ΕΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ "ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ" ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Η ποιητρία και φιλόλογος Βικτωρία Καπλάνη παρουσίασε στις 22 Μαρτίου 2024 στην αίθουσα εκδηλώσεων της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης το κυπριακό "ποιητικό τετράγωνο" οι πλευρές του οποίου αποτελούνται από τους ποιητές Γιώργο Καλοζώη, Παναγιώτη Νικολαϊδη, Μιχάλη Παπαδόπουλο και Γιώργο Χριστοδουλίδη. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία πρόσκλησης που απεύθυνε η Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης στους τέσσερεις ποιητές

Γράφει η Βικτωρία Καπλάνη






ΕΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ

Τέσσερις ποιητές. Τέσσερις φίλοι. Ένα ποιητικό τετράγωνο. Ένα σύμβολο ενότητας και ολότητας. Η τετράδα, ο αριθμός πραγμάτωσης της ιδέας. Τέσσερις δημιουργοί, ο καθένας με το δικό του προσωπικό και διακριτό ύφος υπηρετούν με αφοσίωση την υπόθεση της ποίησης, δημιουργούν ο καθένας το δικό του έργο, μακριά από εγωπαθείς ανταγωνισμούς, σεβόμενοι ο ένας τις επιλογές των άλλων, στηρίζοντας ο ένας τη δουλειά όλων των άλλων. Μοιράζονται τις λέξεις, τις ιδέες, όπως το κρασί και το ψωμί. Δεν αισθάνονται ότι η ποίηση τους ανήκει. Μοιράζουν και μοιράζονται. Τη δωρεά που έλαβαν απλόχερα τη χαρίζουν.

Στη γενιά της Κατοχής ανήκουν οι ποιητές, οι περιπέτειες του νησιού άλλωστε έχουν αναπόφευκτα σημαδέψει τη λογοτεχνία του και λειτουργούν ως ιστορικά ορόσημα. Αθέατα ή φανερά το πραξικόπημα, η εισβολή και οι συνέπειές τους υπαγορεύουν εν πολλοίς το κλίμα, την ατμόσφαιρα του ποιητικού έργου τους. Τα γεγονότα του 74 τα έζησαν στα παιδικά τους χρόνια ή οι πιο νέοι μέσα από τα μάτια των οικείων προσώπων ως κληροδοτημένο τραύμα. Η μετέπειτα πορεία του Κυπριακού, η μετάλλαξη της Κυπριακής κοινωνίας, το νυν πολιτικό αδιέξοδο και τα φαντάσματα της ελπίδας για την εύρεση μιας δίκαιης λύσης όλα αυτά τα βιώνουν καθημερινά και ο καθένας με τον τρόπο του τα μετουσιώνει στο λόγο του και τη γραφή του. Ο ακρωτηριασμένος γενέθλιος τόπος, η πορεία του και η ζωή μέσα σ’ αυτόν γεννά ερωτήματα και πυροδοτεί συναισθήματα. Συχνά το άτομο προβάλλει το είδωλό του στον καθρέφτη του τόπου, ενός τόπου όμως βαθιά εσωτερικευμένου. Η ποίηση επιχειρεί να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξης του ατόμου και του τόπου, να γνωρίσει και να βιώσει στη μέγιστη δυνατή πληρότητα τα συστατικά του. Υπαρξιακά πολιτική η ποίηση των τεσσάρων.

Τέσσερις ποιητές, δεινοί αναγνώστες και μάχιμοι υπερασπιστές της γραφής δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στους άδοξους ποιητές, Έλληνες και ξένους, αυτούς έχουν επιλέξει για προγόνους τους. Εκείνους τους αντισυμβατικούς οραματιστές, που βίωσαν τραυματικά τη δημιουργική τους διαφορετικότητα. Η μαγεία και το καλά κρυμμένο μυστήριο της ποίησης, ο ρόλος της σήμερα, είναι θέματα που απασχολούν επίμονα τη γραφή τους.

Τέσσερις ποιητές παρατηρούν και μετατρέπουν την καθημερινότητα και τα ερεθίσματά της σε ποίηση, τον δικό τους καθημερινό βίο σε ποιητικό λόγο. Η ενδοσκόπηση, η εξομολόγηση, η απόπειρα να διερευνηθεί το μυστικό της ύπαρξης είναι στοιχεία ευδιάκριτα, που καθιστούν την ποίησή τους φιλική για τον αναγνώστη. Το πιο μικρό, συνηθισμένο συμβάν μέσα από την πένα τους αποκτά βαρύτητα και έλκει την προσοχή μας, όπως και ένα ευρύτερο κοινωνικό ή πολιτικό γεγονός. Οι καθημερινοί άνθρωποι, η περιπέτεια της επιβίωσης, τους συγκινεί και τους εμπνέει. Ευαίσθητοι δέκτες συλλαμβάνουν και σχολιάζουν τα παγκόσμια προβλήματα του καιρού μας, την περιβαλλοντική κρίση, τη φτωχοποίηση, την κυριαρχία της βίας, την αποξένωση, την υποχώρηση των δημοκρατικών αξιών, τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και την εγωπάθεια των ανθρώπων του καιρού μας.

Τέσσερις ποιητές που διαθέτουν χιούμορ και το καλλιεργούν στο λόγο τους σε όλες τις διαβαθμίσεις του, ειρωνεία, σκωπτικό σχόλιο, σαρκασμός αλλά και αυτοσαρκασμός συνομιλούν, μοιράζονται τους προβληματισμούς τους όχι μόνο ιδιωτικά αλλά και δημόσια. Ο καθένας σε κάθε δική του συλλογή αφιερώνει ποιήματά του στους άλλους, δημοσιοποιώντας ποιητικά κάποιες πτυχές της ιδιωτικής συνομιλίας. Πέρα όμως από αυτές τις αφιερώσεις, έχω την εντύπωση ότι κάθε καινούριο βιβλίο που βγάζει ο ένας, τροφοδοτεί με ένα υπόγειο μυστικό ρεύμα το αμέσως επόμενο βιβλίο που θα βγάλει ο άλλος. Συγκοινωνούντα ποιητικά δοχεία τα βιβλία τους κάνουν την ποίησή μας εύφορη και πιο πλούσια.

Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να σκιαγραφήσω το ποιητικό προφίλ των τεσσάρων ποιητών, να περιγράψω αυτό το ποιητικό τετράγωνο, με επίγνωση ότι η σημερινή περιγραφή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μισοτελειωμένη ανάγνωση. Το ποιητικό υλικό που εμπεριέχεται στο τετράγωνο αυτό έχει τη δύναμη να τροφοδοτήσει πολλαπλές και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ



Ο Γιώργος Καλοζώης, ο μεγαλύτερος ηλικιακά, με ήδη εννέα ποητικές συλλογές στο βιογραφικό του συνεχίζει το δικό του έργο εν προόδω. (Χτίσαμε τις ζωές μας πάνω σε/ σύνορα χαρτογραφήσαμε χάρτες/ κι όμως το σημείο όπου βρισκόμαστε/δεν το βρήκαμε πουθενά.) Υπαρξιακή η ποίηση του Καλοζώη και συνάμα βαθιά και αλληγορικά πολιτική παρακολουθεί και καταγράφει τις περιπέτειες, την αγωνία και τις ανησυχίες του σημερινού ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του σε μια εποχή πλήρους παρακμής των αξιών του Διαφωτισμού και της παιδείας, να διαχειριστεί το οικείο παιδικό τραύμα που κρύβεται στις πιο απίθανες γωνιές του ψυχισμού, να αποδεχτεί τη σταδιακή φθορά του χρόνου, την αδυναμία του σώματος, τις διαψεύσεις και τις ματαιώσεις στο απάνθρωπο σήμερα.

Το ύφος διακριτό από το ξεκίνημα της παρουσίας του στην ποίηση υφίσταται με το πέρασμα του του χρόνου τις εσωτερικές αναταράξεις και αναπροσαρμογές, μένοντας όμως πιστό στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του. Αφηγηματικά ποιήματα, όπου το στοιχείο του παράδοξου κυριαρχεί. Αλληγορικός λόγος, με εμφανείς τις αφομοιωμένες επιρροές του υπερρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού. Μέσα από τις παράδοξες αυτές αφηγήσεις ο ποιητής αποδομεί τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, ξηλώνει το καλοραμμένο ένδυμα της υποκρισίας, αποκαλύπτει την αλήθεια ενός κόσμου θηριώδους, επικίνδυνου, όπου οι άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε τέρατα κι ας αρνούνται να αντικρίσουν την αληθινή τους εικόνα στον καθρέφτη. Λέξεις ετερόκλητες συνειρμικά και φαντασιακά συντονισμένες, προσεγμένα λογοπαίγνια, κινηματογραφικές εικόνες που η μία σε οδηγεί τάχιστα στην άλλη συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα του κόσμου, όπως την αντιλαμβάνεται το ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μοιάζει να μονολογεί, να σκέφτεται φωναχτά ή να επιχειρεί ν’ αποδεχτεί την τραγικότητα της ύπαρξης το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας, την αδυναμία του πολιτισμού να εξευγενίσει το εσωτερικό θηρίο που ενοικεί στο ανθρώπινο σώμα. Το μαύρο χιούμορ, ο λόγος που αγγίζει το γκροτέσκο μεγεθύνουν το απάνθρωπο κοινωνικό είδωλο, που επιμένει να βαυκαλίζεται με ρητορείες και ηθικολογικές ψευδαισθήσεις.

Τα προσωπεία που φορά το ομιλούν υποκείμενο ανήκουν συχνά στο ζωικό βασίλειο, αποκαλύπτοντας το ενστικτώδες πρωτόγονο στοιχείο που ορίζει τη συμπεριφορά του ανθρώπινου όντος. Τα θηρία είναι μέσα μας (τα πιο άγρια είναι τα καθημερινά τα συνηθισμένα απ’ όσα έχεις ξεμάθει να φοβάσαι να προφυλάγεσαι),μοιάζουν ενίοτε εξημερωμένα, όμως αρκεί μια μορφή κινδύνου ή επικείμενης απώλειας για να ξυπνήσει το άλογο στοιχείο και η ανελέητη σκληρότητα. Τα θηρία έρχονται να μας θυμίσουν τις πιο σκληρές αλήθειες ότι είμαστε (θύτες της πιο ιερής θρησκείας/ της πείνας) και (τα πιο καταθλιμμένα θύματα), (όταν ο άλλος αγνοεί όταν ο άλλος δεν μας θέλει). Το έλλογο υποκείμενο έχει αποτύχει να δημιουργήσει έναν κόσμο με νόημα. Υπόγεια ρεύματα θυμού, κοιτάσματα οργής δημιουργούν τις σεισμικές δονήσεις των ποιημάτων του. Ο ποιητής σθεναρά αποφεύγει κάθε απόπειρα ωραιοποίησης, εξιδανίκευσης και ψευδαίσθησης.

Ωστόσο μέσα στο εφιαλτικό σύμπαν που απεικονίζει ο Καλοζώης, στην ποίηση του υπάρχει η φωνή του πάσχοντος υποκειμένου που νοσταλγεί την αθωότητα της άδολης αγάπης, το ανθρώπινο άγγιγμα, υπάρχει η συνείδηση που παλεύει να διαχειριστεί την απώλεια σε όλες τις δυνατές μορφές: την απώλεια του τόπου, των οικείων, των ονείρων, της νεότητας, του έρωτα και μαζί της ελπίδας (το ψηλό βουνό της/αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις/να το ανέβεις άμα το έχεις/για κάποιον λόγο κατεβεί) αλλά και την απώλεια των δυνάμεων του σώματος, καθώς αυτό αποδυναμώνεται και παραμορφώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Το φάσμα του θανάτου είναι εντέλει η μόνη αλήθεια που μας ενώνει με όλα τα έμβια όντα, ο θάνατος το πανίσχυρο τέρας που απογυμνώνει όλες τις ματαιότητες, στις οποίες μανιωδώς αναλώνουμε τον επίγειο βίο μας.








ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ



Ο νεότερος ηλικιακά Παναγιώτης Νικολαΐδης μοιράζει τη συγγραφική του δραστηριότητα ανάμεσα στην ποίηση και την κριτική. Στα κριτικά του κείμενα αξιοποιεί τη φιλολογική γνώση και παιδεία και μας κάνει μέτοχους της ποιητικής δημιουργίας πολλών αξιόλογων δημιουργών, κυρίως της Κυπριακής Λογοτεχνίας. Όσο για την ποίησή του, θα έλεγα πως είναι μια κιβωτός, όπου εκεί μέσα ο ίδιος έχει αναθέσει στον εαυτό του το καθήκον να διατηρήσει τη μνήμη του γενέθλιου τόπου, των ανθρώπων του και της γλώσσας. Μάχεται ο ποιητής τη λήθη της ιστορίας, της αδικίας, του αφανισμού της καθημερινής ζωής, τη βίαιη αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο της γενέθλιας γης. Έχοντας ενσωματώσει το κληροδοτημένο τραύμα, πασχίζει μέσω της ποίησης να καλύψει το εσωτερικό ρήγμα που έχει επέλθει στον ψυχικό κόσμο από αυτή την εκδίωξη και να αποκαταστήσει τη χαμένη ενότητα. Ο τόπος είναι μια οντότητα έμψυχη, όλα τα πλάσματα της φύσης, ζώα, δέντρα και φυτά έχουν ζωή, έχουν ταυτότητα, κινητοποιούν τις αισθήσεις, ενεργοποιούν την κυτταρική μνήμη και συνθέτουν μαζί με τη γλώσσα, τα τραγούδια, τους μύθους και τις αφηγήσεις την έννοια της πατρίδας. Μέσα στον ποιητικό λόγο του Νικολαΐδη, η πατρίδα προσωποποιείται, γίνεται η αγαπημένη, μια από τις μορφές της αγαπημένης και μπορεί το εγώ του ποιήματος να διαλέγεται μαζί της, ακόμη και να συγκρούεται μαζί της με ειλικρίνεια και θάρρος, να την παρηγορεί, να τη συντρέχει όπως μπορεί. Είναι ο αποδέκτης, ακούει τις εξομολογήσεις, τα παράπονα και τα αιτήματά του. (Με την τοξίνη της ποίησης /σ’ αγγίζω./ Αγαπημένη,/ αυτός ο στίχος / είναι φτιαγμένος από στάχτη./Είσαι το πληγωμένο ζώο/ που αγκαλιάζω).Παράλληλα με το θέμα της Κύπρου, οι προβληματισμοί του ποιητή αγγίζουν εναγωνίως την υπαρξιακή περιπέτεια του σύγχρονου ανθρώπου στη μεταιχμιακή εποχή, σε έναν κόσμο που ζει το τέλος μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου όπου κυρίαρχη ήταν η ανθρώπινη νοημοσύνη και στην αρχή μιας άγνωστης και αινιγματικής εποχής όπου η τεχνητή νοημοσύνη απειλεί να πάρει το προβάδισμα.

Ο Νικολαΐδης συνειδητά εντάσσει στα ποιήματά του, ανάμεσα στους στίχους που είναι γραμμένοι στην κοινή ελληνική, λέξεις και στίχους στην κυπριακή διάλεκτο. Το ποίημα αποκτά μια άλλη μελωδική γραμμή, μια ροή κι ένα ρυθμό ενίοτε νοσταλγικό, που συνδέει τις φωνές των ανθρώπων κι αποπνέει οικειότητα και ζεστασιά. Έτσι αναδεικνύεται το εύρος και ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας, ενώ παράλληλα δίνεται φωνή σε προσφιλή πρόσωπα της οικογένειας, ο παππούς, η γιαγιά, αλλά και σε γνωστούς και άγνωστους συντοπίτες να μιλήσουν για τη ζωή τους, ν’ αφηγηθούν στιγμές πριν και μετά την αιφνίδια ιστορική ανατροπή. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το συναντάμε στην ποιητική συλλογή Η νύφη του Ιούλη. Ο λόγος διασφαλίζει την ύπαρξη, τη συνέχιση της ζωής, καθιστά το συμβάν ανεξίτηλο, σφραγίζει την παρουσία των ανθρώπων. Ο ποιητής αξιοποιεί στιχουργικά και δημιουργικά απόηχους του δημοτικού τραγουδιού και της παλαιότερης ποιητικής παράδοσης, συνομιλεί δημιουργικά μαζί της. Στιχουργικά δοκιμάζει τα χαϊκού και στη μικτή γλώσσα αλλά και αμιγώς στην κυπριακή διάλεκτο, αξιοποιεί μικρές και μεγαλύτερες φόρμες λόγου και τα τελευταία χρόνια η ποιητική οδός που επέλεξε καταλήγει, έστω κι αν δεν ήταν η αρχική του πρόθεση αυτή, σε ποιητικές συνθέσεις, όπως ο Ριμαχό και το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του, Πόλη που ράγισε. Στον Ριμαχό ο διάλογος του ποιητή συνεχίζεται και με τους λογίους ομοτέχνους του, τροφοδοτώντας και ανανεώνοντας μια περσόνα λειτουργική της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης. Ο λόγος του Νικολαΐδη συγκινησιακά ισορροπημένος, αποπνέει τρυφερότητα, ζεστασιά και νοσταλγία. Οκτώ ποιητικές συλλογές μέχρι σήμερα αναδεικνύουν και υλοποιούν ποιητικά το σύνθημα: Δεν ξεχνώ, αναπτύσσοντάς το και δίνοντας του μια επιπλέον διάσταση. Δεν ξεχνώ ότι είμαι άνθρωπος.




ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ



Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ένας ασυγκράτητος χείμαρρος λέξεων, εικόνων, συναισθημάτων, μια νεανική ενέργεια, ένα βλέμμα διαρκώς απορημένο, με έκδηλη αγωνία και ασυγκράτητη λαχτάρα να γνωρίσει, να αισθανθεί τα πράγματα, να βιώσει την ανθρώπινη κατάσταση μέχρι το μεδούλι. Δέκα ποιητικά βιβλία μέχρι σήμερα, όπου κατατίθενται οι ανησυχίες, οι παρατηρήσεις, οι γρίφοι μιας πραγματικότητας ρευστής, όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. Έγνοια μεγάλη η γλώσσα, υπαρξιακή αγωνία η έκφραση, η ανάγκη να βρει μέσα του και κοινωνήσει τις εσωτερικές αλήθειες. Μόλις διατυπωθούν μπαίνουν στον τροχό της διαλεκτικής για να φτάσουν σε μια νέα σύνθεση και πάλι ο αγώνας του Σίσυφου να ξεκινήσει από την αρχή. Τίποτα δεν ολοκληρώνεται, τίποτα οριστικά δεν τελειούται. Τα ποιήματά του ανοιχτά, διαμορφώνουν κάθε φορά μια εκδοχή του εαυτού τους. Η ίδια η γλώσσα και οι δυνατότητές της να εκφράσουν την αλήθεια του ποιητικού υποκειμένου τίθενται διαρκώς εν αμφιβόλω. Οι λέξεις ανήκουν σε όλους μας κι όμως αδυναμίες και εσωτερικά εμπόδια δυσχεραίνουν την καθαρή έκφραση και η επικοινωνία συχνά ατελής έως αδύνατη, γεγονός που προκαλεί μια στάση ακόμη και απέναντι στην ποίηση αμφίθυμη. Μια διαρκής απορητική διελκυστίνδα ανάμεσα στη μυθοποίηση και απομυθοποίηση του ποιητικού λόγου. Αυτός είναι ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο ποιητής του ερωτηματικού, που καταθέτει τα ερωτήματά του σε ζώντες και νεκρούς (κατά τα συμβατά χρονικά μέτρα) ποιητές, χτυπά την πόρτα των στίχων τους κι ανοίγει μαζί τους εποικοδομητικούς διαλόγους και εκλεκτικές συνομιλίες, ενίοτε εν είδει ποιητικού δοκιμίου, όπως για παράδειγμα η ποιητική σύνθεση Ερημίτης όμβριος (Οξύτονα για τον Καρούζο), όπου, αναζητώντας ο νέος ποιητής τα ίχνη της φωνής του Καρούζου μέσα του και επιλέγοντάς τον ως μέντορα κατάλληλο στης ποίησης τα σκοτάδια να τον μυήσει, μέσα από μια εκ βαθέων συζήτηση επιχειρεί κάτι σαν ανακάλεμα του αγαπημένου ποιητή-δασκάλου. Το ύψιστο διακύβευμα είναι η κοινωνία, το μοίρασμα, η σύνδεση μέσω της ποίησης, η αναζήτηση αντισυμβατικών συνοδοιπόρων εντός της υπαρξιακής ερημιάς και του παράλογου σύγχρονου κόσμου μας.


Ο Παπαδόπουλος είναι αναμφίβολα ένας μοντέρνος μεταρομαντικός ποιητής. Η φιλοσοφία και η ποίηση είναι ένα. Η επιθυμία και ο έρωτας είναι οι ίδιες κοσμογονικές δυνάμεις που γεννούν και το ποιητικό σύμπαν. Κάθε φορά αντιλαμβάνεσαι μόνο κάποιες πτυχές του με την παρουσία ή την απουσία. Άλλοτε η μνήμη αναλαμβάνει να δείξει αυτά που είσαι, αυτά που γυρεύεις να βρεις για να είσαι. Μια συνείδηση αντιεξουσιαστική, αντισυμβατική, μάχιμη και μαχητική, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εκφράσει την «ανυπακοή της ουτοπίας» Βιώνει και αποτυπώνει στην ποίησή του τη διαμαρτυρία, την εξέγερση ενάντια σε παγιωμένα σχήματα σκέψης και ανελαστικές πεποιθήσεις με διαφορετικούς τρόπους. Άλλοτε εμφατικά με θυμό, με ειρωνεία, με παιγνιώδη σκόπευση, άλλοτε με στοχαστική διάθεση, με τρόπο εξομολογητικό και χαμηλόφωνο. Ακόμη και μετά από το πιο θυμωμένο ποίημα του, η επίγευση που αφήνουν οι στίχοι είναι μια βαθιά τρυφερότητα και μια ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια. Η ίδια η διαδικασία της γραφής μεταπλάθεται σε ποίημα. Αλλαγές διάθεσης, κλίματος και ατμόσφαιρας, σχεδόν σε κάθε βιβλίο. Η ανάγκη της γραφής ενιαίων ποιητικών συνθέσεων είναι εμφανής στις πιο πρόσφατες συλλογές του Παπαδόπουλου. Μάλιστα το τελευταίο βιβλίο είναι χαρακτηριστικό δείγμα μιας απαιτητικής σύνθεσης όπου γίνεται ένας συγκερασμός των επιμέρους θεμάτων που ορίζουν το εννοιολογικό τοπίο της ποίησής του. Η γλώσσα, η μνήμη, ο τόπος ως ξεχωριστή οντότητα μέσα στον ιστορικό χρόνο, αλλά και ο τόπος ως άχρονη ιδέα, ως τοπίο ψυχής. Το μείζον θέμα η ύπαρξη και τα ζητήματα που την ορίζουν όπως η ομορφιά, ο έρωτας, η ελευθερία, το επίμονα άδικο παρόν στο γενέθλιο τόπο, που αναπόφευκτα πάνω στο σώμα του ποιητή συνεχίζει να καθρεφτίζει το διαμελισμένο σώμα του (Ο καθείς έχει δικό του/ ένα μέρος άφθαρτο ν’ αγαπήσει/ όπου κάνει τον ουρανό υποχείριο/ της φαντασίας).




ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ



Διακριτικά και χαμηλότονα ακούγεται στο ποίημα μια φωνή, που μοιάζει να έρχεται από έναν αθέατο παρατηρητή, που μπορεί κάλλιστα να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας και χωρίς να το καταλάβεις έλκει την προσοχή σου μια εικόνα, ένα γεγονός, μια σκέψη τόσο απλά και τόσο απρόβλεπτα διατυπωμένη. Βρίσκει η ποίηση χαραμάδες και εισχωρεί μέσα σου, με ένα τρόπο οικείο και φυσικό σαν μια ανάσα. Μια άγρυπνη συνείδηση παρατηρεί στοχαστικά και καταγράφει στιγμές της καθημερινότητας, της πραγματικότητας εντός της οποίας η σκέψη φιλοσοφεί, ερμηνεύει, ονειρεύεται, σχεδιάζει αποδράσεις κι αναζητά τα μυστικά της, αυτά που δίνουν κίνητρο και τροφή στην ποιητική γραφή για να έχει λόγο να υπάρχει. Ο αναγνώστης εισέρχεται αθόρυβα στο ποιητικό σύμπαν του Χριστοδουλίδη, όπου μέσα από τη ροή του λόγου, την ισορροπημένη έκφραση σκέψεων και αισθημάτων βλέπει αυτό που συνήθως βιαστικά και αδιάφορα προσπερνά. Τον άλλο άνθρωπο, τον άγνωστο, τον ξένο, τον παρόντα αλλά και τον απόντα. Αυτόν που είναι εξίσου με κείνον μια μικρογραφία του σύμπαντος, αλλά και τη σκιά του ανθρώπου που κουβαλά όλο το φορτίο της ψυχής. Αυτοί οι συνηθισμένοι άνθρωποι και ταυτόχρονα μοναδικοί και ανεπανάληπτοι παίρνουν ποιητική σάρκα και οστά στις οκτώ ποιητικές συλλογές του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Ο αυτοβιογραφικός και βιωματικός λόγος, οι υπαρξιακές αναζητήσεις μαζί με την κοινωνική αγωνία και διαμαρτυρία, χωρίς εκδραμάτιση των συναισθημάτων χαρακτηρίζουν το πεδίο της γραφής του. Η κοινωνική αδικία, τα δράματα που προκαλούν οι δυσλειτουργίες και οι ακρότητες των οικονομικών και πολιτικών συμπεριφορών και συστημάτων ευαισθητοποιούν τη φωνή του ποιητή να μιλήσει με ενσυναίσθηση και καλοσύνη για τις ζωές των ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι να μη βρίσκουν μια για πάντα τη βολή τους, για κείνους που δύσκολα στεριώνουν σ’ ένα τόπο και δεν έχουν στη διάρκεια του επίγειου βίου τους την ευκαιρία να δοκιμάσουν εμπειρίες δημιουργικές, παραμένουν άλαλοι, μόνιμα καταδικασμένοι στη σιωπή. Το ποιητικό εγώ με οξυδέρκεια παρατηρεί τις εικόνες της καθημερινότητας, αλλά εστιάζει το βλέμμα του και πίσω από αυτές. Αναζητά να βρει τα θραύσματα της απώλειας και μέσω της ποίησης επιχειρεί να συνθέσει την ακεραιότητα του εύθραυστου και την εν ελευθερία αναζήτηση του αναπάντητου. Ο ποιητής γράφει ζώντας και ζει γράφοντας, στην προσπάθειά του να κατανοήσει αρχικά τη δική του ζωή εντός του ιστορικού χρόνου, χωρίς προκαθορισμένα θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα.


Το εξωλογικό στοιχείο είναι ένα χαρακτηριστικό και δραστικό στοιχείο του ύφους του, που όσο φτάνουμε στις νεότερες συλλογές κερδίζει έδαφος και αφήνει αυτή την αύρα της χαρμολύπης. Αφουγκράζεται το ποιητικό εγώ το εσωτερικό αίτημα του ασυνειδήτου να δοθεί χώρος και χρόνος στη σιωπή να παρατηρήσει και να μιλήσει με τη δική της γλώσσα, που έχει τη δύναμη να ανατρέπει τις βεβαιότητες, τους προγραμματισμούς και τις στατιστικές. Ο λόγος του Χριστοδουλίδη υπονομεύει κριτικά τις βεβαιότητες του βλέμματος, τις επιλογές μας εντός του «μηχανοκίνητου και ηλεκτρικού» κόσμου, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό, όλες του τις δράσεις και αναρωτιέται για τη μυστική ζωή και την επικοινωνιακή δεινότητα των στοιχείων της φύσης, μας υπενθυμίζει τις φυλακισμένες και αναξιοποίητες δυνάμεις πρόσληψης του κόσμου, που ο καθένας εν δυνάμει διαθέτει κι ας μην το γνωρίζει. Ο ποιητής δεν μπαίνει σε ρόλο σοφού οδηγού, δεν προτείνει, αναρωτιέται, παρατηρεί και με σκεπτικισμό εξομολογείται στον αναγνώστη τις σκέψεις και τις υπαρξιακές και κοινωνικές αγωνίες του, φλερτάρει με την κατανόηση του αναπότρεπτου. Το ανθρώπινο είδος επιμένει ν’ ακολουθεί την πεπατημένη οδό, να δίνει ύπαρξη στο θάνατο, να τον τρέφει με όλους τους δυνατούς τρόπους «σκοτωνόμαστε επειδή ξέρουμε καλύτερα να σκοτωνόμαστε παρά να δίνουμε ζωή». Εντέλει «είμαστε το γένος του επαναλαμβανόμενου θανάτου/ σκοτωνόμαστε επειδή μας φέρνει το σκότος/χωρίς εμάς ο θάνατος δεν θα υπήρχε»




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις