"ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΠΟΥ ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΙ, Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018"
Ομιλία της ποιήτριας και φιλολόγου Βικτωρίας Καπλάνη στην παρουσίαση της ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018 στη Στέγη της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, 25 Ιανουαρίου 2019
Η Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018 που κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου στην Αθήνα, από τις εκδόσεις Κύμα, με την επιμέλεια των ποιητών Γιώργου Χριστοδουλίδη και Παναγιώτη Νικολαΐδη μας φέρνει σε επαφή με την ελληνόφωνη κυπριακή ποίηση των τελευταίων σχεδόν εξήντα χρόνων. Οι ανθολόγοι επιλέγουν δείγματα γραφής 47 ποιητών, 18 γυναικών και 29 αντρών, ποιητών τεσσάρων γενεών που από το ξεκίνημά τους μέχρι σήμερα συνεχίζουν να παράγουν αξιοπρόσεκτο ποιητικό έργο: ποιητών από τη γενιά της Ανεξαρτησίας, της Εισβολής, της Κατοχής και τη νεότερη που ακόμη δεν έχει ονοματιστεί. Στην ανθολογία αυτή επιχειρείται μια χαρτογράφηση του σύγχρονου ποιητικού τοπίου της Κύπρου, ένας οδηγός των αξιόλογων, κατά την κρίση των ανθολόγων, ζώντων ποιητών της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων και δύο αγγλόφωνων Κύπριων ποιητών που ενσωματώνουν στα ποιήματά τους λέξεις της κυπριακής διαλέκτου.
Η ανθολογία απευθύνεται πρωτίστως στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό που έχει αποσπασματική και περιορισμένη γνώση της πλούσιας ομολογουμένως παραγωγής της κυπριακής λογοτεχνίας. Στοχεύει να δείξει τις ποικίλες μορφές και τάσεις μιας ποίησης ανθηρής και εξελισσόμενης που συνομιλεί ισότιμα με τις ποιητικές τάσεις του σύγχρονου διεθνούς ποιητικού πεδίου αλλά και τις συγκλίσεις, τη συγγένεια και την οργανική σχέση της κυπριακής με τη νεοελληνική ποίηση.
Το εγχείρημα του Γιώργου Χριστοδουλίδη και του Παναγιώτη Νικολαΐδη είναι δύσκολο, αξιέπαινο και επιπλέον τολμηρό και ριψοκίνδυνο. Η ποιητική παραγωγή και στην Κύπρο είναι μεγάλη και καθημερινά αυξάνεται, ως εκ τούτου η πληθώρα του υλικού το καθιστά δύσκολα διαχειρίσιμο. Από την άλλη δεν νομίζω να υπήρξε ποιητική ανθολογία και μάλιστα εν ενεργεία ποιητών που να μην προκάλεσε ενστάσεις, αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις και κυρίως προσωπικές δυσαρέσκειες. Κι εδώ ο κίνδυνος ελλοχεύει, γιατί το πεδίο είναι αδιαμόρφωτο και ρευστό, τουλάχιστον για τις τρεις από τις τέσσερις γενιές που ανθολογούνται και επομένως δεν υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα του λογοτεχνικού κανόνα.
Η αναγκαιότητα όμως να υπάρξει μια, όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη, καταγραφή της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής στην Κύπρο υπερβαίνει τις όποιες διαφωνίες.
Όπως δικαίως επισημαίνουν οι ανθολόγοι η κυπριακή ποίηση και κυρίως η νεότερη δεν είναι ακόμη τόσο γνωστή, όσο της αξίζει, στην Ελλάδα. Μια πρώτη απόπειρα ερμηνείας αυτής της κατάστασης, αναμφίβολα πρόχειρη και εμπειρική, μας κάνει να σκεφτούμε ότι μετά τα γεγονότα του 74 αμφιθυμικές για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξαν οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου και συμπαρέσυραν σε μεγάλο βαθμό και τις σχέσεις των δύο λογοτεχνιών, χωρίς να αποκλείονται, βεβαίως, οι εξαιρέσεις. Η επικρατέστερη εντύπωση για την κυπριακή λογοτεχνία υπήρξε για χρόνια στερεοτυπική και εν πολλοίς παραμορφωτική. Αντιμετωπίστηκε ως μια περιφερειακή ελληνόφωνη λογοτεχνία η οποία ασχολείται μόνο με μια πατριωτική θεματογραφία και εμμένει καθηλωμένη στο εθνικό και πολιτικό της πρόβλημα. Οπτική αφ’ υψηλού, σίγουρα άδικη και συμπλεγματικά εγωκεντρική, δηλωτική βαθύτερης άγνοιας των λογοτεχνικών πραγμάτων στη Μεγαλόνησο. Ωστόσο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, προϊόντος του χρόνου, η προσέγγιση αυτή δεν είναι πλέον κυρίαρχη. Την τελευταία δεκαετία το ενδιαφέρον για την ποίηση της Κύπρου έχει αυξηθεί σημαντικά..
Η Θεσσαλονίκη μπορεί δικαίως να ισχυριστεί ότι ενδιαφέρθηκε και ενδιαφέρεται για την ποιητική παραγωγή της Μεγαλονήσου. Η πρώτη απόπειρα να γνωριστούν οι νεότεροι ποιητές της Κύπρου με τους Ελλαδίτες ποιητές της γενιάς τους ξεκίνησε στην πόλη μας, το 1982, όταν ο Δήμος Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Β. Ελλάδος και την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση οργάνωσε μια ποιητική συνάντηση στην οποία πήραν μέρος 14 ποιητές της εποχής, ποιητές κυρίως από τη γενιά της Ανεξαρτησίας αλλά και από τη γενιά της Εισβολής. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τότε είχε στο δυναμικό του, τον Γιώργο Κεχαγιόλου, δεινό μελετητή της Κυπριακής Λογοτεχνίας και της ιστορίας της, ο οποίος παρουσίασε στην εκδήλωση αυτή τους Κύπριους ποιητές. Ξεκίνησε τότε μια πρώτη επαφή. Δεν υπήρξε δυναμική συνέχεια, τουλάχιστον δημόσια εκφρασμένη. Τα τελευταία πέντε χρόνια όμως η Κυπριακή ποίηση στη Θεσσαλονίκη έχει τον πιο αφοσιωμένο πρεσβευτή της. Τον κύπριο ποιητή Αντρέα Καρακόκκινο που έχει αναγάγει σε προσωπικό χρέος προς την πατρίδα του την προβολή της κυπριακής ποίησης. Το blog του στο διαδίκτυο περιλαμβάνει εκτεταμένη ανθολόγηση του ποιητικού έργου μεγάλου αριθμού κυπρίων ποιητών. Παράλληλα, οργανώνει εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων των συμπατριωτών του, ενεργοποιεί το ενδιαφέρον συντακτών διαφόρων λογοτεχνικών περιοδικών να δημοσιεύουν κείμενα Κυπρίων λογοτεχνών και παρακίνησε την Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου να ξεκινήσουν επαφές και να γίνονται ετησίως συναντήσεις Κυπρίων και Θεσσαλονικέων ποιητών, εδώ και στην Κύπρο.
Η επικοινωνία ανάμεσα στις δύο λογοτεχνίες αναζητά, λοιπόν, δρόμους συνάντησης. Πολλοί σύγχρονοι Κύπριοι ποιητές εκδίδουν τα βιβλία τους σε εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας, δημοσιεύουν κείμενά τους σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Μάλιστα κάποια από αυτά, όπως η Νέα Εστία, ο Μανδραγόρας, το Ένεκεν επιχείρησαν να συγκροτήσουν μικρές ανθολογίες κυπριακής λογοτεχνίας την τελευταία πενταετία. Ο δρόμος έχει ανοίξει και η ανθολογία αυτή έρχεται σε μια χρονική στιγμή κατάλληλη για να συμπληρώσει το ελλαδικό κοινό κι άλλες ψηφίδες που του λείπουν από την εικόνα της κυπριακής ποίησης.
Μια ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης στις μέρες μας είναι και μία πολιτική πράξη, γιατί μας υπενθυμίζει μέσω της ποιητικής λογοτεχνικής οδού, την ανοιχτή πληγή του κυπριακού προβλήματος και τις επώδυνες παραμέτρους του. Ο λόγος των ποιητών άμεσα ή έμμεσα, συμβολικά, αλληγορικά ή υπαινικτικά λειτουργεί και ως καταγγελία μιας τραγωδίας, της οποίας η κάθαρση επιμελώς αναβάλλεται.
Η ιστορία άλλωστε είναι μια βασική παράμετρος της κυπριακής ποίησης. Oι ιστορικές περιπέτειες του νησιού από την εποχή της Αγγλοκρατίας μέχρι σήμερα δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστη τη νεότερη ποιητική δημιουργία. Οι ποιητές με τις δικές του ο καθένας υφολογικές επιλογές εγγράφονται στην ιστορία, συνομιλούν με τον ιστορικό χρόνο, επιτρέπουν τα ίχνη του να χαραχτούν στο λόγο τους. Αξίζει να επισημάνουμε ότι και οι λογοτεχνικές γενιές στην Κύπρο προσδιορίζονται και ονοματίζονται με ιστορικούς όρους: Γενιά της Ανεξαρτησίας, της Εισβολής, της Κατοχής.
Η πρώτη διαπίστωση που προκύπτει από την ανάγνωση αυτής την ανθολογίας είναι ότι η ποίηση στην Κύπρο καλά κρατεί. Πλούσια παραγωγή, ευρεία θεματική, μεγάλη ποικιλία ύφους, συγκερασμός παλιών και νέων μορφών ποιητικής έκφρασης, δημιουργική αφομοίωση των τεχνικών του μοντερνισμού, πειραματισμοί σε νέες τεχνικές, slam poetry, αξιοποίηση της κυπριακής διαλέκτου είτε σε συνδυασμό με την νεοελληνική γλώσσα είτε αυτόνομα. Αν υπάρχει ένα θέμα με το οποίο αναμετριούνται κατ’ αποκλειστικότητα οι Κύπριοι ποιητές είναι βέβαια το ζήτημα της Εισβολής, της συνεχιζόμενης Κατοχής και των συνεπειών τους. Για το θέμα αυτό έχουμε ποιήματα από τους ποιητές όλων των γενεών μέσα από διάφορες οπτικές και με ποικίλες υφολογικές μορφές. Ποιήματα λυρικά, ελεγειακά, συμβολικά, φιλοσοφικά, πολιτικά, με συνετή χρήση της διακειμενικότητας και συχνή αξιοποίηση της μυθικής μεθόδου. Ποιήματα γραμμένα από αυτούς που βίωσαν τα τραγικά γεγονότα στην ενήλικη ζωή τους, από άλλους που τα βίωσαν στην εφηβική και παιδική τους ηλικία και από τους νεότερους που τα άκουσαν ως ιστορική αφήγηση και τα έχουν καταγράψει στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού τους απ’ όπου αναδύονται απροσδόκητα και εξαιρετικά δραστικά στο λόγο τους. Μια στοιχειωμένη μοίρα που αναβλύζει αίφνης και μέσα από τους πιο περίτεχνους λεκτικούς πειραματισμούς. Το τραύμα κληροδοτείται, παραμένει ανοικτό, γίνεται πικρία, ενίοτε και ενοχή. Δεν συγχωρεί αυτούς που ξεχνούν.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι ανθολόγοι επιλέγοντας ποιήματα δημιουργών τεσσάρων γενεών, δρώντων στον παρόντα χρόνο εστιάζουν την προσοχή τους σε ποιήματα ανθρωποκεντρικά, που αναδεικνύουν την αξία της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων, την ιερότητα του τόπου και τη μυθοποιημένη εκδοχή του αλλά και ποιήματα πολιτικής ηθικής που εστιάζουν στην αξία της ιστορικής μνήμης και στην καταγγελία εν γένει της πολιτικής και κοινωνικής αδικίας, Ακόμη συμπεριλήφθηκαν ποιήματα που αναφέρονται στη δύναμη και την αξία της γλώσσας και της ποίησης. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι απουσιάζουν ποιήματα ναρκισσιστικά, ποιήματα νοσηρής εγωπάθειας, εγωκεντρικού μηδενισμού ή εγωκεντρικού μεγαλείου. Η ποίηση που προκρίνεται στην ανθολογία είναι ποίηση που τείνει στο εμείς και όχι στο εγώ.
Υπάρχουν και σήμερα νέοι ποιητές που χρησιμοποιούν την κυπριακή διάλεκτο, αμιγώς ή σε συνδυασμό με τη νεοελληνική αλλά και παλαιότεροι που επιστρέφουν στη χρήση της διαλέκτου, μια και εξακολουθεί να είναι ενεργή και λειτουργική στον καθημερινό λόγο. Στις περιπτώσεις που η κυπριακή διάλεκτος δε γίνεται μανιέρα, δεν στοχεύει σε φολκλορική αναβίωση της παράδοσης, αλλά γίνεται αβίαστα και λειτουργικά μέσα στο ποιητικό κείμενο είναι φανερό ότι μπορεί να ανοίξει νέα ενδιαφέροντα ποιητικά μονοπάτια και φυσικά να πλουτίσει και την νεοελληνική γλώσσα.
Οι Κύπριοι ποιητές της ανθολογίας δεν είναι αναχωρητές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Δεν αφήνουν το έργο τους στην τύχη του. Μετέχουν στα ποιητικά δρώμενα όχι μόνο εντός της νήσου, αλλά και σε διεθνή ποιητικά φεστιβάλ, σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά τους μεταφράζονται και σε άλλες γλώσσες.
Η ανθολογία μπορεί να δώσει το έναυσμα για ευρύτερη μελέτη της κυπριακής ποίησης. Η φιλολογική έρευνα και στην Ελλάδα είναι καιρός να συμπεριλάβει και την κυπριακή λογοτεχνία πιο σταθερά στα ενδιαφέροντά της και να ερευνήσει τις συνδέσεις και τις συγγένειες ανάμεσα στις δύο λογοτεχνίες. Η Ελληνοκυπριακή είναι η σημαντικότερη ελληνική «περιφερειακή» ποιητική παραγωγή έξω από την Ελλάδα. Ο όρος περιφερειακή είναι μόνο γεωγραφικός. Οι Κύπριοι ποιητές έχουν εντρυφήσει στο έργο των ποιητών του ελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, έχουν μαθητεύσει στην ποιητική γλώσσα των μεγάλων Ελλήνων ποιητών και των Κυπρίων και επομένως
ο ισότιμος διάλογος με τους σύγχρονους Ελλαδίτες ποιητές γονιμοποιεί την Ελληνική ποιητική γλώσσα. Είναι καιρός να συνεξετάζονται οι ποιητές των δύο χωρών και
ως μέλη της ίδιας λογοτεχνικής ιστορίας.
Μου έκανε εντύπωση ότι τα ονόματα των ποιητών στη σελίδα των περιεχομένων ταξινομούνται κατ’ αλφαβητική σειρά με βάση τα μικρά τους ονόματα και όχι τα επίθετα, ως είθισται. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας, δίνει έναν πιο ανάλαφρο τρόπο να μας συστηθούν οι ποιητές της ανθολογίας. Θα διευκόλυνε πολύ τον αναγνώστη εάν αναγραφόταν κάτω από κάθε ποίημα από ποια συλλογή προέρχεται και ποιος είναι ο χρόνος γραφής της εκάστοτε συλλογής.
Σε δύσκολους οικονομικά καιρούς τέτοιες προσπάθειες είναι διπλά αξιέπαινες. Δείχνουν πίστη στη δύναμη και τη δυναμική της ποίησης, μεγάλη αγάπη για την τέχνη, για τους ομοτέχνους και τον τόπο και επιπλέον θετική και μαχητική διάθεση. Οι ποιητικές ανθολογίες γίνονται όλο και πιο απαραίτητες στους αναγνώστες της ποίησης, μια και η ποιητική παραγωγή στις μέρες μας αυξάνεται καθημερινά με ανεξέλεγκτους ρυθμούς. Άρα οι ανθολογίες, όσο περνά ο καιρός, θα παίζουν καθοριστικό διαμεσολαβητικό ρόλο. Θα τις χρειαζόμαστε όλο και πιο πολύ, γιατί πιθανότατα σε λίγα χρόνια οι περισσότεροι αναγνώστες θα γνωρίζουμε την ποίηση μόνο μέσα από ανθολογίες. Με αυτή την προοπτική εύχομαι αυτή η ανθολογία της Κυπριακής ποίησης να καθιερωθεί και να επανεκδίδεται τουλάχιστον ανά δεκαετία επαυξημένη και ανανεωμένη, με περισσότερες κάθε φορά πληροφορίες για τους ανθολογούμενους ποιητές.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου