Members

HOLY TRANSMEMBERINGS, MARIA CONSTANTI - ΤΟ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ (ΠΟΙΗΣΗ)

3 Δεκεμβρίου 2025

by Δέσποινα Πυρκεττή

                                                                                                                                    

Με αυτή τη συλλογή, που κυκλοφόρησε αρχές του 2025 από τις Εκδόσεις Αρμίδα, η Μαρία Κωνσταντή διερευνά το μυθολογικό μοτίβο της Κατάβασης στον Κάτω Κόσμο – ίσως πιο γνωστό σε εμάς από την ραψωδία λ’ της Οδύσσειας, τη Νέκυια: εκεί, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Κίρκης, ο Οδυσσέας, για να επιστρέψει στην Ιθάκη, πρέπει πρώτα να κατεβεί στον κόσμο των νεκρών και να ζητήσει τη συμβουλή του μάντη Τειρεσία. Ο Κάτω Κόσμος, με τη σημερινή ορολογία, είναι ένας τόπος μεταιχμιακός ή οριακός (liminal space): αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο μιαν εξασθενημένη συνέχεια της ζωής. Οι νεκροί μιλούν στον Οδυσσέα, νοσταλγούν την αληθινή ζωή, μελαγχολούν. Ο Οδυσσέας τους ακούει, αλλά οφείλει να διαφυλάξει τη λαχτάρα του νόστου. Θέλει να μείνει λίγο ακόμα για να δει τον Θησέα, αλλά φοβάται μήπως απολιθωθεί από την Γοργεία κεφαλή, γι’ αυτό προστάζει τους συντρόφους του να ανεβάσουν τα πρυμόσκοινα για να αναχωρήσουν άρον-άρον από αυτό το μεταίχμιο.

Ο μεταιχμιακός ή μεταβατικός χώρος περιγράφει επίσης τον χρόνο: μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ένα άτομο στέκεται στο κατώφλι μεταξύ δύο διαφορετικών επιπέδων.

Απ’ όσα έχω πει, κρατήστε δύο πράγματα: την κατάβαση και το μεταίχμιο. Προσθέστε τώρα το στοιχείο του νερού και ακούστε αυτό το ποίημα της Κωνσταντή:



12.

Το προσκύνημά μας είναι μια σειρά άδειων κλινών πάνω σε νυσταλέα κύματα

Οι παροξυσμοί της καταπελτικής στιγμής μάς κρατούν σε εγρήγορση

Ξύνουμε το δέρμα μας και τρέφουμε το τρίχωμά μας κάτω απ’ τα μαξιλάρια μας

Υπομένουμε το εμβρυϊκό πένθος του σούρουπου και του ψύχους

Ξετυλίγουμε τις δαγκάνες μας για να ανοίξουμε δρόμο

Μασάμε γαϊδουράγκαθα και καταριόμαστε την προδοσία του καιρού και της νιότης

Η αρχή έγινε με τη γενειοφόρα λαχτάρα του γιου

Πάνω απ’ τα λαγόνια του αιωρούνται πληγές από στιλέτο όνειρα συμφοράς

Να σκοτώσει τον πατέρα και να στραγγίξει τη μήτρα

Το παιδικό μας βιβλίο ξεκινά με τους εξαρθρωμένους χάρτες των ωκεανών

και των κήπων

Είμαστε διπλωμένοι

Γυμνοί μέσα στην καταιγιστική μας έξοδο.



Το νερό, ο ωκεανός ειδικότερα, σφραγίζει την άλλη πλευρά του μοτίβου της κατάβασης, που είναι το Νυχτερινό Θαλασσινό Ταξίδι (Night Sea Journey) – ένα συμβολικό, αρχέτυπο ταξίδι στο άγνωστο, στο ασυνείδητο – ή σε χώρους μεταιχμιακούς και απόκοσμους. (Συχνά συνδέεται με θέματα μεταμόρφωσης, θανάτου και αναγέννησης, καθώς και με την αντιμετώπιση κρυφών πτυχών του εαυτού μας.) Για παράδειγμα, οι σαμάνοι περιγράφουν πνευματικά ταξίδια πάνω σε νυχτερινές θάλασσες για να φτάσουν σε άλλους κόσμους. (Και φυσικά, η διάβαση των νερών τη νύχτα δεν είναι καθόλου άγνωστος τόπος για την παγκόσμια μυθολογία και λογοτεχνία.)

Την ψυχολογική προοπτική αυτού του μοτίβου την οφείλουμε στον Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος ερμηνεύει το νυχτερινό θαλασσινό ταξίδι ως αρχετυπική κατάβαση στο ασυνείδητο. Η θάλασσα τη νύχτα συμβολίζει το άγνωστο ή τη «σκιά» της ψυχής. Το ταξίδι συμβολίζει την αντιμετώπιση φόβων, και το τέλος του ταξιδιού υπόσχεται γνώση ή μεταμόρφωση. Κάθε δοχείο – κιβωτός, μπαούλο, πλοίο – παραπέμπει στη μήτρα και έτσι το ταξίδι γίνεται ο πόθος για αναγέννηση μέσα από την επιστροφή στη μήτρα.

Ακούστε τώρα το πρώτο ποίημα της συλλογής:

1.

Διασχίζει λειμώνες την αυγή

Σκουρόχρωμα άλογα ξεφυτρώνουν από την καταχνιασμένη γη

Φοβισμένα σαν να τους έδεσαν τα μάτια

Παραπεταμένα μες στις ρωγμές του κορμιού της

Ελεύθερα σαν μικροσκοπικά αραχνίδια στο μάτι

Ποτέ δεν παρακολουθούν όμως καραδοκούν πάνω απ’ τις οπτασίες

Κρατώντας κάτοπτρο απολιθώνεται

Αναρωτιέται πώς πεθαίνει το κορμί της στις ατέλειωτες επαναφορές του

Όπως αυτή η ανάστροφη γυναίκα που πλανιέται στους λειμώνες

Θερίζοντας άγρια άλογα

Δαμάζοντας τις παλιρροϊκές κοιλιές τους

Χαλινώνοντας τους ρευστούς τους αστραγάλους

Ταραγμένη όπως το φτερωτό μου αίμα

Τρυπημένη απ’ τον καιρό

Βαθιά μέσα στη σάρκα μου

Κεχαριτωμένη.



Η γυναίκα που «διασχίζει λειμώνες την αυγή» είναι μια απ’ τις «εμφανίσεις», τις οπτασίες, τις επαναφορές του ποιητικού υποκειμένου: ενώ στην αρχή είναι διακριτές η μια απ’ την άλλη, στο τελευταίο τετράστιχο η πρώτη, η «ανάστροφη» γυναίκα, φανερώνεται ως είδωλο (φάντασμα) οπόταν ταυτίζονται και συγχωνεύονται.

Επομένως, η κατάβαση στο σκοτάδι του εαυτού ισοδυναμεί με το ταξίδι στη νυχτερινή θάλασσα: και οι δύο μετακινήσεις οδηγούν σε ενδιάμεσους χώρους, τόπους που είναι οικείοι, αλλά ταυτόχρονα ξένοι. Στο ποίημα 13, το πατρικό σπίτι είναι ο «κατωφλικός» χώρος, όπου προσφιλή αντικείμενα μοιάζουν νεκρά, παραπέμποντας στην υποτονική συνέχιση της ζωής στη Νέκυια.



13.

Σκύβοντας πάνω απ’ το κουφάρι τής εσχάτης των ημερών

για ν’ αναστήσω έναν φάρο

έξω απ’ το παράθυρό μου

Εκεί όπου κάποτε υψωνόταν η μυγδαλιά μου

τώρα αγριόχηνες σκάβουν λαγούμια μέσα απ’ το σπίτι του πατέρα μου

διαμελίζοντας τα μαγεμένα βήματα της μελωδίας μας

Αδράχνω το μικροσκοπικό λίγο

Το μαύρο του ράμφος από φτερωτή παλίρροια εξακοντίζει κομήτες και αλλοπρόσαλλες

τροχιές σε θαλερούς ορίζοντες

φυτεύοντας ανεμοδαρμένα βλαστάρια αγωνίας

κατά μήκος της κορυφογραμμής μου

Μέσα απ’ το παράθυρό μου

ένα ορμητικό ρεύμα ταπεινώνει τα κόκαλά μου

όση ώρα μεριμνώ για τα απότοκα του αλλαχού.



Ξανά και ξανά επαναλαμβάνεται στο ποίημα η κτητική αντωνυμία «μου» (το παράθυρό μου/του πατέρα μου/τα κόκαλά μου) που δηλώνει την εγγύτητα, την ιδιοκτησία –μεταμορφωμένη όμως από την απόσταση του χρόνου και του τόπου: «Εκεί όπου κάποτε υψωνόταν η μυγδαλιά μου...» τώρα «ένα ορμητικό ρεύμα ταπεινώνει τα κόκαλά μου».

Σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της συλλογής δηλώνεται ή υπονοείται η κίνηση: είτε με τη μορφή του ανέμου, όπως είδαμε πιο πάνω, είτε με την αναφορά στην παλίρροια – τη «φτερωτή» παλίρροια –στον καιρό που περνά, στη γυναίκα που διασχίζει τους λειμώνες. Η διαρκής κίνηση σαρώνει και το σώμα, πιο συγκεκριμένα το γυναικείο σώμα, και το ανάγει σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο, όπου κόγχες, κοιλότητες και ρωγμές συγχωνεύονται με δέντρα, ζώα και τα στοιχεία της φύσης. Το ανάγει σε δοχείο που εγκιβωτίζει άλλες ζωές. Ακούστε:

5.

Το κορμί μου είναι τριώροφο κτήριο με ξύλινες σκάλες

και τσιμεντένιους τοίχους

Μεγάλα παράθυρα

Φυτά που γέρνουν προς τα μέσα πάνω απ’ τις ρωγμές

Σιγογλιστρώ έξω

Έχω τρία ζωάκια θαμμένα κάτω απ’ το δέρμα μου

Καμιά φορά ανοίγω τις κρυψώνες τους και προσηλώνομαι.

Ένα ριγωτός σκιουράκος με την πλάτη ραμμένη στο χώμα – φοβάμαι μήπως γλιστρήσει μέσα στον καιρό και βρει άλλα ζώα για να παίξει

Ένας λευκός γερανός με το ράμφος κρυμμένο μέσα σε πούπουλα

Ο γάτος μου ο θηρευτής τρώει σάρκα και θεωρεί το δέρμα άφτερο

Προτού κοιμηθώ αισθάνομαι το βαθύτερο σκοτάδι της καρδιάς.



Και τα τέσσερα ποιήματα που έχω διαβάσει ανήκουν στην πρώτη ενότητα της συλλογής, που έχει τίτλο Dreamscaping – Ονειροτοπία. Ακολουθούν άλλες τρεις ενότητες:

Η Ανάσα της και ο Πηλός

Η Χαρτογράφος και ο Χορός της, και

Αυτό είναι το νησί της.

Η ενότητα Η Ανάσα της και ο Πηλός – στη δική μου ανάγνωση – μια επιστροφή στην πρωτόπλαστη, έχει ως υπότιτλο «μια προσευχητική τελετουργία», και ξεκινά με το ποίημα Credo (δηλαδή «Πιστεύω»). Ακούστε το:



Πιστεύω



Μας οδηγούν ασάλευτα νερά μέσα σε μία και μόνη πράξη ταλάντευσης για να

κομίσουμε μιαν ύπαρξη

Μέσα, τα δυο μας σώματα αιωρούνται ως σάρκα μία πάνω στο δέντρο μάσκα

που κουνιέται στο αεράκι

Είμαστε το φυλαχτό των ανέμων

Όπου κι αν κοιτάξουμε, το άνοιγμα καρποφορεί

Τα μικρά μας στόματα ταλαντεύονται πίσω-μπρος

Εκβάλλοντας το ξίφος.



Εδώ είναι η επιστροφή της λέξης.



Το δέντρο πάνω στα οποία συμφύρονται τα δύο σώματα σε ένα είναι ίσως το παραδείσιο Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού.

Διαβάζω από τη Γένεση: (2,16)

Έδωσε δε εντολήν Κύριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων· “από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα να τρώγετε. Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν».

Αμέσως μετά, ο Θεός έπλασε την Εύα. (Και όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια)

Εντούτοις, μετά την πτώση, η λέξη επιστρέφει μέσα από τα σπλάχνα μας, αιχμηρή. Σε άλλο ποίημα της ίδιας ενότητας (34), το μέσα του στόματος είναι «η αρχή και η πλώρη της μορφής/εκεί όπου σμιλεύονται τα όνειρα. Φουσκώνουν, σκάνε, παραμορφώνονται».

Πιο κάτω: (39)

Τα χέρια της χαϊδεύουν το σκότος.

Ξεθάβουν τα κόκαλα κρυμμένων νερών.

Εἶδον τὴν γῆν, καὶ ἡ γῆ ἦν ἀκατασκεύαστος καὶ κενή.

Η σιωπή σφραγίζει τα βλέφαρα των παρείσακτων.

Αποκαλύπτει το ανθρώπινό της σώμα.

Έπεσε σαν σταγόνα πρωινής πάχνης που στάζει από έναν καρπό.



Σε αυτή τη δεύτερη ενότητα, το κεντρικό θέμα είναι οι λέξεις – όχι όμως με τη συμβατική τους αποτύπωση, αλλά με τρόπο που να παραδέχονται τα όρια της γλώσσας. Όπως λέει και ο ποιητής Mark Doty – τον οποίο επικαλείται η Κωνσταντή εν είδει «εισαγωγής» στη συλλογή: «Ακούγεται απλό το να πρέπει να περιγράψεις αυτό που βλέπεις. Για δοκίμασε όμως να βρεις λέξεις για τις αποχρώσεις των εγκοπών στα φύλλα του σασσαφρά (φυλλοβόλο δέντρο) ή τους αντικατοπτρισμούς του νερού σε έναν κόλπο, ένα αυγουστιάτικο πρωινό – ή την αρχή του πόθου, όπως τρεμοπαίζει στο βλέμμα κάποιου που σε κοιτάει κατάματα».

Η λέξη Transmemberings, στον τίτλο της συλλογής της Κωνσταντή, είναι δάνειο από τον Doty και ορίζεται ως εξής: «Διαμέσω ενός μέλους. Το θόλωμα των ορίων. Μια οργιαστική στιγμή. Μια εκστατική ένωση ανάμεσα σε δύο εραστές. Η συναίρεση της λέξης και του κόσμου». [Στα αγγλικά, βέβαια, η λέξη “member” (μέλος) ανακαλεί και τη λέξη “remember” (θυμάμαι), παρόλο που η ρίζα τους είναι διαφορετική (το member προέρχεται από το λατινικό membrum ενώ το remember από το ρήμα rememorari. Εδώ, η έμφαση είναι στο member-μέλος].

Εντούτοις, αν μεταφράσουμε «Διαμελισμοί» δηλώνουμε τον τεμαχισμό, δηλαδή το αντίθετο της συναίρεσης που εννοεί ο Doty. Επομένως ίσως ο νεολογισμός Ιερές Συμμέλειες να αποδίδει πιο εύστοχα τον τίτλο της συλλογής.

Επιστρέφω στη λέξη και στο στόμα ως τοπίο. Ακούστε το ποίημα 37:

Βλέπω πηγάδια να εκβάλλουν μέσα απ’ τα στόματά σας. Βλέπω έναν λειμώνα.

Έσκαψα τη μαλακή του επιφάνεια, ξέθαψα τις προβιές των πρώτων της ανθρωπότητας.

Τις τυλίχτηκα πριν ξημερώσει η μέρα.

Έγειρα πίσω ανάσκελα, τα ανοιχτά μου χέρια σταυρός, και ονειρεύτηκα τις

όχθες της μέρας,

με χέρια που ευδοκιμούσαν μέσα από βολβούς,

με φτερούγες ανθισμένες σαν βάγια.

Η βασίλισσα Πάντων των Σχημάτων

Έπλαθε της καρδιάς μου το ερμητήριο.



Στον βαθμό που η συλλογή αναπλάθει το ιερό μέσα από σύμβολα όπως ο σταυρός, η πτώση, ο όφις ή το δέντρο, αναπληρώνει κατά κάποιον τρόπο τα επίχειρα της εξορίας. Το ποιητικό υποκείμενο, αντί να εμμείνει στην απώλεια, προσβλέπει στην ανταμοιβή: «Θα γευτείς τον πρώτο καρπό την ημέρα της ορφάνιας σου». (Αυτός είναι και ο τελευταίος στίχος της συλλογής).



Στην επόμενη ενότητα: Η Χαρτογράφος και ο Χορός της: τοπιακό μονόδραμα πλησιάζουμε ακόμη πιο πολύ στη μεταμόρφωση, που είναι και το ζητούμενο αυτής της καταβύθισης στο ασυνείδητο. Στο πρώτο ποίημα της ενότητας, η χαρτογράφος ξεβράζεται στην όχθη «σαν χερσόνησος» - γη που βρέχεται από νερό στις τρεις πλευρές της, και μόνο απ’ τη μία πλευρά είναι δεμένη με τη στεριά. Απέναντι της βρίσκεται ο αρχαίος Χορός – ένα σύμφυρμα έμβιων όντων, ζώων και φυτών – το βλέμμα του Άλλου πάνω στην οικουμενική γεωγραφία αυτής της γυναίκας που αναδύεται από τα βάθη του καιρού.

Οι μυθολογικές αναφορές είναι διάσπαρτες σε ολόκληρη τη συλλογή, μαζί με θρησκευτικά σύμβολα – χριστιανικά και άλλα – που ανάγουν το προσωπικό βίωμα σε οικουμενική εμπειρία.

Στην τελευταία ενότητα, Αυτό είναι το νησί της, προβάλλουν οι οδοδείκτες που φωτίζουν την καταγωγή της ποιήτριας: η τάφρος, τα τείχη, το χρυσοπράσινο νησί – λέξεις επιτελεστικές, δηλαδή λέξεις που υπονοούν πράξεις και συνιστούν τεκμήρια αυτοπροσωπογραφίας, αφού ενσαρκώνουν τη διαδρομή μιας γυναίκας που έχει αποκοπεί από τη μητρική γλώσσα σαν να έχει εκπέσει της χάριτος αλλά, ώ του θαύματος!, έχει αλλάξει σχήμα και προσανατολισμό. Αυτή η αλλαγή είναι επιτελεστική, χειρονομιακή, και ενέχει μιαν υπόσχεση αναγέννησης.



Οι αρμοί ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής Holy Transmemberings δεν είναι πάντα ευδιάκριτοι – μπορεί και να μην υπάρχουν παντού – όμως σύνολη η συλλογή αποτυπώνει την περιπέτεια της κατάβασης και τη μεταμορφωτική ανάδυση στην άλλη όχθη με έντονη σωματικότητα που υπερβαίνει τη γραπτή γλώσσα. Αν λοιπόν τα όρια της ερμηνείας μεταβάλλονται με κάθε νέα ανάγνωση, τότε νομίζω ότι αυτή η συλλογή της Μαρίας Κωνσταντή αποτελεί ένα έργο σε εξέλιξη, που αλλάζει σχήματα στο διηνεκές – όπως και η μορφή από την οποία πηγάζει η ποιητική φωνή: ως δέντρο, κτήριο, λίκνο, ποταμός – και ιστορία.







Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ