ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ - ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ
Τρία ποιήματα που απάγγειλα με μετάφραση στα αγγλικά
ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ
Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.
Από την ποιητική συλλογή “Ονειροτριβείο”, 2001
PARISIAN MIRAGE
A parade in Paris; so unexpected.
We were heading for Notre-Dame.
Gold-red uniforms of spearmen;
horses’ feces in the streets.
Love-couples kissing.
La Seine, a worn-out affirmation.
Tourists looking for the right place.
Souvenirs and curious queues of curious people.
The bells will soon toll
and according to schedule
Quasimodo will take a leap in space
so warmly applauded.
From the poetry collection DREAM-MIILL, 2001
ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»
από την ποιητική συλλογή Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, 2016
ANDREAS DOE
We meet randomly once or twice a year
Only yesterday he saw me at the supermarket picking
tomatoes.
And again he asked how my eldest daughter was.
- A son, Andreas, now a student.
-Right, right.
Brief pause.
- Is he alright?
- He’s fine.
The same chat each and every time
over groceries gone bad
at the door of the clipper of names
the repair shop for replacement of limbs
in the queues of dry jobless people
the pavements of the shrunken
the trenches of the cityLean forward Andreas, no, don’t take a bow
just lean forward.
Strange how someone
can always remember the same thing wrong.
I noticed a slight tremor in his hand
though skillfully he tried to hide it by clinging onto the shopping cart.
I do my best to avoid him
but he persists on sharing his embarrassment.
You can’t beat that.
One day he dropped his head
We ran to catch it
downhill.
When I paid the next publisher
to bring out my sixth book
I mailed it to an address unknown
certain he would receive it somehow.
Years later we met again
in the public toilets
paying for a pee.
“Say, how’s your daughter?
Loved your poem about that guy.
I can’t believe that guy!
Who is he?”
From the poetry collection AFFECTED AREAS (RAW TALES) 2016
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.
Από την ποιητική συλλογή Πληγείσες περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, 2016
STORIES YOU COMPREHEND
MUCH LATER
Each noon in the parking lot of the block of flats
a policeman would chase after us ablaze
in his shorts
and the orchard owner.
The first bedamned us for playing ball
and ruining his siesta
he’d grab a wooden stick and rush down
to beat the crap out of us.
The second would howl incomprehensibly
a brute
certain he would catch us
red handed stealing fruit from his trees.
But we were more ablaze than them.
And faster.
It took me years
to suspect
that perhaps more than us
they hated our laughter
and that
power and ownership
have no love for children.
From the poetry collection AFFECTED AREAS (RAW TALES) , 2016
translated from the Greek by Despina Pirketti
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου