OTHER POEMS IN FRENCH
POÈMES
George
Christodoulides
Traduction Marianne Catzaras
1. Το απραγματοποίητο
Πόση βροχή δεν έπεσε
από τους δισταγμούς των
σύννεφων
μαύρος ήταν ο ουρανός
κοιλοπονούσε
νερό πολύ να βρέξει ήθελε
δεν έβρεξε.
Αόρατος τοίχος ο δισταγμός
όσο τον ανεβαίνεις
τόσο πιο πολύ ψηλώνει
πάνω του σπάνε
κύματα ψηλά
έρωτα έγκλειστου
στο ανομολόγητο
εξίσου επιδέξια αποτρέπει
ζωές στεγνές να βρέξουν
που τρεκλίζουν
στη μεθόριο
της στεριάς με τη θάλασσα.
Τι γίνονται όλα αυτά
που δεν έγιναν;
με ρώτησες.
Σε ονειροφράγματα υποθέτω
αποθηκεύονται
και από εκεί διοχετεύονται
σε μέλλον διψασμένο
με παραπόταμους που
εκτείνονται
και χάνονται πέρα από τους
χάρτες
σταγόνα-σταγόνα να ποτίζουν
το απραγματοποίητο.
1. L'irréalisable
Toute cette pluie qui n'est pas tombée
de l'hésitation des nuages
le ciel était noir
en mal d'enfant
voulant pleuvoir beaucoup d'eau
ne pleuvant pas.
L'hésitation mur invisible
plus tu montes
plus elle est haute
sur elle se brisent
de hautes vagues
d'amour prisonnier
de l'inavoué
tout aussi habilement elle dissuade
des vies desséchées de pleuvoir
qui titubent
aux confins
de la terre et de la mer.
Que devient tout
ce qui n'est pas devenu ?
m'as-tu demandé.
Je suppose que tout s'amasse dans les barrages
du rêve d'où cela s'écoule
dans un futur assoiffé
dont les affluents s'étendent
et se perdent au-delà des cartes
pour arroser goutte à goutte
l'irréalisable.
Toute cette pluie qui n'est pas tombée
de l'hésitation des nuages
le ciel était noir
en mal d'enfant
voulant pleuvoir beaucoup d'eau
ne pleuvant pas.
L'hésitation mur invisible
plus tu montes
plus elle est haute
sur elle se brisent
de hautes vagues
d'amour prisonnier
de l'inavoué
tout aussi habilement elle dissuade
des vies desséchées de pleuvoir
qui titubent
aux confins
de la terre et de la mer.
Que devient tout
ce qui n'est pas devenu ?
m'as-tu demandé.
Je suppose que tout s'amasse dans les barrages
du rêve d'où cela s'écoule
dans un futur assoiffé
dont les affluents s'étendent
et se perdent au-delà des cartes
pour arroser goutte à goutte
l'irréalisable.
2. Μικρό παιδί βαθιά στο μέλλον
Αλλοτε με
κρατούσες σφικτά
στα δυο σου μπράτσα
μη βυθιστώ στη θάλασσα
μην παραπατήσω στα σκαλιά
(και κάτω ήταν τα σκυλιά)
μην κουραστώ πολύ
τυφλή περπατώντας όταν
γινότανε σκοτάδι
μόνο από τον ορμητικό καιρό
που με παρέσυρε
και με ξέβρασε πολύ βαθιά στο
μέλλον
και που εγώ δεν έχω μεγαλώσει
δεν με προστάτευσες
και τώρα
που όσο ποτέ τα μπράτσα σου
χρειάζομαι
για να πιαστώ λίγο, ν’
ακουμπήσω
εσύ ισχνό κλαδί
δέντρου αιωνόβιου
σ’ επουράνιο δάσος
αποφάσισες να γίνεις.
Πότε τόσο ψηλά να φυτρώσεις
πρόλαβες;
Βάζοντας τόσα χρόνια
σε μια μέρα που την ονομάζω
χθες
δική σου τρυφερή γραμμή χαδιού
στο μέτωπο ανιχνεύω
την ώρα που αχλάδι
σε πιατάκι εμφανίζεται
ψιλοκομμένο
μην φράξει το μικρό λαιμό
κι έχουμε
πάλι
πρόσκαιρης ασφυξίας
πανικό
και αναποδογυρίσματα.
2. Petit enfant au fond de l’avenir
Tu me tenais serré autrefois
entre tes bras
que je ne m'enfonce pas dans la mer
ne trébuche pas dans l'escalier
(les chiens étaient en dessous)
que je ne me fatigue pas trop
tu marchais dans la nuit en aveugle
il n'y a que le temps violent
qui m'a emporté
puis laissé tout au fond de l'avenir
et empêché de grandir
dont tu ne m'aies pas protégé
et maintenant
que j'ai plus que jamais besoin
de tes bras pour m'appuyer un peu
toi c'est la branche maigre
d'un arbre séculaire
au bois céleste
que tu as voulu devenir.
Quand as-tu réussi à pousser si haut ?
Enfermant tant d'années
dans une journée que j'appelle hier
je cherche sur mon front
la ligne tendre de ta caresse
au moment où une poire
apparaît dans l'assiette
coupée fin
pour ne pas se coincer
dans la petite gorge
et reproduire la panique
de l'asphyxie provisoire
et la tête en bas.
Tu me tenais serré autrefois
entre tes bras
que je ne m'enfonce pas dans la mer
ne trébuche pas dans l'escalier
(les chiens étaient en dessous)
que je ne me fatigue pas trop
tu marchais dans la nuit en aveugle
il n'y a que le temps violent
qui m'a emporté
puis laissé tout au fond de l'avenir
et empêché de grandir
dont tu ne m'aies pas protégé
et maintenant
que j'ai plus que jamais besoin
de tes bras pour m'appuyer un peu
toi c'est la branche maigre
d'un arbre séculaire
au bois céleste
que tu as voulu devenir.
Quand as-tu réussi à pousser si haut ?
Enfermant tant d'années
dans une journée que j'appelle hier
je cherche sur mon front
la ligne tendre de ta caresse
au moment où une poire
apparaît dans l'assiette
coupée fin
pour ne pas se coincer
dans la petite gorge
et reproduire la panique
de l'asphyxie provisoire
et la tête en bas.
3. Κάποτε ήμουν ποταμός
Το τραγούδι μας, ψιθύρισες
το θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι τίποτα πια
εδώ και πολύ καιρό
έχω λιμνάσει
με γέννησε ένας καταρράκτης
που τρέχει χωρίς μνήμη
αδιάκοπα
που τρέχει πολύ νερό αδιάκοπα
δεν σταματά
αποκομμένος από την πηγή του
ενσωμάτωσε όλο το μήκος της
αποδημίας του
και το πλάτος της έλλειψης του
βάθος μου ζητάς
αλλά σε λίγο ρηχό ρυάκι
θ’ απομείνω
και μετά θα ξεραθώ
σε μακρύ αποτύπωμα
μόνο να κελαρύζω μπορώ
την επικείμενη αφυδάτωση μου
3. Jadis j’étais un
fleuve
Notre chanson, chuchotais-tu
tu t'en souviens ?
Je ne me souviens de rien
depuis longtemps je suis
une eau dormante
né d'une cascade
qui coule sans mémoire sans cesse
qui coule sans cesse en abondance
et n'arrête pas
coupée de sa source
elle a incorporé toute la longueur de mon voyage
et la largeur de ce qui lui manque
tu cherches ma profondeur mais bientôt
je ne serai plus qu'un ruisseau peu profond
puis plus rien
qu'une longue trace desséchée
je ne peux que murmurer
la déshydratation toute proche.
Notre chanson, chuchotais-tu
tu t'en souviens ?
Je ne me souviens de rien
depuis longtemps je suis
une eau dormante
né d'une cascade
qui coule sans mémoire sans cesse
qui coule sans cesse en abondance
et n'arrête pas
coupée de sa source
elle a incorporé toute la longueur de mon voyage
et la largeur de ce qui lui manque
tu cherches ma profondeur mais bientôt
je ne serai plus qu'un ruisseau peu profond
puis plus rien
qu'une longue trace desséchée
je ne peux que murmurer
la déshydratation toute proche.
4. Δότης
οργάνων
Δέρμα ανθεκτικό σε
καύσωνες
με απορροφημένα τα εγκαύματα
του
για περιπτώσεις βαριές
σε όσους έλιωσαν
μέσα σε βραδυφλεγείς ήλιους
προσωπικής μόνο χρήσης.
Πνεύμονες που νόμιζαν
ότι ήταν βράγχια
αφού συνήθως
ρουφούσαν θάλασσα.
Ηπαρ έμπειρο
σε καταχρηστικές οινοποσίες
στίχων με υψηλή περιεκτικότητα
αλκοόλης.
Καρδιά σε άριστη
κατάσταση
επαρκούς χωρητικότητας
και με διαφορά ώρας
στα ημισφαίρια της
να μην συναντούν
οι νυν
τους πρώην.
4. Donneur d’organes
Peau résistante aux canicules
ses brûlures absorbées
pour les cas graves
de ceux qui ont fondu
dans des soleils à combustion lente
à usage personnel seulement.
Poumons qui se prenaient
pour des branchies
puisque d'habitude
ils pompaient la mer.
Foie aguerri
aux beuveries excessives
de vers à forte teneur en alcool.
Cœur en parfait état
à contenance très suffisante
avec différence d'heure
entre ses deux parties
de peur que ceux d'aujourd'hui
ne rencontrent
ceux d'hier.
Peau résistante aux canicules
ses brûlures absorbées
pour les cas graves
de ceux qui ont fondu
dans des soleils à combustion lente
à usage personnel seulement.
Poumons qui se prenaient
pour des branchies
puisque d'habitude
ils pompaient la mer.
Foie aguerri
aux beuveries excessives
de vers à forte teneur en alcool.
Cœur en parfait état
à contenance très suffisante
avec différence d'heure
entre ses deux parties
de peur que ceux d'aujourd'hui
ne rencontrent
ceux d'hier.
5. Παριζιάνικη
οφθαλμαπάτη
Παρέλαση στο
Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των
αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που
φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια
κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να
ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και
περιέργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα
χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το
πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.
5-Mirage parisien
Nous
nous dirigeons vers Notre Dame de Paris
Les
habits rouge et or des lanciers.
Les
excréments des chevaux sur le pavé
Des
petits couples qui s’embrassent
La
Seine une évidence lasse
Des
touristes à la recherche de la bonne adresse
Des
souvenirs et d’étranges queues de gens étranges
Dans
quelques instants les cloches sonneront
Et
selon le programme
Quasimodo
se jettera dans le vide
Sous
une nuée d’applaudissements.
6. Oι θήκες των βιολιών
Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Oι βιολιστές θα’ πρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.
6-LES ETUIS DES VIOLONS
Les
instruments de musique sont pour nous un besoin
Pour
écouter quelque chose de différent
En
dehors de notre voix stupide
Mais
dans les sons du violon
Tu
comprends le sens du silence
Et
de la mort.
Les
violonistes devraient être des nains
Pour
qu’à leur mort on les enterre
Dans
les étuis de leur violons.
7. Mύθος 2
Έκλεισε τα μάτια και σφύριξε
από μια παρόρμηση που γεννήθηκε
μέσα στον κόρφο της απόλυτης σιωπής.
Ήτανε άνοιξη,
τριγύρω το δάσος μύριζε φρέσκια πρασινάδα -
καταυλισμός και καταφύγιο.
Όπου κι αν άπλωνε τα χέρια του
άγγιζε μια ζωή έξω απ’ τη δική του.
Tότε αυτή κατέβηκε απ’ το φεγγάρι
κι ακολουθώντας τη μακρινή γραμμή του
σφυρίγματος
αποκοιμήθηκε στα χείλη του.
7-Mythe 2
Il
a fermé les yeux et a sifflé
À
partir d’une impulsion dont il est né
A
la cime du silence total.
C’était
le printemps,
Tout
autour la forêt embaumait
L’herbe
fraîche
Bivouac
et abri
Là
où il tendait les mains
Il
touchait une vie hors de la sienne
C’est
alors qu’elle est descendue de la lune
Et
en suivant la ligne lointaine du sifflement
Elle
s’endormit sur ses lèvres.
8.Είδη πρώτης ανάγκης
Πήρα δυό κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τσέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Εφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα
8-Choses de première nécessité
J’ai
pris deux morceaux de papier
D’un
côté les courses de l’autre le poème
Je
les ai mis dans la même poche
Du
pantalon magique
Ils
se sont entremêlés
Les
mots ont changé de place
Le
fromage a fondu si près du soleil
Et
les œufs se sont cassés en tombant
Des
pontons des vers
Le
vin rouge s’est répandu
Sur
les mille orifices qui n’avaient pas encore ouvert
Finalement
je suis arrivé dans l’hypermarché
J’ai
acheté des ombres au rabais
Et
un amour resté invendu sur les étagères
Un
ouvre boite spécial pour les conserves de mémoire
Qui
proposent des souvenirs avec date de péremption.
Le
seul quiproquo
A
eu lieu avec le lapin
Dans
le poème il était écrit
Totalement
affolé
Mais
moi je l’ai trouvé égorgé.
9. Με αφορμή χαλάζι
Εκείνο το απόγευμα
έριξε θυμάμαι
πολύ χαλάζι
σε πήρα τηλέφωνο
για να σου πω
ότι δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα
η μπουγάδα είναι μέσα;
Με ρώτησες,
ναι είναι μέσα
όμως εμείς
για μια στιγμή
μου φάνηκε
ότι ήμασταν έξω στην αυλή
αγκαλιασμένοι
και χορεύαμε.
9-DE GRÊLE
Cette
après-midi- là
Je
me souviens il est tombé
Beaucoup
de grêle
Je
t’ai appelée
Pour
te dire
Que
je n’ai jamais vu
Pareille
chose,
Tu
as rentré le linge ?
M’as-tu
demandé
Oui
il est à l’intérieur
Mais
nous
Pour
un instant
Il
m’a semblé
Que
nous étions dehors dans la cour
Enlacés
Et
que nous dansions.
10. Η ερωμένη του παπά
Οταν πέθανε ο δύστροπος παπάς
αγωνιστής της ΕΟΚΑ* πρώην
κακόθυμος με τα χρόνια
και ακριβός στις κηδείες και τα βαφτίσια-
την παράλυτη παπαδιά
την κουβαλούσαν για μέρες
στα χέρια δύο λιγνές Φιλιππινέζες.
Σύντομα την έθαψαν κι αυτή
στον ίδιο τάφο
ίσως μαζί με τις Φιλιππινέζες.
Τώρα τα αυτοκίνητα σταθμεύουν ελεύθερα
μπροστά στο έρημο σπίτι
λίγο ακόμη να τα βάλουν να κάθονται
μέσα στον κήπο οι παλιάνθρωποι.
Όμως μια άγνωστη γυναίκα τους εμποδίζει
διαβάζει το όνομα της
και σηκώνεται
από κρυφό ημερολόγιο
φροντίζει με επιμέλεια τα πράγματα
ανάβει τα κλιματιστικά να μην μαγκώσουν
σκουπίζει, σφουγγαρίζει,
ξεσκονίζει τις τριανταφυλλιές
μαζεύει τα ξεραμένα φύλλα
ανοίγει αυλάκια, κλαδεύει
ύστερα προχωρά
και χάνεται μέσα στο χώμα.
*ΕΟΚΑ. Οργάνωση που αγωνίστηκε την περίοδο 1955-1959 κατά
των Αγγλων αποικιοκρατών.
10-L’AMOUREUSE DU POPE
Quand
le pope au sale caractère est mort
Ancien
Combattant à l’EOKA
Bougon
au fil du temps
Et
surtout pendant les enterrements et les baptêmes-
La
femme du pope paralysée
Etait
pendant des jours transbahutée
Par
deux Philippines.
Désormais
les véhicules stationnent librement
Devant
la maison déserte
Si
ça continue ils les rentreront dans la cour
Ces
sales types
Mais
une femme inconnue les en empêche
Elle
lit son nom.
Et
elle se lève
A
partir d’un vieux calendrier
Elle
prend soin des choses avec conscience
Elle
allume les climatiseurs pour qu’ils ne rouillent pas
Elle
balaie, passe un chiffon
Epoussète
les rosiers
Ramasse
les feuilles mortes
Trace
des sillons, taille
Puis
avance
Et
se perd dans la terre.
EOKA :Organisation
qui a combattu entre 1955 et 1959 contre les colons anglais
11. Δάσος στην αυλή
Επιμένει στα ίδια φυτά.
Τα ποτίζει, τα λιπαίνει
τα χαϊδεύει
δεν τα κλαδεύει ποτέ
είναι σαν να τους κόβω τα χέρια, ομολογεί.
Θα γίνουμε δάσος,
του λένε πειραχτικά
κι εκείνος γελά.
Έχω ένα παραμύθι
μέσα να σας βάλω,
δεν θα μεγαλώσετε ποτέ
τους απαντά.
11-Forêt dans la cour
Il
insiste sur les mêmes plantes
Il
les arrose, les lubrifie
Les
caresses
Il
ne les taille jamais
C’est
comme si je leur amputais les bras, avoue-t-il
On
deviendra une forêt
Lui
disent-ils pour le taquiner
Et
lui il rit.
J’ai
une histoire à mettre en vous
Vous
ne grandirez jamais,
Leur
répond-il.
12. Λήθη
Βαθύ πολύ βαθύ
αυτό που δεν γεμίζει
η απουσία σου.
Κάνω να το καλύψω
με πρόχειρο επίδεσμο,
της λήθης
αλλά επιμένει να ζητά μόνο εσένα
εξαναγκάζοντας το άυλο
για ύλη να σφαδάζει
και να κλαίει.
Πώς γίνεται εκείνο που δεν υπάρχει
να ξέρει τι του λείπει;
Ποιος επιλήσμων ορίζει
τις προδιαγραφές της λησμοσύνης
όσων οριστικά θα εκλείψουν
πέραν και πάνω
απ’ ότι οι μέρες μας
τους δόθηκε ν’ αντέχουν;
Πολυτεχνίτης άγνωστος
με ακρίβεια
φροντίζει
η έλλειψη τους
βαριά να πέφτει
Σαν να υπήρχαν.
12- Oubli
Profond très profond
Ce qui ne remplit pas
Ton absence
J’essaye de le couvrir
Avec un bandage de fortune
De l’oubli
Mais il insiste pour ne demander que toi
Astreignant
l’immatériel
Pour
une matière qui se tortille
Et
qui pleure
Comment
se fait-il que ce qui n’existe pas
Sache
ce qui lui manque
Qui
ordonne
Les
préambules de l’oubli
De
ceux qui vont éclipser
Au-delà
et au dessus
Ce que
nos jours
Nous
ont donné à supporter
Polytechnicien
inconnu
Qui
s’essaye vraiment
A
leur manque
Qui
tombe lourdement
Comme s’ils existaient
13. Σε τόμους
Οπως οι εκλιπόντες
τοποθετούνται ευλαβικά στα φέρετρα
τα φέρετρα
στους θαλάμους των νεκροτομείων
όπως οι φωτογραφίες των εξαφανισθέντων
σε αστυνομικούς
σταθμούς αναρτούνται
όπως οι σκελετοί
των προϊστορικών ζώων
στα μουσεία μεταφέρονται
έτσι και τα
ποιήματα
σε τόμους καταλήγουν.
13. Volumes
Tels
que les disparus
Sont placés
solennellement dans les cercueils
Les
cercueils
Dans
les couloirs des morgues
Pareils
aux photos des disparus
Accrochés
dans les postes de police
Comme
les squelettes
Des
animaux préhistoriques
Qui
sont transportés dans les musées
Pareils
aux poèmes
Qui
finissent en volumes.
14. Ο σκύλος και ο άνθρωπος
Ηταν ένας άνθρωπος
είχε ένα σκύλο
τον φώναζε γύφτο
όταν τον βρήκε πεταμένο μέσα στα χωράφια
τα πισινά του πόδια ήταν κομμένα.
Κάθε απόγευμα
του φοράει δύο τροχούς
και τον βγάζει
βόλτα στη γειτονία
Ο γύφτος κάνει σαν τρελός απ’ τη χαρά του
τα κομμένα του πόδια
δεν υπάρχουν πια.
14-L’homme et le chien
Il
était un homme
Qui
avait un chien
Qu’il
nommait bohémien
Quand
il l’eut trouvé au milieu des champs
Ses
pattes arrière étaient coupées
Chaque
après-midi
Il
lui ajuste deux roues
Et
il le sort promener dans le quartier
Le
bohémien est fou de joie
Ses
pattes coupées
N’existent
plus.
15. Ο τάφος
Αυτός που σκότωσες
πέρασε μέσα σου
φώλιασε τρομαγμένος σαν αηδόνι
στο ταβάνι του πίσω μπαλκονιού σου
περιφραγμένη θέα επιλέγει
και δεν μιλάει.
Φοβάσαι την μετέωρή του σιωπή
το βουβό του κατηγορώ
που ως ουρλιαχτό διασκορπίστηκε στα κύτταρά
σου.
Μέσα σου ζει ο σκοτωμένος
ασάλευτος σαν νεκρός
δεν σου ζητά τον λόγο
μόνο χορτάρια και βρύα σε γεμίζει
με μύρα μυρωδικά σε ραίνει
ηχούν τρισάγια στ’ αφτιά σου
γίνεσαι ο τάφος του.
15-Le tombeau
Celui
que tu as tué
Est
entré en toi
Il
a fait son nid
Affolé
comme une hirondelle
Sur
le toit de ton arrière balcon
Il
a choisi un paysage fermé
Et
il ne parle pas.
Tu
as peur de son silence
Le
mutisme du j’accuse
Hurlement
qui s’est répandu dans tes cellules
Dans
toi vit celui que tu as tué
Comme
tout mort
Il
ne te demande pas la parole
Il
te remplit seulement d’herbes et de mousse
Il t’encense
de parfums de myrrhe
Des
prières bruissent dans tes oreilles
Tu
deviens son tombeau.
16. Οι περισσότεροι είναι σαν κι εσένα
Διαβάζοντας και μαθαίνοντας
διάφορα
καταλαβαίνεις πως όσα έχεις
γράψει
τα περισσότερα
όσα θα γράψεις και θα πεις
στο μέλλον
έχουν ήδη ειπωθεί.
Τότε είναι που πρέπει να
σωπάσεις
και να αποσυρθείς από τους
στίχους
σαν ένας άνθρωπος που έπαιξε
και έχασε
που προσπάθησε αλλά δεν ήταν
αρκετό.
Όμως μην είσαι σκληρός με τον
εαυτό σου
δεν φταις εσύ
ο σκοπός σου δεν ήταν ο
μοναδικός σκοπός της ζωής σου
τα όνειρά σου δεν ήταν αρκετά
δυνατά για να σε οδηγήσουν
ως εκεί που ήθελες.
Μη ρίχνεις ευθύνη στον εαυτό
σου
οι περισσότεροι είναι σαν κι εσένα.
16- la plupart des gens sont comme toi
En
lisant et en apprenant des choses diverses
Tu
comprends que les choses que tu as écrites
La
plupart des choses
Que
tu vas écrire ou dire dans l’avenir
Ont
déjà été soumises
C’est
alors que tu dois te taire
Et
t’éloigner des vers
Comme
un homme qui a joué et perdu
Qui
a essayé mais ce n’était pas suffisant.
Mais
ne soit pas difficile avec toi-même
Ce
n’est pas de ta faute
Ton
objectif n’était pas le seul objectif de ta vie
Tes
rêves n’étaient pas assez forts pour qu’ils te conduisent
Là
où tu voulais
Ne
jette pas la faute sur toi
La
plupart des gens sont comme toi.
17.
Πρωινή εικόνα
Το πρωί αποκαλύπτει στον
καμβά της μέρας
μιαν εικόνα με παγωμένους
μετανάστες.
Στέκονται στη στάση
περιμένοντας το φανταστικό
λεωφορείο
θέλουν να τους πάει πέραν από
προκαθορισμένα δρομολόγια
θέλουν να τους πάει σε γη
προγονική
μακριά από εργοδότες με
βρόμικα νύχια
χοντρές κυρίες που διατάζουν
γέρους που λιώνουν μόνοι
θέλουν να τους πάει
μακριά από την ετοιμόρροπη
παράγκα
δίπλα στο απειλητικό ποτάμι
και τ’ άγρια χόρτα που
κυκλώνουν τη χαλασμένη πόρτα
τους οξειδωμένους μεντεσέδες
που τρίζουν
να μη φοβούνται πια τις
νύχτες
θέλουν
να προλάβουν να ξαναδούν τη
μάνα τους
να ξαναμυρίσουν πατρίδες.
Τα παιδιά μου θα βγουν σε
λίγο στον δρόμο
τα παιδιά μου θα βγουν να
παίξουν στον δρόμο.
Μονάχα αυτά θα δουν τους
μετανάστες
να επιβιβάζονται.
17-Image matinale
Le
matin trace le canevas de la journée
Une
image avec des réfugiés frigorifiés
Ils
sont debout à la station
Dans
l’attente de l’autobus imaginaire
Ils
veulent qu’il les emmène loin des routes tracées
Ils
veulent qu’il les emmène sur la terre des ancêtres
Loin
des entrepreneurs aux ongles sales
Des
grosses dames qui donnent des ordres
De
vieillards qui fondent dans la solitude
Ils
veulent qu’il les emmène
Loin
du baraquement croulant
Près
du fleuve menaçant
Et
les herbes sauvages qui encerclent la porte branlante
Les
gonds rouillés qui grincent
Ne
plus avoir peur des nuits
Ils
veulent
Avoir
le temps de revoir leurs mères
Sentir
de nouveau leurs terres.
Dans
un instant mes enfants vont sortir dans la rue
Mes
enfants vont sortir jouer dans la rue.
Ils
seront seuls à voir les réfugiés
Embarquer.
18. Λιχουδιές σε κάδους
απορριμμάτων
Διαλέγουν
συνήθως τις λιχουδιές
με
βάση το μνημονικό του ουρανίσκου τους
την
εξωραϊσμένη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους
συνδυάζοντας
πάθος για νέες γεύσεις με βουλιμία
καλούς
τρόπους και αριστοκρατική φινέτσα
το
ίδιο και το χαμίνι της γειτονιάς
λιποβαρής
στα κιλά ενός παιδιού
δεν
τον υπολογίζεις
περνά
απαρατήρητος
όταν
πεθάνει
μια
σελίδα θα έχει σχιστεί
από
παραμύθι που δεν διάβασε κανείς
με
το ποδήλατό του περιφέρεται στις γειτονιές
γι’
αυτόν δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο
οσμίζεται
σαν λαγωνικό
αποκλειστικά
το χρήσιμο
κοντοστέκεται
κοιτάζει
αριστερά, δεξιά
και
επιτίθεται
στους
κάδους απορριμμάτων
διαλέγοντας
πάντα τις λιχουδιές.
18- Agapes dans les bacs à ordures
Ils
choisissent d’habitude les agapes
Avec
pour mémoire leur palais
L’idée
embellie qu’ils ont d’eux-mêmes
Ils
assemblent avec pathos de nouvelles saveurs avec boulimie
Avec
les bonnes manières et une finesse aristocratique
Pareil
avec le galopin du quartier
Qui
n’a pas le poids légal pour un enfant
Tu
ne le comptes pas
Il
passe sans se faire remarquer
Quand
il mourra
Une
page sera déchirée
D’un
conte que personne n’aura lu
Avec
son vélo il fait des tours d’un quartier à l’autre
Pour
lui il n’y a rien d’humain
Il
se lance comme un lévrier
Exclusivement
à l’essentiel
Il
s’arrête un moment
Il
regarde à gauche puis à droite
Et
il bondit
Dans
les bacs à ordures
Choisissant toujours les agapes.
19. Το περίκλειστο σπίτι (Του Άρη και της Κυριακής)
Ένας άνθρωπος
μπαίνει σ’ ένα σπίτι.
Εκεί ζουν δυο
μικρά παιδιά.
Η γιαγιά τους τα
φροντίζει μονάχη.
Η γιαγιά λέει
είναι 63 χρονών
όμως στο πρόσωπό
της
διαγράφονται
σκιές ερειπίων
χαράζονται
αυλακιές
που μέσα τους
κύλησαν και στέγνωσαν
πολλά μαρτύρια
ίσως επειδή ο
πατέρας της είχε σκοτώσει τη μητέρα της
ίσως επειδή
μεγάλωσε σε στέγες ανηλίκων
ίσως επειδή είχε
μια δύσκολη ζωή
ίσως επειδή δεν
θέλει πια να θυμάται τίποτα
και χωρίς το
βάρος της μνήμης μας
ελαφρότερους μας
παρασέρνει
προς το τέλος ο
χρόνος.
Ένας άνθρωπος
μπαίνει σ’ ένα σπίτι
μετά από μια
τυχαία αλληλουχία γεγονότων
εκεί ζουν δυο
μικρά παιδιά
οι γονείς τους
είναι το σπασμένο παράθυρο στο υπνοδωμάτιο
που τον χειμώνα
μπάζει παγωμένο αέρα
οι γονείς τους
είναι η παλιά τηλεόραση
που δείχνει
μαυρόασπρα έργα τρόμου
η ξεχαρβαλωμένη
πόρτα
οι ξεφτισμένοι
τοίχοι.
Ένας άνθρωπος
μπαίνει σ’ ένα σπίτι
μοιράζει γλυκά
στα παιδιά,
σαν να ήταν δικά
του
τηλεφωνά στις
αρμόδιες υπηρεσίες για να κάνουν κάτι
μετά από έναν
χρόνο
τηλεφωνά ξανά
στις αρμόδιες υπηρεσίες για να κάνουν κάτι
θέλει να σβήσει
τον πόνο
να μετριάσει
τον θρίαμβο του
πένθους
όμως
δεν θα μάθει ποτέ
τί έχουν τα παιδιά στις ψυχές τους
τον τρόπο που
χτυπά η καρδιά τους
πώς είναι
τις κρύες νύχτες
του πυρετού
δεν θα τ’ ακούσει
να πνίγονται στον βήχα μέχρι το πρωί
διότι τα παιδιά δεν
ανήκουν σε κανέναν πια
—και τα παιδιά
πρέπει σε κάποιον να ανήκουν—
κι αυτός δεν θα
μπορέσει ποτέ
να φύγει από το σπίτι.
19-La maison cadenassée(de Aris et Kyriaki)
Un
homme entre dans une maison.
Là
vivent deux petits enfants.
Leur
grand-mère prend soin d’eux seule.
La
grand-mère dit qu’elle a 63 ans
Mais
sur son visage s’inscrivent les ombres des ruines
Se
creusent des sillons
A
l’intérieur desquels ont glissé et séché
De
nombreuses souffrances
Peut-être
parce que son père avait tué sa mère
Peut-être
parce qu’elle a grandi sous les toits d’adultes
Peut-être
parce qu’elle avait une vie difficile
Peut
être parce qu’elle ne veut plus se rappeler de rien
Et
sans le poids de notre mémoire
Le
temps nous trimballe
Vers
la fin plus légers.
Un
homme entre dans une maison
Apres
une connexion d’évènements hasardeux
Là-bas
vivent deux petits enfants
Leurs
parents c’est la fenêtre brisée de leur chambre
Par
où l’hiver entre de l’air glacée
Leurs
parents c’est la vieille télé
Qui
montre des films d’horreur en noir et blanc
La
porte sortie de ses gonds
Les
murs écaillés.
Un
homme entre dans une maison
Distribue
des gâteaux aux enfants,
Comme
s’ils étaient les siens
Il
appelle les autorités compétentes pour qu’elles fassent quelque chose
Un
an plus tard
Il
rappelle les autorités compétentes pour qu’elles fassent quelque chose
Il
veut effacer la douleur
Tempérer
Le
triomphe du deuil
Mais
Il
ne saura jamais ce qu’ont les enfants dans leur for intérieur
La
manière dont leur cœur bat
Comment
sont
Les
nuits froides de la fièvre
Il
ne va pas les entendre s’étouffer dans la toux jusqu’au matin
Parce
que les enfants n’appartiennent plus à personne
-Et
les enfants doivent appartenir à quelqu’un-
Et
lui il ne pourra jamais
S’en
aller de la maison.
20.
Νουθεσία
Σε σας που τα παιδιά σας
μεγάλωσαν μακριά σας
και η ζωή τους χωράει ολάκερη
σ’ ένα υπόστεγο της μνήμης
σας
ή σ’ ένα φιλμ της
φωτογραφικής σας μηχανής
σε σας που γεράσατε
μακριά από τα παιδιά σας
χωρίς να δείτε το χνούδι τους
να ξεδιπλώνεται σε τρίχα
το χρώμα του ματιού ν’
αλλάζει
σκιρτήματα να μπλέκονται
και μαγικά να μεταπλάθονται
σε λέξεις και κινήσεις
χωρίς να τα μάθετε να
σηκώνονται όταν πέφτουν
που τα παιδιά σας μεγάλωσαν
έξω από τα όρια των ημερών
σας
φοβισμένα κάποτε μέσα στις
δικές τους μέρες
που εσείς ποτέ δεν μείνατε ως
το τέλος
και βλέποντάς τα μια φορά
κάθε τόσο
αισθάνεστε ότι επιτελέσατε
ένα χρέος
ένα θέλω να πω:
Να τα σκεφτείτε κάποτε
πιότερο απ’ ό,τι σκεφτήκατε
ποτέ κάτι ή κανέναν
να βρείτε κάποτε
τη δύναμη που θα σας δώσει
η αναπόφευκτη παράδοση
στην ολική φθορά του είδους
για να ομολογήσετε
πόσο λαθέψατε περιμένοντας τα
πράγματα
από μόνα τους ν ’αλλάξουν
και επιστρέφοντας σ’ έναν
δρόμο
που είναι χαρτογραφημένος
μόνο
μέσα στα δικά σας χρόνια
να τα αποχαιρετήσετε με πάθος
όπως ξεραμένο φύλλο
σε έσχατη απόπειρα ευωδίας
τεντώνει ξαφνικά τους
νευρώνες του
πριν ανεμοσκορπιστεί
στα πέρατα του κόσμου.
20-REMONTRANCE
Vous
dont les enfants
Ont
grandi loin de vous
Et
dont la vie se love entièrement
Dans
un recoin de votre mémoire
Ou
dans un film de votre appareil photographique
A
vous qui avez vieilli
Loin
de vos enfants
Sans
voir leur duvet
Se
déplier en poil
La
couleur de leur œil changer
Des
tressaillements s’emmêler
Et
par magie se transformer en paroles et gestes
Sans
leur avoir appris à se relever quand ils tombent
Vous
dont les enfants ont grandi
Hors
des limites de vos jours
Apeurés alors
à l’intérieur de leurs propres jours
Où
vous n’êtes jamais restés jusqu’au bout
Et
en les voyant une fois de temps en temps
Vous
sentez que vous avez accompli un dû
Un
je voudrais dire :
Pensez-y
une fois
Mieux
que la fois ou vous vous êtes souvenu de quelque chose ou Quelqu’un
Vous
trouverez alors
La
force que va vous donner
L’inévitable
tradition
Dans
la destruction totale du genre
Pour
finir par avouer
Combien
vous vous êtes trompés en attendant les choses
Pour
qu’elles changent d’elles-mêmes
Et
de retour sur une route
Qui
est seulement cartographiée
A
l’intérieur de vos propres années
Saluez-les
avec passion
Pareille
à une feuille séchée
Dans
une dernière tentative de parfum
Qui
tend soudain ses nervures
Avant
d’être jetée aux quatre vents
Jusqu’au
bout du monde.
21. Ανάκτορα Μεγάλου Πετρου
Από τ’ ανάκτορα
του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι τον
κουτσό Αζέρο
να λογοφέρνει με
τη γυναίκα του
και να εγκαταλείπει
τα τρία παιδιά του
ανεβαίνοντας
αλαφιασμένος τα σκαλιά
που κάποτε
ανέβαιναν
ο Μεγάλος Πέτρος
και οι αυλικοί του.
Από τ’ ανάκτορα
του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι το
μικρότερο παιδί του Αζέρου
να γαντζώνεται
από το σακατεμένο πόδι
του πατέρα του
να τον ικετεύει
μάταια να μη φύγει
να κλαίει πάνω
στα σκαλοπάτια.
Από τότε
φαντάζομαι το μικρό αγόρι
να μεγαλώνει με
ιλιγγιώδη ταχύτητα
να απομακρύνεται
από τ’ ανάκτορα
να γίνεται
πατέρας που δεν φεύγει.
Μα το αγόρι δεν
μεγάλωσε ποτέ
το αγόρι έμεινε
για πάντα ασάλευτο
στα σκαλιά των
Ανακτόρων
να περιμένει
τον πατέρα του να
επιστρέψει
αυτά ακριβώς
θυμάμαι
από τα ανάκτορα
του Μεγάλου Πέτρου.
21-Les palais de Pierre le Grand
Du
Palais de Pierre le Grand
Je
me souviens d’ Azero le boiteux
Errant
avec sa femme
Et
abandonnant ses trois enfants
Grimpant
essoufflé les escaliers
Que
jadis grimpaient
Pierre
le Grand et ses courtisans
Du
Palais de Pierre le Grand
Je
me souviens du plus petit enfant d’ Azero
Agrippé
à la jambe malade de son père
Les
yeux rivés sur lui
De
peur qu’il s’en aille
Pleurant
sur les escaliers
Depuis
je me suis imaginé l’enfant
Grandir
à une vitesse vertigineuse
S’éloignant
du palais
Devenant
un père qui ne s’en va pas
Mais
l’enfant n’a jamais grandi
L’enfant
est resté pour toujours inébranlable
Sur
les marches des Palais
Attendre
Que
son père revienne
C’est
exactement ce dont je me souviens
Des
Palais de Pierre le Grand.
22. Ο βλαστός
Δεν αρκεί ο βλαστός να είναι
καλός
πρέπει να φυτευτεί σε χώμα
γόνιμο
σε μέρος σωστό
όχι πολύ κοντά
ούτε πολύ μακριά
από ύπουλα αγριόχορτα
που φθονώντας θα τον πνίξουν
ή που απομονώνοντάς τον
θα τον στεγνώσει η μοναξιά
του.
Έτσι και τη ζωή σου
μην την φυτέψεις όπου να ’ναι
δεν υπόκειται σε
μεταφυτεύσεις
ψάξε καλά το έδαφος
τις πιθανές μελλοντικές
αναπτύξεις
την πετροποίηση του φυσικού
της περιβάλλοντος
κι αν δεν βρεις αυτό που
ζητάς
γύρεψε λύση στο νερό.
22-Le jeune pousse
Il
ne suffit pas que le jeune pousse soit bon
Il
faut le planter dans une terre fertile
À
un endroit approprié
Pas
trop près
Ni
trop loin
Des
herbes sauvages sournoises
Qui
en croissant risque de l’étouffer
Ou
qui en l’isolant
Risque
de se dessécher
De solitude.
De solitude.
Ainsi
de ta vie.
Ne
la plante pas n’importe où
Elle
ne peut être soumise à la transplantation
Cherche
bien la terre
Les
possibles développements futurs
La
pétrification de son environnement naturel
Et
si tu ne trouves pas ce que tu cherches
Cherche la
solution dans l’eau.
23. Για τις Κερύνειες *
Ποιοί είναι αυτοί που λένε
ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως
ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν
μπορεί να γίνει αύριο.
Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι
εκεί;
Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον
τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι
γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω
στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου
τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με
πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές
της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσά της με τις θάλασσες
που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι
των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η
απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την
επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα
ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι
πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει
τους χειμώνες
δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι
γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά,
της εποχής
ίσως μάλιστα να τους
ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να
γίνουν.
*Κερύνεια.
Κατεχόμενη εδώ και 39 χρόνια, από τα τουρκικά στρατεύματα, πόλη, στο βόρειο
μέρος της Κύπρου,
23. A propos des Kyrinias
Qui
sont ceux qui disent
Que
Kyrinia est perdue
Ce
sont les gens sages
Eux
savent mieux que quiconque que ce qui se perd
Ne
se rend pas
Que
les erreurs des faibles
Se
paient irrémédiablement
Et
qu’avec le gain des puissants
Ils
voient aujourd’hui ce qui ne peut pas se produire demain
Comment
se serait-elle perdue puisqu’elle est encore là-bas
Parfois
je l’entends dans un chant insensé marquant le retour
Ce
que les sages n’aiment pas qu’on enseigne dans les écoles
Un
jour je crois que je monterai dans le wagon
De
ce train tout rouillé
Qui
en sifflant avec hésitation se rapproche de moi
Pour
que je puisse me trouver pour la première fois
Là
où ses côtes se déploient
Pour
voir si brille de la même manière la mer
pareilles
aux mers que je connais
Oui
elle se trouve là-bas
Placée
sur la table des entremetteurs
Pour
que soit définitivement valide sa perdition
Tu
pourras bien sûr la visiter
Ses
paysages demeureront les mêmes
Ses
montagnes et leurs versants ne changeront pas
Le
vent glacial qui les bat pendant l’hiver
Elle
n’appartient à personne
Peut-être
que les sages ont raison
Peut-être
qu’ils disent des choses justes, allant avec l’époque
Peut-être
que moi-même je les suivrai
Dans
cette certitude qui leur est propre
Si je
n’étais pas retenu
Par
l’inexplicable persévérance
De
voir de l’ombre
Jusqu’à
ce que le corps finisse
Par
cueillir de la poussière
Jusqu'à
ce que la terre nous revienne
Et
que tout se métamorphose
Alors
que les sages
Assurent
qu’il est impossible que cela ait lieu.
Kyrinia :
ville occupée depuis 39 ans, par les armées turques, au nord de Chypre
24. Απελπισία
Όταν μιας ώρας κέρδη τους
ή το ετήσιο μέρισμα των
μετοχών τους
ισούνται ή ξεπερνούν μαζί
όλους τους μισθούς της ζωής
σου
και τα έξοδα κηδείας
όταν το χαρτζιλίκι των
παιδιών τους
τα σπορ αμάξια που τους
αγοράζουν
είναι όλα της ανεργίας τα
επιδόματα
όλα τα συσσίτια στους μαθητές
που ο ένας μετά τον άλλο
λιποθυμούν από ασιτία
ή την ώρα που διαμοιράζεται
το γάλα
κι αλείβεται το ψωμί με φτηνή
μαρμελάδα
κρύβονται από ντροπή
στις τουαλέτες των σχολείων
να μη φανεί ότι δεν πήραν
πρόγευμα
ότι δεν είχανε λεφτά για την
καντίνα
διότι ο πατέρας τους κείτεται
μήνες ανήμπορος
σε κιτρινισμένο στρώμα
ενώ η μητέρα τους καθαρίζει
σκάλες
την ώρα που οριστικά φυλλοροεί
το απαλό της χάδι πάνω στο
κρύο μάρμαρο
όταν με την αφθονία των
εδεσμάτων
στις λαμπερές τους δεξιώσεις
ένεκα νηπενθούς γαμήλιας
επετείου
(ή πένθιμης απώλειας
προσφιλούς)
επιτυχών εμπορικών συναλλαγών
ή κολοσσιαίων συγχωνεύσεων
διασκεδάζοντας με αυλικούς
της εξουσίας
κάνοντας γενναιόδωρες
εισφορές
για τις προεκλογικές τους
εκστρατείες
κρυφίως αλλά με στενοχώρια
για την κατάσταση στην οποία
έχει περιέλθει ο τόπος
θα μπορούσε να ταϊστεί
ένα κομμάτι αυτού του
πεινασμένου πλήθους
που έρπει στιγματίζοντας
ιστορικές πλατείες
την ευπρέπεια της ηθικής τους
κι αν τυχόν κάνει να σηκωθεί
θα καταρρεύσει πέφτοντας
σε προκατασκευασμένους
ομαδικούς τάφους
όταν εγώ
χτυπημένος από επίμονη
βρογχίτιδα
πολύ καπνό και αδιάκοπη ροή
απελπισίας
τίποτα δεν μπορώ να κάνω για
όλα αυτά
και μόνο να γράφω μπορώ
μόνο να γράφω
ποιήματα λαξεύοντάς τα σε
τόξα
και στίχους τροχίζοντάς τους
σε βέλη
για να σημαδεύω
χωρίς μάτια
χωρίς μάτια πια
τα απεχθή είδωλά τους
δίχως κάποια έστω
πιθανότητα
επιτυχίας.
24- Désespoir
Quand
une heure de leur gain
Ou
le dividende annuel de leurs actions
Valent
ou dépassent au total
Tous
les salaires de ta vie
Et
les dépenses pour les funérailles
Quand
l’argent de poche de leurs enfants
Leurs
voitures de sport qu’ils leur achètent
Représentent
toutes les allocations de chômage
Tous
les repas des étudiants
Qui
l’un après l’autre de faim s’évanouissent
Ou
au moment de la distribution du lait
Et
que le pain est enduit de marmelade bon marché
Ils
se cachent de honte
Dans
les toilettes des écoles
Pour
ne pas qu’on se rende compte
Qu’ils
n’ont pas eu de déjeuner
Qu’ils
n’avaient pas les sous pour la cantine
Parce
que leur père croupit depuis des mois impuissant
Sur
un lit jauni
Pendant
que leur mère nettoie les escaliers
A
l’heure où elle effleure une dernière fois
De
sa caresse légère le marbre glacé
Quand
avec la profusion de nourriture
Dans
leurs réceptions lumineuses
Eu
égard au deuil il y a cérémonie de mariage
Ou
la perte tendrement endeuillée d’un être cher
Échanges
commerciaux réussis
Ou
fusions colossales
S’amusant
avec des courtisans du pouvoir
Faisant
des propositions généreuses
Pour
leurs campagnes préélectorales
En
cachette mais dans l’inquiétude
Pour
l’état où se trouve le pays
On
pourrait nourrir
Une
partie de ce peuple d’affamés
Qui
rampe en stigmatisant sur des places historiques
La
bienséance de leur moralité
Et
s’il fait mine de se lever
Il
finira par tomber
Dans
des tombeaux collectifs préfabriqués
Quand
moi
Frappé
par une bronchite qui dure
Beaucoup
de fumée et d’écoulement ininterrompu de désespoir
Je
ne peux rien faire pour cela
Je
ne peux qu’écrire
Seulement
écrire
Des
poèmes sculptés en arcs
Et
des vers aiguisés tels des flèches
Pour
que je puisse viser
Sans
yeux
Désormais
sans yeux
Leurs
répugnantes idoles
Sans
même le moindre
Soupçon
de réussite.
25. Η οφειλή
Θα υπάρχει πάντα μια οφειλή
σε αυτούς που δεν τα
κατάφεραν
σε αυτούς που δεν ήταν τόσο
ευαρμόστως δυνατοί
τόσο προσαρμοστικοί
όσο οι περισσότεροι
για να τα καταφέρουν
θα υπάρχει πάντα μια οφειλή
σε αυτούς που δεν πέρασαν
στην επόμενη μέρα
στην επόμενη βδομάδα
γιατί είχαν μπροστά τους
ένα βουνό
και λίγες αντοχές να τ’
ανεβούν
σε αυτούς που δεν είχαν
καταστρώσει
ένα καλό σχέδιο διαφυγής
που δεν είδαν
τα παράθυρα πίσω απ’ τον
τοίχο
το χλομό φως που ίσως να τους
έδειχνε
έναν δρόμο
θα υπάρχει πάντα μια οφειλή
γιατί δεν έγινες το παράθυρο
γιατί δεν έγινες το φως
για
κείνους.
25- LA DETTE
Il
y aura toujours une dette
Pour
ceux qui n’ont pas réussi
Pour
ceux qui n’étaient pas suffisamment forts
Pas
suffisamment malléables
Comme
la plupart
Il
y aura toujours une dette
Pour
ceux qui ne sont pas passés
Au
jour suivant
À
la semaine suivante
Parce
qu’ils avaient devant eux
Une
montagne
Et
quelques réticences
Pour
les grimper
À
ceux qui n’avaient pas établi
Un
bon plan de fuite
Qui
n’ont pas vu
Les
fenêtres derrière le mur
La
lumière pâle qui aurait pu leur montrer
Un
chemin
Il
y aura toujours une dette
Parce
que tu n’es pas devenu la fenêtre
Parce
que tu n’es pas devenu la lumière
Pour
eux.
26. Tελική κρίση
Θέλω να σταματήσω να προδίδω την ποίηση.
Nα προσθέσω επιτέλους στις λέξεις
το αληθινό τους νόημα.
Nα μπορέσω να μεταφέρω τη σιωπή
που υπάρχει εντός μου σε όλο της το μεγαλείο
μπρος σε δυο απροκατάληπτα μάτια.
Nα γυμνωθώ και να κοιτάζω κι εγώ
με το εκ γενετής ηλίθιο βλέμμα μου.
Ύστερα να περιμένω ν’ ακούσω
το σύρσιμο της σαύρας από τα ερείπια,
ή το φτερούγισμα του περιστεριού
μ’ ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος
26- Crise finale
Je
veux arrêter de trahir la poésie
Rajouter
finalement aux mots
Leur
sens véritable.
Pouvoir
transposer le silence
Qui
existe en moi dans toute sa splendeur
Devant
deux yeux sans préjugés
Me
dénuder et regarder à mon tour
Avec
mon regard stupide inné
Puis
attendre pour entendre
Le
rampement du lézard à l’intérieur des ruines
Ou
le bruissement des ailes de la colombe
Une
branche d’olivier dans le bec
27. Καθώς έφευγε η Στοκχόλμη
Στον ποιητή Αλεξέι Πούριν
Καθώς έφευγε η
Στοκχόλμη
κι ο ποιητής
Αλεξέι,
που πωλούσε
ρολόγια και άλλα τιμαλφή
στην Αγία
Πετρούπολη
για να τα βγάλει
πέρα,
που δεν μιλούσε
άλλη γλώσσα
πέραν της δικής
του,
μου έγραφε:
«Στον ακριβό μου
φίλο,
τον φύλακα-άγγελό
μου σε αυτή την πόλη»
επειδή του
μετέφραζα ανούσιες ομιλίες
και τον κέρασα
ένα ποτήρι κρασί
να πιούμε στην
υγεία
της χαμένης
Ρωσίας,
με κατέλαβε
απροσδόκητο τρεμούλιασμα
αγωνία
αν η ευγενική
χειρονομία
ενός ταπεινού
ανθρώπου
θα μπορούσε στο
μέλλον
να ανακληθεί ως
ανάμνηση ανθεκτική
δηλαδή
ανάμνηση που δεν
την διαλύουν
τα χημικά της λήθης και του χρόνου.
27- Pendant que Stokholm défilait
au
poète Alexei Pourine
Pendant
que Stockholm défilait
Et
que le poète Alexei
Vendait
des montres et autres bijoux
À
St. Petersbourg
Pour
s’en sortir
Lui
qui ne parlait de langue
Que
la sienne
Il
m’écrivait
« À
mon cher ami
Mon
ange gardien dans cette ville »
Parce
que je lui traduisais des discours insipides
Et
que je lui ai offert un verre de vin
Que
nous avons bu à la santé
De
la Russie perdue
Je
fus saisi d’un tremblement inattendu
Une
angoisse
Comme
si le geste poli
D’un
homme humble
Pouvait
à l’avenir
Se rappeler
comme un souvenir qui résiste
C'est-à-dire
Un
souvenir que ne peuvent diluer
Les
chimies de l’oubli et du temps.
28. ΟΛάζαρος
Την επαύριον της
ανάστασής του
αφότου εκραύγασεν
ο Χριστός
Λάζαρε δεῦρο ἔξω
και αυτός εξήλθε
του τάφου, μέσα από τη σπηλιά
άναυδος αρχικά
μέχρι να
αφυπνιστούν ξανά οι αισθήσεις του
μέχρι να
ανακαλέσει πώς είναι οι ζωντανοί,
θυμήθηκε θολά
μέσα απ’ τη ζάλη του
πως άκουσε τη
Μάρθα να προλέγει
Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι
και ντράπηκε
φρικτά.
Πώς βγήκε μες
στους ζωντανούς με την οσμή του τάφου;
Άρχισε τότε ν’
αναρωτιέται
άρχισε να ζυγίζει
τα υπέρ και τα κατά
αν ο Χριστός
έπραξε το σωστό
αν έπρεπε να τον
ξανατραβήξει προς το φως
αν έπρεπε να
ξαναπερπατήσει δηλαδή
αν ήταν δίκαιο να
ξαναπερπατήσει
ή αν ο Χριστός
λαθεύτηκε απ’ την πολλή του αγάπη.
Κι έμεινε η σκέψη
αυτή μαζί του,
ώσπου ξανάγινε
νεκρός
δίχως ποτέ του να
δοθούν τα χείλη του σε γέλιο.
28- LAZARE
Le lendemain
de sa résurrection
Alors
que le Christ poussa un cri
Lazare
sortit au dehors
Et
lui sortit du tombeau, de l’intérieur de la grotte
Au
début effaré
Jusqu'à
ce qu’il retrouve ses sensations
Jusqu’à
ce qu’il prenne conscience de comment sont les vivants
Il
se souvint avec trouble au milieu de son vertige
Qu’il
avait entendu Marthe prédire
Seigneur,
c’est déjà le quatrième jour
Et
il eut une terrible honte
De
la manière dont il est sorti au milieu des vivants du fond du tombeau
C’est
alors qu’il commença à se demander
A
soupeser les pour et les contre
Si
le Christ avait agi avec justice
S’il
devait le ressortir vers la lumière
S’il
fallait donc qu’il remarche
S’il
était juste qu’il remarche
Ou
si le Christ s’était trompé par son trop grand amour
Et
cette idée est restée en lui.
Jusqu'à
ce qu’il meurt de nouveau
Sans
que jamais ses lèvres ne connaissent le rire.
29. Εσύ ως
ανάμνηση των άλλων
Μορφή συνιδιοκτησίας με
άλλους το παρελθόν
κοινόβιο φαντασμάτων
που από τη μνήμη
διοχετεύονται
στου καθενός τον καθρέφτη
εσύ απέναντί του
των άλλων τις μορφές
να ανακαλείς
που κοντοστάθηκαν κάποτε
ως σώματα στο διάβα σου —
κι οι άλλοι τη δική σου να
διακρίνουν
εκεί που πέρασες
εκεί που πέρασαν
κι όλοι απομείνατε μια έκχυση
φωτός
που αποκτά ενίοτε μορφή
πριν συσσωρευτεί σε
οφθαλμαπάτη
που ο καθένας βλέπει
διαφορετική
γιατί πάντοτε κάποιος λείπει
από το προσκλητήριο
κάποιου η μορφή
δεν εμφανίζεται στη
φωτογραφία
δεν ξέρω πώς αλλιώς να το
εξηγήσω
αυτός που ψάχνεις και δεν
μπορείς να δεις
αυτός
είσαι εσύ.
29-Toi comme souvenir des autres
Air
de copropriété avec d’autres pour passé
Communauté
de fantômes
Qui
de leur mémoire sont déviés
Sur
le miroir de chacun
Toi
face à lui
Les
visages des autres
Tu
dois révoquer
Qui
se sont un jour arrêtés un moment
Comme
des corps sur ton passage
Alors
que les autres distinguent ton visage
Là
où tu es passé
Là
où ils sont passés
Et
tous vous avez fini en effusion de lumière
Qui
prend en elle une certaine apparence de temps à autre
Avant
de s’enfoncer dans un mirage
Que
chacun voit différemment
Parce
qu’il y a toujours quelqu’un qui manque à l’invitation
Le
visage de quelqu’un
N’apparaît
pas sur la photographie
Je
ne sais pas comment l’expliquer autrement
Celui
que tu cherches et que tu ne peux voir.
C’est
à dire toi.
30. Το βιβλίο
Αν ο έρωτας είναι
ένα βιβλίο
η γυναίκα ξέρει
μόνο να το διαβάζει
ο άντρας
περιπλανιέται σε σταυροδρόμια
που ανοίγουν οι
λέξεις
άλλοτε μπροστά
άλλοτε πίσω
και πορεύεται
χαμένος
εκεί όπου ακόμη
δεν έχουν πει οι λέξεις
εκεί όπου οι
λέξεις θα ήθελαν
να κτίσουν
παντοτινά τοπία
και φύση μόνιμη
αγάπης να
ιδρύσουν.
Όμως οι λέξεις
δεν μπορούν να ζωντανέψουν
εκπνέουν
με την πραγμάτωση
ή με τη λησμονιά
τους
και στο τέλος
ο άντρας
όπου κι αν
περιπλανηθεί
θα επιστρέψει στη
γυναίκα
και μαζί
μετροφυλλώντας τις σελίδες
μία προς μία
με πόνο
αλλά χωρίς ελπίδα
πια
θα κλείσουν το
βιβλίο
θα το βάλουν πίσω
στη θέση του
να το διαβάσουν
οι επόμενοι.
Si
l’amour est un livre
La
femme sait seulement le lire
L’homme
erre dans des croisements
Qu’ouvrent
les mots
Parfois
à l’avant
Parfois
à l’arrière
Et
il déambule perdu
Là
où les mots n’ont pas encore dit
Là
où les mots auraient voulu
Construire
des paysages pérennes
Et
une nature éternelle
D’amour
à élever
Mais
les mots ne peuvent pas prendre vie
Ils
expirent
En
se réalisant
Ou
en s’oubliant
Et
à la fin
L’homme
Où
qu’il erre
Reviendra
à la femme
Et
ensemble en feuilletant le livre
Page
par page
Avec
douleur
Mais
désormais sans aucun espoir
Ils
fermeront le livre
Ils
le remettront à sa place
Pour
qu’il soit lu
Par
les suivants.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου