Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

"ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ: ΟΙ "ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ" ΣΤΙΣ 20 ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

2000-2019: Είκοσι σπουδαίες ποιητικές συλλογές για την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα 


"Σε λίγο η πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα μας αποχαιρετά. Μια διαδρομή. Από την αφετηρία του αιώνα , όταν η Ελλάδα κάλπαζε προς το όνειρο, μέχρι το βίαιο ψαλίδισμα των φτερών της και τη δειλή ανάσα ανακούφισης μετά το πέρασμα της Αποκάλυψης. Όλα μια ανάταση.Κι όλα πάλι μια κατρακύλα στο αβέβαιο. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανατροπής όσων θεωρούνταν αυτονόητα και αναπαλλοτρίωτα , συνεχίστηκε να παράγεται ποίηση. Τα διαδικτυακά μέσα διευκόλυναν τη μεταφορά της σε ένα διαρκώς συρρικνούμενο κοινό,το οποίο συχνά έσπευδε ,ίσως λόγω και της δικής του πνευματικής στόμωσης, να χειροκροτήσει πολλά μέτρια έως κακά έργα ως απαραίτητα ή έστω υποφερτά. Αντιστοίχως, όλη αυτή η ευκολία δημοσίευσης ποιητικού υλικού δημιούργησε την αυταπάτη σε πολλούς αδαείς ότι ήσαν ποιητές κι ότι τα μέτρια έως αδιάφορα στιχάκια τους αξίζουν τα πέντε λεπτά ανάγνωσης από τους περιπλανώμενους του κυβερνοχώρου. Άλλοι πάλι τόλμησαν να εκδώσουν τα "αριστουργήματά" τους ,παρακινημένοι από την αχόρταγη ματαιοδοξία τους, από την επιθυμία να δουν το όνομά τους τυπωμένο σε εξώφυλλο.Και φυσικά πολλοί εκδότες έσπευσαν να ικανοποιήσουν με το αζημίωτο αυτή τη μεγαλομανία. Εν πάση περιπτώσει. Σημεία των καιρών. Ας μείνουμε σε ό, τι αξίζει.Σε ό,τι έχει και θα συνεχίσει να έχει αίμα. Σε έργα που θα επιστρέφουν διαρκώς στα χέρια και στις αισθήσεις μας. Είκοσι σπουδαία έργα από είκοσι ξεχωριστούς ανθρώπους.Της παλιάς και της νέας φρουράς. Αη Γιώργηδες που σκοτώνουν το φίδι της πνευματικής νωθρότητας των καιρών και υπόσχονται τροφή για τις ισχνές αγελάδες των λογισμών μας. Ας ελπίσουμε πως αυτοί που έχουν μονάχα κενό να μας πουν ,από ντροπή και μόνο μπροστά σε τέτοια πληρότητα λόγου, θα σωπάσουν".

Κώστας Τσιαχρής 


1.Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
2.Βύρων Λεοντάρης Έως....
3Αντώνης Φωστιέρης Τοπία του τίποτα
4. Θωμάς Τσαλαπάτης Άλμπα
5.Γιάννης Στίγκας Ισόπαλο τραύμα
6.Πέτρος Γκολίτσης Σκάζοντας κρέας
7.Αγγελική Ελευθερίου Θα καπνίζω
8. Άννα Γρίβα Η εποχή που ήμασταν άγριοι
9.Γιώργος Χριστοδουλίδης Πληγείσες περιοχές
10. Γιώργος Πρεβεδουράκης Κλέφτικο
11.Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου Ναρκοσυλλέκτρια
12.Κυριάκος Σιφιλτζόγλου Με βλέμμα Ινδιάνου
13.Χλόη Κουτσουμπέλη Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης
14.Δημήτρης Άλλος Ψηλός στα άχυρα
15.Γιάννης Κουβαράς Ονείρου Οδύσσεια
16.Χριστόφορος Λιοντάκης Στο τέρμα της πλάνης
17.Γιάννα Μπούκοβα Ο ελάχιστος κήπος
18.Αργύρης Χιόνης Στο υπόγειο
19.Μιχάλης Γκανάς Άψινθος
20.Γιώργης Παυλόπουλος Να μην τους ξεχάσω

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΣ Π.ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"

Γιώργος Χριστοδουλίδης: ένας κοινωνικός και υπαρξιακός ποιητής. Σχόλια πάνω στη συλλογή Μυστικοί άνθρωποι, Κύμα 2019.


Πέρασαν 23 χρόνια από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη Ένια. Συμπληρώνεται δηλαδή σήμερα σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα συνεχούς και δραστικής παρουσίας του στην ποίηση, γεγονός καθόλου ευκαταφρόνητο, αν αναλογιστεί κανείς πως αυτή η ουσιώδης επιμονή για ποιητική δημιουργία άνθισε μέσα σε αντίξοες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες και με τη δεδομένη απαξίωση της ευρύτερης κοινωνίας για την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία. Από το 1996 μέχρι και σήμερα ο Γιώργος Χριστοδουλίδης έχει εκδώσει συνολικά 7 ποιητικές συλλογές και έχει τιμηθεί με κρατικά βραβεία ποίησης. Είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς της κατοχής και της αφθονίας», του οποίου, μάλιστα, οι μετοχές στο χρηματιστήριο της ποίησης ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως καταδεικνύουν οι μεταφράσεις του σε διάφορες γλώσσες. Παρόλα αυτά, διατηρεί ακόμα μιαν εφηβική, σχεδόν παιδική όραση και μιαν ανθρωπιά, στοιχεία από τα οποία διαισθάνεται κανείς ότι αντλεί την ενέργειά του και τη διοχετεύει στη συνεχώς μεταλλασσόμενη ποιητική του, δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.
Με την έβδομη, λοιπόν, πιο πρόσφατη, αλλά σημαντικότερη και ωριμότερη, κατά την άποψή μου, ποιητική συλλογή Μυστικοί άνθρωποι (Κύμα, 2019), ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης αξιοποιεί μεν τις κατακτήσεις της προηγούμενης του διαδρομής, αλλά δεν επαναπαύεται ούτε εφησυχάζει. Αντίθετα επιχειρεί και επιτυγχάνει ξεκάθαρα ένα εκφραστικό άλμα -ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα της ανά χείρας συλλογής που αποτελούν χωρίς καμμιά αμφιβολία ποιητική κατάκτηση- δίνοντας πάντα ποίηση δροσερή, ευφάνταστη, πρωτότυπη, διαποτισμένη από γνήσιο ποιητικό αίσθημα και ανατρεπτικό βλέμμα. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που τεκμηριώνει την κομβική θέση της παρούσας συλλογής στο σύνολο της ανοδικής του ποιητικής διαδρομής είναι ότι, ενώ στα προηγούμενα του βιβλία και ειδικότερα στο προηγούμενο Πληγείσες περιοχές τα κυρίαρχα θέματα της ποίησής του (π.χ. έρωτας, ποίηση, εισβολή-κατοχή, παιδική ηλικία, φθορά-θάνατος, κοινωνικός προβληματισμός, υπαρξιακή αναζήτηση κ.ά.) συνυπάρχουν ισότιμα, τώρα όλα τα επιμέρους, οικεία θέματα ενορχηστρώνονται και υποτάσσονται σε δύο δεσπόζουσες θεματικές: τον κοινωνικό και τον υπαρξιακό προβληματισμό· γεγονός που μας επιτρέπει πλέον με ασφάλεια να τον χαρακτηρίσουμε ως κοινωνικό και υπαρξιακό ποιητή.
Τρίτο σημαντικό στοιχείο που αποδεικνύει την ποιητική εγρήγορση και τη συνεχή μέριμνα του Χριστοδουλίδη για πειραματισμό και συνεχή ανανέωση είναι η πιο έντονη και ώριμη πια παρουσία του εξωλογικού στοιχείου στην ποίησή του, το οποίο εντοπίζεται με σαφήνεια για πρώτη φορά στην προηγούμενή του συλλογή.1 Το σαγηνευτικό εξωλογικό στοιχείο στην ποίηση του Χριστοδουλίδη δεν αφορμάται από μια θεωρητική ή μια επιπόλαια μιμητική στάση, αλλά εκκινεί από μια καίρια βιωματική παρατήρηση, η οποία σταδιακά σχηματοποιείται σε βαθιά πεποίθηση ότι το χάος και το παράλογο βρίσκονται παντού, ότι η λογική και ο ορθολογισμός, δηλαδή, δεν δύνανται να εξηγήσουν ικανοποιητικά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι το στοιχείο αυτό σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου, με τις ελευθερίες και τις απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει η ποιητική φαντασία.2 Το εξωλογικό στοιχείο συνδέεται, επίσης, έντονα με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ποιητή και αποτελεί στήριγμα στην προσπάθειά του να συγκολλήσει τα θραύσματα μιας πάσχουσας συνείδησης, λειτουργώντας έτσι ως στοιχείο παράπλευρο και συμπληρωματικό προς τον κατακτημένο ρεαλισμό του.3 Παράλληλα, συνυφαίνεται και με τον έντονο κοινωνικό προβληματισμό του ποιητή, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα σύνθετο ποιητικό σύμπαν με αλλεπάλληλες εικόνες και πολλαπλές αντιθέσεις, το οποίο εντείνει την πολυσημία και ενισχύει την προσπάθεια του να εισχωρήσει στα μύχια της ύπαρξης.4 Η εισβολή, με άλλα λόγια του εξωλογικού στοιχείου στην ανά χείρας συλλογή τροφοδοτεί με ποιητικό οξυγόνο τις κυρίαρχες θεματικές του βιβλίου προσδίδοντας μιαν ευφάνταστη εκφραστικότητα στην ποίησή του.
Πιο συγκεκριμένα η συλλογή αποτελείται από 49 μικρά, αλλά και μεγάλα σε έκταση ποιήματα τα οποία εκκινούν από την καθημερινότητα, τροφοδοτούνται από τις οικείες και ταπεινές όψεις της, για να αναχθούν όμως πάντα στο επίπεδο της υπαρξιακής ή ποιητικής εμπειρίας, εκεί όπου ο φθαρτός κόσμος μεταμορφώνεται μέσα από το φαντασμαγορικό πρίσμα της ποιητικής αίσθησης. Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Συνήθως σε μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του και συναντά το εμείς. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και, ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες ζωογονητικές (π.χ. ερωτικές, παιδικές), αλλά και πολλές λύπες, ματαιώσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις. Συγκλίνουν, με άλλα λόγια, προς ένα ζεύγμα αποσταγμένης πείρας ζωής, πικρίας για τις συντελεσμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα.
Στα κοινωνικά και βιωματικά ποιήματα της συλλογής ο Χριστοδουλίδης φαίνεται να αρνείται τον ρόλο του απομονωμένου ποιητή, δεν ικανοποιείται με τον ρόλο του θεατή σε μια τραγωδία, αλλά στρέφει το βλέμμα του στα σκοτεινά κελιά των ατομικών δραμάτων της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και στα στενά σοκάκια της περιθωριοποιημένης κοινωνίας, διεκδικώντας έναν ενεργό ρόλο για την ποίηση που να συνδέει το αισθητικό αποτέλεσμα με τον κοινωνικό βίο. Αναζητά, με άλλα λόγια, την υπερβατική δύναμη της ποίησης μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που τη γεννά, είτε μιλά για τις ασχήμιες και τα βάσανα, είτε για τις χαρές της ζωής. Η ποίηση, επομένως, για τον Χριστοδουλίδη δεν είναι απλώς ένα καταφύγιο, αλλά μία μαχητική τέχνη που βιώνει τα δικά της πάθη μαζί με τους ανθρώπους. Παράλληλα ο ευαίσθητος ψυχισμός του, με την ειδική υφή της ενηλικίωσής του, μεταφέρει στο παρόν έργο έναν υπόγειο θρήνο· την ίδια την εύθραυστη υφή της υπαρκτικότητας που διαρκώς συνδιαλέγεται με το αναπόφευκτο όριο του θανάτου, δίνοντας έτσι στο βιβλίο την υπαρξιακή δύναμη και το βάθος του.

Θρύμματα

Eκείνη τη στιγμή
που το φλιτζάνι πέφτει στο πάτωμα
και θρυμματίζεται σε εκατό κομμάτια
καταλαβαίνεις τη σημασία της ακεραιότητας
ότι αυτό που λέμε ακέραιο
είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει
αυτό που δεν αφήνεται να πέσει
και να γίνει εκατό κομμάτια
αλλά επιμένει να συγκρατεί
ό,τι το αποτελεί
αποφασισμένο να μην δείξει
ότι είναι τόσο εύθραυστο
όσο ένα φλιτζάνι·
ότι είναι ακριβώς αυτό:
εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, ο τίτλος Μυστικοί άνθρωποι αλλά και το ομώνυμο ποίημα της συλλογής, υποδεικνύουν πλαγίως και εξαρχής την ορίζουσα της συλλογής και μετατρέπονται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρου του βιβλίου. Κι αυτό γιατί ο πρώτος όρος του τίτλου, το επίθετο δηλαδή «μυστικοί», προσδιορίζει πολύσημα τον δεύτερο όρο, το ουσιαστικό «άνθρωποι», φορτίζοντάς τον νοηματικά και αφήνοντας στο στόμα μια λεπτή γεύση περιέργειας, θλίψης και ειρωνείας. Με άλλα λόγια, ο τίτλος αποτελεί ένα ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, ίσως, μα κατά βάθος τραγικό σχόλιο τόσο απέναντι σε έναν ορθολογιστικό, τεχνοκρατικό, υλιστικό και καταναλωτικό κόσμο που υπνώττει ή αδιαφορεί για την κοινωνική ανισότητα και τον ανθρώπινο πόνο και δη σε μια περίοδο κρίσης όσο και ειδικότερα απέναντι στον ίδιο μας τον παθητικό, βολεμένο και κοινωνικά αναίσθητο εαυτό που με τις δεύτερες σκέψεις ή τις όποιες ορθολογιστικές μεταμέλειες και προσχήματα απώλεσε μαζί με τον ανθρωπισμό του και το πραγματικό νόημα της μοναδικής και αναντικατάστατης αξίας κάθε ανθρώπινης ζωής.
Κι είναι για τούτο που στο ομώνυμο ποίημα «Μυστικοί άνθρωποι», ακόμη και η ποιητική ιδιότητα και η συγγραφή, οφείλεται σύμφωνα με τον Χριστοδουλίδη σε όλους αυτούς τους «μυστικούς», αφανείς και άγνωστους ανθρώπους που βιώνουν την αιώνια κοινωνική αδικία και καταπίεση, η οποία φαίνεται να στοιχειώνει τα υπόγεια στρώματα της μελάνης του.5 Η ποίηση, λοιπόν, σύμφωνα με τον ποιητή, δεν οφείλεται στην έμπνευση, ούτε στην ιδιοφυία του ποιητή ούτε καν στην ευαισθησία του, αλλά σε όλους αυτούς τους «μυστικούς», άσημους μα όχι ασήμαντους ανθρώπους που ζουν στην καταπονεμένη και υπανάπτυκτη οικονομικά μεριά του πλανήτη ή της ίδιας της πατρίδας μας. Αυτοί οι οποίοι έτυχε να ζουν στο μαύρο μισό του κόσμου και όχι στο δικό μας λευκό. Γιατί αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα κι ήμασταν εμείς στο περιθώριο, τότε εμείς και όχι αυτοί θα ήμασταν εκείνοι που θα γινόντουσαν το υλικό για ποιήματα από πιο άνετες, εύρωστες και ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες.
Μυστικοί άνθρωποι είναι επίσης και οι απλοί άνθρωποι της καθημερινότητάς μας, οι οποίοι όμως, επειδή παραμένουν καθηλωμένοι και προσκολλημένοι στις μικροπρέπειες και στα μικροσυμφέροντα του μικρού κόσμου τους μεταμορφώνονται αιφνίδια ή ανατρεπτικά. Τρανταχτά παραδείγματα στη συλλογή αποτελούν η γηραιά κυρία που εκστομίζει με σκληρότητα και ικανοποίηση στην επίσης γηραιά και μονήρη φίλη της ότι θα την αφήσει γιατί είναι καλεσμένη·6 η καθωσπρέπει γειτόνισσα που κάθε Κυριακή πήγαινε εκκλησία, αλλά ωστόσο παραπλάνησε τα παιδιά της γειτονιάς να πνίξουν τα γατάκια, προσφέροντάς τους μετά το φονικό βελγικά σοκολατάκια·7 ή αυτοί που παραμένουν σε μια συμβατική σχέση, ενώ παράλληλα διατηρούν μυστικούς, εξωσυζυγικούς δεσμούς.8 Κάποιες άλλες φορές, ωστόσο, αυτοί οι «μυστικοί», αλλά κοινωνικά στιγματισμένοι άνθρωποι της καθημερινότητας, επιτυγχάνουν να ξεπεράσουν το πλήγμα της ζωής, να βγουν έξω από το προκαθορισμένο κοινωνικό περιθώριο και να μετατρέψουν το μαύρο σε λευκό. Όπως ακριβώς ο γιος της πόρνης που έγινε αργότερα ο δάσκαλος του παιδιού του ποιητικού υποκειμένου.9
Εκτός από τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους, «Μυστικοί άνθρωποι» για τον ποιητή είναι επίσης οι ασθενείς, οι νοσηλευόμενοι, οι άνθρωποι με ειδικές ικανότητες και αναπηρίες, οι ζητιάνοι, οι ηλικιωμένοι και οι τρελοί· όλοι εκείνοι που παραμένουν «μυστικοί» και αόρατοι, έξω δηλαδή από το οπτικό πεδίο μιας σκληρόπετσης, αλλοτριωμένης και καταναλωτικής κοινωνίας.10 Ο ποιητής, λοιπόν, δηλώνει εξαρχής ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι άνθρωποι του προσκηνίου και της επικαιρότητας, των αξιωμάτων, της δημοσιότητας, της ανηθικότητας και των καταχρήσεων, οι οποίοι οδηγούν με τις πράξεις τους τον πλανήτη σε οικολογική καταστροφή, αλλά οι «μυστικοί», οι αφανείς άνθρωποι, αυτοί που ζουν στο περιθώριο, που είναι δίπλα μας, αλλά εμείς δεν τους προσέχουμε ποτέ, δεν έχουμε ούτε τον χρόνο ούτε τα μάτια, κι έτσι περνούν απαρατήρητοι και παραμένουν «μυστικοί», πέρα από το τρυφερό βλέφαρο μιας κοινωνικής ευαισθησίας και μιας ποιητικής αγκαλιάς. Πέρα από τις ευαίσθητες κοινωνικές προεκτάσεις, λοιπόν, που ενεργοποιεί αυτή η επιλογή του ποιητή, σηματοδοτεί παράλληλα και μια δυναμική ποιητική ηθική που λειτουργεί διττά: από τη μια αντιμάχεται μια τέχνη κοινωνικά αδιάφορη, η οποία συγκαλύπτει το φαύλο και λειτουργεί εκμαυλιστικά, και από την άλλη υπονομεύει το καθιερωμένο και κατεστημένο σύστημα κοινωνικών αξιών, προτείνοντας όχι φωναχτά, αλλά υπόγεια την ανάγκη μιας κοινωνικής ανατροπής που θα οδηγήσει σε ένα δικαιότερο κόσμο.
Σε αντιδιαστολή τώρα προς τους «μυστικούς» ανθρώπους (ποιητές, ανθρώπους απλούς, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, φτωχούς, μετανάστες, ηλικιωμένους, αγνοούμενους, νεκρούς περιπτεράδες, ζητιάνους, λεωφορειατζήδες κ.ά.), αυτούς με άλλα λόγια που βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής, αλλά είναι οι αληθινοί, αυθεντικοί αποδέκτες του πόνου, της ομορφιάς και της απλότητας που αυτό συνεπάγεται, προβάλλονται οι φανεροί, οι διάσημοι, οι γνωστοί, οι σεσημασμένοι με μαύρο πια της κοινωνίας μας: οι σάπιοι βουλευτές, οι ιεράρχες, οι δημοτικοί σύμβουλοι, οι δήμαρχοι, οι κομματάρχες, οι τραπεζίτες με τα κολλαριστά εσώψυχα και οι παπάδες με τα χρωματιστά εσώρουχα, οι οποίοι κατακρατούν το φως της δημόσιας ζωής, την αίγλη του χρήματος και της επιτυχίας, αλλά είναι, ωστόσο, ολοζώντανοι νεκροί, καθώς έχουν οριστικά απωλέσει την ανθρωπιά και το νόημα της ζωής.11 Για τούτο παρά τον πλούτο και την εφήμερη δόξα στην οποία διακαώς προσβλέπουν επενδύοντας αλόγιστα τα πάντα, στο ποίημα «Ανάσταση» παρουσιάζονται αμήχανοι, ανεπαρκείς και γυμνοί, ωσάν νεκροί μπροστά στη βαθιά συγκίνηση που προσφέρει η έσχατη απλότητα και η αγνή ομορφιά.
                   Ανάσταση
            Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι επί του καθήκοντος παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά οι νυχτερίδες- αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια-
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά τον ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μες στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.


Όπως διαφαίνεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, ο πραγματικός ποιητής πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με όλους αυτούς που προσβλέπουν στο χρήμα ή στην εφήμερη δόξα και επιτυχία. Κι αυτό γιατί ο ποιητής σε αντίθεση με τους πιο πάνω επενδύει σε βάθος χρόνου, στο χρηματιστήριο του μέλλοντος, εκεί όπου ό,τι ψεύτικο, πρόσκαιρο και σάπιο φέρνει μαζί του το εφήμερο διασκορπίζεται στην άβυσσο.12 Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους κοινωνικά και οικονομικά επιτυχημένους και γνωστούς, ο «μυστικός» ποιητής μας γνωρίζει καλά ότι όσο διαρκεί ένα ποίημα, είτε για εκείνον που το γράφει είτε για εκείνον που το διαβάζει, μπορεί κανείς να διαρρήξει για λίγο την θνητότητα της ύπαρξής του και να αγκαλιάσει την ασύλληπτη, για τον ανθρώπινο νου, έννοια της αιωνιότητας. Αρκετά ποιήματα της παρούσας συλλογής είναι, λοιπόν, όπως έχω επισημάνει πιο πάνω, υπαρξιακά και αρκετά από αυτά εμπεριέχουν κοινωνικό προβληματισμό. Ο ποιητής εκκινεί από τον εαυτό του για να φτάσει στο κοινωνικό σύνολο και σε ορισμένα ποιήματα κινείται ακριβώς αντίστροφα, από το κοινωνικό σύνολο στον εαυτό του, εκφράζοντας προσωπικές αγωνίες και προβληματισμούς, οι οποίοι γίνονται πανανθρώπινοι. Θεματικά, επομένως, τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου κινούνται συνεχώς σε ένα εκκρεμές μεταξύ κοινωνικής και υπαρξιακής ποίησης, με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά στοιχεία συχνότατα να συναιρούνται, προβάλλοντας την υπέρτατη αξία της αγάπης για τον άνθρωπο, την τέχνη και τη ζωή. Όσοι, λοιπόν, θα χαρακτηρίσουν τον Χριστοδουλίδη εύκολα ως ποιητή της κοινωνικής επικαιρότητας εστιάζοντας παραμορφωτικά στις ταξικές του καταβολές, ακρωτηριάζουν έναν τραγικό άνθρωπο που συναισθάνεται τη ζωή και που αγωνιά μπροστά στα έσχατα ερωτήματα.
Κεντρική θέση στο φιλοσοφικό σύμπαν του Χριστοδουλίδη είναι πως τούτος ο κόσμος, αλλάζει μόνο επιδερμικά, στην ουσία όμως όλα εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια κι απαράλλαχτα, οι άνθρωποι και οι θεοί τους, τα λάθη και οι ζωές τους, η κοινωνική αδικία και ο φόβος του θανάτου.13 Και μέσα σ’ αυτή την προβληματική, ο ποιητής θα αναμετρηθεί πολλές φορές σε τούτη τη συλλογή με τον Ηράκλειτο. Ο θάνατος, ως η ακραία έκφραση διαχωρισμού και διάκρισης, συνιστά το απευκταίο και αναπότρεπτο εμπειρικό φαινόμενο. Μοναδικός και αναμφισβήτητος, ιδιωτικός αλλά και πανανθρώπινος, καθολικός, κοινός μα και συνάμα ανερμήνευτος, επιδρά πάνω στον εφήμερο άνθρωπο, τον συγκινεί, τον συγκλονίζει και τον πληγώνει όσο κανένα άλλο γεγονός της ζωής του, από το οποίο όμως καμία εγκόσμια δύναμη δεν μπορεί να τον απαλλάξει. Η φθορά του χρόνου και ο θάνατος, μυστήρια άλυτα για την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική, αντιμετωπίζονται από τον ποιητή ως έννοιες ή φυσικά φαινόμενα, τις περισσότερες φορές άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τόσο ο άνθρωπος όσο και ο ποιητής Χριστοδουλίδης προσπαθεί να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδρασή τους, να μην καταστεί έρμαιό τους, και μέσα από τη δημιουργική του κατάθεση να αντισταθεί στο χρονικό γίγνεσθαι, να στίξει τον χρόνο και να τον σημαδέψει με τις λέξεις του. Η άλλοτε τραχιά κι άλλοτε τρυφερή αισθαντικότητά του φτιάχνει ένα πολυποίκιλτο ποιητικό πλέγμα με λέξεις που αναζητούν και που εντέλει οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο προς τη συνεχή μεταμόρφωση και την υπαρξιακή αυτογνωσία.
Εξαίρετο παράδειγμα, αποτελεί το, κατ’ εμέ, καλύτερο και πιο συγκλονιστικό ποίημα της συλλογής «Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο», στο οποίο το εξωλογικό στοιχείο κορυφώνεται. Στο ποίημα αυτό, μια εικόνα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, ένα κέδρο που αντανακλάται στα ήρεμα νερά της λίμνης Τάμπο, υποδηλώνει με τρόπο λειτουργικό, λεπτουργικό όσο και λεπταίσθητο την υποδόρια, αρχετυπική, υπαρξιακή αγωνία, την οποία και σταδιακά ο ποιητής απαλύνει και καθαγιάζει, προσδίδοντάς της ένα ρευστό και βαθύ νόημα. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το συγκεκριμένο ποίημα πρέπει να εστιάσουμε σε μια δεσπόζουσα, δραματική αντίθεση· αφενός στην κοινή και ενστικτώδη ανθρώπινη επιθυμία μας να συνεχίσουμε τη ζωή, που είναι βαθιά γραμμένη μέσα στο πρωτόπλασμά μας και αφετέρου στην τραγική διαπίστωση ότι η παροδικότητα είναι αιώνια και ότι όλες οι απόπειρες να διατηρήσουμε την προσωπική μας ταυτότητα μετά θάνατον είναι μάταιες. Το ποίημα, επομένως, φαίνεται να προβάλλει την πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει, όχι στην ατομική προσωπική του διάσταση, αλλά μέσα από αξίες, πράξεις και έργα που συνεχίζουν να αγγίζουν με τους κυματισμούς τους τις μελλοντικές γενιές. Η λυτρωτική, με άλλα λόγια και αναδημιουργική φύση του νερού, καθώς και η όμορφη εικόνα των κυματισμών της λίμνης καταπραΰνουν την οδύνη της παροδικότητας, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάτι δικό μας διαρκεί, ακόμα κι αν εμείς δεν το γνωρίζουμε ή δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Το πρόσωπο, πάντως, στο οποίο φαίνεται να απευθύνεται, αλλά και να απευθύνει τον λόγο ο ποιητής, λειτουργεί ως καταλύτης για να ανακαλύψει το δικό του αληθινό πρόσωπο, περνώντας, ωστόσο, πρώτα μέσα από ποιητικά μαεστρικές αφηγήσεις πολλαπλών φυσικών μεταμορφώσεων και αντανακλάσεων σε δρόμους διασταυρωμένους πάνω και κάτω από τη γη, τον ουρανό, τα ποτάμια και τη θάλασσα. Μέσα σε αυτό το ρευστό πλαίσιο, ο άνθρωπος μετά τον θάνατο ή την ολοκληρωτική καταστροφή του δεν χάνεται οριστικά, αλλά μεταστοιχειώνεται σε φύση, και συνεπώς δεν μπορεί πια να βλάψει ούτε τη φύση ούτε τον συνάνθρωπό του. Όπως ακριβώς η ανθρώπινη εμπειρία και ζωή όταν περατωθεί και βιωθεί, μεταστοιχειώνεται σε ποίημα· σε κάτι, με άλλα λόγια, που ενώ υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο, εντούτοις μεταμορφώνει το βίωμα σε λέξεις, οι οποίες και αντανακλούν νοηματικά και ηχητικά κάτι από την πραγματική του μορφή. Και η μαγεία αυτών των αλλεπάλληλων υπαρξιακών και λεκτικών μεταμορφώσεων και αντανακλάσεων επιτυγχάνεται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος με την αντεστραμμένη λεκτική παρήχηση «πάντα-Τάμπο». Το ίδιο το ποίημα, με άλλα λόγια, ως ον που ζει εκτός χρόνου, σε ένα γλωσσικό και ηθικό επέκεινα, αποτελεί για τον ποιητή λυτρωτικό σημείο εναντίωσης και προς τον χρόνο και προς τον θάνατο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, αφαιρεί διαμιάς το σκότος.

Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο
στον Παναγιώτη Νικολαΐδη

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες
της παγωμένης λίμνης Τάμπο
κοιτάζει απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει
από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά
ανατριχιάσματα σχηματίζονται
στην επιφάνεια της λίμνης
η λίμνη τα επιστρέφει
ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών
το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται
η λίμνη βουρκώνει, οι πάγοι τρίζουν.
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο
επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του,
το όνομά του
επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε
αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν
αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους
να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες
οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές
αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες
να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς
κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια
και τοιχώματα ορυχείων
και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα
αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα
ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης
να παρηγορούν ο ένας τον άλλο
για την απώλεια του φύλου,
για τη διαρροή της μορφής
όπως τώρα
το κέδρο που κλαίει
η λίμνη που θέλει
ανήμποροι να πλησιαστούν
με την αμετακίνητη λέξη πάντα
ανάμεσά τους.


Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας έναν άνθρωπο και έναν ποιητή που, ανατρέποντας συνεχώς οποιεσδήποτε οριστικότητες και βεβαιότητες και έχοντας παράλληλα αποδεχτεί το αναπότρεπτο του χρόνου και της φθοράς, δηλώνει «βαθύτατα ανέτοιμος για όλα».14 Για αυτό επιχειρεί να διανοίξει τα όρια του χρόνου με την ποίηση, χωρίς έπαρση ή μεγαλοστομία, αλλά με βαθιά γνώση των ανθρώπινων ορίων και της ματαιότητας. Είμαστε παροδικά όντα και η ζωή θα συνεχίσει μετά από μας ατάραχα, ωστόσο μόνο η τέχνη μπορεί να κρατήσει για λίγο μέσω της μνήμης μια νίκη κατά του χρόνου. Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί ως μότο της συλλογής τη φράση «Θέλω οι στίχοι μου να μπορούν να καρφώνονται στον άνεμο», ούτε βεβαίως ότι στο ποίημα «Η μαγική στιγμή» γράφει:
[…]
Τα ποιήματα με συμφιλιώνουν
με τον νόμο που κι ένα τσογλάνι γνωρίζει
ότι μετά από μένα
όλα θα συνεχίσουν ατάραχα.
Είναι η μαγική στιγμή η στιγμή
του ντυμένου με λευκό χιτώνα Ελπήνορα
που μουσκεύει την οπτασία του
με δάκρυα από χιλιάδες προηγούμενα μάτια
του άγριου ζώου που κουρασμένο
εκλιπαρεί για έλεος το θήραμά του.

Είναι μια παράξενη ισορροπία.
Αν ήταν να τρίψω το λυχνάρι του Αλαντίν
δεν θα ζητούσα τίποτα από το εμβρόντητο τζίνι.
Οτιδήποτε περισσότερο
θα μου αφαιρούσε τα πάντα.

Συχνά στη συλλογή είναι και τα ποιήματα ποιητικής τα οποία, πέρα από την άμεση σύνδεσή τους με την προαναφερθείσα κοινωνική ή την υπαρξιακή θεματική, αναδεικνύουν αφενός τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του ποιητή και αφετέρου τονίζουν εμφατικά τη λυτρωτική δράση της ποίησης που φαίνεται να μπορεί να αντέξει το φάντασμα της φθοράς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μνημονεύονται νεκροί και ζώντες ποιητές: ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Κώστας Βασιλείου, ο Γιώργος Καλοζώης, ο Φίλιπ, Λάρκιν, η Κάρολ Αν Ντάφι, ο Τράνστρεμερ, ο Ρεταμάρ, ο Μπουκόφσκι και άλλοι. Του λόγου το αληθές παραθέτω στη συνέχεια το εξαίρετο και παιγνιώδες ποίημα «Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι μου κλέβει το βιβλίο του», στο οποίο μάλιστα ο ποιητής χρησιμοποιεί εξωλογικά και παραμυθιακά στοιχεία:


Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι μού κλέβει το βιβλίο του

Μια μέρα κεραυνοβόλα
ανακάλυψα
πως έχασα τα «70 χρόνια φαγούρα»
έκανα άνω κάτω τις βιβλιοθήκες και τα ντουλάπια
μέχρι και στις τεράστιες μπότες του φίλου μου
του γίγαντα έψαξα
τον έσυρα έξω από το παραμύθι και του τις έβγαλα
και ήταν γυμνός
και ήταν φοβισμένος
και ήταν πληγιασμένος
με σπασμένα κόκκαλα
πέφτοντας σε κάθε εξιστόρηση από τη φασολιά
πήγα σε μέρη που σύχναζα παλιά
στις καφετέριες
στις σπηλιές με τα φωτορυθμικά
στα τρυφερά μου αγάλματα
που μεγαλώνουν ασυντρόφευτα
στις περιφερειακές πλατείες
ρώτησα τον προπονητή μου
όταν ήμουνα μικρός και φέρελπις
τον βρήκα στο φανταστικό μας γήπεδο
η σπορά του χορταριού του
είναι λόχμες, στριγγλοβότανα και βρωμόχορτα
πήδηξα μέσα σε άδειους κορμούς δέντρων
όπου κατά καιρούς είχα χάσει την πίστη μου
τρύπωσα σε χαμηλές δομές
ρώτησα πράγματα που πάνε κι έρχονται
τη σκόνη
την ευτυχία
τη μελωδία
την πείνα
τη θλίψη
τον πόλεμο
τους αδέσποτους φθόγγους
που ερωτεύτηκαν ανεκλάλητες λέξεις
ξαναπήρα απένταρος την πτήση Λάρνακα-Μαδρίτη
όταν παίρνεις το ίδιο δρομολόγιο
ψάχνοντας κάτι πολύτιμο
οι τιμές αυτόματα αυξάνονται
έψαξα κάτω από το κάθισμα του παιδιού που έκλαιγε
κατά τη διάρκεια της πτήσης
ρώτησα τις αναταράξεις
τους πλάγιους ανέμους
και τα υπερπτητικά πουλιά
γύρισα άπραγος
πήγα μια βόλτα στα δικά του μέρη
στα σκοτεινά καταγώγια, τα μπουρδέλα
στο σπίτι που μεγάλωσε
με τις βουρδουλιές, τους δαίμονες, τα τρελόχαρτα
βρήκα εκείνο το ποτήρι με το κρασί
ήταν άδειο και στο χείλος του
η τροφαντή μύγα χαχάνιζε
και υποψιάστηκα τότε
πως ήρθες και μου το πήρες
πως σηκώθηκες από τον τάφο σου
Τσαρλς Μπουκόβσκι
και μου έκλεψες το βιβλίο σου.

Εκφραστικά τώρα, ο Χριστοδουλίδης έχει ήδη διαμορφώσει το δικό του προσωπικό ύφος με τον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματα και τους ρητορικούς του τρόπους. Η συνομιλία με την ιστορία, η διεθνής επικαιρότητα, η κοινωνική κριτική, η έντονη στοχαστική διάθεση σε υπαρξιακά ζητήματα, η μνήμη, η ειρωνεία και ο σαρκασμός ορισμένες φορές, η επανάληψη, η αμφισημία είναι χαρακτηριστικά της ποίησής του. Ωστόσο, σε τούτη τη συλλογή, ιδιαίτερα στην προσπάθειά του να επιτύχει ένα εκφραστικό άλμα και να ολοκληρώσει μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα, χαρακτηρίζεται από μια εκφραστική αφθονία. Επίθετα, επιρρήματα και μετοχές διανθίζουν τους στίχους του δίνοντας μια νέα και αισθητικά δικαιωμένη εικονοπλαστική και νοηματική διάσταση. Για τούτο μέσα στο χειμαρρώδες ύφος που διακρίνει τα περισσότερα από τα πολύστιχα ποιήματά του βιβλίου εντοπίζουμε μία διαυγή αμεσότητα και τρυφερότητα, μια γλωσσική και μία ειλικρινή ευαισθησία, καθώς και μια εκφραστική αρτιότητα και δροσιά, παρά την όποια σκληρότητα κρύβουν ενίοτε οι εικόνες του. Μερικές φορές, ωστόσο, το ευρηματικό λεξιλόγιο και η γλωσσοπλασία δε γίνονται χωρίς απώλειες. Η οικειωτική, όμως, και συνεχής από την άλλη δύναμη του στίχου του, οι ευφάνταστες ποιητικές του συλλήψεις και ο ποιητικός του ρεαλισμός αποδεικνύονται σε κάθε ποίημα εξαιρετικά όπλα γραφής, καθώς τον προφυλάσσουν από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπουν να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα.
Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ποιητική κατάθεση του Γιώργου Χριστοδουλίδη Μυστικοί άνθρωποι εγγράφεται μέσα σε έναν άξονα ατέρμονης (αυτό)στοχαστικότητας, καθώς συμβαδίζει με μία δυναμική θεώρηση της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η ζωή του ανθρώπου βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και ο ίδιος ο άνθρωπος στο κέντρο της ζωής του. Διαμορφώνεται, έτσι, η συνολική φιλοσοφική άποψη πως ο βίος του ανθρώπου έχει πραγματικό νόημα μόνο όταν ο τελευταίος είναι ελεύθερος αφενός να τον επιλέξει έναντι του θανάτου και, αφετέρου, να τον διαμορφώσει με οποιονδήποτε τρόπο διασφαλίζει τη συνειδητότητα της επιλογής αυτής. Έχουμε, λοιπόν, ενώπιόν μας ποίηση εμπλουτισμένη με βαθύ συναισθηματικό ήχο, και επιπλέον, χαμηλόφωνη, αλλά ταυτόχρονα εκκωφαντική όπως είναι η απλή, καθημερινή ζωή. Τέλος, ο Χριστοδουλίδης υπενθυμίζει εμφατικά μέσω της ποίησης μια σπουδαία κατάκτηση: τη συνειδητοποίηση πως η ανθρώπινη ζωή για να έχει αξία, πρέπει να έχει νόημα και πως το νόημα είναι πάντοτε προσωπικό, υποκειμενικό και μύχιο· δεν χρειάζεται να είναι απολύτως κατανοητό ούτε εμφανώς ερμηνεύσιμο, αρκεί να είναι αυθεντικό.
1 Λεωνίδας Γαλάζης, «Ποίηση του ουσιώδους», στον τόμο Κείμενα, τρόποι, σημασίες. Θέματα λογοτεχνίας (δοκίμια), Ίαμβος, Αθήνα 2018: «Προφανώς, το εξωλογικό στοιχείο είναι έκφανση του υπαρξιακού στοχασμού στις Πληγείσες περιοχές και συνδέεται με τη διπολική αντίθεση ζωή-θάνατος, που επίσης διαπερνά πολλά ποιήματα της συλλογής.
2 Βλ. το ποίημα «Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι μου κλέβει το βιβλίο του».
3 Βλ. το ποίημα «Η περίπτωση της λέξης πάντα στην Λίμνη Τάμπο».
4 Βλ. το ποίημα «Φτερά και πούπουλα».
5 Βλ. επίσης τα ποιήματα «Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης», «Σκληραγωγημένο είδος», «Ο θάνατος του κοινωνικού λειτουργού».
6 Βλ. το ποίημα «Δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία».
7 Βλ. το ποίημα «Επισπεύδοντας».
8 Βλ. το ποίημα «Αγαπημένοι».
9 Βλ. το ποίημα «Ο καθηγητής».
10 Βλ. ενδεικτικά τα ποιήματα «Φτερά και πούπουλα», «Αναπάντεχο» και «Πέντε γαρύφαλλα».
11 Βλ. το ποίημα «Ιστορίες αποκαθήλωσης».
12 Βλ. το ποίημα «Χριστουγεννιάτικη χορωδία».
13 Βλ. ενδεικτικά το ποίημα «Ο καρπουζάς».
14 Στίχος από την εξαίρετη συλλογή του Γιάννη Πατίλη «Ζεστό μεσημέρι» (1984)=Ταξίδια στην ίδια πόλη [Ποιήματα 1970-1990], Ύψιλον, Αθήνα 2000, σ. 176. 

Παναγιώτης Νικολαΐδης (ποιητής, κριτικός)

 

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

H ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"

Κλείνοντας τις «Ιστορίες αποκαθήλωσης» (22-23), γράφει ο Χριστοδουλίδης: «Εγώ δεν έκτισα ψηλά παλάτια / δεν έγινα μέλος της σέκτας των ποιητών / δεν έγινα ικέτης / και δεν έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα / πώς να τελειώσω αυτό το ποίημα».
Στην πραγματικότητα, ούτε εγώ έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα πώς να αρχίσω και πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο.  Υπάρχει όμως προκαθορισμένη τακτική για το πώς πρέπει να «διαβάζει κανείς» -ένα κείμενο, ένα ποίημα

- (Sedgwick, 1997) [1];  Το ποίημα, για τον Derrida:
αποκαλύπτει ένα μυστικό μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει εκεί κάτι το μυστικό, το οποίο έχει ανακληθεί, για πάντα απρόσιτο στην εξαντλητική ερμήνευση.  Ένα μη ερμητικό μυστικό, [που] παραμένει […] ετερογενές προς κάθε ερμηνευτική ολοποίηση.  Εξάλειψη της ερμηνευτικής αρχής.  Δεν υπάρχει ένα νόημα […] όχι πλέον ένα μοναδικό πρωταρχικό νόημα (Derrida στο Πυροβολάκης, 2014, 192) [2]. 
Η ποιητική γλώσσα είναι σκαλισμένη με μυστικά καταφύγια ωθεί στο νόημα, χωρίς να εξαντλείται το νόημα.  Χωρίς να αγγίζει το μυστικό, επανενεργοποιεί την απόκρυψη και την αποσιώπηση δημιουργώντας μια ποιητική της αντίστασης (Παπανικολάου, 2014, 208) [3]. Η ανάγνωσή μου ενδεχομένως να είναι αποτυχημένη (Syrimi στο Nagy & Stavrakopoulou, 2004) [4], καθώς δεν συμμορφώνεται σε πρωτόκολλα κριτικής ανάγνωσης και άλλων ηγεμονικών,  θεσμικών και κοινωνικά εγκεκριμένων στρατηγικών «καλής ανάγνωσης».  Αλλά «σ’ όλη μου τη ζωή με γοήτευε η αποτυχία», θα μου υπενθυμίσει ο Cioran (2005) [5], για να με ανακουφίσει.
Αναρωτιέμαι ποιοι να είναι οι μυστικοί άνθρωποι του Χριστοδουλίδη.  Ποιοι να είναι «οι υπόλοιποι από εμάς» ή «εκτός από εμάς» που αποκαλούνται ως «μυστικοί».  Προσπαθώ βλαστημώντας να καταλάβω ποιοι είναι αυτοί που αντιστέκονται σθεναρά να τους ξεφλουδίσουν όπως ένα μανταρίνι, να γίνουν μια απρόσωπη μάζα,  μια σιωπηρή πλειοψηφία ανθρώπων που δεν είναι υπολογίσιμοι ως άνθρωποι. 

Ξέρεις, μου αποκάλυψε ο ίδιος, το έκανα να συμβεί στην πραγματικότητα και μετά το έγραψα:
(…) Έμπηξα τα δάκτυλά μου μέσα στο μανταρίνι / οι χυμοί εκτοξεύτηκαν έγλειψα στα δάκτυλα μου / την κάθε σταγόνα, τους λεκέδες στα ρούχα μου / κατάπια φλούδες, κουκούτσια / οι χυμοί στέγνωναν πάνω μου μέχρι αργά το βράδυ, / κάνε το ίδιο / πρόλαβε,  είπα στον εαυτό μου / που με παρακολουθούσε σαστισμένος  (Ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, 81).
Προλαβαίνω; με ρωτώ σαστισμένα.  Ένα συγκεκριμένο σύνολο σχέσεων εξουσίας μας προλαβαίνει πριν προλάβουμε, μας καθοδηγεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο.  Στην αόρατη βιαιότητα της εξουσίας, «έχουμε κριθεί, καταδικαστεί και ταξινομηθεί ώστε να είμαστε αναγκασμένοι να επιτελούμε κάποια συγκεκριμένα έργα, να είμαστε ταγμένοι να ζήσουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο ή να πεθάνουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο» (Foucault,  2002) [6]. 
Όπως ο λεωφορειατζής που «καθ’ οδόν προς την Πάτρα / (…) άκουγε βουερά τραγούδια (…) / και σταθερά απέτρεπε / τυχόν πανικούς / ότι κάπου αλλού / σε κάτι άλλο / μπορεί να υπάρχει / νόημα (Νόημα, 68)», ή ο καρπουζάς (56) που «υποψιάζεται πως / και στην επόμενή του ζωή / καρπούζια θα πουλά / μόνο που θα ήθελε να είναι πιο νέος / λιγότερο σκυφτός / και καλύτερα ντυμένος / όταν εγώ θα περνώ με το ιπτάμενο αμάξι μου / θα τον βλέπω / και θα γράφω το ίδιο ποίημα».
Η εξουσία δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε το μέλλον πέρα, από λογικές που βρίσκονται έξω από τις συμβατικές αφηγήσεις.  Ορίζει τι επιθυμούμε, πώς επιθυμούμε, πόσο μπορούμε να επιθυμούμε.  Μας διδάσκει «πώς παίρνονται ζωές / χωρίς κανείς να το πολυσκεφτεί / με λαχταριστά ανταλλάγματα» (Επισπεύδοντας, 24-25)».
Ο Χριστοδουλίδης δημιουργεί μια ασώματη φωνή, εικόνες που δεν σημαίνουν πλέον ολόκληρο. Μιλά για το σώμα που βρίσκεται σε αποσύνθεση, «αποκαμωμένο και αρρύθμιστο να αντέχει» (Πέντε γαρύφαλλα, 66-67) για το δέρμα των δύο κοριτσιών στο πρατήριο βενζίνης που, αποφλοιωμένο πια «το παίρνει ο χρόνος, το παίρνει ο βενζινάρης / το παίρνουν οι βιαστικοί πελάτες (Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης, 40-41)».
Μιλά για τα σώματα που είναι εύκολα υποκατάστατα κάποιων άλλων σωμάτων, μεγαλύτερης σημασίας πιο παραγωγικά, πιο χρήσιμα.  Για τα σώματα που τους δίνουν το κατιτίς τους,  ίσα-ίσα για να κρατιούνται στην ζωή ικανοποιημένα, αδιαμαρτύρητα, ελπιδοφόρα.  Για τις δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία (21), για την κυρία Κούλα την ογδοντάχρονη (14): «η κύρια Κούλα / η κουτσή, η κουφή / η τυφλή, η πεθαμένη / με τα μέσπιλα / τα χρόνια-βουνά / και το λευκό της μαντήλι / που κάποτε ανέμιζε / στον άνεμο (Μεγάλη Παρασκευή, 14)».  Μιλά για αυτούς που η ζωή τους είναι επαναλαμβανόμενα μνημόσυνα και το ρεπό μιας Κυριακής φαντάζει ό,τι πιο σημαντικό τους συνέβη τον τελευταίο καιρό (21).
«Το ‘δικαίωμα’ στη ζωή», επισημαίνει ο Foucault:
στο σώμα, στην υγεία, στην ευτυχία, στην ικανοποίηση των αναγκών, το ‘δικαίωμα’ να ξαναβρείς, πέρα από κάθε καταπίεση ή αλλοτρίωση,  αυτό που είσαι και ό,τι μπορείς να είσαι,  αυτό το τόσο ακατανόητο για το κλασικό δικαιικό σύστημα ‘δικαίωμα’,  στάθηκε η πολιτική απάντηση σε όλες τις καινούριες μεθοδεύσεις και πρακτικές της εξουσίας» (Agamben, 2016, 193) [7].
Το παλαιό δικαίωμα του να επιβάλλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή αντικαταστάθηκε από μια εξουσία του να δίνεις ζωή ή να πετάς στον θάνατο (Foucault, 2011, 161) [8].  Η φυσικοποίηση του νεοφιλελευθερισμού εκλογικεύει μια νέα οικονομία ζωής.  Η ζωή μέσα στην εξουσία θανάτου, εμφανίζεται ως συμπληρωματική μιας εξουσίας με θετικούς όρους επί της ζωής.  Σαν να «εμποδίζει για λίγο τον θάνατο να εξαπλωθεί / εκεί όπου κάποτε ήταν ζωή» (Το περίπτερο, 12).
Η Butler [9], όχι άδικα,  διερωτάται αν το σώμα τελικά πρέπει να αποκλειστεί, ώστε οι οικονομίες της εξουσίας να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως αυτοσυντηρούμενα συστήματα (Butler, 2008, 102).  Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν άλλη ζωή απ’ αυτή που τους έδωσαν,  που εκτίθενται σε αναπαραστάσεις  φρίκης ή αηδιασμού ή ακόμα και συμπόνιας ή λύπησης, αυτοί που θεωρούνται ήδη τελειωμένοι έχουν σκληραγωγηθεί να τα καταφέρνουν:
Τα καταφέρνει αυτό το είδος των ανθρώπων / να αφήνει το σχοινί να κόβεται εκεί που πρέπει / στη σωστή στιγμή / από εκείνο που στιγμιαία νιώθουν / ότι θα μπορούσαν να ποθήσουν (…) Τους βλέπεις τόσο μονάχους / και λιγότερους σαν φεύγεις / όμως αρκετούς για να επιβιώσουν (…) η καρδιά τους ακόμα χτυπά / η καρδιά τους είναι γερή / τα πόδια τους στήνονται / και τα χέρια τους / κάτω από το κακοτράχαλο οδόστρωμά τους / διατηρούν ένα άγιο κύμα τρυφερότητας / για την επόμενη φορά / αν υπάρξει (Σκληραγωγημένο είδος, 42-43).
Αυτοί οι αποκαμωμένοι, μυστικοί άνθρωποι που όμως σφύζουν από ερωτισμό έναν ερωτισμό που ο Χριστοδουλίδης αφηγείται αποκομμένα, επιφέροντας την έκπληξη μεταξύ μορφής και περιεχομένου.  Μπορώ να διακρίνω τις γοητευτικές ρυτίδες της κ. Κούλας  (Μεγάλη Παρασκευή, 14), την ερωτική επιθυμία στις μητέρες που «κάνουν έρωτα σε έναν αχνιστό Αύγουστο (Τατουάζ, 57-58)», τον καρπουζά «να πουλά τα καρπούζια δίπλα από κοπριές αλόγων / και γαιδουριών / στα σταυροδρόμια των χωματόδρομων» (Ο καρπουζάς, 56), «τον καθηγητή τον μικρό γιο της πόρνης / που τις αργίες / όταν εκείνη τους έμπαζε από την πίσω πόρτα/ του πλινθόκτιστου σπιτιού / αυτός με τα κοντοβράκια / κλεινόταν στα πιο υγρά υπόγεια της μέρας (Ο καθηγητής, 26-27)».  Μπορώ σ’ αυτή την γλυκιά εξάντληση να ξεχωρίσω την ευγένεια που κουβαλούν, την «όλο ψυχή και σάρκα» (Ανάσταση, 9), φανερώνοντας ότι «η ομορφιά είναι ηττημένη χωρίς αγάπη» (Η περιπέτεια της ποίησης, 62-63).

Στις φυσικές και συναισθηματικές περιπλοκές της επιθυμίας και της αγάπης, ο Χριστοδουλίδης αγγίζει τα όρια του φύλου.  «Στην περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο» (7-8),  αναδύεται η ρευστότητα της σεξουαλικότητας:

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο / επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, / το όνομά του / επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε / αλλά είχε έρθει η ώρα οι άνθρωποι να μετατραπούν / αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους (Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο, 7-8).
Στους στίχους του Χριστοδουλίδη απεικονίζεται η αμφισβήτηση του «δυαδικού έμφυλου συστήματος», όπως παρόμοια ο Καρούζος καταθέτει στη Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη: «Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δεν είχα βιολογικό προηγούμενο» [10].  Ενώ, «Στο κάτω ράφι του ελέους» (38-39), ένα είδος δυνατοτήτων έξω από τον νόμο του ‘φυσιολογικού’, έρχεται να αναδείξει την δυναμική του ερωτισμού μεταξύ των γυναικών:
βλέπουν η μια στην άλλη ένα μικροσκοπικό έντομο / που μπορεί να αγαπά (…) ένα είδος σωτηρίας από τον νόμο των πιθανοτήτων / που θα τις καταπλάκωνε αν ήταν μόνες / Κι όταν έρχεται η νύχτα ακόμη περισσότερο περισφίγγονται / σχεδόν ξεζουμίζει η μια την άλλη. / Σαν έλεος / σαν ανημποριά  / σαν ελεγεία  (Στο κάτω ράφι του ελέους, 38-39).
Το Κράτος έχει αποφασίσει, όπως εύστοχα έγραψε ο Norse, «ποιος είμαι εγώ για ν’ αγαπήσω, να μισήσω, τι πρέπει να κάνω στο κρεβάτι, με τι και σε ποιον» (Συλλογικό έργο, 2013, Έχω δει το φως και είναι το μυαλό μου, 41) [11].  Έχει αποφασίσει ότι πρέπει να λογοδοτούμε διαρκώς, όλοι μαζί και ένας-ένας ξεχωριστά, «εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά / μεταξύ τους για να δείχνουν ένα» (Θρύμματα, 86).
Οι μυστικοί άνθρωποι είναι αυτοί που αμύνονται για την επιβίωσή τους, απέναντι στους διαχειριστές της ζωής, απέναντι στο «γαμημένο κράτος»,  έχοντας όπλα πέντε γαρύφαλλα (Πέντε γαρύφαλλα, 66-67).  Είναι αυτοί που μας χαρίζουν ένα ζουμερό καρπούζι, που «προλαβαίνουν» γιατί η ζωή είναι δρόμος, είναι τιμόνι, είναι ένα παρκάρισμα (Το περίπτερο, 12).
Οι μυστικοί άνθρωποι είναι αυτοί που «για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα» (76-78), επανεγγράφουμε στο σώμα τους τα δράματα, τους αγώνες  ή τις πληγές τους:
Όλοι αυτοί ίσως δεν διάβασαν ποτέ ποιήματα / δεν έμαθαν ποτέ για σένα / για τον Σαχτούρη, τον Γουόλκοτ, το Χίνι / τον Κουαρόζ / τους υπερρεαλιστές, τα μεταμοντέρνα ρεύματα / και το σλαμ / ωστόσο, είναι αυτοί που έχουνε γράψει / τα ποιήματά μας / την ηρεμία μας πίσω από τους τέσσερις τοίχους / τα ονόματά μας στο διαδίκτυο / και τις εγκυκλοπαίδειες / την ευκαταφρόνητη φήμη μας / έχουνε θρέψει την υπερμεγέθη φιλοδοξία μας / όσο δεν μπόρεσαν να θρέψουν τα όνειρα / και τα στομάχια τους / και τώρα γράφω αυτό το ποίημα / γιατί πια ξέρω καλά / ότι αν δεν ήταν αυτοί / θα ήμουν εγώ / θα ήταν τα παιδιά μου / θα ήσουν εσύ / χωρίς το ραφιναρισμένο στυλ / και το προβληματισμένο υφάκι / και τότε εμείς θα έπρεπε να γράψουμε / κάποιων άλλων ποιήματα (Μυστικοί άνθρωποι, 76-78).
Οι μυστικοί άνθρωποι δεν είναι οι άλλοι οι έξω από εμάς.  Είμαστε όλοι, όσοι ζούμε μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες όλοι όσοι «γράφουμε μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες» (Το φανάρι, 55).
Εξακολουθώ να μην έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα / πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο.  Όμως θα σας εκμυστηρευτώ αυτό: Πριν το γράψω, το έκανα να συμβεί:
Έμπηξα τα δάκτυλά μου μέσα στο μανταρίνι / οι χυμοί εκτοξεύτηκαν έγλειψα στα δάκτυλα μου / την κάθε σταγόνα, τους λεκέδες στα ρούχα μου / κατάπια φλούδες, κουκούτσια / οι χυμοί στέγνωναν πάνω μου μέχρι αργά το βράδυ, / κάνε το ίδιο / πρόλαβε, είπα στον εαυτό μου / που με παρακολουθούσε σαστισμένος (Ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, 81).

Αντωνίνη Σμυρίλλη, Ποιήτρια, Υποψήφια Διδάκτωρ Θεωρίας και Φιλοσοφίας της Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Κύπρου









Σημειώσεις
[1]        Sedgwick, E. K. (1997). Paranoid reading and reparative reading, or, You're so paranoid, you probably think this introduction is about you.
[2]       Πυροβολάκης, Ε. (2014). Προσεγγίσεις της ερμηνευτικής της λογοτεχνίας: Gadamer και Ricoeur. Ariadne, (20-21), 189-210.
[3]       Παπανικολάου, Δ. (2014). «Σαν κ’εμένα καμωμένοι»: Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας. Αθήνα: Πατάκης.
[4]       Nagy, G., & Stavrakopoulou, A. (Eds.). (2004). Modern Greek literature: critical essays. Routledge.
[5]        Cioran M. E. (2005). Ο Σιοράν μιλάει για τον Σιοράν: Συζήτηση με τη Sylvie Jaudeau. Μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, επιμ. Ελευθέριος Καρτάκης. Αθήνα: Printa.
[6]        Foucault, M. (2002). Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας. Μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια. Αθήνα: Ψυχογιός.
[7]        Agamben, G. (2016). Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή. Μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας.  Αθήνα: Scripta.
[8]        Foucault, M. (2011). Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας: Η βούληση για γνώση. Μτφρ. Τάσος Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον.
[9]        Butler, J. (2008). Σώματα με σημασία: οριοθετήσεις του φύλου στο λόγο. Αθήνα: Εκκρεμές.
[10]      Καρούζος, Ν. (1994). Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη. Αθήνα: Απόπειρα.
[11]      Συλλογικό έργο (2013). Αμερικανοί ποιητές και ποιήτριες τολμούν. Ανθολόγηση, μτφρ., επιμ., Μπουρλής Γιώργος. Αθήνα: Εξάρχεια.