Η ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ Μ.ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ "Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ"

Του Γιώργου Χριστοδουλίδη

 

Ένα βασικό ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί για την ποίηση του Μάριου Αγαθοκλέους είναι η προέλευση της ελλειπτικής πληρότητας που χαρακτηρίζει τη μορφολογία της, την οποία συναντούμε σχεδόν σε όλο του το έργο καθώς και στην 6η ποιητική συλλογή του ποιητή «
Η πύλη των καλών αναμνήσεων».

Η αναγνωρισιμότητα του ποιήματος όταν προηγείται της συγγραφικής ταυτοποίησης του είναι μια σημαντική κατάκτηση. Χρειάζεται ταλέντο, πολλή δουλειά αλλά και κάτι που μένει συνήθως ανεξήγητο. Ισχυρίζομαι ότι θα μπορούσα  να αναγνωρίσω αρκετά ποιήματα του Μ.Α. (και το έχω πει του ιδίου σε ανύποπτο χρόνο) χωρίς τα στοιχεία ταυτότητας του ποιητή άμεσα διαθέσιμα. Αυτό δεν είναι λίγο, κατ’ ακρίβεια είναι πολύ, λίγοι ποιητές το έχουν καταφέρει.

 Ας υποθέσουμε ότι διαβάζω το ποίημα του Μ.Α. «Η Νύφη». Ας υποθέσουμε ότι δεν ξέρω ποιος το έγραψε. Με κάποιον τρόπο (και σε αυτό βεβαίως συμβάλλει καίρια η προτέρα γνώση μου για την κατακτημένη φυσιογνωμία της γραφής του ποιητή): αναγνωρίζω στους στίχους του τον Μ.Α.

 

Η Νύφη

Μια Νύφη περιμένει στα σκαλοπάτια.

 

Εγώ κάθομαι στη βεράντα και πίνω

μπύρες με τον Θερμαστή.

 

Κάπου κάπου την κρυφοκοιτάζω.

Τα μάτια της στέρνες ανομβρίας

οι γραμμές της τεθλιμμένες.

 

Μειδιώ. Βρίσκεται

στον χώρο δράσης του Ποιητή.

«Είμαι υπεύθυνος», ψιθυρίζω

«για τη λύπη της και τη λύπη όλου του κόσμου….»

 

Πόσες άλλες επιλογές γραφής άραγε απέκλεισε ο Μ.Α. μέσα στην πορεία των χρόνων μέχρι να οικοδομήσει την αρχιτεκτονική της γραφής που έχουμε ενώπιον μας; Ήταν επώδυνοι αυτοί οι αποκλεισμοί ή ευχερείς, μέχρι την εξεύρεση της οριστικής διαγωγής ενός προσωπικού ύφους; Υπήρξαν ή όχι βασανιστικές αναζητήσεις, αμφιβολίες, παλινδρομήσεις;

Ίσως η επί δεκαετίες θητεία του στην παρατήρηση φυσικών φαινομένων να συνεισέφερε στην ποιητική του διαμόρφωση, να συνέβαλε στην πυκνωτική λειτουργία των στίχων του.

Η πληρότητα της φύσης  αναδεικνύει την ελλειπτικότητα της ανθρώπινης παρατήρησης, απογυμνώνει τις ανθρώπινες ματαιοδοξίες και ενορμήσεις,  αναδιατάσσει τις προτεραιότητες στις οποίες πρέπει να δοθεί η πρέπουσα αξία .

Η αψεγάδιαστη ολομέλεια του φυσικού κόσμου, η αριστοτεχνική ενορχήστρωση των διαρκών του εκφάνσεων...ποιος μπορεί αλήθεια ποτέ να υποστηρίξει σοβαρά ότι μέτρησε και βρήκε ότι υπάρχει ένα σύννεφο λιγότερο στον ουρανό από κάποιον εκτιμώμενο αριθμό, ότι έπεσε μια στάλα βροχής περισσότερη από ό,τι αναμενόταν ή ότι μια ηλιακή αχτίδα ήταν πιο αχρείαστη από μιαν άλλη; 

Ποιο ανθρώπινο χέρι μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι σε θέση να δημιουργήσει αρτιότερη τέχνη από αυτή της φύσης;

Η κατανόηση της φυσικής τελειότητας σε παραλύει. Ακολούθως,  αν είσαι ποιητής η παράλυση που είναι η απελπισία να συλλάβεις το θαύμα, σε φτερώνει, κάτι που υποθέτω μεταφράζεται στην ποίηση του Μ.Α. με την επικέντρωση στο καίριο και το ακαριαίο, με την ιχνηλασία των υπόρρητων νοημάτων του θαύματος μέσα από μια αντισυμβατική προσωπική οπτική. Μέσα από την έλλειψη της δικής του πληρότητας.

 

Ό, τι αποτελεί τη καθημερινότητα του ποιητή, τον διαπερνά και τον διαποτίζει, εν τέλει τον επιμελείται ώστε να τον κάνει να αναβλύζει . Να αναβλύζει και να ξεδιψά όσους παραμένουν σε πείσμα των καιρών διψασμένοι για ποίηση.

Στο περίφημο σύγγραμμα του «Η αρχή της απόλαυσης» ο σημαντικός Αγγλος ποιητής Φίλιπ Λάρκιν επισημαίνει κάτι απλό συνάμα όλο και πιο ξεχασμένο στους καιρούς μας, ότι η ποίηση πρέπει να παρέχει απόλαυση στον αναγνώστη



«Η ποίηση εἶναι συγκινησιακὴ κατὰ τη φύση της καὶ θεατρικὴ κατὰ τη λειτουργία της, μια δεξιοτεχνικὴ ἀναδημιουργία τῆς συγκινήσης στοὺς ἄλλους… κακὸ εἶναι τὸ ποίημα ποὺ δὲν ἐπιτυγχάνει ποτὲ κάτι τέτοιο» γράφει ο Λάρκιν.



Η ποίηση του Μ.Α. πληροί το θεμελιώδες κριτήριο που θέτει ο Λάρκιν: Μοιράζει απόλαυση στους αναγνώστες της. Εκβάλλεται μέσα από μια έμφορτη βιωματική πηγή για να προσδώσει στα φανταστικά, πραγματικές διαστάσεις, και στα πραγματικά, φανταστικές προβολές.

Ο Μ.Α. υπογράφει μια συνθήκη γραφής με κυρίαρχο στοιχείο το ερωτικό, το ματαιωμένο, το ανεκπλήρωτο. Οι διάχυτες εξυψώσεις σαρκαστικής αυτοαναφορικότητας εμπλουτίζουν το συγκείμενο. Ειδικά το ερωτικό στοιχείο μετατρέπεται στην ποίηση του Μάριου σε μια παράμετρο συχνά συνταρακτική, ενίοτε εξομολογητική, άλλοτε ελεγειακή, μυστηριακή, μυθολογική, κυμαινόμενη και εκκρεμούσα ανάμεσα στη μεθόριο του λελογισμένου και του εξωλογικού. Εκεί, σε αυτή τη μεθόριο, κάποτε συναντά τη απεικόνιση του θανάτου, στροβιλλίζεται μαζί της, την ζωοδοτεί πριν από κάθε παράδοση.

Στο τέλος. και αυτό είναι μάλλον αξιοθαύμαστο, ο ποιητής, επιστρέφει κάθε φορά από την ποιητική του μυθολογία για να καθησυχάσει τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς, τους αναγνώστες.

Σαν να μας λέει «μην τα παίρνετε όλα αυτά πολύ σοβαρά, υπάρχει πάντα κάτι πιο σημαντικό».



Ποιητής ολιγογράφος και γενικά ολιγόστιχος, καλλιεργεί με την ποίηση του μια σχέση περισσότερο εκλεκτικής συγγένειας, παρά καταπιεστικής και καταχρηστικής επιβολής και υποψιάζομαι με όση βεβαιότητα μπορείς κανείς επιστρατεύει όταν επιχειρεί να προλογίσει χρόνους μελλούμενους, ότι ο Μ.Α. έγραψε και γράφει ποιήματα που θα μείνουν, που θα ανακαλούνται και γι αυτό και μόνο γι αυτό, μαζί με τη σεμνότητα που φέρνει στον άλογο ποιητικό μας χώρο θα πρέπει να τον ευχαριστούμε και να τον συγχαίρουμε.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις