ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ΕΧΕΙ ΓΡΑΨΕΙ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ;
15 Ιουνίου 2023, Λευκωσία
Η ελλειπτική πληρότητα της ποίησης του Μάριου Αγαθοκλέους και η "αρχή της απόλαυσης"
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Ένα βασικό ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί για την ποίηση του Μάριου Αγαθοκλέους είναι η προέλευση της ελλειπτικής πληρότητας που χαρακτηρίζει τη μορφολογία της, την οποία συναντούμε σχεδόν σε όλο του το έργο καθώς και στην 6η ποιητική συλλογή του ποιητή «
Η πύλη των καλών αναμνήσεων».
Η αναγνωρισιμότητα του ποιήματος όταν προηγείται της συγγραφικής ταυτοποίησης του είναι μια σημαντική κατάκτηση. Χρειάζεται ταλέντο, πολλή δουλειά αλλά και κάτι που μένει συνήθως ανεξήγητο. Ισχυρίζομαι ότι θα μπορούσα να αναγνωρίσω αρκετά ποιήματα του Μ.Α. (και το έχω πει του ιδίου σε ανύποπτο χρόνο) χωρίς τα στοιχεία ταυτότητας του ποιητή άμεσα διαθέσιμα. Αυτό δεν είναι λίγο, κατ’ ακρίβεια είναι πολύ, λίγοι ποιητές το έχουν καταφέρει.
Ας υποθέσουμε ότι διαβάζω το ποίημα του Μ.Α. «Η Νύφη». Ας υποθέσουμε ότι δεν ξέρω ποιος το έγραψε. Με κάποιον τρόπο (και σε αυτό βεβαίως συμβάλλει καίρια η προτέρα γνώση μου για την κατακτημένη φυσιογνωμία της γραφής του ποιητή): αναγνωρίζω στους στίχους του τον Μ.Α.
Η Νύφη
Μια Νύφη περιμένει στα σκαλοπάτια.
Εγώ κάθομαι στη βεράντα και πίνω
μπύρες με τον Θερμαστή.
Κάπου κάπου την κρυφοκοιτάζω.
Τα μάτια της στέρνες ανομβρίας
οι γραμμές της τεθλιμμένες.
Μειδιώ. Βρίσκεται
στον χώρο δράσης του Ποιητή.
«Είμαι υπεύθυνος», ψιθυρίζω
«για τη λύπη της και τη λύπη όλου του κόσμου….»
Πόσες άλλες επιλογές γραφής άραγε απέκλεισε ο Μ.Α. μέσα στην πορεία των χρόνων μέχρι να οικοδομήσει την αρχιτεκτονική της γραφής που έχουμε ενώπιον μας; Ήταν επώδυνοι αυτοί οι αποκλεισμοί ή ευχερείς, μέχρι την εξεύρεση της οριστικής διαγωγής ενός προσωπικού ύφους; Υπήρξαν ή όχι βασανιστικές αναζητήσεις, αμφιβολίες, παλινδρομήσεις;
Ίσως η επί δεκαετίες θητεία του στην παρατήρηση φυσικών φαινομένων να συνεισέφερε στην ποιητική του διαμόρφωση, να συνέβαλε στην πυκνωτική λειτουργία των στίχων του.
Η πληρότητα της φύσης αναδεικνύει την ελλειπτικότητα της ανθρώπινης παρατήρησης, απογυμνώνει τις ανθρώπινες ματαιοδοξίες και ενορμήσεις, αναδιατάσσει τις προτεραιότητες στις οποίες πρέπει να δοθεί η πρέπουσα αξία .
Η αψεγάδιαστη ολομέλεια του φυσικού κόσμου, η αριστοτεχνική ενορχήστρωση των διαρκών του εκφάνσεων...ποιος μπορεί αλήθεια ποτέ να υποστηρίξει σοβαρά ότι μέτρησε και βρήκε ότι υπάρχει ένα σύννεφο λιγότερο στον ουρανό από κάποιον εκτιμώμενο αριθμό, ότι έπεσε μια στάλα βροχής περισσότερη από ό,τι αναμενόταν ή ότι μια ηλιακή αχτίδα ήταν πιο αχρείαστη από μιαν άλλη;
Ποιο ανθρώπινο χέρι μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι σε θέση να δημιουργήσει αρτιότερη τέχνη από αυτή της φύσης;
Η κατανόηση της φυσικής τελειότητας σε παραλύει. Ακολούθως, αν είσαι ποιητής η παράλυση που είναι η απελπισία να συλλάβεις το θαύμα, σε φτερώνει, κάτι που υποθέτω μεταφράζεται στην ποίηση του Μ.Α. με την επικέντρωση στο καίριο και το ακαριαίο, με την ιχνηλασία των υπόρρητων νοημάτων του θαύματος μέσα από μια αντισυμβατική προσωπική οπτική. Μέσα από την έλλειψη της δικής του πληρότητας.
Ό, τι αποτελεί τη καθημερινότητα του ποιητή, τον διαπερνά και τον διαποτίζει, εν τέλει τον επιμελείται ώστε να τον κάνει να αναβλύζει . Να αναβλύζει και να ξεδιψά όσους παραμένουν σε πείσμα των καιρών διψασμένοι για ποίηση.
Στο περίφημο σύγγραμμα του «Η αρχή της απόλαυσης» ο σημαντικός Αγγλος ποιητής Φίλιπ Λάρκιν επισημαίνει κάτι απλό συνάμα όλο και πιο ξεχασμένο στους καιρούς μας, ότι η ποίηση πρέπει να παρέχει απόλαυση στον αναγνώστη
«Η ποίηση εἶναι συγκινησιακὴ κατὰ τη φύση της καὶ θεατρικὴ κατὰ τη λειτουργία της, μια δεξιοτεχνικὴ ἀναδημιουργία τῆς συγκινήσης στοὺς ἄλλους… κακὸ εἶναι τὸ ποίημα ποὺ δὲν ἐπιτυγχάνει ποτὲ κάτι τέτοιο» γράφει ο Λάρκιν.
Η ποίηση του Μ.Α. πληροί το θεμελιώδες κριτήριο που θέτει ο Λάρκιν: Μοιράζει απόλαυση στους αναγνώστες της. Εκβάλλεται μέσα από μια έμφορτη βιωματική πηγή για να προσδώσει στα φανταστικά, πραγματικές διαστάσεις, και στα πραγματικά, φανταστικές προβολές.
Ο Μ.Α. υπογράφει μια συνθήκη γραφής με κυρίαρχο στοιχείο το ερωτικό, το ματαιωμένο, το ανεκπλήρωτο. Οι διάχυτες εξυψώσεις σαρκαστικής αυτοαναφορικότητας εμπλουτίζουν το συγκείμενο. Ειδικά το ερωτικό στοιχείο μετατρέπεται στην ποίηση του Μάριου σε μια παράμετρο συχνά συνταρακτική, ενίοτε εξομολογητική, άλλοτε ελεγειακή, μυστηριακή, μυθολογική, κυμαινόμενη και εκκρεμούσα ανάμεσα στη μεθόριο του λελογισμένου και του εξωλογικού. Εκεί, σε αυτή τη μεθόριο, κάποτε συναντά τη απεικόνιση του θανάτου, στροβιλλίζεται μαζί της, την ζωοδοτεί πριν από κάθε παράδοση.
Στο τέλος. και αυτό είναι μάλλον αξιοθαύμαστο, ο ποιητής, επιστρέφει κάθε φορά από την ποιητική του μυθολογία για να καθησυχάσει τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς, τους αναγνώστες.
Σαν να μας λέει «μην τα παίρνετε όλα αυτά πολύ σοβαρά, υπάρχει πάντα κάτι πιο σημαντικό».
Ποιητής ολιγογράφος και γενικά ολιγόστιχος, καλλιεργεί με την ποίηση του μια σχέση περισσότερο εκλεκτικής συγγένειας, παρά καταπιεστικής και καταχρηστικής επιβολής και υποψιάζομαι με όση βεβαιότητα μπορείς κανείς επιστρατεύει όταν επιχειρεί να προλογίσει χρόνους μελλούμενους, ότι ο Μ.Α. έγραψε και γράφει ποιήματα που θα μείνουν, που θα ανακαλούνται και γι αυτό και μόνο γι αυτό, μαζί με τη σεμνότητα που φέρνει στον άλογο ποιητικό μας χώρο θα πρέπει να τον ευχαριστούμε και να τον συγχαίρουμε.
Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2020
Το ποιητικό σύμπαν του Γιώργου Καλοζώη
Γράφει ο Γιώργος Χριστοδουλίδης
Ο Γιώργος Καλοζώης ιδρύει μια πρωτότυπη ποιητική, η οποία εδράζεται στην παραληρηματική διαγωγή της έκφρασης και αναπόφευκτα απομακρύνεται από τη συνάντηση με άλλες ποιητικές φωνές της εποχής του, τολμώ να πω, και προγενέστερων καιρών. Μια ποιητική που, με την λαβυρινθώδη περιπλοκότητά της σε ύφος, περιεχόμενο και αισθητική αρτίωσ
η, γνωστοποιεί ότι ο ποιητής ουδόλως ενδιαφέρεται να κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, καθότι είναι βαθιά κυριευμένος από αυτά.
Οι μορφές που γεννά η ποίηση του Καλοζώη αποκτούν υπόσταση ανταποκρινόμενες προσφυώς στον όρο «γκροτέσκο» με την αρχική του σημασία, εκείνην της συμπαρουσίας ζωντανών, νεκρικών και ζωικών μορφών σε μια οικουμενική πρόσληψη. Η ποιητική ενσάρκωση αυτών των γκροτέσκων μορφών διατηρεί ακέραια την τραχιά, ακατέργαστη υφή της χειροποίητης εικόνισης του σύμπαντος κόσμου.
Η ποιητική του γλώσσα, μέσα στη βρωτή καρποφορία της, επιτυγχάνει να μετατρέπει την εμμονική επαναληπτικότητα των μοτίβων σε πλούτο - μια άλλη ποίηση, χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, θα απέγραφε μονοδιάστατη χροιά- παρασέρνοντας συμβατικούς κανόνες γραφής, ανάγνωσης καθώς και σημεία στίξης.
Ο ποιητής δεν ξέρει και μάλλον δεν τον νοιάζει να γράψει αλλιώς, διότι ο τρόπος του καθορίζεται από τη ρωμαλεότητα της ουτοπίας του, η οποία φιλοδοξεί να ελέγξει και να περιλάβει την κινηματογραφικώς συναρμολογούμενη, ασύλληπτη ιδέα του όλου, με αφετηρία την ιδιόμορφη συμβίωση και σύμφυρση έμβιων και άβιων όντων, και ευκταία κατάληξη το ιδεατό συμπαγές σώμα.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ
Τα χέρια των ποδιών μου
αλλά και τα πόδια των χεριών
μου δεν μπορούν να κινηθούν
ούτε η κνήμη του κεφαλιού
μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου
είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν
μέσα στο κεχριμπάρι
δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού
να πάτε
βλεφαρίδες δεν έχετε πού να πέσετε
σάλια δεν έχετε πού να τρέξετε
είμαστε οι απομονωμένοι άνθρωποι
μέσα στο κεχριμπάρι
κάποιοι από μας είναι με τα ρούχα
της δουλειάς και τις ανοιχτές
ομπρέλες άλλοι είναι γυμνοί την
ώρα που λύγιζαν το ένα πόδι για
να βγουν απ΄ την μπανιέρα
άλλοι την ώρα που κατέθεταν
στις τράπεζες τις επιταγές το χέρι
τους έμεινε για πάντα τεντωμένο προς
τον υπάλληλο
ακούστε με λοιπόν προσεκτικά
με τα νεύρα (όχι τους θυμούς)
με τα τύμπανα
(όχι τα μουσικά όργανα)
με τους κοχλίες (όχι τις βίδες)
με τους λαβύρινθους
(όχι τα κτήρια)
δεν επιλέξαμε αυτό το τέλος
όπως δεν επιλέξαμε την αρχή
κι οι πιο παρανοϊκοί που χτίζουν
γύρω από τα σπίτια και τους
εαυτούς τους τις πιο ψηλές
περιφράξεις συναγερμοί κάμερες
περιπολίες τη νύχτα από
σεκιουριτάδες
θα παρανοήσουν ακόμη περισσότερο
και το άγχος τους θα διαχυθεί
επινεμόμενη ψύχωση επειδή
οι άλλοι θα τους βλέπουν για πάντα
ορατοί και μέσα στο πιο σκοταδένιο
σκοτάδι
αυτοί που θα ΄ρθουν μπορεί να
γελάσουν να κοροϊδέψουν τους
ακίνητους επειδή θα κινούνται
ω ακινητοποιημένοι μη δώσετε
σημασία είστε οι κάτοικοι του Δία
κι ακόμη χειρότερα άλλων πλανητών
με μεγαλύτερη βαρύτητα
παρηγορηθείτε γιατί είστε τα
πρωτοξάδελφα των βραδυπόδων
είστε τα μεγάλα ποτάμια που
κουράστηκαν να ρέουν κι είπαν
να κυλήσουν πίσω
τη στιγμή της απόφασης ούτε
μπρος ούτε πίσω
είστε ακριβώς στη στιγμή που
η ψυχή δεν ήρθε σε σας αλλά
ούτε φεύγει από εσάς
το χρονοδιάστημα ανάμεσα στο
κάτι πριν αυτό προκύψει και στο
επόμενο ό,τι και να είναι αυτό
είστε μέσα στο κεχριμπάρι
όπως η λιβελούλα το κουνούπι
η μύγα
ω εσείς που κάποτε ήσασταν
απαρηγόρητοι παρηγορηθείτε
το τίποτα που θα ρθεί δεν μπορεί
να σας κατηγορήσει για τίποτα
Η πλαστικότητα των μορίων, εκδόσεις Φαρφουλάς 2019
Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται ευρύτητα χώρου και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εμψυχωθεί μονάχα μέσα από μια πιο διαμετρική οπτική της ποίησης, την οποία έχει εξερευνήσει και ενσωματώσει καλά στο είναι του ο Καλοζώης.
Το ποιητικό σώμα τού πολυμορφικού «καλοζωϊκού» κόσμου άλλοτε βογκά, άλλοτε ουρλιάζει, άλλοτε στενάζει, άλλοτε διαλογίζεται, κι άλλοτε αγκομαχά με βρόγχους θανάτου, εξαντλημένο από το ίδιο το μέγεθος της ουτοπίας του, μα και την ανημποριά της ποιητικής τέχνης να το διατηρήσει εν ζωή, αφού το θεμέλιό του – η υπέρτατη αγάπη ως αποτέλεσμα ενός διαρκούς προσκλητηρίου για οριστική συνεύρεση ζωντανών και νεκρών, ανθρώπων και ζώων, φυτών και άψυχων πραγμάτων – συνιστά την απόλυτη εξωλογική πρόκληση.
Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνει κανείς πως πρόκειται για ποίηση που δεν αρκείται στο να μένει ποίηση, αλλά σχεδόν νομοτελειακά φιλοδοξεί να πραγματωθεί σε ΖΩΗ, αντικαθιστώντας τις επαχθείς όψεις του διαχρονικού της συνώνυμου (της υπαρκτής ζωής, δηλαδή) όπως αυτό βιώνεται περίπου αναλλοίωτο στην ουσία του, με επουσιώδεις, κατά καιρούς, αισθητικές παραλλαγές.
Αυτό τον δρόμο, τον αναπόφευκτα «αντικοινωνικό» και δύσβατο, ακολουθεί ο Καλοζώης, για να οδηγηθεί και να μας οδηγήσει στη σύσταση του συναρπαστικού ποιητικού του σύμπαντος, το οποίο πυροδοτείται από ένα κρυστάλλινο, έμπλεο υπαρξιακής αγωνίας, οραματικό υπόβαθρο.
Η ΛΗΘΗ
Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ' αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ' τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ' τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες
Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ' όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ' αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασκήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ' τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα 'ρχόταν
όμως οι πίνακές μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί
Η κλίση του ρήματος, εκδόσεις Φαρφουλάς 2009
Στην πραγματικότητα, ο Καλοζώης ένα ποίημα γράφει, ένα ποίημα επεξεργάζεται. Μέσα από την ογκώδη σε έκταση, παφλαζον σε ένταση και έκσταση, και εξελικτικά τερατώδη -όπως ο ίδιος παραδέχεται- ποιητική του, μας παραδίδει έργο εμβληματικό. Το ίδιο το έργο είναι συνάμα εκφοβιστικά προφητικό, αφού χωρίς ποτέ να το εκφέρει ευθέως, η κάθε οντολογική του σύζευξη αποτελεί προειδοποίηση για το τέλος της συνομοταξίας μας, ενόσω αυτή θα συνεχίσει να παραγνωρίζει την υπέρτατη αξία των πιο αγνών και αμόλυντών της εκδοχών.
Μας παραδίδει ένα έργο που, ενώ προμηνύει το παράδοξο της ύπαρξης ως φλεγόμενης βάτου, αφλέκτως καιομένης, υψώνεται πυρίμαχο ως φορέας της πιο οικουμενικής ουτοπίας και ευεργετείται από το άφθονο σε θαυματουργό νερό αντλιοστάσιό του, από εγγενή και επίκτητα υδροφόρα στρώματα, ώστε να αποτρέπει την αυτανάφλεξη και θριαμβευτικά να αυτοδιασώζεται, εσαεί πυριφλεγές.
****
3,2018
Φροσούλα Κολοσιάτου : Όταν η ποίηση τιμάται δυνατή
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Μια μέρα του Δεκέμβρη του 2017, χτύπησε το τηλέφωνο. Eμφανίστηκε ένας μακρινός αριθμός. “Θα ήθελα να παρουσιάσεις το ποιητικό μου έργο”, μου είπε μια φωνή. Ήταν η Φροσούλα Κολοσιάτου.
Υποψιάζομαι ότι η Φροσούλα είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται, αντίθετα επιδιώκει προκλήσεις που την υπερβαίνουν έστω κι αν καίγεται μέσα τους, καταργώντας τις έννοιες της νίκης και της ήττας. Ίσως να υποψιάστηκε ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και σε μένα όταν θα εισερχόμουν σε μια διαδικασία αναμέτρησης με το ποιητικό της έργο που αριθμεί 9 ποιητικές συλλογές:
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 1979
ΔΙΑΓΩΓΗ 1981 (Α’ βραβείο νέου λογοτέχνη)
ΗΛΙΚΙΑ 1995
ΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ 2002
ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ 2005 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ 2008
ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 2010
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ 2014
ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ 2017
Έπρεπε, βασισμένος στην πεζότητα του λόγου που απαιτεί αυτή η εργασία, να εντοπίσω αξιόπιστες αποκρυπτογραφήσεις της ροής και του βάθους μιας πραγματικά σημαντικής γραφής, που όμως υπάρχει μόνο ποιητικά.
Δεν ήμουν ποτέ βέβαιος ότι οι ποιητικές συλλογές ενός ποιητή -εκτός κι αν δεδηλωμένα αποτελούν στοιχεία μιας συνειδητά ευρύτερης σύνθεσης- μπορούν να υπακούσουν σε κάποιον συνεπή κανόνα γραμμικής συνέχειας και ως εκ τούτου δύνανται να κριθούν ως κάτι δογματικά ενιαίο. Ότι, δηλαδή, εδραιώνουν μιαν αναντίλεκτη και απόλυτη διακειμενικότητα, ένα πλέγμα σχέσεων στο χωρόχρονο. Εδώ, ακόμη και ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στην ίδια συλλογή μοιάζουν να μην επικοινωνούν ιδιαίτερα μεταξύ τους και ο ίδιος ο ποιητής συχνά να αγνοεί την πηγή προέλευσης και το βαθμό εξάρτησης τους από μια κεντρική ιδέα.
Πιστεύω ότι οι ποιητικές συλλογές είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοτελείς οντότητες στον χρόνο. Αν κάτι τις ενώνει, αν κάτι συνυφαίνεται και σαν αόρατο νήμα και τις συνδέει, είναι η μορφολογία της γραφής, η συγγένεια των εκφραστικών μέσων.
Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση δυο είναι τα ερώτημα που έχει, κατά την άποψη μου, νόημα να τίθενται για κάθε ποιητή, όταν κανείς επιχειρεί μια αποτίμηση της πορείας του:
Τι ήθελε να πει; Πώς το είπε;
Είχε την ικανότητα να γράψει κάτι που μπορεί να μείνει και να νικήσει τον χρόνο;
Θα θυμάμαι και θα ανατρέχω σε κάποια ποιήματα του όταν η σφοδρή ανάγκη θα με καλεί;
Η ποίηση της Φροσούλας Κολοσιάττου μου συστήθηκε στα νεανικά χρόνια και διαπέρασε αργά και σταθερά τις οχυρωματικές μου αντιστάσεις, εγκαταστάθηκε στα έγκατα μου. Με τις κρυπτικές της φανερώσεις, τελικά με κατέλαβε. Σαγηνευτικά σιβυλλική, του σκοταδιού πεινασμένη, αλλά και του φωτός ερωτοτροπούσα, διψασμένη για νερό από το αμνιακό υγρό μέχρι τις θάλασσες, αλλά και προσκαλούσα τη φωτιά, χαϊδεύει τα πληγώματα, δικά της και του κόσμου, όμως δεν τους επιτρέπει να την καταπιούν.
Σκοτάδι, φως, πυρ, ύδωρ, αυτά τα τέσσερα στοιχεία και οι συμβολισμοί τους, είναι συνδηλωτικά και, συνεπώς, κυρίαρχα στην ποίηση της, η οποία αποτελεί νομίζω πρωτίστως ένα ταξίδι στον ίδιο της τον εαυτό, ένα εγχείρημα αυτογνωσίας.
Και παντού η μορφή της Μάνας και συνεπακόλουθα, του παιδιού, των παιδιών μας, των παιδιών τους, που γίνονται όλα “της”. Και μετά, η ολοκληρωτική απώλεια, η συντριβή, κι ύστερα η ανασύνθεση των συντριμμιών όχι στην πρότερη τους μορφή, την άθικτη ή την κουρελιασμένη, αλλά στη μορφή που τους δίνει πια η ποίηση της.
Αν κάτι αποτελεί κοινό τόπο στη γραφή της Φροσούλας και ξεχωρίζει ως πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται η ποιητική της, είναι πιστεύω ο καίριος στίχος ο οποίος περικλείει ανομολόγητα πέραν από τη σημασία των λέξεων που τον συναποτελούν.
Ένας στίχος ελλειπτικός, υπόκωφος που σε παραπέμπει στις πιο μυστικές εισόδους της ποίησης και των ακρογωνιαίων της λίθων. Ένας στίχος που πάνω του ακονίστηκε και οικοδομήθηκε η ταυτότητα της ως ποιήτριας· μια ταυτότητα που μεταφράζεται ως αρμονική σύζευξη μορφής και περιεχομένου και που τολμώ να πω ότι δεν μοιάζει με καμιά άλλη στο σύγχρονο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Και αυτή είναι, ίσως, η μεγαλύτερη κατάκτηση της Φροσούλας, διότι από τη στιγμή που όλα περίπου δια μέσου των λογοτεχνικών αιώνων έχουν λεχθεί, εκείνο που απομένει για κάθε ζηλωτή της πένας είναι να τα ξαναπεί και να τα ξαναθέσει με έναν διαφορετικό τρόπο, ωσάν να είναι η πρώτη φορά, ωσάν να είναι διαφορετικά.
Είναι στιγμές που η Φροσούλα δεν γράφει, αλλά κεραυνοβολεί, εγκλείοντας στον μικρόκοσμο των λέξεων, τους δικούς της, θελκτικά τολμώ να πω, βασανιστικούς εμποτισμούς:
“αποτελεσματικά επιμένοντας πεθαίνεις”
“συνοψίζομαι μέσα σε θρύψαλα”
“Στο πάτωμα κυλάει ένα χαμόγελο
κι αυτός γυμνάζει τα όνειρα του”
“η κατάρα από τούτο το αίμα που ζέσταινε
τους μετάδωσε τις αϋπνίες του ατέλειωτου χρόνου”
“Φοβούμαι εκείνο το απροετοίμαστο της σιωπής σου”
“Ο Θάνατος τιμήθηκε δυνατός”
“Όλα μπορούν να συμβούν αν τα πεις δυνατά”
Πρόκειται για το μέστωμα πολλών πραγμάτων μαζί: πρώτα απ’ όλα μιας εξαιρετικά οξυμένης ποιητικής συνείδησης. Ενός τρομερού τραύματος που συμπυκνώνει όλα τα τραύματα. Μιας βαθιάς αντιληπτικότητας του έξω κόσμου, αλλά και της θέσης της ποιήτριας απέναντι του. Η Φροσούλα δεν περιγράφει. Μας ιστορεί τι είναι εκείνη απέναντι στα φαινόμενα και τα συναισθήματα, μας οδηγεί κατευθείαν στην αιτία και πέραν από αυτήν, στα προαιώνια νεφελώματα της ύπαρξης πριν ακόμη αυτή συγκροτηθεί μέσα στη συνειδητότητα. Έτσι, μας επιβεβαιώνει ότι η ποίηση έχει ακόμα λόγο ύπαρξης.
Ούσα ευνοημένη από τους θεούς της ποιητικής τέχνης και αφού έλυσε επιτυχώς από την πρώτη της συλλογή το ζήτημα “ποιητική ταυτότητα”, κατάφερε στη συνέχεια να πειραματιστεί και να αναπτύξει τη θεματογραφία της, να την επεκτείνει, ώστε να συμπεριλαμβάνει σαφή πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά ακόμη κι όταν η επιλογή του θέματος δεν φαίνεται να υπηρετεί τέτοιες στοχεύσεις.
“Μπροστά και πίσω συμπληγάδες.
Φασματικά φοράω λοιπόν
το καθημερινό μου πρόσωπο
διάχυτη στυφή μια γεύση πικραμύγδαλου.
Επιμένω να αρνούμαι
του δυτικού πολιτισμού τ’ άσαρκα μάτια”
Έχω την άποψη ότι το έργο της Φροσούλας μπορεί να χωριστεί συμβατικά σε τρεις περιόδους:
Α’ Περίοδος:
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ και ΔΙΑΓΩΓΗ
Εκδοτική σιωπή:1981-1995
Β’ Περίοδος: ΗΛΙΚΙΑ και ΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ
Γ’ Περίοδος: ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ,
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ
ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Η ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ και ΔΙΑΓΩΓΉ σηματοδοτούν μια εντυπωσιακή, για τη νεαρή τότε ποιήτρια, είσοδο στο ποιητικό γίγνεσθαι και προδιαθέτουν από νωρίς για το τι είδους ποίηση θα έγραφε.
Σε αντίθεση με τις πλείστες περιπτώσεις ποιητών, όπου τα πρώτα τους έργα αποτελούν συνήθως πρωτόλειες απόπειρες, οι δυο αυτές συλλογές συνιστούν μια ώριμη ποιητική κατάθεση, αλλά και μια άσκηση θράσους και αυτοπεποίθησης. Με τον καπνό του 1974 να μην έχει ακόμη κατακαθίσει και την κυπριακή πραγματικότητα να ασφυκτιά μέσα από τα πολλαπλά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, η ποιήτρια γίνεται εν μέρει αντανακλαστικός καθρέπτης της εποχής εκείνης.
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Στην “ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ” αναδεικνύεται ανάγλυφα η βαθιά εσωτερικότητα της ποίησης της Φροσούλας. Μια διαρκής πραγματεία για την απώλεια, η οποία στην πορεία του χρόνου θα εξελιχθεί και θα αποκτήσει τραγική, συνάμα πολυδιάστατη, πολυμορφία. Και ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με ποίηση η οποία ρέει από αυθεντικές πηγές, το ελεγειακό ζήτημα της απώλειας όπως το θέτει η Φ.Κ. ποτέ δεν καταλήγει σε δακρύβρεχτες ομφαλοσκοπήσεις, αλλά καλύπτει απροσπέλαστες για πολλούς ποιητές περιοχές, γίνεται οικουμενικό. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η εν λόγω συλλογή, προσέλκυσε διθυραμβικές κριτικές από σημαντικούς ποιητές τη εποχής όπως ο Μίλτος Σαχτούρης.
Το βιωματικό “Η ΜΑΝΑ-ΜΟΥ” όσο και το εμβληματικό και κυπρογενές τελευταίο ποίημα της συλλογής, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ είναι ενδεικτικά. Διαβάζω το ποίημα «Επιστροφή».
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Γύρισα μα δεν μπόρεσα να βρω το νησί-μου.
Το πήρε ο πόλεμος.
Αθώα μαζί και ένοχη
θυμούμαι τους πλακόστρωτους δρόμους
που χάθηκαν ένα πρωί
μαζί με τα παιδιά που θέλησαν να τραγουδήσουν.
Το μαύρο συρματόπλεγμα
στο στήριξαν καρφιά σατανόμορφων ανθρώπων
που τους φοβούμαι.
Μα πάλι τι είναι τούτα τα μάτια
που ξεπετιούνται μέσα
στην παρθένα εγκυμονούσα θάνατο επιφάνεια;
Τι είναι τούτες οι κραυγές
των ξορισμένων παιδιών που δεν σωπαίνουν;
Είναι οι νέες μορφές.
Είναι οι αρχάγγελοι νέων σχημάτων.
Στα τελευταία ποιήματα της συλλογής ενσκήπτει ένας θυελλώδης ερωτισμός. Μυθολογικές μορφές περιπλέκονται μεταξύ τους, ενώ κυριαρχικά επιβάλλεται η μορφή του Χριστού. Ο Έκτορας, ο Αχιλλέας, η Περσεφόνη, η Μαγδαληνή, μια διονυσιακή περιδίνηση προχωρημένη για την εποχή της. Ο Γιάννης Ιωάννου σημειώνει σε κριτικό του σημείωμα για την Κατοχική Εποχή πως ίσως σε άλλους καιρούς, η ποιήτρια θα είχε αφοριστεί για μερικά από αυτά τα ποιήματα.
ΔΙΑΓΩΓΗ
Στη ΔΙΑΓΩΓΗ, η έννοια του χρόνου διατέμνεται σε ατομικές μαρτυρίες εικόνων. Οι υποδομές της ποίησης είναι υπογειοποιημένες σαν ηλεκτρικά καλώδια.
Η Φ.Κ δεν φοβάται τις λέξεις, δεν φοβάται το αρχέγονο τους νόημα, τις ελέγχει και εν τέλει τις μεταμοσχεύει σε νέα πιο σφριγηλά σώματα, τα οποία συναποτελούν το ποιητικό της γλωσσάρι.
Η Κύπρος ή ό,τι απέμεινε από αυτήν παραμένει σημαντικό στοιχείο της θεματικής της, χρωματισμένη όμως με την αίσθηση της παρακμής, της διάψευσης, σκιασμένη από ένα ελεγχόμενο χάος, διανθισμένο από την ανάγκη του έρωτα, ενός έρωτα απελπισμένου.
“ Με πλησίασες
μ’ ένα κράμα ανεμελιάς και ιδιόρρυθμο.
Επέμενα να σου φορέσω ένα διάτρητο πουκάμισο.
Το νεκρό βάρος που τύλιγε το σώμα – σου
δεν μπόρεσα να το σηκώσω ούτε
και με του Αιόλου τον άνεμο”
Ουσιαστικό ρόλο στη συλλογή διαδραματίζουν τα αριθμημένα από το ένα μέχρι το δέκα ποιήματα, τα οποία εμφανίζονταιστη συλλογή με ακανόνιστη σειρά, ωσάν να είναι διασκορπισμένα. Στα ποιήματα αυτά, η πραγματικότητα μοιάζει να αποσυντίθεται μέσα από τον ποιητικό καθρέφτη της Φ.Κ. και να αποτυπώνεται με χρώματα μελανά, προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις των ταραγμένων καιρών.
“ΠΟΙΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ”
Αυτοί σε σταθερή σιωπή
λόγχισαν την ψυχή-τους
και δέχτηκαν την πλάνη.
Η αδιαλλαξία τους ξεγέλασε εύθραυστη.
Ο θάνατος τιμήθηκε δυνατός.
Ακολουθούν 14 χρόνια σιωπής μέχρι την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής, ΗΛΙΚΙΑ, η οποία είναι αφιερωμένη στη μητέρα της.
Το κάθε παιδί πρέπει κάπου να ανήκει και η Φροσούλα, αιωρούμενη από το μητρικό καθεστώς της τρυφερότητας σε ηλικία μόλις επτά μηνών, βρήκε θαλπωρή στην οικογένεια που την ανέλαβε και την οποία ποτέ δεν θεώρησε ανάδοχη, αλλά πραγματική.
Το τραύμα δεν επουλώνεται, αλλά μαθαίνει να συνυπάρχει με τα μύρα και τα έλαια της αγάπης.
ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΥΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ Ή ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΟΣΟ ΕΛΕΙΠΑ
“Μια γυναίκα ωραία, η μάνα μου, με κοιτάζει πίσω απ’ τα γυαλιά της
γλιστράει μέσα από στρατιές αγγέλων.
Είναι γλυκιά και όμορφη
μα είναι πεθαμένη.
Μου φτιάχνει το παιδί στην αγκαλιά, χαμογελάει.
Μου λέει να προσέχω, να γελώ.
Της λέω είμαι καλά.
Φοβάμαι μόνο μη λείψουν τα κίνητρα
στα χελιδόνια να γυρίσουν
μη φτάσω να εξαγοράσω τη θητεία των πτηνών.
Και μ’ απαντάει
η μεταχείριση του αστρικού ωκεανού
στέλνει μηνύματα στο άπειρο.
Ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός.
Είναι η πιο αισθησιακή μεταγραφή του σύμπαντος.
Είπε
και κίνησε να φύγει γνέφοντας.
Με ήδη οικοδομημένη την προσωπική της μυθολογία από τις δυο πρώτες συλλογές, στην ΗΛΙΚΙΑ αλλά και στο ΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ, η ποιήτρια διευρύνει και ολοκληρώνει τις διαστάσεις των υπαρξιακών της αναζητήσεων της στα αναβλύζοντα ανεξιχνίαστα όρια του πιο απροσπέλαστου βιωματικού πυρήνα. Διατηρεί ταυτόχρονα την ευαισθησία της για τα διαχρονικά ζητήματα, τα οποία από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της βιβλίο την απασχολούν. Επιπρόσθετα, ο δυο αυτές συλλογές υποψιάζομαι ότι λειτουργούν εκπληρωτικά, ώστε η ποιήτρια να ελευθερωθεί από τον προηγούμενο ποιητικό της εαυτό, να περάσει στο επόμενο, ήδη ορατά διαφεγγές, στάδιο.
“Ένα βαρυφορτωμένο καράβι
που κινδυνεύει
καρφωμένο στις εφημερίδες
οι πρόσφυγες”..
Στις συλλογές ‘ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ” 2005 και ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ, οι έννοιες του νερού, του ανέμου, των στοιχείων της φύσης, παρασέρνουν τους εσωτερικούς χώρους, τους οποίους διασώζει το σταθερό όραμα και η στιβαρότητα της γραφής.
Ακόμη και στις πιο θολές της αναφορές, η ποίηση της Φ.Κ. υποβάλλεται και επιβάλλεται ανεπιτήδευτα και μας ωθεί να αναζητήσουμε τα βαθύτερα νοήματα των υπαινιγμών της μέσα από ρυθμισμένες δόσεις λυρισμού, φαντασίας, σουρεαλιστικών εικόνων. Ειδικά στα ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ, νιώθει κανείς τη διακριτική απόπειρα για κάτι ανανεωμένο, βασισμένο πάντα στις μέχρι τότε κατακτήσεις, κάτι ακόμα πιο σμιλεμένο.
Η Συλλογή ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ το 2010 είναι μια σειρά από άρτια χαϊκού. Τα θέματα παραμένουν τα ίδια, οι αναζητήσεις όμοιες, μόνο η μορφολογική τους απεικόνιση άλλαξε, ακόμη μια απόδειξη του πόσο δεν φοβάται η ποιήτρια να διαχειριστεί την ανάγκη της για αλλαγή των εκφραστικών της μέσων.
Έρχεται βροχή
Και τα φύκια πεθαίνουν
χωρίς αιτία
Οι άσπροι κύκνοι
όλο το βράδυ φεύγουν
πόσοι πέρασαν
Οι τόποι μικροί
κενά κρύβουν μεγάλα
και με φοβίζουν
Η Φ.Κ. αποδεικνύει ότι μπορεί να καταθέσει αξιόλογο δείγμα δια μέσου και αυτού του είδους της γραφής που απαιτεί ευρυθμία, λιτότητα και άμεση πύκνωση.
Είναι αλήθεια πώς δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ποιήτρια ήταν ποτέ θιασώτρια της υπερβολικής αναλυτικότητας, τα ποιήματα της ήταν ανέκαθεν ολιγόστιχα, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις. Στα υπό αναφορά χαϊκού, η μελαγχολική διάθεση είναι μεν εμφανής, δεν πρόκειται όμως για απαισιοδοξία, ούτε για μοιρολατρία, αλλά για ένα φως που θέλει να λάμψει και που η ποιήτρια αδημονεί να το δει, όχι για τον εαυτό της, αλλά για τον άνθρωπο, τον ρημαγμένο από τον πόλεμο ή τα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα.
Τα δυο τελευταία βιβλία ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ και ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, αποτελούν κατά την άποψη μου το απόσταγμα μιας σημαντικής στροφής για την ποιήτρια μας. Ταυτόχρονα, συνιστούν μια σημαντική κατάθεση στη νεοελληνική, αλλά και ευρύτερα την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Οι λέξεις όσο ποτέ άλλοτε είναι εφοδιασμένες με αναθρώσκουσες μνήμες. Ατιμωτικά για τον σύγχρονο πολιτισμό, συμβάντα, καταλαμβάνουν την οπτική της ποιήτριας.
Εδώ, ο πανανθρώπινος χαρακτήρας της ποίησης της Φ.Κ. αποκρυσταλλώνεται, καθώς ο κύκλος των οικείων θεμάτων, διανοίγει για να περικλείσει τις οιμωγές και τους σπαραγμούς των ανθρώπων που πλησιάζουν, αλλά ποτέ δεν έρχονται. Δεν έχουμε να κάνουμε, επομένως, με τον καημό, τον πόνο, την οδύνη της ποιήτριας. Εδώ το προσωπικό της ύφος περνά διακριτικά σε δεύτερο ρόλο και προέχει η ανάγκη της να αρθρώσει τη δική της μαρτυρία για τον ηθικό και ενίοτε φυσικό καταποντισμό του σύγχρονου ανθρώπου, είτε στο Αιγαίο, είτε στον βυθό κάποιας πόλης που τη λένε Αθήνα.
“Μόνο η σιωπή του ανθρώπου
σε μια κοινότητα πόνου
Ακόμα και οι άγγελοι κοιμούνται
όταν άλλοι πεθαίνουν
τα χαμένα λόγια
κατεβαίνουν στη θάλασσα”.
Ή
“ Η αγάπη
κύλησε σαν το νερό
ακούμπησε τη θάλασσα
στο πίσω μέρος του ουρανού
καθρέφτης γυρισμένος
προς τα μέσα
εκεί περνούν τα τρένα
παιδιά με κλάματα
μην κοιμηθείς”
Οι ποιητικές κεραίες της Φ.Κ. συλλαμβάνουν την παραλυτική προέλαση του ανθρώπινου παραλογισμού και του χρόνου. Μέσα τους στίχους της ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ μνημειώνεται η πορεία ενός κόσμου που φυλλορροεί, με κατεδαφισμένα τα ιδανικά που θα έπρεπε να τον διέπουν.
Παράλληλα, ο εύθρυπτος άνθρωπος θρυμματίζεται ανέλπιδα κάτω από τα δόντια του ανελέητου σπαστήρα της ατομικής και συλλογικής μας μοίρας.
Με στίχους στους οποίους η ποιητική γόμωση εκρήγνυται διαδοχικά, στίχους τολμώ να πω “κολοσιάτικους” η Φροσούλα Κολοσιάτου μετατρέπει το στιγμιότυπο σε ποιητική εικονοποιεία.
Στο ποίημα του "Μακάριοι οι Ισορροπημένοι", ο Κουβανός ποιητής ROBERTO FERNADEZ RETAMAR έγραψε τους εξής δυο στίχους:
"...Αλλά αφήστε ελεύθερους αυτούς που δημιουργούν τους κόσμους και τα όνειρα,
Τις αυταπάτες, τις συμφωνίες, τις λέξεις που μας διαλύουν.."
Ίσως να εννοούσε κάτι ανάλογο με αυτό που ακολουθεί. Γράφει η Φροσούλα:
"Με εξαντλεί ό,τι αγάπησα
Η ζωή μας σε στασιμότητα
Μόνο ο χρόνος περνάει γρήγορα
Κραυγή για το αμετάκλητο
Όπως το σκοτάδι
Ό,τι με βασανίζει συρρικνώνεται
Αόρατος τυφώνας συμπαρασύρει
Υποβρύχιο παραμύθι σε περιδίνηση
Τρισδιάστατο ταξίδι
Κόσμος οικείος
Υπάρχει το σπίτι που αγάπησα
Η λαβή από το μπαστούνι
Της μητέρας
Και η φωνούλα από κουρδιστή κούκλα
Τραγουδά ένα πλεόνασμα αγάπης
Όταν φεύγουν οι άνθρωποι
Αφήνουν πίσω τους
Παράξενες μικρές αναμνήσεις
Έρχονται σαν απρόσκλητοι επισκέπτες
Ίσκιοι της μεταμόρφωσης
Κρατούν στα χέρια τους
Συμβολικούς θανάτους
Φέρνει τα μέλλοντα
Να μοιάζουν με τα παρελθόντα
Το μετέωρο βλέμμα τους"...
Η Ποιητική Συλλογή ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, φόρος τιμής στα αθώα κύματα των προσφύγων, εντάσσεται στο πλήθος του ποιητικού ξεσπάσματος αλληλεγγύης το οποίο προκάλεσε η τραγωδία των προσφυγικών ροών. Ξεπερνώντας κατά πολύ την επικαιρική διάσταση του θέματος, η ποιήτρια μέσα από τη λιτή, καθόλου καταγγελτική, και χαμηλόφωνη έκφραση, ανεγείρει μικρά αλλά στέρεα μνημεία για κάθε αδικοχαμένο που κατάπιε το ανήξερο υγρό στοιχείο, αλλά στην πραγματικότητα, δολοφόνησαν οι ταγοί της απληστίας και της αναλγησίας και οι έμποροι του θανάτου. Η Φ.Κ. μετατρέπεται σε ποιήτρια του κόσμου, η φωνή της ηχεί σαν μοιρολόι μέσα από τα σπαράγματα αυτών που δεν είχαν ποτέ φωνή, αυτών που δεν τα κατάφεραν, αυτών που νεκροί ή ζωντανοί, συνεχίζουν να οιμώζουν στα αυτιά και στη συνείδηση όσων τολμούν να ακούσουν.
Η Τρικυμία της απόδρασης
Περίτεχνα ο τυφώνας
φοράει τα μάτια του νερού
Δίχως επίθετο
η αλμύρα διαβρώνει τους νεκρούς
γωνία ακτής και θάλασσας
Μας υπενθυμίζει η ποιήτρια γιατί η ποίηση στις καλύτερες της εκφάνσεις είναι το σήκωμα της τρίχας, το ανακάτωμα του στομαχιού, η συνειδητοποίηση ενός νοήματος που πρέπει να ανασυρθεί κάτω από το χώμα της καθημερινής λήθης και αδιαφορίας:
Μια θάλασσα προκλητική τους κυκλώνει
μοιάζουν ήρεμοι
όπως αυτοί που έχουν πεθάνει
Ίσως για πρώτη φορά, στη συλλογή "ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ", η Φ.Κ. επιτρέπει στο λυρικό στοιχείο να διεισδύσει τόσο έντονα στην ποιητική της και να ντύσει διακριτικά, με αγάπη κραυγαλέα, αλλά και βουβή, το θρηνητικό μαρτύριο χιλιάδων ανθρώπων που πνίγηκαν και εξακολουθούν να πνίγονται δίπλα μας.
Επίλογος
Η Φροσούλα Κολοσιάτου κατάφερε στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής της διαδρομής να αγκαλιάσει και να αναδείξει με τρόπο αληθινό, γοητευτικό, αιρετικό, μοιραίο, αλλά και ακριβή, ακανθώδη και διαχρονικά θέματα. Απορρίπτοντας από νωρίς τον εύκολο δρόμο της συναισθηματογραφίας, κατόρθωσε να δημιουργήσει μέσα στο αποσυνθετικό τοπίο των καιρών μας ένα εύκρατο φυσικό περιβάλλον, δίδοντας μας, όσο και αν ακούγεται, αντιθετικό, ποίηση καυτών θερμοκρασιών, όπου τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Επιχείρησε πάνω σε κάθε λογής πεδία, της πατρίδας, του ανθρώπου, της μνήμης, του χρόνου, της ύπαρξης και όχι μόνο “επέζησε” αλλά επιβλήθηκε.
Σφυρηλάτησε ένα δικαιωμένο ποιητικό ιδιωματισμό σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι λέξεις της να μπορούν να αναπνέουν και να ζουν μόνο μέσα από τον απόκρυφο κώδικα της γραφής της και να λάμπουν μονάχα στα όρια του λειτουργικού ποιητικού σύμπαντος που δόμησε.
Ανατρέχοντας ξανά και ξανά σε συγκεκριμένα ποιήματα της Κολοσιάτου, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος δεν συνεπάγεται αυτομάτως ζωή, ότι ο χρόνος είναι μια ευκαιρία για ζωή, αλλά και μια δυνατότητα αποτροπής του καθημερινού θανάτου, αφού ακόμα και η επαλήθευση των καλύτερων προφητειών εναπόκειται στις ανθρώπινες πράξεις οι οποίες εν τη απουσία ενός άμεσα απονέμοντα το δίκαιο ή έστω αποτρέποντα τις αδικοπραγίες, θεού, δυστυχώς πάντα θα έχουν στην άλλη όψη του ωραίου τους, το στίγμα του απεχθούς.
Από την ποίηση δεν μαθαίνεις κάτι. Η ποίηση ως φορέας συμπιεσμένου χρόνου, κυοφορεί κρυογονικές αλήθειες που, όμως, η ίδια ποτέ δεν τις γεννά. Ο τοκετός τους εναπόκειται στον αναγνώστη.
Η ποίηση της Φ.Κ. φέρει στον μυελό της τέτοιες κρυογονικές αλήθειες, τις οποίες μας καλεί να αποκαλύψουμε, να ιχνηλατήσουμε και να αφουγκραστούμε.
Μας καλεί επίσης διεισδύσουμε σε βιώματα που δεν παραμένουν ασφυκτικά κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση την οποία και τροφοδοτούν γενναιόδωρα.
Αυτά είδα ότι είπε η Φ.Κ. με την ποίηση της και με αυτόν τρόπο.
*****
12,2017
Kουμπωμένα Σχήματα: Η επιστροφή του “νοσταλγικού εξόριστου”
του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Μια σειρά συγκυριών είναι δυνατό να φέρει στο δρόμο μας ένα μικρό θαύμα ή μερικά μικρά θαύματα.
Είναι κάτι που το πιθανότερο δεν θα συμβεί και δεν έχει συμβεί σε πολλούς. Οσοι όμως το έχουν βιώσει, αισθάνονται προνομιούχοι και ευλογημένοι.
Ηταν λοιπόν ευλογία για μένα όταν η Δέσποινα Πυρκεττή με ρώτησε μια μέρα: “Θέλεις να δεις αυτά τα ποιήματα”;
Ετσι στο δρόμο μου βρέθηκαν τα “Κουμπωμένα Σχήματα” και η ποίηση του Γιώργου Ταρδίου.
Εικόνες της παλιάς Κύπρου με τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων της ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου, μέσα από την γραφή ενός πραγματικού καλλιτέχνη, όπως τον αποκάλεσε ο Τεντ Χιουζ.
Τι περισσότερο λοιπόν μπορεί η δική μου ταπεινή φωνή να προσθέσει για την ποίηση του Ταρδίου όταν γι’ αυτήν έχει μιλήσει τόσο εγκωμιαστικά ένας εκ των σπουδαιότερων;
Ισως το μοναδικό που δεν θα μπορούσε να πει ένας εξέχων Αγγλος ποιητής επειδή είναι Αγγλος και όχι Κύπριος: ότι η ποίηση του Ταρδίου και τα “Κουμπωμένα Σχήματα” συγκεκριμένα, όπως αριστοτεχνικά μεταστεγάστηκε στην ελληνική, αποτελεί μια νοητή γέφυρα που ενώνει με πληρότητα, ποιητική και μεταφραστική, τις δυο λογοτεχνίες.
Ο Ταρδίος έζησε σχεδόν ολόκληρη την όχι εύκολη ζωή του στην Αγγλία, όμως, παρέμεινε πιο Κύπριος και από τους Κύπριους. Προφανώς επειδή η μάνα του έκανε σπουδαία δουλειά στην καλλιέργεια αυτής της αγνής αγάπης προς τον τόπο, η μάνα του στην οποία είναι αφιερωμένη η συλλογή. Ο Ταρδίος μπορεί να γράφει στα αγγλικά, ωστόσο ο ψυχισμός του είναι γνήσια κυπριακός γιατί τα πιο ισχυρά του βιώματα, μετασταλαγμένα στην ψυχή του από τις συγκλονιστικές μητρικές αφηγήσεις, τον κράτησαν δεμένο με τον τόπο. Οι συχνές επισκέψεις του σε ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο πότισαν τη νοσταλγία του για να μην ξεραθεί.
Ιδού όμως το παράδοξο. Ενώ το κυπριακό μοτίβο του Ταρδίου, με το κυπριακό βίωμα που μεταφέρει, αναγκαστικά εγκιβωτίζεται στην αγγλική -μια γλώσσα με τεράστια πολιτισμική χωρητικότητα, και νομίζεις ότι εκεί θα διασκορπιστεί, θα εξουθενωθεί και εν τέλει θα εξασθενήσει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Το μοτίβο και το βίωμα αποδεικνύονται πιο πληθωρικά και ανθεκτικά για την χωρητικότητα της γλώσσας αυτής, η γλώσσα εν τέλει υποκλίνεται στη δύναμη τους.
Διαβάζοντας τα “Κουμπωμένα Σχήμααα” διαπιστώνει κανείς ότι ο ποιητής πετυχαίνει κάτι πρωτοφανές: να συναρμόσει ομαλά το ύφος μια γραφής σαφώς οριοθετημένης από την αισθητική της αγγλικής ποιητικής τεχνικής, με μια θεματική γνήσια κυπριακή .
Οι λέξεις στο ποιητικό σύμπαν που πλάθει ο Ταρδίος καθυποτάσσονται, αφοπλίζονται από τα δικά τους όπλα και οπλίζονται με τα όπλα της ποιητικής του για να πουν επακριβώς αυτό που θέλει εκείνος, όχι αυτό που θέλουν αυτές, ώστε να να αναδείξουν τη δική του οδύνη και όχι αυτήν την οποία ήταν προορισμένες να περιγράψουν.
Η ποίηση του Ταρδίου συνδυάζει επίσης δυο σπάνια και εκ πρώτοις όψεως συγκρουόμενα χαρακτηριστικά: τη μεγαλοπρέπεια και την ταπεινότητα. Την λάμψη της έμπνευσης και της μετουσίωσης σε ποιητικό πύκνωμα, αλλά και τη χαμηλοφωνία. Ο Ταρδίος είναι πανταχού παρών σε κάθε ποίημα, όμως για να τον βρεις πρέπει να ψάξεις. Το πρώτο πρόσωπο, ενώ φαινομενικά αποτελεί κυριαρχικό αναφορικό στοιχείο, στην πραγματικότητα είναι το «εγώ» ενός σχεδόν ντροπαλού και απίστευτα διακριτικού παρατηρητή των συμβάντων. Ο Ταρδίος στα “Κουμπωνένα Σχήματα” είναι η ποίησή του, οι στίχοι, οι ιστορίες που διηγείται, είναι το ψηφιδωτό της μνημονικής του ύπαρξης.
Πρόκειται για μια ποίηση που επικοινωνεί και αφυπνίζει και τις πέντε αισθήσεις αλλά και ακόμη μία που ακόμη δεν έχει επακριβώς ονομαστεί: Την αίσθηση της μνήμης. Στα ποιήματα των ‘Κουμπωμένων Σχημάτων”, η μνήμη μετατρέπεται σε ένζωο πίνακα, οι λέξεις μυρίζουν γιασεμί, η αφή των πραγμάτων ανασταίνεται, τα κύματα της θάλασσας της Κερύνειας παφλάζουν, τα ουρλιαχτά των σφαγμένων αντηχούν, το παραλήρημα των τρελών τρομάζει.
Η Κύπρος δεν θα μπορούσε να βρει διεισδυτικότερο πρεσβευτή του πολιτισμού της στην αγγλική γλώσσα από τον Ταρδίο.
Με τα “Κουμπωμένα Σχήματα”, αφενός η ίδια η αγγλική ποιητική γλώσσα διευρύνεται και πρέπει να επαίρεται για ένα τέτοιο υψηλή αισθητικής και πνοής έργο, αφετέρου, η ελληνική γλώσσα, ανασκιρτά και καλωσορίζει έναν μεγάλο ποιητή ο οποίος μετά από αντίξοο ταξίδι χρόνων, επιστρέφει στη γλώσσα του, κρατώντας έναν χαμένο θησαυρό, κτήμα του οποίου ελπίζω να γίνουν οι τωρινές και οι επόμενες γενιές.
Εγώ προσωπικά θα ήθελα να τον ευχαριστήσω βαθιά. Τα “Κουμπωμένα Σχήματα” μου ανανέωσαν την πίστη στην ποίηση. Ο Ταρδίος μου έδωσε ξανά ελπίδα.
Γιώργο Ταρδίε, νοσταλγικέ εξόριστε όπως ο ίδιος χαρακτήρισες τον εαυτό σου στη συνέντευξη που είχαμε το 2017 κάνει, καλωσόρισες στη γλώσσα σου.
****
Aύγουστος 2017
Σωτήρης Παστάκας: Η αναμέτρηση με τα άγραφα
Μια προσέγγιση στο Άλτσχάιμερ αρχόμενο
Γιώργος Χριστοδουλίδης (ποιητής)
Όσοι ξεχνούν πως η διαχρονικότητα στη λογοτεχνία είναι το αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης όχι μόνο με όσα έχουν γραφτεί, αλλά και με όσα δεν έχουν γραφτεί ακόμη, το πληρώνουν. Kαι το καταλαβαίνουν αργά, όταν έρχεται ο λογαριασμός που γράφει ότι δεν χρωστάνε τίποτα παρά το ότι κατανάλωσαν χρόνο πολύ για να ευδοκιμήσουν.
Πώς όμως να αναμετρηθείς με κάτι που δεν είναι ορατό; Προφανώς γράφοντας πράγματα που μπορούν να ενεργοποιήσουν συνειδήσεις και αισθήσεις ανεξαρτήτως εποχών και αιώνων. Γράφοντας πράγματα που ανήκουν στη σφαίρα του “πάντα”, άρα και στη σφαίρα του “τώρα” (αρκεί να μην είναι χαοτική η πρωτοποριακή ενόραση του λογοτέχνη). Λογικοφανής ορισμός, αλλά και πάλι, πώς γίνεται αυτό; Αν το ξανά-αναλύσεις, δεν βρίσκεις χειροπιαστή απάντηση, άσε που μπορεί να καταλήξεις στο μάλλον φαιδρό “έλα να σου εξηγήσω πώς γράφεται η ποίηση”.
Φαιδρό, γιατί κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γράφεται η ποίηση. Μπορεί να “πετύχεις” ποίηση κάποιες στιγμές, μπορεί να την αναγνωρίσεις, γνωσιολογικά, εμπειρικά, αισθαντικά, “γουστολογικά”, δεν μπορείς όμως να περιγράψεις με σιγουριά τη διαδικασία γέννησης και ολοκλήρωσής της, τον λόγο που η τάδε λέξη μπήκε εκεί και όχι αλλού, το “διότι” της μη επιλογής μιας άλλης και κυρίως τον τρόπο που η συνολική συγκρότηση μιας ιδέας, μιας πρόθεσης, δημιουργεί ποίημα. Δεν υπάρχει, ευτυχώς, μία συνταγή.
Διαβάζοντας το Αλτσχάιμερ αρχόμενο του Σωτήρη Παστάκα, περιόρισα το εύρος των ερωτημάτων και νομίζω, τελικά, πως βρήκα τουλάχιστον μια αξιοπρεπή απάντηση στο πώς είναι δυνατό κανείς να γράψει 15 ποιητικές συλλογές χωρίς να έχει κουραστεί από την ποίηση. Γιατί δεν είναι εύκολη η ποίηση. “ Κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;”, διερωτάται ο Χριστιανόπουλος στο περίφημο ποίημά του “ Εγκαταλείπω την ποίηση”.
Η ποίηση έχει νόημα να γράφεται και να συνεχίζει να γράφεται, όσο ο ποιητής, αισθάνεται την ανάγκη να εξερευνά και να διεισδύει σε αθέατες όψεις του εαυτού του και του κόσμου, να κρατά ψηλά τον δείκτη της αγωνιστικότητας για να τα βάζει με τα μυστήριά του και να προτείνει τη δική του, πιο τρομαχτική ακόμα από αυτά τα μυστήρια, εκδοχή. Τούτο κι αν προϋποθέτει κόπο και φθορά! Κι αν ο ποιητής “έχει έναν μόνο κόσμο” και αυτόν επεξεργάζεται και εξελίσσει, όπως διατεινόταν ο Σαχτούρης, φύσει καχύποπτος στους ποιητικούς πειραματισμούς (οι οποίοι στον καιρό μας τείνουν να αποτελέσουν γερό άλλοθι για την ποιητική ένδεια που μας κατακλύζει), αυτόν τον κόσμο πρέπει να ανακαλύπτεις και να ξαναανακαλύπτεις όχι για να επινοήσεις κάτι πρωτογενώς καινούργιο, αφού περίπου όλα έχουν γραφτεί, αλλά για να τον επαναδιατυπώσεις με τρόπο πρωτότυπο και αυθεντικό, αφήνοντας το προσωπικό σου ίχνος.
Όταν, λοιπόν, ο Παστάκας γράφει στο Άλτσχάιμερ αρχόμενο “Οι κακοί γάμοι φτιάχνουν ωραίους κήπους” δεν σου λέει κάτι που δεν ήξερες. Σου λέει κάτι το οποίο σε οδηγεί στο να εντοπίσεις το χορταριασμένο μονοπάτι προς την πιο περίλαμπρη κληρονομιά του δικού σου κοινωνικού υποσυνείδητου. Σου επιδοτεί το κόστος της μετάβασης, πληρώνει δηλαδή τα κόμιστρα, ώστε να θυμηθείς αυτό που αξίζει να κρατάς. Κι έτσι ο Παστάκας συνεχίζει να γράφει, έχει λόγο να συνεχίζει να γράφει.
Δεν ενδιαφέρει τον Παστάκα να μας περιγράψει κουρελιασμένες από την πολυχρησία εικόνες και συναισθήματα, αλλά να μας εξομολογηθεί εξαντλητικά, όχι όμως κουραστικά, με την ίδια φρεσκάδα, τη δική του οπτική των πεπερασμένων, των συντελεσθέντων, αλλά και την προσωπική του προφητεία για εκείνα που πρόκειται να συμβούν. Ή δεν πρόκειται να συμβούν. Γράφει, όχι για να ξορκίζει τους προσωπικούς του δαίμονες, αλλά επειδή έμαθε πια να παίζει μαζί τους, να τους αποδέχεται ως μέρος της ποιητικής και ανθρώπινης φύσης του.
Προκλητικός όσο χρειάζεται για να συμπαρασύρει τα αραχνοΰφαντα πέπλα σεμνοτυφίας “-τα ποτά είναι πόμπες. Οι πουτάνες δεν μασάν παρόλ γαλλικά. Με φωνάζουν Αλιόσα!”, καυστικός – όπως και όταν δημοσιολογεί - με τα παγιωμένα λογοτεχνικά και παραλογοτεχνικά κατεστημένα των Αθηνών “ Έπρεπε να αποδεχθείς την εξορία σου Σωκράτη. Θα είχα κι εγώ παρεΐτσα, θα σκάγαμε στα γέλια με τα καμώματα των Αθηναίων...”, αυτοσαρκαστικός “ Ένας άντρας είναι ο ακέραιος αριθμός που προκύπτει από τα λάθη που διέπραξε μείον τον συντελεστή της επιδιόρθωσής τους...” και αθεράπευτα έντιμος και απομυθοποιητικός “...πετάξτε από πάνω μου αυτόν τον λευκό μανδύα του ποιητή. Σταματήστε επιτέλους να με φωτογραφίζετε και να ζητάτε συνεντεύξεις. Ένας κακός ευτυχισμένος άνθρωπος είμαι”, ο Παστάκας στη 15η ποιητική του συλλογή επιβεβαιώνει ότι μέσα από την απαλλαγμένη από περιττά λίπη επιμυθιακή βιωματικότητα της ποίησής του, αναμετράται επιτυχώς με τα όσα έχουν γραφτεί και περιμένει “καθισμένος στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού, πίνοντας μια ξανθιά μπύρα” να δει την έκβαση της αναμέτρησής του με τα άγραφα.
****
20 Οκτωβρίου 2017
Π. Νικολαΐδης – Παραλογή: Ποίηση γεύσεων και οσμών
του Γιώργου Χριστοδουλίδη
“Σε αυτή τη σελίδα
το χιόνι
δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως το πρωί
θα’ χει σκεπάσει όλο
το ποίημα.”
Είμαι εδώ απόψε να μιλήσω για την “Παραλογή” του Παναγιώτη Νικολαΐδη, αφού προηγουμένως έχω “δωροδοκηθεί” κατά καιρούς από μια σειρά εξαίσιων εδεσμάτων που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα επιδέξια χέρια του, καθώς και με μπουκάλια κρασιού όλων των χρωμάτων και των γεύσεων που έχει επιλέξει με τη μοναδική αισθητική της γευσιγνωσίας του. Ο Παναγιώτης είναι ένας καταπληκτικός μάγειρας, ένας εκλεκτικός εραστής του οίνου αλλά και ένας φίλος. Παρ’ όλα αυτά δεν θα βρισκόμουν εδώ απόψε, και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει, αν ήταν να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός από ποίηση εμφαντική και ευφραντική.
Θα ήταν ίσως λιγότερο καλός ποιητής ο Νικολαΐδης, αν δεν ήταν τόσο γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αν δεν αγαπούσε τόσο τα μικρά του πάθη για τη γαστρονομία, το καλό κρασί, την καλή παρέα και άλλα, πιο πνευματώδη, όπως την εξαντλητική μελέτη του ποιητικού γίγνεσθαι, αν δεν γινόταν φίλος με τα πάθη του, αν δεν τα επεξεργαζόταν και δεν τα εξέλισσε και κυρίως, αν δεν τα κοινωνούσε.
Υπάρχουν διάφορων ειδών κατηγορίες ποιητών, στέκομαι όμως βασικά στις ακόλουθες δυο: Η πρώτη, η εσωστρεφής, δημιουργεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί αφενός η αυστηρή λιτότητα της δράσης, αφετέρου ο πλεονασμός της εγκράτειας. Κάπου, κάπου αυτή η κατηγορία, πετυχαίνει μερικά καλά ποιήματα, ορισμένες φορές, μερικά σπουδαία ποιήματα, αλλά κατά κύριο λόγο, όσο το συγκεκριμένο είδος σταδιακά μαραζώνει και στερεύει, έχοντας λίγα να αντλήσει από τον εγκλεισμό και τη μόνωσή του, άλλο τόσο στερεύει και η ποίησή του ή γίνεται πιο σκοτεινή και ερεβώδης ενδεχομένως και πιο ομφαλοσκοπούσα. Η άλλη κατηγορία ποιητών είναι εκείνη που επιζητά και απορροφά τις χαρές της ζωής. Εκείνη που δημιουργεί ζωή και τροφοδοτείται από αυτήν. Μια τέτοια ποίηση στερεύει πιο δύσκολα και εν πάση περιπτώσει διακατέχεται από μια πραϋντική φωτεινότητα. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης κατατάσσεται, κατά την άποψή μου, στη δεύτερη κατηγορία, στους ποιητές εκείνους που η γεύση και το χρώμα της ζωής διαποτίζουν και το έργο τους.
Ο Νικολαΐδης γράφει κυρίως στη νεοελληνική, όμως, σε αντίθεση με τους πλείστους σύγχρονους Κύπριους ομοτέχνους του, επιδιώκει και την κυπριακή διάλεκτο είτε ως μοναδικό δομικό υλικό ενός αυτόνομου ποιήματος είτε ως διάνθισμα ή ακόμα συνεκτικό αρμό της ποιητικής αρχιτεκτονικής του. Και αυτή του η επιδίωξη, που αποτελεί μια θαρραλέα επιλογή, τον δικαιώνει προσφέροντας σταθερά προστιθέμενη αξία στην “Παραλογή” του, αφού πέραν του αισθητικού αποτελέσματος, αναδεικνύει τον πλούτο που εμπεριέχει ο ιδιότυπος γλωσσικός δυισμός ο οποίος τη χαρακτηρίζει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γνωρίζοντας προσωπικά τον ποιητή, μπορώ να ισχυριστώ ότι μέσα στον Νικολαΐδη συμβιώνει εν αρμονία ο Έλληνας με τον Κύπριο. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτισμικό εγώ που εξωτερικεύεται λογοτεχνικά ψάχνοντας ανάλογους τρόπους έκφρασης και επιχρίοντας γλωσσικά την ποίησή του. Είναι πραγματικά κάτι σπάνιο, σε μια εποχή εθνικής και πολιτισμικής σύγχυσης, να συναντά κανείς έναν τύπο, με συμφιλιωμένες μέσα του τις δυο ταυτότητες: Την ελληνική και την κυπριακή, σε τέτοιο βαθμό, που αυτή η σύζευξη να του επιτρέπει όχι απλώς να κινείται άνετα, αλλά και να τεχνοτροπεί ανάμεσα σε μια απαιτητική γλώσσα και σε ένα δύστροπο ιδίωμα το οποίο γίνεται ακόμη πιο δύστροπο κατά τη μεταφορά του στον γραπτό λόγο.
Παραλογή Α’
Ι
Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στα αγκάλια της τζι εβούραν
Εν είσεν νερόν
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει
Εν τον εκατάλαβα
Εθώρουν λαλεί η μάνα μου
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν τζι έκλαια
ΙΙ
Κόμα θθυμούμαι
ως την πέμπτην δημοτικού
έππεφτα με την μάναν μου
Εξύπνουν λαλεί
τζαι που τον φόον
εν εκλείαν τα μμάθκια μου
Άμαν τζι έφυα να σπουδάσω
εκατάλαβα πόσον τυχερός
εν ο κόσμος
που τζοιμάται τζαι ξυπνά
χωρίς φον.
Το κυπριακό ιδίωμα, χωρίς το ομοιοκατάληκτο γνώρισμα, αλλά κυρίως το απογυμνωμένο από το περιττό λίπος της επινόησης, βίωμα- η συγκινητική εξομολόγηση του τρεμάμενου από τον φόβο του πολέμου, παιδιού- όπως με τόση λυρική αφηγηματικότητα και απλότητα παρατίθεται από τον ποιητή, γίνεται θαρρείς νοητός δείκτης υπόμνησης που μας παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές κορυφαίων μας ποιητών όπως οι (Λιασίδης, Μιχαηλίδης κ.ά.). Ακόμη πιο εγγύτερο σε αυτόν τον συνειρμό λόγω και της πιο παραδοσιακής μορφής του, είναι το ποίημα:
“Πάροδος: η γλάστρα”
Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμαν τζαι με χρώμαν
κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισσον το γιόμαν
τζι εβάλαν σε να σαιρετάς τον ήλιον πα’ στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμα
Ανάλογα αξιοπρόσεκτη επίδοση παρατηρείται και στα ποιήματα που είναι γραμμένα στη νεοελληνική, δείγμα του ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολυτεχνίτη του ποιητικού λόγου. Ενδεικτικό το ποίημα που σηματοδότησε το εναρκτήριο λάκτισμα αυτής της παρέμβασης. Το άηχο χιόνι που πέφτει πάνω στη σελίδα του ποιήματος, προσομοιάζει με την αγνότητα της δημιουργίας, τροφοδοτούμενης από τη γονιμότητα της συνεύρεσης με την ανεξερεύνητη ερωτική-υπαρξιακή θλίψη. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάτι που με έκανε να σταματήσω, να επικεντρωθώ και να επιστρέφω σε μέρη της “Παραλογής” είναι πρώτα απ’ όλα η αναβλύζουσα βιωματικότητα κάποιων ποιημάτων που κυρίως αφορούν την παιδική ηλικία. Αυτά είναι ίσως και οι θελκτικότεροι προορισμοί για κάθε επισκέπτη της συλλογής. Η “Παραλογή Α’” που ανέγνωσα προηγουμένως αποτελεί πειστικό δείγμα. Το ίδιο και η “Παραλογή Β”, το ίδιο και η “Παραλογή Γ”, η “Νιόβη”, καθώς και μερικά άλλα. Σε αυτά τα ποιήματα, ο ποιητής καταφέρνει να τιθασεύει και να δαμάσει την ορμητικότητα της ποιητικής πνοής, να την πείσει να υποταχθεί στη δική του στόχευση με εργαλεία την οικονομία του λόγου, την καίρια αντίληψη πρόσθεσης και αφαίρεσης, την αυθεντικότητα της σύλληψης του υπό διαπραγμάτευση θέματος.
Η προβολή και η συχνή επίκληση δυο γυναικείων μορφών, αυτών της μάνας και της γυναίκας-συντρόφου-συζύγου, ο ισορροπημένος χειρισμός και αλληλοσυσχετισμός της χρονικής, αριθμητικής και ποιοτικής δοσολογίας τους με τα ποιητικά ζητούμενα, εκπληρώνουν την ανάγκη του Νικολαΐδη, να εξορκίσει αφενός τις μνήμες-φαντάσματα της παιδικής ηλικίας, αφετέρου να εντάξει χωρίς απώλειες, φθορές, αλλά και υπερβολές, τη σημασιολογική τους ύπαρξη στο σήμερα και το αύριο. Δύο γυναικείες μορφές καθαγιασμένες, αμόλυντες, φωτισμένες, αλλά και στιβαρές, εκπροσωπούσες μια ολόκληρη οντολογία νοημάτων, ώστε να αντέξουν το βάρος της αδιάλειπτης παρουσίας τους, την ευθύνη που εναποθέτει σε αυτές ο ποιητής για το ότι υπάρχει και συνεχίζει. Μέσω τους, ο ποιητής, βλέπει και εκπέμπει την αγάπη, το φως, την ελπίδα.
Παραλογή Δ’
στη Μαριάννα
Η αγάπη μας είναι ένα δέντρο
Γι’ αυτό κατεβαίνουν τα πουλιά
από το ξέφωτο
και τα παιδιά τραγουδάνε ξυπόλητα
τα μεσημέρια
Είν’ η αγάπη μας δέντρο
όταν η μέρα σπάζει σαν κλαδί
κι εμείς έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε
Η αγάπη μας είναι δέντρο
Ραγίζει πριν γκρεμιστεί
Πατούμε γερά στο ένα κλαδί
προτού ραγίσουμε
το άλλο.
Είναι βαθιά μου πεποίθηση πως ένας κάπως ασφαλής τρόπος για να κρίνει κανείς μια ποιητική συλλογή είναι να προσμετρήσει τους εξής τρεις παράγοντες:
-Ποια ύψη διεκδικούν τα καλύτερα ποιήματά της;
-Πόσο βαθιά σε χώμα λήθης πρέπει να θάψεις τα χειρότερα;
-Προς τα πού δείχνει ο δείκτης ποιότητας των περισσοτέρων;
Ο Νικολαΐδης χρησιμοποιώντας ή όχι το κυπριακό ιδίωμα και έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, πετυχαίνει σε αρκετά ποιήματα το ποθούμενο της κορύφωσης, με νοηματικό αναμεταδότη άλλοτε το προσωπικό βίωμα και άλλοτε τον μύθο. Τα καλύτερα των επιτευγμάτων του θα τον συνοδεύσουν στις μελλοντικές αναμετρήσεις με τον χρόνο.
Ελένη
Στέκεται στην κουζίνα
Η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει
Κι ίσως γι’ αυτό
βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι
αποπειράται να μεταφράσει
τον άνεμο
Πίσω από τον ήχο
η βρύση τρέχει
Κι ο χρόνος τρέχει
Το ένα της μάτι δακρύζει
Το άλλο ορθάνοιχτο.
Μια σειρά άλλων ποιημάτων συνιστούν ένα σημαντικό απόθεμα για τη συλλογή, ενώ οι ατυχείς δοκιμές υφίστανται, αλλά είναι λίγες. Όμως ακόμα και αυτές εντασσόμενες μέσα στο γενικότερο πνεύμα του βιβλίου, οριοθετούνται ως αναγκαίες ανεμόσκαλες για να ανεβούν και να φωλιάσουν στους πρόποδες του ουρανού όσα ποιήματα είναι προορισμένα για τέτοια ύψη. Εξάλλου, τι άλλο είναι η ποίηση από μια προσπάθεια μέσα από χιλιάδες ανεπιτυχείς απόπειρες να γράψεις πέντε ποιήματα που θα μείνουν; Η διαλεκτική της πλήρους επάρκειας με εκείνην της λιγότερης, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, διακλαδώνεται και δεν αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα, επειδή οι πυλώνες της ποίησης του Νικολαΐδη δεν είναι εύθραυστοι, αλλά ανυπέρβλητοι και αλύγιστοι σαν πλάτανοι.
Κλείνω αναφέροντας μια σειρά από σκέψεις που επανάφερε στο μυαλό μου η ανάγνωση της “Παραλογής”:
-Η τέχνη σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι τρομαχτική. Να σε κάνει να συνέρχεσαι από την πραγματικότητα.
- Xρόνος είναι η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, συγκλονισμένοι, απελπισμένοι, εκστασιασμένοι, επαναστατημένοι. Το υπόλοιπο διάστημα είναι ο δρόμος που σε κρατά μακριά από την κρισιμότητα της έξαψης.
-Σε τι διαφέρει αυτός από τους άλλους; Οι ιδέες του φυτρώνουν.
-Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητά τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους.
-H αοριστία και η γενίκευση είναι θανάσιμοι εχθροί της ποίησης.
-Είναι καλύτερα να διαβάσεις ένα σπουδαίο ποίημα 1000 φορές παρά 1000 ποιήματα που δεν θα θυμάσαι.
-Ποίηση δεν είναι να περιγράψεις το βουνό, τη θάλασσα, το συναίσθημα, το πλήγωμα με ωραίες λέξεις, αλλά να πεις αυτό που είσαι εσύ μπροστά τους. Τότε θα αρχίσουν να έρχονται και οι λέξεις.
****
2016
Τάσος Γαλάτης:Περί ποιήσεως και άλλων κακών
Μια κουβέντα με τον Γιώργο Χριστοδουλίδη
Πόσοι μας ξέρουν πραγματικά; H μάνα μας. Αυτοί/ες που μας ερωτεύτηκαν. Και όσοι μας διάβασαν. Η μάνα μας, επειδή μας γέννησε. Οσοι/ες μας ερωτεύτηκαν, επειδή μας ξαναγέννησαν. Και εκείνοι που μας διάβασαν, επειδή, γεννηθήκαμε ακόμα μια φορά, μέσα τους.
Τολμώ να πω λοιπόν ότι ξέρω τον Τάσο Γαλάτη, τον ποιητή, για τον τρίτο λόγο. Τον διάβασα και τον ένιωσα να ξαναγεννιέται μέσα μου.
Ὁ σημειωμένος
Πάει καιρὸς ποὺ ἡ Μερόπη
μὲ κοιτάζει ἐξεταστικὴ καὶ ἀνήσυχη
καρφώνοντας συχνὰ πυκνὰ τὸ βλέμμα στὰ πόδια μου
κι ὕστερα θυμιατίζει
καὶ μὲ ραντίζει μ’ ἅγιο μύρο ἀπὸ τὴν Πειρήνη
μὰ πιὸ πολὺ αὐτὸς ποὺ μὲ παιδεύει
μὲ τὴν καχυποψία του καὶ τοὺς ὑπαινιγμούς του
εἶναι ὁ Πόλυβος.
Καὶ ποῦ γυρνᾶς, ποῦ γύριζες ὁλημερὶς
ἀπὸ τὴ μιὰ θάλασσα στὴν ἄλλη
πεζοπορώντας ὡς τὸ Λέχαιο καὶ τὶς Κεχριὲς
τί γυρεύεις, τί ζητᾶς
στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ λιμάνια.
Μὰ ἐγὼ μιλιὰ δὲ βγάζω
τί νὰ πῶ, πῶς νὰ τὸ πῶ
τί ἐξηγήσεις νὰ ἀπαιτήσω
γιατί ὄχι πιὰ ψιθυριστὰ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου
ἀλλὰ κατάμουτρά μοῦ τὸ πετᾶν
ὁ μπάσταρδος, ὁ μοῦλος, ὁ σημειωμένος.
Τον συνάντησα πρώτη φορά, καταϊδρωμένο από την αφόρητη ζέστη, το 2013 στη Sete της Νοτίου Γαλλίας, όπου συνυπήρξαμε για μια εβδομάδα στο πλαίσιο του Voix Vives de Méditerranée en Méditerranée, ενός σημαντικού διεθνούς ποιητικού φεστιβάλ.
Βρεθήκαμε δεύτερη φορά πριν από μερικές εβδομάδες στο Σύνταγμα. Μου φάνηκε δακρυσμένος, δεν ήταν όμως, αν και στα μάγουλα του είχαν σκάσει δυο αχνές γραμμές. Μάλλον η βιασύνη να μην αργήσει στο ραντεβού μας, του είχε προκαλέσει ασυναίσθητη ενδακρύωση! Η οποιουδήποτε είδους αργοπορία, για την ιδιοσυγκρασία ενός συνεπέστατου, σαν ο Γαλάτης, ανθρώπου, ήταν αδιανόητη!
Διέκρινα όμως και μια άλλης μορφής συγκίνησης, απροσδιορίστου τροφοδότησης. Συγκινημένος από το ότι θα συναντούσε αυτόν τον απρόσκλητο, στην Αθήνα, επισκέπτη (εμένα); Από την αμφιλεγόμενη υπόθεση, ότι η διαδρομή από τη μέρα που συναντούμε για δεύτερη φορά, τον ίδιο προσφιλή άνθρωπο, είναι ο χρόνος που έχει διανυθεί από την πρώτη; Κι έτσι, θα μπορούσα εξωφρενικά να ισχυριστώ, σε μια τέτοιαν περίπτωση, «έκανε τρία χρόνια ο Γαλάτης για να διανύσει την απόσταση Υπουργείο Αμυνας-Σύνταγμα, κι εγώ άλλα τρία τη διαδρομή Λάρνακα-Αθήνα»…
Με οδηγεί παραδίπλα, «εδώ ήταν του Καραγάτση» μου λέει, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο. Καθόμαστε για καφέ.
Γράφει ποιήματα από τα γυμνασιακά του χρόνια, αρχίζει να θυμάται, σε μια μη-συνέντευξη-, κουβέντα ήταν, μην νομίσετε, ανάγκη να μιλήσω με κάποιον που θα με πραγμάτωνε ξανά για λίγη ώρα. Εγραφε λοιπόν ποιήματα από τότε, επηρεασμένος από τα παιδικά περιοδικά , Ο θησαυρός των παιδιών, Το Ελληνόπουλο που δημοσίευαν και εργασίες των αναγνωστών τους. Φιλοδοξούσε να γράψει κάτι ανάλογο χωρίς να διαθέτει, όπως ομολογεί, τη γνώση του τι εστί ποίηση. «Νόμιζα ότι ποίηση είναι τα ωραία λόγια και οι ωραίοι στίχοι. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει ο ποιητικός λόγος».
Τον ρωτώ αν έχει αποκηρύξει πρώτα ποιήματα και μου απαντά ότι δεν υφίσταται λόγος, από μόνα τους εκλείπουν αφού έχουν συνεισφέρει αυτά που έπρεπε.
Αρχισε με πρωτόλεια μάλλον λυρικά, όπως οι περισσότεροι, αλλά γρήγορα πέρασε σε αυτό που τον καθόρισε ως ποιητή. «Από το τρίτο μου βιβλίο και ύστερα, «Τα Παροράματα», η ποίηση μου γίνεται απόλυτα βιωματική. Άλλο να γράφεις ποιήματα και άλλο ΠΟΙΗΣΗ, σκέφτομαι… «Εκεί στο τρίτο μου βιβλίο, υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα μου ποιήματα. Όμως η στροφή μου προς τη βιωματικότητα μπορεί να ανιχνευθεί και μέσα από μερικά ποιήματα των πρώτων δυο μου βιβλίων Ἡ μυθολογία τοῦ δάσους, Κοινόβιο.
Αλλάζω λίγο την υφή της κουβέντας. Ξετυλίγω το κουβάρι των αναπάντητων ερωτημάτων. Υπάρχει νομοτέλεια στην ποίηση; Υπάρχουν ίχνη που δείχνουν το δρόμο που σου έχει ανατεθεί να διανύσεις, μου απαντά, όχι έτσι ακριβώς, αλλά κάπως έτσι και αρχίζει να απαγγέλλει ένα τέτοιο ποίημα-αποτύπωμα των μελλοντικών βημάτων:
Egretta alba
Τώρα ὁ καιρὸς μὲ τὴ χρυσαλλίδα παίζει
καὶ τὸν ἐρωδιὸ ἐρωτεύεται.
Στὴν πλαγιὰ μὲ τὰ κούμαρα
θὰ σᾶς συναντήσω πάλι,
ὦ φίλοι,
ποὺ σᾶς παραπλάνησαν οἱ ἀετοί,
μὴ μ’ ἀποπαίρνετε
ἀπὸ κεῖ ψηλά,
ξέρω γιὰ νὰ σᾶς πῶ
τὶς περιπέτειες ἑνὸς ἐντόμου·
τάχα, δὲν εἶναι ἀρκετό,
τὴν εἴσοδό μου στὸ δάσος
νὰ προετοιμάσω…
Επιχειρώ μέσα από μια αδέξια όσον αφορά την μακρυγορία της ερώτηση να ψαχουλέψω την τραυματικότητα της ποίησης του, και καταλήγω μέσα από πολλή προσπάθεια, πως βλέπω πολλή τέφρα να αναδεύεται και πολλά ανεπούλωτα να αιμορραγούν ακόμα. Η ποίηση επουλώνει ή δεν επουλώνει τελικά, καταλήγω πριν μου κοπεί η ανάσα.
«Δεν επουλώνει τίποτα, απλώς κάνει βιώματα και τραύματα πιο υποφερτά» μου απαντά και θυμάται στίχους του Καβάφη από την «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»
…Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.»
Τον Τάσο Γαλάτη τον χάραξε η ταραγμένη δεκαετία του 40. Από Τα παροράματα και εντεύθεν, η ποίηση του εκκινά μεν από το παρόν αλλά στρέφει τους οδοδείχτες της προς το παρελθόν και κυρίως σε εκείνη την δεκαετία.
Επτά χρονών, με την απελευθέρωση, έζησε βιώματα οικογενειακά και κοινωνικά, που τον σημάδεψαν. «Δεν είχα βεβαίως πλήρη συνείδηση του τι συνέβαινε», παραδέχεται, «όμως η πραγματικότητα εκείνη, η πραγματικότητα του εμφυλίου έτσι κι αλλιώς με χάραξε, όπως χάραξε και την πορεία της πατρίδας και του έθνους μέχρι σήμερα».
Του υποβάλλω ότι από μια «ποιητική ηλικία» και μετά, παύουμε ή τουλάχιστον, εγώ έπαυσα να αναζητώ ποιητές, αλλά ποιήματα. Με παραπέμπει στη μεταβλητή της διαχρονικότητας σύμφωνα με την οποία οι εποχές των αναζητήσεων αλλάζουν όπως και οι στόχοι τους σε αντιστοιχία με το στάδιο της ποιητικής ωρίμανσης του αναζητούντα. «Στην εφηβική μου ηλικία αναζητούσα τον Ιωάννη Γρυπάρη του οποίου η μοναδική ποιητική συλλογή Σκαραβαίοι και Τερρακότες, με είχε γοητεύσει. Πολύ αργότερα, μυήθηκα στην ποίηση του Σεφέρη, μια πολύ δύσκολη υπόθεση για μένα» και ίσως όπως αναφέρει, η μυθολογία αυτής της ποίησης να του πρόσφερε «αφορμές» στην περαιτέρω ποιητική του πορεία.
Όμως, ο Τάσος Γαλάτης, «κολύμπησε» σε όλο το πλάτος και βάθος της ελληνικής ποίησης, από τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τους ποιητές της γενιάς του 30 αλλά και σε ορισμένες «βραχονησίδες» της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς όπως ο Αναγνωστάκης, ο Σινόπουλος κ.α.
Βυθισμένος στον ωκεανό της πρότερης λαμπρής πορείας της ελληνικής ποίησης, ο Τάσος Γαλάτης δεν διστάζει να ομολογήσει ότι δεν παρακολουθεί λεπτομερώς το σύγχρονο εκδοτικό οργασμό, αλλά έχει την εντύπωση ότι ο ποιητικός λόγος βρίσκεται σε παρακμή. Λείπει λέει το ισχυρό ταλέντο, μέσα σε μια πλειάδα νέων ποιητών που “απλώς γράφουν καλά”. Επισημαίνει, ότι στους περισσότερους νέους ποιητές λείπει η ποιητική παιδεία. Δεν αρκεί μόνο η έμπνευση, προσθέτει, όλοι οι άνθρωποι έχουν έμπνευση. Για να γίνεις ποιητής απαιτούνται πολλά, τα οποία εύστοχα προσδιορίζει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στα Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή.
Τον ρωτώ κυνικά αν οι κριτικοί είναι χρήσιμοι για την ποίηση. “Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πνευματική ζωή αν δεν υπάρχει καλή κριτική και η γενιά του 30 το αποδεικνύει αυτό, με τον Καραντώνη αλλά και εξίσου, με τα πολύ σημαντικά κριτικά δοκίμια του Σεφέρη. Επίσης, τα δοκιμιακά κριτικά του Ελύτη. Ισως επειδή δεν έχουμε σήμερα καλούς κριτικούς ανκαι είναι πολλοί εκείνοι που ασκούν κριτική στην ποίηση, να υπάρχει και αυτή τη παρακμή. Δεν ανοίγονται νέοι δρόμοι, ενώ άλλοτε οι κριτικοί άνοιγαν δρόμους”.
Θεωρεί ότι υπάρχουν αξιόλογοι ποιητές που ένεκα του ότι μένουν «εκτός συστήματος», αγνοούνται;
“Μπορεί να υπάρχουν, αλλά κάποια στιγμή έρχεται η ώρα τους. Στην αφάνεια ήταν για πολλά χρόνια ο Κάλβος τον οποίο «ανέσυρε» ο Παλαμάς στην περίφημη ομιλία του για τον Κάλβο. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα”, παρατηρεί..
Το διαχρονικό αλλά και “δύστροπο” ερώτημα εισβάλλει αναπόφευκτα στη συζήτηση. Γιατί γράφουμε αφού λίγοι μας ξέρουν και λιγότεροι μας διαβάζουν;
“Γράφουμε πρώτα απ’ όλα για να εκφράσουμε την ύπαρξη μας. Δεν παραλείπω και το στοιχείο της φιλοδοξίας. Αλλά η αυτογνωσία και η ωριμότητα συχνά μειώνουν αυτή την φιλόδοξη ορμή..”
Ο Τάσος Γαλάτης, δεν...κωλώνει να εκτοξεύει βέλη κριτικής προς πάσα κατεύθυνση. Δεν τη γλυτώνει ούτε ο ίδιος ο ποιητικός του εαυτός.
“Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω κατορθώσει. Και έχω κατορθώσει κάποια πράγματα. Έχω γράψει ορισμένα ποιήματα τα οποία μπορεί να είναι υποφερτά. Δεν μ’ αρέσουν οι ψευτοταπεινοφροσύνες, θεωρώ ότι τα περισσότερα ποιήματα μου δεν είναι του πεταμού. Ασφαλώς, είχα κατά καιρούς διάφορα σχέδια να επεκτείνω τη θεματογραφία μου, αλλά δεν το έχω καταφέρει”.
Ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του-ο κάθε ποιητής με την έννοια του «σχεδόν πάντοτε» μένει “σημαδεμένος” από ένα βιβλίο, έναν κύκλο ποιημάτων ή ακόμη, ένα μόνο ποίημα του- κατέχει Ο Σημειωμένος. “Ο Σημειωμένος είναι ο Οιδίπους, ο σακατεμένος, με το οίδημα στο πόδι, και αξιοποιώντας τον αρχαίο μύθο, λέει ο Γαλάτης, ξεδιπλώνει την δική του οπτική για τον κόσμο.
Υπάρχει χώρος στο σύγχρονο κόσμο για την ποίηση; Οι ταχύτητες και οι εικόνες αφήνουν πίσω τους εκτυφλωτικές λάμψεις, που εναλλάσονται ιλιγγιωδώς ενώ η ποίηση απαιτεί να σταματήσεις, να εμβαθύνεις, να μπεις σε περίσκεψη, να αμφισβητήσεις.
“Τα μεγάλα ποιητικά οράματα-παρατηρεί- βασίστηκαν σε ιστορικές μεταβολές, θυμηθείτε τον Ομηρο, τον Δάντη, χρειάζεται ένας ποιητής που θα εκφράσει την εποχή του”.
Μα αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει στην Ελλάδα; τον διακόπτω. Μια κοσμοϊστορική καμπή. Μια ολόκληρη χώρα φτωχοποιείται.
Απαντά: Δεν ήρθε ίσως ακόμη η ώρα. Η ελληνική επανάσταση του 21 έδωσε δυο μεγάλα ονόματα τον Σολωμό και τον Κάλβο. Μετά, η αναγεννητική πορεία του έθνους που άρχισε μετά τον πόλεμο του 1897, μας έδωσε τον Παλαμά. Η Μικρασιατική καταστροφή έδωσε τον Σεφέρη.
Τον Καβάφη ποιος τον έδωσε; “Ισως μια καίρια συμπύκνωση της ελληνικής ιστορίας”, συμφωνούμε και οι δυο. Βλέπει την εποχή του μέσα από κορυφαία γεγονότα του παρελθόντος. Ένα από τα πλέον σημαντικά του ποιήματα είναι το Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X. Ας μην βιαζόμαστε λοιπόν….
Εγώ όμως βιάζομαι να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, να πακετάρω και να προλάβω την πτήση προς τη Λάρνακα. Τον ασπάζομαι, με ασπάζεται. Δεν ξέρω αν, πότε και που θα τον ξαναδώ. Αισθάνομαι όμως ότι μια αόρατη κυλιόμενη γέφυρα πάνω στην οποία χορεύουν, άλλοτε άτακτα και άλλοτε συγκροτημένα, ανέστιοι, άγραφοι μα και ειπωμένοι, στίχοι, μας ενώνει.
Α, μου νεύει. Δεν μιλήσαμε καθόλου για την Κύπρο. Εχω κατέβει στο νησί 3-4 φορές, έχω απαγγείλει και έχω γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους. Η κυπριακή ποίηση ανήκει στον ευρύτερο ελληνικό κορμό, συνδέεται άμεσα με την ελλαδική διατηρώντας τις δικές της ιδιαιτερότητες. Η Κύπρος είναι μεγάλος καημός για τον ελληνισμό. Θυμάμαι, όντας μαθητής, να συμμετέχω σε συλλαλητήρια υποστήριξης του Αγώνα. Εγιναν πολλά λάθη. Και από τον Μακάριο.
“Ελπίζω”, η τελευταία του λέξη πριν χαθεί μέσα στο πλήθος.
********
10, 2015
H απώλεια του τόπου και του χρόνου μέσα από την ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη «Εκ του Σύνεγγυς»
-----------------------------------------------------------------------------
Του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Με επιφύλαξη και σχεδόν φοβικά, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, ανταποκρίνομαι κάθε φορά, όχι συχνά αλήθεια, που κάποιος ποιητής μου ζητά να πω ή να γράψω για το βιβλίο του.
Είναι ο δισταγμός της ευγενούς «εισβολής» σε μια πνευματική εργασία που έχει ξεφύγει από τα χέρια ακόμα και του ίδιου του δημιουργού του και τοποθετείται αυτόνομα στον κόσμο.
Μιας εργασίας, απότοκο προσωπικών βιωμάτων, ενός κώδικα συμβολισμών και αλληγορικών πολλές φορές σχημάτων, ενώ εσύ καλείσαι να παραστήσεις τον επιτήδειο αποκωδικοποιητή για συλλήψεις, που πολλές φορές ούτε ο ίδιος ο ποιητής έχει σαφή και ξεκάθαρη αιτιολογία και ερμηνεία.
Και το πιο δύσκολο, καλείσαι να αντιμετωπίσεις το δίλημμα κατά πόσον θα παραμερίσεις τα κατά την υποκειμενική σου άποψη, ελλείμματα και θα χτίσεις αποκλειστικά στα αξιόλογα και αξιοσημείωτα, προδίδοντας τη συνείδηση και την αισθητική σου.
Ευτυχώς, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, όσο την γνώρισα, ανήκει στην περιορισμένη εκείνη κατηγορία ανθρώπων που δέχεται την αμφισβήτηση, φαινόμενο σπάνιο στη συνήθως υπερφίαλη κατηγορία των ποιητών. Ως εκ τούτου, το δίλημμα εξέπεσε από τα αρχικά στάδια της γέννησης του.
Τι έπρεπε λοιπόν να κρίνω σε αυτό το βιβλίο; Αυτό που και ο πιο αμύητος αναγνώστης κάνει ξέροντας ή μη ξέροντας: Την ποιητική πνοή του ανέμου που φύσηξε τους στίχους. Μπορεί η Α.Κ. να σε αναγκάσει να σταματήσεις; Να σου προκαλέσει το μαγικό επιφώνημα που μόνο η αληθινή τέχνη καταφέρνει να σχηματίσει στα χείλη; Τι άλλο είναι η δηλαδή η ποίηση;
Είναι αποδεκτό πως μια παρουσίαση είναι αδύνατον να συμπεριλάβει συνολικές θέσεις για το σύνολο του βιβλίου. Αυτό που κρατά κανείς είναι την επιτυχή ή όχι επικονίαση της ποιητικής μέλισσας, την ομορφιά των καρπών, το αποτύπωμα που αφήνει στη διψασμένη για συγκινήσεις και πρωτοτυπία ύπαρξη, η δύναμη του λόγου.
Της είπα της Αγγέλας ότι θα μιλήσω ως ποιητής και όχι ως κριτικός που δεν είμαι. Την προειδοποίησα.
Ως ποιητής, που συνάντησε διαβάζοντας το «Εκ του Σύννεγυς», μιαν αδιατάρακτη οδύνη, ένα παρατεταμένο λυγμό, τον λυγμό της απώλειας της αγαπημένης πόλης μαζί και της απώλειας ενός σημαντικού τμήματος των παιδικών χρόνων. Της απώλειας ενός μέλλοντος.
Γιατί κάθε απώλεια τόπου, είναι συνάμα και απώλεια χρόνου, χρόνου δικού μας, κλεμμένου και λεηλατημένου. Χρόνου ξεριζωμένου από το υπόστρωμα του ηλικιακού εδάφους, αιωρούμενου στην μαύρη τρύπα του αβέβαιου. Εδώ πέρα καταγράφεται μια ληστεία, ένα έγκλημα που καμιά αστυνομία, κανένας στρατός δεν μπορεί να διορθώσει για συντελέστηκε στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής εκεί που το χέρι του νόμου δεν φτάνει, αλλά και να έφτανε, πως θα μπορούσε να απαλύνει τη θλίψη και την οδύνη;
Στο ποίημα «Παιδί στο προσφυγόσημο» η ακόλουθη εικόνα :
Παιδί στο προσφυγόσημο
Ξυπόλυτο σαράντα χρόνους
Ρακένδυτο και δακρυσμένο
Πλάι στο συρματόπλεγμα
Θέλει να ελεύθερο να περπατήσει
Να ζήσει θέλει
Να ξεκολλήσει επιτέλους
Την παιδική ψυχή από το έρεβος
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
Σε φακέλους σημαδεμένους
Δεν ωφελεί.
Οπου η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αφήνει την ανάπλαση του ερεθίσματος να ωριμάσει απλά και εξελικτικά, αφαιρώντας το περιττό, όπως κανείς διεισδύει στο βάθος των πραγμάτων και αφουγκράζεται τους παλλόμενους πυρήνες, εκεί και οι καλύτερες στιγμές της συλλογής.
Ακόμα ένα τέτοιο παράδειγμα το ποίημα «Τραγική ειρωνία» ένα από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής και από τα πιο μεστά που διάβασα τον τελευταίο καιρό:
Οσο κι αν το προσπάθησα
Να ξεχωρίσω δεν κατάφερα
Αν ήταν αλλοθρήσκων
Ή ομοθρήσκων οι καρδιές
Που κάποια χέρια σκάλισαν
Σε τοίχο στη μοιραία πόλη
Επέζησαν εντούτοις του πολέμου.
Μέσα από λίγους στίχους, η ποίηση αναδεικνύει την ουσία. Χωρίς αχρείαστους διδακτισμούς και με απόλυτη προσήλωση στην λεπτομέρεια, υπαινικτικά η ποιήτρια καταφέρνει να υπερυψώσει στο ποίημα στην κορυφή της κλίμακας. Να καταδείξει τι πραγματικά σημαίνουν οι ζωγραφισμένες καρδιές στους τοίχους μιας λεηλατημένης πόλης. Να σε παραπέμψει σε αυτό που μπορείς να υποθέσεις και όχι να ετυμηγορήσεις. Αυτό που μπορείς συνειρμικά φανταστείς: Ότι κάποιοι νέοι στην ελεύθερη και γεμάτη σφυγμούς ζωής, Αμμόχωστο, εκδήλωναν έτσι τον έρωτα τους, την αιώνια τους δέσμευση χωρίς να ξέρουν ότι δεν υπάρχει τίποτα αιώνιο, ότι εκεί πέρα κάποιοι ερωτεύονταν, δίχως να υποψιάζονται την επικείμενη καταστροφή και δεν έχει σημασία αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, μπορεί να ήταν και από τα δύο, ότι οι βόμβες δεν κατάστρεψαν τις ζωγραφισμένες από άδολο, τρεμάμενο χέρι καρδιές, ότι δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τι απέγινε εκείνος ο έρωτας, αν ολοκληρώθηκε ή όχι, ότι η συγκυρία τα έφερε με τρόπο που αυτή η εικόνα πέρασε μέσα από το βλέμμα της Καϊμακλιώτη, έγινε ποίημα, μπήκε σε βιβλίο και να ‘μαστε εδώ απόψε να την εισπράττουμε, εμείς, κάποιοι από εμάς που δεν είδαν ποτέ την Αμμόχωστο αλλά μπορούν να συγκλονιστούν από την αντίφαση της αθωότητας από τη δραματοποίηση της εικόνας.
Οπου η Α.Κ. επιχειρεί να πολιτικολογίσει όπως για παράδειγμα τα ποιήματα «Οκτώβρης του 2013» ή «Λύση», ή αίσθηση μου είναι ότι δεν αποφεύγει αχρείαστες πεζολογίες, διακηρύξεις και διατυπώσεις πολιτικών θέσεων, που θα μπορούσαν θα τοποθετηθούν διακριτικότερα με τον ποιητικό τρόπο που η ποιήτρια μας χαρίζει στην «Τραγική Ειρωνία». Και ο υποφαινόμενος έπεσε κατά καιρούς σε αυτή την παγίδα και άλλοι, μέχρι να μάθουμε ότι ποτέ δεν θα μάθουμε.
Ευτυχώς δεν είναι πολλές οι στιγμές αυτές.
Όπως προφανώς συνάγεται, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής είναι αφιερωμένο στην Αμμοχώστο, πόλη στην οποία η ποιήτρια έχει γεννηθεί και περάσει τα πρώιμα χρόνια της ηλικίας της μέχρι την Α’ τάξη του Δημοτικού. Πόλη την οποία λόγω της προδοσίας και της τουρκικής εισβολής, η Καϊμακλιώτη όπως και τόσοι άλλοι Αμμοχωστιανοί δεν πρόλαβαν να ζήσουν, να χαρούν, να γευτούν στην πλήρη καρποφορία της. Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν, προλαβαίνοντας να πάρουν μαζί τους, λίγα υπάρχοντα αλλά και το άρωμα λίγων ή περισσότερων χρόνου βίου. Ως εκ τούτου, το απόσταγμα τούτου του αρώματος είναι ελλειπές, ανολοκλήρωτο και το παράπονο, η πίκρα αυτής της βίαια και άδικα διακοπείσας επεξεργασίας, της όσμωσης με τον γενέθλιο χώρο, είναι διάχυτα στη συλλογή. Όπως διάχυτη είναι και η αίσθηση της διάψευσης, αφενός, του φυσιολογικού οράματος για μια ομαλή ανάπτυξη στον γνώριμο τόπο, αφετέρου, για μια γρήγορη έστω, αργοπορημένη, άρση της αδικοπραγίας.
Το ποίημα «Αιώνες Τώρα» ενδεικτικά:
Περιμέναμε την άνοιξη
Και την ανάσταση
Λησμονήσαμε ότι προηγούνται
Αιώνες τώρα
Η προδοσία
Και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πο΄ντιοι Πιλάτοι
Και Ιούδες
Αιώνες τώρα
Μας φιλούν.
Η ποιητική συλλογή Εκ του Σύννεγγυς, αποτελεί την εικονοποιεία της περιβάλλουσας γκρίζας πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας ελλοχεύουσας μέσα στον πυρήνα της μνήμης. Που ενώ μας συνθλίβει, που ενώ έχει καταστεί αναλλοίωτη τόσα χρόνια τώρα, ουσιαστικά έχει πάψει να τραντάζει τις εσωτερικές χορδές της ψυχής μας, γεγονός που αποδεικνύει πως ακόμη και μια τραγωδία, επιμηκυνόμενη στο διηνεκές, μπορεί να μετατραπεί σε σιωπηρή συνήθεια, αποκαρδιωτικά αποδεκτή.
Ωστόσο, από καιρό εις καιρό, εμφανίζονται έργα τα οποία μας υπενθυμίζουν αυτό που χάσαμε. Και δεν χάνεις μόνο αυτό που είχες. Χάνεις και αυτό που θα μπορούσες να αποκτήσεις. Εμφανίζεται ποίηση που μας υπενθυμίζει αυτό που ξέραμε, κατά την προσφιλή έκφραση μιας αγαπημένης Κύπριας φιλόσοφου.
Με μια έννοια, το Εκ του Σύννεγυς το εκλαμβάνω όχι απλώς ως μια ελεγεία για τη χαμένη πόλη αλλά και ως ένα πυκνόμετρο πολλών χαμένων ζωών και μιας υπερμεγέθους ποσότητας χαμένου χρόνου. Το εκλαμβάνω και ως μια μάχη με το ανίκητο, όσο και μια αντίσταση, ένα προσκλητήριο αν όχι για έγερση, τουλάχιστον για συνειδητοποίηση πως το αποτέλεσμα, πια δεν μπορεί να είναι νικηφόρο γιατί ήδη οι απώλειες που καταμετρούνται είναι τεράστιες. Στο ποίημα «Πρόσφυγες», ο συμψηφισμός της μνήμης με τη λήθη γεννά τον έξοχο στίχο:
«…πορεύομαι πλάι σου καιρό.
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε θυμάμαι».
Ένα γύμνασμα μνήμης είναι και το ποίημα «Αμμόχωστος» το οποίο υπερβαίνει της αναπόλησης, αφαιρεί τις επιχωματώσεις που αδρανοποιούν την αφή της αυτογνωσίας.
«Για να σε λησμονήσω
Ξαπλώνω στην άμμο σου
Και μαζεύω φωτόνια
Υστερα τα αλείβω
Με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
Φυτρώνουν εντός μου
Και τότε ανατέλλω μηδενικά φορτισμένη
Πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ»
Διαβάζοντας τη συλλογή, αισθάνθηκα την εξής εικόνα: Την Αγγέλα Καϊμαλιώτη σε αγώνα δρόμου να τρέχει και να τρέχει να πιάσει σφικτά την άκρη της κλωστής που συγκρατεί τα κομμάτια μνήμη της.
Η καυτή ανάσα αυτού του αγκομαχητού, της συσσωρευμένης απόγνωσης, διάχυτη και στο ποίημα «Μετάληψη» όπου διατυπώνεται μάλλον απελπισμένα δέσμευση ενός προσωπικού «δεν ξεχνώ».
«Τα σα εκ των σων, Αμμόχωστος
Ορκίζομαι να ρίχνω λάδι εσαεί
Στης μνήμης το ανέσπερο καντήλι»
Στο «Εκ του Σύννεγγυς», η Α.Κ. πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό το ζητούμενο για κάθε ποιητή. Να δώσει τις σωστές αναλογίες στις χημικές ενώσεις των λέξεων, ώστε αυτές να αντέξουν το βάρος του ποιήματος. Διότι, κατά την ισχυρή μου άποψη, δεν είναι οι λέξεις το ουσιώδες μέρος της ποίησης, οι λέξεις είναι το μεταφορικό μέσο της πνοής, το μονοπωλιακό μέσο της υλοποίησης της. Ας μην αποθεώνουμε τις λέξεις λοιπόν, ας αποθεώσουμε την πνοή που τις έδωσε προστιθέμενη αξία, χρησιμοποιώντας μια έκφραση της εποχής μας.
Εξαίρετο όσο και ενδεικτικό παράδειγμα, συναντούμε στο ποίημα «Βαρωσιώτες» όπου η ποιήτρια μιλά για τους γέρους Βαρωσιώτες « φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων», καταλήγοντας σε μια πραγματική κορύφωσ :
«Τις Κυριακές
Περνούν σκυφτοί τα οδοφράγματα
Βυθίζονται στη θάλασσα και κρυφοκλαίνει»
Και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, η Α.Κ. πετυχαίνει ένα αξιοπρόσεκτο ποιητικό αποτέλεσμα, κυρίως όταν αξιοποιεί τη ζωντανή μαρτυρία ανθρώπων, εκλιπόντων ή μη, ξεσκεπάζοντας από τις γάζες της λήθης την κακοφορμισμένη πληγή, συνοψίζοντας τις αναρίθμητες παραμέτρους του ανείπωτου.
«Του αγνοούμενου ΙΙ»
«…Φέτος με ταυτοποίησαν
Δεν ήρθες στην κηδεία
Η μάνα μας ακόμα κρατά τη φωτογραφία.
Εσύ;»
Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για όσα διάβασα στο Εκ του Σύνεγγυς. Ωστόσο όσο κανείς μιλά για ποίηση, τόσο δεν αφήνει την ποίηση να μιλήσει. Και τα σημαντικά μονάχα η ποίηση μπορεί να τα πει, χωρίς να έχει ανάγκη από ενδιάμεσους και μεσολαβητές, ασκητές του πολύ ενώ η ποίηση αποκορυφώνει το ελάχιστο σε μείζων.
Κλείνοντας θα ήθελα μόνο τούτο να προσθέσω.
Διαβάζοντας την Αγγέλας, προσέτρεξα ξανά στο συγκλονιστικό ποίημα του κορυφαίου όσο αποσιωπημένου μας ποιητή Παντελή Μηχανικού «Ονήσιλλος»
«….Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
10 να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
15 χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
20 Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.
Κι έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο..»
Στην πραγματικότητα τόσο αυτή η συλλογή όσο και όλες οι άλλες των Κυπρίων ποιητών, τα πεζογραφήματα και όλα τα έργα τέχνης που αναφέρονται στην ιστορική μας μοίρα όπως αυτή καθορίστηκε το 1974, αποτελούν την τραγική εκπλήρωση της προφητείας που του Ονήσιλλου. Από τότε, όλοι μας είμαστε παιδιά του Ονήσιλλου και της προφητείας του, η οποία αργά αλλά δυστυχώς σταθερά επαληθεύεται, εμπεδώνεται, επιβεβαιώνεται πάνω στην ύπαρξη μας.
****
6, 2019
"Η σφαγή του αιώνα": Ανεβαίνοντας το βουνό της ποίησης
του Γιώργου Χριστοδουλίδη
H Aυγή Λίλλη συγκαταλέγεται στη νεότερη ποιητική γενιά, την πρωινή γενιά που ανατέλλει πάνω από το ποιητικό τοπίο της πατρίδας μας.
Η Σφαγή του Αιώνα, εκδόσεις ΘΡΑΚΑ είναι μόλις η δεύτερη της ποιητική συλλογή, δείγμα ίσως του ότι δεν βιάζεται και δεν κατατρύχεται από το άγχος των συνεχόμενων εκδόσεων. Η πρώτη της συλλογή, Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο, εκδόσεις Αρμίδα, εκδόθηκε πριν από οκτώ ολόκληρα χρόνια, είναι πιο ογκώδης, με ανομοιογενή σε έκταση ποιήματα και χωρισμένη σε εννέα κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορούνται θεματολογικά, όπως “Θάνατος”, “έρωτας”, “φθορά”, “μνήμη” κ.α.
Η παρούσα συλλογή αποτελείται από 29 αυτόνομα ποιήματα, τα οποία ενώ αυτή τη φορά δεν έχουν θεματικούς διαχωρισμούς, ουσιαστικά πραγματεύονται παρόμοια ή ίδια με την προηγούμενη, ζητήματα.
Διατρέχοντας ωστόσο και τις δυο συλλογές της Αυγής, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι Στη Σφαγή του Αιώνα, η ποιήτρια επιλέγει να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη ακολουθώντας έναν διαφορετικό δρόμο, τον δρόμο της αυτοαναφορικότητας. Κοινοποιεί την παρουσία και στάση της, προτάσσοντας θαρραλέα το ποιητικό της “εγώ” απέναντι σε χαμένες μάχες, όπως η ίδια δηλώνει, μάχες ενίοτε εξουθενωτικές, με τον χρόνο, τον θάνατο, τη μνήμη και εν τέλει με την ίδια την ύπαρξη, σε έναν αιώνα που συμπυκνώνει ως σώμα τη φθορά του ανθρώπινου “είναι” και ίσως γι’ αυτό θα πρέπει να υποστεί την ιεροτελεστία της σφαγής του .
Ακολουθώντας τις επιταγές του ανήσυχου ποιητικού της υποσυνείδητου, που μοιάζει να κραδαίνει στο χέρι του ένα ματωμένο μαχαίρι, έτοιμο να το μπήξει σε σώματα, ποιήματα και άλλες συναφείς και συνάμα άτυχες μάζες και έννοιες, η ποιήτρια σκηνοθετεί ένα αντιποιητικό σκηνικό το οποίο είναι σκηνογραφημένο με τη βαναυσότητα ενός προσωπικού πολέμου, μιας αιματηρής δοκιμασίας κατά την οποία οι εσωτερικοί και εξωτερικοί ακρωτηριασμοί αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό:
“Θα πετσοκόψω μέσα μου κάτι λέξεις”
“τα μέλη αιμορραγούν»
“ο πόθος πολτοποιείται”
Και ενώ η μάχη υποτίθεται ότι είναι χαμένη, καθώς αντίπαλος είναι τα ανυπέρβλητα, που ρυθμίζουν και καθορίζουν την ανθρώπινη μοίρα, στις καλύτερες στιγμές της συλλογής, η ποιήτρια επιβεβαιώνει ότι κάποιοι αγώνες αξίζει να δίνονται επειδή η πραγματική ήττα, θα ήταν να μην δοθούν.
Δίνονται, επειδή στην αντίθετη περίπτωση, θα ισοδυναμούσαν με την απώλεια μιας ανεπανάληπτης πορείας μέσα από τους κοχλάζοντες πυρήνες της ποίησης, βασανιστικών ανασκαφών στις μυστικές σπηλιές της ύπαρξης, της αυτογνωσίας που παρέχεται ως αποζημίωση για τις επανειλημμένες αποτυχημένες απόπειρες, την απώλεια της ανάβασης στο βουνό της ποιητικής πραγμάτωσης, ένα βουνό που όσο πλησιάζεις στην κορφή του, αυτό ψηλώνει, αλλά εσύ είσαι αρκούντως αποφασιστικός και ανέκκλητα ταγμένος στο σκοπό σου ώστε να μην εγκαταλείψεις την ανάβαση.
Η ποίηση της Αυγής συμφύρει τις αντηχήσεις μιας ανελέητης εσωτερικής κραυγής. Συνομιλεί κυρίως με τον εαυτό της, αλλά επιτυγχάνει σε καίρια σημεία να κατευθύνει τα ηχοκύματα της σε συναισθαντικούς αποδέκτες, να γίνει συνυπαρξιακή, να ρέει και να εξελίσσεται. Δεν διστάζει να επιχειρεί τραυματικές βυθίσεις και αναβυθίσεις, ακροβατικές ισορροπήσεις πάνω σε επιφάνειες στήριξης που περιορίζονται στο ελάχιστο και σε μεταφυσικά ακραίες καταστάσεις, στον βιότοπο κυρίως της υποσυνείδητης μνήμης. Η ποίηση της Αυγής δίνει την μάχη και δεν βγαίνει χαμένη.
Οδηγεί τον αναγνώστη στο να αναζητήσει τα σημεία εναύσματος και απόληξης προ και μετά των στίχων, ώστε να προλειάνει το έδαφος της κατανόησης για τα όσα η ποιήτρια, μέσα από παραληρηματικό οίστρο, κραυγάζει ή με περισσή επιμέλεια διατηρεί ανεπούλωτα.
Πρόκειται για ένα είδος κύησης, αντιθετικά τοποθετημένης στην έννοια της γέννησης, της εμβρυακής σύλληψης, κύησης που γεννά οντολογικά σύμβολα τα οποία πρέπει να σφαγιαστούν για να ξαναγεννηθούν διαφορετικά. Και συντελείται αυτό στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, που όμως είναι συστατικά συνυφασμένη με τη φωτεινή.
Κουβάρι
Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται∙
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.
Η γεύση που αφήνουν τα 29 ποιήματα της συλλογής, καταδεικνύει μια πιο ώριμη δουλειά σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή. Ο εσωτερικός ρυθμός των ποιημάτων κατορθώνεται και η επίγευση που αφήνει η ανάγνωση της Σφαγής του Αιώνα πιστοποιεί την ύπαρξη μιας υπό διαμόρφωση ποιητικής ταυτότητας, που όμως φέρει ήδη συνεκτικά στοιχεία διάρθρωσης, και διαθέτει το βασικό ζητούμενο της αυθεντικότητας ώστε ευκρινώς να εκφράζει τα φωνήεντα των αγωνιωδών εκπομπών της ποιήτριας και τα σύμφωνα των σπαρακτικών της επικλήσεων, μέσα από μια οριακή καταγραφή της βίωσης.
Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κορυφώσεις και οι πυκνώσεις που οικοδομούνται και, σε αρκετές περιπτώσεις, ολοκληρώνονται ικανοποιητικά, αντλούν περισσότερη ενέργεια και πρώτη ύλη από την επιδερμίδα λέξεων – στίχων και λιγότερο από τον υποδόριο τους ιστό, εντός του οποίου οι διεργασίες είναι πιο μυστικές και περίπλοκες.
Η ποιήτρια προσεγγίζει κατά βάση την ποιητική διαδικασία με μια αυτό- λυτρωτική διάθεση, διατηρώντας σχεδόν αδιατάρακτη ταύτιση με τις συγκινησιακές φορτίσεις που αυτή μπορεί να προσφέρει.
Όταν αυτή η ταύτιση κλονίζεται και μετακινείται , όταν ανακαλύπτει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που μπορούν να την απογειώσουν, τότε αρχίζει να γοητεύει, με την γοητεία του ακατανόητου του οποίου η λεκτική γονιμότητα, επιτρέπει τόσο σε ασκούμενους όσο και πιο μυημένους αναγνώστες, να υποψιαστούν και να αναψηλαφήσουν τις περιοχές του. Μια τέτοια ποίηση διευρύνει την εμβέλεια της διότι προεκτείνεται στα εδάφη αυτού που αποκαλούμε οικουμενικό, αποκτά περισσότερη συμμετοχική δράση οδηγώντας σε συνδυασμούς στίχων που μετατρέπουν τα ποιήματα σε μνημεία, στα οποία ανατρέχεις και επιστρέφεις μη μπορώντας πια να διαβάσεις κάτι λιγότερο.
Διατελώντας ταυτόχρονα σε διαδικασία αναζήτησης των πιο δόκιμων γι’ αυτήν εκφραστικών μέσων, των μέσων που θα μεταφέρουν πιο εύληπτα τα μηνύματα της, είναι εμφανές ότι η ποιήτρια, σε ορατό βαθμό, πειραματίζεται, κάτι που είναι χαρακτηριστικό στην υπό διαμόρφωση νέα ποιητική γενιά του τόπου μας στην οποία η Αυγή με βεβαιότητα ανήκει.
Πρόκειται για μια γενιά που πλέκει τον δικό της ιστό, διαρρηγνύοντας σε πολλές περιπτώσεις τη διακειμενική σχέση με το παρελθόν και στην ποίηση της οποίας ανιχνεύονται ήδη σαφείς, θεματολογικές, γλωσσικές, μορφολογικές και υφολογικές αποστασιοποιήσεις. Στο βαθμό που αυτή η ρήξη απαλλάσσει την ποίηση μας από τα βαρίδια και όχι τα επωφελή κληροδοτήματα του παρελθόντος, που εμπλουτίζει και δεν φτωχαίνει το κοινό μας ποιητικό σπίτι, είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και νομοτελειακά ζωογόνα.
Μια νέα γενιά, πολλοί εκπρόσωποι της οποίας, πολλές φορές, όπως ευτυχώς συμβαίνει με τους ποιητές, εισπράττω ότι αισθάνονται τον εαυτό τους ξένο, στον ίδιο τους τον τόπο, στον περιβάλλοντα τους χώρο, στην εργασία τους, μα κυριότερα, στο πεδίο των ιδεών, των ιδανικών και των κοινωνικών εγέρσεων που δεν συμβαδίζουν με τις υπαρξιακές τους ανάγκες, το αγνότερο αξιακό τους σύστημα και το έμφυτο αίτημα τους για αληθινή ζωή.
Υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την ποιήτρια μας, αισθάνεται ξένη απέναντι σε πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον τόπο μας, και οικεία σε περισσότερα που δυστυχώς δεν συμβαίνουν. Ο ποιητής πρέπει να αισθάνεται ξένος και να μαθαίνει να συμφιλιώνεται με ιδιότητες όπως αυτήν του αναχωρητή, του παρατηρητή, του κριτή, του μη μετέχοντος σε κοινότυπες δραστηριότητες, αν ειλικρινά προσδοκεί κάποτε να ευλογηθεί να συμβληθεί με την ποιητική αντισυμβατικότητα.
Συνειδητοποιώντας την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ποιητής και δη ο νέος ποιητής, ενεργοποιείται, για να διαψεύσει το χρόνο, να αποδείξει στο χρόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί να “ποιήσει” έργα που θα τον υπερβούν ή όπως το λέω διαφορετικά, να αναγκάσει τον χρόνο να γίνει ο διανομέας τους. Η έκβαση αυτής της ευγενούς φιλοδοξίας θα συντελεστεί χωρίς βιασύνες, σε ορίζοντες πολύ πιο μακρινούς από εκείνους που ορίζει η φυσική παρουσία του ποιητή αλλά και του σημερινού του αναγνώστη. Και τότε, αν αυτό συμβεί, αν η λήθη υπερνικηθεί , οι αιώνες θα υποκλιθούν μπροστά στα τρόπαια της διαχρονικότητας των έργων του:
Η Σφαγή του Αιώνα
Θα τον κόψω σε λωρίδες και
θα τον χωρίσω σε μπουκιές
ή
θα τον πριονίσω και
θα τον κρύψω στην αποθήκη
ή
θα τον στραγγαλίσω και
θα κρεμάσω τα μάτια του
για σκουλαρίκια
την ώρα που περνάει.
Προσωπικά, πιστεύω ότι η Αυγή Λίλλη, ως μέλος της νέας, ελπιδοφόρας ποιητικής γενιάς, βαδίζει στο σωστό μονοπάτι, ανεβαίνει τη σωστή πλαγιά , βλέπει τη σωστή-για κείνην- κορφή του βουνού να ψηλώνει και έχει τη γενναιότητα να κοιτάξει στα μάτια τα ανυπέρβλητα και να αναμετρηθεί μαζί τους .
****
9,2017
Σωτήρης Παστάκας: Η αναμέτρηση με τα άγραφα Μια προσέγγιση στο “Άλτσχάιμερ αρχόμενο”
Όσοι ξεχνούν πως η διαχρονικότητα στη λογοτεχνία είναι το αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης όχι μόνο με όσα έχουν γραφτεί, αλλά και με όσα δεν έχουν γραφτεί ακόμη, το πληρώνουν. Kαι το καταλαβαίνουν αργά, όταν έρχεται ο λογαριασμός που γράφει ότι δεν χρωστάνε τίποτα παρά το ότι κατανάλωσαν χρόνο πολύ για να ευδοκιμήσουν.
Πώς όμως να αναμετρηθείς με κάτι που δεν είναι ορατό; Προφανώς γράφοντας πράγματα που μπορούν να ενεργοποιήσουν συνειδήσεις και αισθήσεις ανεξαρτήτως εποχών και αιώνων. Γράφοντας πράγματα που ανήκουν στη σφαίρα του “πάντα”, άρα και στη σφαίρα του “τώρα” (αρκεί να μην είναι χαοτική η πρωτοποριακή ενόραση του λογοτέχνη). Λογικοφανής ορισμός, αλλά και πάλι, πώς γίνεται αυτό; Αν το ξανά-αναλύσεις, δεν βρίσκεις χειροπιαστή απάντηση, άσε που μπορεί να καταλήξεις στο μάλλον φαιδρό “έλα να σου εξηγήσω πώς γράφεται η ποίηση”.
Φαιδρό, γιατί κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γράφεται η ποίηση. Μπορεί να “πετύχεις” ποίηση κάποιες στιγμές, μπορεί να την αναγνωρίσεις, γνωσιολογικά, εμπειρικά, αισθαντικά, “γουστολογικά”, δεν μπορείς όμως να περιγράψεις με σιγουριά τη διαδικασία γέννησης και ολοκλήρωσής της, τον λόγο που η τάδε λέξη μπήκε εκεί και όχι αλλού, το “διότι” της μη επιλογής μιας άλλης και κυρίως τον τρόπο που η συνολική συγκρότηση μιας ιδέας, μιας πρόθεσης, δημιουργεί ποίημα. Δεν υπάρχει, ευτυχώς, μία συνταγή.
Διαβάζοντας το Αλτσχάιμερ αρχόμενο του Σωτήρη Παστάκα, περιόρισα το εύρος των ερωτημάτων και νομίζω, τελικά, πως βρήκα τουλάχιστον μια αξιοπρεπή απάντηση στο πώς είναι δυνατό κανείς να γράψει 15 ποιητικές συλλογές χωρίς να έχει κουραστεί από την ποίηση. Γιατί δεν είναι εύκολη η ποίηση. “ Κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;”, διερωτάται ο Χριστιανόπουλος στο περίφημο ποίημά του “ Εγκαταλείπω την ποίηση”.
Η ποίηση έχει νόημα να γράφεται και να συνεχίζει να γράφεται, όσο ο ποιητής, αισθάνεται την ανάγκη να εξερευνά και να διεισδύει σε αθέατες όψεις του εαυτού του και του κόσμου, να κρατά ψηλά τον δείκτη της αγωνιστικότητας για να τα βάζει με τα μυστήριά του και να προτείνει τη δική του, πιο τρομαχτική ακόμα από αυτά τα μυστήρια, εκδοχή. Τούτο κι αν προϋποθέτει κόπο και φθορά! Κι αν ο ποιητής “έχει έναν μόνο κόσμο” και αυτόν επεξεργάζεται και εξελίσσει, όπως διατεινόταν ο Σαχτούρης, φύσει καχύποπτος στους ποιητικούς πειραματισμούς (οι οποίοι στον καιρό μας τείνουν να αποτελέσουν γερό άλλοθι για την ποιητική ένδεια που μας κατακλύζει), αυτόν τον κόσμο πρέπει να ανακαλύπτεις και να ξαναανακαλύπτεις όχι για να επινοήσεις κάτι πρωτογενώς καινούργιο, αφού περίπου όλα έχουν γραφτεί, αλλά για να τον επαναδιατυπώσεις με τρόπο πρωτότυπο και αυθεντικό, αφήνοντας το προσωπικό σου ίχνος.
Όταν, λοιπόν, ο Παστάκας γράφει στο Άλτσχάιμερ αρχόμενο “Οι κακοί γάμοι φτιάχνουν ωραίους κήπους” δεν σου λέει κάτι που δεν ήξερες. Σου λέει κάτι το οποίο σε οδηγεί στο να εντοπίσεις το χορταριασμένο μονοπάτι προς την πιο περίλαμπρη κληρονομιά του δικού σου κοινωνικού υποσυνείδητου. Σου επιδοτεί το κόστος της μετάβασης, πληρώνει δηλαδή τα κόμιστρα, ώστε να θυμηθείς αυτό που αξίζει να κρατάς. Κι έτσι ο Παστάκας συνεχίζει να γράφει, έχει λόγο να συνεχίζει να γράφει.
Δεν ενδιαφέρει τον Παστάκα να μας περιγράψει κουρελιασμένες από την πολυχρησία εικόνες και συναισθήματα, αλλά να μας εξομολογηθεί εξαντλητικά, όχι όμως κουραστικά, με την ίδια φρεσκάδα, τη δική του οπτική των πεπερασμένων, των συντελεσθέντων, αλλά και την προσωπική του προφητεία για εκείνα που πρόκειται να συμβούν. Ή δεν πρόκειται να συμβούν. Γράφει, όχι για να ξορκίζει τους προσωπικούς του δαίμονες, αλλά επειδή έμαθε πια να παίζει μαζί τους, να τους αποδέχεται ως μέρος της ποιητικής και ανθρώπινης φύσης του.
Προκλητικός όσο χρειάζεται για να συμπαρασύρει τα αραχνοΰφαντα πέπλα σεμνοτυφίας “-τα ποτά είναι πόμπες. Οι πουτάνες δεν μασάν παρόλ γαλλικά. Με φωνάζουν Αλιόσα!”, καυστικός – όπως και όταν δημοσιολογεί – με τα παγιωμένα λογοτεχνικά και παραλογοτεχνικά κατεστημένα των Αθηνών “ Έπρεπε να αποδεχθείς την εξορία σου Σωκράτη. Θα είχα κι εγώ παρεΐτσα, θα σκάγαμε στα γέλια με τα καμώματα των Αθηναίων…”, αυτοσαρκαστικός “ Ένας άντρας είναι ο ακέραιος αριθμός που προκύπτει από τα λάθη που διέπραξε μείον τον συντελεστή της επιδιόρθωσής τους…” και αθεράπευτα έντιμος και απομυθοποιητικός “…πετάξτε από πάνω μου αυτόν τον λευκό μανδύα του ποιητή. Σταματήστε επιτέλους να με φωτογραφίζετε και να ζητάτε συνεντεύξεις. Ένας κακός ευτυχισμένος άνθρωπος είμαι”, ο Παστάκας στη 15η ποιητική του συλλογή επιβεβαιώνει ότι μέσα από την απαλλαγμένη από περιττά λίπη επιμυθιακή βιωματικότητα της ποίησής του, αναμετράται επιτυχώς με τα όσα έχουν γραφτεί και περιμένει “καθισμένος στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού, πίνοντας μια ξανθιά μπύρα” να δει την έκβαση της αναμέτρησής του με τα άγραφα.
****
Απρίλιος 2010
Με τη κίνηση των υαλοκαθαριστήρων: Μια βιωματική κατάθεση
Η ποιητική συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» του λογοτέχνη Γιώργου Χαριτωνίδη είναι μια ιστορία στίχων για τη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία, γραμμένη από ένα αυτόπτη μάρτυρα της, με την έννοια του μάρτυρα να αποκτά στην περίπτωση αυτή, ένα εμπλουτισμένο νόημα, αφού ο ποιητής δεν ήταν μόνο αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων του 74.
Ηταν ταυτόχρονα μάρτυρας ως κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές, ως μελλοθάνατος, γιατί η σκιά του θανάτου έπεφτε βαριά πάνω όσους πολέμησαν τον Αττίλα, σε όσους αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στις τουρκικές φυλακές. Αυτή η βαριά σκιά πέφτει και πάνω στους στίχους του Χαριτωνίδη, τους νοηματοδοτεί.
«Δεκαπέντε αιχμαλώτους
Κάτω από τον πλάτανο δολοφόνησαν..
Το ραδιόφωνο έπαιζε
Δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις…»
Εξι χρόνια νωρίτερα στις αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια, το συγκλονιστικό αυτό έργο, προάγγελο των υαλοκαθαριστήρων, καταγραφόταν με τρόπο αφοπλιστικά ρεαλιστικό η τρομαχτική εξάσκηση των Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στην ιδέα του θανάτου.
Ο Τούρκος μηχανικός αρχίζει να τους χτυπά μ’ ένα σφυρί μέσα στο λεωφορείο.
«Χτύπαγε στα πόδια και το κεφάλι-γράφει ο Χαριτωνίδης- Ακουγα την κραυγή του πόνου που πλησίαζε και περίμενα να φάω κι εγώ το χτύπημα, για να τελειώνω. Ημουν σκυφτός και σφιγμένος από το φόβο. Εφαγα μια. Με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πόνεσα πολύ, αλλά δε λιποθύμησα. Το άλλο χτύπημα που μου έτυχε ήταν στην πλάτη. Οι αιχμάλωτοι ούρλιαζαν από τον πόνο και τον πανικό. Σε κάποια στάση κατέβηκε κι έτσι γλυτώσαμε προσωρινά».
Τα βασανιστήρια, οι κακουχίες και η πορεία προς το άγνωστο που ισοδυναμούν στη ψυχή του ανθρώπου με βάδισμα προς το θάνατο συνεχίζονται στις τουρκικές φυλακές και απεικονίζονται ανάγλυφα στους υαλοκαθαριστήρες.
«Στο 251 τ.π. μείναμε οι μισοί,
Αιχμάλωτοι οι άλλοι.
Φυλακές Τουρκίας,
Κουκούτσια καρπουζιού,
Όσα πέσανε ή έφτυσαν οι άλλοι
Απ, την πείνα μην πεθάνω…»
Ο Χαριτωνίδης ενόσω ήταν αιχμάλωτος, αναγκαζόταν να τρώει τα κουκούτσια των καρπουζιών για να επιβιώσει. Ηταν τόσο μικρές οι μερίδες των καρπουζιών που μοίραζαν οι φύλακες στους κρατούμενους, που δεν αρκούσαν. Μάζευε τα κουκούτσια και τα κατάπινε. Αυτά τα κουκούτσια συνέθεσαν για τον συγγραφέα ένα μωσαϊκό ανελέητης μνήμης. Ο ίδιος το είπε αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια. Εγώ θα αποτολμούσα να το αποκαλέσω, σφετεριζόμενος ένα στίχο του Καρούζου, ενθύμιο φρίκης.
Η αναφορά στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Χαριτωνίδη, θα ήταν ατελής αν δεν συμπληρωνόταν με την υπόμνηση της νουβέλας του «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας», ένα οδυνηρό οδοιπορικό στις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας, μια μαυρόασπρη αντιπαράθεση με το πολύχρωμο φόντο των προκατοχικών αναμνήσεων, που κατέστη δυνατή με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003.
Τα τρία αυτά έργα ενώνονται ως κρίκοι στην ίδια αλυσίδα παραπέμπουν θεματολογικά αλλά και βασανιστικά στη νοητή εκείνη αλυσίδα που 39 τώρα χρόνια κρατά την Κύπρο αιχμάλωτη της τουρκικής αυθαιρεσίας και ακίνητη στο χρόνο. Συνιστούν μια λυρική μαρτυρία ατομικής και συλλογικής οδύνης, συνυφασμένης με την πορεία ενός ολόκληρου λαού.
Η συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» είναι το ποιητικό επιστέγασμα των προηγούμενων δύο πεζών του Χαριτωνίδη. Το έργο αν και κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία, εκτυλισσόμενο στο φόντο του χαμένου χώρου και χρόνου, στο φόντο της χαμένης αλλά ζωντανής πατρίδας, δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση παράδοσης ή μοιρολατρίας. Το προφανές τετελεσμένο δεν γίνεται αποδεκτό από τον λογοτέχνη. Ο ποιητής που από αιχμάλωτος των Τούρκων, έγινε εσαεί αιχμάλωτος της τρομαχτικής περιπέτειας του, βρίσκει τη δύναμη να τραγουδά με αξιοπρέπεια τους επώδυνους στίχους του, οραματιζόμενος ηρωικές αποτροπές γεγονότων. Γράφει:
«Γύρω στις έντεκα με δώδεκα τη νύχτα, την ώρα που νυστάζω,
Ανακαταλαμβάνω το κάστρο της Κερύνειας».
Αυτή η άρνηση υποταγής λαμβάνει ενίοτε μια μορφή υπερβατική και ευχετήρια, εξέλιξη όχι παράλογη, μπροστά στο δέος της συμφοράς.
«Αν έπρεπε να αφανιστούμε,
Αν έπρεπε να χάσουμε σπίτια και περιουσίες,
Υπήρχαν πολλές καταστροφές:
Οι σεισμοί,
Οι πλήμμυρες,
Οι πυρκαγιές»
Η αδυναμία του κοινού ανθρώπου να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας, αναδύεται από το ποίημα με μια μοντική διάθεση. Οι «υαλοκαθαριστήρες» δικαιωματικά διεκδικούν μια περίοπτη θέση στη κυπριακή λογοτεχνία αφού, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από μια κατακτημένη δια πυρός και σιδήρου μοναδικότητα: Πρόκειται για μια έντιμη, πολλές φορές χαμηλόφωνη, βιωματική μαρτυρία πολέμου που σπάνια συναντούμε στην ποίηση μας. Ελάχιστοι είναι οι Κύπριοι λογοτέχνες που βίωσαν στο πεδίο της μάχης την κόλαση του πολέμου και ακολούθως αποτόλμησαν την ποιητική ανάπλαση των βιωμάτων τους. Ναι συμφωνώ, ο ποιητής δεν μπορεί να βρίσκεται πάντα στον πυρήνα που πάλλει την ποιητική του. Η διαισθητική ικανότητα, παράμετρος της ποιητικής νοημοσύνης, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση της ποίησης.
Η βιωματική όμως ανάπλαση της φρίκης του πολέμου προϋποθέτει τη φυσική παρουσία του ποιητή. Και ιδού η τραγική ειρωνεία. Οσα για τον άνθρωπο ως φυσική παρουσία στο χώρο συνιστούν μαρτύριο φρικτό και μοίρα τραγική για την ποίηση αποτελούν προνόμιο.
«Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή
Σκοτωμένα σώματα του Ιούλη
Ανάσκελα μπρούμυτα
Αγνοούμενα, έμειναν εκεί.
Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή,
Τώρα σώματα, στην ίδια θέση,
Αγγλοσαξώνων,
Στην ίδια στάση,
Ρουφούν σε τιμή ευκαιρίας
Της Κερύνειας τον ήλιο»
Το πιο πάνω ποίημα δεν είναι μόνο ένα απτό παράδειγμα αυθεντικής κατάθεσης για τη φρικαλεότητα του πολέμου. Είναι η σύζευξη, η συμπλοκή του τότες με το τώρα, το τώρα των κατεχομένων, όπου Βρετανοί τουρίστες λικνίζονται ακριβώς στην ίδια ακτή όπου πριν από 35 χρόνια κείτονταν τα πτώματα του πολέμου. Συνιστά ταυτόχρονα το δεύτερο μοτίβο μιας δέσμης ποιημάτων, που αναδεικνύουν την άλλη παραλλαγή της τραγικής κυπριακής πραγματικότητας . Αυτήν της επιστροφής σε αγαπημένα μέρη μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η οποία διαφέρει αλλά δεν υπολείπεται συγκινησιακής φόρτισης από εκείνην του 74 γιατί πρόκειται για μια δραματική σύγκρουση του ανθρώπου με τον χρόνο: Το χρόνο προ και κατά το 74 και το χρόνο που διαμορφώνει το τοπίο της αισθητικής αναζήτησης του συγγραφέα, δεκαετίες μετά.
Η δίψα των προσφύγων να δουν τι απέγιναν οι τόποι τους, στερεύει απότομα αφού η αυθόρμητη πηγή της κίνησης προς τα κατεχόμενα εδάφη μας, φέρνει τις χιλιάδες εκείνες των αγνών ανθρώπων που πέρασαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα το 2003, αντιμέτωπους με την σύγχρονη εκδοχή της κατοχής. Οι μνήμες από το σχήμα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, από τα όρια των περβολιών και των αμπελώνων, οι ενοράσεις των ανεξερεύνητων οριζόντων της πατρίδας μας πριν τους θολώσει ο καπνός του πολέμου, τα χρόνια που αναγκάστηκε να εκριζώσει και να πάρει μαζί του ο κάθε ξεριζωμένος στον μεταγενέστερο τόπο της προσφυγοποίησης, ξαφνικά καταρρέουν και συνθλίβονται κάτω από το βάρος της συνάντησης με την αλλοτριωμένη κατοχική πραγματικότητα. Μια διαδικασία απομυθοποίησης πόθων και αναμνήσεων αρχίζει με τη συνειδητοποίηση του ότι δεν πρόκειται για πραγματική επιστροφή αλλά για περιήγηση σε μέρη που τώρα φαντάζουν πιότερο ξένα παρά οικεία.
Το είπε ο μεγάλος μας λόγιος και ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής. Από το 74 και εντεύθεν, ο χρόνος έπαψε να έχει για την Κύπρο τη γνωστή του μορφή. Ζούμε εγκλωβισμένοι σε μια σχισμή του χρόνου.
«Στο βομβαρδισμένο σπίτι μια κάμαρη μόνο ορθή.
Κοτέτσι σήμερα έποικου,
Στη θέση τους τα έπιπλα.
Μόνο η βιβλιοθήκη μπρούμυτα
Κάτω πεσμένη,
Νεκρός από πισώπλατη σφαίρα.
Τα βιβλία σκόρπια πτώματα,
Τυμπανισμένα.
Στις λέξεις τους
Πατούν και κουτσουλούν οι κότες».
Η ένταση των βιωμάτων αναζωπυρώνεται και τροφοδοτεί μια ήδη προϋπάρχουσα μετατραυματική εμπειρία, δείγμα του ότι η ατομική μνήμη, σμιλεμένη στις προκλήσεις δύσκολων καιρών, μπορεί να αντιπαρατεθεί με αξιοπρέπεια σε πρακτικές συλλογικής αμνησίας.
Γιατί με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων του, ο Χαριτωνίδης έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί να συνθέσει κάτι πέραν από ένα πληγωτικό ανάγνωσμα. Φιλοδοξεί οι υαλοκαθαριστήρες του να καθαρίσουν το λερωμένο από τα ψέματα και την υποκρισία ανεμοθώρακα της σημερινής καθημερινότητας μας.
Η κίνηση των υαλοκαθαριστήρων επιτρέπει στον αναγνώστη, χωρίς εχέγγυα επιστροφής, να διεισδύσει στην εμπόλεμη ζώνη που χαράχτηκε ανεξίτηλα στα εσώψυχα του ποιητή, να βιώσει με τη σειρά του τους εφιάλτες και τον εκμηδενισμό που επιφέρει ο πόλεμος, είτε αυτός χάνεται, είτε κερδίζεται.
Αυτό το αμετακίνητο υπαρξιακό φορτίο που ενετάλην να κουβαλά ο Χαριτωνίδης στους ώμους του, δονείται και αποτυπώνεται με ποιητική πνοή ισχύος σε μια από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής:
«Βιογραφικό μην μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
Μετά που με ξεσκόνισαν
Απ’ το βορινό παράθυρο του σπιτιού μου,
Ως προσφυγόσκονη κατακαθημένη
Ζω στην Αθήνα.
Συχνά οι νοικοκυρές με καθαρίζουν
Απ’ τα τζάμια τους»
Το βιβλίο του Χαριτωνίδη είναι πιστεύω μια σημαντική στιγμή στην κυπριακή ποίηση. Αν μη τι άλλο, υπηρετεί την ανάγκη μιας επικοινωνίας που στις μέρες μας μοιάζει χαμένη γιατί παραμένει ανείπωτη. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου που δεν έζησε αλλά επέζησε. Ενός ανθρώπου που πέρασε μέσα από τη φωτιά και εξήλθε καιόμενος. Αστάθμητοι παράγοντες καθόρισαν την τύχη του. Η μοίρα του δέθηκε με τη μοίρα της πατρίδας του, συνάμα, με τη μοίρα χιλιάδων άλλων γνωστών και αγνώστων που είτε χάθηκαν για πάντα, ξεχασμένοι, είτε έμειναν να ζουν σημαδεμένοι από αυτά που τους έτυχαν. Κάποιοι από αυτούς για να εξιστορούν, να αυτοπροσδιορίζονται και να μας βοηθούν να αυτοπροσδιοριστούμε. Αν δεν υπήρχε συλλογή αυτή, θα έπρεπε να γραφτεί αφού κατά την άποψη μου, πέραν των άλλων χαρισμάτων της, επικυρώνει ένα από τα πλέον μνημειώδη ποιήματα της κυπριακής λογοτεχνίας, τον Ονήσιλο του Παντελή Μηχανικού:
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Τριαντατρία χρόνια μετά την έκδοση της βραβευμένης «Κατάθεσης» του Μηχανικού που περιλαμβάνει τον Ονήσιλο, ένα άλλος ποιητής, επιχειρεί να διαπεράσει το παχύ μας δέρμα, να μας στείλει το μήνυμα ότι τίποτα δεν ξεχνιέται, ότι χωρίς γνώση του παρελθόντος, της ιστορίας, δεν υπάρχει μέλλον. Κάποιοι ίσως πουν είναι αργά, το πεπρωμένο έχει γραφτεί. Ο Χαριτωνίδης νομίζω όμως μας υποβάλλει πώς αν υπάρχει πεπρωμένο, αξίζει κανείς να προσπαθήσει να το υπονομεύσει ή τουλάχιστον, αξίζει κανείς να αγωνίζεται μέχρι να του εμφανιστεί.
Απρίλιος 2010
Με τη κίνηση των υαλοκαθαριστήρων: Μια βιωματική κατάθεση
Η ποιητική συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» του λογοτέχνη Γιώργου Χαριτωνίδη είναι μια ιστορία στίχων για τη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία, γραμμένη από ένα αυτόπτη μάρτυρα της, με την έννοια του μάρτυρα να αποκτά στην περίπτωση αυτή, ένα εμπλουτισμένο νόημα, αφού ο ποιητής δεν ήταν μόνο αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων του 74.
Ηταν ταυτόχρονα μάρτυρας ως κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές, ως μελλοθάνατος, γιατί η σκιά του θανάτου έπεφτε βαριά πάνω όσους πολέμησαν τον Αττίλα, σε όσους αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στις τουρκικές φυλακές. Αυτή η βαριά σκιά πέφτει και πάνω στους στίχους του Χαριτωνίδη, τους νοηματοδοτεί.
«Δεκαπέντε αιχμαλώτους
Κάτω από τον πλάτανο δολοφόνησαν..
Το ραδιόφωνο έπαιζε
Δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις…»
Εξι χρόνια νωρίτερα στις αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια, το συγκλονιστικό αυτό έργο, προάγγελο των υαλοκαθαριστήρων, καταγραφόταν με τρόπο αφοπλιστικά ρεαλιστικό η τρομαχτική εξάσκηση των Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στην ιδέα του θανάτου.
Ο Τούρκος μηχανικός αρχίζει να τους χτυπά μ’ ένα σφυρί μέσα στο λεωφορείο.
«Χτύπαγε στα πόδια και το κεφάλι-γράφει ο Χαριτωνίδης- Ακουγα την κραυγή του πόνου που πλησίαζε και περίμενα να φάω κι εγώ το χτύπημα, για να τελειώνω. Ημουν σκυφτός και σφιγμένος από το φόβο. Εφαγα μια. Με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πόνεσα πολύ, αλλά δε λιποθύμησα. Το άλλο χτύπημα που μου έτυχε ήταν στην πλάτη. Οι αιχμάλωτοι ούρλιαζαν από τον πόνο και τον πανικό. Σε κάποια στάση κατέβηκε κι έτσι γλυτώσαμε προσωρινά».
Τα βασανιστήρια, οι κακουχίες και η πορεία προς το άγνωστο που ισοδυναμούν στη ψυχή του ανθρώπου με βάδισμα προς το θάνατο συνεχίζονται στις τουρκικές φυλακές και απεικονίζονται ανάγλυφα στους υαλοκαθαριστήρες.
«Στο 251 τ.π. μείναμε οι μισοί,
Αιχμάλωτοι οι άλλοι.
Φυλακές Τουρκίας,
Κουκούτσια καρπουζιού,
Όσα πέσανε ή έφτυσαν οι άλλοι
Απ, την πείνα μην πεθάνω…»
Ο Χαριτωνίδης ενόσω ήταν αιχμάλωτος, αναγκαζόταν να τρώει τα κουκούτσια των καρπουζιών για να επιβιώσει. Ηταν τόσο μικρές οι μερίδες των καρπουζιών που μοίραζαν οι φύλακες στους κρατούμενους, που δεν αρκούσαν. Μάζευε τα κουκούτσια και τα κατάπινε. Αυτά τα κουκούτσια συνέθεσαν για τον συγγραφέα ένα μωσαϊκό ανελέητης μνήμης. Ο ίδιος το είπε αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια. Εγώ θα αποτολμούσα να το αποκαλέσω, σφετεριζόμενος ένα στίχο του Καρούζου, ενθύμιο φρίκης.
Η αναφορά στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Χαριτωνίδη, θα ήταν ατελής αν δεν συμπληρωνόταν με την υπόμνηση της νουβέλας του «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας», ένα οδυνηρό οδοιπορικό στις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας, μια μαυρόασπρη αντιπαράθεση με το πολύχρωμο φόντο των προκατοχικών αναμνήσεων, που κατέστη δυνατή με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003.
Τα τρία αυτά έργα ενώνονται ως κρίκοι στην ίδια αλυσίδα παραπέμπουν θεματολογικά αλλά και βασανιστικά στη νοητή εκείνη αλυσίδα που 39 τώρα χρόνια κρατά την Κύπρο αιχμάλωτη της τουρκικής αυθαιρεσίας και ακίνητη στο χρόνο. Συνιστούν μια λυρική μαρτυρία ατομικής και συλλογικής οδύνης, συνυφασμένης με την πορεία ενός ολόκληρου λαού.
Η συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» είναι το ποιητικό επιστέγασμα των προηγούμενων δύο πεζών του Χαριτωνίδη. Το έργο αν και κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία, εκτυλισσόμενο στο φόντο του χαμένου χώρου και χρόνου, στο φόντο της χαμένης αλλά ζωντανής πατρίδας, δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση παράδοσης ή μοιρολατρίας. Το προφανές τετελεσμένο δεν γίνεται αποδεκτό από τον λογοτέχνη. Ο ποιητής που από αιχμάλωτος των Τούρκων, έγινε εσαεί αιχμάλωτος της τρομαχτικής περιπέτειας του, βρίσκει τη δύναμη να τραγουδά με αξιοπρέπεια τους επώδυνους στίχους του, οραματιζόμενος ηρωικές αποτροπές γεγονότων. Γράφει:
«Γύρω στις έντεκα με δώδεκα τη νύχτα, την ώρα που νυστάζω,
Ανακαταλαμβάνω το κάστρο της Κερύνειας».
Αυτή η άρνηση υποταγής λαμβάνει ενίοτε μια μορφή υπερβατική και ευχετήρια, εξέλιξη όχι παράλογη, μπροστά στο δέος της συμφοράς.
«Αν έπρεπε να αφανιστούμε,
Αν έπρεπε να χάσουμε σπίτια και περιουσίες,
Υπήρχαν πολλές καταστροφές:
Οι σεισμοί,
Οι πλήμμυρες,
Οι πυρκαγιές»
Η αδυναμία του κοινού ανθρώπου να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας, αναδύεται από το ποίημα με μια μοντική διάθεση. Οι «υαλοκαθαριστήρες» δικαιωματικά διεκδικούν μια περίοπτη θέση στη κυπριακή λογοτεχνία αφού, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από μια κατακτημένη δια πυρός και σιδήρου μοναδικότητα: Πρόκειται για μια έντιμη, πολλές φορές χαμηλόφωνη, βιωματική μαρτυρία πολέμου που σπάνια συναντούμε στην ποίηση μας. Ελάχιστοι είναι οι Κύπριοι λογοτέχνες που βίωσαν στο πεδίο της μάχης την κόλαση του πολέμου και ακολούθως αποτόλμησαν την ποιητική ανάπλαση των βιωμάτων τους. Ναι συμφωνώ, ο ποιητής δεν μπορεί να βρίσκεται πάντα στον πυρήνα που πάλλει την ποιητική του. Η διαισθητική ικανότητα, παράμετρος της ποιητικής νοημοσύνης, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση της ποίησης.
Η βιωματική όμως ανάπλαση της φρίκης του πολέμου προϋποθέτει τη φυσική παρουσία του ποιητή. Και ιδού η τραγική ειρωνεία. Οσα για τον άνθρωπο ως φυσική παρουσία στο χώρο συνιστούν μαρτύριο φρικτό και μοίρα τραγική για την ποίηση αποτελούν προνόμιο.
«Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή
Σκοτωμένα σώματα του Ιούλη
Ανάσκελα μπρούμυτα
Αγνοούμενα, έμειναν εκεί.
Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή,
Τώρα σώματα, στην ίδια θέση,
Αγγλοσαξώνων,
Στην ίδια στάση,
Ρουφούν σε τιμή ευκαιρίας
Της Κερύνειας τον ήλιο»
Το πιο πάνω ποίημα δεν είναι μόνο ένα απτό παράδειγμα αυθεντικής κατάθεσης για τη φρικαλεότητα του πολέμου. Είναι η σύζευξη, η συμπλοκή του τότες με το τώρα, το τώρα των κατεχομένων, όπου Βρετανοί τουρίστες λικνίζονται ακριβώς στην ίδια ακτή όπου πριν από 35 χρόνια κείτονταν τα πτώματα του πολέμου. Συνιστά ταυτόχρονα το δεύτερο μοτίβο μιας δέσμης ποιημάτων, που αναδεικνύουν την άλλη παραλλαγή της τραγικής κυπριακής πραγματικότητας . Αυτήν της επιστροφής σε αγαπημένα μέρη μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η οποία διαφέρει αλλά δεν υπολείπεται συγκινησιακής φόρτισης από εκείνην του 74 γιατί πρόκειται για μια δραματική σύγκρουση του ανθρώπου με τον χρόνο: Το χρόνο προ και κατά το 74 και το χρόνο που διαμορφώνει το τοπίο της αισθητικής αναζήτησης του συγγραφέα, δεκαετίες μετά.
Η δίψα των προσφύγων να δουν τι απέγιναν οι τόποι τους, στερεύει απότομα αφού η αυθόρμητη πηγή της κίνησης προς τα κατεχόμενα εδάφη μας, φέρνει τις χιλιάδες εκείνες των αγνών ανθρώπων που πέρασαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα το 2003, αντιμέτωπους με την σύγχρονη εκδοχή της κατοχής. Οι μνήμες από το σχήμα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, από τα όρια των περβολιών και των αμπελώνων, οι ενοράσεις των ανεξερεύνητων οριζόντων της πατρίδας μας πριν τους θολώσει ο καπνός του πολέμου, τα χρόνια που αναγκάστηκε να εκριζώσει και να πάρει μαζί του ο κάθε ξεριζωμένος στον μεταγενέστερο τόπο της προσφυγοποίησης, ξαφνικά καταρρέουν και συνθλίβονται κάτω από το βάρος της συνάντησης με την αλλοτριωμένη κατοχική πραγματικότητα. Μια διαδικασία απομυθοποίησης πόθων και αναμνήσεων αρχίζει με τη συνειδητοποίηση του ότι δεν πρόκειται για πραγματική επιστροφή αλλά για περιήγηση σε μέρη που τώρα φαντάζουν πιότερο ξένα παρά οικεία.
Το είπε ο μεγάλος μας λόγιος και ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής. Από το 74 και εντεύθεν, ο χρόνος έπαψε να έχει για την Κύπρο τη γνωστή του μορφή. Ζούμε εγκλωβισμένοι σε μια σχισμή του χρόνου.
«Στο βομβαρδισμένο σπίτι μια κάμαρη μόνο ορθή.
Κοτέτσι σήμερα έποικου,
Στη θέση τους τα έπιπλα.
Μόνο η βιβλιοθήκη μπρούμυτα
Κάτω πεσμένη,
Νεκρός από πισώπλατη σφαίρα.
Τα βιβλία σκόρπια πτώματα,
Τυμπανισμένα.
Στις λέξεις τους
Πατούν και κουτσουλούν οι κότες».
Η ένταση των βιωμάτων αναζωπυρώνεται και τροφοδοτεί μια ήδη προϋπάρχουσα μετατραυματική εμπειρία, δείγμα του ότι η ατομική μνήμη, σμιλεμένη στις προκλήσεις δύσκολων καιρών, μπορεί να αντιπαρατεθεί με αξιοπρέπεια σε πρακτικές συλλογικής αμνησίας.
Γιατί με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων του, ο Χαριτωνίδης έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί να συνθέσει κάτι πέραν από ένα πληγωτικό ανάγνωσμα. Φιλοδοξεί οι υαλοκαθαριστήρες του να καθαρίσουν το λερωμένο από τα ψέματα και την υποκρισία ανεμοθώρακα της σημερινής καθημερινότητας μας.
Η κίνηση των υαλοκαθαριστήρων επιτρέπει στον αναγνώστη, χωρίς εχέγγυα επιστροφής, να διεισδύσει στην εμπόλεμη ζώνη που χαράχτηκε ανεξίτηλα στα εσώψυχα του ποιητή, να βιώσει με τη σειρά του τους εφιάλτες και τον εκμηδενισμό που επιφέρει ο πόλεμος, είτε αυτός χάνεται, είτε κερδίζεται.
Αυτό το αμετακίνητο υπαρξιακό φορτίο που ενετάλην να κουβαλά ο Χαριτωνίδης στους ώμους του, δονείται και αποτυπώνεται με ποιητική πνοή ισχύος σε μια από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής:
«Βιογραφικό μην μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
Μετά που με ξεσκόνισαν
Απ’ το βορινό παράθυρο του σπιτιού μου,
Ως προσφυγόσκονη κατακαθημένη
Ζω στην Αθήνα.
Συχνά οι νοικοκυρές με καθαρίζουν
Απ’ τα τζάμια τους»
Το βιβλίο του Χαριτωνίδη είναι πιστεύω μια σημαντική στιγμή στην κυπριακή ποίηση. Αν μη τι άλλο, υπηρετεί την ανάγκη μιας επικοινωνίας που στις μέρες μας μοιάζει χαμένη γιατί παραμένει ανείπωτη. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου που δεν έζησε αλλά επέζησε. Ενός ανθρώπου που πέρασε μέσα από τη φωτιά και εξήλθε καιόμενος. Αστάθμητοι παράγοντες καθόρισαν την τύχη του. Η μοίρα του δέθηκε με τη μοίρα της πατρίδας του, συνάμα, με τη μοίρα χιλιάδων άλλων γνωστών και αγνώστων που είτε χάθηκαν για πάντα, ξεχασμένοι, είτε έμειναν να ζουν σημαδεμένοι από αυτά που τους έτυχαν. Κάποιοι από αυτούς για να εξιστορούν, να αυτοπροσδιορίζονται και να μας βοηθούν να αυτοπροσδιοριστούμε. Αν δεν υπήρχε συλλογή αυτή, θα έπρεπε να γραφτεί αφού κατά την άποψη μου, πέραν των άλλων χαρισμάτων της, επικυρώνει ένα από τα πλέον μνημειώδη ποιήματα της κυπριακής λογοτεχνίας, τον Ονήσιλο του Παντελή Μηχανικού:
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Τριαντατρία χρόνια μετά την έκδοση της βραβευμένης «Κατάθεσης» του Μηχανικού που περιλαμβάνει τον Ονήσιλο, ένα άλλος ποιητής, επιχειρεί να διαπεράσει το παχύ μας δέρμα, να μας στείλει το μήνυμα ότι τίποτα δεν ξεχνιέται, ότι χωρίς γνώση του παρελθόντος, της ιστορίας, δεν υπάρχει μέλλον. Κάποιοι ίσως πουν είναι αργά, το πεπρωμένο έχει γραφτεί. Ο Χαριτωνίδης νομίζω όμως μας υποβάλλει πώς αν υπάρχει πεπρωμένο, αξίζει κανείς να προσπαθήσει να το υπονομεύσει ή τουλάχιστον, αξίζει κανείς να αγωνίζεται μέχρι να του εμφανιστεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου