"Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΜΠΑΝΑ ΠΟΥ ΧΤΥΠΑ ΣΙΩΠΗΛΑ"
Συνέντευξη του Γιώργου Χριστοδουλίδη στο "Γραφείον Ποιήσεως" της εφημερίδας "Πελοπόννησσος"
Ερ. Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας ότα
ν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
Απ. Διαμορφωνόμαστε μέσα από τα βιώματα και την τριβή με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Πιστεύω ότι όσο μεγαλώνουμε η σχέση μας με το παιδί που υπήρξαμε, βαθαίνει. Σφυρηλατείται. Σε νεότερες ηλικίες αυτό δεν συμβαίνει. Εκεί έχουμε ένα πλατύ μπροστινό χρονο-ορίζοντα. Προχωρώντας μέσα από τα χρόνια, ο χρονο-ορίζοντας αυτός στενεύει, έτσι αρχίζουμε να κοιτάμε πίσω πιο συχνά. Τι είμασταν τότε που ακόμη είχαμε άπλετο χρόνο; Αξιοποιή
σαμε τις ευκαιρίες; Γίναμε πιο πολύ το άθροισμα των επιλογών μας ή των φόβων μας; Εκείνο το παιδί που αναφέρετε ήταν το πρόπλασμα αυτού που είμαι σήμερα. Αν κάτι υποψιάζομαι ότι διατήρησα από αυτό, είναι τη διερευνητική ματιά προς τον κόσμο. Αγνή θα ήθελα να πιστεύω, ενίοτε επιφυλακτική. Αν είναι να το συστήσω σε άλλους, θα πω, “προσπάθησε να γίνει κάτι που δεν ήξερε και πολλές φορές λάθεψε”. Πορεύτηκε περισσότερο με την καρδιά και το ένστικτο παρά με τη λογική. Θα χρειαζόμασταν μια δεύτερη ζωή, με την εμπειρία της πρώτης, για κάνουμε λιγότερα λάθη. Όμως ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την τελειότητα του ή από το πόσο αλάνθαστος είναι. Κρίνεται από τη γνησιότητα των πράξεων του και από το αν πρόδωσε το αρχετυπικό παιδί που είχε μέσα του. Αισθάνομαι ότι η ουσία εκείνου του παιδιού, ακόμη με καθορίζει. Αν δεν την διατηρούσα, νομίζω δεν θα μπορούσα να γράφω ποίηση. Εξάλλου, η μεγάλη ποίηση έχει μέσα της το ανολοκλήρωτο, το ατελές, ακόμη και το παιδικό. Η τελειότητα είναι για μένα μια υπέροχη ατέλεια.
Ερ. Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
Απ. Ειλικρινά δεν μ αρέσει. Χρειάζεται και μια χαρισματικότητα στην ανάγνωση, ένα ύφος που δεν κατέχω. Προτιμώ τη σιωπηλή ανάγνωση της ποίησης, απομονωμένη από ήχους και κυρίως από τη φωνή μου. Οχι μόνο δικών μου ποιημάτων αλλά και ποιημάτων άλλων ποιητών, αγαπημένων. Πιστεύω άλλωστε ότι το ποίημα συγγενεύει περισσότερο με τη σιωπή παρά με ήχους και φωνές, εκτός αν υπάρχει χαρισματικότητα όπως προανάφερα. Κοιτάξτε πόσο σιωπηλό είναι το φως! Κανένας ήχος δεν το συνοδεύει, όμως λάμπει. H ποίηση είναι μια καμπάνα που χτυπά σιωπηλά, μια χορωδία σιωπής. Βλέπεις τα στόματα να ανοιγοκλείνουν αλλά για να ακούσεις, πρέπει να συντονιστείς στη σωστή συχνότητα.
Ερ.Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
Απ. Θα ήταν άτοπο να πω ότι είμαι επίγονος κάποιου ποιητή. Με την ανασφάλεια που συνοδεύει κάθε τι συμπερασματικό το οποίο αφορά την ποίηση, θα έλεγα ότι οι στίχοι μου είναι παιδιά, αφενός της ύπαρξης μου που νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί πέραν της καθημερινής ομιλίας, να συνθέσει το δικό της τραγούδι, αφετέρου, όλων εκείνων των αναγνωσμάτων που με συνεπήραν και μου άνοιξαν πιο μεγάλες πόρτες για να εισέλθω στο μυστήριο της ποίησης. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος στην ποίηση. Πρόσφατα έγραψα ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο ΠΟΙΕΙΝ ότι «οι άλλοι είναι μέσα μας». Είναι οι άλλοι που διαβάσαμε και μας ανάγκασαν να επανερχόμαστε σε αυτούς. Είμαι πια πεπεισμένος ότι η μεγάλη λογοτεχνία γεννά νέα λογοτεχνία. Μυούμαστε στο είδος χάρις στις παρακαταθήκες των προγενέστερων. Αισθάνομαι ότι σε κάθε πόρτα που άνοιγα, ένας ποιητής με καλωσόριζε. Εξάλλου, οι νεκροί ποιητές απαλλαγμένοι από τις μικρότητες της ζωής, είναι πολύ πιο ανιδιοτελείς από τους ζωντανούς.
Ερ. Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;
Απ. Είναι αλήθεια ότι οι πλείστοι ποιητές έχουν άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς. Και είναι επίσης αλήθεια πως συνήθως πληρώνουμε για να αγοράσουμε τα αντίτυπα των βιβλίων μας από τον εκδότη. Προσωπικά ελπίζω να πετύχω κάποτε να εκδώσω χωρίς να πληρώσω. Είναι μια ευγενής φιλοδοξία, έτσι τουλάχιστον το βλέπω. Σπούδασα δημοσιογραφία και την ασκώ εδώ και 24 χρόνια. Την παρούσα στιγμή είμαι βοηθός αρχισυντάκτης στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, πέρασα όμως από την “κόλαση” του ιδιωτικού τομέα, ζυμώθηκα μέσα από ανθρώπινες ιστορίες οδύνης.
Η ποίηση μπορεί να μην αποφέρει, αλλά μας χαρίζει μια ψευδαίσθηση που αξίζει τον κόπο: Ότι μπορούμε να αφήσουμε κάτι πίσω μας . Στο κάτω κάτω, οι άλλες ψευδαισθήσεις είναι καλύτερες; Αλλοι αφήνουν διαθήκες με περιουσίες, οι ποιητές, το έργο τους. Να επιμηκυνθούμε κατά κάποιον τρόπο στο διηνεκές Στη ζωή είναι σημαντικό να μπορείς να τραφείς και να θρέψεις, στην ποίηση βρίσκεσαι για άλλο σκοπό. Η ποίηση σου δίνει την ευκαιρία να δείξεις αν αξίζει να μνημονεύεσαι. Συνεπώς δεν αδικεί τον ποιητή η ποίηση, μάλλον τον ευνοεί υπό τις περιστάσεις. Φυσικά και θα ήθελα να δω τα βιβλία μου να πουλούν, όχι τόσο για να αποφέρουν έσοδα, αλλά επικοινωνία και γιατί όχι, επιβεβαίωση. Ας το παραδεχτούμε, είμαστε ανασφαλείς εμείς οι ποιητές. Να μετρηθώ λοιπόν μέσα από την αυστηρή ματιά του αναγνώστη. Και με τον χρόνο. Η αναμέτρηση είναι πολύπτυχη, και αφορά το τι γράφτηκε, το τι γράφεται και το τι δεν έχει ακόμη γραφτεί. Είναι στην ουσία μια αναμέτρηση που μας ξεπερνά.
Ερ.Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι΄ αυτές;
Απ. Μου λένε ότι πρέπει να βιαστώ. Η πνοή που τις φέρνει δεν διαρκεί πολύ. Αν δεν κρατήσεις σημειώσεις, μετά είναι αργά. Και τις λέξεις να θυμάσαι δεν θα είναι το ίδιο. Η πνοή που φέρνει τους στίχους διαθέτει τη δική της ατμοσφαιρική πίεση, δεν γίνεται βγαίνοντας “έξω”, να “συναρμόσεις” το υλικό της σε ποίημα. Πρέπει να προλάβεις όσο είσαι “μέσα”. Μπορεί ένας αστροναύτης να επιβιώσει βγάζοντας το σκάφανδρο; Δεν μπορεί. Είναι κάτι πέραν από τα όρια του συνειδητού. Γίνομαι δέκτης μηνυμάτων που εκπέμπονται από άγνωστη πηγή. Ενίοτε έχουν την μορφή αινιγμάτων. Καλούμαι να τα λύσω. Το αίνιγμα της ζωής. Όλα γύρω από αυτό περιστρέφονται. Μετά, το αίνιγμα του θανάτου και της φθοράς που προηγείται. Στο μεσοδιάστημα, ο έρωτας, η αγάπη, η αλληλεγγύη για τον καταφρονημένο, το να γνοιάζεσαι και να πονάς για εκείνους που υποφέρουν, χωρίς ποτέ να το μάθουν ότι συμπάσχεις μαζί τους.
Συμβαίνει συχνά όταν οδηγώ, όταν περπατώ, το βράδυ λίγο πριν το ύπνο. Λέω κάποτε θα το γράψω το πρωί και το πρωί έχει ήδη φύγει ο στίχος. Οσον αφορά τη θεματική, δεν υπάρχει κάτι αυστηρά προκαθορισμένο. Μπορεί να είναι ένα βίωμα-έχω κάνει μια στροφή τελευταία σε αυτό που αποκαλούμε βιωματική ποίηση- που έρχεται από πολύ μακριά, μπορεί να είναι ένα σκάψιμο στην ύπαρξη, μια δόνηση, ένας κραδασμός της ψυχής, που θέλουν να μορφοποιηθούν σε ποίημα. Προκύπτουν επίσης κάποιες ιστορίες ανθρώπων, ως αποτέλεσμα και της επαγγελματικής μου ιδιότητας. Η οδύνη όμως της πραγματικότητας είναι πολύ πιο βαθιά από αυτό που μπορεί κανείς και συγκεκριμένα εγώ, να μεταφέρει στην ποιητική του γραφή.
Ερ. Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;
Απ. Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί ποιητές από μένα που γράφουν εξαιρετικά. Ξεκινώ λοιπόν από αυτό, υπάρχουν πολύ πιο δεξιοτέχνες με ευρεία γκάμα αποθεματικού λέξεων, συνδυασμών, επινοητικότητας. Ετσι ακολουθώ τη λογική ότι ακόμα μαθαίνω το πως γράφεται η ποίηση. Και θα μαθαίνω μου φαίνεται μέχρι τέλους. Ισως το πιο σημαντικό που έχω μάθει και αναπτύξει είναι να ξεχωρίζω τι να κρατώ και τι να απορρίπτω. Ειδικά το τελευταίο, το κρίνω πολύ ουσιώδες. Aφαιρώντας φτάνεις στην ελλειπτικότητα της πύκνωσης. Ομως εν γένει, όπως προανέφερα, είμαστε όλοι επίγονοι των προηγούμενων ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε. Οποιος δεν το μάθει αυτό, θα περάσει δύσκολα στην ποίηση, δεν θα μπορέσει να αφήσει το δικό του στίγμα.
Ερ. Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
Απ. Επιλέγω μέσα από την ποίηση να κάνω φίλους παρά εχθρούς. Και έχω κάνει, λίγους αλλά ακριβούς. Φυσικά αυτό είναι μόνο η δική μου επιλογή. Υπάρχουν πεινασμένοι άνθρωποι για φήμη και καθιέρωση, χωρίς να διαθέτουν τον αναγκαίο ποιητικό εξοπλισμό, ας πούμε, εξού και είναι τόσο πεινασμένοι. Υποκαθιστούν την ποιητική τους ανεπάρκεια με υπερμεγέθη φιλοδοξία που αγγίζει τα όρια του φαιδρού. Θέλουν να κυριαρχήσουν πάση θυσία, θέλουν να αρχηγεύσουν. Δημιουργούν κυκλώματα, ένα είδος πελατειακών σχέσεων αναπτύσσεται. Εξοβελίζονται όσοι αρνούνται να παίξουν το παιγνίδι αυτό. Ξέρετε πόσοι μου είπαν ότι θα γράψουν για το προηγούμενο μου βιβλίο και δεν έγραψαν; Γιατί; Διότι δεν παρακαλάω και δεν πρόκειται να παρακαλέσω κανέναν. Κι όσοι έγραψαν και τους ευχαριστώ, είτε θετικά είτε αρνητικά, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία.
Βλέπουμε αξιόλογες φωνές, να αποσιωπούνται από την εγχώρια κριτική και άλλες, όχι τόσο αξιόλογες θα έλεγα, να υπερπροβάλλονται. Ετσι όμως πλήττεται η ίδια η ποίηση διότι με ποιόν τρόπο να φτάσει ο σημερινός αναγνώστης σε ένα αξιόλογο έργο, όταν αυτό απωθείται από το ίδιο το σύστημα; Δημιουργούνται ετερόφωτοι ποιητές αφού τα βιβλία τους που λανσάρονται (όχι όλα βεβαίως), δεν έχουν τη δύναμη να μιλήσουν από μόνα τους. Άλλοι ομιλούν για αυτά και εντεταλμένα. Όμως ο χρόνος και πάλι θα είναι αδυσώπητος κριτής. Οταν οι άλλοι παύσουν να επαινούν, ό,τι δεν αξίζει απλώς θα ξεχαστεί. Μόνο ένα αυτόφωτο έργο μπορεί να επιβιώσει κι ας μην συμβεί αυτό σήμερα ή αύριο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ποιητική συλλογή που πιστεύω αξίζει να διαβαστεί. Το κάνω επειδή δεν είδα να γράφει κανείς κάτι γι’ αυτή. Αναφέρομαι στις “Ζωογραφίες”, της Σοφίας Σακελλαρίου. Δεν την γνωρίζω την ποιήτρια, το κάνω αυτό επειδή θεωρώ το βιβλίο αδικημένο, είναι ένα είδος φόρου τιμής στα αποσιωπημένα.
Ερ. Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
Απ.Δεν έχω σχεδιάσει κάτι, δεν τα καταφέρνω με τους σχεδιασμούς. Ζω το σήμερα, το πολύ να σκεφτώ τις επόμενες μέρες. Ο ποιητής δεν σχεδιάζει, απορροφά ή απορρίπτει ό,τι του έρχεται. Σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι. Προσδοκώ φυσικά να γράψω ακόμη κάποια ποιήματα που ελπίζω να έχουν κάτι να πουν, να σημαίνουν κάτι, πρώτα για μένα, μετά για όσους τύχει να τα διαβάσουν. Ελπίζω επίσης να έχω το θάρρος να φανώ αρκετά έντιμος ώστε να σιωπήσω όταν βεβαιωθώ πως δεν έχω κάτι άξιο λόγου να πω, δηλαδή να γράψω. Ξέρετε, πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό όλα έχουν λεχθεί, τα πιο σημαντικά τουλάχιστον, από πλευράς θεματικής. Αυτό που καλείται ο ποιητής να κάνει είναι να τα συνθέσει ξανά ανοίγοντας ένα νέο βάθος.
Ερ.Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;
Απ. Σε κάποιο κάλαθο των αχρήστων ίσως ή σε κάποιο υπόγειο με πέντε εκατοστά σκόνη πάνω του . Ειλικρινά δεν μπορώ να γνωρίζω. Ο ποιητής ενώ γράφει στο σήμερα δεν γράφει μόνο για το σήμερα αλλά κυρίως για το αύριο. Το αύριο όμως είναι ανεξερεύνητο όπως και τα γούστα του και οι αισθητικές του. Νομίζω όμως πως ο καθένας ξέρει αν έχει γράψει κάτι που αξίζει ή απλώς πέρασε το χρόνο του λέγοντας ότι έγραφε ποίηση για να γεμίσει τις άδειες από νόημα ώρες του. Στην ποίηση ο τελικός κριτής έρχεται πολύ αργότερα που θα πέσει η αυλαία, μέσα στο σκοτάδι.
Ερ. Πώς ορίζετε το ποίημα που "αντέχει τον χρόνο";
Απ. Γι’ αυτά γράφουμε. Πρέπει να έχεις μεγάλη δίψα μέσα σου για να γράψεις τέτοια ποιήματα. Μεγάλη κατανόηση του κόσμου, της ύπαρξης και τι σημαίνει η ποίηση απέναντι σε αυτά. Ισως πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις ότι η λογοτεχνία σου δίνει αυτή τη μοναδική δυνατότητα, γιατί πολλοί δεν το συνειδητοποιούν και νομίζουν ότι σημαντικό είναι να γράψεις ακόμη ένα ποίημα και όχι ένα σπουδαίο ποίημα ή μια σειρά ποιημάτων που θα σε οδηγήσουν σε μια άλλη σειρά σπουδαίων ποιημάτων. Το παράξενο όμως είναι πως ακόμη κι αν γράψεις τέτοια ποιήματα, δεν μπορείς να πεις ότι ξέρεις πως γράφονται, ειδάλλως, θα τα έγραφες συνέχεια. Είναι κάτι μοναδικό, ένα προνόμιο που σου δίνεται για κάποιες μόνο στιγμές και πρέπει να το αρπάξεις. Είναι αδύνατο να το κατέχεις, αν είσαι τυχερός, μπορείς να το αγγίξεις. Τα ποιήματα που αντέχουν στο χρόνο έχουν τα κότσια να τα βάλουν με το χρόνο. Αντέχουν όχι επειδή συμφιλιώνονται με τον χρόνο αλλά επειδή τον νικούν. Τον κάνουν να παραδεχτεί την ήττα του και να παραμερίσει επειδή το μήνυμα που μεταφέρουν πάντα θα βρίσκει ευήκοον ους. Γράφτηκαν για αναγνώστες που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Είναι τα ποιήματα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα διαβάζεις και νομίζεις ότι γράφτηκαν χθες, ενώ μπορεί να έχει παρέλθει αιώνιος χρόνος από τη συγγραφή τους. Τα καλύτερα δε εξ αυτών, εγώ τουλάχιστον αποκομίζω την αίσθηση ότι έχουν γραφτεί σε κάποιο γραφείο του μέλλοντος. Κάποιο φανταστικό γραφείο ποιήσεως.
Ερ. Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας ότα
ν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
Απ. Διαμορφωνόμαστε μέσα από τα βιώματα και την τριβή με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Πιστεύω ότι όσο μεγαλώνουμε η σχέση μας με το παιδί που υπήρξαμε, βαθαίνει. Σφυρηλατείται. Σε νεότερες ηλικίες αυτό δεν συμβαίνει. Εκεί έχουμε ένα πλατύ μπροστινό χρονο-ορίζοντα. Προχωρώντας μέσα από τα χρόνια, ο χρονο-ορίζοντας αυτός στενεύει, έτσι αρχίζουμε να κοιτάμε πίσω πιο συχνά. Τι είμασταν τότε που ακόμη είχαμε άπλετο χρόνο; Αξιοποιή
σαμε τις ευκαιρίες; Γίναμε πιο πολύ το άθροισμα των επιλογών μας ή των φόβων μας; Εκείνο το παιδί που αναφέρετε ήταν το πρόπλασμα αυτού που είμαι σήμερα. Αν κάτι υποψιάζομαι ότι διατήρησα από αυτό, είναι τη διερευνητική ματιά προς τον κόσμο. Αγνή θα ήθελα να πιστεύω, ενίοτε επιφυλακτική. Αν είναι να το συστήσω σε άλλους, θα πω, “προσπάθησε να γίνει κάτι που δεν ήξερε και πολλές φορές λάθεψε”. Πορεύτηκε περισσότερο με την καρδιά και το ένστικτο παρά με τη λογική. Θα χρειαζόμασταν μια δεύτερη ζωή, με την εμπειρία της πρώτης, για κάνουμε λιγότερα λάθη. Όμως ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την τελειότητα του ή από το πόσο αλάνθαστος είναι. Κρίνεται από τη γνησιότητα των πράξεων του και από το αν πρόδωσε το αρχετυπικό παιδί που είχε μέσα του. Αισθάνομαι ότι η ουσία εκείνου του παιδιού, ακόμη με καθορίζει. Αν δεν την διατηρούσα, νομίζω δεν θα μπορούσα να γράφω ποίηση. Εξάλλου, η μεγάλη ποίηση έχει μέσα της το ανολοκλήρωτο, το ατελές, ακόμη και το παιδικό. Η τελειότητα είναι για μένα μια υπέροχη ατέλεια.
Ερ. Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
Απ. Ειλικρινά δεν μ αρέσει. Χρειάζεται και μια χαρισματικότητα στην ανάγνωση, ένα ύφος που δεν κατέχω. Προτιμώ τη σιωπηλή ανάγνωση της ποίησης, απομονωμένη από ήχους και κυρίως από τη φωνή μου. Οχι μόνο δικών μου ποιημάτων αλλά και ποιημάτων άλλων ποιητών, αγαπημένων. Πιστεύω άλλωστε ότι το ποίημα συγγενεύει περισσότερο με τη σιωπή παρά με ήχους και φωνές, εκτός αν υπάρχει χαρισματικότητα όπως προανάφερα. Κοιτάξτε πόσο σιωπηλό είναι το φως! Κανένας ήχος δεν το συνοδεύει, όμως λάμπει. H ποίηση είναι μια καμπάνα που χτυπά σιωπηλά, μια χορωδία σιωπής. Βλέπεις τα στόματα να ανοιγοκλείνουν αλλά για να ακούσεις, πρέπει να συντονιστείς στη σωστή συχνότητα.
Ερ.Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
Απ. Θα ήταν άτοπο να πω ότι είμαι επίγονος κάποιου ποιητή. Με την ανασφάλεια που συνοδεύει κάθε τι συμπερασματικό το οποίο αφορά την ποίηση, θα έλεγα ότι οι στίχοι μου είναι παιδιά, αφενός της ύπαρξης μου που νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί πέραν της καθημερινής ομιλίας, να συνθέσει το δικό της τραγούδι, αφετέρου, όλων εκείνων των αναγνωσμάτων που με συνεπήραν και μου άνοιξαν πιο μεγάλες πόρτες για να εισέλθω στο μυστήριο της ποίησης. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι ένας ακρογωνιαίος λίθος στην ποίηση. Πρόσφατα έγραψα ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο ΠΟΙΕΙΝ ότι «οι άλλοι είναι μέσα μας». Είναι οι άλλοι που διαβάσαμε και μας ανάγκασαν να επανερχόμαστε σε αυτούς. Είμαι πια πεπεισμένος ότι η μεγάλη λογοτεχνία γεννά νέα λογοτεχνία. Μυούμαστε στο είδος χάρις στις παρακαταθήκες των προγενέστερων. Αισθάνομαι ότι σε κάθε πόρτα που άνοιγα, ένας ποιητής με καλωσόριζε. Εξάλλου, οι νεκροί ποιητές απαλλαγμένοι από τις μικρότητες της ζωής, είναι πολύ πιο ανιδιοτελείς από τους ζωντανούς.
Ερ. Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας ;
Απ. Είναι αλήθεια ότι οι πλείστοι ποιητές έχουν άδειους τραπεζικούς λογαριασμούς. Και είναι επίσης αλήθεια πως συνήθως πληρώνουμε για να αγοράσουμε τα αντίτυπα των βιβλίων μας από τον εκδότη. Προσωπικά ελπίζω να πετύχω κάποτε να εκδώσω χωρίς να πληρώσω. Είναι μια ευγενής φιλοδοξία, έτσι τουλάχιστον το βλέπω. Σπούδασα δημοσιογραφία και την ασκώ εδώ και 24 χρόνια. Την παρούσα στιγμή είμαι βοηθός αρχισυντάκτης στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, πέρασα όμως από την “κόλαση” του ιδιωτικού τομέα, ζυμώθηκα μέσα από ανθρώπινες ιστορίες οδύνης.
Η ποίηση μπορεί να μην αποφέρει, αλλά μας χαρίζει μια ψευδαίσθηση που αξίζει τον κόπο: Ότι μπορούμε να αφήσουμε κάτι πίσω μας . Στο κάτω κάτω, οι άλλες ψευδαισθήσεις είναι καλύτερες; Αλλοι αφήνουν διαθήκες με περιουσίες, οι ποιητές, το έργο τους. Να επιμηκυνθούμε κατά κάποιον τρόπο στο διηνεκές Στη ζωή είναι σημαντικό να μπορείς να τραφείς και να θρέψεις, στην ποίηση βρίσκεσαι για άλλο σκοπό. Η ποίηση σου δίνει την ευκαιρία να δείξεις αν αξίζει να μνημονεύεσαι. Συνεπώς δεν αδικεί τον ποιητή η ποίηση, μάλλον τον ευνοεί υπό τις περιστάσεις. Φυσικά και θα ήθελα να δω τα βιβλία μου να πουλούν, όχι τόσο για να αποφέρουν έσοδα, αλλά επικοινωνία και γιατί όχι, επιβεβαίωση. Ας το παραδεχτούμε, είμαστε ανασφαλείς εμείς οι ποιητές. Να μετρηθώ λοιπόν μέσα από την αυστηρή ματιά του αναγνώστη. Και με τον χρόνο. Η αναμέτρηση είναι πολύπτυχη, και αφορά το τι γράφτηκε, το τι γράφεται και το τι δεν έχει ακόμη γραφτεί. Είναι στην ουσία μια αναμέτρηση που μας ξεπερνά.
Ερ.Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι΄ αυτές;
Απ. Μου λένε ότι πρέπει να βιαστώ. Η πνοή που τις φέρνει δεν διαρκεί πολύ. Αν δεν κρατήσεις σημειώσεις, μετά είναι αργά. Και τις λέξεις να θυμάσαι δεν θα είναι το ίδιο. Η πνοή που φέρνει τους στίχους διαθέτει τη δική της ατμοσφαιρική πίεση, δεν γίνεται βγαίνοντας “έξω”, να “συναρμόσεις” το υλικό της σε ποίημα. Πρέπει να προλάβεις όσο είσαι “μέσα”. Μπορεί ένας αστροναύτης να επιβιώσει βγάζοντας το σκάφανδρο; Δεν μπορεί. Είναι κάτι πέραν από τα όρια του συνειδητού. Γίνομαι δέκτης μηνυμάτων που εκπέμπονται από άγνωστη πηγή. Ενίοτε έχουν την μορφή αινιγμάτων. Καλούμαι να τα λύσω. Το αίνιγμα της ζωής. Όλα γύρω από αυτό περιστρέφονται. Μετά, το αίνιγμα του θανάτου και της φθοράς που προηγείται. Στο μεσοδιάστημα, ο έρωτας, η αγάπη, η αλληλεγγύη για τον καταφρονημένο, το να γνοιάζεσαι και να πονάς για εκείνους που υποφέρουν, χωρίς ποτέ να το μάθουν ότι συμπάσχεις μαζί τους.
Συμβαίνει συχνά όταν οδηγώ, όταν περπατώ, το βράδυ λίγο πριν το ύπνο. Λέω κάποτε θα το γράψω το πρωί και το πρωί έχει ήδη φύγει ο στίχος. Οσον αφορά τη θεματική, δεν υπάρχει κάτι αυστηρά προκαθορισμένο. Μπορεί να είναι ένα βίωμα-έχω κάνει μια στροφή τελευταία σε αυτό που αποκαλούμε βιωματική ποίηση- που έρχεται από πολύ μακριά, μπορεί να είναι ένα σκάψιμο στην ύπαρξη, μια δόνηση, ένας κραδασμός της ψυχής, που θέλουν να μορφοποιηθούν σε ποίημα. Προκύπτουν επίσης κάποιες ιστορίες ανθρώπων, ως αποτέλεσμα και της επαγγελματικής μου ιδιότητας. Η οδύνη όμως της πραγματικότητας είναι πολύ πιο βαθιά από αυτό που μπορεί κανείς και συγκεκριμένα εγώ, να μεταφέρει στην ποιητική του γραφή.
Ερ. Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;
Απ. Δεν ξέρω. Υπάρχουν πολύ διαφορετικοί ποιητές από μένα που γράφουν εξαιρετικά. Ξεκινώ λοιπόν από αυτό, υπάρχουν πολύ πιο δεξιοτέχνες με ευρεία γκάμα αποθεματικού λέξεων, συνδυασμών, επινοητικότητας. Ετσι ακολουθώ τη λογική ότι ακόμα μαθαίνω το πως γράφεται η ποίηση. Και θα μαθαίνω μου φαίνεται μέχρι τέλους. Ισως το πιο σημαντικό που έχω μάθει και αναπτύξει είναι να ξεχωρίζω τι να κρατώ και τι να απορρίπτω. Ειδικά το τελευταίο, το κρίνω πολύ ουσιώδες. Aφαιρώντας φτάνεις στην ελλειπτικότητα της πύκνωσης. Ομως εν γένει, όπως προανέφερα, είμαστε όλοι επίγονοι των προηγούμενων ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε. Οποιος δεν το μάθει αυτό, θα περάσει δύσκολα στην ποίηση, δεν θα μπορέσει να αφήσει το δικό του στίγμα.
Ερ. Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
Απ. Επιλέγω μέσα από την ποίηση να κάνω φίλους παρά εχθρούς. Και έχω κάνει, λίγους αλλά ακριβούς. Φυσικά αυτό είναι μόνο η δική μου επιλογή. Υπάρχουν πεινασμένοι άνθρωποι για φήμη και καθιέρωση, χωρίς να διαθέτουν τον αναγκαίο ποιητικό εξοπλισμό, ας πούμε, εξού και είναι τόσο πεινασμένοι. Υποκαθιστούν την ποιητική τους ανεπάρκεια με υπερμεγέθη φιλοδοξία που αγγίζει τα όρια του φαιδρού. Θέλουν να κυριαρχήσουν πάση θυσία, θέλουν να αρχηγεύσουν. Δημιουργούν κυκλώματα, ένα είδος πελατειακών σχέσεων αναπτύσσεται. Εξοβελίζονται όσοι αρνούνται να παίξουν το παιγνίδι αυτό. Ξέρετε πόσοι μου είπαν ότι θα γράψουν για το προηγούμενο μου βιβλίο και δεν έγραψαν; Γιατί; Διότι δεν παρακαλάω και δεν πρόκειται να παρακαλέσω κανέναν. Κι όσοι έγραψαν και τους ευχαριστώ, είτε θετικά είτε αρνητικά, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία.
Βλέπουμε αξιόλογες φωνές, να αποσιωπούνται από την εγχώρια κριτική και άλλες, όχι τόσο αξιόλογες θα έλεγα, να υπερπροβάλλονται. Ετσι όμως πλήττεται η ίδια η ποίηση διότι με ποιόν τρόπο να φτάσει ο σημερινός αναγνώστης σε ένα αξιόλογο έργο, όταν αυτό απωθείται από το ίδιο το σύστημα; Δημιουργούνται ετερόφωτοι ποιητές αφού τα βιβλία τους που λανσάρονται (όχι όλα βεβαίως), δεν έχουν τη δύναμη να μιλήσουν από μόνα τους. Άλλοι ομιλούν για αυτά και εντεταλμένα. Όμως ο χρόνος και πάλι θα είναι αδυσώπητος κριτής. Οταν οι άλλοι παύσουν να επαινούν, ό,τι δεν αξίζει απλώς θα ξεχαστεί. Μόνο ένα αυτόφωτο έργο μπορεί να επιβιώσει κι ας μην συμβεί αυτό σήμερα ή αύριο. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ποιητική συλλογή που πιστεύω αξίζει να διαβαστεί. Το κάνω επειδή δεν είδα να γράφει κανείς κάτι γι’ αυτή. Αναφέρομαι στις “Ζωογραφίες”, της Σοφίας Σακελλαρίου. Δεν την γνωρίζω την ποιήτρια, το κάνω αυτό επειδή θεωρώ το βιβλίο αδικημένο, είναι ένα είδος φόρου τιμής στα αποσιωπημένα.
Ερ. Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
Απ.Δεν έχω σχεδιάσει κάτι, δεν τα καταφέρνω με τους σχεδιασμούς. Ζω το σήμερα, το πολύ να σκεφτώ τις επόμενες μέρες. Ο ποιητής δεν σχεδιάζει, απορροφά ή απορρίπτει ό,τι του έρχεται. Σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι. Προσδοκώ φυσικά να γράψω ακόμη κάποια ποιήματα που ελπίζω να έχουν κάτι να πουν, να σημαίνουν κάτι, πρώτα για μένα, μετά για όσους τύχει να τα διαβάσουν. Ελπίζω επίσης να έχω το θάρρος να φανώ αρκετά έντιμος ώστε να σιωπήσω όταν βεβαιωθώ πως δεν έχω κάτι άξιο λόγου να πω, δηλαδή να γράψω. Ξέρετε, πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό όλα έχουν λεχθεί, τα πιο σημαντικά τουλάχιστον, από πλευράς θεματικής. Αυτό που καλείται ο ποιητής να κάνει είναι να τα συνθέσει ξανά ανοίγοντας ένα νέο βάθος.
Ερ.Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;
Απ. Σε κάποιο κάλαθο των αχρήστων ίσως ή σε κάποιο υπόγειο με πέντε εκατοστά σκόνη πάνω του . Ειλικρινά δεν μπορώ να γνωρίζω. Ο ποιητής ενώ γράφει στο σήμερα δεν γράφει μόνο για το σήμερα αλλά κυρίως για το αύριο. Το αύριο όμως είναι ανεξερεύνητο όπως και τα γούστα του και οι αισθητικές του. Νομίζω όμως πως ο καθένας ξέρει αν έχει γράψει κάτι που αξίζει ή απλώς πέρασε το χρόνο του λέγοντας ότι έγραφε ποίηση για να γεμίσει τις άδειες από νόημα ώρες του. Στην ποίηση ο τελικός κριτής έρχεται πολύ αργότερα που θα πέσει η αυλαία, μέσα στο σκοτάδι.
Ερ. Πώς ορίζετε το ποίημα που "αντέχει τον χρόνο";
Απ. Γι’ αυτά γράφουμε. Πρέπει να έχεις μεγάλη δίψα μέσα σου για να γράψεις τέτοια ποιήματα. Μεγάλη κατανόηση του κόσμου, της ύπαρξης και τι σημαίνει η ποίηση απέναντι σε αυτά. Ισως πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσεις ότι η λογοτεχνία σου δίνει αυτή τη μοναδική δυνατότητα, γιατί πολλοί δεν το συνειδητοποιούν και νομίζουν ότι σημαντικό είναι να γράψεις ακόμη ένα ποίημα και όχι ένα σπουδαίο ποίημα ή μια σειρά ποιημάτων που θα σε οδηγήσουν σε μια άλλη σειρά σπουδαίων ποιημάτων. Το παράξενο όμως είναι πως ακόμη κι αν γράψεις τέτοια ποιήματα, δεν μπορείς να πεις ότι ξέρεις πως γράφονται, ειδάλλως, θα τα έγραφες συνέχεια. Είναι κάτι μοναδικό, ένα προνόμιο που σου δίνεται για κάποιες μόνο στιγμές και πρέπει να το αρπάξεις. Είναι αδύνατο να το κατέχεις, αν είσαι τυχερός, μπορείς να το αγγίξεις. Τα ποιήματα που αντέχουν στο χρόνο έχουν τα κότσια να τα βάλουν με το χρόνο. Αντέχουν όχι επειδή συμφιλιώνονται με τον χρόνο αλλά επειδή τον νικούν. Τον κάνουν να παραδεχτεί την ήττα του και να παραμερίσει επειδή το μήνυμα που μεταφέρουν πάντα θα βρίσκει ευήκοον ους. Γράφτηκαν για αναγνώστες που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Είναι τα ποιήματα χωρίς ημερομηνία λήξης. Τα διαβάζεις και νομίζεις ότι γράφτηκαν χθες, ενώ μπορεί να έχει παρέλθει αιώνιος χρόνος από τη συγγραφή τους. Τα καλύτερα δε εξ αυτών, εγώ τουλάχιστον αποκομίζω την αίσθηση ότι έχουν γραφτεί σε κάποιο γραφείο του μέλλοντος. Κάποιο φανταστικό γραφείο ποιήσεως.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου