ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ/ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Το καφέ βιβλίο
στον Ζοζέ Σαραμάγκου
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός. Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπύρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;
Αγάπη μπορεί να συμβαίνει και μετά από πολλά χρόνια
Άρχισες να λυγίζεις όπως λυγίζει κάποια που σήκωσε στους ώμους της
ένα μικρό βουνό
και ξέρω πια ότι δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις
μια μεγάλη καταστροφή.
Εξάλλου δεν υπάρχει τρόπος να προετοιμαστεί κανείς
για τις πραγματικές συντέλειες.
Όταν λοιπόν μου φέρνεις ένα πιάτο φαΐ
πετάς τ’ αποφάγια, πλένεις τα πιάτα μου ξεχωριστά
μαζεύεις τα μολυσμένα μου ρούχα, τα βάζεις στο πλυντήριο
τα σιδερώνεις και τ’ αποθέτεις επιμελώς διπλωμένα στο συρτάρι
όταν μπορείς και με γλυκοκοιτάζεις και δεν νευριάζεις με την ανημποριά μου
όταν ακόμα μπορείς κάποτε να με γλυκοκοιτάζεις
νιώθω μια ευλογία όπως εκείνη που περιβάλλει
όσους πρόλαβαν να σφιχταγκαλιαστούν
πριν τους σκεπάσει οριστικά ένα υπερμέγεθες κύμα
ή τους μασήσει η δεξιά σιαγόνα της φθοράς.
Τo συρτάρι
Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι του ανθρωπολογικού
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφειτζούρι
για να το γλύψει αργότερα.
Δουλειές του ποδαριού
στον Θεόδωρο
Ο γιος μου
δουλεύει στα σίδερα
έρχεται κατακομμένος
δουλεύει γκαρσόνι
για τα φιλοδωρήματα
τον λιώνουν τα βλέμματα
ο γιος μου κάνει θελήματα
πεθαίνει ο ήλιος μέσα του.
Ο γιος μου μαζεύει ελιές
μαυρίζουν πίκρα τα χέρια του.
Είναι καλός ο γιος μου
ομορφόπαιδο
όλοι τον αγαπούν.
Κάποτε τον φωνάζουν
και σε άλλες δουλειές
κάποτε
τον φωνάζουν
από τους ουρανούς
να κάνει τον άγγελο
να ανεβάσει τους πληγωμένους.
Συγκομιδή
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
εγώ κι εσύ το ξέρουμε.
Όλα τα άλλα
φλυαρίες
μια ενθρόνιση της κενότητας.
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
και μεταξύ μας αυτή είναι η αλήθεια.
Όλα τ’ άλλα
να έχουν δουλειά οι ειδήμονες
ο σκόρος, η κιτρινίλα, η λήθη
ενώ εμείς άφωνοι, τελειωμένοι
με φαγωμένα από τη νικοτίνη δόντια
να μας κατατρώει το αναπάντητο:
Μπορούσαμε να βγάλουμε κάτι περισσότερο;
Να μην τα παρατούσαμε τόσο εύκολα;
Γινόταν να εναντιωθούμε λίγο ακόμα;
Κάπως καλύτερα;
Ή κάτι τέτοιο.
Γιώργος Χριστοδουλίδης
στον Ζοζέ Σαραμάγκου
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός. Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπύρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;
Αγάπη μπορεί να συμβαίνει και μετά από πολλά χρόνια
Άρχισες να λυγίζεις όπως λυγίζει κάποια που σήκωσε στους ώμους της
ένα μικρό βουνό
και ξέρω πια ότι δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις
μια μεγάλη καταστροφή.
Εξάλλου δεν υπάρχει τρόπος να προετοιμαστεί κανείς
για τις πραγματικές συντέλειες.
Όταν λοιπόν μου φέρνεις ένα πιάτο φαΐ
πετάς τ’ αποφάγια, πλένεις τα πιάτα μου ξεχωριστά
μαζεύεις τα μολυσμένα μου ρούχα, τα βάζεις στο πλυντήριο
τα σιδερώνεις και τ’ αποθέτεις επιμελώς διπλωμένα στο συρτάρι
όταν μπορείς και με γλυκοκοιτάζεις και δεν νευριάζεις με την ανημποριά μου
όταν ακόμα μπορείς κάποτε να με γλυκοκοιτάζεις
νιώθω μια ευλογία όπως εκείνη που περιβάλλει
όσους πρόλαβαν να σφιχταγκαλιαστούν
πριν τους σκεπάσει οριστικά ένα υπερμέγεθες κύμα
ή τους μασήσει η δεξιά σιαγόνα της φθοράς.
Τo συρτάρι
Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι του ανθρωπολογικού
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφειτζούρι
για να το γλύψει αργότερα.
Δουλειές του ποδαριού
στον Θεόδωρο
Ο γιος μου
δουλεύει στα σίδερα
έρχεται κατακομμένος
δουλεύει γκαρσόνι
για τα φιλοδωρήματα
τον λιώνουν τα βλέμματα
ο γιος μου κάνει θελήματα
πεθαίνει ο ήλιος μέσα του.
Ο γιος μου μαζεύει ελιές
μαυρίζουν πίκρα τα χέρια του.
Είναι καλός ο γιος μου
ομορφόπαιδο
όλοι τον αγαπούν.
Κάποτε τον φωνάζουν
και σε άλλες δουλειές
κάποτε
τον φωνάζουν
από τους ουρανούς
να κάνει τον άγγελο
να ανεβάσει τους πληγωμένους.
Συγκομιδή
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
εγώ κι εσύ το ξέρουμε.
Όλα τα άλλα
φλυαρίες
μια ενθρόνιση της κενότητας.
Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα
και μεταξύ μας αυτή είναι η αλήθεια.
Όλα τ’ άλλα
να έχουν δουλειά οι ειδήμονες
ο σκόρος, η κιτρινίλα, η λήθη
ενώ εμείς άφωνοι, τελειωμένοι
με φαγωμένα από τη νικοτίνη δόντια
να μας κατατρώει το αναπάντητο:
Μπορούσαμε να βγάλουμε κάτι περισσότερο;
Να μην τα παρατούσαμε τόσο εύκολα;
Γινόταν να εναντιωθούμε λίγο ακόμα;
Κάπως καλύτερα;
Ή κάτι τέτοιο.
Γιώργος Χριστοδουλίδης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου