ΟΙ ΚΑΜΥ, ΟΙ ΠΟΠΟΦ ΚΑΙ ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΑ
Βλέποντας την ευρέως γνωστή φωτογραφία του Καμύ με το χτενισμένο
μαλλί και το τσιγάρο στο στόμα, σκέφτομαι πως αν δεν σκοτωνόταν σε
αυτοκινητικό στα 46 του, μάλλον θα πέθαινε από καρκίνο λίγα χρόνια
αργότερα. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τόσες λεπτομέρειες για τον Καμύ
και κάνουμε και κάποιους συνειρμούς για τα πώς και τα αν του,
αποκλειστικά επειδή ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος, ένας τεράστιος
συγγραφές, που καθόρισε την εποχή του και διαμόρφωσε προσωπικότητες και
πορείες ανθρώπων που ποτέ δεν τον γνώρισαν. Επειδή κατάφερε να
αγγίξει την αθανασία. Να υπάρχει παντού ενώ έχει εκλείψει. Καμία
οριστικότητα δεν μπορεί να επιβληθεί της καταξιωμένης υστεροφημίας.
Διψούμε να μαθαίνουμε για τους σπουδαίους της τέχνης και της λογοτεχνίας, διψούμε να καταπίνουμε όποια λεπτομέρεια μπορούμε, λεπτομέρεια που δεν αφορά τη σπουδαιότητα του έργου τους, αλλά τις καθημερινές τους συνήθειες, τον τρόπο του βλέμματος τους. Θυμάμαι στο πανεπιστήμιο, ο καλύτερος καθηγητής (Σεργκέϊ Αλεξάντροβιτς Ποπόφ) ήταν για μένα εκείνος που ερχόταν στο μάθημα κρατώντας μικρές καρτελίτσες στις οποίες είχε σημειώσει , τι ρούχα επέλεγε να φορά ο Ρεμπώ, τι ώρα ξυπνούσε ο Τόμας Μαν, τι φαγητά ετοίμαζε στα ατέλειωτα τσιμπούσια που οργάνωνε ίσως ο πιο ερωτικός ποιητής που υπήρξε σε αυτόν τον πλανήτη, ο Πάμπλο Νερούδα.
Τον άκουγα με ανοικτό το στόμα και μετά ρούφαγα τα βιβλία τους με απείρως πιο μεγάλη αδηφαγία από τον αν δεν ήξερα την καθημερινότητα τους. Δυστυχώς κι αυτός, ο καθηγητής Ποπόφ, με ειδικότητα στην παγκόσμια λογοτεχνία, σκοτώθηκε αδόκητα και πρόωρα σε αυτοκινητικό δυστύχημα όπως ο Καμύ με τη διαφορά πώς το τραγικό συμβάν που τον σημάδεψε, το γνωρίζω εγώ, όσοι απέμειναν οικείοι και φίλοι του και ενδεχομένως κάποια παλιοί φοιτητές του. Τις συνθήκες θανάτου του Καμύ όμως τις γνωρίζουν όλοι. Διότι ο Καμύ δεν ήταν αφανής. Και τούτος ο κόσμος χρειάζεται τώρα όσο ποτέ όλο και περισσότερους Καμύ ή λιγότερο Καμύ. Διότι για να υπάρξουν οι «Ποπόφ» πρέπει να προηγηθούν οι «Καμύ» ώστε μεταγενέστερα να ανδρωθούν με πολύτιμες καρτελίτσες οι γενεές εκείνες που θα μείνουν για μια στιγμή με το στόμα ανοικτό ακούγοντας τους «Ποπόφ» να αναλύουν την καθημερινότητα των «Καμύ», απομυθοποιώντας τους με γούστο και συνάμα αναδεικνύοντας την μυθική αξία της κληρονομίας τους. Ετσι ίσως να μπορείς να φτιάξεις ενός είδους πολιτισμό όπου η αξία του χρήματος θα ολοένα και λιγότερη, υποκαθιστάμενη από την αξία των επιφωνημάτων. Γιατί ας το παραδεχτούμε, επιτέλους, κανείς δεν τιμά τη μνήμη κανενός επειδή ήταν μεγιστάνας του πλούτου ή επειδή έδιδε ένα ξεροκόμματο στους εργάτες ή υπαλλήλους του, δημιουργώντας στην εκλεπτυσμένη οικονομική αργκό του καιρού μας τις λεγόμενες «θέσεις εργασίας». Η μνήμη είναι μια εξόχως δίκαιη λειτουργία κι εδώ θα διαφωνήσω με τον Αναγνωστάκη και το στίχο του στο Επιτύμβιον «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί κάθαρμα ήσουν». Ολοι ξέρουμε τους «Λαυρέντηδες», Μανώλη, λίγοι όμως τολμούν να τους φτύσουν όπως εσύ. Αντίθετα-επανέρχομαι- ποιος δεν τιμά, είτε σιωπηλά, είτε με λόγους πομπώδεις-έστω- τη μνήμη των Καμύ και πολύ αραιότερα των αφανών «Ποποφ». Αυτό κάνω κι εγώ σήμερα γιατί όσο υπάρχουν τέτοιοι ωραίοι τύποι, όσο διαρκεί η μνήμη τους, τόσο περισσότερο η αγριότητα των καιρών θα είναι δυνατόν να δαμαστεί και «να νικιέται κάπου κάπου ο θάνατος μέσα στη ζωή» (Τσαρλς Μπουκόφσκι, Χαμογελαστή Καρδιά).
Τιμή και δόξα λοιπόν σε όλους όσοι άφησαν πίσω τους έναν έστω στίχο που απαγγέλλεται ακόμα, έσυραν μια γραμμή από την οποία κάποιοι πιάστηκαν για να κρατηθούν, τιμή και δόξα και όσους διαιώνισαν έναν μύθο, τον εμπλούτισαν με προσωπικές παρηχήσεις και τον ιστόρησαν σε αδαείς που φιλοδοξούν και τολμούν να ισχυρίζονται πια ότι δεν είναι τόσο αδαείς.
Τιμή και δόξα σε όσους καλλιέργησαν την εμμονή της επιστροφής στο ίδιο ποίημα, στο ίδιο απόσπασμα, στην ίδια σελίδα. Οι επίγονοι τους, να ξέρουν, ακόμη συγκλονίζονται, από καιρό εις καιρό, θυμούνται, μνημονεύουν και κάποτε κλαίνε. Με ένα τσιγάρο στο στόμα και μια καρτελίτσα ανά χείρας.
Διψούμε να μαθαίνουμε για τους σπουδαίους της τέχνης και της λογοτεχνίας, διψούμε να καταπίνουμε όποια λεπτομέρεια μπορούμε, λεπτομέρεια που δεν αφορά τη σπουδαιότητα του έργου τους, αλλά τις καθημερινές τους συνήθειες, τον τρόπο του βλέμματος τους. Θυμάμαι στο πανεπιστήμιο, ο καλύτερος καθηγητής (Σεργκέϊ Αλεξάντροβιτς Ποπόφ) ήταν για μένα εκείνος που ερχόταν στο μάθημα κρατώντας μικρές καρτελίτσες στις οποίες είχε σημειώσει , τι ρούχα επέλεγε να φορά ο Ρεμπώ, τι ώρα ξυπνούσε ο Τόμας Μαν, τι φαγητά ετοίμαζε στα ατέλειωτα τσιμπούσια που οργάνωνε ίσως ο πιο ερωτικός ποιητής που υπήρξε σε αυτόν τον πλανήτη, ο Πάμπλο Νερούδα.
Τον άκουγα με ανοικτό το στόμα και μετά ρούφαγα τα βιβλία τους με απείρως πιο μεγάλη αδηφαγία από τον αν δεν ήξερα την καθημερινότητα τους. Δυστυχώς κι αυτός, ο καθηγητής Ποπόφ, με ειδικότητα στην παγκόσμια λογοτεχνία, σκοτώθηκε αδόκητα και πρόωρα σε αυτοκινητικό δυστύχημα όπως ο Καμύ με τη διαφορά πώς το τραγικό συμβάν που τον σημάδεψε, το γνωρίζω εγώ, όσοι απέμειναν οικείοι και φίλοι του και ενδεχομένως κάποια παλιοί φοιτητές του. Τις συνθήκες θανάτου του Καμύ όμως τις γνωρίζουν όλοι. Διότι ο Καμύ δεν ήταν αφανής. Και τούτος ο κόσμος χρειάζεται τώρα όσο ποτέ όλο και περισσότερους Καμύ ή λιγότερο Καμύ. Διότι για να υπάρξουν οι «Ποπόφ» πρέπει να προηγηθούν οι «Καμύ» ώστε μεταγενέστερα να ανδρωθούν με πολύτιμες καρτελίτσες οι γενεές εκείνες που θα μείνουν για μια στιγμή με το στόμα ανοικτό ακούγοντας τους «Ποπόφ» να αναλύουν την καθημερινότητα των «Καμύ», απομυθοποιώντας τους με γούστο και συνάμα αναδεικνύοντας την μυθική αξία της κληρονομίας τους. Ετσι ίσως να μπορείς να φτιάξεις ενός είδους πολιτισμό όπου η αξία του χρήματος θα ολοένα και λιγότερη, υποκαθιστάμενη από την αξία των επιφωνημάτων. Γιατί ας το παραδεχτούμε, επιτέλους, κανείς δεν τιμά τη μνήμη κανενός επειδή ήταν μεγιστάνας του πλούτου ή επειδή έδιδε ένα ξεροκόμματο στους εργάτες ή υπαλλήλους του, δημιουργώντας στην εκλεπτυσμένη οικονομική αργκό του καιρού μας τις λεγόμενες «θέσεις εργασίας». Η μνήμη είναι μια εξόχως δίκαιη λειτουργία κι εδώ θα διαφωνήσω με τον Αναγνωστάκη και το στίχο του στο Επιτύμβιον «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί κάθαρμα ήσουν». Ολοι ξέρουμε τους «Λαυρέντηδες», Μανώλη, λίγοι όμως τολμούν να τους φτύσουν όπως εσύ. Αντίθετα-επανέρχομαι- ποιος δεν τιμά, είτε σιωπηλά, είτε με λόγους πομπώδεις-έστω- τη μνήμη των Καμύ και πολύ αραιότερα των αφανών «Ποποφ». Αυτό κάνω κι εγώ σήμερα γιατί όσο υπάρχουν τέτοιοι ωραίοι τύποι, όσο διαρκεί η μνήμη τους, τόσο περισσότερο η αγριότητα των καιρών θα είναι δυνατόν να δαμαστεί και «να νικιέται κάπου κάπου ο θάνατος μέσα στη ζωή» (Τσαρλς Μπουκόφσκι, Χαμογελαστή Καρδιά).
Τιμή και δόξα λοιπόν σε όλους όσοι άφησαν πίσω τους έναν έστω στίχο που απαγγέλλεται ακόμα, έσυραν μια γραμμή από την οποία κάποιοι πιάστηκαν για να κρατηθούν, τιμή και δόξα και όσους διαιώνισαν έναν μύθο, τον εμπλούτισαν με προσωπικές παρηχήσεις και τον ιστόρησαν σε αδαείς που φιλοδοξούν και τολμούν να ισχυρίζονται πια ότι δεν είναι τόσο αδαείς.
Τιμή και δόξα σε όσους καλλιέργησαν την εμμονή της επιστροφής στο ίδιο ποίημα, στο ίδιο απόσπασμα, στην ίδια σελίδα. Οι επίγονοι τους, να ξέρουν, ακόμη συγκλονίζονται, από καιρό εις καιρό, θυμούνται, μνημονεύουν και κάποτε κλαίνε. Με ένα τσιγάρο στο στόμα και μια καρτελίτσα ανά χείρας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου