Members

ΕΠΤΑ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 
 Δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία

Tις Κυριακές
χαμηλότερα από τη ψαλμωδία του Ιμάμη που αγκιστρώνεται σαν σκέπαστρο στον αέρα
γηραιές κυρίες εξέρχονται από τα μνημόσυνα κρατώντας πιάτα με κόλλυβα.
Τα μοιράζουν
όχι μόνο σε κοντινούς
αλλά και σε περαστικούς
που δείχνουν περισσότερο να πεινούν
παρά κάποιο ενδιαφέρον
για τα τελετουργικά.
Δυο τέτοιες κυρίες
την ώρα που ο συρμός
πολλών παράξενων ανθρώπων σκορπίζεται
στα οφιοειδή σοκάκια
πλησιάζουν προς το μέρος μου
“όχι, όχι την άλλη Κυριακή, δεν θα είμαι,
θα λείπω”
λέει η μια περήφανα
σαν να είναι ό,τι πιο σημαντικό της συνέβη
τον τελευταίο καιρό.
«με προσκάλεσαν,
με προσκάλεσαν πολλές φορές
και τελικά δέχτηκα».
Το λέει αργά επισυνάπτοντας στην κάθε λέξη
μια παύση θριάμβου
το λέει υπογραμμισμένα
σε απόσταση αναπνοής
από το πρόσωπο
της αγαπημένης της φίλης.
***
Τα Σάββατα που έφυγαν

Τα Σάββατα μου τότε
είχανε χρώμα διαφορετικό.
Και οσμή από νιότη.
Ο ήλιος ανάτελλε πιο δυτικά.
Τα μεσημέρια
έβαζα στα φτερά μου αργίλιο για να αντέχουν.
Bάραιναν όμως και έπεφτα
έχω σπάσει ξένοιαστος χέρια και πόδια.
Εδώ και καιρό δεν πετώ.
Τα Σάββατα μου τότε
είχανε χρώμα διαφορετικό.
Σήμερα είναι πάλι Σάββατο
Κοιτώ τους φοιτητές στην καφετέρια
από το παράθυρο του τρίτου ορόφου
καπνίζοντας.
Μια χαριτωμένη
με τη συνοδεία μελωδικής μουσικής
σαν μπαλαρίνα
κραδαίνει με χάρη στην άκρη των δακτύλων της
ένα κομματάκι
το βάζει στο στόμα της
και υποθέτω το μασά.
Το κομματάκι κυλά βαθιά
μες στον λαιμό της.
Μετά
γυρίζει την πλάτη της προς εμένα
κι είναι σαν να με βλέπει.
***
Ανάσταση

Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι
μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι καθηκόντως παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος
ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά
οι νυχτερίδες – αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά το ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μες στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο
κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.
***
Δυο αγαπημένοι

Tης κράταγε το χέρι
και περπατούσανε, πρωί απόγευμα.
Εκείνη λεπτή στα όρια της ύπαρξης
εκείνος φαλακρός, μικρόσωμος.
Έμοιαζαν καμωμένοι ο ένας για τον άλλο
όταν έβγαιναν από το σπίτι τους για τον περίπατο
τα χελιδόνια άφηναν τη φωλιά τους
για να δείξουν ότι είναι κι εκείνα μαζί.
Δεν θα το φανταζόμουν ποτέ
πως κάποιοι που έχουν περάσει τα πενήντα
κάπου εκεί
μπορούν να μοιράζονται ακόμη τόσο χρόνο
χωρίς να βαριούνται και να σουρώνουν.
Έτσι μια φορά που τον είδα από μακριά
σε κάποιο παγκάκι να χαϊδεύει τα μαλλιά μιας ξανθιάς
ήμουν βέβαιος ότι έφταιγε το πολύ κλάμα
που έκαμα μικρός
η τάση μου να βλέπω πράγματα που δεν υπήρχαν.
Τώρα όμως δεν ξέρω ποια από τις δυο εικόνες είναι αληθινή.
***
Ταχυπαλμία

Όποτε με πιάνει ταχυπαλμία
με κυριεύει ένας φόβος
ότι κάτι κακό θα μου συμβεί
όμως προχθές
που έφτασα τους 200 παλμούς
την ώρα που ξεντυνόσουν
την ώρα που ξεντυνόσουν για μένα
δεν φοβήθηκα καθόλου.
***
Σε κάποιο σκοτάδι της κόλασης

Κάθομαι γυμνός στο παγκάκι της κόλασης
και είναι νύχτα
όμως το σκοτάδι δεν μ αγγίζει.
Κάθομαι φωταγωγημένος από πυρσούς έκπτωτων αγγέλων
στο παγκάκι της κόλασης
επειδή μπορώ πια και να παίξω με τους δαίμονες
και να τους στριμώξω προσωρινά
μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα.
Είμαι γυμνός
αλλά στολισμένος ταυτόχρονα
-σαν επιτάφιος
και σχεδόν θαρραλέος
για κάποια λεπτά.
***
Απόπειρες

Τα ποιήματά μου γράφονται
μέσα από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες.
Απόπειρες εξαντλητικές και ατελέσφορες.
Περπατώ σε ένα πανάρχαιο δρόμο
ένα δρόμο κατασκότεινο
που ξαφνικά ένα τεράστιο φανάρι τον φωταγωγεί.
Και τότε μόνο βλέπω καθαρά
το σκοτάδι.

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ