ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Το 2000 επιβιβάστηκα μαζί με 100 άλλους λογοτέχνες σ' ένα τρένο από τη Λισαβόνα και διασχίσαμε την Ευρώπη μέχρι την Βαλτική και πίσω σε 48 μέρες. Το κάτωθι κείμενο είναι γέννημα εκείνου του ταξιδιού.
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πίστευα πάντα ότι τα τρένα είχαν την δική τους μαγεία. Τα τρένα και οι σταθμοί των τρένων. Ισως επηρεασμένος από την εξάχρονη θητεία μου στην Σοβιετική Ενωση όπου όλα όσα συνέθεταν την σιδηροδρομική πραγματικότητα της χώρας, ανέδιναν μια εικόνα αποσύνθεσης. Καθρέφτιζαν το είδωλο μιας χώρας που μετασχηματιζόταν, έφευγε. Και τα τρένα πάντα φεύγουν….
Αυτή η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για τους ποιητές.
Τους ανοίγει την πόρτα της αναζήτησης. Αποτελεί ερέθισμα και βασική πρώτη ύλη. Μια γεννοβόλος αποσυνθετική δύναμη είναι και η ποίηση στο κάτω-κάτω.
Πότε μου όμως δεν περίμενα ότι θα μου λάχει να ταξιδέψω σε 11 χώρες και καμιά εικοσαριά πόλεις μέσα σε 45 μέρες, μέ εφτά διαφορετικά τρένα, που στην ουσία τους ήταν όλα τους ένα τρένο. Και βεβαίως, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μαζί μου σε αυτό το ταξίδι θα ήταν κάπου 100 λογοτέχνες από 43 χώρες.
Τώρα που γράφω σκέφτομαι « να επιτέλους κάτι για το οποίο μπορείς να μιλήσεις». Στην εποχή μας η σιωπή δεν αξίζει πολλά πράγματα. Η σιωπή δεν πουλά. Ο ήχος και στη συνέχεια η εικόνα, την έχουν κονιορτοποιήσει.
Ολα όμως εξακολουθούν να είναι σιωπή γιατί όταν τα πάντα εκλείψουν, αυτή θα παραμείνει βασιλεύουσα. Από τη σιωπή του εμβρύου ερχόμαστε και στην σιωπή του τάφου καταλήγουμε. Στο μεσοδιάστημα της ζωής είναι που θορυβούμε, δικαίως ή αδίκως. Οταν λοιπόν έχουμε κάτι να πούμε, είναι καλό να το λέμε. Τότε η αναίρεση της σιωπής δικαιώνεται.
Πώς βρεθήκαμε στο τρένο τόσοι ξένοι μεταξύ μας; θα διερωτάστε. Το οφείλουμε στον κύριο George Nagelmackers- ένα Βέλγο τραπεζίτη που το 1884 περιέγραψε σε μια συνάντηση της Compagnie Internationale des Vagons-Lits-που ίδρυσε ο ίδιος- το εξής δικό του όραμα. Την εγκαθίδρυση μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα ξεκινά από την Αγία Πετρούπολη και μέσω Βερολίνου, Παρισίων και Μαδρίτης, θα καταλήγει στη Λισσαβώνα, όπου θα συνδέεται με τα υπερωκεάνια για τη Νότιο Αμερική. Το τρένο αυτό-σύμφωνα με τον φαντασιόπληκτο τραπεζίτη- θα αποκαλείτο Εξπρές Βορρά-Νότου και θα συντόμευε την διαδρομή από το Παρίσι στην Αγία Πετρούπολη κατά 20 ώρες.
Επρεπε να περάσουν 116 χρόνια για να υλοποιηθεί η τρελή ιδέα του Βέλγου τραπεζίτη, ο οποίος τουλάχιστον σε σχέση με τους περισσότερους ομοειδείς του-τότε ή τώρα-έκανε όνειρα και είχε οράματα.
Την ιδέα υλοποίησε ένας Γερμανός, ο Δρ Τόμας Βόλφγκαρτ, διευθυντής πολιτιστικού ινστιτούτου και τα πειραματόζωα, είμασταν εμείς.
Η διαδρομή που ακολουθήσαμε όμως, εκτός του ότι ήταν εμπλουτισμένη με χώρες και πόλεις που ο κ. Nagelmackers ενδεχομένως ποτέ δεν φαντάστηκε να συμπεριλάβει, εκτυλίχθηκε προς διαφορετική διεύθυνση, αντίστροφα. Ο Βορράς-Νότος έγινε Νότος-Βορράς. Εν πάση περπτώσει, δε νομίζω ο κ. Nagelmackers να έχει παράπονο επειδή του αλλάξαμε λίγο τα σχέδια. Στο κάτω-κάτω δεν επρόκειτο να μπαρκάρουμε σε κανενός είδους υπερωκεάνιο.
Ξεκινήσαμε από τη Λισσαβώνα και καταλήξαμε στο Βερολίνο-που φιλοδοξεί με αρκετή δόση ματαιοδοξίας να γίνει η πρωτεύουσα της Ευρώπης του μέλλοντος- αφού διήλθαμε τις Βαλτικές χώρες, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.
Λισσαβώνα
Πρώτος σταθμός ή μάλλον σημείο συγκέντρωσης η Λισσαβώνα. Μια πόλη σταυροδρόμι τριών ηπείρων-δυό κοντινών της Ευρώπης και της Αφρικής και μιας μακρινής-της Νότιας Αμερικής. Αυτή η απόσταση των 8 περίπου ωρών με το αεροπλάνο και των κάποιων ημερών με το πλοίο, που γεμίζει από το κρύο νερό του Ατλαντικού, μοιάζει να έχει καθορίσει την ψυχοσύνθεση των Πορτογάλων, δημιουργώντας μια μόνιμα μελαγχολική διάθεση που έχει τις ρίζες σε κάτι που δεν μπορεί να φτάσε και σε κάτι που είναι καταδικασμένη αιώνια να ατενίζει.
Η Λισσαβώνα-η πόλη του Μαγγελάνου, έμφορτη με πολέμους, κατακτήσεις, πολιτισμικές συνουσίες και ανθρώπινους έρωτες, μιας ιστορίας που μεταφέρει ένα βαρύ φορτίο στο ευρωπαϊκό της σήμερα διαμορφώνοντάς το με τρόπο μοναδικό. Η Λισσαβώνα με το μπαρόκ στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών, τα καπηλειά που ολοένα και πληθαίνουν όπως πορεύεσαι για το λιμάνι, τις ευωδίες της ψημένης σαρδέλας, το καλό και σχετικά φθηνό κρασί. Η Λισσαβώνα με τη γέφυρα Βάσκο Ντε Κάμα μήκους 16 χιλιομέτρων(!) και άλλες τόσες μικρότερες, με το τεράστιο άγαλμα του Χριστού πάνω στο λόφο να κυριαρχεί θαρρείς σε όλους τους ορίζοντες!
Ο Ατλαντικός. Αυτός ευθύνεται για τις όχι και τόσο ομαλές προσγειώσεις των αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Λισσαβώνας. Ενα δυνατό ρεύμα αέρος εξέρχεται συνεχώς από το τεράστιο στόμα του, λες και θέλει να σε συμπαρασύρει στο βυθό του.Πολύ αργότερα η Πορτογαλέζα ποιήτρια Αννα Λουίζα Αμαράλ θα μου πεί ότι σε ορισμένες παράκτιες περιοχές της χώρας της, ειδικά στο Βορρά, το νερό του ωκεανού είναι τόσο κρύο που ακόμα και το καλοκαίρι δεν προσφέρεται για μπάνια.
Εκατό λοιπόν λογοτέχνες σ’ ένα ξενοδοχείο στη Λισσαβώνα. Πόσο τραγικό για τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου! Φθάσαμε στις 3 Αυγούστου και καταλύσαμε σ’ αξιοπρεπέστατο ξενοδοχείο της Πορτογαλικής πρωτεύουσας.
Το επόμενο βράδυ μας μάζεψαν σε μια αίθουσα για την επίσημη υποδοχή.
Εκεί ήταν και ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου. “Καθένας σας είστε μια χώρα. Θα μεταφέρετε μαζί σας σε αυτό το ταξίδι τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεστε. Αυτός εξάλλου είναι ο πλούτος της Ευρώπη” μας είπε.
Από την Λισσαβώνα πήρα την φιλοξενία των ανθρώπων της (τουλάχιστον αυτών που μας υποδέχτηκαν), την πολυπολιτισμικότητα-το αραβικό, το λατινικό και ευρωπαϊκό στοιχείο σμίγουν αρμονικά μεταξύ τους- και τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις. Η Λισσαβώνα είναι μια σύγχρονη πόλη μόνο στην περίμετρο του κέντρου της. Στις παρυφές η φτώχεια ιδιαίτερα μεταξύ των μεταναστών αποτελεί σημείο κατατεθέν. Δεν είναι τυχαίο που η Πορτογαλία συγκαταλέγεται μεταξύ των φτωχώτερων ευρωπαϊκών χωρών.
Το επόμενο βράδυ στο καφέ –Internet πάνω σ΄ ένα ύψωμα απ’ όπου μπορούσες να ατενίσεις μεγάλο μέρος της φωτισμένης πόλης, είχαμε την τύχη να ακούσουμε μουσική “φάντο”- παραδοσιακή μουσική της Πορτογαλίας- θλιμμένη, ερωτική που απαιτεί ψηλές ερμηνευτικές ικανότητες από τον καλλιτέχνη. Τη μέρα περιδιάβαση σε ιστορικούς χώρους, μουσεία και λογοτεχνικές λέσχες με ιστορία εκατοντάδων ετών. Εκεί τον παλιό καιρό σύχναζαν γνωστοί Πορτογάλλοι λογοτέχνες, ήταν τα στέκια τους. Μερικές από τις λέσχες ήταν “κλειστές” με την έννοια ότι η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στα μέλη και απαγορευόταν στις γυναίκες. Κι΄εκεί που επιτρεπόταν, οι πικάντικες ιστορίες έδιναν και έπαιρναν.
Ολα τα καλά όμως κάποτε τελειώνουν ή αρχίζουν. Ετσι ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Στις 7 Ιουνίου συγκεντρωθήκαμε στο σταθμό του τρένου. Είχε απόβροχο. Η Μαδρίτη μας περίμενε.
Μαδρίτη
Το ταξίδι προς την ισπανική πρωτεύουσα σ’ ένα αργό τρένο κράτησε οκτώ ώρες. Το τοπίο έμοιαζε μάλλον με την πεδιάδα της Μεσαορίας-ατέλειωτες πεδιάδες και ελαιόδεντρα. Πού και πού κάποιες βουνοκορφές ξεπρόβαλλαν από το βάθος του ορίζοντα για να σπάσουν την μονοτονία του κίτρινου με το γκρίζο τους.
Φθάσαμε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης αργά το απόγευμα-ένα επιβλητικό κτίριο που έμοιαζε περισσότερο με εμπορικό κέντρο. Μας υποδέχτηκαν δημοσιογράφοι, τηλεοπτικά συνεργεία και οι Ισπανοί οργανωτές. Μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, το μόνο που θέλεις είναι να ξεκουραστείς, αλλά που καιρός για τέτοια.
Η Μαδρίτη είναι ένα έξοχο μέρος για περιηγήσεις. Μια πόλη με ατέλειωτα πράσινα πάρκα, απαράμιλλη αρχιτεκτονική, φινέτσα και ιστορικότητα. Η ιστορικότητα συνυπάρχει με την ανάπτυξη. Στην ουσία η Μαδρίτη είναι μια μεγάλη σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη με καλπάζουσα τεχνολογική ανάπτυξη. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αν δεν μιλάς ισπανικά είναι δύσκολο να συνεννοηθείς! Οι Ισπανοί επιμένουν στη γλώσσα τους όσο κι αν προσπαθήσεις να τους εξηγήσεις ότι δεν καταλαβαίνεις! Οσοι γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα, αυτή είναι η γαλλική. Επισκεφθήκαμε το περίφημο μουσείο “Ελ Πράδο” όπου κανείς έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το μεγαλείο της τέχνης του Ελ Γκρέκο, του Μποτιτσέλλι, του Γκόγια του Ιερώνυμου Μπος, του Βελάσκεθ κλπ. Για να να τα δείς όλα πρέπει να ξοδέψεις μέρες. Οι φανατικοί του είδους το κάνουν και το απολαμβάνουν. Εμείς είχαμε μόνο δυό μέρες στην δάθεσή μας, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφιερώθηκε σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις-συζήτησεις για την Ιβηρική και Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, απαγγελίες ποιημάτων. Στο μεταξύ αρχίσαμε να γνωριζόμαστε μεταξύ μας, να κάνουμε τις επιλογές του στύλ “αυτός είναι καλός για παρέα” ή “αυτός είναι αρκετά απόκοσμος ή εκκεντρικός ώστε να μην έχω όρεξη να κάνω παρέα μαζί του”. Την τελευταία μέρα της παραμονής μας στην Ιβηρική πρωτεύουσα διοργανώθηκε επίσκεψη στο μνημείο του Πούσκιν το οποίο βρίσκεται σ’ ένα πάρκο στο κέντρο της Μαδρίτης. Το βράδυ αναχώρηση για το Μπορντώ, με μια ενδιάμεση στάση μερικών λεπτών στο Σαν Σεμπάστιαν-τη πόλη των Βάσκων- για να αλλάξουμε τρένο. Σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα η πόλη αυτή θα μας φιλοξενούσε για κάποιες μέρες, όμως την τελευταία στιγμή ακύρωσε τη συμμετοχή της. Κυκλοφόρησαν φήμες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν ότι η απόφαση σχετιζόταν με την τεταμένη κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε. Ο σταθμός έμοιαζε ερειπωμένος χαράματα που φθάσαμε εξαντλημένοι από την διανυκτέρευση στις στενές και άβολες καμπίνες ενός τρένου που τρέκλιζε όλη τη νύχτα πάνω στις γραμμές σαν μεθυσμένο.
Ο ουρανός κυοφορούσε θύελλα, ενώ από απέναντι κυριαρχούσε ένα τεράστιο μολυβί βουνό που λες και συνηγορούσε υπέρ του αυτονομιστικού κινήματος της ΕΤΑ, προστατεύοντας την πόλη με τον όγκο του, γέρνοντας ελαφρώς προς αυτήν, σκεπάζοντάς την.
Μερικές εβδομάδες αργότερα κι’ ενώ βρισκόμασταν σ’ ένα εστιατόριο στην Αγία Πετρούπολη έκανα το λάθος να αποκαλέσω τον Βάσκο συγγραφέα που βρισκόταν μαζί μας, ονόματι Ετόρτα, Ισπανό. Είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα του και με απειλητικό ύφος μου ξεκαθάρισε ότι μόνο Ισπανός δεν είναι και πώς όταν δεν γνωρίζω πράγματα και καταστάσεις είναι καλύτερα να μην μιλώ. Κατάπια τη γλώσσα μου αναγκαστικά. Αυτή η σκηνή απεικονίζει νομίζω με τον πιο ανάγλυφο τρόπο όσα προανέφερα πιο πάνω για το Σαν Σεμπάστιαν, το υπαρκτό πρόβλημα συνοχής που αντιμετωπίζει η Ισπανία, που στις μέρες μας παίρνει όλο και πιο δραματικές διαστάσεις.
Επιβιβαστήκαμε στο γαλλικό τρένο-ένα σύγχρονο τεχνολογικό θαύμα που μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι 300χλμ- μετά τη σχεδόν τρομαχτική εμπειρία του Σαν Σεμπάστιαν και τραβήξαμε για το Μπορντώ μέσω Πυρηναίων. Το Μπορντώ είναι η πόλη του ακριβού οίνου αλλά όχι της κραιπάλης.
(Στο επόμενο: Μπορντώ-Παρίσι. Ουπς. Ξέχασα αυτό δεν γράφτηκε ποτέ).
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πίστευα πάντα ότι τα τρένα είχαν την δική τους μαγεία. Τα τρένα και οι σταθμοί των τρένων. Ισως επηρεασμένος από την εξάχρονη θητεία μου στην Σοβιετική Ενωση όπου όλα όσα συνέθεταν την σιδηροδρομική πραγματικότητα της χώρας, ανέδιναν μια εικόνα αποσύνθεσης. Καθρέφτιζαν το είδωλο μιας χώρας που μετασχηματιζόταν, έφευγε. Και τα τρένα πάντα φεύγουν….
Αυτή η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για τους ποιητές.
Τους ανοίγει την πόρτα της αναζήτησης. Αποτελεί ερέθισμα και βασική πρώτη ύλη. Μια γεννοβόλος αποσυνθετική δύναμη είναι και η ποίηση στο κάτω-κάτω.
Πότε μου όμως δεν περίμενα ότι θα μου λάχει να ταξιδέψω σε 11 χώρες και καμιά εικοσαριά πόλεις μέσα σε 45 μέρες, μέ εφτά διαφορετικά τρένα, που στην ουσία τους ήταν όλα τους ένα τρένο. Και βεβαίως, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μαζί μου σε αυτό το ταξίδι θα ήταν κάπου 100 λογοτέχνες από 43 χώρες.
Τώρα που γράφω σκέφτομαι « να επιτέλους κάτι για το οποίο μπορείς να μιλήσεις». Στην εποχή μας η σιωπή δεν αξίζει πολλά πράγματα. Η σιωπή δεν πουλά. Ο ήχος και στη συνέχεια η εικόνα, την έχουν κονιορτοποιήσει.
Ολα όμως εξακολουθούν να είναι σιωπή γιατί όταν τα πάντα εκλείψουν, αυτή θα παραμείνει βασιλεύουσα. Από τη σιωπή του εμβρύου ερχόμαστε και στην σιωπή του τάφου καταλήγουμε. Στο μεσοδιάστημα της ζωής είναι που θορυβούμε, δικαίως ή αδίκως. Οταν λοιπόν έχουμε κάτι να πούμε, είναι καλό να το λέμε. Τότε η αναίρεση της σιωπής δικαιώνεται.
Πώς βρεθήκαμε στο τρένο τόσοι ξένοι μεταξύ μας; θα διερωτάστε. Το οφείλουμε στον κύριο George Nagelmackers- ένα Βέλγο τραπεζίτη που το 1884 περιέγραψε σε μια συνάντηση της Compagnie Internationale des Vagons-Lits-που ίδρυσε ο ίδιος- το εξής δικό του όραμα. Την εγκαθίδρυση μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα ξεκινά από την Αγία Πετρούπολη και μέσω Βερολίνου, Παρισίων και Μαδρίτης, θα καταλήγει στη Λισσαβώνα, όπου θα συνδέεται με τα υπερωκεάνια για τη Νότιο Αμερική. Το τρένο αυτό-σύμφωνα με τον φαντασιόπληκτο τραπεζίτη- θα αποκαλείτο Εξπρές Βορρά-Νότου και θα συντόμευε την διαδρομή από το Παρίσι στην Αγία Πετρούπολη κατά 20 ώρες.
Επρεπε να περάσουν 116 χρόνια για να υλοποιηθεί η τρελή ιδέα του Βέλγου τραπεζίτη, ο οποίος τουλάχιστον σε σχέση με τους περισσότερους ομοειδείς του-τότε ή τώρα-έκανε όνειρα και είχε οράματα.
Την ιδέα υλοποίησε ένας Γερμανός, ο Δρ Τόμας Βόλφγκαρτ, διευθυντής πολιτιστικού ινστιτούτου και τα πειραματόζωα, είμασταν εμείς.
Η διαδρομή που ακολουθήσαμε όμως, εκτός του ότι ήταν εμπλουτισμένη με χώρες και πόλεις που ο κ. Nagelmackers ενδεχομένως ποτέ δεν φαντάστηκε να συμπεριλάβει, εκτυλίχθηκε προς διαφορετική διεύθυνση, αντίστροφα. Ο Βορράς-Νότος έγινε Νότος-Βορράς. Εν πάση περπτώσει, δε νομίζω ο κ. Nagelmackers να έχει παράπονο επειδή του αλλάξαμε λίγο τα σχέδια. Στο κάτω-κάτω δεν επρόκειτο να μπαρκάρουμε σε κανενός είδους υπερωκεάνιο.
Ξεκινήσαμε από τη Λισσαβώνα και καταλήξαμε στο Βερολίνο-που φιλοδοξεί με αρκετή δόση ματαιοδοξίας να γίνει η πρωτεύουσα της Ευρώπης του μέλλοντος- αφού διήλθαμε τις Βαλτικές χώρες, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.
Λισσαβώνα
Πρώτος σταθμός ή μάλλον σημείο συγκέντρωσης η Λισσαβώνα. Μια πόλη σταυροδρόμι τριών ηπείρων-δυό κοντινών της Ευρώπης και της Αφρικής και μιας μακρινής-της Νότιας Αμερικής. Αυτή η απόσταση των 8 περίπου ωρών με το αεροπλάνο και των κάποιων ημερών με το πλοίο, που γεμίζει από το κρύο νερό του Ατλαντικού, μοιάζει να έχει καθορίσει την ψυχοσύνθεση των Πορτογάλων, δημιουργώντας μια μόνιμα μελαγχολική διάθεση που έχει τις ρίζες σε κάτι που δεν μπορεί να φτάσε και σε κάτι που είναι καταδικασμένη αιώνια να ατενίζει.
Η Λισσαβώνα-η πόλη του Μαγγελάνου, έμφορτη με πολέμους, κατακτήσεις, πολιτισμικές συνουσίες και ανθρώπινους έρωτες, μιας ιστορίας που μεταφέρει ένα βαρύ φορτίο στο ευρωπαϊκό της σήμερα διαμορφώνοντάς το με τρόπο μοναδικό. Η Λισσαβώνα με το μπαρόκ στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών, τα καπηλειά που ολοένα και πληθαίνουν όπως πορεύεσαι για το λιμάνι, τις ευωδίες της ψημένης σαρδέλας, το καλό και σχετικά φθηνό κρασί. Η Λισσαβώνα με τη γέφυρα Βάσκο Ντε Κάμα μήκους 16 χιλιομέτρων(!) και άλλες τόσες μικρότερες, με το τεράστιο άγαλμα του Χριστού πάνω στο λόφο να κυριαρχεί θαρρείς σε όλους τους ορίζοντες!
Ο Ατλαντικός. Αυτός ευθύνεται για τις όχι και τόσο ομαλές προσγειώσεις των αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Λισσαβώνας. Ενα δυνατό ρεύμα αέρος εξέρχεται συνεχώς από το τεράστιο στόμα του, λες και θέλει να σε συμπαρασύρει στο βυθό του.Πολύ αργότερα η Πορτογαλέζα ποιήτρια Αννα Λουίζα Αμαράλ θα μου πεί ότι σε ορισμένες παράκτιες περιοχές της χώρας της, ειδικά στο Βορρά, το νερό του ωκεανού είναι τόσο κρύο που ακόμα και το καλοκαίρι δεν προσφέρεται για μπάνια.
Εκατό λοιπόν λογοτέχνες σ’ ένα ξενοδοχείο στη Λισσαβώνα. Πόσο τραγικό για τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου! Φθάσαμε στις 3 Αυγούστου και καταλύσαμε σ’ αξιοπρεπέστατο ξενοδοχείο της Πορτογαλικής πρωτεύουσας.
Το επόμενο βράδυ μας μάζεψαν σε μια αίθουσα για την επίσημη υποδοχή.
Εκεί ήταν και ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου. “Καθένας σας είστε μια χώρα. Θα μεταφέρετε μαζί σας σε αυτό το ταξίδι τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεστε. Αυτός εξάλλου είναι ο πλούτος της Ευρώπη” μας είπε.
Από την Λισσαβώνα πήρα την φιλοξενία των ανθρώπων της (τουλάχιστον αυτών που μας υποδέχτηκαν), την πολυπολιτισμικότητα-το αραβικό, το λατινικό και ευρωπαϊκό στοιχείο σμίγουν αρμονικά μεταξύ τους- και τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις. Η Λισσαβώνα είναι μια σύγχρονη πόλη μόνο στην περίμετρο του κέντρου της. Στις παρυφές η φτώχεια ιδιαίτερα μεταξύ των μεταναστών αποτελεί σημείο κατατεθέν. Δεν είναι τυχαίο που η Πορτογαλία συγκαταλέγεται μεταξύ των φτωχώτερων ευρωπαϊκών χωρών.
Το επόμενο βράδυ στο καφέ –Internet πάνω σ΄ ένα ύψωμα απ’ όπου μπορούσες να ατενίσεις μεγάλο μέρος της φωτισμένης πόλης, είχαμε την τύχη να ακούσουμε μουσική “φάντο”- παραδοσιακή μουσική της Πορτογαλίας- θλιμμένη, ερωτική που απαιτεί ψηλές ερμηνευτικές ικανότητες από τον καλλιτέχνη. Τη μέρα περιδιάβαση σε ιστορικούς χώρους, μουσεία και λογοτεχνικές λέσχες με ιστορία εκατοντάδων ετών. Εκεί τον παλιό καιρό σύχναζαν γνωστοί Πορτογάλλοι λογοτέχνες, ήταν τα στέκια τους. Μερικές από τις λέσχες ήταν “κλειστές” με την έννοια ότι η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στα μέλη και απαγορευόταν στις γυναίκες. Κι΄εκεί που επιτρεπόταν, οι πικάντικες ιστορίες έδιναν και έπαιρναν.
Ολα τα καλά όμως κάποτε τελειώνουν ή αρχίζουν. Ετσι ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Στις 7 Ιουνίου συγκεντρωθήκαμε στο σταθμό του τρένου. Είχε απόβροχο. Η Μαδρίτη μας περίμενε.
Μαδρίτη
Το ταξίδι προς την ισπανική πρωτεύουσα σ’ ένα αργό τρένο κράτησε οκτώ ώρες. Το τοπίο έμοιαζε μάλλον με την πεδιάδα της Μεσαορίας-ατέλειωτες πεδιάδες και ελαιόδεντρα. Πού και πού κάποιες βουνοκορφές ξεπρόβαλλαν από το βάθος του ορίζοντα για να σπάσουν την μονοτονία του κίτρινου με το γκρίζο τους.
Φθάσαμε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης αργά το απόγευμα-ένα επιβλητικό κτίριο που έμοιαζε περισσότερο με εμπορικό κέντρο. Μας υποδέχτηκαν δημοσιογράφοι, τηλεοπτικά συνεργεία και οι Ισπανοί οργανωτές. Μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, το μόνο που θέλεις είναι να ξεκουραστείς, αλλά που καιρός για τέτοια.
Η Μαδρίτη είναι ένα έξοχο μέρος για περιηγήσεις. Μια πόλη με ατέλειωτα πράσινα πάρκα, απαράμιλλη αρχιτεκτονική, φινέτσα και ιστορικότητα. Η ιστορικότητα συνυπάρχει με την ανάπτυξη. Στην ουσία η Μαδρίτη είναι μια μεγάλη σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη με καλπάζουσα τεχνολογική ανάπτυξη. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αν δεν μιλάς ισπανικά είναι δύσκολο να συνεννοηθείς! Οι Ισπανοί επιμένουν στη γλώσσα τους όσο κι αν προσπαθήσεις να τους εξηγήσεις ότι δεν καταλαβαίνεις! Οσοι γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα, αυτή είναι η γαλλική. Επισκεφθήκαμε το περίφημο μουσείο “Ελ Πράδο” όπου κανείς έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το μεγαλείο της τέχνης του Ελ Γκρέκο, του Μποτιτσέλλι, του Γκόγια του Ιερώνυμου Μπος, του Βελάσκεθ κλπ. Για να να τα δείς όλα πρέπει να ξοδέψεις μέρες. Οι φανατικοί του είδους το κάνουν και το απολαμβάνουν. Εμείς είχαμε μόνο δυό μέρες στην δάθεσή μας, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφιερώθηκε σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις-συζήτησεις για την Ιβηρική και Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, απαγγελίες ποιημάτων. Στο μεταξύ αρχίσαμε να γνωριζόμαστε μεταξύ μας, να κάνουμε τις επιλογές του στύλ “αυτός είναι καλός για παρέα” ή “αυτός είναι αρκετά απόκοσμος ή εκκεντρικός ώστε να μην έχω όρεξη να κάνω παρέα μαζί του”. Την τελευταία μέρα της παραμονής μας στην Ιβηρική πρωτεύουσα διοργανώθηκε επίσκεψη στο μνημείο του Πούσκιν το οποίο βρίσκεται σ’ ένα πάρκο στο κέντρο της Μαδρίτης. Το βράδυ αναχώρηση για το Μπορντώ, με μια ενδιάμεση στάση μερικών λεπτών στο Σαν Σεμπάστιαν-τη πόλη των Βάσκων- για να αλλάξουμε τρένο. Σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα η πόλη αυτή θα μας φιλοξενούσε για κάποιες μέρες, όμως την τελευταία στιγμή ακύρωσε τη συμμετοχή της. Κυκλοφόρησαν φήμες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν ότι η απόφαση σχετιζόταν με την τεταμένη κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε. Ο σταθμός έμοιαζε ερειπωμένος χαράματα που φθάσαμε εξαντλημένοι από την διανυκτέρευση στις στενές και άβολες καμπίνες ενός τρένου που τρέκλιζε όλη τη νύχτα πάνω στις γραμμές σαν μεθυσμένο.
Ο ουρανός κυοφορούσε θύελλα, ενώ από απέναντι κυριαρχούσε ένα τεράστιο μολυβί βουνό που λες και συνηγορούσε υπέρ του αυτονομιστικού κινήματος της ΕΤΑ, προστατεύοντας την πόλη με τον όγκο του, γέρνοντας ελαφρώς προς αυτήν, σκεπάζοντάς την.
Μερικές εβδομάδες αργότερα κι’ ενώ βρισκόμασταν σ’ ένα εστιατόριο στην Αγία Πετρούπολη έκανα το λάθος να αποκαλέσω τον Βάσκο συγγραφέα που βρισκόταν μαζί μας, ονόματι Ετόρτα, Ισπανό. Είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα του και με απειλητικό ύφος μου ξεκαθάρισε ότι μόνο Ισπανός δεν είναι και πώς όταν δεν γνωρίζω πράγματα και καταστάσεις είναι καλύτερα να μην μιλώ. Κατάπια τη γλώσσα μου αναγκαστικά. Αυτή η σκηνή απεικονίζει νομίζω με τον πιο ανάγλυφο τρόπο όσα προανέφερα πιο πάνω για το Σαν Σεμπάστιαν, το υπαρκτό πρόβλημα συνοχής που αντιμετωπίζει η Ισπανία, που στις μέρες μας παίρνει όλο και πιο δραματικές διαστάσεις.
Επιβιβαστήκαμε στο γαλλικό τρένο-ένα σύγχρονο τεχνολογικό θαύμα που μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι 300χλμ- μετά τη σχεδόν τρομαχτική εμπειρία του Σαν Σεμπάστιαν και τραβήξαμε για το Μπορντώ μέσω Πυρηναίων. Το Μπορντώ είναι η πόλη του ακριβού οίνου αλλά όχι της κραιπάλης.
(Στο επόμενο: Μπορντώ-Παρίσι. Ουπς. Ξέχασα αυτό δεν γράφτηκε ποτέ).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου