Members

ΤΟ ΦΡΙΚΤΟ ΒΙΩΜΑ ΕΝΟΣ "ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥ" ΠΟΙΗΤΗ

Το κείμενο αυτό για τον εμβληματικό ποιητή Τάκη Σινόπουλο γράφτηκε από τον υποφαινόμενο πριν από 8 χρόνια για το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, αντλώντας από μια εκδήλωση που διοργανώθηκε στη Λευκωσία και αποτελεί φόρο τιμής στη μνήμη και στην ανεκτίμητη κληρονομιά του


Ιούνιος  2017


Στον πολύπαθο ποιητή του μνημειώδους Νεκρόδειπνου, του μεταφυσικού Ελπήνορα, του Καιόμενου, της Μαύρης Μαρίας και τόσων άλλων εμβληματικών ποιημάτων και ποιητικών συνθέσεων, που διερευνούν το μυστήριο του μεταίχμιου μεταξύ ζωής και θανάτου, Τάκη Σινόπουλο, ήταν αφιερωμένη η προχθεσινή βραδιά (19/6/2017) στο αρχοντικό της Αξιοθέας, στη Λευκωσία


Η Ιστορία του Ελπήνορα

Ο Ξάνθος Μαϊντάς, Πρόεδρος του ιδρύματος Σινόπουλου και καθηγητής του τμήματος Θεωρητικής Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών επικεντρώθηκε στη μορφή του Ελπήνορα και μνημόνευσε μία συγκλονιστική καταγραφή του 1965 από τον ίδιο τον Τάκη Σινόπουλο, για το πώς γεννήθηκε η έμπνευση της συγγραφής του Ελπήνορα, του πρώτου ποιήματος της πρώτης ποιητικής συλλογής του ποιητή (Μεταίχμιο) 1951. Είχε αναφέρει ο ποιητής:

«Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το Πεδίον του Άρεως, κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος κι η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942, ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας σπίτι μου έγραψα τον “Ελπήνορα”, αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης μου».

Ο κ. Μαϊντάς είπε ότι ο “Ελπήνορας” έχει θέση προτύπου στην ποιητική του Τάκη Σινόπουλου, όχι μόνο λόγω του θέματος του, αλλά και της τεχνικής του που φανερώνεται πολύ νωρίς με τον πλέον καθαρό τρόπο: Η ατμόσφαιρα θανάτου υποστηρίζεται από μια υποβλητική-ονειρική σκηνοθεσία.

ΕΛΠΗΝΩΡ

Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια

το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως

τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω

και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα

μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος.

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;

Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού

ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα σ΄ ακινησία θανατερή.

Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

Ο Ελπήνορας, σημείωσε ο κ. Μαϊντάς, αρχίζει και μετασχηματίζεται σε μια πολλαπλότητα προσώπων. Στο έργο του Σινόπουλου έρχεται και ξανάρχεται με διαφορετικές σύγχρονες μορφές. Ο Ελπήνορας λοιπόν, ή μάλλον αυτό που συντομογραφικά μπορούμε να ονομάσουμε «η εμπειρία του Ελπήνορα μία Νέκυια εν προόδω», προσδιορίζει σε μεγάλο βάθος και έκταση την ποιητική του Τάκη Σινόπουλου».
Ονομάτισε τους νεκρούς

Ο Χρήστος Μαυρής, συνεπής μελετητής επί δεκαετίες του Σινόπουλου, διείσδυσε στους συμβολισμούς που απορρέουν από την ονοματολογία ανθρώπων και τόπων η οποία διατρέχει εν είδη πλημμυρίδας το έργο του ποιητή. “Όλο το ποιητικό έργο του Τάκη Σινόπουλου-τόνισε- που αριθμεί 13 ποιητικές συλλογές, συν δύο που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, είναι κατάσπαρτο με ονόματα. Τα περισσότερα είναι ονόματα ανθρώπων - ανδρών και γυναικών. Υπάρχουν και πολλά ονόματα γεωγραφικών τόπων, κυρίως πόλεων. Δηλαδή, μέσ’ από τους στίχους του Σινόπουλου σχηματίζεται μία ατελείωτη πομπή κυρίων ονομάτων και τοπωνυμίων. Τα πλείστα από τα ονόματα των ανθρώπων που μνημονεύει ο Σινόπουλος στα ποιήματά-του ανήκουν σε άτομα που η μοίρα τους έπαιξε άσχημα παιχνίδια τη χρονική περίοδο που κράτησε η Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η ζωή-τους να έχει ένα τραγικό τέλος. Είναι τ’ άτομα που είχαν ενεργό συμμετοχή στα πεδία των μαχών. Μια άλλη κατηγορία ονομάτων είναι αυτών που δεινοπάθησαν μέχρι εξοντώσεως στα χέρια των ιδεολογικών αντιπάλων τους.

Ο Σινόπουλος, είπε ο Χρ. Μαυρής, βίωσε άγριες, βίαιες και βάρβαρες στιγμές στην κατοχή και κυρίως στον Εμφύλιο Πόλεμο, ως στρατιωτικός γιατρός, με επακόλουθο όταν ήλθε η ώρα να τις αποτυπώσει στην ποίησή-του, να δώσει σκληρές περιγραφές και φρικιαστικές εικόνες. Το ψυχικό και σωματικό μαρτύριο που υπέστη ο ποιητής, ανέφερε ο Χρ. Μαυρής, ουσιαστικά δεν τέλειωσε ποτέ και το περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο ο νεοελληνιστής Κίμων Φράιερ: «Οι πρώτες εμπειρίες του Σινόπουλου σαν δόκιμου γιατρού», γράφει, «δεν προήλθαν από περιστατικά θανάτων και ασθενειών της καθημερινής ζωής, αλλά από περιστατικά σκοτωμένων ή πληγωμένων στρατιωτών.

Στη Λάρισα και στον καυτερό και γεμάτο υγρασία θεσσαλικό κάμπο, έζησε σε στενή επαφή με τους συναδέλφους-του στο στρατό και μοιράστηκε μαζί τους ελπίδες, διαψεύσεις, ακόμα και τις φευγαλέες ερωτικές περιπέτειες, που πάντα ξεπηδούν από τη γιορτερή και μακάβρια παρουσία του θανάτου σε πολεμικές περιόδους. Αργότερα στα Τρίκαλα, αναγκάστηκε να παραστεί και να δει με τα ίδια του τα μάτια εκτελέσεις εν ψυχρώ καταδικασμένων σε θάνατο από τα στρατοδικεία ανταρτών, που είχανε συλληφθεί αιχμάλωτοι στις μάχες, ή είχαν μόνοι-τους παραδοθεί. Το υποχρεωτικό θέαμα ξεπερνούσε τα όρια της ψυχικής αντοχής. Στο Βίτσι κινδύνεψε τρεις φορές από τις νάρκες και το πυροβολικό. Είδε φίλους και συντρόφους να σκοτώνονται και βρέθηκε αναγκασμένος να συμμαζεύει κομμένα χέρια και πόδια μέσα από τους θάμνους και τα δέντρα, όπου βρίσκονταν σκορπισμένα από τις εκρήξεις. Οι εμπειρίες-του αυτές, τον βασάνιζαν αλύπητα σ’ ολόκληρη τη ζωή-του».

Καταλήγοντας, τόνισε ότι ο Σινόπουλος πέραν από κορυφαίος ποιητής, είναι και δημιουργός Ιστορίας. “Δηλαδή, με τους στίχους-του δεν έκανε μόνο ποίηση. Έκανε, πιστεύω, και Ιστορία. Ή ας πούμε, έκανε, ένα προσκύνημα στη φοβερή ιστορία. Και όπως πολύ σωστά έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός, «αυτοί που έχουν ιδιότητες τέχνης, που πλησιάζουν την τέχνη, γεννούν Ιστορία».
“Ο Σινόπουλος είναι ένας κολοκυθάς”

Η μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Κύπρου Kamilla Pap καταπιάστηκε με την αλληλογραφία του Σινόπουλου με τον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο, μέσα από την οποία αποκαλύπτονται άγνωστες πλευρές του ψυχισμού του.

Ανέφερε ότι η αλληλογραφία Σινόπουλου - Παυλόπουλου ξεκινάει το 1943 και κρατάει μέχρι το 1980, ένα χρόνο πριν το θάνατο του Σινόπουλου. Περιέχει επιστολές, σκίτσα, κάρτες, τηλεγραφήματα, κάποιες φορές πολύ σύντομα σημειώματα, βιβλιοκαταλόγους, αποκόμματα με άρθρα από διάφορες εφημερίδες. Ο όγκος της αλληλογραφίας, μαζί με όλα όσα αναφέρθηκαν, απαρτίζεται από περίπου 200 επιστολές.

Η Kamilla Pap είπε ότι για τον Σινόπουλο, στο πεδίο της ποίησης, δεν χωράει επιείκεια ούτε προς τον εαυτό του, ούτε προς κανέναν άλλο και ποτέ δεν σημαίνει τρυφερότητα ή μεροληψία. Σε μια επιστολή του τον Δεκέμβρη του ’43 προς τον Παυλόπουλο, ο Σινόπουλος απαντάει με θυμό στον αβάσιμο, κατά την άποψή του, και επομένως ντροπιαστικό έπαινο του φίλου του:

«Κι εκείνες τες μπούρδες που μού’ γραψες περί γνωστά ονόματα, περί Σινόπουλος και λοιπά να τις βάλεις στην μπάντα. Ο Σινόπουλος δεν είναι όνομα γνωστό, είναι ένας κολοκύθας που’ χει τη λόξα να γράφει στίχους και να ονειρεύεται ιδανικές γυναίκες αντί να βγάλει τα μάτια του να βρει μια δουλειά να ζήσει. Κι αν καμμιά φορά λέει πως η ποίηση τού είναι αναγκαία μπορεί να ‘ναι σωστό, όπως αναγκαίο είναι και το κατούρημα και το χέσιμο. Άμα θελήσει όμως να ξαλαφρώσει πάει στο μέρος, δε βγαίνει ποτέ στην πλατεία.»

Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα διατυπώνει πάλι, σε πιο ήρεμο και στοχαστικό ύφος, την ίδια αυστηρή τοποθέτηση απέναντι στον εαυτό του ως προς τη θέση του στον χώρο της λογοτεχνίας στην εποχή εκείνη, γράφοντας στον φίλο του:

«Το μόνο που ξέρω να ειπώ είναι πως ο Σεφέρης δεν είναι μόνο η ποίηση. Είναι και η πεζολογία, είναι και το εργαστήριο, είναι κι η απουσία συναισθήματος και σε αυτό το τελευταίο δεν ταιριάζουνε τόσο πολύ τα χνώτα μας. Εγώ φερ’ ειπείν είμαι παθιάρης άντρας, κι αυτός είναι αριστοκράτης δηλ. υπολογίζων, ζυγίζων, μίζερος. Εγώ είμαι βάρβαρος αυτός πολιτισμένος. Έτσι ξανοίγομαι και σ’ άλλους χώρους, πειραματίζομαι, δοκιμάζω. Παιδί πράμα είμαι ακόμα […].»

Το γιατί είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον Σινόπουλo, κατέληξε, να μείνει πάντοτε συνειδητά στραμμένος στην ποίησή του, το καταλαβαίνουμε από μια συμβουλή του στον Παυλόπουλο το 1958 με την οποία τον προτρέπει να βυθιστεί στις τέχνες και ιδιαίτερα στην τέχνη της ποίησης αντί να στενοχωριέται κοιτάζοντας την τότε πραγματικότητα που τον περιέβαλλε:

«... η ζωή μια μέρα θα αντιγράψει την ποίηση γιατί με την ποίηση βλέπουμε τι θα μας συμβεί στο μέλλον, η ποίηση κάνει το μέλλον νάναι παρόν, άρα μπορούμε σήμερα νάχουμε μπρος μας τον αυριανό μας θάνατο.»
Το φρικτό βίωμα καθόρισε την ποιητική γλώσσα

Από την παρέμβαση του ποιητή-κριτικού λογοτεχνίας Παναγιώτη Νικολαΐδη προκύπτει το εξής αξιοσημείωτο συμπέρασμα: Το φρικτό βίωμα του Σινόπουλου μέσα από την κατοχή και τον εμφύλιο, δεν μπορούσε να αποτυπωθεί με τα συμβατικά μέσα της τότε καθιερωμένης ποιητικής γλώσσας, σεφερικής, υπερρεαλιστικής, υπαρξιακής. Ο Σινόπουλος αποδόμησε (αριστουργηματικά) τη συμβατικότητα της ποιητικής γλώσσας, όπως ο πόλεμος διαμελίζει το ανθρώπινο σώμα και ρημάζει τη ψυχή.

Είπε συγκεκριμένα ο Νικολαΐδης ότι, “η συνεχής σωματική και πνευματική επαφή του γιατρού Σινόπουλου με τον θάνατο δημιούργησε έναν συνεχή χώρο νεκρών, ένα σπαρακτικό, υπαρξιακό, ποιητικό τοπίο θανάτου, η ιατρική του ιδιότητα σε συνδυασμό με την αντιπολεμική του ιδιοσυγκρασία, καθόρισε πρωτίστως τον τρόπο που είδε και κατέγραψε ποιητικά αυτόν τον θάνατο. Κι αυτό γιατί τόσο ως στρατιωτικός όσο και ως πολιτικός γιατρός, ο Σινόπουλος δεν επέμεινε ιδιαίτερα στις αφηρημένες, ανθρωπιστικές αξίες ούτε παρασύρθηκε από τον ιδεολογικό φανατισμό, αλλά έμεινε πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη και αφιερώθηκε με αγάπη στον συγκεκριμένο άνθρωπο.

Ο ίδιος, εξάλλου, δηλώνει επανειλημμένα σε συνεντεύξεις του ότι ο ιδεολογικός φανατισμός και το μίσος ανάμεσα στις δύο «φοβερές μυλόπετρες της εποχής μας, τη δυτική κεφαλαιοκρατία και τον ρώσικο ολοκληρωτισμό», στις συμπληγάδες που κατέστρεψαν την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, ήταν ολέθριος. Γι’ αυτό και η ποίησή του, αποτυπώνει την εναγώνια προσπάθεια ενός αυτόπτη μάρτυρα να καταθέσει τη δική του αντικειμενική, καλλιτεχνική μαρτυρία στο μεταίχμιο των καταστροφικών πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων της μεταπολεμικής Ελλάδος.”

Ο κ. Νικολαΐδης είπε ότι πολλές φορές ο Σινόπουλος υποστήριξε ότι, «η ιστορία προδόθηκε, έγινε τερατώδες ψέμα» ή ότι οι άνθρωποι σκοτείνιασαν την ιστορία και η ιστορία έγινε, τελικά, μια σκοτεινή υπόθεση που γράφεται μονομερώς.

Δεν είναι τυχαίο, συνέχισε, ότι σε αδημοσίευτη διάλεξή του στο Κέιμπριτζ για την πρώτη μεταπολεμική γενιά στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1975, ο Σινόπουλος δηλώνει αριστοτελικώ τω τρόπω ότι μέσα σε αυτό το αντιθετικό πλαίσιο του ιδεολογικού σπαραγμού και παραχάραξης της ιστορίας «φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν», καθώς μόνον η ποίηση μπορεί να ξεφύγει από την «καθ’ έκαστον» πλαστογράφηση και να αποτελέσει την «καθόλου» μοναδική, αντικειμενική μαρτυρία της μεταπολεμικής, ελληνικής περιπέτειας. Γι’ αυτό, λοιπόν, στην ίδια διάλεξη ο ποιητής κατακρίνει τους παλιότερους πνευματικούς και ιδεολογικούς εκπροσώπους της αριστεράς για «τυφλό πείσμα» και για «καπάκωμα της ιστορίας», ενώ προκρίνει θετικά τους νεότερους ποιητές «που ανάμεσά τους είναι ο Κατσαρός, ο Πατρίκιος, ο Κωσταβάρας, ο Λεοντάρης, που επαναστατούν για το καπάκωμα των πραγμάτων που επιβάλλει το ιδεολογικό κατεστημένο. Διαπιστώνουν πως ο σημερινός άνθρωπος μόνο μέσα στη μεταπολεμική μας ποίηση μπορεί να αναγνωρίσει το αληθινό του πρόσωπο, να ξεφύγει από την πλαστογράφηση και να βρει κάποιο φως για το αίνιγμα της καταστροφής και της ήττας. Πιστεύουν πως μόνο η ποίηση παραμένει η μοναδική μαρτυρία της τρομακτικής μεταπολεμικής Ελλάδας».

Έχω την αίσθηση, κατέληξε, ότι η γραμματολογική ιδιομορφία της ποίησης του Σινόπουλου, πέρα, φυσικά, από την έντονη επίδραση που άσκησε πάνω του ο Σεφέρης και ο Έλιοτ, προέρχεται και από αυτή τη διφυή βιωματική, θεωρητική και ποιητική υπόσταση μιας τραυματικής ιστορικής εμπειρίας που τον καθόρισε ταυτόχρονα ως ποιητή και ως γιατρό. Γι’ αυτό, εξάλλου, η ποίηση του εντάσσεται, από τη μια, στον γενικότερο χώρο του υπαρξιακού προβληματισμού, παραμένει, από την άλλη, βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και στη βιωματική πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, διαμορφώνοντας έτσι όχι μόνο ένα μόνιμο ποιητικό τοπίο θανάτου, αλλά πρωτίστως μια επώδυνη και ιδιάζουσα ιστορικά και γραμματολογικά, ποιητική περιοχή. Δεν αποτελεί σύμπτωση, λοιπόν, ότι ο ποιητής τιτλοφορεί την πρώτη του, μάλιστα, ποιητική συλλογή Μεταίχμιο (1951), ενώ έξι χρόνια μετά επανέρχεται με τη συλλογή Μεταίχμιο, Β΄ (1957).
“Ένας... επικίνδυνος ποιητής”

Ο Καθηγητής του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ποιητής Μιχάλης Πιερής ανέσυρε από το αρχείο της μνήμης τον χαρακτηρισμό “επικίνδυνος” που είχε χρησιμοποιήσει ο Νικηφόρος Βρεττάκος για το Σινόπουλο, θεωρώντας ότι ο πρωτοποριακός του λόγος, περιείχε διαλυτικά στοιχεία για την τότε ποιητική παράδοση. “Δεν τηρούσε τον βασικό κώδικα περί επικοινωνιακής ομαλότητας, δεν προέβαλλε δηλαδή ένα εύκολα αναγνωρίσιμο κοινωνικό μήνυμα”, είπε για τον Σινόπουλο ο Μ. Πιερής ενώ διαχώρισε την ποιητική του πορεία σε τρεις μεγάλες περιόδους:

- Δεκαετία του ’50: Ο Σινόπουλος εμφανίζεται με μια ορμητικότητα και μια ποιητική φόρα, που τη σηματοδοτεί και η συχνή εκδοτική παρουσία: έξι ποιητικά βιβλία σε εννέα χρόνια. Κατά την περίοδο αυτή, ο Σινόπουλος προσπαθεί να αναγνωρίσει την ποιητική περιοχή του νεοελληνικού λόγου και να αντιληφθεί ποια είναι τα μεγέθη που βρίσκονται στην πρωτοπορία της, ποια είναι τα προκεχωρημένα φυλάκια της.

Έτσι, με εκφραστικό εργαλείο τη μυθική μέθοδο και καλά προϊδεασμένος για τις μεγάλες κατακτήσεις της ποιητικής τέχνης που είχαν ήδη γίνει στο χώρο της ευρωπαϊκής ποίησης και σε αυτόν της νεοελληνικής, ανέφερε, με βάση κυρίως το σύγχρονο παράδειγμα του Σεφέρη, αλλά και με ξεκάθαρη τη συνείδηση για το ειδικό βάρος της ιστορικής ποίησης του Kαβάφη, ο Σινόπουλος συνθέτει και προετοιμάζει την ποιητική συλλογή Mεταίχμιο, η οποία εκδίδεται στα 34 του χρόνια ως ώριμος καρπός μιας αποφασισμένης ποιητικής επιλογής. Δεν ξέρω άλλον ποιητή, δικό μας ή ξένο, του οποίου η πρώτη φράση, στον πρώτο στίχο, του πρώτου ποιήματος, στην πρώτη συλλογή που εξέδωσε, να μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο εύστοχο σήμα, προκειμένου να περιγραφεί το κυρίαρχο αίσθημα που αποκομίζει ο αναγνώστης από την επαφή με το σύνολο έργο του: «Tοπίο θανάτου» είναι η φράση, και από τούτη τη σκοπιά θεωρώ πολύ εύστοχη την επιλογή της για τον τίτλο του αγγλικού βιβλίου του Kίμωνα Φράιερ για τον Σινόπουλο: Landscape of Death.

- Δεκαετία του ’60: Είναι η περίοδος κατά την οποία «αρχίζει μια ουσιαστική διαφοροποίηση, που είναι η κατάργηση των συμβόλων, των μυθολογικών προσώπων και των προσωπείων» (η τελευταία παρατήρηση ανήκει στον Βασίλη Στεριάδη).

Ενδεχομένως, είπε, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για συγγραφική κρίση, ενώ πιο σωστό είναι να μιλήσουμε για μερική αναπροσαρμογή ή και αναθεώρηση των ιδεών του περί τέχνης. Σίγουρα πάντως έχουμε μια σαφή ανακοπή του προηγούμενου εκδοτικού ρυθμού. Δύο μόνο συλλογές, οι οποίες μάλιστα αποτελούν συγκομιδή παλαιότερης δουλειάς. Πρόκειται για το Άσμα της Iωάννας και του Κωνσταντίνου (1961) και την Ποίηση της ποίησης (1964).

Οι δύο πολύ σημαντικές αυτές ποιητικές συλλογές, υπογράμμισε ο Μ. Πιερής, σηματοδοτούν μια βαθμιαία απαγκίστρωσή του Σινόπουλου από μια ποίηση αποκλειστικά στραμμένη στα επιτεύγματα της μοντερνιστικής γραφής, της ξένης και της ελληνικής, ιδίως της σεφερικής. Ειδικά το Άσμα της Iωάννας και του Κωνσταντίνου, είναι μια πρωτοποριακή ποιητική σύνθεση με πολλά στοιχεία πρωτοτυπίας και με κατακτήσεις, στο επίπεδο γλώσσας και δομής, τις οποίες σαφώς ο ποιητής δεν τις οφείλει σε κάποια απευθείας ή έστω και διακριτική συνομιλία με την ποίηση του Σεφέρη, ή των Ευρωπαίων μοντερνιστών. Eδώ, η παλαιότερη προσπάθεια του Σινόπουλου να αναμίξει τον διάλογο με τον μονόλογο, κάτι που έδινε μια ενάργεια στον ιδιότυπο λυρισμό του, εκδηλώνεται με μια δύναμη πρωτόγνωρη στη νεοελληνική ποίηση. Πολύ αργότερα η Mαρία Nεφέλη του Eλύτη, θα ακολουθήσει την ίδια διαλογική δομή, στηριγμένη επίσης σε μια δυναμική αντιπαράθεση των δύο κύριων προσώπων του έργου, με τη διαφορά ότι στον Σινόπουλο έχουμε πιο πολύ το βάθος των αισθημάτων από τη φθορά μιας ανθρώπινης και καθ’ όλα καταστροφικής σχέσης, ενώ στον Eλύτη έχουμε πιο πολύ μιαν αντιπαράθεση διανοητικού χαρακτήρα.

- Δεκαετία του ’70 : Η ποίηση του Σινόπουλου, επεσήμανε, γίνεται σαφώς πιο αυτοβιογραφική, προκειμένου να φωτιστούν σωματικές και ψυχικές πληγές («το κορμί μου είναι γιομάτο παλιές και πρόσφατες πληγές», Nυχτολόγιο, Συλλογή II, 258), ενώ παράλληλα οδηγείται σε μια τολμηρή σύζευξη ημερολογιακού είδους και πεζόμορφης ποιητικής ύλης, ανανεώνοντας την ποιητική γλώσσα της εποχής του και κομίζοντας στη νεοελληνική ποίηση ορισμένες γλωσσικές και ποιητικές συμπεριφορές εντελώς νέες.

Kατά την περίοδο αυτή και με ποιήματα όπως αυτά που υπάρχουν στις συλλογές Nεκρόδειπνος [πρώτη μορφή] (1970), Πέτρες (1972), Nεκρόδειπνος [οριστική μορφή] (1972), Tο Xρονικό (1975), O Xάρτης (1977) και Nυχτολόγιο (1978), ο Σινόπουλος δεν διαφοροποιείται απλώς από τη γλώσσα του Σεφέρη· αλλά προωθεί τη σύγχρονη ελληνική ποιητική γλώσσα σε ακραία σημεία νεωτερισμού, προσφέροντας έτσι το υπέδαφος πάνω στο οποίο ρίζωσαν αρκετά ποιήματα της γενιάς του ‘70 και άλλων νεότερων ποιητών. Eννοώ κυρίως ότι πρόσφερε στις νεότερες ποιητικές γενιές ένα καινούριο γλωσσικό κώδικα, διαφορετικό από αυτό που κληροδότησε στα ελληνικά γράμματα η ποιητική γλώσσα του Σεφέρη και της γενιάς του ‘30.

H τελευταία παρατήρηση, επιβάλλει, σημείωσε ο Μ. Πιερής, να σταθούμε λίγο στο θέμα της σχέσης του Σινόπουλου με τον Σεφέρη. “Δεν θα σταθώ στα γνωστά. Ότι ο Σινόπουλος, σε όλη την πρώιμη φάση της δημιουργικής του πορείας βρίσκεται αρκετά συντονισμένος προς το γλωσσικό και ποιητικό υπόδειγμα του Σεφέρη. Το θέμα είναι να εξετάσουμε ποια είναι η ποιητολογική συμπεριφορά του Σινόπουλου, όταν με τον Nεκρόδειπνο και το Xρονικό, όχι απλώς αποκλίνει ριζικά και οριστικά από το σεφερικό μοντέλο, αλλά και το υπερβαίνει ―κατά την κρίση μου. Το υπερβαίνει, καθώς η νίκη που κατορθώνει εδώ ο Σινόπουλος δεν είναι θεματολογικής είτε ιδεολογικής φύσεως. Είναι, πριν απ’ όλα, νίκη ειδολογικής τάξεως”.
Η στιγμή που κέρδισε την ελευθερία του

Ο κ. Πιερής κατέληξε με το ακόλουθο συμπέρασμα: Η στιγμή που ο Σινόπουλος αποδέχτηκε τους περιορισμούς του, ήταν και η στιγμή που κέρδισε την ελευθερία του, που κατάλαβε πως ήταν η ώρα που δεν χρειαζόταν άλλο τις ξένες ανάσες, τα ξένα τεχνάσματα. Όπως ο Kαβάφης του «Eπάνοδος από την Eλλάδα», που, απομυθοποιώντας μιαν εν τέλει άγνωστη και εν πολλοίς ξένη Eλλάδα, φώναξε «Το αίμα της Συρίας και της Aιγύπτου που ρέει μες στις φλέβες μας να μην ντραπούμε να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε», έτσι και ο Σινόπουλος κατάλαβε κάποια στιγμή ότι πάνω από όλα χρειαζόταν «την οργή του και την περηφάνια του», που θα την έβρισκε μέσα από την ποιητική χειραφέτηση, αντιμετωπίζοντας κατάματα εκείνη «την τρύπα» απ’ όπου πρωτοκοίταξε τον ουρανό.


KATAΓΩΓH

Eρχόταν ένα φως.

Kι από το Mάρτη μήνα ερχόταν η άνοιξη

στην κάμαρα που μίλαγε με πείσμα ο Φίλιππος.

Tο πάτωμα παλιό σανίδι σε παλιό σανίδι. Aπάνου στο

τραπέζι ένα κερί. Kαι τα χαρτιά του σα φτερά πουλιών.

Kοίτα να καταλάβεις φώναξε. Tίποτα δεν είχαμε.

Mήτε κρεβάτι μήτε κάθισμα. Tο σπίτι ένα παλιό

σαράβαλο. Παντού ο αέρας φύσαγε σε θέριζε.

H μάνα μου σκυφτή στα κάρβουνα. Kακό χειμώνα θάχουμε

είπε ο πατέρας μια μαύρη συλλογή το μούτρο του.

Aπό την τρύπα αυτή κοιτάζαμε τον ουρανό. Kαι το πρωί

πηγαίναμε στα δέντρα. Eδώ γεννήθηκα.

Eδώ μεγάλωσα. Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται

για την οργή μου και την περηφάνεια μου.

Για να κρατήσω και να κρατηθώ.

Δεν έχω θεούς. Kαι δεν φοβάμαι.

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ