«Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΙΧΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΑΝΟΙΓΕΙ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ ΕΝΩ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΦΤΕΡΑ»

 Ομιλία Γιώργου Χριστοδουλίδη κατά την παρουσίαση του GIORGOS CHRISTODOULIDES SELECTED POEMS 1996-2022 στο Σπίτι της Κύπρου, στο Λονδίνο, 5 Απριλίου 20222

 


 

Πάντα πίστευα ότι είναι καλύτερα να μιλούν τα ποιήματα μου παρά εγώ για αυτά. Όμως, αυτή η έκδοση αποτελεί ένα σταθμό για μένα.

 

Ποιήματα μου έχουν μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες, είναι όμως η πρώτη φορά που μια τόσο διευρυμένη επιλογή επιχειρεί τέτοια οδοιπορία σε ξένη γλώσσα. Με φέρνει σε ένα διάλογο με την προγενέστερη ποίησή μου αλλά και με τον χρόνο, δοκιμάζοντας να αφουγκραστώ τις διαθέσεις του απέναντι στο έργο μου. Αν όσα γράφουμε εμείς οι ποιητές καταφέρουν να κερδίσουν την προσοχή του μελλοντικού αναγνώστη – που θα ανατρέξει στην εποχή μας και ενδεχομένως να συναντήσει ποιήματά μας τότε αυτό θα σημαίνει πως μπορέσαμε κάτι. Αυτό για μένα είναι η πραγματική ιστορία της ποίησης και έτσι διασώζεται το ποίημα, ο ποιητής και ο αναγνώστης.

Μια τέτοια έκδοση σε κάνει να αναστρέφεις το βλέμμα στο δρόμο που διανύθηκε. Διερωτάσαι τι έκανες μέχρι τώρα και αν αυτό αφορά  τον αγγλόφωνο αναγνώστη. Είναι μια πόρτα που άνοιξε χάρη στη μεταφράστρια των ποιημάτων, Δέσποινα Πυρκεττή, και τον εκδότη της Αρμίδας, Χάρη Ιωαννίδη, τους οποίους ευχαριστώ. Η Δέσποινα εφαρμόζει μιαν ιδιαίτερη μεταφραστική πρακτική, αφουγκράζεται φωνές, που στο πρωτότυπο μπορεί να μην ήταν παρά ψίθυροι, και τις ενσωματώνει μέσα στις ιδιαίτερες περιστάσεις της γλώσσας υποδοχής. Η μετάφραση μεταφέρει τους στίχους μου στις όχθες της αγγλικής, όπως τα πλοία τούς Κύπριους μετανάστες στην Αγγλία τη δεκαετία του ‘50. Εύχομαι όσοι  αγγλόφωνοι αναγνώστες προσεγγίσουν το βιβλίο μου, να ανακαλύψουν στο νησί μας γράφεται ποίηση που δεν την ήξεραν και τώρα θα θέλουν να την μάθουν.

Η μεταφραστική δεινότητα της Δέσποινας διασφάλισε ότι η ποίησή μου θα διατηρούσε τους κώδικές της μέσα σ’ ένα νέο κέλυφος. Κάθε γλώσσα περιέχει ένα καταπίστευμα ποίησης που συσσωρεύτηκε μέσα από τους αιώνες. Η Δέσποινα ενεργοποίησε τα βασικά αντανακλαστικά της αγγλικής, τους πιο ανεκτικούς κανόνες υποδοχής, ώστε να δεχθεί τους στίχους μου. Όταν διαβάζω την αγγλική μετάφραση αισθάνομαι ότι, εντός της, η ποίησή μου ενδημεί και δεν εκδημεί. Βλέπω τα ποιήματά μου να αναπνέουν μέσα σε μια συνθήκη ευρυχωρίας, μουσικότητας και κομψής ρυθμικότητας. 

 

Είμαι της άποψης ότι όλα τελειώνουν χωρίς τίποτα να παύει να υπάρχει. Την ώρα που νομίζεις ότι κάτι τελειώνει, αυτό έχει μεταλαμπαδευτεί είτε σαν φλόγα, είτε σαν ενέργεια, είτε σαν ατίμητο πύκνωμα, ενσωματωμένο στο γονιδίωμα, στην επόμενη γενιά, στον επόμενο αιώνα. Αυτή η υπέροχη δυνατότητα, η οποία διασφάλισε μέχρι τώρα τη συνέχειά μας ως ανθρώπινο είδος, ακόμη και στις πιο αντίξοες, απάνθρωπες συνθήκες, σήμερα διακυβεύεται επειδή ο άνθρωπος καταστρέφει πολύτροπα και σχεδόν μη αναστρέψιμα το σπίτι-πλανήτη του. Όμως, δεν πιστεύω στον αφανισμό, πιστεύω στην προοπτική διάσωσης.

 

Σε περίοπτη θέση στην ποίηση μου είναι οι άνθρωποι του κοινωνικού αλλά και του υπαρξιακού περιθωρίου. Θέλω μέσα από την ποίησή μου να τους ανασύρω και να τους ονομάσω ξανά. Είναι τόσο μεταφυσικά αποσιωπημένοι, που μόνο μέσα σε στίχους μπορώ να τους διακρίνω καθαρά. Δεν το κάνω ακριβώς με αυτή την πρόθεση, άλλωστε η ποίηση δεν έχει στρατηγικούς σκοπούς, προκύπτει όμως, όπως προκύπτει η ανάγκη να ανοίξεις την πόρτα σου σε έναν τσακισμένο άνθρωπο, όχι επειδή είσαι εξ ορισμού πονόψυχος, αλλά επειδή εσύ πάνω απ’ όλα έχεις ανάγκη να σε αφυπνίσει η δυστυχία του.

 

Ένα ποίημα ολοκληρώνεται σε χρόνο πολύ λιγότερο από τον χρόνο που χρειάζεται μέχρι να διαβαστεί από τον αναγνώστη. Ο αναγνωστικός χρόνος μετριέται με χρόνια και δεκαετίες. Η μεγάλη λογοτεχνία και η αίσθηση μιας προαιώνιας υπαρξιακής οφειλής σε αυτούς που εξέλειπαν και σε εκείνους που θα προσέλθουν, με διαμόρφωσαν ως ποιητή, αλλά κυρίως, ως άνθρωπο.

Σε πρόσφατη συνέντευξη μου πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία είχα πει ότι σε μια εποχή που η αξία της ανθρώπινης ζωής κυμαίνεται όπως οι συναλλαγματικές τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια, γράφω ποίηση με την αναπνοή του ετοιμοθάνατου, αυτού που του επιτρέπεται να ρίχνει στα πράγματα μια τελευταία ματιά.

 


Γράφω ποίηση για χίλιους λόγους που είτε δεν τους έχω ανακαλύψει είτε τους ανακαλύπτω στην πορεία. Ίσως να γράφω ποίηση και όχι μόνο δημοσιογραφικά κείμενα επειδή η διαφορά μιας πρότασης μονότονης, αδιαπότιστης, από το στίχο ,είναι ότι η πρώτη κατά την πτώση ανοίγει αλεξίπτωτο ενώ ο δεύτερος ανακαλύπτει ότι έχει φτερά. Γράφω ποίηση επειδή μου δίνει την ευκαιρία να επιχειρήσω να φτιάξω ένα κόσμο ή ένα σύμπαν με δικά μου σύμβολα και κώδικες που ωστόσο θα είναι κατανοητός και από τον αναγνώστη αλλιώς δεν θα είχε σημασία.

 

Αποπειρώμαι να πείσω τις λέξεις να ομολογήσουν τα πιο βαθιά τους μυστικά να με εμπιστευτούν και να μου αποκαλύψουν ανεξερεύνητα πεδία και δυνατότητες της γλώσσας. Εν τέλει, να επινοήσω μια γλώσσα η οποία να βγάζει νόημα μόνο αν είναι ποιητική. Επιδιώκω το ανέφικτο, δηλαδή οι στίχοι μου να μπορούν να καρφώνονται στον άνεμο. Για να συμβεί αυτό πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να είναι τρομαχτική για να σε κάνει να συνέρχεσαι από την πραγματικότητα. Γράφω ποίηση- σημαίνει φωτίζω κάτι που βρίσκεται ολότελα εκτός του ποιήματος. Κάτι που είναι παντού, αλλά αποκτά υπόσταση μόνο όταν αποκαλυφθεί. 

Φοβάμαι ότι ο κόσμος θα καταστραφεί όταν οι άνθρωποι για κάποιο λόγο δεν θα είναι σε θέση να αγαπούν δηλαδή να δίνουν και να λαμβάνουν αγάπη. Γράφοντας ποίηση αισθάνομαι ότι απομακρύνω αυτό τον κίνδυνο τουλάχιστον από μένα ίσως και από άλλους που τυγχάνει να με διαβάσουν. Ο Τολστόι είχε ομολογήσει ότι καταλαβαίνει τον κόσμο αποκλειστικά μέσα από τη διαδικασία της αγάπης. Αν για κάποιο λόγο δεν μπορεί να αγαπήσει κάτι, δεν μπορεί ούτε να το κατανοήσει. 

 

Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο

 

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της παγωμένης λίμνης Τάμπο

κοιτάζει απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει

από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά

ανατριχιάσματα σχηματίζονται στην επιφάνεια της λίμνης

η λίμνη τα επιστρέφει ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών

το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται

η λίμνη βουρκώνει

οι πάγοι τρίζουν.

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο

επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, το όνομά του

επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε

αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν

αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους

να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες

οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές

αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες

να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς

κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια και τοιχώματα ορυχείων

και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα

αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα

ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης

να παρηγορούν ο ένας τον άλλο

για την απώλεια του φύλου, για τη διαρροή της μορφής

όπως τώρα

το κέδρο που κλαίει

η λίμνη που θέλει

ανήμποροι να πλησιαστούν

με την αμετακίνητη λέξη πάντα

ανάμεσά τους.

 

Η αγάπη για την ομορφιά της ζωής, στην πιο οικουμενική της έννοια, επιμελείται τη διαρκή εξύψωση του ανθρώπου και θεμελιώνει τις πιο αδιαπραγμάτευτες αρετές της ανθρώπινης ύπαρξης. Χωρίς την ικανότητα να αγαπήσει λυτρωτικά και σωτήρια, το ανθρώπινο είδος θα απομείνει ένα θηρίο που απλώς θέλει να επιβιώσει, και θα αφανιστεί. Οτιδήποτε αντίκειται στην αγάπη είναι ασύμβατο με την ανθρώπινη φύση, συνεπώς, υπονομευτικό της συνέχειάς της.

Γράφω ποίηση επειδή μπορώ ακόμη να αγαπώ δίχως να μην αγαπιέμαι.

Γιώργος Χριστοδουλίδης

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις