ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ



Ανέλαβα να γράψω και να πω τον επικήδειο σου πατέρα αλλά νιώθω ανήμπορος να σηκώσω το βάρος αυτής της ευθύνης. Πώς να αναφερθώ σε σένα σε χρόνο θανατερά παρελθοντικό, όταν όλη σου η ζωή ήταν ένα παράδειγμα αγώνα, ακατάβλητης δύναμης και απαράμιλλου σθένους; Ένα παράδειγμα παθιασμένης απώθησης κάθε είδους θανάτου, φυσικού, πνευματικού, ιδεολογικού…




Μνημειώνονταν μέσα σου υλικά στιβαρά και άτεγκτα όπως η υπομονή, η επιμονή, η πίστη.
Πώς να συνοψίσω τι ήσουν για μας, την οικογένειά σου, αλλά και τον κόσμο, όταν οι πράξεις και οι στάσεις ζωής σου υπερβαίνουν την ευρωστία των λέξεων;
Πατέρα, τώρα που σου μιλώ η ζωή μου, η ζωή μας μαζί σου ξετυλίγεται σαν κινηματογραφική ταινία, μόνο που αυτή δεν έχει τέλος, δεν οριοθετείται στο σκληρό πλαίσιο μιας υπολογισμένης αποπεράτωσης.
Έζησες με όλους τους δυνατούς τρόπους: Ως σύντροφος-λατρεμένος της μάνας μας. Ο δεσμός σας αποτελεί σύμβολο παντοτινής αγάπης και αφοσίωσης του ενός προς τον άλλον.
Έζησες ως πατέρας, γιος, αδελφός, παππούς, θείος, φίλος, πολιτικός, αγωνιστής, πατριώτης γιατρός, αγρότης, κυνηγός, παρεάκι των πιο απλών ανθρώπων της γης και του κάματου. Nοηματοδότησες όλες αυτές τις ιδιότητες με την αφοσίωσή σου. Έζησες ανεξίτηλος, άσπιλος, έτοιμος και θαρραλέος απέναντι στις μικρές και μεγάλες προκλήσεις που συνάντησες στον δρόμο σου. Προσκολλημένος αθεράπευτα στις αρχές, τα πιστεύω, την ιδεολογία σου.
Έζησες λιονταρίσιος και αληθινός. Μιλούσες ισότιμα με προέδρους κυβερνήσεων αλλά και με τον καφετζή της Αλκής. Ξεχώριζες τους ανθρώπους, όχι από τα αξιώματά τους, αλλά από την ανθρωπιά τους.
Ένας άνθρωπος είναι πολλά πράγματα και εσύ ήσουν σχεδόν όλα όσα προσπάθησες.
Σε χαρακτήριζαν οι πράξεις και τα λίγα λόγια. Συνηθίζουμε, εμείς, το γένος των ανθρώπων, για να διακοσμήσουμε τη διαδρομή των αγαπημένων μας ώστε να αντέξουμε την εκκωφαντική τους απουσία, να επιλέγουμε τα πιο ηχηρά επίθετα για τον βίο και την πολιτεία τους. Πατέρα, εσύ δεν τα χρειάζεσαι αυτά και απολογούμαι που τα χρησιμοποιώ, θα θύμωνες.
Δεν ήσουν των αφηγήσεων και των μακρών διηγήσεων, δεν ήσουν ούτε των επιδείξεων. Μας εμπότισες με τις πιο θεμελιώδεις αρχές, την αξιοπρέπεια, την αγάπη για την ελευθερία, την πατρίδα, τον αδικημένο και τον καταφρονεμένο, χωρίς ποτέ ευθέως να μας διδάξεις γι’ αυτά.
Ήταν αρκετό να παρατηρούμε την πορεία σου μέσα στον χρόνο, τη δράση σου μέσα στο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον στην Κύπρο και στο εξωτερικό, για να διδαχθούμε ότι τα βασικά που συγκροτούσαν την ύπαρξή σου, είναι τα απαραίτητα για μια άξια να τη ζήσει κανείς ζωή.
Ο κάθε άνθρωπος, πολύ περισσότερο αυτός που δρα στη δημόσια σφαίρα, μετριέται καθοριστικά μέσα από τις συμπεριφορές του απέναντι στα μεγάλα γεγονότα, αυτοπροσδιορίζεται, παραδειγματίζει και εν τέλει διαμορφώνει τους άλλους.
15 Ιουλίου 1974, πρωί. Από το ραδιόφωνο ηχεί το τρομαχτικό «ο Μακάριος είναι νεκρός». Εσύ εκείνη την ώρα να χορηγείς ενδοφλέβια ένεση σε ένα ασθενή σου. Τελειώνεις, δίνεις βιαστικά οδηγίες για το τι να κάνουμε εγώ με την έγκυο τον Κώστα, μητέρα μου, ανοίγεις την πόρτα του διαμερίσματος και εξαφανίζεσαι. Πολύ αργότερα εγώ και τα αδέλφια μου, μάθαμε διαβάζοντας για σένα, ότι εκείνες της μέρες της προδοσίας εσύ αντιστεκόσουνα στα σοκάκια και τα καντούνια της Λάρνακας. Ότι παραλίγο να ήσουν κι εσύ ένας εκ των τεσσάρων ηρώων που πέσανε νεκροί στην πλατεία Ακρόπολης από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών.
Λίγες μέρες αργότερα, οι πραξικοπηματίες εμφανίζονται στο ξωπόρτι της μάνας σου της Αγάθης, με προτεταμένα τα όπλα. Εκεί που κρυβόμασταν. Σε αναζητούσαν μαζί με τον πατέρα σου, τον αείμνηστο Γιώργο Χριστοδουλίδη, για να σας σκοτώσουν. Δεν ήξεραν με ποιαν τα έβαλαν. Η Αγάθη τους απωθεί φωνάζοντας και χειρονομώντας, φεύγουν σαν δειλοί. Ανασύρω μέσα από την καυτή μνήμη παραστάσεις τρομερές, όπως όταν εμφανίστηκες καταμεσήμερα μπροστά μου, μεταμφιεσμένος σε γριούλα για να με μεταφέρεις κάπου χωρίς να γίνεις αντιληπτός από τους διώκτες σου.
20 Ιουλίου 1974-τουρκική εισβολή…
Θυμάμαι στο αυτοκίνητο στον δρόμο προς τη Λεμεσό, το όπλο στο βάθος της θέσης του συνοδηγού, τυλιγμένο μέσα σε ένα λευκό σεντόνι για να μην το δω. Κι όταν ψαχούλεψα τη σκληρή επιφάνεια με τα πόδια μου και σε ρώτησα παιδί έξι χρονών «παπά τι είναι αυτό;» η ιστορία πολύ αργότερα μου απάντησε ότι «ο πατέρας σου πολέμησε στον Πενταδάκτυλο τους Τούρκους εισβολείς».
Αρνήθηκες τις τιμές, δεν έψαξες για μετάλλια ανδρείας, δεν ξέρω καν αν είσαι καταχωρημένος στο μητρώο των αγωνιστών. Είσαι όμως μια για πάντα καταχωρημένος στο περίλαμπρο μητρώο της τιμής και της αρετής.
Είναι ίδιον των ξεχωριστών ανθρώπων, να είναι ανεπιθύμητοι όταν είναι αληθινοί, να είναι παράφωνοι όταν απαιτείται μονοφωνία, να περιθωριοποιούνται εν τέλει, επειδή επιμένουν να λογοδοτούν πρωτίστως στην ανήσυχη συνείδησή τους. Από το τότε, από το 2004 δηλαδή, κάποιοι που σε αγαπούσαν σε χαρακτήρισαν «μια μπλε πινελιά μέσα στο κόκκινο», εσένα που τόσο αγνά αλλά παθιασμένα αποκαλούσες τον εαυτό σου αδιόρθωτο κομμουνιστή και πατριώτη μέχρι θανάτου.
Πατέρα, σε αποχαιρετούμε σήμερα με αγάπη σπαραγμένη, έχοντας την οδύνη για την απώλειά σου αλλά και την περηφάνια για το τι υπήρξες, να συνυφαίνουν το ύφασμα των πιο λεπτών μας αισθημάτων. Σε αποχαιρετούμε, έχοντας ενσταλάξει μέσα μας το μεδούλι των ονείρων σου, που επιζούν πέραν από το θάνατο σου, για μια Κύπρο ελεύθερη, μια κοινωνία ανθρωποκεντρική, έναν κόσμο δικαιότερο.
Σε αποχαιρετούμε με αγάπη και προσευχόμαστε να είναι ελαφρύ το αγαπημένο σου κυπριακό χώμα που θα σε σκεπάσει, η Ανδρούλα, ο Κώστας , η Βικτώρια, εγώ, ο Σταύρος, η Ελενα, η Δέσπω, ο Θεόδωρος, η Σώτια-Μυρτώ, ο Ερνέστο-Θεόδωρος, η Κυβέλη, ο Ορέστης, ο Άρης, ο Γιώργος, ο Ανδρέας και ο Θοδωρής, τα εγγόνια σου τα αγαπημένα, για τα οποία γινόσουν κεφάτο παιδί, όπως αποχαιρετά ένα μικρό δάσος από ψυχές τον πρωταρχικό του πλάτανο.
Θέλουμε να είμαστε η συνέχεια αυτού που είσαι και δεν θα ξεχαστείς.
Σε θάβουμε βαθιά μέσα στην καρδιά μας.

4/4/2024, Εκκλησία Φανερωμένης, Λάρνακα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις