ΟΙ ΟΠΤΙΚΕΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Toυ Γιώργου Χριστοδουλίδη
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστώ ότι σε μια χώρα που δεν έχει ποτάμια, ίσως το μοναδικό της ποτάμι να είναι αυτό της ποίησης. Με το ποτάμι τούτο θέλησα να ενωθώ, διατηρώντας την αυτοτέλεια ενός παραπόταμου και τη γνώση του βουνού, ότι τα σύννεφα, οι βροχές και τα χιόνια –αιώνιοι τροφοδότες των ποταμιών- έρχονται από παντού.
Από άποψης αισθητικής, πιστεύω στην απογύμνωση των λέξεων (όχι απομυθοποίηση) αφαιρώντας από αυτές το περιττό βάρος, με μια ιδιαίτερη έμφαση στον επίλογο των ποιημάτων, που πρέπει να συνοψίζει, να συμπυκνώνει και εν τέλει, να δικαιολογεί τους στίχους που έχουν προηγηθεί, ανοίγοντας παράλληλα μια πόρτα στο επόμενο ποίημα.
Αν διακινδύνευα να δώσω ένα γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι ποίηση είναι η περιγραφή αυτού που προκάλεσε τα συναισθήματα μου κι όχι των ιδίων των συναισθημάτων.
Από θεματικής πλευράς, όντας πολίτης του κόσμου, αντλώ από τα μηνύματα του.
Όταν τα ακριβά ρούχα που φορούμε, είναι πολύ πιθανό να έχουν κατασκευαστεί από κάποια ανήλικα παιδιά στην Ασία, όταν τα ρούχα μας φέρουν την αφή κακομεταχειρισμένων παιδικών χεριών, θα ήταν παράλογο το στυγνό και απάνθρωπο υπόβαθρο της δικής μου ευημερίας, να διαλάνθανε της προσοχής μου, έστω κι αν πρόκειται και για μια μορφή υποκρισίας. Η αναπότρεπτη συνείδηση της αδυναμίας μου να αλλάξω τον κόσμο, με οδηγεί αυτόματα στην ποίηση.
Στο ερώτημα πώς μπορεί να γράφει κανείς για ξένα βιώματα, δίνω την απάντηση ότι γι’ αυτό και ίσως μόνο γι’ αυτό, αξίζει κανείς να είναι ποιητής, διότι την ώρα που ένας συνάνθρωπος μας βιώνει σιωπηλά την ανείπωτη του τραγωδία σε βαθμό υπέρτατο ώστε ο θάνατος να αποτελεί την μοναδική έξοδο, θα βρεθεί ο ποιητής να την πει, να την αφομοιώσει, αλλά και να συνεχίσει να ζει αλύτρωτος.
Η ποίηση είναι για μένα πάνω απ’ όλα μια στάση αλληλεγγύης.
Ο ποιητής ως φορέας του συλλογικού πόνου, ο ποιητής «στον οποίο τίποτα δεν μπορείς να δώσεις και από τον οποίο τίποτα δεν μπορείς να αφαιρέσεις», αποτελεί τον ευσεβή μου πόθο, με βοηθά να επιχειρώ να γίνω, αυτό που δεν θα μπορέσω να γίνω.
Αλλοτε φυσικά, αυτοκαθορίζομαι από την ορμητική ροή εικόνων που αναβλύζουν ρέουσες μέσα από το ανεξερεύνητο εσωτερικό γίγνεσθαι.
Με συνεγείρουν τα υπαρξιακά ερωτήματα που δεν έχουν απαντήσεις, οι απαντήσεις που υπήρχαν αλλά δεν δόθηκαν, οι ερωτήσεις που δεν υποβλήθηκαν, τα μετέωρα βλέμματα ανθρώπων που κρέμονται πάνω από μια άβυσσο- και είναι πολλοί πια αυτοί οι άνθρωποι, κυκλοφορούν ανάμεσα μας εν είδη κυρίως οικονομικών μεταναστών- η συλλογική υποκρισία που μας πνίγει, το αναπάντεχο συναπάντημα μ’ ένα μικρό θαύμα δημιουργίας. Η διαρκής αντίσταση του ανθρώπου στο θάνατο, που απλώς αναβάλλεται μέσα από την ματαιότητα της καθημερινότητας μας, η αντίσταση στον θάνατο μέσω του έρωτα, εκ των προτέρων ματαιωμένου, προορισμένου να φθίνει αλλά συναρπαστικού στη γένεση και την ελάχιστη διάρκεια του, η σιωπηλή παρατήρηση του ασήμαντου για να το κάνεις σημαντικό, αποτελούν ερεθίσματα για πνευματική αναζήτηση.
Η κυπριακή τραγωδία καθώς λέμε, συνιστά μια όχι ασήμαντη παράμετρο του προβληματισμού μου, θεωρώ όμως ότι μετά από τόσες δεκαετίες, η ελάχιστη δυνατή συνεισφορά μου, θα ήταν να προσπαθήσω τουλάχιστον να παρουσιάσω μια λογοτεχνική εκδοχή απαλλαγμένη από το πομπώδες και το γραφικό, αναδεικνύοντας την τραγικότητα του τετελεσμένου, μέσα από την αρμονική σύζευξη των απλών πραγμάτων και λεπτομερειών που το συναποτελούν, και που στο τέλος, ορίζουν την ουσία του.
Η αυτοεπίδραση της έχουσας τη μορφή ανέκκλητης μόνωσης, ποίησης των μικρών χωρών, που μοιάζει ανυπέρβλητη, ειδικά όταν την περιβάλλει τόσο θαλασσινό νερό, ώστε η μετάβαση ή η φυγή σε άλλα μέρη, να μοιάζει περισσότερο με διακαή πόθο, παρά με δυνατότητα, δεν μπορεί παρά ενυπάρχει στους στίχους μου, όπως και ο ήλιος που δεν μπορείς να του ξεφύγεις, η ξερή πέτρα και η αίσθηση ότι γράφεις πάνω σε μια πέτρα που σμιλεύεται αιώνες.
Η παγκόσμια ποιητική δημιουργία, το ελληνικό ποιητικό θαύμα, τα προγονικά μας επιτεύγματα, όλα αυτά αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία προσπαθώ να τοποθετήσω το δικό μου λιθαράκι, προσδίδοντας στο έργο μου μια προσωπική πνοή(που εν τέλει θα σε ξεχωρίζει ή όχι), με την ταπεινοφροσύνη της αυτογνωσίας, ότι θα αρκούσε στο ποίημα που έρχεται μέσα από τους αιώνες, να προσθέσω δυο στίχους.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστώ ότι σε μια χώρα που δεν έχει ποτάμια, ίσως το μοναδικό της ποτάμι να είναι αυτό της ποίησης. Με το ποτάμι τούτο θέλησα να ενωθώ, διατηρώντας την αυτοτέλεια ενός παραπόταμου και τη γνώση του βουνού, ότι τα σύννεφα, οι βροχές και τα χιόνια –αιώνιοι τροφοδότες των ποταμιών- έρχονται από παντού.
Από άποψης αισθητικής, πιστεύω στην απογύμνωση των λέξεων (όχι απομυθοποίηση) αφαιρώντας από αυτές το περιττό βάρος, με μια ιδιαίτερη έμφαση στον επίλογο των ποιημάτων, που πρέπει να συνοψίζει, να συμπυκνώνει και εν τέλει, να δικαιολογεί τους στίχους που έχουν προηγηθεί, ανοίγοντας παράλληλα μια πόρτα στο επόμενο ποίημα.
Αν διακινδύνευα να δώσω ένα γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι ποίηση είναι η περιγραφή αυτού που προκάλεσε τα συναισθήματα μου κι όχι των ιδίων των συναισθημάτων.
Από θεματικής πλευράς, όντας πολίτης του κόσμου, αντλώ από τα μηνύματα του.
Όταν τα ακριβά ρούχα που φορούμε, είναι πολύ πιθανό να έχουν κατασκευαστεί από κάποια ανήλικα παιδιά στην Ασία, όταν τα ρούχα μας φέρουν την αφή κακομεταχειρισμένων παιδικών χεριών, θα ήταν παράλογο το στυγνό και απάνθρωπο υπόβαθρο της δικής μου ευημερίας, να διαλάνθανε της προσοχής μου, έστω κι αν πρόκειται και για μια μορφή υποκρισίας. Η αναπότρεπτη συνείδηση της αδυναμίας μου να αλλάξω τον κόσμο, με οδηγεί αυτόματα στην ποίηση.
Στο ερώτημα πώς μπορεί να γράφει κανείς για ξένα βιώματα, δίνω την απάντηση ότι γι’ αυτό και ίσως μόνο γι’ αυτό, αξίζει κανείς να είναι ποιητής, διότι την ώρα που ένας συνάνθρωπος μας βιώνει σιωπηλά την ανείπωτη του τραγωδία σε βαθμό υπέρτατο ώστε ο θάνατος να αποτελεί την μοναδική έξοδο, θα βρεθεί ο ποιητής να την πει, να την αφομοιώσει, αλλά και να συνεχίσει να ζει αλύτρωτος.
Η ποίηση είναι για μένα πάνω απ’ όλα μια στάση αλληλεγγύης.
Ο ποιητής ως φορέας του συλλογικού πόνου, ο ποιητής «στον οποίο τίποτα δεν μπορείς να δώσεις και από τον οποίο τίποτα δεν μπορείς να αφαιρέσεις», αποτελεί τον ευσεβή μου πόθο, με βοηθά να επιχειρώ να γίνω, αυτό που δεν θα μπορέσω να γίνω.
Αλλοτε φυσικά, αυτοκαθορίζομαι από την ορμητική ροή εικόνων που αναβλύζουν ρέουσες μέσα από το ανεξερεύνητο εσωτερικό γίγνεσθαι.
Με συνεγείρουν τα υπαρξιακά ερωτήματα που δεν έχουν απαντήσεις, οι απαντήσεις που υπήρχαν αλλά δεν δόθηκαν, οι ερωτήσεις που δεν υποβλήθηκαν, τα μετέωρα βλέμματα ανθρώπων που κρέμονται πάνω από μια άβυσσο- και είναι πολλοί πια αυτοί οι άνθρωποι, κυκλοφορούν ανάμεσα μας εν είδη κυρίως οικονομικών μεταναστών- η συλλογική υποκρισία που μας πνίγει, το αναπάντεχο συναπάντημα μ’ ένα μικρό θαύμα δημιουργίας. Η διαρκής αντίσταση του ανθρώπου στο θάνατο, που απλώς αναβάλλεται μέσα από την ματαιότητα της καθημερινότητας μας, η αντίσταση στον θάνατο μέσω του έρωτα, εκ των προτέρων ματαιωμένου, προορισμένου να φθίνει αλλά συναρπαστικού στη γένεση και την ελάχιστη διάρκεια του, η σιωπηλή παρατήρηση του ασήμαντου για να το κάνεις σημαντικό, αποτελούν ερεθίσματα για πνευματική αναζήτηση.
Η κυπριακή τραγωδία καθώς λέμε, συνιστά μια όχι ασήμαντη παράμετρο του προβληματισμού μου, θεωρώ όμως ότι μετά από τόσες δεκαετίες, η ελάχιστη δυνατή συνεισφορά μου, θα ήταν να προσπαθήσω τουλάχιστον να παρουσιάσω μια λογοτεχνική εκδοχή απαλλαγμένη από το πομπώδες και το γραφικό, αναδεικνύοντας την τραγικότητα του τετελεσμένου, μέσα από την αρμονική σύζευξη των απλών πραγμάτων και λεπτομερειών που το συναποτελούν, και που στο τέλος, ορίζουν την ουσία του.
Η αυτοεπίδραση της έχουσας τη μορφή ανέκκλητης μόνωσης, ποίησης των μικρών χωρών, που μοιάζει ανυπέρβλητη, ειδικά όταν την περιβάλλει τόσο θαλασσινό νερό, ώστε η μετάβαση ή η φυγή σε άλλα μέρη, να μοιάζει περισσότερο με διακαή πόθο, παρά με δυνατότητα, δεν μπορεί παρά ενυπάρχει στους στίχους μου, όπως και ο ήλιος που δεν μπορείς να του ξεφύγεις, η ξερή πέτρα και η αίσθηση ότι γράφεις πάνω σε μια πέτρα που σμιλεύεται αιώνες.
Η παγκόσμια ποιητική δημιουργία, το ελληνικό ποιητικό θαύμα, τα προγονικά μας επιτεύγματα, όλα αυτά αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία προσπαθώ να τοποθετήσω το δικό μου λιθαράκι, προσδίδοντας στο έργο μου μια προσωπική πνοή(που εν τέλει θα σε ξεχωρίζει ή όχι), με την ταπεινοφροσύνη της αυτογνωσίας, ότι θα αρκούσε στο ποίημα που έρχεται μέσα από τους αιώνες, να προσθέσω δυο στίχους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου