‘’Δρόμος Μεταξύ Ουρανού και Γης’’: Μια Ποιητική Συλλογή Ως Απόπειρα Αυτοστέγασης
Δρ Νίκη Κατσαούνη, Συγγραφέας, Κριτικός Τέχνης
’Εάν το αίτημα των φυσικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων του ανθρώπου είναι να εννοήσει ο άνθρωπος τον Κόσμο, η τέχνη αντιστρέφει αυτό το αίτημα. Το τρομαχτικό αίτημα που θέτει η τέχνη είναι, να εννοηθεί ο άνθρωπος από τον Κόσμο’’. Γιώργος Χειμωνάς ’Έξι Μαθήματα για τον Λόγο’’, Ύψιλον, 1984 σελ. 122.
‘’Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους’’. Γιώργος Χριστοδουλίδης, FB, Σεπτ. 2013.
TO ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΩ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ από εκεί που έμεινα, που διέκοψα μάλλον, πριν από δέκα σχεδόν χρόνια όταν έκανα την παρουσίαση της δεύτερης Ποιητικής Συλλογής του Γιώργου Χριστοδουλίδη, το ‘’Ονειροτριβείο’’, με ένα κείμενο που είχα όχι μόνο ξεχάσει ολότελα και αφασικά, αλλά και χάσει από προσώπου γης ως ‘’λέξη και ως πράγμα’’. Το είχε κρατήσει και μου το έστειλε ηλεκτρονικά ο Γιώργος τις προάλλες. Με τίτλο ελαφρά συντετμημένο, για σας, να λέει ‘’Μια Ανά-Γνώση’’ στην ‘’Εργώδη Αμφι-λογία του Γιώργου Χριστοδουλίδη ’’, ανα-γνώρισα τον χρόνο εκτός χρόνου όπου κατοικοεδρεύει συνήθως λάθρα μια άλλη (αλλά πάλι) ‘’τάξη’’ πραγμάτων που ο Φουκώ στο Οι Λέξεις και Τα Πράγματα δεν κατονομάζει μονολεκτικά αλλά περιγραφικά : ‘’’Ετσι, σε κάθε πολιτισμό, ανάμεσα σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε διατακτικούς κώδικες και στους στοχασμούς για την τάξη, υπάρχει η γυμνή εμπειρία της τάξης και των τρόπων ύπαρξής της’’. Σ’ αυτή την κατά-τάξη η λογοτεχνία μπορεί νάναι το διάμεσο, γι αυτό είναι βατή ως μια ‘’τεχνική’’ αντίληψης των πραγμάτων, αλλά και ως μετέχουσα μιας οιονεί ερμηνείας τους. Λέω τεχνική γιατί η ανά-γνωση προϋποθέτει μια μαθητεία, ένα εργαλείο που διαφέρει από κείνο της συμβατικής αποκωδικοποίησης.
ΑΣ ΘΕΣΟΥΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ σαν μια υπόθεση εργασίας: Πώς μια ποίηση /λογοτεχνία γίνεται κατανοητή από τον ίδιο αναγνώστη που δεν είναι πια ο ίδιος, όπως δεν είναι ο ίδιος ο δημιουργός της; Άρα, δε μιλούμε καν για την ίδια λογοτεχνία. Ας ξεσκαρτάρουμε τα στερεότυπα του τύπου, ‘ο Χριστοδουλίδης ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας, κοινωνικά προβλήματα και συγκαιρινές του ανησυχίες’. Αυτό δεν τον διακρίνει από έναν άλλο λιγότερο ή περισσότερο, ή διόλου ‘’Χριστοδουλίδη’’. Και: από πού κι ώς πού εσείς κι εγώ που ξέρουμε την ποίησή του εδώ και χρόνια, ή αποκτούμε τώρα μια εξοικείωση μ’ αυτή, μπορούμε να διακρίνουμε και να συγκρίνουμε αυτή τη γραφή με τον εαυτό της, ως ανήκουσα στο παρελθόν και ως μετέχουσα στο μέλλον;
Π.χ. Οδύνη (σελ. 32). ‘’Είμαι ο Μιχάλης Παπάς./ Σας διαβάζω τακτικά./ Είδα πριν λίγο τις ειδήσεις. / Είχα στείλει ένα άρθρο κάποτε./Πρότεινα να γίνει μια γερουσία σε κάθε πόλη./Να αποφύγουμε έτσι την οριζόντια ψηφοφορία./ Είμαι ο Μιχάλης Παπάς./Γράφω για τα Νέα της Πάφου./ Είμαι συνδρομητής σας./Νομίζω ότι είναι μια καλή ιδέα./Ήμουν εκπαιδευτικός./Να περιμένω να δω αν θα γράψετε κάτι;/Αύριο ή μεθαύριο;/ Είμαι μέλος του κόμματος/Σας ευχαριστώ./Καληνύχτα σας/’’. (Από το ‘Ονειροτριβείο’ 2004).
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. Δεν σημαίνει καθόλου το ίδιο, αυτό το ποίημα στον ποιητή του, ούτε σε μένα τον αναγνώστη του, σήμερα σαν ποίημα και όχι σαν συμβάν. Ούτε ο δάσκαλος στο μάθημα της ανάλυσης θα το αναλύσει το ίδιο οξόν κι αν είναι ένας κακός φιλόλογος. Και πάλι δεν μπορείς να παπαγαλίσεις το Είμαι ο Μιχάλης Παπάς, έστω κι αν το αποστηθίσεις. Τι κάνουμε με τους κλασικούς θα ρωτήσεις. Τον Όμηρο, λχ. τους Τραγικούς, τον Αριστοφάνη, ή και τον Μένανδρο... Ο Φουκώ θα σου απαντήσει για την κλασική σύνδεση πράγματος με τη λέξη πριν την αποδόμηση σημαίνοντος από το σημαινόμενο. Ο Καβάφης όμως δεν είναι διόλου ‘κλασικός’ κι ας κλασικίζει γλωσσικά. Η γλώσσα του ήταν πολύ κοντά στην Ελληνιστική κοινή που διαδέχθηκε την Αττική. Αυτή καθιερώθηκε όταν ο Μεγαλέξανδρος κατάκτησε την Ανατολή (βλ. George Thomson ‘’H Eλληνική Γλώσσα Αρχαία και Νέα ‘’Διαλέξεις για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό σελ. 53) γι αυτό και η Κωνσταντινοπολίτικη καταγωγή του είναι όχι μόνο αναγνωρίσιμη, από τον υποψιασμένο αναγνώστη, αλλά και καύχημα του ίδιου. Μάλλον λάθος είναι αυτό που μαθαίνουμε στο λύκειο ότι ο Καβάφης διαιρείται στερεότυπα σε ιστορικό, φιλοσοφικό, ερωτικό. Η ποίηση είναι πάντοτε οι τρείς αυτοί ή/και άλλοι χώροι, αδιαχώριστοι. Μετέχει και των τριών (ή περισσότερων) αυτών ‘τάξεων’ ως μία σύν-τάξη, τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή, και όχι με την αρχαία ελληνική κωδικο-ποίηση, όπου σημαίνον και σημαινόμενο ήταν μαζί σ΄ένα αυστηρά αποκλείον ό,τι άλλο ‘’εκτός εαυτού’’ σημείο. Δεν είναι μάλλον, λοιπόν, η λογοτεχνία ένα διάμεσο από τη μια, πραγματικότητας, ιστορικής, συμβατικής γλώσσας και κωδικών, και, φιλοσοφικής ερμηνείας, από την άλλη; Είναι το σημαινόμενο, άραγε, ως πρωτεύον, εδώ, στη λογοτεχνία; Είναι αυτό που λέει ο Χειμωνάς ότι η λογοτεχνία ως τέχνη ορθώνεται με αίτημά της να εννοηθεί ο άνθρωπος από τον κόσμο;
ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΙΟ ακραία επιστημονική και φιλοσοφική απαίτηση από το δέον του Χειμωνά: Αίτημα της τέχνης να γίνει αντιληπτή από τον κόσμο και όχι τ’ αντίστροφο. Πάντα διαβάζω Χειμωνά από άλλα βιβλία, από άλλες γραμμές, από άλλες χώρες, και μου βγαίνει ο ίδιος, από άλλο δρόμο, πάντα από λοξοδρόμημα. Πάντα ο ίδιος - ατελεύτητος. Διαβάζω τον Χριστοδουλίδη το ίδιο, μ΄ένα φακό που διαθλά το χρόνο, αλλάζει τον τόπο, αλλάζω και εγώ ως αναγνώστης, και βρίσκω πως ο Γ. Χρ. είναι επακριβής σαν πείραμα που επαναλήφθηκε πολλές φορές για να δώσει το ίδιο ΟΕΔ, την ίδια επαλήθευση: ενός ανθρώπου που αιτείται να κάνει την ανά-γνώσή του κατανοητή από μένα – qua ‘’κόσμο’’.
ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΠΩΣ ΑΝΑ-ΓΙΓΝΩΣΚΩ, πώς ανα-γνωρίζω τον Γ. Χρ. όταν οι θέσεις των λέξεων προς τα πράγματα έχουν αποσυντεθεί, και νέα σημαινόμενα συνωθούνται στα παλιά σημαίνοντα, στον ίδιο αριθμό σελίδων του βιβλίου δομώντας νέα ανεξερεύνητα, black holes and baby universes; Πώς εγκυρώνεται η ισχύς της επικαιρότητας του Γ. Χρ ως διαχρονική και οικουμενική σε ένα διαρκές δείγμα δομής που ρέει διαρκώς, σ’ ένα σώμα κατατετμημένης ποίησης που παραμένει αρτιμελές; Σαν ένα πλανητικό σύστημα στην επεκτατική του φάση άρα που δεν γερνά, που αναμιμνήσκεται, μόνο ανά-δρομα, αλλά δεν γυρνά οπίσω και δεν γιγνώσκει εμπρός; Δε ξέρω αν υπάρχει ποίηση ‘’επίκαιρη’’ κι ας γράφει ό,τι θέλει ως breaking news και περιστασιακό: ‘’Το Φορτίο’’. (Από ‘Το Απραγματοποίητο’. 2010. Σελ. 43). Δε ξέρω ποίηση νέα, δεν ξέρω ποίηση ηλικιωμένη, δε ξέρω ποίηση ατσαλάκωτη και σιδερωμένη. Δε ξέρω ποίηση πεποιημένη. Πεπατημένη. Ξέρω ποίηση ανα-ποιουμένη. Επ-ανα-ποιουμένη.
‘’…Το ουράνιο τόξο αφοπλίστηκε./Του αφαιρέθηκαν τα βέλη και επιδιορθώθηκε η καμπυλότητά του/μην εκληφθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής// Γ.Χρ. ‘’Εγχειρίδιο Καλλιεργητή’’, 2004.
-Γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς: ‘’Η αναγκαιότητα…σύζευξης του ολικού με το ειδικό επιβάλλεται, ενίοτε γεννάται, από το πρώτο το ολικό. Αυτό θα μπορούσε, αρκετά ‘’επικά’’ είναι αλήθεια να αποκληθεί και φαινόμενο Κυναίγειρου: η ολόθυμη αγωνία του ήρωα να συγκρατήσει το περσικό πλοίο δεν ανακόπτεται από την απώλεια των φυσικών του οργάνων για να το πετύχει, δηλαδή των χεριών του. Ο Κυναίγειρος εντέλει θα χρησιμοποιήσει ένα άλλο αρπαχτικό όργανο: τα δόντια του. Το θέμα είναι πάντα ότι το πλοίο δεν πρέπει να φύγει (: να ένας πολύτιμος ορισμός για τον λόγο της τέχνης).’’
ΚΟΙΤΑΤΕ ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ σύμπτωση στην αναφορά στον Κυναίγειρο στο ‘’Ναυμαχίες’’ σελ. 12, ‘’Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης’’ του Γ. Χριστοδουλίδη, που εικονογραφεί ακριβώς ιστορικά και φιλοσοφικά το σχόλιο του Χειμωνά για τον Κυναίγειρο. Από το ‘Ολικό’, βεβαίως, που πολλαπλασιάζει ακόμα και τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα στον Χριστοδουλίδη: ‘’Θα υπάρχουν πάντοτε/καράβια που πάνε/και καράβια που έρχονται/ Μαραθώνες και Σαλαμίνες/γι’ αυτό/ θα προκύπτει πάντοτε/ κάποιος Κυναίγειρος/με τα πελώρια χέρια του/ν’ αρπάζει το περσικό πολεμικό/να το κρατά ακίνητο/ και όταν του κόβουν τα χέρια/να το συγκρατεί με τα δόντια του/και όταν του συνθλίβουν το σβέρκο/(για να ξαπολήσει επιτέλους)/τα δόντια του να βυθίζονται/το ξύλο της πλώρης/και να μένουν εκεί βυθισμένα/μέχρι να λιώσει πρώτα το ξύλο/και μετά τα δόντια του//. Η σωματικότητα είναι για τον Χειμωνά σημαντική, είναι γιατρός και ποιητής, η σωματικότητα δεν αφίσταται της τελικής ‘’παραγωγής’’ ενός έργου τέχνης. Γι’ αυτό η τέχνη έχει βρεί το αντίκρισμά της στον έρωτα, όσο υπερβατικός ή μεταφυσικός , από τον Καβάφη και πίσω στο Τροπάριο της Κασσιανής και πιο παλιά, στην κλασική Σαπφώ, όπου η ποίηση ενέχει το σημείο στην ολότητά του, όταν το άτομο δεν είχε διασπασθεί από το κοινωνικό σύνολο.
ΤΕΛΕΙΩΝΩ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ αυτή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, με μια απορία με την οποία ξεκίνησα, και που κατέφυγα στον Gaston Bachelard για να με βοηθήσει: στο ωραίο σύγγραμμά του ‘’Η Ποιητική του Χώρου’’, (Εκδ. Χατζηνικολή σελ. 31) εξετάζει με ‘’ποιο τρόπο ριζωνόμαστε σε μία γωνιά του κόσμου…γιατί το σπίτι είναι η γωνιά μας μέσα στον κόσμο’’…’’όπου επιτρέπεται (…) σε όλους, πλούσιους ή φτωχούς να ονειροπολούν’’. Ο Γ. Χρ. πρέπει να μου έδωσε όσο κανένας ποιητής, αν πάρω τη γενιά μου, που όλοι γράψαμε το κοντό μας και το μακρύ μας μετά το ’74, ΤΟΣΟ, το βαθύ μαχαίρωμα του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της απουσίας εστίας, στέγης, ‘νιστιάς’, στέγασης, αυτοστέγασης: αυτές τις δύο τελευταίες λέξεις έγραψα κλείνοντας το τελευταίο του βιβλίο, ‘Μεταξύ Ουρανού και Γης’, σ΄αυτό το αστέγαστο στέγαστρο μεταξύ, αναξέοντας μια πληγή που νόμιζα δεν έχει άλλο αίμα να αιμορραγεί. Ο Γ. Χρ. όχι μόνο εμμένει στο ολικό, στο μαζικό, το οικουμενικό, με τον ιδικό του, ειδικό τρόπο, τον απόλυτα ατομικό, αλλά το κάνει στο διάκενο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς ανήκειν, χωρίς έρεισμα κανένα, παρεκτός μια καρδιά διάτρητη, διαμπερή,
όπου μπαινοβγαίνουν οι θύελλες του τόπου του/μας που έγινε μια δυστοπία, οι τυφώνες των μακρινών Ηπείρων, τα πάθη του Οδυσσέα και του Καβάφη χέρι χέρι με τον Μπουκόφκι που του αρέσει αλλά δεν του μοιάζει δεν μοιάζει με κανένα μας, μα είναι ένα παιδί που δεν είχε την πολυτέλεια της στέγασης στον κόσμο που ονειρεύεται. ...Mακάρι να μπορούσε να το πει σαν τον άλλο ποιητή τον Τάκη Σινόπουλο που αγαπά: ‘’ Εδώ γεννήθηκα./Εδώ μεγάλωσα. Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται/για την οργή μου και την περηφάνια μου./Για να κρατήσω και να κρατηθώ./Δεν έχω θεούς. Και δε φοβάμαι’’//.
Αυτό-στέγαση αιτείται ο Γιώργος Χριστοδουλίδης στεγάζοντας με επίγνωση ένα τσούρμο άστεγους, εμάς, που ψάχνουμε μια μαρτυρία της εξορίας και της ξενιτείας, που είναι η Κύπρος. Ο Γ. Χρ. μας φιλοξενεί. Πολλούς συνωστισμένους, σαστισμένους, μέσα σ’ ένα κόσμο στον οποίο Κύπριοι και ξένοι πιο δικοί από τους δικούς, αναγνωρίζουμε την απουσία μας, και την απόστασή μας. Μα απ΄όπου ο ίδιος είναι το ίδιο ξενωμένος. Πώς σκέφτεται το μέλλον;;; Τι ονειρεύεται για αύριο;
‘’Θα υπάρχει πάντα μια οφειλή/ γιατί δεν έγινες παράθυρο/γιατί δεν έγινες το φως/ για κείνους.’’
-Παράθυρο; Φως; Δυο λέξεις πριν την ου-τοπία την απανταχού σκεπή του κόσμου, που λέγεται ψιθυριστά, πια, συνωμοτικά, σαν βλασφημία, βλοσυρά, ασθματικά, σαν δυσθυμία: (ελευθ---ελευθερ--- ελευθερία---θερία)…
ΝΚ Σεπτ. 25, 2013
ΤΕΛΕΙΩΝΩ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ αυτή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, με μια απορία με την οποία ξεκίνησα, και που κατέφυγα στον Gaston Bachelard για να με βοηθήσει: στο ωραίο σύγγραμμά του ‘’Η Ποιητική του Χώρου’’, (Εκδ. Χατζηνικολή σελ. 31) εξετάζει με ‘’ποιο τρόπο ριζωνόμαστε σε μία γωνιά του κόσμου…γιατί το σπίτι είναι η γωνιά μας μέσα στον κόσμο’’…’’όπου επιτρέπεται (…) σε όλους, πλούσιους ή φτωχούς να ονειροπολούν’’. Ο Γ. Χρ. πρέπει να μου έδωσε όσο κανένας ποιητής, αν πάρω τη γενιά μου, που όλοι γράψαμε το κοντό μας και το μακρύ μας μετά το ’74, ΤΟΣΟ, το βαθύ μαχαίρωμα του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της απουσίας εστίας, στέγης, ‘νιστιάς’, στέγασης, αυτοστέγασης: αυτές τις δύο τελευταίες λέξεις έγραψα κλείνοντας το τελευταίο του βιβλίο, ‘Μεταξύ Ουρανού και Γης’, σ΄αυτό το αστέγαστο στέγαστρο μεταξύ, αναξέοντας μια πληγή που νόμιζα δεν έχει άλλο αίμα να αιμορραγεί. Ο Γ. Χρ. όχι μόνο εμμένει στο ολικό, στο μαζικό, το οικουμενικό, με τον ιδικό του, ειδικό τρόπο, τον απόλυτα ατομικό, αλλά το κάνει στο διάκενο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς ανήκειν, χωρίς έρεισμα κανένα, παρεκτός μια καρδιά διάτρητη, διαμπερή,
όπου μπαινοβγαίνουν οι θύελλες του τόπου του/μας που έγινε μια δυστοπία, οι τυφώνες των μακρινών Ηπείρων, τα πάθη του Οδυσσέα και του Καβάφη χέρι χέρι με τον Μπουκόφκι που του αρέσει αλλά δεν του μοιάζει δεν μοιάζει με κανένα μας, μα είναι ένα παιδί που δεν είχε την πολυτέλεια της στέγασης στον κόσμο που ονειρεύεται. ...Mακάρι να μπορούσε να το πει σαν τον άλλο ποιητή τον Τάκη Σινόπουλο που αγαπά: ‘’ Εδώ γεννήθηκα./Εδώ μεγάλωσα. Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται/για την οργή μου και την περηφάνια μου./Για να κρατήσω και να κρατηθώ./Δεν έχω θεούς. Και δε φοβάμαι’’//.
Αυτό-στέγαση αιτείται ο Γιώργος Χριστοδουλίδης στεγάζοντας με επίγνωση ένα τσούρμο άστεγους, εμάς, που ψάχνουμε μια μαρτυρία της εξορίας και της ξενιτείας, που είναι η Κύπρος. Ο Γ. Χρ. μας φιλοξενεί. Πολλούς συνωστισμένους, σαστισμένους, μέσα σ’ ένα κόσμο στον οποίο Κύπριοι και ξένοι πιο δικοί από τους δικούς, αναγνωρίζουμε την απουσία μας, και την απόστασή μας. Μα απ΄όπου ο ίδιος είναι το ίδιο ξενωμένος. Πώς σκέφτεται το μέλλον;;; Τι ονειρεύεται για αύριο;
‘’Θα υπάρχει πάντα μια οφειλή/ γιατί δεν έγινες παράθυρο/γιατί δεν έγινες το φως/ για κείνους.’’
-Παράθυρο; Φως; Δυο λέξεις πριν την ου-τοπία την απανταχού σκεπή του κόσμου, που λέγεται ψιθυριστά, πια, συνωμοτικά, σαν βλασφημία, βλοσυρά, ασθματικά, σαν δυσθυμία: (ελευθ---ελευθερ--- ελευθερία---θερία)…
ΝΚ Σεπτ. 25, 2013
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου