Members

Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΑΝΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΥΜΝΕΣ



Μια εξομολόγηση ολόκληρης ζωής, μια ωδή στη ζωή και στον θάνατο, ένας αποχαιρετισμός που δεν θέλει να αποχαιρετήσει. Ο θρήνος ενός γιου που προσπαθεί να καταλάβει, ή έστω να αντέξει το ανεξήγητο: το ότι ο πατέρας του έπαψε να υπάρχει.




Ο πατέρας, άνθρωπος με παρουσία και βάρος, με ιστορία, με ιδανικά, με αγώνες, με αγάπη. Κι όμως…. ακόμη και τέτοιες πυκνές υπάρξεις κάποτε φεύγουν…
Αναρωτιέται ο ποιητής-γιος, γιατί να γεννιόμαστε και να φθείρουμε; Γιατί να αγαπάμε και να χάνουμε; Γιατί η ζωή να είναι μια αλυσίδα από «αν» και «σχεδόν» και «παραλίγο»; Γιατί η μνήμη να αδειάζει; Στο τέλος, τι μένει τελικά; Μένει η λαχτάρα, μένει η ενοχή, μένει η ματαιότητα, και μαζί της η ανάγκη για νόημα να πιαστείς από κάτι.
Ένα ποίημα-εικόνα που σε διδάσκει τη συντριβή. Ένα ποίημα που δεν γράφτηκε για να εντυπωσιάσει, γράφτηκε για την μεγάλη απώλεια εκείνου που αγαπήθηκε και έφυγε και κάπως πρέπει να κρατηθεί. Ένα ζωντανό ποίημα, μια επιμνημόσυνη ανασκαφή στη σχέση γιου και πατέρα. Ένα χρονικό ολόκληρης γενιάς, μιας χώρας, ενός ιδιωτικού έθνους που λέγεται οικογένεια. Μου θύμισε την εξαιρετική Ραψάνη του Σωτήρη Παστάκα για τον θάνατο της μητέρας του. Κι εκείνος αντίστοιχα μέσα από ένα μεγάλο εξομολογητικό, πολυεπίπεδο και συμβολικό ποίημα, συμπύκνωνε τον πόνο της απώλειας της μητέρας του, αποδίδοντας και μια ολόκληρη εποχή του παρελθόντος της χώρας του που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Η γλώσσα λαλεί χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς περιττά στολίδια και μας μεταδίδει περίφημα τη συγκίνηση του. Αυτό το εκτενέστατο και πανέμορφο ποίημα, όπως και να ΄χει, ενώ γεννιέται με αφορμή τον θάνατο, είναι ένα ποίημα που μιλά για την παρουσία μέσα στην απουσία και καταφέρνει από την ιδιωτική μνήμη να περάσει στη σφαίρα της δημόσιας λόγω του βάθους του.
Η ποίηση του φίλου Γιώργου Χριστοδουλίδη είναι μια κατάδυση στην καθημερινή ύπαρξη. Ήπια, χαμηλόφωνη ποίηση χωρίς στόμφο. Η ποίηση του φίλου Γιώργου είναι έντιμη, με μια βαθιά ειλικρίνεια μέσα από τον κόσμο για τον κόσμο, ίσως γι΄ αυτό την αγαπώ αυτή την ποίηση. Ο ποιητής Χριστοδουλίδης, ο άνθρωπος Γιώργος παρατηρεί τον κόσμο γύρω του με λεπτομέρεια, γράφει με ανθρωπιά και τρυφερότητα, ακόμη και για πιο σκληρά θέματα. Ευρηματικός πάντα (δες το ποίημα στη φώτοΤο κλιματιστικό) με θλίψη αλλά και με χιούμορ καυστικό. Εν τέλει μια ποίηση ανθρώπινη, παλλόμενη χωρίς φανφάρες. Και τι να πρωτοδημοσιεύσει κανείς από μια καλή ποιητική συλλογή… σίγουρα ένα ποίημα που απαντά και για την τόσο ευρηματική επιλογή του τίτλου και ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη ενότητα, το ποίημα για τον πατέρα του Δώρο Χριστοδουλίδη, που του αφιερώνει και την παρούσα συλλογή.
Λύμνες
Τον θυμάμαι να διορθώνει τις καλωδιώσεις της τηλεόρασης
ίσως να τον έλεγαν Χρίστο
έμοιαζε κάπως μελαγχολικός
όταν ξεπλέκοντάς τες από ιστούς αράχνης
μου μιλούσε για τη σχέση λύπης και λίμνης
χρησιμοποιώντας μιαν ασυνήθιστη για τις καταβολές του
μεταφορικότητα
πολλοί άνθρωποι έπαθαν ανακοπή έλεγε
από ένα γερό ταρακούνημα
ή από παρατεταμένη απελπισία
δηλαδή
μετά από μιαν αδόκητη απώλεια
μετά από πολλές αδόκητες απώλειες
οι λίμνες έλεγε
καθαρίζοντας από τη σκόνη τα πλαστικά των συρμάτων
και ξύνοντάς τα μετά
είναι γεμάτες με πνιγμένους
που κάποτε ήταν ζωντανοί
ενώ οι λύπες
με ζωντανούς
που πέθαναν
*
[…]
Πατέρα
τι χρειάζεται να γεννιόμαστε
να γινόμαστε όμορφοι ή έξυπνοι
και κατόπιν να μολύνουμε με το κακό
ακόμα και τα κλαδιά της λεμονιάς μας
πολλαπλασιάζοντας τα παράσιτα και τη μούχλα
τι χρειάζεται για να αγαπούμε περισσότερο
πιο απανωτά
ασταμάτητα
και όταν δεν μπορούμε
να πέφτουμε αυτόματα σε κώμα
να πέφτουμε προσωρινά στον οικογενειακό μας τάφο
για να μας τυλίγουν αναθυμήσεις θερμές
ρίγη ηλεκτροφόρα να μας διαπερνούν
μέχρι να συνέλθουμε
και να είναι ο απάνω κόσμος λιγότερο βλαβερός
γιατί λοιπόν αυτά και εκείνα και τόσα άλλα
και να είμαστε τόσο προσπαθητικοί
όταν είναι βέβαιο ότι θα απολήξουμε
σε ένα συσσώρευμα οστών
σε ένα τίποτα
αφού πρώτα θα ασχημίζουμε για χρόνια
η μνήμη θα αδειάζει εκκενώνοντας αρχικά
τις γνώσεις που είχαμε πρόχειρα αποστηθίσει
μετά τις κάπως πιο σημαντικές
ακόμη και την αυτοκρατορική μορφή του παγωνιού
που λογικά δεν μπορεί να ξεχαστεί
ή την αγαπημένη μας μελωδία
που ούτε αυτή μπορεί να ξεχαστεί
και στο τέλος τα ονόματα των λατρεμένων
θα μας εγκαταλείπουν
όπως η τραμουντάνα διασκορπίζει τα πρωινά φύλλα
τι είναι αυτό με ρώτησε ο Άρης
δείχνοντάς μου την άσπρη σακούλα
βαθιά στον νωπό τάφο
την ώρα που σε κατεβάζανε προσεκτικά οι νεκροθάφτες
είναι ο προπάππος και η προγιαγιά σου
αποκρίθηκε ο αλαλαγμός
όσα κόκκαλα απομένουν
τα σακουλιάζουν ενδελεχώς
για να κάνουν χώρο […]

Μια εξομολόγηση ολόκληρης ζωής, μια ωδή στη ζωή και στον θάνατο, ένας αποχαιρετισμός που δεν θέλει να αποχαιρετήσει. Ο θρήνος ενός γιου που προσπαθεί να καταλάβει, ή έστω να αντέξει το ανεξήγητο: το ότι ο πατέρας του έπαψε να υπάρχει.
Ο πατέρας, άνθρωπος με παρουσία και βάρος, με ιστορία, με ιδανικά, με αγώνες, με αγάπη. Κι όμως…. ακόμη και τέτοιες πυκνές υπάρξεις κάποτε φεύγουν…
Αναρωτιέται ο ποιητής-γιος, γιατί να γεννιόμαστε και να φθείρουμε; Γιατί να αγαπάμε και να χάνουμε; Γιατί η ζωή να είναι μια αλυσίδα από «αν» και «σχεδόν» και «παραλίγο»; Γιατί η μνήμη να αδειάζει; Στο τέλος, τι μένει τελικά; Μένει η λαχτάρα, μένει η ενοχή, μένει η ματαιότητα, και μαζί της η ανάγκη για νόημα να πιαστείς από κάτι.
Ένα ποίημα-εικόνα που σε διδάσκει τη συντριβή. Ένα ποίημα που δεν γράφτηκε για να εντυπωσιάσει, γράφτηκε για την μεγάλη απώλεια εκείνου που αγαπήθηκε και έφυγε και κάπως πρέπει να κρατηθεί. Ένα ζωντανό ποίημα, μια επιμνημόσυνη ανασκαφή στη σχέση γιου και πατέρα. Ένα χρονικό ολόκληρης γενιάς, μιας χώρας, ενός ιδιωτικού έθνους που λέγεται οικογένεια. Μου θύμισε την εξαιρετική Ραψάνη του Σωτήρη Παστάκα για τον θάνατο της μητέρας του. Κι εκείνος αντίστοιχα μέσα από ένα μεγάλο εξομολογητικό, πολυεπίπεδο και συμβολικό ποίημα, συμπύκνωνε τον πόνο της απώλειας της μητέρας του, αποδίδοντας και μια ολόκληρη εποχή του παρελθόντος της χώρας του που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Η γλώσσα λαλεί χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς περιττά στολίδια και μας μεταδίδει περίφημα τη συγκίνηση του. Αυτό το εκτενέστατο και πανέμορφο ποίημα, όπως και να ΄χει, ενώ γεννιέται με αφορμή τον θάνατο, είναι ένα ποίημα που μιλά για την παρουσία μέσα στην απουσία και καταφέρνει από την ιδιωτική μνήμη να περάσει στη σφαίρα της δημόσιας λόγω του βάθους του.
Η ποίηση του φίλου Γιώργου Χριστοδουλίδη είναι μια κατάδυση στην καθημερινή ύπαρξη. Ήπια, χαμηλόφωνη ποίηση χωρίς στόμφο. Η ποίηση του φίλου Γιώργου είναι έντιμη, με μια βαθιά ειλικρίνεια μέσα από τον κόσμο για τον κόσμο, ίσως γι΄ αυτό την αγαπώ αυτή την ποίηση. Ο ποιητής Χριστοδουλίδης, ο άνθρωπος Γιώργος παρατηρεί τον κόσμο γύρω του με λεπτομέρεια, γράφει με ανθρωπιά και τρυφερότητα, ακόμη και για πιο σκληρά θέματα. Ευρηματικός πάντα (δες το ποίημα στη φώτοΤο κλιματιστικό) με θλίψη αλλά και με χιούμορ καυστικό. Εν τέλει μια ποίηση ανθρώπινη, παλλόμενη χωρίς φανφάρες. Και τι να πρωτοδημοσιεύσει κανείς από μια καλή ποιητική συλλογή… σίγουρα ένα ποίημα που απαντά και για την τόσο ευρηματική επιλογή του τίτλου και ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη ενότητα, το ποίημα για τον πατέρα του Δώρο Χριστοδουλίδη, που του αφιερώνει και την παρούσα συλλογή.
Λύμνες
Τον θυμάμαι να διορθώνει τις καλωδιώσεις της τηλεόρασης
ίσως να τον έλεγαν Χρίστο
έμοιαζε κάπως μελαγχολικός
όταν ξεπλέκοντάς τες από ιστούς αράχνης
μου μιλούσε για τη σχέση λύπης και λίμνης
χρησιμοποιώντας μιαν ασυνήθιστη για τις καταβολές του
μεταφορικότητα
πολλοί άνθρωποι έπαθαν ανακοπή έλεγε
από ένα γερό ταρακούνημα
ή από παρατεταμένη απελπισία
δηλαδή
μετά από μιαν αδόκητη απώλεια
μετά από πολλές αδόκητες απώλειες
οι λίμνες έλεγε
καθαρίζοντας από τη σκόνη τα πλαστικά των συρμάτων
και ξύνοντάς τα μετά
είναι γεμάτες με πνιγμένους
που κάποτε ήταν ζωντανοί
ενώ οι λύπες
με ζωντανούς
που πέθαναν


[…]
Πατέρα
τι χρειάζεται να γεννιόμαστε
να γινόμαστε όμορφοι ή έξυπνοι
και κατόπιν να μολύνουμε με το κακό
ακόμα και τα κλαδιά της λεμονιάς μας
πολλαπλασιάζοντας τα παράσιτα και τη μούχλα
τι χρειάζεται για να αγαπούμε περισσότερο
πιο απανωτά
ασταμάτητα
και όταν δεν μπορούμε
να πέφτουμε αυτόματα σε κώμα
να πέφτουμε προσωρινά στον οικογενειακό μας τάφο
για να μας τυλίγουν αναθυμήσεις θερμές
ρίγη ηλεκτροφόρα να μας διαπερνούν
μέχρι να συνέλθουμε
και να είναι ο απάνω κόσμος λιγότερο βλαβερός
γιατί λοιπόν αυτά και εκείνα και τόσα άλλα
και να είμαστε τόσο προσπαθητικοί
όταν είναι βέβαιο ότι θα απολήξουμε
σε ένα συσσώρευμα οστών
σε ένα τίποτα
αφού πρώτα θα ασχημίζουμε για χρόνια
η μνήμη θα αδειάζει εκκενώνοντας αρχικά
τις γνώσεις που είχαμε πρόχειρα αποστηθίσει
μετά τις κάπως πιο σημαντικές
ακόμη και την αυτοκρατορική μορφή του παγωνιού
που λογικά δεν μπορεί να ξεχαστεί
ή την αγαπημένη μας μελωδία
που ούτε αυτή μπορεί να ξεχαστεί
και στο τέλος τα ονόματα των λατρεμένων
θα μας εγκαταλείπουν
όπως η τραμουντάνα διασκορπίζει τα πρωινά φύλλα
τι είναι αυτό με ρώτησε ο Άρης
δείχνοντάς μου την άσπρη σακούλα
βαθιά στον νωπό τάφο
την ώρα που σε κατεβάζανε προσεκτικά οι νεκροθάφτες
είναι ο προπάππος και η προγιαγιά σου
αποκρίθηκε ο αλαλαγμός
όσα κόκκαλα απομένουν
τα σακουλιάζουν ενδελεχώς
για να κάνουν χώρο […]

Μια εξομολόγηση ολόκληρης ζωής, μια ωδή στη ζωή και στον θάνατο, ένας αποχαιρετισμός που δεν θέλει να αποχαιρετήσει. Ο θρήνος ενός γιου που προσπαθεί να καταλάβει, ή έστω να αντέξει το ανεξήγητο: το ότι ο πατέρας του έπαψε να υπάρχει.
Ο πατέρας, άνθρωπος με παρουσία και βάρος, με ιστορία, με ιδανικά, με αγώνες, με αγάπη. Κι όμως…. ακόμη και τέτοιες πυκνές υπάρξεις κάποτε φεύγουν…
Αναρωτιέται ο ποιητής-γιος, γιατί να γεννιόμαστε και να φθείρουμε; Γιατί να αγαπάμε και να χάνουμε; Γιατί η ζωή να είναι μια αλυσίδα από «αν» και «σχεδόν» και «παραλίγο»; Γιατί η μνήμη να αδειάζει; Στο τέλος, τι μένει τελικά; Μένει η λαχτάρα, μένει η ενοχή, μένει η ματαιότητα, και μαζί της η ανάγκη για νόημα να πιαστείς από κάτι.
Ένα ποίημα-εικόνα που σε διδάσκει τη συντριβή. Ένα ποίημα που δεν γράφτηκε για να εντυπωσιάσει, γράφτηκε για την μεγάλη απώλεια εκείνου που αγαπήθηκε και έφυγε και κάπως πρέπει να κρατηθεί. Ένα ζωντανό ποίημα, μια επιμνημόσυνη ανασκαφή στη σχέση γιου και πατέρα. Ένα χρονικό ολόκληρης γενιάς, μιας χώρας, ενός ιδιωτικού έθνους που λέγεται οικογένεια. Μου θύμισε την εξαιρετική Ραψάνη του Σωτήρη Παστάκα για τον θάνατο της μητέρας του. Κι εκείνος αντίστοιχα μέσα από ένα μεγάλο εξομολογητικό, πολυεπίπεδο και συμβολικό ποίημα, συμπύκνωνε τον πόνο της απώλειας της μητέρας του, αποδίδοντας και μια ολόκληρη εποχή του παρελθόντος της χώρας του που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Η γλώσσα λαλεί χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς περιττά στολίδια και μας μεταδίδει περίφημα τη συγκίνηση του. Αυτό το εκτενέστατο και πανέμορφο ποίημα, όπως και να ΄χει, ενώ γεννιέται με αφορμή τον θάνατο, είναι ένα ποίημα που μιλά για την παρουσία μέσα στην απουσία και καταφέρνει από την ιδιωτική μνήμη να περάσει στη σφαίρα της δημόσιας λόγω του βάθους του.
Η ποίηση του φίλου Γιώργου Χριστοδουλίδη είναι μια κατάδυση στην καθημερινή ύπαρξη. Ήπια, χαμηλόφωνη ποίηση χωρίς στόμφο. Η ποίηση του φίλου Γιώργου είναι έντιμη, με μια βαθιά ειλικρίνεια μέσα από τον κόσμο για τον κόσμο, ίσως γι΄ αυτό την αγαπώ αυτή την ποίηση. Ο ποιητής Χριστοδουλίδης, ο άνθρωπος Γιώργος παρατηρεί τον κόσμο γύρω του με λεπτομέρεια, γράφει με ανθρωπιά και τρυφερότητα, ακόμη και για πιο σκληρά θέματα. Ευρηματικός πάντα (δες το ποίημα στη φώτοΤο κλιματιστικό) με θλίψη αλλά και με χιούμορ καυστικό. Εν τέλει μια ποίηση ανθρώπινη, παλλόμενη χωρίς φανφάρες. Και τι να πρωτοδημοσιεύσει κανείς από μια καλή ποιητική συλλογή… σίγουρα ένα ποίημα που απαντά και για την τόσο ευρηματική επιλογή του τίτλου και ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη ενότητα, το ποίημα για τον πατέρα του Δώρο Χριστοδουλίδη, που του αφιερώνει και την παρούσα συλλογή.
Λύμνες
Τον θυμάμαι να διορθώνει τις καλωδιώσεις της τηλεόρασης
ίσως να τον έλεγαν Χρίστο
έμοιαζε κάπως μελαγχολικός
όταν ξεπλέκοντάς τες από ιστούς αράχνης
μου μιλούσε για τη σχέση λύπης και λίμνης
χρησιμοποιώντας μιαν ασυνήθιστη για τις καταβολές του
μεταφορικότητα
πολλοί άνθρωποι έπαθαν ανακοπή έλεγε
από ένα γερό ταρακούνημα
ή από παρατεταμένη απελπισία
δηλαδή
μετά από μιαν αδόκητη απώλεια
μετά από πολλές αδόκητες απώλειες
οι λίμνες έλεγε
καθαρίζοντας από τη σκόνη τα πλαστικά των συρμάτων
και ξύνοντάς τα μετά
είναι γεμάτες με πνιγμένους
που κάποτε ήταν ζωντανοί
ενώ οι λύπες
με ζωντανούς
που πέθαναν
*
[…]
Πατέρα
τι χρειάζεται να γεννιόμαστε
να γινόμαστε όμορφοι ή έξυπνοι
και κατόπιν να μολύνουμε με το κακό
ακόμα και τα κλαδιά της λεμονιάς μας
πολλαπλασιάζοντας τα παράσιτα και τη μούχλα
τι χρειάζεται για να αγαπούμε περισσότερο
πιο απανωτά
ασταμάτητα
και όταν δεν μπορούμε
να πέφτουμε αυτόματα σε κώμα
να πέφτουμε προσωρινά στον οικογενειακό μας τάφο
για να μας τυλίγουν αναθυμήσεις θερμές
ρίγη ηλεκτροφόρα να μας διαπερνούν
μέχρι να συνέλθουμε
και να είναι ο απάνω κόσμος λιγότερο βλαβερός
γιατί λοιπόν αυτά και εκείνα και τόσα άλλα
και να είμαστε τόσο προσπαθητικοί
όταν είναι βέβαιο ότι θα απολήξουμε
σε ένα συσσώρευμα οστών
σε ένα τίποτα
αφού πρώτα θα ασχημίζουμε για χρόνια
η μνήμη θα αδειάζει εκκενώνοντας αρχικά
τις γνώσεις που είχαμε πρόχειρα αποστηθίσει
μετά τις κάπως πιο σημαντικές
ακόμη και την αυτοκρατορική μορφή του παγωνιού
που λογικά δεν μπορεί να ξεχαστεί
ή την αγαπημένη μας μελωδία
που ούτε αυτή μπορεί να ξεχαστεί
και στο τέλος τα ονόματα των λατρεμένων
θα μας εγκαταλείπουν
όπως η τραμουντάνα διασκορπίζει τα πρωινά φύλλα
τι είναι αυτό με ρώτησε ο Άρης
δείχνοντάς μου την άσπρη σακούλα
βαθιά στον νωπό τάφο
την ώρα που σε κατεβάζανε προσεκτικά οι νεκροθάφτες
είναι ο προπάππος και η προγιαγιά σου
αποκρίθηκε ο αλαλαγμός
όσα κόκκαλα απομένουν
τα σακουλιάζουν ενδελεχώς
για να κάνουν χώρο […]






Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ