ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ ΩΡΙΜΑΣΕ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ (ΚΕΙΜΕΝΟ)
ΕΠΕΙΔΗ
Επειδή κάψατε τα δάση μου
Για να κόψετε τα οικόπεδά σας
Και μιλάτε για Δασούπολη
Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο
Επειδή ανασκάψατε τους κήπους μου
Για ν’ απλώσετε τα γήπεδά σας
Και μιλάτε για Ανθούπολη
Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα άνθος
Επειδή μωρανθήκατε
Επειδή σκοτώνετε τον ήλιο μου
Για να πλουτίσετε τα σκότη σας
Και μιλάτε για Λάμπουσα
Εκεί που δεν υπάρχει λάμψη
Και μιλάτε για Αλάμπρα
Εκεί που δεν υπάρχει φως
Όμως υπάρχει ο Κεραυνός
Και θα σας κάψει.
Κ.Βασιλείου
Ο ποιητής Κώστας Βασιλείου γεννήθηκε το 1939 στην Πάνω Δευτερά. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1963 και εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι το 1999, όταν αφυπηρέτησε.
Η λογοτεχνική δραστηριότητά του εντοπίζεται ως επί το πλείστον στον χώρο της ποίησης, αλλά και στη λογοτεχνική κριτική. Δημοσίευσε κριτικές μελέτες και δοκίμια στον περιοδικό Τύπο και εξέδωσε σε έξι τόμους τα ποιητικά έργα του Βασίλη Μιχαηλίδη. Δημοσίευσε επίσης το Νάμιν… του Κώστα Μόντη (2014) και το Νάμιν Β΄ (2015).
Πρωτοεμφανίστηκε στο ποιητικό στερέωμα της Κύπρου το 1969, με την ποιητική συλλογή Σκαμάνδριος Εκτορίδης Αστυάναξ και ακολούθησαν οι συλλογές: Κλωνάρι (1971), Ο Μεγάλος Σαμάν (1977), Ο Πόρφυρας (1978), Pietà (1983), Ο ευαγγελισμός της Λυγερής (1988), Η Λάμπουσα (1996), Ο Κανόλλος (1997), Το Ίλαντρον (2000), Η θκεια μας η Γιουγκοσλαβία (2009), Pietà (2015), Αλταμίρα (σε συνεργασία με την Καίτη Χρίστη) (2017).
Όπως γράφει ο ποιητής και κριτικός Παναγιώτης Νικολαϊδης, ο Κώστας Βασιλείου, είναι μία από τις σημαντικότερες μορφές της Γενιάς της Ανεξαρτησίας και γενικότερα της σύγχρονής μας ποίησης. Διακρίνεται για τη ρωμαλέα ποιητική γραφή του, τον πλούσιο διακειμενικό διάλογο με τη νεοελληνική και παγκόσμια ποίηση, την ειρωνική και συχνά σαρκαστική αποτύπωση της σύγχρονης πραγματικότητας με στιβαρή γλώσσα, άγρυπνη ποιητική συνείδηση και εκφραστική τόλμη, που αποτυπώνεται με βαθύτατη γνώση της ελληνικής γραμματείας και γλώσσας στη διαχρονία τους, καθώς και ειδικότερα της κυπριακής διαλέκτου.
Σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, ο Κώστας Βασιλείου αναφέρθηκε στη μακρά ποιητική του διαδρομή, στους πυλώνες της ποίησης του καθώς και τους ποιητές, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που τον ενέπνευσαν. Απάντησε σε ερωτήσεις για την θεματολογική αλλά και υφολογική πλατύτητα του έργου του, που σε συνδυασμό με το βάθος της, τον καθιστούν έναν εκ των κορυφαίων.
Την Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018, η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, στην κατάμεστη αίθουσα της Πύλης Αμμοχώστου, δια χειρός του Προέδρου της, ποιητή Λεωνίδα Γαλάζη, του απένειμε το Βραβείο «Γ.Φ. Πιερίδης». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτή ήταν η πρώτη βράβευση για τον σχεδόν 80χρονο σήμερα ποιητή...
«Ποτέ δεν επεδίωξα τις βραβεύσεις», μας λέει. «Αν τις επεδίωκα δεν θα μπορούσα να επικεντρωθώ στην ποίηση, στο έργο μου. Τα δυο πρώτα μου βιβλία τα υπέβαλα για να κριθούν ως υποψήφια για τα κρατικά βραβεία. Για το πρώτο δεν περίμενα και πολλά και όντως δεν βραβεύτηκα. Για το δεύτερο μου, το Κλωνάρι, μου απονεμήθηκε Έπαινος. Τι άλλο θέλω; Είναι αρκετό. Από τότε δεν υπέβαλα ξανά τα βιβλία μου για βράβευση».
Σημαντικά για τον τότε νέο ποιητή ήταν και πολλά θετικά σχόλια που έλαβε για την ποίηση του, από τον τότε Διευθυντή του ΚΥΠΕ και σπουδαίο λόγιο, Αντρέα Χριστοφίδη, τον ερευνητή Γιώργο Κεχαγιόγλου καθώς και άλλους. «Αν δεν έπαιρνα κάποια θετική ανταπόκριση για την ποίηση μου, ίσως και να μην συνέχιζα», αναφέρει και επικαλείται στη φράση του Αμερικανού συγγραφέα Ερνστ Χέμινγουει «κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί».
«Η ποίηση», προσθέτει ο Κ. Βασιλείου, «πρέπει να είναι μια αγκαλιά πολλών ανθρώπων και εγώ το ένιωθα αυτό. Δεν γράφω ποίηση για τον εαυτό μου. Για τ’ όνομα του Θεού! Η ποίηση είναι σαν τον έρωτα, χρειάζεται δυο».
«Σαν τα καϊσιά, ωρίμασα ποιητικά»
Του επισημαίνουμε ότι για χρόνια ήταν έγκλειστος, απόμακρος μέσα στα όρια της ασκητικής του ζωής, ξένος προς τα «εγκόσμια», την κοινωνική συναναστροφή και ξαφνικά υπήρξε αυτή η ριζική αλλαγή, βγήκε στον κόσμο, παρευρίσκεται σε πολιτιστικά δρώμενα, αρχίζει να εισπράττει την αναγνώριση που του αξίζει. Τι άλλαξε;
Μας απαντά ότι δεν ήταν εγκεφαλική απόφαση ή επιδίωξη και το ένα και το άλλο. Το καθορίζει ως την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, όλα έγιναν από μόνα τους. «Όταν ένα δέντρο ποτίζεται, τρέφεται, μετά παράγει ανθούς, μετά καρπούς που είναι πράσινοι, όταν όμως ωριμάσουν, δεν θα πέσουν στη γη; Δεν θα έρθουν να τους κόψουν; Έτσι έγινε και με μένα», αναφέρει και προσθέτει πως για πολλά χρόνια δούλεψε την ποίηση του αθόρυβα, μέσα στη μοναξιά, όπως πρέπει σε έναν ποιητή, όχι επειδή θέλει να είναι μόνος, αλλά επειδή όταν θα ’ρχόταν η στιγμή της επικοινωνίας με τον «άλλο του εαυτό»-όπως χαρακτηρίζει τον αναγνώστη- όφειλε να ήταν έτοιμος όπως το ώριμο μήλο.
Ο Κώστας Βασιλείου είναι γέννημα θρέμμα της γης της Δευτεράς, τα δάκτυλα είναι ροζιασμένα σαν κάποιου σκληρά εργαζόμενου αγρότη, ο Βασιλείου “πίνει νερό” στο όνομα της γενέτειρας του. « Στην Δευτέρα είμαστε ξακουστοί για τις καϊσιές μας. Τα ωραιότερα καϊσιά ήταν τα λεγόμενα «του ανέμου», αυτά που ωρίμαζαν και έπεφταν μόνα τους. Ήταν ροδόσταμα. Έτσι και με την ποίηση, χωρίς καμία διάθεση ναρκισσισμού ή σεμνοτυφίας : Τα πράγματα ωρίμασαν από μόνα τους”, λέει με την απλότητα της σοφίας που τον χαρακτηρίζει.
Ο Βασιλείου είναι ένας ποιητής του βάθους, του πλάτους, της σάτιρας, της τραγωδίας, του έρωτα αλλά και του θανάτου, με τεράστιες θεματολογικές αλλά και υφολογικές μετατοπίσεις και διακυμάνσεις. Του ζητούμε να μας πει πως κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, πολλές φορές ακόμη και στο πλαίσιο ενός ποιήματος. Είναι κάτι που επιδίωξε ή είναι κάτι που απλώς συνέβη;
«Τίποτε δεν έρχεται από μόνο του» τονίζει και είναι κατηγορηματικός. «Για να έρθει κάτι, πρέπει να είσαι άξιος ώστε να σου έρθει. Τι με έκανε να φαίνομαι ότι συνθέτω πολλά ανόμοια πράγματα; Το άγιο με το διαβολικό, το ωραίο με το απεχθές, ας πούμε. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δεχθούμε ότι έτσι είναι η ίδια η ζωή, η ζωή που τουλάχιστον εγώ έζησα. Στην γειτονία που μεγάλωσα έβλεπα καυγάδες, κηδείες, βρισιές, αγάπες κάτω από τα δέντρα, ανθρώπων και ζώων και πολλά άλλα. Είχα επίσης την ευλογία να σπουδάσω φιλοσοφία και αγάπησα τον Ηράκλειτο, βασικός πυλώνας της φιλοσοφίας του οποίου είναι πως «ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ» (Όλα είναι ένα).
Κάτι που αμέσως μπορεί να διακρίνει κανείς όταν συνδιαλέγεται στον Κ. Βασιλείου είναι η αντισυμβατικότητα της σκέψης αλλά και της συμπεριφοράς του, το αντικομφορμιστικό του πνεύμα. Η απορία μας έγκειται κατά πόσον αυτό το γνώρισμα που προβάλλει ως σήμα κατατεθέν της προσωπικότητας του, προϋπήρχε της ποιητικής του ταυτότητας ή αν οι “μαγικές” ιδιότητες της τελευταίας, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του .
«Είχα μείνει στάσιμος στο Δημοτικό αλλά με πίστεψε η μητέρα μου»
«Όλα αυτά πηγαίνουν μαζί» μας λέει, προσθέτοντας πως ποτέ δεν το έχει αναλύσει ιδιαίτερα αυτό το θέμα. Θυμάται, ήταν παιδί του Δημοτικού, είχε πολύ καλή επαφή με την Φύση, τα δέντρα, τους ποταμούς, τα ζώα, τα πλάσματα και ιδιαίτερα με τη μητέρα, η οποία όπως αναφέρει, τον πίστευε πολύ παρότι είχε μείνει στάσιμος στο Δημοτικό. Με προέτρεψε να μην εγκαταλείψω το σχολείο, είμασταν 9 αδέλφια, τα κορίτσια τότε ήταν ζήτημα να πήγαιναν 1-2 χρόνια σχολείο, μετά σταματούσαν για να μάθουν γυναικείες δουλειές, ενώ τα αγόρια κι’ αυτά έφευγαν νωρίς, συνήθως για να μάθουν μια τέχνη, είτε για να δουλεύουν στα χωράφια. Η μητέρα μου, μου είπε «θα μείνεις εκεί, έκαμα 9 παιδιά, θέλω έστω ένα να σπουδάσει, να γίνει άνθρωπος», όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά για όσους μάθαιναν γράμματα.
Αναφέρεται στους μεγάλους του έρωτες, εννοώντας τους συγγραφείς που διάβασε και αγάπησε, αρχίζοντας από τον Όμηρο, πηγαίνοντας στον Ηράκλειτο, τον Θουκυδίδη, τον Αισχύλο, την Σαπφώ.
«Το ελληνικό πνεύμα άγγιξε κορυφές τις οποίες κανείς άλλος κατάφερε να αγγίξει», υπογραμμίζει.
Τους διάβασε όλους, τον Δάντη που τον επηρέασε αποφασιστικά, τον Ρωμανό τον Μελωδό, ο Μακρυγιάννης ήρθε αργότερα, «δεν έβγαλα κανένα σκάρτο, ακόμη και από μέτριους έβρισκα και έπαιρνα αυτά που μου άρεσαν».
Από τους Κύπριους, πιο ψηλά απ’ όλους ο Βασιλείου τοποθετεί τον Βασίλη Μιχαηλίδη, το έργο του οποίου έχει επιμεληθεί και εκδώσει, ενώ ιδιαίτερη εκτίμηση τρέφει προς τον Μόντη, τον Παντελή Μηχανικό κ.α.
Του επισημαίνουμε ότι είναι από τους λίγους παλαιότερους ποιητές, που τείνουν ευήκοον ους προς τους νέους λογοτέχνες, που συνομιλούν μαζί τους, αφιερώνουν χρόνο και τους ενθαρρύνουν. Τον ρωτάμε για τη γνώμη του σχετικά με το μέλλον της κυπριακής ποίησης. «Η Κύπρος και η ποίηση της είχε παρελθόν, έχει παρόν, έχει και μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για τους ποιητές μας. Από τα αρχαία χρόνια. Ο Στασίνος εθεωρείτο ισάξιος του Ομήρου. Αυτό που έκανε ο Μόντης με τις «Στιγμές» είναι μια παγκόσμια ποιητική κατάκτηση. Αφήνω τον Βασίλη Μιχαηλίδη όπως η Εννάτη Ιουλίου, Η Ανεράδα κ.α. ασχέτως αν δεν έχουν της παγκόσμιας αναγνώρισης, ακόμη και από την Ελλάδα, είναι ποιήματα παγκόσμιας εμβέλειας. Όσον αφορά δε τους νέους, θέλω να σας πω ότι εμείς είμαστε οι ρίζες σας, αλλά έχετε και την τεχνολογία και μπορείτε να αφομοιώνετε νέα πράγματα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς».
"Η ανεξαρτησία είναι η ελευθερία μας"
Σε πολλές ποιητικές συνθέσεις του Κώστα Βασιλείου, ιδιαίτερα στην «Πιετά», η ιδέα της Κυπριακής Ανεξαρτησίας αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο. Την θεωρεί ένα μεγάλο δώρο που πρέπει να διαφυλαχθεί. «Χτυπάς κέντρο. Έτσι είναι”, μας λέει. Η πηγή της ζωής είναι η λέξη ελευθερία. συλλογικά και ατομικά και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που πρόσφερε στην ανθρωπότητα ο ελληνικός πολιτισμός: Την έννοια της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που εξανθρωπίζει τον ίδιο τον άνθρωπο και τον κάμνει αντάξιο του ονόματος του. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Η Κύπρος αντέχει και θα αντέχει, όπως τα λέει ο Βασίλης Μιχαηλίδης στην 9η Ιουλίου: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη». "Αυτό ισχύει δεν είναι μ…κίες. Γι’ αυτό κάποιοι μας μισούν, θέλουν να ξεριζώσουν την ρίζα της ελευθερίας μας για να τελειώσουν μαζί μας για χάρην της παγκοσμιοποίησης. Ε δεν θα τους κάνουμε το χατήρι!», καταλήγει.
Επειδή κάψατε τα δάση μου
Για να κόψετε τα οικόπεδά σας
Και μιλάτε για Δασούπολη
Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο
Επειδή ανασκάψατε τους κήπους μου
Για ν’ απλώσετε τα γήπεδά σας
Και μιλάτε για Ανθούπολη
Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα άνθος
Επειδή μωρανθήκατε
Επειδή σκοτώνετε τον ήλιο μου
Για να πλουτίσετε τα σκότη σας
Και μιλάτε για Λάμπουσα
Εκεί που δεν υπάρχει λάμψη
Και μιλάτε για Αλάμπρα
Εκεί που δεν υπάρχει φως
Όμως υπάρχει ο Κεραυνός
Και θα σας κάψει.
Κ.Βασιλείου
Ο ποιητής Κώστας Βασιλείου γεννήθηκε το 1939 στην Πάνω Δευτερά. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1963 και εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι το 1999, όταν αφυπηρέτησε.
Η λογοτεχνική δραστηριότητά του εντοπίζεται ως επί το πλείστον στον χώρο της ποίησης, αλλά και στη λογοτεχνική κριτική. Δημοσίευσε κριτικές μελέτες και δοκίμια στον περιοδικό Τύπο και εξέδωσε σε έξι τόμους τα ποιητικά έργα του Βασίλη Μιχαηλίδη. Δημοσίευσε επίσης το Νάμιν… του Κώστα Μόντη (2014) και το Νάμιν Β΄ (2015).
Πρωτοεμφανίστηκε στο ποιητικό στερέωμα της Κύπρου το 1969, με την ποιητική συλλογή Σκαμάνδριος Εκτορίδης Αστυάναξ και ακολούθησαν οι συλλογές: Κλωνάρι (1971), Ο Μεγάλος Σαμάν (1977), Ο Πόρφυρας (1978), Pietà (1983), Ο ευαγγελισμός της Λυγερής (1988), Η Λάμπουσα (1996), Ο Κανόλλος (1997), Το Ίλαντρον (2000), Η θκεια μας η Γιουγκοσλαβία (2009), Pietà (2015), Αλταμίρα (σε συνεργασία με την Καίτη Χρίστη) (2017).
Όπως γράφει ο ποιητής και κριτικός Παναγιώτης Νικολαϊδης, ο Κώστας Βασιλείου, είναι μία από τις σημαντικότερες μορφές της Γενιάς της Ανεξαρτησίας και γενικότερα της σύγχρονής μας ποίησης. Διακρίνεται για τη ρωμαλέα ποιητική γραφή του, τον πλούσιο διακειμενικό διάλογο με τη νεοελληνική και παγκόσμια ποίηση, την ειρωνική και συχνά σαρκαστική αποτύπωση της σύγχρονης πραγματικότητας με στιβαρή γλώσσα, άγρυπνη ποιητική συνείδηση και εκφραστική τόλμη, που αποτυπώνεται με βαθύτατη γνώση της ελληνικής γραμματείας και γλώσσας στη διαχρονία τους, καθώς και ειδικότερα της κυπριακής διαλέκτου.
Σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, ο Κώστας Βασιλείου αναφέρθηκε στη μακρά ποιητική του διαδρομή, στους πυλώνες της ποίησης του καθώς και τους ποιητές, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που τον ενέπνευσαν. Απάντησε σε ερωτήσεις για την θεματολογική αλλά και υφολογική πλατύτητα του έργου του, που σε συνδυασμό με το βάθος της, τον καθιστούν έναν εκ των κορυφαίων.
Την Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018, η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, στην κατάμεστη αίθουσα της Πύλης Αμμοχώστου, δια χειρός του Προέδρου της, ποιητή Λεωνίδα Γαλάζη, του απένειμε το Βραβείο «Γ.Φ. Πιερίδης». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτή ήταν η πρώτη βράβευση για τον σχεδόν 80χρονο σήμερα ποιητή...
«Ποτέ δεν επεδίωξα τις βραβεύσεις», μας λέει. «Αν τις επεδίωκα δεν θα μπορούσα να επικεντρωθώ στην ποίηση, στο έργο μου. Τα δυο πρώτα μου βιβλία τα υπέβαλα για να κριθούν ως υποψήφια για τα κρατικά βραβεία. Για το πρώτο δεν περίμενα και πολλά και όντως δεν βραβεύτηκα. Για το δεύτερο μου, το Κλωνάρι, μου απονεμήθηκε Έπαινος. Τι άλλο θέλω; Είναι αρκετό. Από τότε δεν υπέβαλα ξανά τα βιβλία μου για βράβευση».
Σημαντικά για τον τότε νέο ποιητή ήταν και πολλά θετικά σχόλια που έλαβε για την ποίηση του, από τον τότε Διευθυντή του ΚΥΠΕ και σπουδαίο λόγιο, Αντρέα Χριστοφίδη, τον ερευνητή Γιώργο Κεχαγιόγλου καθώς και άλλους. «Αν δεν έπαιρνα κάποια θετική ανταπόκριση για την ποίηση μου, ίσως και να μην συνέχιζα», αναφέρει και επικαλείται στη φράση του Αμερικανού συγγραφέα Ερνστ Χέμινγουει «κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί».
«Η ποίηση», προσθέτει ο Κ. Βασιλείου, «πρέπει να είναι μια αγκαλιά πολλών ανθρώπων και εγώ το ένιωθα αυτό. Δεν γράφω ποίηση για τον εαυτό μου. Για τ’ όνομα του Θεού! Η ποίηση είναι σαν τον έρωτα, χρειάζεται δυο».
«Σαν τα καϊσιά, ωρίμασα ποιητικά»
Του επισημαίνουμε ότι για χρόνια ήταν έγκλειστος, απόμακρος μέσα στα όρια της ασκητικής του ζωής, ξένος προς τα «εγκόσμια», την κοινωνική συναναστροφή και ξαφνικά υπήρξε αυτή η ριζική αλλαγή, βγήκε στον κόσμο, παρευρίσκεται σε πολιτιστικά δρώμενα, αρχίζει να εισπράττει την αναγνώριση που του αξίζει. Τι άλλαξε;
Μας απαντά ότι δεν ήταν εγκεφαλική απόφαση ή επιδίωξη και το ένα και το άλλο. Το καθορίζει ως την φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, όλα έγιναν από μόνα τους. «Όταν ένα δέντρο ποτίζεται, τρέφεται, μετά παράγει ανθούς, μετά καρπούς που είναι πράσινοι, όταν όμως ωριμάσουν, δεν θα πέσουν στη γη; Δεν θα έρθουν να τους κόψουν; Έτσι έγινε και με μένα», αναφέρει και προσθέτει πως για πολλά χρόνια δούλεψε την ποίηση του αθόρυβα, μέσα στη μοναξιά, όπως πρέπει σε έναν ποιητή, όχι επειδή θέλει να είναι μόνος, αλλά επειδή όταν θα ’ρχόταν η στιγμή της επικοινωνίας με τον «άλλο του εαυτό»-όπως χαρακτηρίζει τον αναγνώστη- όφειλε να ήταν έτοιμος όπως το ώριμο μήλο.
Ο Κώστας Βασιλείου είναι γέννημα θρέμμα της γης της Δευτεράς, τα δάκτυλα είναι ροζιασμένα σαν κάποιου σκληρά εργαζόμενου αγρότη, ο Βασιλείου “πίνει νερό” στο όνομα της γενέτειρας του. « Στην Δευτέρα είμαστε ξακουστοί για τις καϊσιές μας. Τα ωραιότερα καϊσιά ήταν τα λεγόμενα «του ανέμου», αυτά που ωρίμαζαν και έπεφταν μόνα τους. Ήταν ροδόσταμα. Έτσι και με την ποίηση, χωρίς καμία διάθεση ναρκισσισμού ή σεμνοτυφίας : Τα πράγματα ωρίμασαν από μόνα τους”, λέει με την απλότητα της σοφίας που τον χαρακτηρίζει.
Ο Βασιλείου είναι ένας ποιητής του βάθους, του πλάτους, της σάτιρας, της τραγωδίας, του έρωτα αλλά και του θανάτου, με τεράστιες θεματολογικές αλλά και υφολογικές μετατοπίσεις και διακυμάνσεις. Του ζητούμε να μας πει πως κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, πολλές φορές ακόμη και στο πλαίσιο ενός ποιήματος. Είναι κάτι που επιδίωξε ή είναι κάτι που απλώς συνέβη;
«Τίποτε δεν έρχεται από μόνο του» τονίζει και είναι κατηγορηματικός. «Για να έρθει κάτι, πρέπει να είσαι άξιος ώστε να σου έρθει. Τι με έκανε να φαίνομαι ότι συνθέτω πολλά ανόμοια πράγματα; Το άγιο με το διαβολικό, το ωραίο με το απεχθές, ας πούμε. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δεχθούμε ότι έτσι είναι η ίδια η ζωή, η ζωή που τουλάχιστον εγώ έζησα. Στην γειτονία που μεγάλωσα έβλεπα καυγάδες, κηδείες, βρισιές, αγάπες κάτω από τα δέντρα, ανθρώπων και ζώων και πολλά άλλα. Είχα επίσης την ευλογία να σπουδάσω φιλοσοφία και αγάπησα τον Ηράκλειτο, βασικός πυλώνας της φιλοσοφίας του οποίου είναι πως «ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ» (Όλα είναι ένα).
Κάτι που αμέσως μπορεί να διακρίνει κανείς όταν συνδιαλέγεται στον Κ. Βασιλείου είναι η αντισυμβατικότητα της σκέψης αλλά και της συμπεριφοράς του, το αντικομφορμιστικό του πνεύμα. Η απορία μας έγκειται κατά πόσον αυτό το γνώρισμα που προβάλλει ως σήμα κατατεθέν της προσωπικότητας του, προϋπήρχε της ποιητικής του ταυτότητας ή αν οι “μαγικές” ιδιότητες της τελευταίας, συνέβαλαν στη διαμόρφωση του .
«Είχα μείνει στάσιμος στο Δημοτικό αλλά με πίστεψε η μητέρα μου»
«Όλα αυτά πηγαίνουν μαζί» μας λέει, προσθέτοντας πως ποτέ δεν το έχει αναλύσει ιδιαίτερα αυτό το θέμα. Θυμάται, ήταν παιδί του Δημοτικού, είχε πολύ καλή επαφή με την Φύση, τα δέντρα, τους ποταμούς, τα ζώα, τα πλάσματα και ιδιαίτερα με τη μητέρα, η οποία όπως αναφέρει, τον πίστευε πολύ παρότι είχε μείνει στάσιμος στο Δημοτικό. Με προέτρεψε να μην εγκαταλείψω το σχολείο, είμασταν 9 αδέλφια, τα κορίτσια τότε ήταν ζήτημα να πήγαιναν 1-2 χρόνια σχολείο, μετά σταματούσαν για να μάθουν γυναικείες δουλειές, ενώ τα αγόρια κι’ αυτά έφευγαν νωρίς, συνήθως για να μάθουν μια τέχνη, είτε για να δουλεύουν στα χωράφια. Η μητέρα μου, μου είπε «θα μείνεις εκεί, έκαμα 9 παιδιά, θέλω έστω ένα να σπουδάσει, να γίνει άνθρωπος», όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά για όσους μάθαιναν γράμματα.
Αναφέρεται στους μεγάλους του έρωτες, εννοώντας τους συγγραφείς που διάβασε και αγάπησε, αρχίζοντας από τον Όμηρο, πηγαίνοντας στον Ηράκλειτο, τον Θουκυδίδη, τον Αισχύλο, την Σαπφώ.
«Το ελληνικό πνεύμα άγγιξε κορυφές τις οποίες κανείς άλλος κατάφερε να αγγίξει», υπογραμμίζει.
Τους διάβασε όλους, τον Δάντη που τον επηρέασε αποφασιστικά, τον Ρωμανό τον Μελωδό, ο Μακρυγιάννης ήρθε αργότερα, «δεν έβγαλα κανένα σκάρτο, ακόμη και από μέτριους έβρισκα και έπαιρνα αυτά που μου άρεσαν».
Από τους Κύπριους, πιο ψηλά απ’ όλους ο Βασιλείου τοποθετεί τον Βασίλη Μιχαηλίδη, το έργο του οποίου έχει επιμεληθεί και εκδώσει, ενώ ιδιαίτερη εκτίμηση τρέφει προς τον Μόντη, τον Παντελή Μηχανικό κ.α.
Του επισημαίνουμε ότι είναι από τους λίγους παλαιότερους ποιητές, που τείνουν ευήκοον ους προς τους νέους λογοτέχνες, που συνομιλούν μαζί τους, αφιερώνουν χρόνο και τους ενθαρρύνουν. Τον ρωτάμε για τη γνώμη του σχετικά με το μέλλον της κυπριακής ποίησης. «Η Κύπρος και η ποίηση της είχε παρελθόν, έχει παρόν, έχει και μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για τους ποιητές μας. Από τα αρχαία χρόνια. Ο Στασίνος εθεωρείτο ισάξιος του Ομήρου. Αυτό που έκανε ο Μόντης με τις «Στιγμές» είναι μια παγκόσμια ποιητική κατάκτηση. Αφήνω τον Βασίλη Μιχαηλίδη όπως η Εννάτη Ιουλίου, Η Ανεράδα κ.α. ασχέτως αν δεν έχουν της παγκόσμιας αναγνώρισης, ακόμη και από την Ελλάδα, είναι ποιήματα παγκόσμιας εμβέλειας. Όσον αφορά δε τους νέους, θέλω να σας πω ότι εμείς είμαστε οι ρίζες σας, αλλά έχετε και την τεχνολογία και μπορείτε να αφομοιώνετε νέα πράγματα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς».
"Η ανεξαρτησία είναι η ελευθερία μας"
Σε πολλές ποιητικές συνθέσεις του Κώστα Βασιλείου, ιδιαίτερα στην «Πιετά», η ιδέα της Κυπριακής Ανεξαρτησίας αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο. Την θεωρεί ένα μεγάλο δώρο που πρέπει να διαφυλαχθεί. «Χτυπάς κέντρο. Έτσι είναι”, μας λέει. Η πηγή της ζωής είναι η λέξη ελευθερία. συλλογικά και ατομικά και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που πρόσφερε στην ανθρωπότητα ο ελληνικός πολιτισμός: Την έννοια της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που εξανθρωπίζει τον ίδιο τον άνθρωπο και τον κάμνει αντάξιο του ονόματος του. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο. Η Κύπρος αντέχει και θα αντέχει, όπως τα λέει ο Βασίλης Μιχαηλίδης στην 9η Ιουλίου: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη». "Αυτό ισχύει δεν είναι μ…κίες. Γι’ αυτό κάποιοι μας μισούν, θέλουν να ξεριζώσουν την ρίζα της ελευθερίας μας για να τελειώσουν μαζί μας για χάρην της παγκοσμιοποίησης. Ε δεν θα τους κάνουμε το χατήρι!», καταλήγει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου