Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

WORLD POETRY DAY, POESIA 21 - FOUR POEMS BY YIORGOS CHRISTODOULIDES

On March 21, 2021 I had the honor to be invited and participate in the WORLD POETRY DAY, POESIA 21 organized by the Poetry Circle and the Moscow International Poetry Biennale.

A world poetry event with 368 poets from 94 countries and 70 languages (including many endangered dialects) met online. Twenty consecutive hours of live poetry readings!
 
The following are my four poems in Greek and English, which I recited at the time given to me as well as the link to the video of the event on YouTube: 


Στις 21 Μαρτίου 2021 είχα την τιμή να προσκληθώ και να συμμετάσχω στο WORLD POETRY  DAY, POESIA 21 που διοργάνωσαν ο Κύκλος Ποιητών και η Διεθνής Μπιενάλε Ποίησης της Μόσχας. 

Ένα παγκόσμιο ποιητικό γεγονός  με 368 ποιητές από 94 χώρες και 70 γλώσσες (μεταξύ αυτών και πολλές διάλεκτοι υπό εξαφάνιση)  συναντήθηκαν διαδικτυακά σε μια εκδήλωση με παράλληλες, επί 20 συνεχείς ώρες, ζωντανές ποιητικές αναγνώσεις!

 Ακολουθούν τα τέσσερα ποιήματα μου στα ελληνικά και αγγλικά, τα οποία απήγγειλα στο χρόνο που μου αποδόθηκ καθώς και το link με το βίντεο της εκδήλωσης στο YouTube:

 

https://www.youtube.com/watch?v=Vx5A35HkPTE&list=LL&index=1&t=25800s

 

Violin-cases


 

Instruments are but our need

to hear something else than our stupid voices.

 

Yet through the sounds of the violin

you come to grasp the meaning of silence

and death.

 

Violists should’ve been dwarfs;

When they died, we’d bury them in their violin-cases.

 

Oι θήκες των βιολιών

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.
Oι βιολιστές θα έπρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

 

The case of the word sempre in lake Tampo

 

A cedar tree is crying on the shores of the frozen lake Tampo

looking forlornly at the lake and crying

its branches dripping sobs

ripples emerge on the surface of the lake

the lake gives them back as volatile panting wails

all the more to upset the cedar tree

the lake weeps, ice screeches.

A cedar tree is crying on the shores of the frozen lake Tampo

because it used to be a man who lost his gender, his name

because the lake was the woman he loved

but the time had come for people to transform

forfeiting their gender first

to become trees, to become lakes

the most hardened would become mountaintops

those with the most suffocating melodies

would melt within the oceans

and the thickest skinned would become piles and mine walls

and no one would ever meet anyone again

and no one would ever be able to hurt anyone

nor would they be able during periods of great affliction

to console each other

on the loss of the gender, the leak of the form

just like now

the cedar tree crying

the lake yearning

both helpless to come closer

what with the adamant word sempre

between them.



Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο

 

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της παγωμένης λίμνης Τάμπο

κοιτάζει απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει

από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά

ανατριχιάσματα σχηματίζονται στην επιφάνεια της λίμνης

η λίμνη τα επιστρέφει ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών

το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται

η λίμνη βουρκώνει

οι πάγοι τρίζουν.

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο

επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, το όνομά του

επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε

αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν

αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους

να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες

οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές

αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες

να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς

κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια και τοιχώματα ορυχείων

και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα

αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα

ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης

να παρηγορούν ο ένας τον άλλο

για την απώλεια του φύλου, για τη διαρροή της μορφής

όπως τώρα

το κέδρο που κλαίει

η λίμνη που θέλει

ανήμποροι να πλησιαστούν

με την αμετακίνητη λέξη πάντα

ανάμεσά τους.



The agelasts

  

To chat with my dentist

between

rinsing my mouth

of the remains of beams, buttress walls

and the injectable anaesthetics she sticks into my gums

is always interesting;

I asked her how the have-nots fix their teeth

when the cost of a standard dental repair

equals their monthly salary

or more;

they don’t

she said, disarmingly frank;

by the thousands, folks are walking about without teeth

entire flocks are walking about without teeth

men, women and their children

when they grow up and inherit their poverty

they chew without teeth

smile closely or avoid it

even though at times they are not sad –

to hide the absence of teeth;

the most fortunate

those who have lost their back teeth

are in a more favourable position

 

they smile more

 

they can even laugh their heart out

 

and so there still occur smiles, even bouts of laughter

 

within the hordes of the toothless.

 

No one has died from a lack of teeth

 

but many died

 

because they couldn’t smile

 

and this is a fundamental question.


 

Οι αγέλαστοι 

 

Η κουβέντα με την οδοντίατρο μου

στην ανάπαυλα

όταν ξεπλένω το στόμα

από τα κατάλοιπα των δοκών, των τοίχων αντιστήριξης

και των ενέσιμων αναισθητικών που μπήγει στα ούλη μου

είναι πάντα ενδιαφέρουσα

τη ρώτησα πως οι από κάτω φτιάχνουν τα δόντια τους

όταν το κόστος μιας στοιχειώδους οδοντιατρικής επιδιόρθωσης

 ισοδυναμεί με το μηναίο μισθό τους και περισσότερο

δεν τα φτιάχνουν

μου είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια

χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφορούν χωρίς δόντια

πληθυσμοί κυκλοφορούν χωρίς δόντια

άνδρες, γυναίκες και τα παιδιά τους

όταν μεγαλώνουν κληρονομώντας τη φτώχια τους

μασάνε χωρίς δόντια

χαμογελούν κλειστά ή το αποφεύγουν

ενώ κάποτε δεν είναι λυπημένοι

για να κρύβουν την απουσία των δοντιών

οι πιο τυχεροί

αυτοί που έχουν χάσει πίσω δόντια

γομφίους ή τραπεζίτες

είναι πιο γελαστοί

μπορούν μάλιστα και ξεκαρδίζονται

βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση

έτσι υπάρχουν ακόμα χαμόγελα ακόμη γέλια

μέσα στη στρατιά των ξεδοντιασμένων

κανείς δεν πεθαίνει από έλλειψη δοντιών

πεθαίνουν όμως πολλοί

που για τον ένα ή τον άλλο λόγο

δεν μπορούν να χαμογελάσουν

και αυτό είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα

 

 

 

Inactive Human Material

(Bigger with an – n) 


                          for George Floyd

I'm tired of walking
tired of driving
explaining
talking or not talking
observing;
I instructed the Bedouins
to sow my seeds in Sub-Saharan Africa
and I sprouted bigger;
I asked the Aboriginals
to plant me in the tundras of Australia
and I sprang up eager;
I pleaded with little Muna Zayed from Yemen
to thrust me deep into the fine-grained soil
of her camp
and I grew meagre
yielding meagre fruit.

I want to go to a place forlorn
like the place behind the ear
a place forsaken
by both humans and dispersion
like the cavernous mouth of a hungry man;
I'm looking for a highland to bring back to me each morning
the hereditary blindness of my race
a small expanse of land where nothing will know me
and I shall have no memory of who I am
neither alive nor dead
only still
inactive
indifferent
impervious to tears and rain
watertight and impenetrable
I want to be
the passer by homes-on-wheels in Paris la ville lumière
pretending to see a normal dwelling
the curious man crossing through the tents
of freezing people under the massive bridges of New York
the man in a hurry
to do important things
the onlooker of the white cop
the cop spawned of the Ku Klux Klan
stomping on a black man's throat to death
I want to be like you
Maria, Helen, Persephone, Myrto, Artemis
who walked right by me
carrying the load of my memories
who grazed against me as you went on
the other day on St Justinian street
containing me
your marrow filled to the brim with me
acting as though you didn't remember me.

 

Αδρανές ανθρώπινο υλικό
του Τζορτζ Φλόιντ



Κουράστηκα να περπατώ
κουράστηκα να οδηγώ
να εξηγώ
να μιλώ ή να μην μιλώ
να παρατηρώ
έδωσα εντολή στους βεδουίνους
να με σπείρουν στην υποσαχάρια Αφρική
και βλάστησα στεγνός
ζήτησα από τους Αβορίγινες
να με φυτέψουν στις τούνδρες της Αυστραλίας
και ξεμύτησα μακρινός
παρακάλεσα τη μικρή Μούνα Ζαγιέτ από την Υεμένη
να με χώσει βαθιά στα λεπτόκοκκα χώματα
του καταυλισμού της
και ευδοκίμησα φτωχός
κι έβγαλα καρπούς φτωχούς.

Θέλω να πάω σ ένα μέρος ερημικό
όπως το πίσω τμήμα του αφτιού
ένα μέρος ξεχασμένο
από ανθρώπους και εξάπλωση
όπως το στόμα-σπήλαιο του νηστικού
ψάχνω ένα ισιοτόπι να μου επιστρέφει κάθε πρωί
την κληρονομική τυφλότητα του γένους μου
μια μικρή έκταση γης όπου τίποτα δεν θα με ξέρει
όπου δεν θα θυμούμαι ποιος είμαι
ούτε ζωντανός ούτε νεκρός
απλώς ακούνητος
αδρανής
αδιάφορος
αδιάβροχος σε δάκρυα και σε βροχές
στεγανός και αδιαπέραστος
θέλω να είμαι
ο πεζοπόρος από τα αυτοκίνητα-σπίτια του φεγγοβόλου Παρισιού
που προσποιείται ότι βλέπει κάτι φυσιολογικό
ο περίεργος που περνά μέσα από τις προσωρινές στρατοπεδεύσεις
ξεπαγιασμένων κάτω από μεγάλα γεφύρια της Νέας Υόρκης
αυτός που είναι βιαστικός
επειδή έχει να κάνει πράγματα σημαντικά

o θεατής του μπάτσου του λευκού
του μπάτσου-σπέρμα της Κου Κλουξ Κλαν
που ποδοπατάει μέχρι θανάτου έναν μαύρο στο λαιμό
θέλω να γίνω σαν εσένα
Μαρία, Ελένη, Περσεφόνη, Μυρτώ, Άρτεμης
που διήλθες από δίπλα μου
φορτωμένη με όλες τις αναμνήσεις μου
που σχεδόν με άγγιξες περνώντας από δίπλα μου
τις προάλλες στην οδό Αγίου Ιουστινιανού
φορτωμένη με εμένα
γεμάτη με εμένα στα μεδούλια σου
κάνοντας πως δεν με θυμάσαι.

 


Translated by Despina Pirketti

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου