ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΝΕΙΡΟ, SOGNO DI MARE
traduzione:Alexandra Zampa
Lungo le coste
di settembre
s’annidano segreti inaccessibili.
Più in basso del
lavorio della sabbia
dove residui
di acqua salmastra
si mischiano con
olii e grassi
e voci interrotte
seppellite frettolosamente
dentro i
carapaci verde-cenere
e le conchiglie
perché di buonumore
sono le impronte di quelli
che non sono riusciti
ad arrivare fino
qui. Trasportati
dalle
tempeste e le inseminazioni
loro.
Li ho visti.
Le sirene
reggendo scudi
interrompono il proprio canto
il canto non sa
ritornare
si dimena
perché l’inverno che
arriva
è selvaggio
trascinando con
briglie
una ciurma
di mesi ubriachi
l’inverno tiene oramai
tutte le chiavi
apre pietre e
ne cava i fossili
apre
incomplete
poesie
(che molto
difficilmente si aprono)
e sottrae lucidi
massi
apre una sciagura
una sofferenza
un’ulcera
i mesi ubriachi
sfondano senza trovare resistenza
come invasori
virtuosi delle
distruzioni
buttano giù i più
vigorosi alberi maestri
coi quali
navigavamo perduti
nei mari
affondano
le memorie addormentate
le memorie sono
venti gonfi
esalanti
gli amati
uomini tracimano
quelli che non
ricordavamo quanto ci
amano
quelli che possiedono il
sempre
perché scacciati
sbocciarono nelle grotte
delle possenti montagne
dei nostri disegni
infantili
aspettando la
espirazione dell’oblio
conoscendo meglio
di noi
che un tempo
sarebbe stato necessario
proteggerci
i mesi si sorprendono ed
evaporano
nascono nuvole
le sirene
ricominciano il
loro canto
le gorgoni lanciano
frizzi col
piede
di pesce
Da qualche
interno cristallino
il ragazzo col costume
rosso
che osservava
attentamente la
scena
sorveglia il
sorgere e il tramontare
del mio sogno
cominciando a
crescere costantemente
dentro la propria ombra
quando non
ascolta
l’avvertimento della
sua mammina
“Stai attento”.
******
Παραθαλάσσιο όνειρο
Στα παραθαλάσσια του Σεπτέμβρη
φωλιάζουν
κλεισμένα μυστικά.
Χαμηλότερα από την κόπωση της άμμου
όπου υπολείμματα αλμυρού νερού
ανακατεύονται
με λάδια και λίπος
και κομμένες φωνές
που θάφτηκαν βιαστικά
μέσα σε σταχτοπράσινα
καύκαλα και όστρακα
γιατί ήταν κεφάτες
είναι τ’ αχνάρια όσων
δεν μπόρεσαν να φτάσουν ίσαμε εδώ.
δεν μπόρεσαν να φτάσουν ίσαμε εδώ.
Τα έφεραν οι θύελλες και οι σπορές τους.
Τα είδα.
Οι σειρήνες
κρατώντας ασπίδες
ανακόπτουν το
τραγούδι τους
το τραγούδι δεν ξέρει να γυρίζει σπαρταρά
γιατί ο χειμώνας που έρχεται είναι άγριος
σέρνοντας με χαλινούς
έναν συρφετό μεθυσμένων
μηνών
ο χειμώνας κρατά πια όλα τα κλειδιά
ανοίγει πέτρες και βγάζει τους μαρμαρωμένους
ανοίγει μισοτελειωμένα ποιήματα
(που αυτά πολύ
δύσκολα ανοίγουν)
και αφαιρεί στιλπνά λιθάρια
ανοίγει μια συμφορά έναν καημό ένα έλκος
οι μεθυσμένοι μήνες
προελαύνουν σαν επιδρομείς
προελαύνουν σαν επιδρομείς
βιρτουόζοι στις κατεδαφίσεις
ρίχνουν κάτω τα πιο ευθυτενή κατάρτια
αυτά με τα οποία αρμενίζαμε
απολεσμένοι μέσα
στα πέλαγα
βυθίζουν τις κοιμισμένες μνήμες
οι μνήμες
είναι φουσκωμένοι αέρηδες ξεψυχίσματος
είναι φουσκωμένοι αέρηδες ξεψυχίσματος
οι μνήμες αναδύονται
οι αγαπημένοι άνθρωποι ξεχύνονται
αυτοί που δεν θυμόμασταν πόσο μας αγαπούν
αυτοί που έχουν το πάντοτε
γιατί διωγμένοι
βλάστησαν σε σπηλιές
υψηλόσωμων βουνών
της παιδικής ζωγραφικής μας
περιμένοντας την εκπνοή της λησμονιάς
ξέροντας καλύτερα από εμάς
ότι κάποτε θα
χρειαζόταν να μας προφυλάξουν
οι μήνες σαστίζουν και εξανεμίζονται
γεννιούνται σύννεφα
οι σειρήνες ξαναρχίζουν το τραγούδι τους
οι γοργόνες
λικνίζουν περιπαιχτικά το
ιχθυοφόρο τους πόδι
πάνω στην γονατισμένη τρικυμία.
Από κάποιο κρυστάλλινο μέσα
το παιδί με το κόκκινο μαγιό
που παρατηρούσε
προσεκτικά το επεισόδιο
εποπτεύει την ανατολή και τη δύση του ονείρου
μου
ξεκινώντας να μεγαλώνει σταθερά μέσα στον
ίσκιο του
"Πρόσεχε".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου