Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ: ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΡΠΕΤΙΚΟ

 ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΠΕΖΟΛΟΓΙΚΑ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΓΧΩΔΗ, ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΩΔΟΥΣ. ΕΠΙΣΗΣ, Η ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΥΡΥΝΕΤΑΙ: ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΔΩΣΩ ΜΟΡΦΗ ΣΤΟ ΕΠΙΦΟΒΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΟΣΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΑΠΥΘΜΕΝΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΨΥΧΙΣΜΟΥ


Η ποίηση του Ελληνισμού τον 20όν αιώνα είναι πραγματικά ανεπανάληπτη. Είναι σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να χύθηκαν πάνω στη Γη τόνοι εξαιρετικών ποιημάτων. Το ερώτημα είναι αν θα συμβεί το ίδιο στον 21ον αιώνα.

«Έτυχε να ξαναδιαβάσω για κάποιο λόγο και τις οκτώ ποιητικές συλλογές μου. Το ύφος και τα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα παραμένουν τα ίδια, όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα σε έναν άνθρωπο που δεν αλλάζουν. Τα τελευταία ποιήματά μου είναι πιο πεζολογικά, περισσότερο αγχώδη, στα όρια του τερατώδους»... Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε τη συνομιλία μας ο ποιητής Γιώργος Καλοζώης, «εισάγοντας», κατά κάποιον τρόπο, στο «κλίμα» του ένατου ποιητικού βιβλίου του, υπό έκδοσιν (ξανά) από τις εκδόσεις «Φαρφουλάς».

Ένας ποιητής που δεν χωρεί σε σχήματα και κατηγοριοποιήσεις, ούτε εκπροσωπεί «κινήματα» και γενιές -πόσω μάλλον… εκπροσωπείται από αυτά- εκφράζοντας, σχεδόν κατ’ απόλυτο τρόπο, το ρηθέν υπό του Νίκου Καρούζου: «Τίποτ' άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω. Τη χαρά μου μονάχα και μονάχα τη θλίψη μου»... Απαράβατος κανόνας της διανοητικής και πνευματικής εντιμότητας, που στις επιτεύξεις μιας υψηλής ποίησης του αβυθομέτρητου, όπως του Καλοζώη, γίνεται λόγος ακεραιότητας, δυσθεώρητος για τους πήχεις των Καιρών.

                                                                    ----------------

Έχετε εκδώσει, μέχρι στιγμής, οκτώ ποιητικές συλλογές και τώρα, έπειτα από έξι χρόνια… εκδοτικής αργίας, βρίσκεστε ενόψει της έκδοσης του όγδοου βιβλίου σας. Θεωρείτε ότι αυτό προεκτείνει τη διαμόρφωση του ποιητικού σας τοπίου όπως το γνωρίσαμε μέχρι σήμερα ή εκβάλλει σε διαφορετικές «τοπιογραφικές» αναζητήσεις;

Έτυχε να ξαναδιαβάσω για κάποιο λόγο και τις οκτώ ποιητικές συλλογές μου. Το ύφος και τα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα παραμένουν τα ίδια, όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα σε έναν άνθρωπο που δεν αλλάζουν. Τα τελευταία ποιήματά μου ε
ίναι πιο πεζολογικά, περισσότερο αγχώδη, στα όρια του τερατώδους.
Επίσης, η θεματική διευρύνεται: Προσπαθώ να δώσω μορφή στο επίφοβο και το αποκρουστικό κατεβαίνοντας όσο γίνεται βαθύτερα στο απύθμενο πηγάδι του ψυχισμού. Να ξέρετε πως, όσο μεγαλύτερη η καταβύθιση, τόσο πιο εργώδης αλλά και χρονοβόρα είναι η ανάβαση πίσω στο φυσικό φως.

Η εποχή επαναδιατυπώνει, ενδεχομένως με δραματικότερο τρόπο -αν αναλογιστεί κανείς τι προηγήθηκε στον προηγούμενο αιώνα- το προκλητικό ερώτημα του Χαίλντερλιν, ‘‘Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;’’. Έχει η ποίηση, λοιπόν, κάποιον ρόλο να διαδραματίσει σήμερα, ποιον και για ποιον; Και ειδικά σ’ έναν τόπο, όπως η Κύπρος, που δεν φαντάζει, απλώς, μικρόψυχος, αλλά δείχνει πως χάνει, σιγά-σιγά, και την ίδια την ψυχή του;

Πάντα οι καιροί είναι μικρόψυχοι. Μόνον ο αφελής ή ο ανιστόρητος εξιδανικεύει το παρελθόν. Ακόμα κι εκεί που φαίνεται πως οι διαμάχες έχουν κοπάσει, π.χ. στην Ενωμένη Ευρώπη, συνεχίζεται αδυσώπητα ο πόλεμος ο οικονομικός. Τα ισχυρότερα κράτη θα καταπιέζουν πάντα τα ασθενέστερα, όπως το είπε διορατικά πριν από τόσους αιώνες ο Θουκυδίδης. Κι επειδή τα κράτη αποτελούνται από άτομα, και αυτά με τη σειρά τους θα κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβληθούν στα υπόλοιπα. Οι καλές τέχνες, η λογοτεχνία, η θρησκεία προσπαθούν να εξανθρωπίσουν τον άνθρωπο. Το πετυχαίνουν σε ένα μικρό βαθμό. Ο άνθρωπος είναι σε ένα μεγάλο βαθμό ερπετό.
Να αναμένουμε, λοιπόν, συμπεριφορές φιδιού ή κροκόδειλου και, όταν δεν τις συναντούμε, να εκπλησσόμαστε ευχάριστα. Με ρωτάτε αν η Κύπρος χάνει την ψυχή της. Η Κύπρος είχε παλιά την ψυχή μιας υπανάπτυκτης χώρας, της οποίας το φολκλόρ ως αποικίας άρεσε τόσο σε ξένους αλλά και σε κάποιους Ελλαδίτες. Μπορεί να μην υπήρχαν τόσο οξυμμένες οι παθογένειες του σήμερα, αλλά δεν ήταν ποτέ ο τόπος μου αγγελικά πλασμένος. Απλώς, το κακό ήταν καλά καμουφλαρισμένο, αλλά και ποτέ ανενεργό.

Ερπετικός ο άνθρωπος

Τι είναι, κυρίως, εκείνο που σας φοβίζει, αλλά και εκείνο που σας ενθαρρύνει μέσα στην ακαταστασία της εποχής μας;

Οι ζωντανοί φοβούνται πολλά, οι πεθαμένοι τίποτα. Ο φόβος είναι ένα κομμάτι της ζωής κι αντιμετωπίζεται πιο εύκολα, όταν μοιράζεται με πολλούς ως λόγος προφορικός και γραπτός. Ο προφορικός λόγος είναι πιο δραστικός, πιο αποτελεσματικός, αλλά ζούμε στον πολιτισμό του γραπτού λόγου. Ο γραπτός λόγος απομονώνει τον άνθρωπο, τον κλείνει μέσα στο καβούκι του, ενώ ο προφορικός λόγος είναι πιο παρηγορητικός, γι’ αυτό επιβιώνουν τόσους αιώνες μετά, οι πνευματικοί αλλά και οι ψυχαναλυτές. Θα ήταν ψέμα και έπαρση να πω πως δεν με φοβίζει αυτή η εποχή. Με φοβίζει αυτή η συνεχής ισότητα προς τα κάτω.
Μπορεί, όμως, στο μέλλον οι άνθρωποι να λένε πως η εποχή μας ήταν πολύ καλή σε σχέση με τη δική τους, αλλά αυτό δεν είναι τόσο παρήγορο για όποιον ζει σήμερα. Με φοβίζει και μ’ ενοχλεί ότι ο άνθρωπος έχει απαντήσεις για τα πάντα. Με φοβίζουν οι άνθρωποι που δεν ρωτούν, που δεν έχουν σοβαρά ερωτήματα. Με φοβίζουν οι άνθρωποι οι σπουδαιοφανείς, οι κομπορρήμονες, οι πλαστικοί άνθρωποι. Με φοβίζουν, γιατί είναι οι κυρίαρχοι άνθρωποι και έτσι πρέπει να είναι, για να επαληθεύεται η ρήση για το ανθρώπινο είδος ως ερπετικό.

Ποιότητα σε… ελεύθερη πτώση

Στην εποχή μας φαίνεται να κυριαρχεί ένας πληθωρισμός του ποιητικού λόγου σ' ένα τοπίο, ωστόσο, ατροφίας των κριτηρίων πρόσληψης, διάκρισης και αποτίμησης του λογοτεχνικού έργου. Πώς μπορεί, ο αναγνώστης, να καταφέρει να αγρεύσει το ουσιώδες, χωρίς να προσκρούσει στις συντριπτικές ξέρες της ρηχότητας;

Συμφωνώ απόλυτα πως υπάρχει ένας απίστευτος πληθωρισμός. Αναρωτηθήκατε, αν έχετε σκεφτεί κάτι που δεν υπάρχει; Αυτό θα πει πληθωρισμός. Πληθωρισμός καταστημάτων, ρούχων, υπηρεσιών, λογιστών, καφενείων, κομμωτηρίων, πτυχίων κ.λπ. Τα πάντα σχεδόν αγοράζονται και πωλούνται. Είναι το οικονομικό μας σύστημα τέτοιο που βασίζεται πάνω στην υπερπαραγωγή. Γιατί, λοιπόν, να μην υπάρχει και πληθωρισμός βιβλίων; Η αλήθεια είναι ότι ο πληθωρισμός ρίχνει την ποιότητα πάντα σε όλα τα πράγματα.
Έτσι και με τα βιβλία, η ποιότητα θα πάψει κάποια στιγμή να υπάρχει. Δεν θα είναι πια το ζητούμενο. Όσον αφορά τους βιβλιοκριτικούς, κι αυτοί θα εξαφανιστούν, αφού θα πάψει να υπάρχει η διάκριση αριστούργημα, πολύ καλό, καλό, μέτριο κ.λπ. Θα συμβεί μ’ αυτούς ό,τι με τους λιθοξόους ή τους καλαμοπλέκτες. Και κάποιοι αυτό θα το αποκαλέσουν κατάντια και κάποιοι άλλοι δικαιοσύνη.

Ποίηση των… δημόσιων σχέσεων

Ο Νίκος Καρούζος έλεγε ότι «η Ελλάδα κρέμεται από μερικές λέξεις…». Προφανώς είναι στον καθένα, ιδία στους ποιητές, να τις «βρει», να τις «ξορκίσει» και να τις αρθρώσει. Για εσάς, ποιες είναι αυτές οι λέξεις;

Ο Καρούζος ήταν χαρισματικός ποιητής και προβληματικός άνθρωπος. Είπε πολλά και σωστά. Προσωπικά, δεν είμαι μάλλον ποιητής της λέξης ή του στίχου, αλλά του ποιήματος. Η ποίηση του Ελληνισμού τον 20όν αιώνα είναι πραγματικά ανεπανάληπτη. Είναι σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να χύθηκαν πάνω στη Γη τόνοι εξαιρετικών ποιημάτων. Το ερώτημα είναι αν θα συμβεί το ίδιο στον 21ον αιώνα. Θα το αντιληφθούμε ή θα παραμείνουμε στην αβελτηρία του θηλαστικού ζώου; Γιατί το ρωτώ; Επειδή σήμερα καλός ποιητής είναι όποιος είναι δεξιοτέχνης στις δημόσιες σχέσεις. Με οροφή το 10, τα 9/10 είναι, πια, κοινωνικές δεξιότητες. Φανταστείτε μία μεγάλη αποθήκη με κάρβουνο. Διαβεβαιώνετε τον κόσμο ότι κάπου εκεί μέσα κρύβεται ένα διαμαντάκι. Ποιος έχει το κουράγιο ή τον χρόνο να ψάξει και να το βρει; Σας διαβεβαιώνω κανένας ή σχεδόν κανένας.

Θεωρείτε ότι ένα έργο τέχνης, ηθελημένα «στρατευμένο» ή ηθελημένα «αστράτευτο», είναι ipso facto, πολιτικό;
Πολλοί απαντούν καταφατικά, όταν τους ρωτάς αν τα πάντα περιέχονται μέσα στη σφαίρα του πολιτικού. Κατ' αρχήν αυτό είναι σωστό. Το ερώτημα μοιάζει με ένα άλλο - ρητορικό - κατά πόσον ανήκουμε στην εποχή μας. Είναι το αντίθετο του πολιτικού το ιδιωτικό; Ο τρόπος με τον οποίο μιλάς και γράφεις, όλα τα παραγλωσσικά και εξωγλωσσικά γνωρίσματα επιβάλλονται στον άνθρωπο αυτόματα. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό οι άλλοι. Ούτε αυτοί μπορούν χωρίς εμάς, ούτε εμείς χωρίς αυτούς. Το πολιτικό δεν είναι μόνον το πολίτευμα, οι πολιτειακοί άρχοντες, οι πολίτες, αλλά ό,τι διαχέεται μέσα στην κοινωνία ως αξίες, ως κουλτούρα.
Για παράδειγμα, τα βραβεία που δίνουμε στους ποιητές κάθε χρόνο είναι πολιτικά βραβεία. Η έννοια της αριστείας είναι πολιτική κατάκτηση. Ο τρόπος με τον οποίο φιλάς, οι χειραψίες, η καλημέρα, το καλωσόρισμα είναι εκφάνσεις της πολιτικής μας ιδιότητας. Ξαναρωτώ: είναι το αντίθετο του πολιτικού το ιδιωτικό; Όχι, το αντίθετο του πολιτικού είναι η βαρβαρότητα, ο κατά μόνας ζων που έλεγε ο Αριστοτέλης.

Μάθαμε να ζούμε με την ασχήμια

Γίνεται καθημερινά λόγος για πνευματικό έλλειμμα, έλλειμμα παιδείας, έλλειμμα πολιτισμού κ.λπ. Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, σε έλλειμμα πνευματικής ηγεσίας, έλλειψη οράματος ή στη μη ύπαρξη αποτελεσματικών δομών μετάδοσης και αξιοποίησης της κουλτούρας;

Εξακολουθούμε να κάνουμε το λάθος να συγκρίνουμε το παρόν με το παρελθόν και να προκρίνουμε το παρελθόν. Ναι, υπάρχει πνευματικό έλλειμμα, αλλά γιατί να μην υπάρχει; Ο άνθρωπος εκ φύσεως δεν έχει ως προτεραιότητα το πνεύμα, αλλά άλλα πράγματα. Σκεφτείτε την περίφημη κλίμακα του Μάσλοου. Ο άνθρωπος θέλει πρώτα να φάει, να πιει και να στεγαστεί και μετά όλα τα υπόλοιπα. Λένε όλοι ότι ο άνθρωπος, για παράδειγμα, έχει και αισθητικές ανάγκες, του αρέσει το ωραίο. Αλλά ποιο είναι το ωραίο και ποιο είναι το άσχημο; Είμαι βαθύτατα σκεπτικιστής.
Η Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία θεωρήθηκε, όταν κτίστηκε, σε σύγκριση με την παλιά, ένα έκτρωμα. Τώρα, κανείς δεν λέει τίποτα. Όσοι γεννιούνται και βρίσκουν το άσχημο, δεν το αναγνωρίζουν ως τέτοιο. Ο πύργος του Άιφελ, όταν υψώθηκε, θεωρήθηκε από κάποιους η απόλυτη ασχήμια· σήμερα όχι. Μάθαμε να ζούμε με την ασχήμια. Αν ήμασταν εξωγήινοι και περπατούσαμε για πρώτη φορά πάνω στη Γη, μπορεί να μας φαινόταν και η φύση (οι θάλασσες, τα βουνά, τα δάση, οι ποταμοί) πάρα πολύ άσχημη.

Συνέντευξη στον ποιητή-δημοσιογράφο Μιχάλη Παπαδόπουλο, Σημερινή 10/2/2019