 
«Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο»
 
Ο γράφων είχε τη χαρά να συναντήσει τον Χριστιανόπουλο στο σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές την 30η Νοεμβρίου 2014. Εκείνη η ζεστή συνομιλία μας, περίπου για μιάμιση ώρα, αποτυπώθηκε αυθόρμητα σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 7/4/2015 με τίτλο «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο».
 
Έλεγε μεταξύ άλλων σε εκείνη τη συνέντευξη ο Ντίνος Χριστιανόπουλος(ακολουθεί απόσπασμα):
 
…«Φοβάμαι και τρομάζω όταν δεν πιστεύουν τις αρνήσεις μου. Τις αρνήσεις μου σε προτεινόμενες τιμές και θέσεις. Και φοβάμαι διότι εγώ είμαι ειλικρινής όταν τους λέω, όχι δεν θα πάρω. Κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια».
 
Η κουβέντα αναπόφευκτα μας οδηγεί στην Κύπρο. Ξαφνικά το βλέμμα του αλλάζει, όπως ένας βράχος που τον αγγίζεις και μαλακώνει. «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο».  Όχι «έχω την Κύπρο στην καρδιά μου». «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο». 

Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του, ο ειρμός του λόγου διακόπτεται από ροή της συγκίνησης, έναν βαθύ λυγμό που  θέλει να ξεχειλίσει. Μου ζητά ένα λεπτό για να ηρεμήσει. Ακολουθεί σιωπή. Ξαναρχίζει. «Αυτό που συνέβη στην Κύπρο μου τριβελίζει το μυαλό και την καρδιά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία. Έξι φορές με κάλεσαν να κατέβω στην Κύπρο αλλά όπως σας είπα εγώ δεν ταξιδεύω. Όμως και να ταξίδευα, πάλι δεν θα πήγαινα. Αισθάνομαι πως μόλις δω από κοντά εκείνη τη φοβερή σημαία στον Πενταδάκτυλο θα μείνω στον τόπο».

Μου εκμυστηρεύεται ότι πάντοτε υποστήριζε τον Μακάριο και ως εκ τούτου διαφωνούσε και διαφωνεί με κάποιους Κύπριους φίλους του. Ανακαλεί με κόπο στη μνήμη πρόσωπα και ονόματα Κυπρίων λογοτεχνών κ.ά. που εκτιμά και συνδέεται μαζί τους με μακρούς δεσμούς.

Η φράση-σήμα κατατεθέν του Χριστιανόπουλου «δεν βαριέσαι, δεν χάθηκε κι ο κόσμος», συνδέει τη μεταπήδηση της συζήτησης από το ένα θέμα στο άλλο.

Του λέω πως κάποιοι Ελλαδίτες εμάς τους Κύπριους δεν μας πολυσυμπαθούν. «Είναι επειδή αυτοί δεν έζησαν, δεν βίωσαν και δεν έπαθαν αυτό που εσείς πάθατε! Δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν, άστε τους στην άγνοιά τους!»….

ΒΡΑΔΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ