ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
The case of the word sempre in lake Tampo
A
cedar tree is crying on the shores of the frozen lake Tampo
looking
forlornly at the lake and crying
its
branches dripping sobs
ripples
emerge on the surface of the lake
the
lake gives them back as volatile panting
wails
all
the more to upset the cedar tree
the
lake weeps, ice screeches.
A
cedar tree is crying on the shores of the frozen lake Tampo
because
it used to be a man who lost his gender, his name
because
the lake was the woman he loved
but
the time had come for people to transform
forfeiting
their gender first
to
become
trees, to become lakes
the
most hardened would become mountaintops
those
with the most suffocating melodies
would
melt within the oceans
and
the thickest skinned would become piles
and mine walls
and
no one would ever meet anyone again
and
no one would ever be able to hurt anyone
nor
would they be able during periods of great affliction
to
console
each
other
on
the loss of the gender, the leak of the form
just
like now
the
cedar tree crying
the
lake yearning
both
helpless to come closer
what
with the adamant word sempre
between
them.
Η
περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη
Τάμπο
Ένα
κέδρο κλαίει στις όχθες της παγωμένης
λίμνης Τάμπο
κοιτάζει
απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει
από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά
ανατριχιάσματα σχηματίζονται στην επιφάνεια της λίμνης
η λίμνη τα επιστρέφει ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών
το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται
η λίμνη βουρκώνει, οι πάγοι τρίζουν.
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο
επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, το όνομά του
επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε
αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν
αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους
να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες
οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές
αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες
να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς
κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια και τοιχώματα ορυχείων
και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα
αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα
ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης
να παρηγορούν ο ένας τον άλλο
για την απώλεια του φύλου, για τη διαρροή της μορφής
όπως τώρα
το κέδρο που κλαίει
η λίμνη που θέλει
ανήμποροι να πλησιαστούν
με την αμετακίνητη λέξη πάντα
ανάμεσά τους.
από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά
ανατριχιάσματα σχηματίζονται στην επιφάνεια της λίμνης
η λίμνη τα επιστρέφει ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών
το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται
η λίμνη βουρκώνει, οι πάγοι τρίζουν.
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο
επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, το όνομά του
επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε
αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν
αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους
να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες
οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές
αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες
να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς
κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια και τοιχώματα ορυχείων
και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα
αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα
ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης
να παρηγορούν ο ένας τον άλλο
για την απώλεια του φύλου, για τη διαρροή της μορφής
όπως τώρα
το κέδρο που κλαίει
η λίμνη που θέλει
ανήμποροι να πλησιαστούν
με την αμετακίνητη λέξη πάντα
ανάμεσά τους.
Ο
φροντιστής
στον
Δημήτρη Λιαντίνη
Σταμάτησα
εδώ και καιρό
να
ανασκαλεύω μάταια ερωτήματα όπως
πού
χάνεται η έσχατη σταλαγματιά ζωής
πώς
αποσυνδέονται τα περίπλοκα νευρικά
συστήματα
οι
απολήξεις τους
ποιος
εν τέλει ευθύνεται
για
τη γενετική θλίψη του σύμπαντος
όμως
κυρίως τις νύχτες
όταν
ασβεστωμένοι με αγριάδα γίγαντες
φοβίζοντας
τα σύννεφα
που
μετακινούνται πανικόβλητα
αποκαλύπτουν
ένα άδειο βάθος στερεώματος
πιάνω
τον εαυτό μου να απορεί
ποιος
κοιμισμένους μας κρατά στους προθαλάμους
πριν
γεννηθούμε αλλά και μετά
ποιος
μας διατηρεί ανίωθους
χαϊδεύοντάς
μας όμως τρυφερά
μες
στο αδιαπέραστο σκοτάδι
ώστε
λαμβάνοντας τη φόρτιση
του
ανάλαφρου αγγίγματος
ως
υδρατμοί αγάπης να εμψυχωθούμε
και
να βρούμε σάρκες στην αρχή κάπως
καλοτάξιδες
κόκκαλα
ανθεκτικά στη μετατόπιση
και
συνεχίζει με αφοσίωση να μας επιμελείται
μέχρι
τις ακρονυχίδες της απαλότητας
όταν
ξυπνώντας
εν
μέσω σπασμών τρομαχτικών
θα
ξαναζωντανεύουμε
λιγότερο
υπάρχοντας
κάθε
φορά.
The
caretaker
for
Demetris Liantinis
I
have for some time now ceased
to
stir up vain questions such as
where
does the ultimate drop of life sink
how
do complex nervous systems disconnect
their
endings
finally,
who is responsible
for
the genetic grief of the universe
but
mainly at night
when
giants whitewashed with ferocity
scare
the clouds
that
move in panic
to
reveal the gaping depth of the firmament
I
catch myself wondering
who
is keeping us asleep in the antechambers
before
we
are
born
but also after
who
is preserving our senselessness
with
tender caresses
in
impenetrable darkness
until
we are charged
with
that ever so light touch
and
like vapours of love we take courage
and
find flesh that can travel well
bones
that can withstand the shift
and
who keeps on
tending
to us with diligence
down
to the fringes of softness
when
as we awake to terrible spasms
we
are revived
to
less existence
than
before.
Translated
from the Greek by Despina Pirketti
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου