24 ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΟΙΜΟΥ



Λογοτέχνες από Κύπρο και Ελλάδα μιλούν στο ΚΥΠΕ και στο Γιώργο Χριστοδουλίδη, είτε με την ιδιότητα τους ως ενεργοί πολίτες, είτε με τον αλληγορικό τους λόγο, είτε ακόμα ποιητικά, για τους ακραίους καιρούς που βιώνει η ανθρωπότητα εξαιτίας του θανατηφόρου λοιμού που αποκαλείται κορωνοϊός και κάνει ακόμη και υπερδυνάμεις να λυγίζουν, αλλά και τον άνθρωπο ως συγκροτημένο, εξοπλισμένο και κυρίαρχο, υποτίθεται ον, του πλανήτη, να σβήνει μέσα σε οιμωγές.

Υπάρχει όμως αισιοδοξία; Πάντοτε, συχνά, με βαρύτατες απώλειες, καταφέρναμε να επιβιώνουμε μέσα από μείζονες συμφορές. Θα τα καταφέρουμε και τώρα; Και ποιος κόσμος θα αναδυθεί μετά το τέλος κι αυτής της λαίλαπας; Η λογοτεχνία και δη η μεγάλη λογοτεχνία ποτέ δεν απαντά σε ερωτήματα, αντίθετα, τα θέτει, με τρόπο διαχρονικό και ενίοτε, αναπάντεχο. Ωστόσο, με τον αντισυμβατικό και εμπνευσμένο τους λόγο και την πολυπρισματική τους οπτική των πραγμάτων, οι λογοτέχνες από τους οποίους ζήτησε το ΚΥΠΕ να "καταθέσουν" τις λέξεις τους, φωτίζουν ένα μεγάλο μέρος της αλήθειας που μας έφερε ως εδώ, δια μέσου των αιώνων, έγκλειστους, λαβωμένους ή τραυματισμένους μεν, ακλόνητους δε φορείς της ζωής, που υπερισχύει κάθε καταστροφικής επίδρασης οποιουδήποτε λοιμού ή άλλης εκτεταμένης καταστροφής.


Αλεξάνδρα Γαλανού: «Μήνυμα στον Μεγάλο Αδελφό»


Η ποιήτρια Αλεξάνδρα Γαλανού στέλνει μήνυμα στον Μεγάλο Αδελφό και του ζητά να της επιτρέψει να πάει περίπατο στη γειτονιά και εξωτερικεύει την επίδραση του ολέθρου που παρακολουθεί, πάνω της.

Γράφει: «Είναι πολύ ευγενικός και δεν μου αρνήθηκε ούτε μια φορά μέχρι τώρα. Έτσι κι εγώ κάθε απόγευμα ανοίγω την πόρτα του εγκλεισμού μου και προχωρώ με τολμηρά βήματα. Κάνω κύκλους στο τετράγωνο, συναντώ τις αναμνήσεις μιας αλλοτινής ζωής , ξορκίζω τους παλιούς μου δαίμονες και κρατώ σφιχτά από το χέρι όλες τις απουσίες και τα κενά που μου άφησαν. Προσπαθώ απέλπιδα να κάνω όνειρα για το αύριο, αλλά δυσκολεύομαι γιατί δεν ξέρω πότε θα έρθει αυτό το αύριο, είναι και αυτή η χρονική αοριστία που με τυραννάει... Τέλος πάντων, αποφασίζω να επιστρέψω σπίτι. Κουβαλώντας μέσα μου λίγο από το άρωμα άνοιξης που δραπέτευσε στον δρόμο μπαίνω στη μυρωδιά κλεισούρας που έχει πεισματικά κολλήσει στους τοίχους του σπιτιού, ακόμη και με ανοικτά παράθυρα».

Στη συνέχεια, ανοίγει την τηλεόραση με την οποία, όπως αναφέρει, έχει αναπτύξει τελευταίως μια σχέση εχθρού/φίλου ή μάλλον φίλου/ εχθρού /συντρόφου. «Παρακολουθώ τα φέρετρα που στριμώχτηκαν σε στρατιωτικά καμιόνια στην Ιταλία, τόσες χιλιάδες οι νεκροί, τόσοι οι διασωληνωμένοι σήμερα, τόσα νέα κρούσματα κοντά μας και οι λοιμωξιολόγοι εξηγούν, ταξινομούν και μεταφράζουν αριθμούς. Κι εγώ σαν να έχω πάθει μια ανοσία με τους αριθμούς, που κάθε μέρα μου αραδιάζουν, δεν θέλω να τους αγγίξω,  με πονούν, απομακρύνομαι, φοβάμαι …»


Αντώνης Σκιαθάς: «Ημερολογιακές Σημειώσεις Εγκλεισμού»

Ο Πατρινός ποιητής Αντώνης Σκιαθάς στις «Ημερολογιακές Σημειώσεις Εγκλεισμού», ένα κείμενο συγκινητικό, μιλά για μέρες που περιγράφεται η μοναξιά ως ευλογία, αφού είναι πλέον η καθημερινότητά μας. «Ο ηθελημένος εγκλεισμός, αναφέρει, είναι ο τρόπος που επικαιροποιεί τη μοναδικότητα του βίου. Η κατοικία μας για πρώτη φορά, μετά από δεκαετίες, γίνεται ξανά ο χώρος προστασίας μας, γίνεται η «αγορά» της οικογένειάς μας, γίνεται η ασφάλεια από την επιδημία που θερίζει ανθρώπινα σώματα και ανατρέπει ανθρώπινες ψυχές. Ο συνάνθρωπος, ο γείτονας, ο συγγενής, για πρώτη φορά, με τόσο έντονο τρόπο στους τελευταίους δύο αιώνες, γίνεται «ο κίνδυνος» για την ύπαρξη της ακεραιότητάς μας. Στο «πανηγύρι» αυτό της μοναχικότητας, συνεχίζει, όρισα τον τρόπο του ζειν, όπως αυτόν τον διαμορφώνει η πανδημία του ιού μέσα στο σπίτι μου με τους κώδικες που ο χρόνος των δραστηριοτήτων μου επιτρέπει. Η οικία μου έγινε και πάλι ο τόπος λατρείας της μνήμης των παρελθόντων χρόνων όλης της οικογένειας, οι φωτογραφίες, οι επιστολές, οι μαρτυρίες της ζωής μας όλα αυτά τα χρόνια, ήρθαν ξανά στο προσκήνιο. Το καθημερινό μεσημεριανό τραπέζι και το επίσημο της Κυριακής, είναι απ’ αυτά όπου η οικογένεια μπορεί ξανά να συνομιλήσει με τον τρόπο που ιεραρχείται ο καθημερινός βίος και ο φόβος πλέον του θανάτου».

Ο εγκλεισμός, γράφει ο Αντώνης Σκιαθάς, διαστέλλει τον χρόνο και δημιουργεί όλα εκείνα που μπορούν να γίνουν η συντροφιά σ’ αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζει όλη η οικογένεια, ταυτόχρονα, στον ίδιο χώρο. Οι εικοσιτέσσερις ώρες της ημέρας γίνονται πλέον το ενοποιημένο χρονικό περιβάλλον μου που μέσα σ’ αυτό διαμορφώνω όλες τις λειτουργίες της καθημερινότητάς μου. Η τηλεργασία, το διάβασμα, το γράψιμο, είναι τα κυρίαρχα αυτής της περιόδου. Η γραφή, γίνεται πλέον εκείνος ο τόπος συνομιλίας μέσα από τις καθημερινές ημερολογιακές σημειώσεις για τον ηθελημένο εγκλεισμό. Το διάστημα από τις 2 τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες είναι λυτρωτικό για ν’ αποτυπωθούν αυτές οι σκέψεις, οι συνομιλίες με το έσω και ταυτόχρονα να καταγραφούν οι συμπεριφορές της ψυχής σε μια κατάσταση οδύνης για τη ζωή. Ο ύπνος είναι λιγοστός. Η περιγραφή του φωτός μέσα από τους περιπάτους στα αίθρια των μπαλκονιών της πολυκατοικίας είναι η καθημερινότητα με τον έξω κόσμο», καταλήγει.

Ανδρέας Καρακόκκινος: «Μνήμες Εγκλεισμών»

Ο Κύπριος ποιητής Ανδρέας Καρακόκκινος, που διαμένει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη από το 1974, στο κείμενο του «Μνήμες Εγκλεισμών», μιλά κι αυτός για τις ατέλειωτες οι ώρες του υποχρεωτικού δικού του εγκλεισμού στο σπίτι, και προχωρεί σε συσχετισμούς με εγκλεισμούς του παρελθόντος.

 «Κι οι ώρες της περισυλλογής ατέλειωτες κι αυτές αφήνουν τη μνήμη ελεύθερη να ταξιδέψει και να θυμηθεί κάποιους άλλους εγκλεισμούς που ζήσαμε πολλά χρόνια πριν και με διαφορετική αιτία κάθε φορά. Γυρνώντας η μνήμη στα παιδικά τα χρόνια σταματά πάντα προς το τέλος της αγγλοκρατίας στη Κύπρο όπου μαθητής τότε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, θυμάμαι το «κέρφιου» των Εγγλέζων, τους στρατιώτες να μπαίνουν στα σπίτι για έρευνα, και τις λίγες ώρες που επέτρεπαν να ανοίξουν κάποια καταστήματα και να πάνε γυναίκες και παιδιά για ψώνια», σημειώνει.

«Επιστρέφει» στην εποχή της δικτατορίας στην Ελλάδα όταν εκείνος ήταν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και στέλνει μήνυμα αισιοδοξίας. «Νοέμβρη του 73 ξεκινούν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ακολουθεί η κατάληψη των σχολών από τον στρατό και η επιβολή από τη χούντα κατ’ οίκον περιορισμού.  Φοιτητές εμείς τρώγαμε έξω και έτσι στο σπίτι δεν είχαμε τίποτα φαγώσιμο. Ευτυχώς που οι οικογένειες -συγκάτοικοι στην οικοδομή μάς μοίραζαν φαγητό όλες τις μέρες του περιορισμού. Και να που ξαναζούμε τον εγκλεισμό τον 21ον αιώνα. Θα τα καταφέρουμε και πάλι», καταλήγει.

Αλεξάνδρα Ζαμπά: «Θνητοί Θεοί»

H λογοτέχνιδα και μεταφράστρια Αλεξάνδρα Ζαμπά από τη Ρώμη και την καθημαγμένη Ιταλία, όπου διαμένει μόνιμα, στο κείμενο που έγραψε για το ΚΥΠΕ «Θνητοί Θεοί», εξομολογείται:

«Στον άνισο πλούτο και χλιδή των ημερών μας, πέρασα από άνυδρες, επικίνδυνες περιοχές, όπου η ιατρική ετυμηγορία, με απρόσμενη κλωτσιά στο στομάχι, με δίπλωσε, μια γροθιά στο πρόσωπο, και το αίμα χύθηκε παντού, το κεφάλι ξεκόλλησε, δεν ήξερα πού να βάλω τα χέρια μου, σκεφτόμουν μόνον τη μάνα μου, που καθόταν έξω στο παγκάκι. Η μόνη σκέψη ήταν πώς θα της εξηγούσα την ασθένεια που καιρό τώρα τη βασάνιζε, διότι έφτασα μέχρις εκεί απροετοίμαστη. Τώρα που τα χρόνια πέρασαν, και τη μάνα τη χάσαμε, πάλι απροετοίμαστη με βρήκε ο νέος μικροσκοπικός ιός. Όπως τότε, τραντάχτηκα, όπως τότε, μπήκα στον μυστηριώδη κόσμο του διάδικου, όπου ο εξαιρετικός κορωνοϊός, μας περιτύλιξε όλους στο κουκούλι του. Μας τράβηξε πάνω του βάναυσα, αποδίδοντάς μας ειδικό φόρο τιμής να συγκατοικήσουμε μαζί του στο πολυτελέστατο σπίτι μας, θεσμοφύλακας της ζωής και της σαβούρας που χρόνια τώρα κουβαλάμε μαζί μας. Πηγαινοέρχεται γύρω γύρω, μας τυλίγει με ένα υπνωτικό νήμα, μας τραβάει πάνω του, ώσπου σφηνώνεται στο στόμα μας και υπογράφει το χαρτομάνι για το ληξιαρχείο».

Η Ζαμπά βιώνοντας από κοντά και σε υπερθετικό βαθμό, τη θεομηνία που πλήττει την ανθρωπότητα, πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι θνητός θεός:
«Εμείς στα τυφλά, με χρεωκοπημένες προσδοκίες, μόνοι στη σιγαλιά, αναχωρούμε γυμνοί, αφήνοντας όλα στη μέση. Μένουν πίσω μας τα χρόνια της ενοχής και η έμμονη σκέψη ότι είμαστε μόνο θνητοί θεοί».



Σωτήρης Παστάκας:" Η Αίγλη κάνει μαθήματα στο σπίτι"

Ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποιητών, Λαρισαίος, Σωτήρης Παστάκας, στο κείμενο που έγραψε για το ΚΥΠΕ " Η Αίγλη κάνει μαθήματα στο σπίτι" διηγείται την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Αίγλης η οποία από τότε που έκλεισαν τα σχολεία λόγω της πανδημίας, διαβάζει μόνη της, αποκαλύπτοντας με τον καίριο του λόγο, τις συστημικές σχολικές δυσλειτουργίες μιας διαχρονικής εκπαιδευτικής δυστοπίας. "Η μητέρα της δεν χρειάζεται πλέον να την κυνηγάει, να της φωνάζει και να την αναγκάζει να στρωθεί για διάβασμα. Ξαφνικά η Αίγλη μεταμορφώθηκε; διερωτάται. "Ναι. Τίναξε από πάνω της την παπαγαλία. Τον σκληρό ανταγωνισμό του σχολείου. Το μπούλινγκ. Το υποχρεωτικό ημερήσιο πρόγραμμα. Διαβάζει ελεύθερα, ανάλογα με τη διάθεσή της. Κάνει τη γυμναστική της το μεσημεράκι, λίγο πριν καθίσει για φαγητό. Ω! του θαύματος είναι η Αίγλη που ζητάει τη συμπαράσταση της μητέρας της για κάποια απορία. Αφιερώνει περισσότερη ώρα στο διάβασμα".

Ο Παστάκας, παρατηρεί με το μάτι του αιρετικού ποιητή, ότι "ένας αιώνας υποχρεωτικής εκπαίδευσης γέννησε τέρατα. Εγωιστικά πλάσματα που μαθαίνουν πως να διακρίνονται στη ζωή πατώντας επί πτωμάτων. Μια κρεατομηχανή που αλέθει προσωπικότητες, ιδιαιτερότητες, ευφυΐες, αθωότητες, πρωτοβουλίες κι ανεξάρτητες ιδέες. Μετέτρεψε σε εφιάλτη τις οικογενειακές σχέσεις σε κόλαση τα εφηβικά μας χρόνια".

Μετά τον κορωνοϊό, επισημαίνει, "έχουμε τη δυνατότητα να καταργήσουμε την υποχρεωτική εκπαίδευση κι ο καθένας να μορφώνεται όπως θέλετε. Προσωπικά όσα έμαθα με την πρακτική μου δεν μου τα δίδαξε κανένα πανεπιστήμιο. Ο νομικός γίνεται δικηγόρος με την εξάσκηση. Σε μια ευ-τοπική κοινωνία χωρίς σχολεία και πανεπιστήμια θα ανθίσουν οι άνθρωποι, οι τέχνες, οι επιστήμες. Η Αίγλη".

Φροσούλα Κολοσιάτου: "Η εποχή μας"

H βραβευμένη μας ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου, απάντησε στην πρόσκληση του ΚΥΠΕ, με ένα ποίημα που τιτλοφορείται "Η εποχή μας"  το οποίο καταδύεται και βυθομετρεί, την οικουμενική μοναξιά που σκορπά το θανατικό.

"Η εποχή μας"
Ένα ημερολόγιο επιδημίας
Με βαθειά επιείκεια  στη διαβάθμιση του τρόμου
Ανεμοδείχτης η γεωγραφία του βυθού
Χωρίς αποτυπώματα και βολικές εξηγήσεις
Μια αβεβαιότητα μεταδίδεται αστραπιαία
Σαν προσπάθεια επιβολής πειθαρχίας
Ανακατεύοντας την ακαταστασία μιας πνιγηρής Άνοιξης
 Θέλει να εξαπατηθεί όπως η ομίχλη
Φιλική στην ακινησία
Με στολές απομόνωσης
Και  ασφυξία
Άνθρωποι στα μπαλκόνια
Μύρισε η πολυκατοικία πράσινο οινόπνευμα
Ένα σπίτι διάτρητο
Μια πόλη διάτρητη
Η σιγουριά της συνήθειας χάθηκε
Ασυντόνιστα βήματα
Άδειος ήχος ως την έσχατη ώρα
Με το ξενύχτι του ρολογιού
Και το αιρετικό βήμα του θανάτου
Έρχεται μια αταραξία που στριμώχνει
Οι μέρες θολές
Κάτω η ερημιά μοιάζει  άβυσσος
Ότι προεξέχει αφαιρείται
Σκοτεινιάζει
Σε μια διεφθαρμένη νόσο
Υπάκουα υποχωρούν
Τα γήινα καλούπια προς κάθε κατεύθυνση
Ασαφή χειρονομία το σκαμπανέβασμα του καιρού
Ένα στιγμιότυπο  ζωής
Μια μοναχική γάτα ψάχνει τα σκουπίδια σε έρημο δρόμο
Η πόλη φάντασμα
Σαν αδυναμία λαγοκοιμάται μέρα νύχτα
Με τα δάκρυα του χρόνου
Μια κρίσιμη βροχή θεριεύει στο σκοτάδι
Βαρβαρότητα με πυρετό και βήχα
Βάζει τριγμούς στην εργασία
Στον αναπνευστήρα η συναναστροφή
Ευθανασία στην ελευθερία
Η καχυποψία φοράει μάσκα
Ολόκληροι λαοί
Ένα μοναχικό πλήθος πίσω από οθόνες
Μπροστά η αγωνία και φόβος
Έρχονται από το θάνατο  βουές
Η ζωή σε παύση
Διαρκώς εκτεθειμένες
Οι νύχτες να φωνάζουν στον ύπνο τους
Δεν ενημερωθήκαμε εγκαίρως
Τα σπίτια υποχωρούν οι πόρτες σκύβουν
Ένα συνομιλητή  που θα τον βρούμε;


Κυριάκος Στυλιανού:Στην εποχή του Κορωνοιού


Ο συγγραφέας Κυριάκος Στυλιανού γράφει για την απώλεια που πλέον δεν αποτελεί "προνόμιο" του Απομακρυσμένου Άλλου: "Η ανθρωπότητα διάγει εδώ και αρκετό καιρό μια ομολογουμένως δύσκολη περίοδο, όπου χιλιάδες άνθρωποι ανά την υφήλιο περνούν δραματικές στιγμές. Ο ανθρώπινος πόνος ιδωμένος σ΄ όλο το τραγικό μεγαλείο του, διαρρηγνύει τα τείχη της εσωστρέφειας μας και μάς καλεί να αντικρίσουμε τον εαυτό μας υπό ένα ολότελα διαφορετικό πρίσμα: η απώλεια δεν αποτελεί πια προνόμιο του Απομακρυσμένου Άλλου αλλά μια εξ΄ ολοκλήρου ιδιωτική υπόθεση όπου η συλλογική κατάθεση προεξάρχει της όποιας ατομικής παρέκκλισης από το κοινό καλό της ανθρωπότητας".

Επισημαίνει ότι εν μέσω πανδημίας, οι σάλπιγγες του πολέμου σιγούν, καθώς οι σημαίες του μίσους υποστέλλονται υπό το βάρος και την κρισιμότητα των καιρών. "Η ανθρώπινη ενέργεια και δυναμική τίθεται αυτόβουλα στην υπηρεσία του καλού, προκειμένου να κερδηθεί το αιώνιο, απαρασάλευτο στοίχημα που αναδεικνύει το ένστικτο της δημιουργικότητας σε βάρος της ανθρώπινης αυτοκαταστροφικότητας. Η αιώνια πάλη μεταξύ καλού και κακού, αποτελεί το οικουμενικό πια εφαλτήριο στον αγώνα που διεξάγει σύσσωμη η ανθρωπότητα εναντίον του αόρατου εχθρού που μας απειλεί με άμεση, ολοκληρωτική εξόντωση. Το ερώτημα συνεπώς που προκύπτει στις εξόχως τραγικές στιγμές που περνάμε είναι άκρως βασανιστικό: Εμείς ή εκείνος; Το καλό ή το κακό; Το δεύτερο κιόλας σκέλος του ερωτήματος, αναφέρει, παραπέμπει στην υπαρξιακή διάσταση της οικουμενικής μας προσπάθειας, προκειμένου όλοι μαζί κι ο καθένας από εμάς ατομικά να εκριζώσουμε όσο μπορούμε από μέσα μας τα προσωπικά μας πάθη, τους προσωπικούς μας, θανατηφόρους, μεταφορικά, ιούς...προκειμένου να είμαστε εμείς οι τελικοί νικητές αυτής της εξαιρετικά κρίσιμης για όλους δοκιμασίας". Επικαλείται, καταλήγοντας, τον νομπελίστα ποιητή μας, Γιώργου Σεφέρη:

"Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς.
Καιρός να σπείρεις,
καιρός να θερίσεις,
καιρός της θλίψης,
καιρός της χαράς,
καιρός της αγάπης,
καιρός της μοναξιάς.
Αν το σκεφτείς έτσι,
θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς,
γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου."


Νένα Φιλούση: Ασφυξία

Η Νένα Φιλούση εκ Λεμεσού, μεγεθύνει λογοτεχνικά, την υπό περιορισμό ανθρώπινη δραστηριότητα της γειτονιάς και της οικογένειας, όπου το οξυγόνο της ελευθερίας και της υγείας, απομειώνεται, μπροστά στην πάνδημη απειλή.
"Οι γείτονες έβαλαν λαϊκά στη διαπασών, και τώρα βαράνε ντέφια. Χειροκροτούν, φωνάζουν, ίσως χορεύουν, δεν τους βλέπω. (Παρανομούν ή είναι ζωηρή οικογένεια;) Ο Γιώργος λέει έχετε 72 μέχρι 96 ώρες. Πολλαπλάσια του 24. Τίποτε δεν έχουμε. Έφτιαξα ένα ψωμί, τάχα χωριάτικο μες στον αστικό μου φούρνο, κάηκα στα δάχτυλα, είναι νόστιμο, έφαγα το μισό. Το σπίτι έχει μεγαλώσει. Παντού ανοιγμένα βιβλία και μυρωδιά ψωμιού. Το ένα για τη Μνήμη, το άλλο για την Ταυτότητα, το άλλο για το Τραύμα (ένα είναι στο τραύμα, όπως την Αμαρτία) και αγωνία σε όλα τα δωμάτια. Εδώ για σένα, εκεί για τους γονείς, αλλού για τους φίλους, τα παιδιά παντού, στους τοίχους, στο ταβάνι, στη σκάλα. Τώρα γαβγίζουν τα σκυλιά της γειτονιάς όλα μαζί. Ούτε εποχή είναι, ούτε φάση, ούτε καμπή. Σιγά μην έκανε τεθλασμένες ο χρόνος. Σαν καταβύθισμα ένα πράμα, στα 45 μέτρα, χωρίς μποτίλια οξυγόνου."

Καταλήγει δε με ένα στιγμιότυπο από τον Ιονέσκο:

«Δεχθήκαμε επίθεση από ένα λοιμό αγνώστων αιτίων. Οι γειτονικές πόλεις και χώρες έχουν κλείσει τα σύνορά τους. Κάθε είσοδος και έξοδος απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα είμαστε σε καραντίνα. Απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης». (Ευγένιος Ιονέσκο, “Το παιχνίδι της σφαγής’’1970)


Γιώργος Καλοζώης: "Ο λοιμός"

Ο ποιητής Γιώργος Καλοζώης , πικρά δικαιωμένος αφού τόσο η αισθητική της εικονοποιείας όσο και η ουσία της ποίησης του, ανέκαθεν σμίλευε ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι, οι ασθένειες τους, τα φυλακτά, οι φόβοι και οι συνήθειες του,μαζί με το φυσικό και ζωικό περιβάλλον, συναιρούνταν, αναδημιουργούνταν και αφανίζονταν, ανταποκρίθηκε με το ανέκδοτο ποίημα του "Ο λοιμός":



Ο Λοιμός

Κλείστε τις εκκλησίες
κλειδώστε τα παγκάρια
βγάλτε τα άμφια και τα
καλιμαύχια
γιατί σήμερα βογκά η Θήβα
απ΄την αρρώστια
βρείτε τον ένοχο εντοπίστε
τη σωματική αναπηρία του
τη μόρφωση που δεν μπόρεσε
να ωφελήσει ούτε αυτόν
ούτε τους γύρω του
και συ ποιητή-μάντη αποκάλυψε
το κρυμμένο το κεκαλυμμένο
Κλείστε τις εκκλησίες
να μην το βάλει στα πόδια
ο μαραθωνοδρόμος Θεός
τη μεγαλύτερη έκταση του κόσμου
την κατέλαβε ο άνθρωπος
κι αυτός που εκτοπίστηκε μένει
βουβός
ακούγονται οι γόοι οι στεναγμοί
οι άνθρωποι δεν μιλούν πια
οζίδια περιτύλιξαν τις φωνητικές
τους χορδές
κι εσύ που δεν μιλάς γράψε το
άγραφο
κι εσύ που δεν ζωγραφίζεις
σχεδίασε το ανεικονικό
κι εσύ που δεν ακούς φτιάξε
τον ήχο των πλανητών όταν
περνούν ο ένας κοντά στον άλλο
κι όταν πάλι στις άπειρες
χιλιομετρικές αποστάσεις
συγκρούονται
Κλείστε τις εκκλησίες
πέρασε ο καιρός της συμπόνιας
και της αγάπης
τώρα είναι η εποχή της ετυμηγορίας
της βίας και πάνω στο άλογό της
καβαλικεύει ο θυμός
Κλείστε τις βασιλικές και τους
καθεδρικούς
είναι η ώρα που δισεκατομμύρια
σιάφου μυρμήγκια μασούν όχι
μονάχα το οτιδήποτε αλλά και
το τίποτα
πουθενά δεν υπάρχει κρυψώνα
και χώστρα
πουθενά δεν υπάρχει πια δόξα
κι αισιοδοξία κι η μαζική
συνάθροιση του λαού
τυφλά θα ποδοπατηθεί από τον
λαοπλάνο και παντελώς ανίκανο
ηγέτη
Ω κλείστε τα σύνορα τα λιμάνια
τα αεροδρόμια κλείστε τα
στόματα γιατί μπορεί να μπει
μέσα σ΄αυτά η αρρώστια κλείστε
τ΄αυτιά γιατί θα αργήσει πολύ
να ακουστεί το χτύπημα του
σήμαντρου και της καμπάνας
ότι βρέθηκε θεραπεία
Κλείστε τις πύλες των τειχισμένων
πόλεων
είναι η ώρα που εκατομμύρια
μυρμήγκια σιάφου επιτίθενται
κι αν υπάρχει μια θεραπεία
είναι να κολλήσουν τα τρομερά
σαγόνια από τη βλέννα του
ταπεινού ποιητή-γυμνοσάλιαγκα

Σημ. Το ποίημα αφιερώνεται στην Έλενα Γεωργίου
και στον Αντώνη Κολιό


Ελευθερία Θάνογλου: "Η τάφρος των Μαριανών μέσα μας"

Η ποιήτρια Ελευθερία Θάνογλου από τη Θεσσαλονίκη  αναφέρει ότι τώρα "έχουμε πλέον άπλετο χρόνο ν’ ασχοληθούμε με το κακό που ωρίμαζε μέσα μας υπό «κανονικές» συνθήκες. Έχουμε χρόνο για αναθεώρηση της κατακόρυφης πτώσης μας".
Διαπιστώνει ότι αμυδρά, οι περισσότεροι από εμάς, μέσα από το ομιχλώδες τοπίο της παραπληροφόρησης – υπερπληροφόρησης, σπασμωδικά ίσως βρούμε σαβανωμένη την ελευθερία μας. "Ίσως ο εγκλεισμός κυρίως μέσα μας, γίνει αρχή για μια καινούργια μετάληψη από το ποτήριον της ζωής, μια εμβάπτιση στη χαμένη για δεκαετίες ουσία. Ίσως μ’ ένα καινούργιο χάραγμα στο μπράτσο της γης ξεχάσουμε τις όμορφες δυστυχίες" που δημιουργήσαμε, τις πλαστές μας ανάγκες, βαδίζοντας στο μη αναστρέψιμο σε φαύλους κύκλους".

"Μα ίσως πάλι, συνεχίζει, η καμπυλότητα της ανθρώπινης φύσης κλείνει σε σχήμα αντιγραφής ενός κακού παρελθόντος κύκλου.
Τότε όλα αυτά που βιώνουμε δεν θα μοιάζουν παρά μια μικρή απεικόνιση μεγαλύτερων δεινών που θ’ ακολουθήσουν.
Άλλωστε χρόνια τώρα βυθιζόμαστε σ’ έναν βυθό πιο βαθύ από δεκάδες βυθούς μαζί […]

Η Θάνογλου πραγματεύεται το θέμα του διαρκούς φόβου, επισημαίνοντας ότι "φοβόμαστε ότι θα ζούμε με τον φόβο του φόβου πως θα φοβόμαστε, κι ολοένα θα βυθιζόμαστε σε όλο βαθύτερους βυθούς. Αναπόφευκτος ο τρόμος του τι θα απεικονίσει το κομμάτι που θα κρατάμε στα χέρια μας απ’ τον σπασμένο καθρέφτη της ιστορίας. Γνωρίζουμε πως το πλήρες σκοτάδι χωρά και στο πιο μικρό κομμάτι. Σαν άλλο μικρόβιο από τα εκατομμύρια του βυθού που βρίσκει πάντα χώρο και κανένα σαπούνι δεν το ξέπλενε ποτέ".



Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου:"Το αηδόνι της Βαβέλ"

Η Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου γράφει: "Πολιτείες, πλατείες, λεωφόροι, ερήμωσαν, αν θεωρήσουμε πως έρημος είναι η απουσία ανθρώπου. Η λεωφόρος έγινε θανατηφόρος. Θανατηφόρος 2η … 4η … 16η … Η άνοιξη ανυπάκουη τις περπατά. Οι μέρες όμως με τις ρόδες τους σκάβουν χρόνια τώρα το μόνο νόημα: ο παγωμένος κόσμος δίχως άχνα κοιτάει. Παιδιά να πεθαίνουν της πείνας, να αρρωσταίνουν από ιούς, μολυσμένο νερό. Αλλού παιδιά μαραίνονται μέσα στο ανθογυάλι της εικονικής πραγματικότητας. Άνθρωποι σκοτώνονται, εκδιώκονται, κακοποιούνται. Άλλοι δυστυχούν χορτάτοι κι αποξενωμένοι, δούλοι άλλου δυνάστη.

Το 2020, διαπιστώνει, η πανδημία αφύπνισε και ίσως συνένωσε την ανθρωπότητα. "Την άνοιξη ακούστηκε ένα αηδόνι πάνω από τις χωριστές μας λέξεις. Πάνω από τη λαλιά του «εγώ», πάνω από το διχαστικό λόγο του συμφέροντος. Η ανθρώπινη Βαβέλ έφερε ένα αηδόνι από κτίσεως της. Όσο μαθαίναμε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, για να ανταγωνιστούμε, να επιβληθούμε, το αηδόνι δεν ακουγόταν. Τώρα σώπα κι εσύ, να σωπάσω κι εγώ να το ακούσουμε. Ήδη μέσα στα συμφραζόμενα πολιτικών, οικονομολόγων, ξεμυτίζουν ανησυχητικά μηνύματα. Κάποιοι παραμένουν στις παλιές δομές της σκέψης. Ως η εμπειρία να μην τροποποιεί ένα νεκρό κομμάτι του κόσμου μας. Οι απαισιόδοξοι λένε: δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγεται το αηδόνι. Οι αισιόδοξοι ελπίζουν και επιμένουν: Το αηδόνι εμείς ακούμε."

Αγγέλα Καϊμακλιώτη: "Ελευθερία και Υπακοή"

Η ποιήτρια Αγγέλα Καϊμακλιώτη αποκηρύσσει τον φόβο και υπενθυμίζει ότι "ανέκαθεν υπήρχαν ανατροπές στην καθημερινότητα των κοινωνιών και πάντα ένας καινούριος κόσμος γεννιόταν, ιδιαίτερα όταν αυτές οι ανατροπές ήταν καταστροφικές. Αντιστέκομαι στην εξουσία του φόβου γιατί ποτέ δεν υπήρξε καλός σύμβουλος. Σε στιγμές αγωνίας επιστρέφω στη φιλοσοφία, τη μητέρα των επιστημών. Αντιμετωπίζω την πανδημία στωικά. Αντλώ από το οπλοστάσιο της ηθικής φιλοσοφίας τα υλικά και τις αξίες που με βοηθούν να χτίζω το καταφύγιό μου. Έχω συνειδητοποιήσει πως η ανθρωπότητα μπορεί να συνεχίσει την πορεία της μόνο εάν κατανοήσει τις αρχές της έλλογης τάξης που διέπουν τη φύση και εναρμονιστεί πλήρως με αυτές."

Στο καταφύγιό μου λοιπόν, συνεχίζει, "όπου μετασχηματίζω την ψευδαίσθηση του ελεύθερου χωροχρόνου σε ψυχική ελευθερία, προσπαθώ να εντοπίσω πηγές και δυνάμεις που θα με οδηγήσουν στη βαθιά κατανόηση των γεγονότων. Συνειδητοποιώ πως για να μπορούμε να συζητούμε για ελευθερία, οφείλουμε να παραμείνουμε ζωντανοί. Άρα η ανθρώπινη ζωή είναι η «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση και προηγείται κάθε άλλης αξίας και ιδέας. Υπακούω στον αυτοπεριορισμό κι ελπίζω πως σύντομα βγαίνοντας από τα καταφύγια, οι επιζήσαντες της Πανδημίας του 21ου αιώνα, θα προσπαθήσουμε να χτίσουμε μια νέα ανθρώπινη κοινωνία βασισμένη στα γερά θεμέλια του ανθρωπισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του πολιτισμού, της γνώσης, της συμμετοχής, της δράσης, της αρετής. Αυτή την κοινωνία δηλαδή, που ονειρευόμασταν τόσους αιώνες."


Κώστας Βασιλείου: "Το Πέλι"

Ο εκ των κορυφαίων Κύπριων ποιητών Κώστας Βασιλείου ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του ΚΥΠΕ με ένα ανέκδοτο ποίημα που έγραψε ειδικά για αυτή την τραγική περίσταση, στο κυπριακό ιδίωμα.


ΤΟ ΠΕΛΙ

Με τούτους τους  κορωνογιούς
που έρκουνται σαν τους ατούς
μέσα στην απομόνωση
πού να’ βρισκα εκτόνωση
έφταισε μου το πέλι
τες στίπες μου, τ’ αμπέλι
τα δέντρη να πελιάσω
πριχού τέλεια κκελιάσω
ήτουν τζιαι πα στον όρκο
μ’ έναν τζιαιρό πανώρκο
εγύμναζα τζιαι το κορμί
έκαμνα όρεξη για το φαΐ
τζιαι ύπνο πριν τον ύπνο
ύστερις που το δείπνο
έπαιζα τζιαι τσιουλαμαλί
την κουτσιερή, τ’ άγλα ιλί
ούλλα που ένα πέλι
πολλά τα δεινά, τα θαυμαστά,
μα ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.

Γλωσσικές Επεξηγήσεις:

   στίπα, η: κλιματίδα

   όρκος (χωραφιού): κατάλληλη υγρασία για πέλιασμα

   τσιουλαμαλί, το: ονοματοποιημένη λέξη, μάτσιου μάτσιου

   πολλά τα δεινά... πέλει: πολλά τα θαυμαστά που μας προκαλούν δέος, τίποτε πιο θαυμαστό δεν υπάρχει (πέλει) από τον        άνθρωπο.

Βαγγέλης Τασιόπουλος: Η κοκκινοσκουφίτσα αφήνει ανοιχτή την πόρτα επίτηδες, όμως κανείς δεν βγαίνει

Ο Σαλονικιός ποιητής και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Βαγγέλης Τασιόπουλος, εκκινώντας από το πιο δημοφιλές ίσως παγκόσμιο παραμύθι, αναπλάθει και προτείνει τη δική του παραμυθία. Γράφει:

"Στα παραμύθια είναι δεδομένη η ευδαιμονία του τέλους: έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Η μυητική διαδικασία για την κατάκτηση της ευδαιμονίας, προϋποθέτει δοκιμασίες εμπόδια και απρόβλεπτες καταστάσεις και απώλειες. Τα πρόσωπα δρουν ήτοι ζουν. Σήμερα, αυτό που ζούμε είναι παραμύθι; Ασφαλώς όχι. Η απάντηση είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και βεβαιοτήτων που προκύπτουν από την εμπειρία μας, τις γνώσεις  και το κύρος της πληροφόρησης το οποίο έχουμε εκχωρήσει στους επαΐοντες. Καθημερινά, συστηνόμαστε και επικαιροποιούμε τον διάχυτο φόβο, το εποικοδόμημα της ευημερούσας κοινωνίας της οποίας μετέχουμε και δρούμε ως άρχοντες μικρόκοσμων. Κομπορρημονούμε αδρανοποιημένοι στο ιδιωτικό χυτήριο της νέας εποχής, διασκεδάζοντας την υπερήλικη ματαιότητα. Οι δοκιμασίες δεν στοχεύουν στην υπερπήδηση των εμποδίων και το ευτυχές τέλος, αλλά στην προετοιμασία για την επόμενη μέρα. Για τότε που θα πρέπει να ανταλλάξουμε τη στάση με την ιδιότητα: έγκλειστοι, ή ποιητές; Η κοκκινοσκουφίτσα ανατρέποντας τα ειωθότα έχει αφήσει ανοιχτή την πόρτα, ίσως γνωρίζοντας πως ό,τι μας γοητεύει και μας συγκινεί στα παραμύθια είναι η καταλλαγή και η παρηγοριά, ίσως όμως και να έχει προβλέψει, ή να προσδοκά πως ο νέος κόσμος θα σωθεί, όχι από τους έγκλειστους, αλλά από τους ποιητές".


Πάμπος Κουζάλης: "Η ουδετεροποίηση του ανθρώπου"


Ο ποιητής και στιχουργός Πάμπος Κουζάλης πραγματεύεται το θέμα της ουδετεροποίησης του ανθρώπου, ο οποίος πλέον αναφέρεται ως "κρούσμα" ή "περιστατικό".

"Δεν είναι ο φόβος το πιο σοβαρό ζήτημα των ημερών, όχι, δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι φέροντες κάθε μορφής εξουσία διασπείρουν τρόμο και πανικό, για να αποδεχτούμε τον εγκλεισμό της ψυχής. Είναι η συνειδητή προσπάθεια απανθρωποποίησης, η ουδετεροποίηση. Η Ιωάννα, ο Μανώλης, η Μαρία, ο Κυριάκος, η μάνα, ο παππούς αποκαλούνται όλοι με χαρακτηρισμούς ουδετέρου γένους: το κρούσμα, το περιστατικό, το ποσοστό, το κοινό. Είναι η επικήρυξη της αφής που με τρομάζει. Είναι η καταδίκη του φιλιού. Είναι που με το ζόρι έχουν γίνει όλοι οι χοροί αντικριστοί, με απόσταση τουλάχιστον δύο μέτρων ανάμεσα στους χορευτές. Είναι που το επίρρημα "τήλε" έχει καρφωθεί αυθαίρετα σε πολλές καθημερινές δράσεις μας. Σκύβουμε τόσο συχνά το κεφάλι πάνω από το θερμόμετρο για να δούμε μην τυχόν κι ανεβάσαμε πυρετό, που το βλέμμα μας έχει ξεμάθει τον ουρανό. Καιρός να ξαναπιάσουνε δουλειά τα χέρια. Ν’ αρχίσουνε να δίνουν ό,τι έχουν ανάγκη οι αντικρινοί και να δείχνουν το φωτεινό αύριο, που μας περιμένει και θα το φτάσουμε."


Βικτωρία Καπλάνη: Το μάθημα του ενεστώτα χρόνου

 Η ποιήτρια από τη Θεσσαλονίκη, Βικτωρία Καπλάνη, με το κείμενο προβληματισμού που έγραψε για το ΚΥΠΕ, ξεθάβει αξίες που μέσα στους παροξυσμούς της καταναλωτικής καθημερινότητας και της ανίατης ματαιοδοξίας, το ανθρώπινο γένος έχει ξεχάσει ή συνειδητά παραμερίσει, αξίες που θα έπρεπε να είχαν αναζητηθεί στη διάρκεια του καθενός τον ενεστώτα χρόνο κι όχι μετά!

"Από καιρό τα πράγματα δεν προχωρούσαν. Εμείς μόνο τρέχαμε για να δραπετεύσουμε από τον παρόντα χρόνο και τη δυσθυμία, που μέρα τη μέρα μεγάλωνε, ένα αδηφάγο ύπουλο τέρας που δρούσε ανενόχλητο μέσα μας. Τα συμπτώματα ποικίλα, με εξάρσεις και υφέσεις. Εμβόλιο δε νοιάστηκε κανείς να αναζητήσει, παυσίπονα όμως άφθονα για όλα τα γούστα και τα βαλάντια μας ξεγελούσαν  ότι είμαστε ζωντανοί, ελεύθεροι, αποφασίζουμε για τη ζωή μας κι έχουμε τον έλεγχο. Ζούσαμε για το επόμενο βήμα, για εκείνο που θα μας δώσει μια δυνατή συγκίνηση, μια διακριτή ταυτότητα σε διαχωρισμό με τους άλλους που αναμφιβόλως υπολείπονται ημών! Διαρκής κριτική, αμφισβήτηση και ειρωνεία των πάντων, λατρεία της άνεσης και άρνηση της ευθύνης, ιδιώτευση και ανίατος ναρκισσισμός. Αίφνης ένας παράξενος ιός, μια ορατή απειλή απλώνεται στον πλανήτη και μας ακινητοποιεί. Πλήττει την αφή και την επαφή μας με τον άλλο, τη μέχρι πρόσφατα δεδομένη και συνήθως ανενεργή. Τρίζουν τα βιολογικά μας θεμέλια. Ο ιός αψηφά τις κοινωνικές διακρίσεις, παραβιάζει όλα τα σύνορα, απειλεί να κλονίσει οικονομίες, έρχεται να ζητήσει ευθύνες. Εκείνα τα χαμένα κοινωνικά συμβόλαια, πού πήγαν άραγε;  Ποιος και πώς θα τα ξεθάψει;
Τώρα μέρες εγκλεισμού, πρωτόγνωρες για τις γενιές που δεν γνώρισαν πόλεμο, κατοχή, τη βία και τον σπαραγμό των μαζικών θανάτων. Τώρα ο τρόμος αντανακλά στις γυάλινες πεντακάθαρες επιφάνειες των σπιτιών. Σε κοιτάζει, δεν μπορείς πια να του ξεφύγεις. Μείνε εκεί και κοίταξέ τον κατάματα. Έρχεται να σου μάθει τι πραγματικά σημαίνει ο ενεστώτας χρόνος."

Αντωνίνη Σμυρίλλη:‘It Gets Better"

 H ποιήτρια Αντωνίνη Σμυρίλλη στο συγκινητικό κείμενο που έγραψε για το ΚΥΠΕ, συνδέει την περιβάλλουσα καταχνιά, την καθολική συρρίκνωση της ανθρώπινης δραστηριότητας, με την ιστορία ενός μικρού παιδιού με αυτισμό, καταλήγοντας σε ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα.

"Στο «Τετράδιο Επικοινωνίας» έγραφε:  τα ‘φ, χ, ψ’ να ξανα-γραφούν καλλιγραφικά έως αύριο.  Είμαι βέβαιη ότι μπορείς καλύτερα.
Έβγαλα το «Τετράδιο Γραφής» από την τσάντα.  Το άνοιξα και το κούνησα πάνω-κάτω στο τραπέζι.  Σκέφτηκα ότι με όλα αυτά τα τρίμματα θα μπορούσαμε να φτιάξουμε με τον Άλεξ ολόκληρες χρωματιστές καλλιτεχνίες.
Αλλά επέστρεψα αμέσως στο ενήλικο ύφος μου: Λοιπόν, θα γράψουμε;
Ο Άλεξ άρπαξε το τετράδιο ουρλιάζοντας: «δεν θέλει άλλο αυτό, δεν θέλει».
Τα τελευταία μεσημέρια ο Άλεξ γυρνούσε αναστατωμένος.  Τον συναντούσα καθημερινά στο μελετητήριο, αμέσως μετά το σχολείο. Διαγνωσμένος με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, οκτώ χρονών, με καταγωγή από τη Βουλγαρία και απέχθεια στη γομολάστιχα.
Μαζί, ανακαλύψαμε τη μαθησιακή σχέση από την αρχή. Για να διαβάσει, τον είχα αγκαλιά στα γόνατα.
Ο Άλεξ μη μπορώντας να κάνει καλλιγραφίες βίωνε μια συνεχή προσωπική αποτυχία. Μέχρι να γράψουμε τις εργασίες για το σπίτι, βράδιαζε. Και ο Άλεξ ήταν παιδί. Μικρότερο από οκτώ.
Αυτή την εποχή σκέφτομαι τον Άλεξ.  Για πρώτη φορά όλα λειτουργούν στους ρυθμούς του.  Για πρώτη φορά όλοι λειτουργούμε με τους ρυθμούς του. Ευτυχισμένος μέσα στον αποτυχημένο του [μας] χωρο-χρόνο,  παίζει· γελά".


Λεωνίδας Γαλάζης: Η προσευχή του Εγκλείστου

Ο  ποιητής Λεωνίδας Γαλάζης στο ποίημα "Η προσευχή του Εγκλείστου", μια ελεγεία για εκείνους "που φύγαν μόνοι σαν άστρα" απευθύνεται παρακλητικά στον Υψιστο αφενός, στη "μαύρη του γραφίδα", αφετέρου, να αφανίσουν το κακό.

 Μια «συνομιλία» με την «Προσευχή του ταπεινού»
                                                    του Ζαχαρία Παπαντωνίου

Κύριε σαν έρθει το πρωί, προβάλλω το κεφάλι
στ’ άρρωστο φως της λοιμικής που με ορμή μεγάλη
απλώνει τα σεντόνια της στου ήλιου τις αχτίδες
και κρύβονται στις κάμαρες οι άρρωστες ελπίδες.
Κείνοι που φύγαν μόνοι τους ήταν αγαπημένοι
μόνοι σαν άστρα που ’σβησαν σ’ άρρωστη γη και ξένη.
Τι να προσμένω τώρα εδώ και πώς να σου μιλήσω,
που λόγια σκοτεινά θα πω, το φως μ’ οργή θα σβήσω;
Κοίτα πώς έμειναν βουβά τα σμήνη των ελπίδων
ακίνητα σαν προσευχές στα νέφη των ρανίδων
που στάζουν δηλητήριο παντού μ’ ορμή και μένος.
Κοίτα πώς στέκει ο ουρανός βουβός και λυπημένος.

Και σήκωσε σαν κεραυνούς στα φοβερά σου χέρια
την πίστη, την υπομονή, μη σβήσουνε τ’ αστέρια
μη σβήσουν οι λαμπάδες μας περίκλειστες θυσίες
που ’γιναν κάστρα κι έκλεισαν σχολειά και εκκλησίες.
Άνοιξε πια τα μάτια σου, μην ήσυχα κοιμάσαι
κι εμένα του αμαρτωλού τη δέηση να θυμάσαι.
Δεν είδα τέτοια συμφορά στην άσημή μου ζήση
τόσο κακό που μαίνεται τον κόσμο ν’ αφανίσει!
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν της λοιμικής τα νέφη.
Ποιος να πιστέψει πως εσύ δεν είδες να επιστρέφει
δριμύ στα σπίτια το Κακό και να θρονιάζει Μέρες
που κάθονται στο σβέρκο μας σαν μαύρες περιστέρες.

Δεν περιμένω τίποτα, πάρεξ τα χελιδόνια,
να βγουν στους δρόμους τα παιδιά, στις στράτες, στα μπαλκόνια.
Ευδόκησε ν’ αφανιστεί χωρίς ξανά να ζήσει
της λοιμικής ο δαίμονας, τον κόσμο μας ν’ αφήσει.
Ευδόκησε ν’ αφανιστεί και η μαύρη μου γραφίδα
του μελανιού της συμφοράς η μαύρη καταιγίδα.



Στέφανος Σταυρίδης: Το σύστημα και η αλαζονεία


Ο συγγραφέας Στέφανος Σταυρίδης σημειώνει ότι ο λοιμός δοκιμάζει τις αντοχές τόσο του κοινωνικού συστήματος όσο και του ανθρώπου, ενώ διαπιστώνει πως μόνο το επιβαρυμένο περιβάλλον παίρνει αυτή την εποχή, με την διακοπή σχεδόν κάθε βιομηχανικής και μη απαραίτητης ανθρώπινης δραστηριότητας, βαθιές ανάσες.

"Δοκιμάζονται το σύστημα και η υποδομή υγείας της κάθε χώρας, τα αντανακλαστικά της κρατικής μηχανής, οι αντοχές της οικονομίας, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, η κοινωνική αλληλεγγύη, η προσαρμοστικότητα της κοινωνίας, του καθενός μας σε ατομικό επίπεδο, η αλαζονεία της ανθρωπότητας. Οι άγνωστοι γύρω μας πλέον δεν είναι δυνάμει ενοχλητικοί – είναι δυνάμει ενοχλητικοί κι επικίνδυνοι. Τους οικείους μας πάψαμε να τους αγκαλιάζουμε, πόσο μάλλον να τους φιλούμε. Πεθαίνουν συνεχώς συνάνθρωποί μας, πολύ περισσότεροι καταστρέφονται οικονομικά. Ο ιός αυτός ράντισε τη γη με φόβο. Κάποια στιγμή θα φύγει. Μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο θα έχει ρημάξει σπίτια και χώρες. Καθισμένο σιωπηλά σε μια γωνιά, το φυσικό περιβάλλον μάς παρακολουθεί μ’ ένα χαμόγελο όχι χαιρέκακο, αλλά ανακούφισης, καθώς δικαιούνταν κι αυτό να πάρει επιτέλους μια βαθιά ανάσα."



Μαρίνα Αρμεύτη: Με τρομάζει που τρομάζουμε

Η ποιήτρια Μαρίνα Αρμεύτη τρομάζει με τον καθολικό τρόμο και συγκινείται από τον αλτρουισμό που επιδεικνύεται προς τους συνανθρώπους μας που έχουν περισσότερη ανάγκη.


"Αυτή η μοναξιά είναι ώρες-ώρες λυτρωτική. Σώπασαν οι δρόμοι, τα εργοτάξια, τα φουγάρα. Τώρα φωνάζουν τα σπίτια. Ο εσωτερικός χώρος μοιάζει ζωντανότερος από ποτέ. Και μέσα σε αυτήν την αναγκαστική εσωστρέφεια αναρωτιέται κανείς τι μένει όρθιο. Ποιες σχέσεις, ποια συναισθήματα, ποια επαφή - αν υπάρχει- με τον βαθύτερο εαυτό μας. Αυτόν που μεταφέραμε από το αυτοκίνητο ως τη συναλλαγή για την εξασφάλιση κάποιου μέλλοντος. Έννοιες όπως ελευθερία, συλλογικό καλό, ευθύνη, θάνατος προεκτείνονται μέσα μας και μας βαθαίνουν, μας απασχολούν γόνιμα. Είναι ο φόβος της επιβίωσης μια δύναμη μοναδική. Μπορεί να αλλάξει όντως τη ροή της ιστορίας. Μπορεί να μετατρέψει ολόκληρες πόλεις σε ερημητήρια. Προτιμώ να το βιώνω ως θεραπεία και όχι ως κατάρα. Ο πλανήτης θεραπεύεται και μαζί του, άθελά μας, σίγουρα κι εμείς. Λες και η φύση στο παρά πέντε μας τράβηξε χειρόφρενο. Αν με τρομάζει κάτι είναι βέβαια οι σιωπηλές και ασυνόδευτες απώλειες, αλλά είναι και η επόμενη μέρα. Η φτώχεια, η αδυναμία των οικονομικών και κοινωνικών δομών να ανασυνταχθούν άμεσα για να αντεπεξέλθουν σε μια νέα εποχή. Με τρομάζει η καταναγκαστική μεν επώδυνη δε στέρηση ελευθερίας και το καχύποπτο βλέμμα του γείτονα. Με τρομάζει που τρομάζουμε συλλογικά και μοιάζουν οι απανταχού ηγέτες σωτήρες. Αν με συγκινεί κάτι είναι ο αλτρουισμός. Μέσα σε αυτή την παύση, την αναβολή της ζωής, ευελπιστώ πως θα βρούμε τον χαμένο χρόνο. Ευελπιστώ σε μια επανεκκίνηση με αφετηρία και τέρμα την αξιοπρέπεια."



Αθηνά Τέμβριου: Τα καίρια εν Πανδημίᾳ


Η Αθηνά Τέμβριου μιλά για τον εγκλεισμό των ημερών μας και την ανάγκη ο άνθρωπος να ξαναγεννηθεί.

"Όταν μικραίνει ο χώρος, μακραίνει ο χρόνος κι ας μην καταλαβαίνει ο άνθρωπος πως τον ορίζει με τους χτύπους ενός ρολογιού, με τα βήματα και την κίνηση του, όχι εντός του, κυρίως εκτός του. Αν οι σκέψεις του όριζαν τον μικρόκοσμο του και οι αισθήσεις του επέτρεπαν με συνείδηση να χαίρεται ό,τι εύλογα του χαρίζεται από την γέννηση του, η ίδια η φύση του θα ασπαζόταν ό,τι ο ίδιος εν τέλει καταστρέφει, μα κι ότι τον εκδικείται για να ζήσει δίχως αυτόν.

Σ’ εγκλεισμό συνεπώς ο άνθρωπος για να σωθεί. Με τη λήθη να σκιάζει την ιστορία του, οφείλει να ξαναγεννήσει ό,τι σκότωνε στη ψυχή για αιώνες, ώστε να επιβιώσει και να εξελιχθεί εκ νέου με ό,τι γύρω αναγεννιέται. Αισθάνεται κανείς πως τα πουλιά λευτερώνονται και πως οι θάλασσες τρέφουν τη ζωή που ξέβραζαν για χρόνια, απελπισμένες.
Δεν υπάρχει θάνατος παρά μόνο ο φόβος του εγώ και του εφήμερου. Ούτε καιροί αντιποιητικοί ενδημούν.  Όσοι ποιούν,  γνωρίζουν πως κανείς δεν εμποδίζει το έργο απ’ το σκοτάδι στο φως. Να αναμετριέται ο άνθρωπος με τη δύναμη της απώλειας, όχι μόνο για ν’ αναπληρώνει τα κεκτημένα του, αλλά για ν’ αγαπά και να κατέχει περί της ουσίας."


Χρίστος Ρ. Τσιαήλης: Αποβολή

Ο Χρίστος Τσιαήλης στο μικροδιήγημα του "Αποβολή"  φιλοτεχνεί μια σκηνή της εποχής του μεγάλου λοιμού, όπου η μυθοπλασία προηγούμενων χρόνων, είναι πια σκληρή πραγματικότητα και η λογοτεχνία, εκμαγείο οδύνης και αβεβαιότητας.


¨"Στέκεται ακουμπημένος με την πλάτη στην πόρτα. Τα πόδια του βρίσκουν αντίσταση στο ζαρωμένο χαλί του διαδρόμου. Κοιτάει το σαλόνι με απάθεια. Σαν ένας πίνακας, μια ακίνητη επιφάνεια εβδομάδες τώρα. Θολή εικόνα, υγρό σε αμνιακό σάκο, καθώς οι γραμμές των επίπλων πλέκονται με τον φωτισμό της τηλεόρασης και μιας χαραμάδας, από την κλειστή κουρτίνα απέναντι.  Συνεχίζουν οι συσπάσεις του εντέρου· πιέζει πιο δυνατά. Γυρνάει το κεφάλι αριστερά. Ακουμπάει το αφτί στο παγωμένο ξύλο. Νεκρική σιγή. Ένα περιπολικό στο βάθος. Κι ένα ασθενοφόρο, ένα λεπτό αργότερα. Και μετά άλλο ένα. Ξαναστρέφει το κεφάλι. Επάνω στους τοίχους οι δαχτυλιές των παιδιών που ζωγραφίζουν. Τους έδωσε όσες μπογιές είχε φυλαγμένες. Εκτονωθείτε, τους είπε. Οι λέξεις όλων τους λιγόστευαν. Τις πετσοκόβανε. (Κι άλλη σύσπαση. Πιέζει). Δεν θύμωνε για τους τοίχους, μήνες τώρα έχει πάψει να κοντράρεται μαζί τους. Από τη μέρα που κράτησαν στη ΜΕΘ τη μητέρα τους και τους απαγόρευσαν να πάνε να τη δουν, τα αγόρια περιμένουν με αγωνία να τα διατάξει, κάτι να κάνουν. Μα αυτός δεν ζητάει το παραμικρό. Και πόσο αξίζει να διδαχτούν κάτι; Με τέτοιες συνθήκες; Τίποτα δεν έχει πια να τους δώσει. Στον τοίχο κοντά στην είσοδο του υπνοδωματίου αριστερά, δύο βουβάλια, σε απλοϊκές γραμμές, κόκκινες. Κι ένας κυνηγός. (Σύσπαση. Πιέζει με ένταση). Λίγο παρακεί, μια σκοτεινή, μισοφαγωμένη σκιά, ή απλά μια μουντζούρα, δεν είναι σίγουρος για τίποτα πια. (Σύσπαση). Η πόρτα έχει ήδη αρχίσει να απορροφάει την πλάτη του. Δυο άτομα περιμένουν έξω, η στολή κίτρινη. Τραβάνε κι οι ίδιοι, να βοηθήσουν. Στο χέρι λαβίδα, νυστέρι."


Νικολέτα Κατσιδήμα: Στις μέρες του εγκλεισμού

Η ποιήτρια Νικολέτα Κατσιδήμα επινοεί έναν εγκλεισμό που μοιάζει με λύτρωση.

"Έχει μακρά θητεία στους εγκλεισμούς. Βετεράνος. Οι προηγούμενοι χωρίζανε βίαια το σώμα απ’ την καρδιά μ’ έναν μπαλτά και περιφέρανε το ματωμένο κουφάρι σα λάφυρο σ’ όλες τις στανικές του βίου υποχρεώσεις. Κυρίως δε, στα πεδία της σφαγής του, απ’ την «ευγένεια» και τον «πολιτισμό», εκεί που η αιμορραγία έπρεπε  κιόλας να υποκρίνεται  πως είναι η άνοιξη στ’ απέραντα λιβάδια με τις παπαρούνες. Κι έτσι έγραψε :


Τι σπλαχνικός που είναι
τούτος ο εγκλεισμός!
Οι άλλοι
αφήνανε το σώμα
να εξέρχεται «ελεύθερα»
κι έμενε η σκέψη μόνη
κι η καρδιά
να ταξιδεύουν στη φριχτή
μα αγαπημένη
φυλακή τους.

Όμως αυτός
απάλλαξε το όνειρο
από τους ενοχλητικούς
περισπασμούς,
από τις φλύαρες
του σώματος
κι άσκοπες μετακινήσεις.
Να έχει τώρα
στα λίγα τετραγωνικά
ζωής
που του αναλογούν
την ησυχία του
να ταξιδεύει."



Παναγιώτης Νικολαϊδης:"Η μόνη βεβαιότητα του είδους"


O Παναγιώτης Νικολαϊδης συμμετέχει και κλείνει το αφιέρωμα του ΚΥΠΕ με το επίκαιρο ποίημα του "Η μόνη βεβαιότητα του είδους"

Η μόνη βεβαιότητα του είδους

Γίναμε ύποπτοι όλοι ξαφνικά, λοιπόν,
με της αναπνοής το ελάχιστο.
Κι έτσι κρατούμε αυστηρά τις αποστάσεις μας.
Όχι με τ` αυτοκίνητο στον δρόμο,
από το facebοok
ή το κινητό,
αλλά από τις αγκαλιές αξόδευτης αγάπης,
τις χειραψίες,
απ` τα υγρά φιλιά στο στόμα ή στο μάγουλο.
Κάποιοι βγάζουν τη μάσκα μόνο στο κρεβάτι
φαίνεται πως αυτή τη φορά ζούμε
ένα βουβό πόλεμο.

Το αίμα, ωστόσο, ουρλιάζει μέσα μας
σαν κόκκινο βιολί
κι οι πιο ευπαθείς του πληθυσμού
θα προστεθούν με τους νεκρούς
σ` ένα μεταλλικό θάλαμο.
Όσο κι αν προσπαθούμε, όμως,
να στρεβλώσουμε τον χρόνο
αποθηκεύοντας τον ουρανό βαθιά
κάτω απ` το έδαφος
αυτή η μια ανάσα
είναι η μόνη βεβαιότητα του είδους,
καθώς ο μισός κόσμος
σκοτώνει αργά και σταθερά
τον άλλο μισό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις