Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ (ΜΕΡΕΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ)


Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί. Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.
Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;
Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής αυτό που στα σχολεία
οι γνωστικοί δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά εκεί που αναρριγούν οι ακτές της να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο η θάλασσά της
με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί βεβαιώνουν
ότι είναι αδύνατον να γίνουν.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

ΚΡΕΣΕΝΤΣΙΟ ΣΑΝΤΖΙΛΙΟ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ

Τον “γνώρισα” πριν από πολλά χρόνια, όντας παιδί, διαβάζοντας μια από τις πολλές εργασίες και μεταφράσεις που έχει κάνει για τον Γιάννη Ρίτσο. 

Τον γνώρισα κατ ' ιδίαν πριν μερικά χρόνια όταν είχε έρθει στην Κύπρο για την προώθηση και ολοκλήρωση της ανθολογίας κυπριακής ποίησης που ετοίμαζε στα ιταλικά. Τον ξαναείδα το Φθινόπωρο του 2014 στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο μιας βραδιάς αφιερωμένης στην κυπριακή λογοτεχνία. 

Πάντα αποκόμιζα την ίδια αίσθηση, την ίδια μυρωδιά, αυτήν που εκπέμπουν οι δυο κόσμοι που τον συναποτελούν, αυτήν των “κοινών αντιθέσεων” τους, της τόσο ταπεινής ενσάρκωσης των δυο πληθωρικών πολιτισμών που εκπροσωπεί, αλλά και μιας βαθιάς κατανόησης του πόσο σημαντική είναι η ευθύνη να “μεταφέρεις” την ποίηση από την μια όχθη, στην αντίπερα μιας άλλης γλώσσας, ενίοτε ως βαρκάρης που καλείται να δαμάσει φουρτουνιασμένες θάλασσες, άλλοτε, ως έμπειρος πηδαλιούχος των βαθιών ποιητικών νερών.


Μιλώ για τον Κρεσέντσιο Σαντζίλιο, μεταφραστή λογοτεχνίας, που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, με τεράστια προσφορά ειδικά στο χώρο της ποίησης όπου έχει μεταφράσει 14 έργα του Γιάννη Ρίτσου στα ιταλικά σε 10 βιβλία, 4 βιβλία για την κυπριακή ποίηση καθώς και πληθώρα δημοσιεύσεων σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο.

Οπως ο ίδιος αναφέρει, η μεταφραστική του διαδρομή άρχισε το 1968 με “Τα ποιήματα του Γιώργου Θέμελη”.


Τον ρωτήσαμε τι είναι εκείνο που τον “έβαλε” σε αυτήν πορεία της νοητής “ένωσης των δυο γλωσσών, της ιταλικής με την ελληνική”. Η ερώτηση πυροδοτεί την φυλαγμένη μνήμη και τα προστατευτικά της. “Μας δείχνει” την Ελληνίδα μητέρα του.”Είναι ένας άνεμος που ξεκινά από εκείνην”, μας λέει. “Και βέβαια η ελληνική, η μητρική, είναι και η πρώτη γλώσσα που μίλησα. Εκτός αυτού, γεννήθηκα και στη Θεσσαλονίκη όταν ο πατέρας μου, που υπηρετούσε στο Ιταλικό Προξενείο, γνώρισε τη μητέρα μου. Τώρα, αν αυτή η ιταλο-ελληνική ή ελληνο-ιταλική «σύμπραξη» βοήθησε στην μετέπειτα ενασχόλησή μου με την ελληνική λογοτεχνία(ελλαδική στην αρχή και ελληνοκυπριακή πρόσφατα), δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Υποψιάζομαι όμως ότι σε κάτι πρέπει να έχει βοηθήσει. Το σημαντικό πάντως είναι ότι έγινε πραγματικότητα και βίωμα”.

Τι είναι όμως ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο; Ελληνας ή Ιταλός; “Είμαι και τα δυο, και το ίδιο με πειράζουν καταστάσεις και άνθρωποι που απαξιώνουν, βρίζουν, υποτιμούν ή απλώς ενοχλούν ό,τι είναι ελληνικό και ό, τι είναι ιταλικό. Θα ήθελα ό, τι καλύτερο έχουν οι Ιταλοί και ό,τι καλύτερο έχουν οι Έλληνες να μπορούσε να συγκεντρωθεί σε Έλληνες και Ιταλούς: θα ήταν αυτοί τότε οι τέλειοι άνθρωποι!”

Εξερευνώντας τις δυο γλώσσες μέσα από δεκαετίες μετάφρασης έχει αποτυπώσει μια λεπτομερειακή αίσθηση των κοινών γεφυρών τους. “Τα πάμπολλα κοινά στοιχεία μεταξύ ιταλικής και ελληνικής γλώσσας είναι όλες εκείνες οι λέξεις που πέρασαν από τα ελληνικά στα λατινικά και στη συνέχεια στα ιταλικά, αλλά επίσης εκείνες που πέρασαν απ’ ευθείας στα ιταλικά. Και δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά και εκφράσεις ολόκληρες και προπάντων έννοιες.

Η ιταλική γλώσσα-συνεχίζει- ήταν βέβαια και τυχερή διότι εμπλουτίστηκε επιπλέον και από άμεσο καθαρά λατινικό λεξιλόγιο. Τώρα, δεν θέλω ούτε να σκεφτώ πόσο η ιταλική γλώσσα, αλλά και οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, θα ήταν φτωχότερες χωρίς την ελληνική γλώσσα.

Ο κ. Σαντζίλιο θεωρεί την ελληνική ποίηση μοναδική και την κατατάσσει στην κορυφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.” Η Ελλάδα, από τη Γενιά του ’30 και μετά, έχει δημιουργήσει έναν εξαιρετικό, μοναδικό θα έλεγα, ποιητικό σύμπαν. Δεν νομίζω να υπάρχει μια άλλη χώρα στον κόσμο που να μπορεί να προσφέρει όχι μόνο τόση δημιουργική ποιητική ποικιλία, αλλά και, ειδικά, τόσης αισθητικής και καλλιτεχνικής αξίας. Έδωσαν σε Έλληνες ποιητές δυο βραβεία Νόμπελ λογοτεχνίας, αλλά κανονικά και δικαιότερα θα έπρεπε να είχαν δώσει τουλάχιστον άλλα τρία. Και οι τελευταίες γενιές – εκείνοι που γεννήθηκαν από το 1955 έως το 1975 – μας έδωσαν και μας δίνουν έργα από τα καλύτερα παγκοσμίως, μια πολύ ωραία πολυφωνία που τιμά την ποίηση και την πλουτίζει με πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες δημιουργίες”.

Σημαντικά είναι τα εύσημα που αποδίδει και στην κυπριακή ποίηση- και ειδικά στις νεότερες γενιές των Κυπρίων ποιητών-, με τη μετάφραση της οποίας ασχολήθηκε συστηματικά τα τελευταία χρόνια.

Μέσα σε αυτή τη ποιητική ένταση-τονίζει-η κυπριακή ποίηση είναι τρομερά παρούσα, και μπράβο της: όλοι αυτοί οι νέοι των 30-40 ετών επιδεικνύουν μια ποιητική γνώση και ωριμότητα απόλυτα μοναδικές”.

Ο σημαντικός αυτός Ελληνοιταλός μεταφραστής ομολογεί ότι έχει εκπλαγεί ευχάριστα “για τις τόσες πανάξιες, εξαιρετικές Κύπριες ποιήτριες, μια πλειάδα ποιητικής δημιουργίας που πολλά έχει κιόλας δώσει και άλλα τόσα υπόσχεται να δώσει. Και δεν εννοώ μόνο τις ποιήτριες της γενιάς του ’60 ή του ’70, αλλά ιδιαίτερα τις νεώτερες, από το ’80 και μετά. Στη Κύπρο-συνεχίζει- η λεγόμενη «γυναικεία ποίηση»(μια έκφραση που δεν μ’ αρέσει καθόλου και σίγουρα θα την καταργούσα) είναι αναμφισβήτητο πως παρουσιάζει ένα από τα πιο πλούσια πανοράματα. Συγκριτικά η Ελλάδα μένει κάπως πίσω”.

Κλείνοντας την αναφορά του στην κυπριακή ποίηση μας αναφέρει πως θα ήθελε πάρα πολύ να ετοιμάσει και να δημοσιεύσει στην Ιταλία “μια Ανθολογία πραγματικά ολόκληρης της κυπριακής ποίησης-όπως την χαρακτηρίζει-, από εδώ και από εκεί μιας διαχωριστικής γραμμής που καιρός είναι να καταργηθεί. Να βρίσκονται μαζί σε μια ανθολογία και η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ποίηση”.

Τον ρωτάμε για την ιταλική λογοτεχνία, του ζητάμε τη δική του αξιολόγηση. Μας απαντά ότι η κατάσταση της ιταλικής λογοτεχνίας σήμερα είναι κάπως μπερδεμένη και δεν φαίνεται ποιος θα μπορεί να είναι ο μελλοντικός προσανατολισμός.

Ειδικά η ποίηση, δηλαδή μια δημιουργία που δεν υπόκειται και τόσο πολύ στη μόδα και στην καταναλωτική κατάπτωση, και λέω «μόδα» σε αντιπαράθεση με «κινήματα», «ρεύματα», κλπ. δηλαδή κατευθύνσεις με ουσιώδεις και ανατρεπτικές εξελίξεις (που κι αυτά πάντως απουσιάζουν) – η ποίηση βρίσκεται, νομίζω, σε ένα σταυροδρόμι κατά κάποιο τρόπο υπαρξιακής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο”.

Ανακαλεί “τους μεγάλους γέρους” της ιταλικής λογοτεχνίας που όπως επισημαίνει “από καιρό εξαφανίστηκαν με εξαίρεση τον Αντρέα Τζαντζόττο.

Αντιθέτως, όπως σημειώνει, η ωραία γενιά του ’80 με τους Μαγκρέλλι, Ανέντα, Ντ’ Ελία, Πουστέρλα, Ντε Άντζελις, Βαλντούγκα, Μπενεντέττι, Παλλαντίνι, Σίκαρι, Τόνι, Ταβίλλα, Μουσσάπι, Κουινταβάλλα, Σίκα, Ντε Στέφανο, που άφησε το στίγμα της στα δρώμενα της ιταλικής ποιητικής έμπνευσης, συνεχίζει να μας δίνει τέλεια δείγματα ποίησης με νόημα και γνώση, “δίχως να ξεχνάμε βέβαια και την πολύ αξιόλογη προσφορά των λίγο προηγούμενων Φιόρι και Ρουφίλλι”.
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Ιταλία, παρατηρεί, αυτοί οι ποιητές ακολουθούν ο καθένας δικά του μονοπάτια χωρίς κοινές ιδεολογικές ή άλλες τάσεις, «ελεύθεροι και ωραίοι» μέσα σε μια από τις πιο γόνιμες περιόδους της ιταλικής λογοτεχνίας και ειδικά ποίησης.

Ο Ελληνοιταλός μεταφραστής διαβλέπει “μια δύσκολη απόπειρα επαναπροσδιορισμού του λόγου με την προοπτική μια νέας αναπαράστασης του κόσμου, του εξωτερικού αντικειμενικού και εσωτερικού ψυχολογικού, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό της ανθρώπινης παρουσίας και του ιστορικού περιβάλλοντος. Είναι κατά κάποιο τρόπο, συμπεραίνει, μια προσπάθεια αποφυγής όποιας τυποποίησης που θα μπορούσε να αδρανοποιήσει το ποιητικό προϊόν, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε πάρα πολλούς τομείς της κοινωνίας”.

Ξεχωρίζει μια πλειάδα δημιουργών και τους παραθέτει: “Ρόζα Πιέρνο, Μάρα Τσίνι, Μάρκο Κόρσι, Μάρκο Φουρία, Ντομένικο Μπρανκάλε, Φελιτσιάνο Πάολι, Μαρία Μπόριο, Μαρία Γκράτσια Καλαντρόνε, Άννα Μαρία Φαράμπι, Τζιόρτζιο Μπονατσίνι, Πάολο Ντόμινι. Αυτά-υπογραμμίζει- είναι μερικά ονόματα απ΄ τα γνωστότερα ονόματα ποιητών, αλλά μαζί και φιλοσόφων, κριτικών και πεζογράφων των οποίων τα ως τώρα λογοτεχνικά αποτελέσματα εντάσσονται σε μια εκτενή διαδικασία ανανεωμένου λόγου, ενός ποιητικού γίγνεσθαι με νέους υπαρξιακούς ορισμούς και προεκτάσεις, μιας ανασυγκρότησης, τέλος πάντων, του ποιείν πέρα από το ανείπωτο και όλες τις μέχρι σήμερα αποδεδειγμένες ή μη αλήθειες.

Η μετάφραση είναι για τον Κρεσέντσιο Σαντζίλιο κάτι σαν την αναπνοή, δεν σταματά ποτέ όσο υπάρχει ζωή και θέληση για αποκάλυψη νέων οπτικών, νέων συνδέσεων μεταξύ των γλωσσών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της ελληνικής και της ιταλικής. Αυτή την περίοδο όπως μας εκμυστηρεύεται, ετοιμάζει ένα βιβλίο που αφορά το ελληνικό δημοτικό τραγούδι “ή μάλλον το δημοτικό τραγούδι στην ελληνική γλώσσα. Πραγματεύομαι όχι μόνο το δημοτικό τραγούδι της μητροπολιτικής Ελλάδας, αλλά και το αντίστοιχο τραγούδι του Πόντου, της Κρήτης, της Κύπρου και της Νότιας Ιταλίας (griko και grekaniko).

Με αυτό το βιβλίο ο κ. Σαντζίλιο θέλει να συμπληρώσει μια παρουσίαση της ελληνικής λαϊκής λογοτεχνίας, “σημαντικό μέρος ενός συνολικού θαυμάσιου λαϊκού πολιτισμού. Δημοσίευσα ήδη (πρώτη φορά στα ιταλικά) βιβλίο για το λαϊκό αστικό τραγούδι (ρεμπέτικο τραγούδι) και τώρα πολύ θέλω να κάνω το ίδιο και με ένα βιβλίο για το λαϊκό τραγούδι της υπαίθρου(δημοτικό τραγούδι). Συμπληρωματικά, καταλήγει, θα περιλάβω και τον πλούτο των παραδοσιακών χορών και στολών που αναδεικνύουν και τελειοποιούν το δημοτικό μέλος.

*Στις 7 Οκτωβρίου, στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο του Κρεσέντσιο Σαντζίλιο.





Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η ΕΥΡΩΠΗ ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ

Διαβάζοντας στον Τύπο ότι ο Βόφλγκαρντ Σόιμπλε είπε στον Αμερικανό ομόλογο του Τζακ Λιου “να σας δώσουμε την Ελλάδα και να μας δώσετε το Πουέρτο Ρίκο”, έστω χαριτολογώντας, σκέφτηκα ότι η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης αποτελούμενης από έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ισότιμων κρατών, έχει τελειώσει προ καιρού. Και ότι αυτό που βιώνουμε πια, είναι η Ευρώπη ως ιδιόκτητο οικόπεδο της γερμανικής πολιτικοοικονομικοτραπεζικής ελίτ, με εκτελεστικούς διευθυντές την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τους λεγόμενους θεσμούς και με μια σειρά χωρών-δορυφόρων να συναποτελούν το νεόδμητο οικοδόμημα.

Φυσικά δεν χρειαζόταν η αναφορά Σόιμπλε για να κατανοήσουμε πως το ευρωπαϊκό όραμα για μια Ευρώπη των λαών έχει ξοφλήσει. Ηταν αρκετό να παρακολουθήσει κανείς την στα όρια του αηθούς, έμπλεη εμπάθειας, προσωπική επίθεση που εξαπέλυσε δια ζώσης ο κοινοβουλευτικός ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο κατά του Ελληνα Πρωθυπουργού, για να συνειδητοποιήσουμε ότι μας κυκλώνει ολοένα απειλητικότερα ένας ολοκληρωτισμός βγαλμένος μέσα από την πιο ζωηρή φαντασία των αριστουργημάτων του Κάφκα.

Ενας λογαριθμικός ολοκληρωτισμός που χωρίς προσχήματα πια αποκηρύσσει την διαφορετικά των ιδεών, προτάσσοντας την ευημερία των αριθμών( άρα των ολίγων) αποδομώντας έτσι συθέμελα την όποια προοπτική και ελπίδα για ανατροπή των πραγμάτων προς το δικαιότερο, το κοινωνικά συνεκτικό, το λιγότερο στυγνό και αδίστακτο.

Αυτή ήταν όμως δεν ήταν η βάση πάνω στην οποία οι ιδρυτές της Ευρώπης στήριξαν την πρωτογενή ουτοπία τους, πάνω στα συντρίμμια του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Το σχέδιο περιελάμβανε ακριβώς τα αντίθετα: Τη συμβίωση λαών, τη συνύπαρξη πολιτισμών, τη σύνθεση ιδεώ
ν(και αιρετικών μαζί), την ανοχή αλλά και ενθάρρυνση της διαφορετικότητας. Τη δημιουργία μιας ευρύχωρης πολιτείας ικανής να απορροφά, να διυλίζει, να αναπτύσσεται (κάτι που εν πολλοίς πέτυχε η ευρωπαϊκή Σκανδιναβία η οποία επέλεξε να απέχει από τη διακεκαυμένη ζώνη του ευρώ). Μια Ευρώπη, ικανή να αναγεννάται.

Χωρίς τη βάση τούτη, η Ευρώπη εκπίπτει από Θεά ως μια οντότητα που “δεν έχει το θεό της”, εκπίπτει κυρίως από κάθε επιμένουσα στην αξιοπρέπεια και στο δίκαιο ανθρώπινη συνείδηση, στα θλιβερό μέτρο του ποταπού και μετατρέπεται σ' ένα τεράστιο αεροπλανοφόρο πάνω στο οποίο διέρχονται και σε συχνά πέφτουν στη θάλασσα και πνίγονται, οι εξαθλιωμένες μάζες των μεταναστών, μετατρέπεται σ' έναν απέραντο δίαυλο κινούμενης ανθρώπινης ένδειας πάνω στον οποίο προσγειώνονται και απογειώνονται οι γενιές των 300 ευρώ.

 Το ερώτημα του πότε για τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του ευρωπαϊκού οράματος, απομένει να απαντηθεί και υποψιάζομαι πως η απάντηση, αν δεν προκύψει μια δραματική αλλαγή της κατάστασης, αν δεν εισακουστούν κάποιες εμπνευσμένες φωνές που ακούγονται ακόμα από άκρου εις άκρον της ευρωπαϊκής ηπείρου, αν δεν επισυμβεί δραματική στροφή προς τον λεηλατημένο άνθρωπο, δεν θα είναι καθόλου ειρηνική.