Members

Ο ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΠΟΤΙΜΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΈΝΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Γ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ*


Στέφανος Στεφανίδης: “Διευρύνοντας την ακουστική του χώρου” - Η ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη Εντός και Εκτός Μετάφρασης


*Ακαδημαϊκός, ποιητής, μεταφραστής, κριτικός, εθνογράφος, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ.


*Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου "Γιώργος Χριστοδουλίδης, Επιλεγμένα Ποιήματα 1996-2021", εκδόσεις Αρμίδα, πολυχώρος "Ροές", Λευκωσία, 22.06.2022



  




Με τιμά και με χαροποιεί ιδιαίτερα η πρόσκληση να μιλήσω στην παρουσίαση του βιβλίου Giorgos Christodoulides: Selected Poems, σε αγγλική μετάφραση της Δέσποινας Πυρκεττή. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν επετειακό τόμο, για ένα ορόσημο σε μια ποιητική πορεία που ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια. Τα 20 τελευταία, δηλαδή από τις αρχές του 21ου αιώνα, διασταυρώνονται κατά καιρούς οι διαδρομές των τριών μας – η δική μου, της Δέσποινας και του Γιώργου. Γνώρισα τη Δέσποινα ως φοιτήτρια του μεταπτυχιακού προγράμματος Συγκριτικής Λογοτεχνίας που δίδασκα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έτσι, η έναρξη της φιλίας μας και του διαλόγου μας, που ακόμη συνεχίζεται, σηματοδοτήθηκε από συζητήσεις και ερωτήματα όπως «Τι θα πει Παγκόσμια Λογοτεχνία;» και «Τι σημαίνει Μετάφραση;»


Την ίδια περίοδο, η Δέσποινα μού χάρισε μια ποιητική συλλογή του Γιώργου (αν δεν κάνω λάθος, τη δεύτερη), πράγμα που αποτέλεσε ουσιαστικά το έναυσμα για μια δυνατή λογοτεχνική συγγένεια. Η Δέσποινα μεταφράζει την ποίηση και τα πεζά μου από τα αγγλικά στα ελληνικά, ενώ μεταφράζει την ποίηση του Γιώργου προς τα αγγλικά. Στο πλαίσιο αυτής της λογοτεχνικής διάδρασης, η μετάφραση διαμεσολαβεί και διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, αφού υλοποιείται από μια μεταφράστρια που αντιλαμβάνεται την τέχνη της όχι ως υποκατάστατο ή υποπροϊόν του πρωτοτύπου, αλλά ως ισχυρό λογοτεχνικό είδος αφεαυτού.



Επανέρχομαι στο ερώτημα «Τι θα πει Παγκόσμια Λογοτεχνία;» για να προτείνω ότι ο όρος «παγκόσμια» δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένος, αφού ο κόσμος— κάθε κόσμος— συγκροτείται μέσα από την επιτελεστικότητα των παρεμβάσεών μας. Είτε ως συγγραφείς είτε ως μεταφραστές, επιτελούμε τη γλώσσα σύμφωνα με τις αξιώσεις της μνήμης· της μνήμης που ενσωματώσαμε μέσα από αλλεπάλληλες διαμεσολαβήσεις της φαντασίας. Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το είναι μας στον κόσμο καθοδηγεί την ικανότητά μας να συγκροτούμε αυτό τον κόσμο—ικανότητα που εκδηλώνεται όταν γράφουμε ή όταν ερμηνεύουμε. Η μετάφραση λοιπόν αποτελεί πράξη επιτελεστικής παρέμβασης. Στις καλύτερες περιπτώσεις, ο αντίκτυπος και η έκβαση της μετάφρασης εμποτίζουν τη λογοτεχνία με ανανεωμένη ενέργεια. Η Δέσποινα δεν είναι μόνο μεταφράστρια, αλλά γράφει επίσης για το θέατρο και για την τηλεόραση· έχοντας βρεθεί και στις δύο όχθες της λογοτεχνικής ροής, έχει πλήρη επίγνωση της γεωγραφικής και χρονικής μετατόπισης που συνεπάγεται η μεταφραστική πράξη: οι μεταφραστές παίρνουν στα χέρια τους ένα κείμενο από συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, και το αναπαριστούν σε διαφορετικό χρονότοπο.



Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στα μεσαιωνικά αγγλικά (περίπου 1150-1450), οι λέξεις autor και actor συχνά συγχέονταν: αφενός επειδή ετυμολογικά απορρέουν από τα σχεδόν ομόηχα λατινικά ρήματα augere [αυξάνω] και agere [=πράττω], και αφετέρου επειδή σημασιολογικά συνδέονται και τα δύο με την έννοια της αύξησης. Γράφοντας, ο συγγραφέας (autor) προσθέτει στο νόημα όσων έχουν γραφτεί πριν από εκείνον, και ερμηνεύοντας, ο δράστης (actor) αυξάνει το νόημα του συγγράμματος. Υπάρχει λοιπόν μια αλληλεπικάλυψη των ρόλων autor και actor, συγγραφέα και ερμηνευτή. Μέσα από αυτή τη θεώρηση, έννοιες όπως «πιστότητα» και «αντιστοιχία» υποχωρούν ώστε να αναζητηθεί η συγγένεια που επιδιώκει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο «Καθήκον του Μεταφραστή», όταν λέει ότι η μεταφρασιμότητα έγκειται στη συγγένεια, και όχι στη μίμηση. Πρόκειται για μια συγγένεια πυριφλεγή, που πιάνει φωτιά «στις μαγικές στιγμές», όταν εμφυσά νέα πνοή στις σπίθες για να γίνουν φλόγες.



Η μεταφραστική πράξη οφείλει να φιλοξενεί αναπάντεχες κινήσεις και συνειρμικές αλληλουχίες, που μπορούν να χαράξουν νέες διόδους. Όπως σημειώνει η Δέσποινα στην εισαγωγή της: «Η μετάφραση, ως τολμηρή παρέμβαση που εφορμάται από ενδελεχή ανάγνωση, είναι μια δυναμική διαδικασία που ενστερνίζεται την πολυφωνία του σύμπαντος κόσμου». Και αυτός, λέει, είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να μεταφραστεί ο Χριστοδουλίδης, ακριβώς διότι η ποίησή του προκρίνει αποκεντρωτικές έννοιες και χειρονομίες, ενώ προσθέτει ότι ο ποιητής «διάκειται φιλικά προς στοχαστές ανευλαβείς και ταραχοποιούς, αλλ’όμως στέκεται με δέος απέναντι σε διαζευκτικά επεισόδια που φέρονται ψευδώς ως αρτιμελή.» Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής εκφράζει αυτήν ακριβώς την επίφαση:


Θρύμματα


Eκείνη τη στιγμή

που το φλιτζάνι πέφτει στο πάτωμα

και θρυμματίζεται σε εκατό κομμάτια

καταλαβαίνεις τη σημασία της ακεραιότητας



ότι αυτό που λέμε ακέραιο

είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει

αυτό που δεν αφήνεται να πέσει και να γίνει εκατό κομμάτια

αλλά επιμένει να συγκρατεί ό,τι το αποτελεί

αποφασισμένο να μην δείξει

ότι είναι τόσο εύθραυστο όσο ένα φλιτζάνι·



ότι είναι ακριβώς αυτό:
εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.



Ο Γιώργος είναι όντως επιφυλακτικός απέναντι στη δυνατότητα της ποιητικής γλώσσας να πετύχει αλλαγές. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η αδυναμία αντισταθμίζεται από την ίδια την προσήλωση στη γραφή, μια συγκινητική προσήλωση που ενέχει την υπόσχεση της πλήρωσης. Ακόμη και αν δεν εκπληρωθεί ποτέ, η υπόσχεση ανανεώνει την αναζήτηση για μια γλώσσα που θέλουμε να κατοικήσουμε. Ο ποιητής στοιχειώνεται και συγκλονίζεται από την κατακερματισμένη ιστορική πραγματικότητα, εντούτοις η γλώσσα λειτουργεί ως κατάφαση και ως αντίδοτο στην απάθεια, μέσα από την εμπειρία της βιοτής και της αγάπης. Ο δρόμος του ποιητή είναι εκείνος της ριζικής απροσδιοριστίας και της τεμαχισμένης συνείδησης· η προοπτική του σφύζει μεν από ζωή, αλλά παραμένει αβέβαιη. Κι όμως, τόσο οι ποιητές όσο και οι μεταφραστές επιμένουν να γράφουν στις παρυφές της γλώσσας, δοκιμάζοντας διηνεκώς τα όρια.



Μέσα στον συνωστισμό των νησιωτικών τόπων, τον οποίο γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ως νησιώτες, χανόμαστε σε ένα λαβύρινθο συμπιεσμένων χωροχρόνων καθώς αντιπαραβάλλουμε τη μια ανομοιότητα πλάι στην άλλη, συναρμολογούμε παρεξηγήσεις και φορτισμένες σιωπές, μέχρι τη στιγμή που δι’οσμώσεως ανα-θεωρούμε αυτό που μας στέρησαν ή αυτό που εκ προοιμίου είχε αποκλεισθεί από την εμπειρία μας. Στο ποίημα του Γιώργου «Μας λείπουν πολλά πράγματα εδώ πέρα», το κυπριακό τοπίο καθορίζεται από αυτό που δεν έχει. Ζούμε σε νησί, άρα μας περιβάλλει η διαπερατότητα της θάλασσας—εκεί όπου μπορούμε να καταφύγουμε, «περνώντας τη γραμμή του ανεπίστρεπτου», όπως στο ποίημα «Σε πελάγη ευτυχίας»:



...Βρεγμένη επιστρέφεις

απόμακρο κι αλλόκοτο

προσπαθώ να σε σκουπίσω

με άπειρο στεγνό και σίγουρο

που ελευθερώνω

μετατοπίζοντας ένα βουνό

όμως λιγότερη κάθε φορά σε βρίσκω

θολή η χαρά σου

έχει πια

το χρώμα του νερού

και η αφή σου

είναι το άυλο

που με χαϊδεύει

όταν δεν νιώθω τίποτα...



Η θάλασσα μάς επιτρέπει να μετατοπίσουμε τα όρια, αναδιατάσσοντας εντάσεις και αξίες μέσα στην προσωπική και πολιτισμική μας μνήμη, ιχνηλατώντας τις παρώρειες της γλώσσας στον κοσμοπολιτισμό και στα καθ’ημάς, στο εθνικό και στο μυθικό, επιχειρώντας να είμαστε εδώ, εκεί, αλλού, την ίδια στιγμή – ενώ κατά καιρούς τολμάμε πραγματικές ή φανταστικές πτήσεις απόδρασης. Τα φτερά είναι πράγματι μια ρωμαλέα μεταφορά στο έργο του Γιώργου, όπως σημειώνει η μεταφράστρια, ως «σύμβολα θεϊκής δεξιοσύνης και εκλεπτυσμένης ανθρωπινότητας». Στο ποίημα «Η περιπέτεια της ποίησης», ο ποιητής λέει:



Μαθητευόμενες πεταλούδες

με ανυψώνουν μέχρι τα βουνά του Τροόδους

στις στροφές των ολάνθιστων μυγδαλιών

άνθρωποι-κλαδιά με υποδέχονται.

Τα φύλλα τους με σκεπάζουν

θέλουν να μου δείξουν

ότι η ομορφιά είναι ηττημένη

χωρίς αγάπη

και γι’ αυτό

μια ιστορία σαν τη δική μου

μπορεί να έχει

αμφίρροπο τέλος.



Επιτρέψτε μου να διαβάσω επίσης το ποίημα «Η μαγική στιγμή». Εδώ, η ποιητική φωνή είναι συγκρατημένη και λιτή, αλλά ταυτόχρονα καιροφυλακτεί για να ξεσπάσει, ενόσω η ποίηση αιωρείται, στοιχειώνει και αναστέλλεται.







Η μαγική στιγμή



Τρώω ένα σάντουιτς με κρύο σολομό.

Η γυναίκα μου με αγαπά.

Τα παιδιά μου θα τηλεφωνήσουν σε λίγο

και θα μου ζητήσουν να φουσκώσω πάλι την μπάλα

και να ξανακάνω το χρυσόψαρο να τραγουδήσει χωρίς να πιει ένα λίτρο νερό.

Δοκιμάζω μια σκέψη

τής βάζω φτερά

γίνεται στίχος

αναφλέγεται.

Φυλλομετρώ το τελευταίο μου βιβλίο.

Υπάρχουν κάποια καλά ποιήματα όμως προτιμώ ποιήματα άλλων

που τα βρίσκω καλύτερα

διαβάζω ξανά το «Μακάριοι οι ισορροπημένοι» του Ρεταμάρ

το «Δουβλινέζικο» του Φίλιπ Λάρκιν

το «Αλέγκρο» του Τράνστρεμερ

την «Εκπαίδευση για τον ελεύθερο χρόνο» της Κάρολ Αν Ντάφι

την «Ειρήνη» του Ντέσμοντ Ήγκαν

το «Βασίλης Μιχαηλίδης ο Πέρκαλλος» του Κώστα Βασιλείου

την «Ανεράδα» του Βασίλη.

Ανοίγω τη «Λήθη» του Καλοζώη

το «Παιδί» του Σινόπουλου.

Οι κλειδαριές της αμφιβολίας σπάζουν

το εγχειρίδιο με τη δέουσα συναισθηματική κατάποση της μέρας διαψεύδεται.

Τα ποιήματα με συμφιλιώνουν με τον νόμο που κι ένα τσογλάνι γνωρίζει

ότι μετά από μένα όλα θα συνεχίσουν ατάραχα.

Είναι η μαγική στιγμή

η στιγμή του ντυμένου με λευκό χιτώνα Ελπήνορα

που μουσκεύει την οπτασία του με δάκρυα από χιλιάδες προηγούμενα μάτια

του άγριου ζώου που κουρασμένο εκλιπαρεί για έλεος το θήραμά του.



Είναι μια παράξενη ισορροπία.

Αν ήταν να τρίψω το λυχνάρι του Αλαντίν

δεν θα ζητούσα τίποτα από το εμβρόντητο τζίνι.

Οτιδήποτε περισσότερο θα μου αφαιρούσε τα πάντα



Ο στοχασμός πάνω στη γραφή και στη μεταφραστική πρακτική με οδηγεί σε ένα τετραπλό μοντέλο για τις χωροχρονικές κατηγορίες – που συνίσταται από το εγχώριο (εδώ), το οχηματικό (παντού), το αναφορικό (εκεί), και το μυθικό (πέρα) – και στο πώς η αλληλενέργειά τους επιδρά ευφάνταστα και δημιουργικά στην οικοδόμηση των γλωσσών που κατοικούμε, αλλά και στο χωρικό και χρονικό μας είναι στον κόσμο. Σε γράμμα προς τον Μαξ Μπροντ τον Ιούνιο του 1921, ο Κάφκα μιλά για το πεπρωμένο της γραφής ως επιλογής ανάμεσα στο ανέφικτο της συγγραφής στα τσεχικά, στα εβραϊκά ή στα γερμανικά, το ανέφικτο της μη-συγγραφής, το ανέφικτο της συγγραφής. Τα λεγόμενά του υπαινίσσονται μια κατάσταση οικείας αποξένωσης εντός της γλώσσας γραφής, όπου υποκρούονται κι άλλες φωνές μέσα από τους νευρωνικούς συσχετισμούς της συνείδησης και την επήρεια άλλων γλωσσών. Όπως λέει ο Γιώργος:



Ένα μεγάλο μέρος μου

αποτελείται από άλλους

τα κατάλοιπα τους ξεφτίζουν

πέφτουν από πάνω μου

σαν ξεραμένα λέπια αφρικάνικης κόμπρας.



Και στο «Ο κρότος των λέξεών τους» (γραμμένο για τον γιο του, Ορέστη) εξηγεί:



λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις αγαπητερές
να τις παίρνει μαζί του
να τον κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.



Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι συμμερίζομαι την άποψη ποιητών όπως ο Γιόζεφ Μπρόντσκι (ανάμεσα σε πολλούς άλλους) που φρονούν ότι «η ποίηση βρίσκεται στη μετάφραση», σε αντίθεση με τη δήλωση του Φροστ ότι «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Πολλοί συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας βρίσκονται συχνά στην πρώτη γραμμή τέτοιων συζητήσεων, αμφισβητώντας κοσμογονικούς μύθους και εξιστορήσεις. Πολύ συχνά μάλιστα, η μετάφραση λειτουργεί (μεταφορικά ή άλλως πως) ως συστατική πράξη και όχι ως δευτερογενής πρακτική. Λόγου χάρη, με αιρετική και ειρωνική διάθεση, ο Μπόρχες, αναφερόμενος στην αγγλική απόδοση διά χειρός Σάμιουελ Χένλεϊ του γαλλικού μυθιστορήματος του Ουίλιαμ Μπέκφορντ «Βαθέκ», δηλώνει ότι «το πρωτότυπο είναι άπιστο στη μετάφραση»(1999).[1]



Η μετάφραση μπορεί να εμφυσήσει νέα πνοή στο κείμενο μέσα από την αντιστικτική περιπλάνηση στα κενά της γλώσσας, εκεί όπου κατοικοεδρεύουν διάφορες παραλλαγές στα πρόθυρα συνήχησης. Έτσι, η μετάφραση διαθλά, διαχέει και κάμπτει τον ήχο όπως κάνει το πρίσμα με το φως: δημιουργεί, δηλαδή, έναν τρίτο χώρο. Σε διάφορα δοκίμιά του, ο Μπόρχες τοποθετεί τη μετάφραση στο επίκεντρο της λογοτεχνικής πρακτικής, τονίζοντας αφενός ότι τα κείμενα (μεταφράσματα ή συγγράμματα) δεν είναι παρά εκδοχές ή προσχέδια, που προκαλούν μεταμορφώσεις και συγκροτούν μια γκάμα δυνατοτήτων, με άλλα λόγια δημιουργούν λογοτεχνικότητα καθεαυτήν· και αφετέρου ότι τα μεταφράσματα ως υποδεέστερα προϊόντα είναι αποκυήματα των προκαταλήψεών μας (ή εδράζονται στη θεολογία, για παράδειγμα στην ιστορία των Εβδομήκοντα, και τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τα εβραϊκά στην ελληνιστική κοινή.)



Συγγραφείς και μεταφραστές ενσαρκώνουν την ανέφικτη επιθυμία να βρουν μια προ-Βαβελική ή μετά-Βαβελική κατάσταση, την ίδια στιγμή που στην εγκόσμια συνθήκη υπάρχουμε σε μια «Poétique de la relation,» μια «Ποιητική της Συνάφειας,» όπως θα έλεγε ο Édouard Glissant. Η εμπειρία μας έχει διαμορφωθεί από ένα μωσαϊκό προσωπικής και διαστρωματικής εμβύθισης στη ζωή που ζήσαμε, στην ιδιαιτερότητα των τόπων όπου υπήρξαμε, και στις αξιώσεις που αυτοί οι τόποι προβάλλουν πάνω στην ενσαρκωμένη μνήμη μας και στις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις της φαντασίας. Ως συγγραφείς, αναμοχλεύουμε τις διαφορές στο παιχνίδι της λογοτεχνικής γλώσσας, και αυτή η διεργασία επαναλαμβάνεται, αναπαράγεται στη μετάφραση, καθιστώντας ακόμη πιο αιχμηρή την επίγνωση των λογοτεχνικών και γλωσσολογικών οικονομιών της συναλλαγής. Σε αυτή τη διαρκή, απρόβλεπη κίνηση, η μετάφραση όπως και η ποίηση διανοίγουν νεοφυείς χώρους, συναρπαστικούς και περιπετειώδεις.



Κλείνω με στίχους του Γιώργου από την «Περιπέτεια της Ποίησης»:



Ανοίγω μια τρύπα στη φόδρα της μέρας μου

τα χρόνια μου χύνονται

σαν ψιλά από ξεχαρβαλωμένη τσέπη.



Διευρύνω την ακουστική του χώρου μου

πετώντας έπιπλα από το παράθυρο

το σπίτι μου αδειάζει, η ηχώ με ευχαριστεί.




[1] “el original es infiel a la traduccion“ Borges, Obras Completas vol II, p. 109.





Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ