"ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΥΑΛΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΩΝ" ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗ:ΜΙΑ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
Η ποιητική συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» του λογοτέχνη Γιώργου Χαριτωνίδη είναι μια ιστορία στίχων για τη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία, γραμμένη από ένα αυτόπτη μάρτυρα της, με την έννοια του μάρτυρα να αποκτά στην περίπτωση αυτή, ένα εμπλουτισμένο νόημα, αφού ο ποιητής δεν ήταν μόνο αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών γεγονότων του 74.
Ηταν ταυτόχρονα μάρτυρας ως κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές, ως μελλοθάνατος, γιατί η σκιά του θανάτου έπεφτε βαριά πάνω όσους πολέμησαν τον Αττίλα, σε όσους αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στις τουρκικές φυλακές. Αυτή η βαριά σκιά πέφτει και πάνω στους στίχους του Χαριτωνίδη, τους νοηματοδοτεί.
«Δεκαπέντε αιχμαλώτους
Κάτω από τον πλάτανο δολοφόνησαν..
Το ραδιόφωνο έπαιζε
Δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις…»
Εξι χρόνια νωρίτερα στις αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια, το συγκλονιστικό αυτό έργο, προάγγελο των υαλοκαθαριστήρων, καταγραφόταν με τρόπο αφοπλιστικά ρεαλιστικό η τρομαχτική εξάσκηση των Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στην ιδέα του θανάτου.
Ο Τούρκος μηχανικός αρχίζει να τους χτυπά μ’ ένα σφυρί μέσα στο λεωφορείο.
«Χτύπαγε στα πόδια και το κεφάλι-γράφει ο Χαριτωνίδης- Ακουγα την κραυγή του πόνου που πλησίαζε και περίμενα να φάω κι εγώ το χτύπημα, για να τελειώνω. Ημουν σκυφτός και σφιγμένος από το φόβο. Εφαγα μια. Με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πόνεσα πολύ, αλλά δε λιποθύμησα. Το άλλο χτύπημα που μου έτυχε ήταν στην πλάτη. Οι αιχμάλωτοι ούρλιαζαν από τον πόνο και τον πανικό. Σε κάποια στάση κατέβηκε κι έτσι γλυτώσαμε προσωρινά».
Τα βασανιστήρια, οι κακουχίες και η πορεία προς το άγνωστο που ισοδυναμούν στη ψυχή του ανθρώπου με βάδισμα προς το θάνατο συνεχίζονται στις τουρκικές φυλακές και απεικονίζονται ανάγλυφα στους υαλοκαθαριστήρες.
«Στο 251 τ.π. μείναμε οι μισοί,
Αιχμάλωτοι οι άλλοι.
Φυλακές Τουρκίας,
Κουκούτσια καρπουζιού,
Όσα πέσανε ή έφτυσαν οι άλλοι
Απ, την πείνα μην πεθάνω…»
Ο Χαριτωνίδης ενόσω ήταν αιχμάλωτος, αναγκαζόταν να τρώει τα κουκούτσια των καρπουζιών για να επιβιώσει. Ηταν τόσο μικρές οι μερίδες των καρπουζιών που μοίραζαν οι φύλακες στους κρατούμενους, που δεν αρκούσαν. Μάζευε τα κουκούτσια και τα κατάπινε. Αυτά τα κουκούτσια συνέθεσαν για τον συγγραφέα ένα μωσαϊκό ανελέητης μνήμης. Ο ίδιος το είπε αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια. Εγώ θα αποτολμούσα να το αποκαλέσω, σφετεριζόμενος ένα στίχο του Καρούζου, ενθύμιο φρίκης.
Η αναφορά στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Χαριτωνίδη, θα ήταν ατελής αν δεν συμπληρωνόταν με την υπόμνηση της νουβέλας του «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας», ένα οδυνηρό οδοιπορικό στις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας, μια μαυρόασπρη αντιπαράθεση με το πολύχρωμο φόντο των προκατοχικών αναμνήσεων, που κατέστη δυνατή με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003.
Τα τρία αυτά έργα ενώνονται ως κρίκοι στην ίδια αλυσίδα παραπέμπουν θεματολογικά αλλά και βασανιστικά στη νοητή εκείνη αλυσίδα που 39 τώρα χρόνια κρατά την Κύπρο αιχμάλωτη της τουρκικής αυθαιρεσίας και ακίνητη στο χρόνο. Συνιστούν μια λυρική μαρτυρία ατομικής και συλλογικής οδύνης, συνυφασμένης με την πορεία ενός ολόκληρου λαού.
Η συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» είναι το ποιητικό επιστέγασμα των προηγούμενων δύο πεζών του Χαριτωνίδη. Το έργο αν και κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία, εκτυλισσόμενο στο φόντο του χαμένου χώρου και χρόνου, στο φόντο της χαμένης αλλά ζωντανής πατρίδας, δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση παράδοσης ή μοιρολατρίας. Το προφανές τετελεσμένο δεν γίνεται αποδεκτό από τον λογοτέχνη. Ο ποιητής που από αιχμάλωτος των Τούρκων, έγινε εσαεί αιχμάλωτος της τρομαχτικής περιπέτειας του, βρίσκει τη δύναμη να τραγουδά με αξιοπρέπεια τους επώδυνους στίχους του, οραματιζόμενος ηρωικές αποτροπές γεγονότων. Γράφει:
«Γύρω στις έντεκα με δώδεκα τη νύχτα, την ώρα που νυστάζω,
Ανακαταλαμβάνω το κάστρο της Κερύνειας».
Αυτή η άρνηση υποταγής λαμβάνει ενίοτε μια μορφή υπερβατική και ευχετήρια, εξέλιξη όχι παράλογη, μπροστά στο δέος της συμφοράς.
«Αν έπρεπε να αφανιστούμε,
Αν έπρεπε να χάσουμε σπίτια και περιουσίες,
Υπήρχαν πολλές καταστροφές:
Οι σεισμοί,
Οι πλήμμυρες,
Οι πυρκαγιές»
Η αδυναμία του κοινού ανθρώπου να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας, αναδύεται από το ποίημα με μια μοντική διάθεση. Οι «υαλοκαθαριστήρες» δικαιωματικά διεκδικούν μια περίοπτη θέση στη κυπριακή λογοτεχνία αφού, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από μια κατακτημένη δια πυρός και σιδήρου μοναδικότητα: Πρόκειται για μια έντιμη, πολλές φορές χαμηλόφωνη, βιωματική μαρτυρία πολέμου που σπάνια συναντούμε στην ποίηση μας. Ελάχιστοι είναι οι Κύπριοι λογοτέχνες που βίωσαν στο πεδίο της μάχης την κόλαση του πολέμου και ακολούθως αποτόλμησαν την ποιητική ανάπλαση των βιωμάτων τους. Ναι συμφωνώ, ο ποιητής δεν μπορεί να βρίσκεται πάντα στον πυρήνα που πάλλει την ποιητική του. Η διαισθητική ικανότητα, παράμετρος της ποιητικής νοημοσύνης, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση της ποίησης.
Η βιωματική όμως ανάπλαση της φρίκης του πολέμου προϋποθέτει τη φυσική παρουσία του ποιητή. Και ιδού η τραγική ειρωνεία. Οσα για τον άνθρωπο ως φυσική παρουσία στο χώρο συνιστούν μαρτύριο φρικτό και μοίρα τραγική για την ποίηση αποτελούν προνόμιο.
«Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή
Σκοτωμένα σώματα του Ιούλη
Ανάσκελα μπρούμυτα
Αγνοούμενα, έμειναν εκεί.
Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή,
Τώρα σώματα, στην ίδια θέση,
Αγγλοσαξώνων,
Στην ίδια στάση,
Ρουφούν σε τιμή ευκαιρίας
Της Κερύνειας τον ήλιο»
Το πιο πάνω ποίημα δεν είναι μόνο ένα απτό παράδειγμα αυθεντικής κατάθεσης για τη φρικαλεότητα του πολέμου. Είναι η σύζευξη, η συμπλοκή του τότες με το τώρα, το τώρα των κατεχομένων, όπου Βρετανοί τουρίστες λικνίζονται ακριβώς στην ίδια ακτή όπου πριν από 35 χρόνια κείτονταν τα πτώματα του πολέμου. Συνιστά ταυτόχρονα το δεύτερο μοτίβο μιας δέσμης ποιημάτων, που αναδεικνύουν την άλλη παραλλαγή της τραγικής κυπριακής πραγματικότητας . Αυτήν της επιστροφής σε αγαπημένα μέρη μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η οποία διαφέρει αλλά δεν υπολείπεται συγκινησιακής φόρτισης από εκείνην του 74 γιατί πρόκειται για μια δραματική σύγκρουση του ανθρώπου με τον χρόνο: Το χρόνο προ και κατά το 74 και το χρόνο που διαμορφώνει το τοπίο της αισθητικής αναζήτησης του συγγραφέα, δεκαετίες μετά.
Η δίψα των προσφύγων να δουν τι απέγιναν οι τόποι τους, στερεύει απότομα αφού η αυθόρμητη πηγή της κίνησης προς τα κατεχόμενα εδάφη μας, φέρνει τις χιλιάδες εκείνες των αγνών ανθρώπων που πέρασαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα το 2003, αντιμέτωπους με την σύγχρονη εκδοχή της κατοχής. Οι μνήμες από το σχήμα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, από τα όρια των περβολιών και των αμπελώνων, οι ενοράσεις των ανεξερεύνητων οριζόντων της πατρίδας μας πριν τους θολώσει ο καπνός του πολέμου, τα χρόνια που αναγκάστηκε να εκριζώσει και να πάρει μαζί του ο κάθε ξεριζωμένος στον μεταγενέστερο τόπο της προσφυγοποίησης, ξαφνικά καταρρέουν και συνθλίβονται κάτω από το βάρος της συνάντησης με την αλλοτριωμένη κατοχική πραγματικότητα. Μια διαδικασία απομυθοποίησης πόθων και αναμνήσεων αρχίζει με τη συνειδητοποίηση του ότι δεν πρόκειται για πραγματική επιστροφή αλλά για περιήγηση σε μέρη που τώρα φαντάζουν πιότερο ξένα παρά οικεία.
Το είπε ο μεγάλος μας λόγιος και ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής. Από το 74 και εντεύθεν, ο χρόνος έπαψε να έχει για την Κύπρο τη γνωστή του μορφή. Ζούμε εγκλωβισμένοι σε μια σχισμή του χρόνου.
«Στο βομβαρδισμένο σπίτι μια κάμαρη μόνο ορθή.
Κοτέτσι σήμερα έποικου,
Στη θέση τους τα έπιπλα.
Μόνο η βιβλιοθήκη μπρούμυτα
Κάτω πεσμένη,
Νεκρός από πισώπλατη σφαίρα.
Τα βιβλία σκόρπια πτώματα,
Τυμπανισμένα.
Στις λέξεις τους
Πατούν και κουτσουλούν οι κότες».
Η ένταση των βιωμάτων αναζωπυρώνεται και τροφοδοτεί μια ήδη προϋπάρχουσα μετατραυματική εμπειρία, δείγμα του ότι η ατομική μνήμη, σμιλεμένη στις προκλήσεις δύσκολων καιρών, μπορεί να αντιπαρατεθεί με αξιοπρέπεια σε πρακτικές συλλογικής αμνησίας.
Γιατί με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων του, ο Χαριτωνίδης έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί να συνθέσει κάτι πέραν από ένα πληγωτικό ανάγνωσμα. Φιλοδοξεί οι υαλοκαθαριστήρες του να καθαρίσουν το λερωμένο από τα ψέματα και την υποκρισία ανεμοθώρακα της σημερινής καθημερινότητας μας.
Η κίνηση των υαλοκαθαριστήρων επιτρέπει στον αναγνώστη, χωρίς εχέγγυα επιστροφής, να διεισδύσει στην εμπόλεμη ζώνη που χαράχτηκε ανεξίτηλα στα εσώψυχα του ποιητή, να βιώσει με τη σειρά του τους εφιάλτες και τον εκμηδενισμό που επιφέρει ο πόλεμος, είτε αυτός χάνεται, είτε κερδίζεται.
Αυτό το αμετακίνητο υπαρξιακό φορτίο που ενετάλην να κουβαλά ο Χαριτωνίδης στους ώμους του, δονείται και αποτυπώνεται με ποιητική πνοή ισχύος σε μια από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής:
«Βιογραφικό μην μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
Μετά που με ξεσκόνισαν
Απ’ το βορινό παράθυρο του σπιτιού μου,
Ως προσφυγόσκονη κατακαθημένη
Ζω στην Αθήνα.
Συχνά οι νοικοκυρές με καθαρίζουν
Απ’ τα τζάμια τους»
Το βιβλίο του Χαριτωνίδη είναι πιστεύω μια σημαντική στιγμή στην κυπριακή ποίηση. Αν μη τι άλλο, υπηρετεί την ανάγκη μιας επικοινωνίας που στις μέρες μας μοιάζει χαμένη γιατί παραμένει ανείπωτη. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου που δεν έζησε αλλά επέζησε. Ενός ανθρώπου που πέρασε μέσα από τη φωτιά και εξήλθε καιόμενος. Αστάθμητοι παράγοντες καθόρισαν την τύχη του. Η μοίρα του δέθηκε με τη μοίρα της πατρίδας του, συνάμα, με τη μοίρα χιλιάδων άλλων γνωστών και αγνώστων που είτε χάθηκαν για πάντα, ξεχασμένοι, είτε έμειναν να ζουν σημαδεμένοι από αυτά που τους έτυχαν. Κάποιοι από αυτούς για να εξιστορούν, να αυτοπροσδιορίζονται και να μας βοηθούν να αυτοπροσδιοριστούμε. Αν δεν υπήρχε συλλογή αυτή, θα έπρεπε να γραφτεί αφού κατά την άποψη μου, πέραν των άλλων χαρισμάτων της, επικυρώνει ένα από τα πλέον μνημειώδη ποιήματα της κυπριακής λογοτεχνίας, τον Ονήσιλο του Παντελή Μηχανικού:
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Τριαντατρία χρόνια μετά την έκδοση της βραβευμένης «Κατάθεσης» του Μηχανικού που περιλαμβάνει τον Ονήσιλο, ένα άλλος ποιητής, επιχειρεί να διαπεράσει το παχύ μας δέρμα, να μας στείλει το μήνυμα ότι τίποτα δεν ξεχνιέται, ότι χωρίς γνώση του παρελθόντος, της ιστορίας, δεν υπάρχει μέλλον. Κάποιοι ίσως πουν είναι αργά, το πεπρωμένο έχει γραφτεί. Ο Χαριτωνίδης νομίζω όμως μας υποβάλλει πώς αν υπάρχει πεπρωμένο, αξίζει κανείς να προσπαθήσει να το υπονομεύσει ή τουλάχιστον, αξίζει κανείς να αγωνίζεται μέχρι να του εμφανιστεί.
Ηταν ταυτόχρονα μάρτυρας ως κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές, ως μελλοθάνατος, γιατί η σκιά του θανάτου έπεφτε βαριά πάνω όσους πολέμησαν τον Αττίλα, σε όσους αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στις τουρκικές φυλακές. Αυτή η βαριά σκιά πέφτει και πάνω στους στίχους του Χαριτωνίδη, τους νοηματοδοτεί.
«Δεκαπέντε αιχμαλώτους
Κάτω από τον πλάτανο δολοφόνησαν..
Το ραδιόφωνο έπαιζε
Δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις…»
Εξι χρόνια νωρίτερα στις αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια, το συγκλονιστικό αυτό έργο, προάγγελο των υαλοκαθαριστήρων, καταγραφόταν με τρόπο αφοπλιστικά ρεαλιστικό η τρομαχτική εξάσκηση των Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στην ιδέα του θανάτου.
Ο Τούρκος μηχανικός αρχίζει να τους χτυπά μ’ ένα σφυρί μέσα στο λεωφορείο.
«Χτύπαγε στα πόδια και το κεφάλι-γράφει ο Χαριτωνίδης- Ακουγα την κραυγή του πόνου που πλησίαζε και περίμενα να φάω κι εγώ το χτύπημα, για να τελειώνω. Ημουν σκυφτός και σφιγμένος από το φόβο. Εφαγα μια. Με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πόνεσα πολύ, αλλά δε λιποθύμησα. Το άλλο χτύπημα που μου έτυχε ήταν στην πλάτη. Οι αιχμάλωτοι ούρλιαζαν από τον πόνο και τον πανικό. Σε κάποια στάση κατέβηκε κι έτσι γλυτώσαμε προσωρινά».
Τα βασανιστήρια, οι κακουχίες και η πορεία προς το άγνωστο που ισοδυναμούν στη ψυχή του ανθρώπου με βάδισμα προς το θάνατο συνεχίζονται στις τουρκικές φυλακές και απεικονίζονται ανάγλυφα στους υαλοκαθαριστήρες.
«Στο 251 τ.π. μείναμε οι μισοί,
Αιχμάλωτοι οι άλλοι.
Φυλακές Τουρκίας,
Κουκούτσια καρπουζιού,
Όσα πέσανε ή έφτυσαν οι άλλοι
Απ, την πείνα μην πεθάνω…»
Ο Χαριτωνίδης ενόσω ήταν αιχμάλωτος, αναγκαζόταν να τρώει τα κουκούτσια των καρπουζιών για να επιβιώσει. Ηταν τόσο μικρές οι μερίδες των καρπουζιών που μοίραζαν οι φύλακες στους κρατούμενους, που δεν αρκούσαν. Μάζευε τα κουκούτσια και τα κατάπινε. Αυτά τα κουκούτσια συνέθεσαν για τον συγγραφέα ένα μωσαϊκό ανελέητης μνήμης. Ο ίδιος το είπε αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια. Εγώ θα αποτολμούσα να το αποκαλέσω, σφετεριζόμενος ένα στίχο του Καρούζου, ενθύμιο φρίκης.
Η αναφορά στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Χαριτωνίδη, θα ήταν ατελής αν δεν συμπληρωνόταν με την υπόμνηση της νουβέλας του «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας», ένα οδυνηρό οδοιπορικό στις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας, μια μαυρόασπρη αντιπαράθεση με το πολύχρωμο φόντο των προκατοχικών αναμνήσεων, που κατέστη δυνατή με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003.
Τα τρία αυτά έργα ενώνονται ως κρίκοι στην ίδια αλυσίδα παραπέμπουν θεματολογικά αλλά και βασανιστικά στη νοητή εκείνη αλυσίδα που 39 τώρα χρόνια κρατά την Κύπρο αιχμάλωτη της τουρκικής αυθαιρεσίας και ακίνητη στο χρόνο. Συνιστούν μια λυρική μαρτυρία ατομικής και συλλογικής οδύνης, συνυφασμένης με την πορεία ενός ολόκληρου λαού.
Η συλλογή «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» είναι το ποιητικό επιστέγασμα των προηγούμενων δύο πεζών του Χαριτωνίδη. Το έργο αν και κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία, εκτυλισσόμενο στο φόντο του χαμένου χώρου και χρόνου, στο φόντο της χαμένης αλλά ζωντανής πατρίδας, δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση παράδοσης ή μοιρολατρίας. Το προφανές τετελεσμένο δεν γίνεται αποδεκτό από τον λογοτέχνη. Ο ποιητής που από αιχμάλωτος των Τούρκων, έγινε εσαεί αιχμάλωτος της τρομαχτικής περιπέτειας του, βρίσκει τη δύναμη να τραγουδά με αξιοπρέπεια τους επώδυνους στίχους του, οραματιζόμενος ηρωικές αποτροπές γεγονότων. Γράφει:
«Γύρω στις έντεκα με δώδεκα τη νύχτα, την ώρα που νυστάζω,
Ανακαταλαμβάνω το κάστρο της Κερύνειας».
Αυτή η άρνηση υποταγής λαμβάνει ενίοτε μια μορφή υπερβατική και ευχετήρια, εξέλιξη όχι παράλογη, μπροστά στο δέος της συμφοράς.
«Αν έπρεπε να αφανιστούμε,
Αν έπρεπε να χάσουμε σπίτια και περιουσίες,
Υπήρχαν πολλές καταστροφές:
Οι σεισμοί,
Οι πλήμμυρες,
Οι πυρκαγιές»
Η αδυναμία του κοινού ανθρώπου να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας, αναδύεται από το ποίημα με μια μοντική διάθεση. Οι «υαλοκαθαριστήρες» δικαιωματικά διεκδικούν μια περίοπτη θέση στη κυπριακή λογοτεχνία αφού, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από μια κατακτημένη δια πυρός και σιδήρου μοναδικότητα: Πρόκειται για μια έντιμη, πολλές φορές χαμηλόφωνη, βιωματική μαρτυρία πολέμου που σπάνια συναντούμε στην ποίηση μας. Ελάχιστοι είναι οι Κύπριοι λογοτέχνες που βίωσαν στο πεδίο της μάχης την κόλαση του πολέμου και ακολούθως αποτόλμησαν την ποιητική ανάπλαση των βιωμάτων τους. Ναι συμφωνώ, ο ποιητής δεν μπορεί να βρίσκεται πάντα στον πυρήνα που πάλλει την ποιητική του. Η διαισθητική ικανότητα, παράμετρος της ποιητικής νοημοσύνης, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση της ποίησης.
Η βιωματική όμως ανάπλαση της φρίκης του πολέμου προϋποθέτει τη φυσική παρουσία του ποιητή. Και ιδού η τραγική ειρωνεία. Οσα για τον άνθρωπο ως φυσική παρουσία στο χώρο συνιστούν μαρτύριο φρικτό και μοίρα τραγική για την ποίηση αποτελούν προνόμιο.
«Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή
Σκοτωμένα σώματα του Ιούλη
Ανάσκελα μπρούμυτα
Αγνοούμενα, έμειναν εκεί.
Στο Πέντε Μίλι, στην ακτή,
Τώρα σώματα, στην ίδια θέση,
Αγγλοσαξώνων,
Στην ίδια στάση,
Ρουφούν σε τιμή ευκαιρίας
Της Κερύνειας τον ήλιο»
Το πιο πάνω ποίημα δεν είναι μόνο ένα απτό παράδειγμα αυθεντικής κατάθεσης για τη φρικαλεότητα του πολέμου. Είναι η σύζευξη, η συμπλοκή του τότες με το τώρα, το τώρα των κατεχομένων, όπου Βρετανοί τουρίστες λικνίζονται ακριβώς στην ίδια ακτή όπου πριν από 35 χρόνια κείτονταν τα πτώματα του πολέμου. Συνιστά ταυτόχρονα το δεύτερο μοτίβο μιας δέσμης ποιημάτων, που αναδεικνύουν την άλλη παραλλαγή της τραγικής κυπριακής πραγματικότητας . Αυτήν της επιστροφής σε αγαπημένα μέρη μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η οποία διαφέρει αλλά δεν υπολείπεται συγκινησιακής φόρτισης από εκείνην του 74 γιατί πρόκειται για μια δραματική σύγκρουση του ανθρώπου με τον χρόνο: Το χρόνο προ και κατά το 74 και το χρόνο που διαμορφώνει το τοπίο της αισθητικής αναζήτησης του συγγραφέα, δεκαετίες μετά.
Η δίψα των προσφύγων να δουν τι απέγιναν οι τόποι τους, στερεύει απότομα αφού η αυθόρμητη πηγή της κίνησης προς τα κατεχόμενα εδάφη μας, φέρνει τις χιλιάδες εκείνες των αγνών ανθρώπων που πέρασαν για πρώτη φορά τα οδοφράγματα το 2003, αντιμέτωπους με την σύγχρονη εκδοχή της κατοχής. Οι μνήμες από το σχήμα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, από τα όρια των περβολιών και των αμπελώνων, οι ενοράσεις των ανεξερεύνητων οριζόντων της πατρίδας μας πριν τους θολώσει ο καπνός του πολέμου, τα χρόνια που αναγκάστηκε να εκριζώσει και να πάρει μαζί του ο κάθε ξεριζωμένος στον μεταγενέστερο τόπο της προσφυγοποίησης, ξαφνικά καταρρέουν και συνθλίβονται κάτω από το βάρος της συνάντησης με την αλλοτριωμένη κατοχική πραγματικότητα. Μια διαδικασία απομυθοποίησης πόθων και αναμνήσεων αρχίζει με τη συνειδητοποίηση του ότι δεν πρόκειται για πραγματική επιστροφή αλλά για περιήγηση σε μέρη που τώρα φαντάζουν πιότερο ξένα παρά οικεία.
Το είπε ο μεγάλος μας λόγιος και ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής. Από το 74 και εντεύθεν, ο χρόνος έπαψε να έχει για την Κύπρο τη γνωστή του μορφή. Ζούμε εγκλωβισμένοι σε μια σχισμή του χρόνου.
«Στο βομβαρδισμένο σπίτι μια κάμαρη μόνο ορθή.
Κοτέτσι σήμερα έποικου,
Στη θέση τους τα έπιπλα.
Μόνο η βιβλιοθήκη μπρούμυτα
Κάτω πεσμένη,
Νεκρός από πισώπλατη σφαίρα.
Τα βιβλία σκόρπια πτώματα,
Τυμπανισμένα.
Στις λέξεις τους
Πατούν και κουτσουλούν οι κότες».
Η ένταση των βιωμάτων αναζωπυρώνεται και τροφοδοτεί μια ήδη προϋπάρχουσα μετατραυματική εμπειρία, δείγμα του ότι η ατομική μνήμη, σμιλεμένη στις προκλήσεις δύσκολων καιρών, μπορεί να αντιπαρατεθεί με αξιοπρέπεια σε πρακτικές συλλογικής αμνησίας.
Γιατί με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων του, ο Χαριτωνίδης έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί να συνθέσει κάτι πέραν από ένα πληγωτικό ανάγνωσμα. Φιλοδοξεί οι υαλοκαθαριστήρες του να καθαρίσουν το λερωμένο από τα ψέματα και την υποκρισία ανεμοθώρακα της σημερινής καθημερινότητας μας.
Η κίνηση των υαλοκαθαριστήρων επιτρέπει στον αναγνώστη, χωρίς εχέγγυα επιστροφής, να διεισδύσει στην εμπόλεμη ζώνη που χαράχτηκε ανεξίτηλα στα εσώψυχα του ποιητή, να βιώσει με τη σειρά του τους εφιάλτες και τον εκμηδενισμό που επιφέρει ο πόλεμος, είτε αυτός χάνεται, είτε κερδίζεται.
Αυτό το αμετακίνητο υπαρξιακό φορτίο που ενετάλην να κουβαλά ο Χαριτωνίδης στους ώμους του, δονείται και αποτυπώνεται με ποιητική πνοή ισχύος σε μια από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής:
«Βιογραφικό μην μου ζητάτε.
Δεν γεννήθηκα.
Πέθανα απευθείας στη Λάπηθο.
(παρθενογένεσις, αντίθετη έννοια).
Ως σκόνη μόνο υπάρχω.
Μετά που με ξεσκόνισαν
Απ’ το βορινό παράθυρο του σπιτιού μου,
Ως προσφυγόσκονη κατακαθημένη
Ζω στην Αθήνα.
Συχνά οι νοικοκυρές με καθαρίζουν
Απ’ τα τζάμια τους»
Το βιβλίο του Χαριτωνίδη είναι πιστεύω μια σημαντική στιγμή στην κυπριακή ποίηση. Αν μη τι άλλο, υπηρετεί την ανάγκη μιας επικοινωνίας που στις μέρες μας μοιάζει χαμένη γιατί παραμένει ανείπωτη. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου που δεν έζησε αλλά επέζησε. Ενός ανθρώπου που πέρασε μέσα από τη φωτιά και εξήλθε καιόμενος. Αστάθμητοι παράγοντες καθόρισαν την τύχη του. Η μοίρα του δέθηκε με τη μοίρα της πατρίδας του, συνάμα, με τη μοίρα χιλιάδων άλλων γνωστών και αγνώστων που είτε χάθηκαν για πάντα, ξεχασμένοι, είτε έμειναν να ζουν σημαδεμένοι από αυτά που τους έτυχαν. Κάποιοι από αυτούς για να εξιστορούν, να αυτοπροσδιορίζονται και να μας βοηθούν να αυτοπροσδιοριστούμε. Αν δεν υπήρχε συλλογή αυτή, θα έπρεπε να γραφτεί αφού κατά την άποψη μου, πέραν των άλλων χαρισμάτων της, επικυρώνει ένα από τα πλέον μνημειώδη ποιήματα της κυπριακής λογοτεχνίας, τον Ονήσιλο του Παντελή Μηχανικού:
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Τριαντατρία χρόνια μετά την έκδοση της βραβευμένης «Κατάθεσης» του Μηχανικού που περιλαμβάνει τον Ονήσιλο, ένα άλλος ποιητής, επιχειρεί να διαπεράσει το παχύ μας δέρμα, να μας στείλει το μήνυμα ότι τίποτα δεν ξεχνιέται, ότι χωρίς γνώση του παρελθόντος, της ιστορίας, δεν υπάρχει μέλλον. Κάποιοι ίσως πουν είναι αργά, το πεπρωμένο έχει γραφτεί. Ο Χαριτωνίδης νομίζω όμως μας υποβάλλει πώς αν υπάρχει πεπρωμένο, αξίζει κανείς να προσπαθήσει να το υπονομεύσει ή τουλάχιστον, αξίζει κανείς να αγωνίζεται μέχρι να του εμφανιστεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου