"ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΕΑΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ": Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Λ.ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Γ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ
«…αυτό που λέμε ακέραιο είναι (…)
εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα».
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι εκείνη η περίπτωση του ποιητή που διαβάζω εδώ και καιρό, επανέρχομαι συχνά στις συλλογές του, αλλά δεν ξέρω να προσδιορίσω τι μου αρέσει. Κι αυτό του το αναγνωρίζω γιατί σημαίνει πως είναι σπουδαίος ποιητής: όχι γιατί δεν μπορώ εγώ να συντάξω τις σκέψεις μου, αλλά γιατί η ποίησή του ως ενιαίο σύνολο με έθρεψε, μου χάρισε στιγμές αισθητικής απόλαυσης και δεν έχει νόημα να ψάχνω το πώς και το γιατί.
Από τις δύο πρώτες βραβευθείσες συλλογές του Γιώργου Χριστοδουλίδη («Ένια», Εκδόσεις Ατέλεια, 1996, Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη) και το «Ονειροτριβείο»
(«Γαβριηλίδης», 2001, Κρατικό Βραβείο Ποίησης) και από το «Εγχειρίδιο Καλλιεργητή»(«Γκοβόστη», 2004) μέχρι το «Απραγματοποίητο» («Γαβριηλίδης, 2010) και τον «Δρόμο μεταξύ Ουρανού και Γης» («Φουρφουλάς», 2013), ο ποιητής έχει δώσει τα διαπιστευτήριά του για τον δικό του ξεχωριστό τρόπο γραφής, το διακριτό του ύφος και τις ποιητικές του αρετές, αφού κατάφερε να αρθρώσει πυκνό και μεστό ποιητικό λόγο, οικονομώντας τις λέξεις: «Όταν έφυγες/η πόρτα έμεινε ανοιχτή/το εξέλαβαν σαν οιωνό επιστροφής/ξεχνώντας ότι οι άγγελοι/μπορούν να πετάξουν/μέσα από τα παράθυρα» («Άτιτλο»). Σε αυτήν την εφτάχρονη πορεία πραγματεύτηκε κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, βάζοντας στο επίκεντρό του τον άνθρωπο. Τον απασχόλησαν, επίσης, η φθορά που προκαλεί ο χρόνος στη ζωή των ανθρώπων, ο έρωτας, η ανιδιοτελής αγάπη, η ποίηση.
Από τη συλλογή «Πληγείσες περιοχές/ Γυμνές ιστορίες» («Μελάνι», 2016), μια συλλογή στον απόηχο των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών αλλαγών στην Κύπρο, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στην ποίησή του, σημάδι πως ο ποιητής επιχειρεί μια στροφή. Ο ποιητής προσπαθεί τα θέματα που ήδη τον έχουν απασχολήσει (ζωή, θάνατος, πατρίδα, κοινωνία, αγάπη, έρωτας) να τα εκφράσει με έναν νέο τρόπο. Έτσι, ο λόγος του ωριμάζει, γίνεται πιο εσωτερικός και εξομολογητικός, αξιοποιώντας τα βιώματά του (μην ξεχνάμε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα με αποστολές στο εξωτερικό), με σκοπό να τα μεταποιήσει σε ποιητικά δημιουργήματα. Οι επόμενες συλλογές «Μυστικοί άνθρωποι» (Κύμα, 2019) και «ΛΑΛ, γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος» (Κουκκίδα, 2022) επιβεβαιώνουν τη στροφή που εντοπίσαμε προηγουμένως, με επιρροές από τον υπερρεαλισμό και την αυτόματη γραφή (σε μικρότερο βαθμό από τον Γιώργο Καλοζώη): «[τις λέξεις] φύλαξα μέσα σε ποιήματα/όπως φυλάνε σε χάρτινες θήκες/οι συλλέκτες τα παστωμένα γαρύφαλλα/ή ο ακτοφύλακας στο σκοτάδι/επιστρέφοντας/ενταφιάζει ένα
περιστρεφόμενο κομμάτι λάμψης/από τον φάρο μέσα του/για να το ανάψει αργότερα» («Ο Ακτοφύλακας επιστρέφοντας»).
Σε αυτό το σημείο αξίζει να κάνουμε μια μικρή παύση. Ο Χριστοδουλίδης, ως κατεξοχήν κοινωνικός και υπαρξιακός ποιητής, ανιχνεύει την ποίηση πρώτα στη ζωή και μετά στις λέξεις, γι’ αυτό και εκκινεί από καθημερινά, ασήμαντα, εκ πρώτης όψεως, βιώματά του. Ο ίδιος γράφει ανταποκρινόμενος σε ένα εξ ουρανού πρόσταγμα, αντιλαμβανόμενος την ευθύνη του ως πνευματικού ανθρώπου και γράφει κάθε φορά που καταφέρνει να βρει την άκρη του ποιητικού νήματος, χωρίς να έχει κατά νουν τη συνέχεια και το τέλος των στίχων του: «Κι αυτή η επίμονη συνήθεια/να βάζεις τελεία/στον τελευταίο στίχο./Εντάξει, ίσως σκοντάψει η λέξη,/μα αυτό που λέμε ποίημα/θα συνεχίσει τον δρόμο του». Όπως το θέτει ό ίδιος «θέλω στην ποίησή μου όλα να τελειώνουν χωρίς τίποτα να παύει να υπάρχει». Ο Χριστοδουλίδης ποιεί το δικό του ποιητικό σύμπαν, όχι για να καταγράψει την πραγματικότητα, αλλά για να δώσει διεξόδους από αυτήν, να τη λυτρώσει και να την απελευθερώσει από στερεότυπα και στεγανά.
Ο Χριστοδουλίδης φτιάχνει τον δικό του κόσμο, λοιπόν, και σε αυτόν εξυμνεί τη ζωή, τον άνθρωπο και, βεβαίως, το θαύμα. Αυτό το θαύμα, όσο κι αν αργεί, με την απαράδεκτη και άσπλαχνη συμπεριφορά του ανθρώπου σε όλη την υφήλιο, παραμένει εκεί ως η σανίδα σωτηρίας του. Ο ποιητής αυτόν τον κόσμο οραματίζεται, αυτόν τραγουδά, αυτόν προτάσσει μέσα από την ποίησή του ως απάντηση στα αιώνια ερωτήματα του ανεξερεύνητου και του αθέατου. Ο Χριστοδουλίδης ξεχωρίζει για την εικονοπλασία του, τον σαρκασμό, την ειλικρίνεια, τα απλά μα ριζιμιά υλικά της ποίησής του και για τη χρήση του εξωλογικού στοιχείου: «Οι γονείς μου/σαν κέρινα ομοιώματα/αποβιβάστηκαν μηχανικά/κι αγκάλιασαν σφικτά τα πέντε μου χρόνια/που ήταν εκεί/κι ύστερα/τα πέντε μου αναιμικά/που στέκονταν σκυμμένα μακρύτερα» (ποίημα «Αθέατη αναπηρία).
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι η περίπτωση του διανοούμενου στοχαστή, του ευαίσθητου ανθρωπιστή, του χαρισματικού ποιητή που έπρεπε να διδάσκεται, ο οποίος μακριά από δάφνινα στεφάνια, υπηρετεί τον κατατρεγμένο άνθρωπο ως συνοδοιπόρος στο τρομακτικό καθημερινό ταξίδι του!
Λάζαρος Λαζάρου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου