Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

"ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΔΡΟΜΟΥΣ ΑΒΑΔΙΣΤΟΥΣ" - Η ΧΡ.ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΥΣΤΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

 

Με την έβδομη αυτή ποιητική του συλλογή ο βραβευμένος και πολυμεταφρασμένος ποιητής μας Γιώργος Χριστοδουλίδης διευρύνει τις ορίζουσες των ευφάνταστων δημιουργικών του συλλήψεων, επεκτείνοντας τις «Πληγείσες περιοχές» της προηγούμενης ομώνυμης συλλογής του. Εκδιπλώνοντας και άλλες «γυμνές ιστορίες», χωρίς ωστόσο τις ταξινομίες θεματικών ενοτήτων, φωτίζει νέες αθέατες όψεις της σημερινής δυστοπικής κοινωνίας σε μιαν ενιαία οιονεί σκηνοθετική συνάρθρωση του ανθρωποκεντρικού ποιητικού του λόγου. Ενός ενδιάθετου φιλοσοφικού στοχασμού, που μεταστοιχειώνει τις προσλαμβάνουσες των εναγώνιων υπαρξιακών του αναζητήσεων στα συμφραζόμενα καίριων επισημάνσεων μέσα από ποικιλόμορφα εκφραστικά σχήματα πηγαίων επινοητικών εμπνεύσεων: σε ευρηματικές αφηγήσεις εικονοπλαστικής και ενίοτε γλωσσοπλαστικής αποτύπωσης είτε περιγραφικά στιγμιότυπα υποβλητικών αναπαραστάσεων και υπερρεαλιστικές ή μεταφυσικές μυθοπλασίες αλληγορικών συμβολισμών με την αμεσότητα της ανεπιτήδευτης προφορικής συνομιλίας και συνακόλουθα της επικοινωνιακής μέθεξης.


Η αφηγηματική προφορικότητα και η σκηνική δραματοποίηση καθημερινών συμβάντων ή παράδοξων φαινομένων, όπως και η πρωτεϊκή μετάπλαση βιωματικών συνειρμών υπαγορεύουν την αναγκαιότητα των πολύστιχων, ως επί το πλείστον, ποιητικών συνθέσεων, που διανθίζονται από ολιγόστιχα ποιήματα αποφθεγματικής απήχησης. Προσφυές παράδειγμα η επιγραμματική πολυσημία της μονόστιχης αυτοαναφορικής προμετωπίδας «θέλω οι στίχοι μου να καρφώνονται στον άνεμο», καθώς και στίχοι από το ακροτελεύτιο «Θρύμματα»: «…αυτό που λέμε ακέραιο/ είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει».

Η πολυσχιδής προβληματική της ποίησης και της ποιητικής του Χριστοδουλίδη συναιρείται στον προϊδεαστικό αμφίσημο τίτλο της συλλογής και στο ομότιτλο πολυφασματικό ποίημα ασθματικών τόνων «Μυστικοί Άνθρωποι» σε εικαστική αντίστιξη με τη φιλοτέχνηση του εξωφύλλου. Οι σκοτεινές φιγούρες στο αχνοφώς του φόντου μιας μακρινής αμφίβολης ανατολής παραπέμπουν στο μυστηριώδες έρεβος και τον σκοταδισμό του χτεσινού έως και του τωρινού παρανοϊκού ανελεύθερου κόσμου, έρμαιο μυστικών κωδίκων και υποχθόνιων συνωμοτικών σχεδιασμών. Ιδού οι πρώτοι καταγγελτικοί στίχοι του μακρόπνοου αφοριστικού ποιήματος: «Για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα/ ένα αγέλαστο παιδί στην Ταϊλάνδη/ πλέκει το φούτερ της επιστήθιάς σου επωνυμίας/ κι άλλο ένα στο Περού/ κατεβάζει πέτρες από το βουνό/ στο πεινασμένο στόμα του ορυχείου/ για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα/[…]/κι οι πατεράδες γίνονται ξανά σκλάβοι στην Αμερική/ για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα». Σε παρόμοιους ρυθμούς σαρκαστικής διαμαρ


τυρίας, που εντείνονται από τον ευαίσθητο ψυχισμού του ποιητή σε κραδασμούς ανθρωπιστικής ενσυναίσθησης εγγράφεται με κυριολεκτικές και μετωνυμικές συνδηλώσεις και το μήνυμα του ποιήματος «Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης», όπου «Είναι αλήθεια ότι τα καταφέρνουν για μερικές ώρες/ όμως μαζί με τη βρωμιά/ αποφλοιώνεται σιγά σιγά κα το δέρμα τους/το παίρνει ο χρόνος, το παίρνει ο βενζινάρης/ το παίρνουν οι βιαστικοί πελάτες/ βγάζουν στην πώληση τα δερματικά τους υπόλοιπα/ παράφρονες δερματέμποροι καιροφυλακτούν/ είναι μια καλά υπολογισμένη εμπορική πράξη,/ μια ανταλλαγή/ για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν άλλο δέρμα/ πιο φτηνό αλλά καθαρό/ ο βυρσοδέψης των ανθρώπινων δερμάτων/ το εφαρμόζει με χαμηλή αμοιβή.».

Είναι όμως και πολλά άλλα τα θλιβερά της ανθρώπινης συνθήκης, όπως και τα δραματικά κακώς έχοντα της ασυνείδητης αναλγησίας και της αλλοτρίωσης στους μεταμφιεσμένους αβέβαιους καιρούς μας, τη συγκάλυψη και την υποκρισία των οποίων απομυθοποιεί η ποιητική συνείδηση, όπως εμφαίνει το «Καρναβάλι» του αντίστοιχου ποιήματος. Η ψευδεπίγραφη ακόμη επιφάνεια κάτω από τη ψιμυθίωση της παρακμής και της κατάρρευσης, καθώς και ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός εκτίθενται υπό τους παράφωνους ήχους της «Χριστουγεννιάτικης Χορωδίας», ενώ τη φαρισαϊκή της εκδοχή ενσαρκώνει «Επισπεύδοντας» με κατανυκτική προσευχή, αλλά και παρώθηση παιδιών να πνίγουν γατάκια η θρησκεύουσα «γειτόνισσα» των αντίστοιχων ποιημάτων. Στην υποκριτική πανουργία και τις παρεμφερείς της πτυχές του δόλου και της επιδέξιας μαζικής εξαπάτησης εστιάζεται ο προβολέας της αποκάλυψης και της γελοιοποίησης του μεγαλόσχημου απατεώνα μέσα από το παραμυθιακού-παραβολικού τύπου ποίημα «Ιστορίες αποκαθήλωσης», που δεν επαληθεύεται μόνο διαχρονικώς αλλά και λόγω των πρόσφατων σκανδάλων διαφθοράς ηχεί λίαν επίκαιρο: «Ο πρωτοσύγκελος του κόμματος/ ο ποιμένας/ ο προπαγανδιστής/ μια συναρπαστική περίπτωση τυχοδιώκτη/ και επιδέξιου γητευτή των μαζών/ έχει από καιρό εξουδετερωθεί/ μετά από μια σειρά συντονισμένων διαρροών/ που τις κρατούσαν για χρόνια/ όπως τα άπλυτα ρούχα/ για να του τα φορέσουν τη σωστή στιγμή.».

Ωστόσο, τους στίχους άλλων ποιημάτων φορτίζουν τα επώδυνα προβλήματα της μοναξιάς, της συνήθειας, της ψευδαισθησιακής πρόσληψης της πραγματικότητας και της σκληρής καθημερινής επιβίωσης, η περιβαλλοντική καταστροφή, η μνήμη ως «Μεταλήθη», όχι απλώς  ως ανάμνηση αλλά ως επάνοδος από την αμνησία και ζωντανή αναβίωση της α-λήθειας. Το πρώτο ποίημα της συλλογής, που επιγράφεται «Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο», με αντιστροφή των όρων του παρηχητικού λογοπαίγνιου «Τάμπο-πάντα», η φανταστική λίμνη ανακαλεί Σολωμικούς συνειρμούς και αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφική ενατένισης της ζωής στη μετά θάνατο μεταμορφωτική της συνέχεια. Τον ποιητή επίσης απασχολεί επίμονα η απουσία ουσιαστικού νοήματος βίου, όπως καταφαίνεται στα ποιήματα «Νόημα» «Αφουσιά»(από+ουσία), που συναντούμε στο «Γκέμμα» του αυτοαφανισμένου Δ.Λιαντίνη, στον οποίο και η εμβληματική αφιέρωση του ποιήματος «Ο Φροντιστής».

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι πολυδιαβασμένος ποιητής όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας. Εκτός από τις ονομαστικές αναφορές συνδιαλέγεται με τον Μπουκόβσκι αλλά και εμμέσως με τον Πόε μέσα από τα έργα του «Το κοράκι» και «Το κλεμμένο γράμμα». Αξίζουν, βεβαίως, ιδιαίτερης επισήμανσης τα ποιήματα ποιητικής του «Το Φανάρι» και «Η περιπέτεια της ποίησης», απ’ όπου αντί επιλόγου και ο στίχος: «η ποίηση μού δείχνει δρόμους αβάδιστους».              

 

              

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ

 
 
Τα ποιήματά μου γράφονται μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες. 

Απόπειρες εξαντλητικές και ατελέσφορες. 

Περπατώ σε ένα πανάρχαιο δρόμο ένα δρόμο θεοσκότεινο. 

Ξαφνικά ένα τεράστιο φανάρι τον φωταγωγεί.
 
Και τότε βλέπω καθαρά το σκοτάδι. 

 

"Μυστικοί άνθρωποι", εκδόσεις ΚΥΜΑ, 2019



Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Του Γιώργου Χριστοδουλίδη


 «Εγκαταλείπω την ποίηση»
 
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

                                                    Ντίνος Χριστιανόπουλος (1956)
 
 
Μοναχικό, ανεξάρτητο, επιφυλακτικό, ανυπότακτο, χαρακτηρίζει τον αποδημήσαντα πρόσφατα, κορυφαίο ποιητή, Ντίνο Χριστιανόπουλο (21/3/1931 - 11/8 2020) η Θεσσαλονικιά Βικτωρία Καπλάνη, ενώ ο Παντελής Βουτουρής υπογραμμίζει την αντισυμβατικότητα και τον αντικομφορμισμό της ποίησής του, καταθέτοντας μια ενδιαφέρουσα προσωπική μαρτυρία. Τον ομοερωτισμό στην ποίησή του προτάσσει ο Κώστας Κουτσουρέλης, «μια συλλογή από φωτογραφίες παραμορφωμένες, απ’ αυτές που ξέρει να τραβάει μόνο ο φακός της αμαρτίας», ενώ ο Πέτρος Παπαπολυβίου τονίζει ότι Χριστιανόπουλος σημάδεψε την πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης.
 
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στον σπουδαίο λόγιο, το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ζήτησε από τέσσερις ανθρώπους των γραμμάτων να συγγράψουν τα δικά τους κείμενα-μαρτυρίες για το φαινόμενο Χριστιανόπουλος που κυριάρχησε για πέντε τουλάχιστον δεκαετίες στα πολιτιστικά πράγματα της Θεσσαλονίκης, αλλά και σφράγισε με τη γραφή, το ύφος και τη δραστηριότητά του μια ολόκληρη εποχή, με αποτέλεσμα οι στίχοι του να «ραψωδούνται» από στόμα σε στόμα, συχνά από ανθρώπους που έχουν άγνοια σε ποιόν ανήκουν οι στίχοι αυτοί, φαινόμενο που συνιστά ύψιστη τιμή για κάθε ποιητή, σημάδι μιας «ανώνυμης αθανασίας».
 
Βικτωρία Καπλάνη, φιλόλογος και ποιήτρια, Κώστας Κουτσουρέλης, ποιητής και μεταφραστής, Παντελής Βουτουρής, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πέτρος Παπαπολυβίου, Ιστορικός, αναπληρωτής καθηγητής επίσης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, καταθέτουν για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον κύριο Ντίνο όπως τον αποκαλούσαν οικείοι αλλά και εκτιμητές του έργου του.
 
Β. Καπλάνη: Μέσα από το έργο του ο καθρέφτης των δικών μας μύχιων αδυναμιών
 
Η Βικτωρία Καπλάνη σημειώνει ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έγραψε στη Θεσσαλονίκη τη δική του ιστορία. Ήταν μοναχικός, ανεξάρτητος, επιφυλακτικός, ανυπότακτος, «όπως ταιριάζει σε άνθρωπο που εκπαιδεύτηκε να συναναστρέφεται το σοφό είδος των γατών».

Παιδί και η ίδια της πόλης στην οποία ο σπουδαίος λογοτέχνης έζησε, ποτέ δεν εγκατέλειψε και μεγαλούργησε, προσθέτει για τον Χριστιανόπουλο: «Ποιητής, μελετητής, διευθυντής της Διαγωνίου, ενός περιοδικού που αποτέλεσε φυτώριο λογοτεχνών σ’ αυτή την πόλη, ακούραστος, μαχητικός υπερασπίστηκε με πάθος τις ιδέες  και τις αισθητικές του αξίες. Φιλόλογος, δεινός αναγνώστης, δεν επέτρεψε ποτέ στη λόγια παιδεία του να αλλοιώσει τη λαϊκότητα του ήθους και των αξιών του. Λάτρης του ρεμπέτικου ενδιαφέρθηκε για τη μελέτη και τη διάσωση του είδους αυτού και το άφησε να μπολιάσει υπογείως τον ποιητικό του λόγο». 

Αναφερόμενη στο ποιητικό του έργο, επισημαίνει ότι η ποίησή του, ερωτική και κοινωνική, τολμηρή ήδη από το ξεκίνημά της στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, ακολούθησε μια πορεία συνεπή σε γλώσσα λιτή, λαϊκή, χωρίς φτιασίδια, εγκαταλείποντας γρήγορα τις συμβολικές και διακειμενικές αναφορές, εστιασμένη στην απογύμνωση του βιώματος. «Μίλησε για τα πάθη του έρωτα, τη σπαρακτική αναζήτηση της τρυφερότητας, τις ταπεινώσεις, τη μοναξιά και την ενοχή. Ο έρωτας ως βασανιστική ανάγκη, γήινος, με σάρκα και αίμα χωρίς προστατευτικά φίλτρα, απογυμνωμένος από ρομαντικές εξιδανικεύσεις αποκαλύπτεται στα κείμενα του Χριστιανόπουλου με περισσή ειλικρίνεια και τόλμη», παρατηρεί.
 
Ο Χριστιανόπουλος είχε φανατικούς θαυμαστές αλλά και οργισμένους επικριτές. Επί τούτου, η Β. Καπλάνη αναφέρει ότι η ιδιότυπη συμπεριφορά του, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, το προκλητικό χιούμορ, ο δηκτικός και εριστικός λόγος του, η τάση του να αμφισβητεί έως κατεδαφίσεως καθιερωμένες αξίες και να σχολιάζει με καυστικό και απόλυτο τρόπο τα σύγχρονα ποιητικά δρώμενα προκαλούσαν αμηχανία και μένος σε πολλούς ομοτέχνους του, εμποδίζοντάς τους να επεξεργαστούν τις όποιες αλήθειες εμπεριέχονταν στις υπερβολικές και εμπρηστικές του δηλώσεις.
 
«Τώρα που ο κύριος Ντίνος δεν είναι πια εδώ, καταλήγει, δεν τραβά την προσοχή μας με τα σχόλιά του, είναι καιρός να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο έργο του και να το ξαναδιαβάσουμε. Προσοχή όμως! Ελλοχεύει ο κίνδυνος να αντικρίσουμε στον καθρέφτη του τις μύχιες και καλά κρυμμένες αδυναμίες μας», καταλήγει.
 
 
Πέτρος Παπαπολυβίου: Σημάδεψε την πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης
 
Ως έναν άνθρωπο που σημάδεψε την πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που μόλις πριν από οκτώ χρόνια (2012) συμπλήρωσε εκατό χρόνια ελεύθερου πολιτικού βίου, χαρακτηρίζει τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο Πέτρος Παπαπολυβίου.
 
«Γόνος προσφυγικής οικογένειας και ο ίδιος, βίωσε στα παιδικά του χρόνια το συλλογικό μαρτύριο της γερμανικής κατοχής και στη νεότητά του τον παραλογισμό και την ανθρωποσφαγή του Εμφυλίου. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης το 1954, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, σε μια εποχή που όλες οι σχολές του Πανεπιστημίου στεγάζονταν στο ίδιο κτίριο και τα αστικά όρια της «πρωτεύουσας των προσφύγων» ορίζονταν ακόμη από τα λείψανα των τειχών της παλιάς πόλης, στον Βαρδάρη και το Σιντριβάνι», γράφει.
 
Αναφερόμενος στα στοιχεία που χαρακτηρίζουν, κατά την άποψή του, τη ζωή και το συνολικό έργο του, ξεχωρίζει τη γερή φιλολογική του παιδεία, «που την γαλβάνισε η πολυετής τριβή του στις φιλολογικές διορθώσεις και στον (μικρο)εκδοτικό χώρο και τη βαθιά του πνευματική καλλιέργεια, που εκφράστηκε με την αγάπη του στο βιβλίο, τη ζωγραφική και ότι αυτός θεωρούσε ως γνήσιο λαϊκό τραγούδι της δικής του γενιάς, το ρεμπέτικο».
 
 Από την άλλη, συνεχίζει, δεν έχανε ευκαιρία να επιδεικνύει περιφρόνηση και να χλευάζει «βραβεία», «τιμές», «ιδεολογικές στρατεύσεις», «πνευματικές φίρμες» και ό,τι είχε σχέση με την «πρωτοκαθεδρία της Αθήνας» στα νεοελληνικά γράμματα, ως γνήσιος εκπρόσωπος μιας «αντιαθηναϊκής παράδοσης», που ξεκινούσε από την πνευματική ακτινοβολία και υπεροχή της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στα χρόνια του.
 
Αναφερόμενος στην αντισυμβατικότητα, που χαρακτήριζε όχι μόνο το έργο του αλλά και την προσωπική του ζωή, τονίζει ότι ο Χριστιανόπουλος κατάφερε να την επιβάλει στο συντηρητικό μικρόκοσμο της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, αδιαφορώντας για κουτσομπολιά, μικροπρεπείς συμπεριφορές και τον υπόγειο ρατσισμό εναντίον του. Παρά την επιθετικότητα και τη δηκτικότητα που χαρακτήριζαν τον δημόσιό του λόγο στις παρεμβάσεις του, και ειδικά στις μεγάλες συνεντεύξεις του, σε διάφορα έντυπα και στην τηλεόραση, ο ίδιος, επισημαίνει, «παρέμενε ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, εξαιρετικά ευγενής στις συναναστροφές του, με ιδιαίτερη αγάπη και γενναιοδωρία στους «άδοξους» πνευματικούς δημιουργούς της «επαρχίας» και της περιφέρειας. Και εδώ εντάσσεται και το ζεστό ενδιαφέρον του για την Κύπρο, που είχε ξεκινήσει, βέβαια, από τα φοιτητικά του χρόνια και παρέμεινε αμείωτο μέχρι το τέλος της ζωής του».
 
 
Κ.Κουτσουρέλης: Παραμένουμε έως σήμερα οφειλέτες του
 
Ο Κώστας Κουτσουρέλης λέει ότι συχνά αναρωτιέται τι σφράγισε βαθύτερα τη ζωή και το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου: ο χριστιανισμός ή η φιλομοφυλία του;  Απαντώντας ο ίδιος στο ερώτημα του, υπογραμμίζει: «Σήμερα λέω το πρώτο. Ο ομοερωτισμός στην ποίησή του δεν είναι η προβολή μιας κατάστασης «φυσικής», των επιθυμιών της σάρκας. Αλλά μια συλλογή από φωτογραφίες παραμορφωμένες, απ’ αυτές που ξέρει να τραβάει μόνο ο φακός της αμαρτίας».
 
Σημειώνει ότι οι θρησκείες του Ενός Βιβλίου, της Μιας Αλήθειας και της Μιας Ηθικής (και οι κοσμικές αποφυάδες τους αργότερα), ήταν ανέκαθεν μισαλλόδοξες, απηνείς με τους παρεκκλισίες. «Αλλόθρησκοι, σεξουαλικά λοξοί, πολιτικά αντιφρονούντες, όσοι αθετούσαν τις επιταγές, ήταν απόβλητοι, αποκλεισμένοι. Διόλου τυχαία, προσθέτει, πολλοί απ’ αυτούς ζήτησαν καταφύγιο στην τέχνη και στη σκέψη: μόνο εκεί βρήκαν αποδοχή, αναγνώριση. Τι θα ήταν ο πολιτισμός της Δύσης, του 20ού ιδίως αιώνα, χωρίς τη λεγεώνα όλων αυτών των σπουδαίων Εβραίων, ομοφυλόφιλων, αριστερών δημιουργών;, διερωτάται.
 
Στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου η πάλη ήταν επώδυνη, η σύγκρουση εσωτερικευμένη. Ο ποιητής, που νεαρός δήλωνε εμφατικά την πίστη του ήδη με το ψευδώνυμό του, προκειμένου να αρθεί στο ύψος της δικής του αλήθειας αυτήν την πίστη έπρεπε πρώτα να τη σχετικεύσει, να την αρνηθεί. Όμως κι αυτό το έκανε εκ των ενόντων: η ώριμη ερωτική ποίηση του Χριστιανόπουλου, ο ίδιος το έλεγε, δεν είναι παρά εξομολόγηση. Λείπει εδώ η Μετάνοια και η Άφεση, μένουν ωστόσο αμετάθετα το Κρίμα και η Ενοχή.
 
Παρ’ όλη την παιδεία του, σημειώνει ο Κ. Κουτσουρέλης, ο Χριστιανόπουλος είχε την τύχη να μείνει ποιητής λαϊκός. Δεν γύρεψε, όπως ο Καβάφης κάποτε, να κρυφτεί πίσω από αρχαίες προσωπίδες. Περιέγραψε στους στίχους του με ακρίβεια περίπου κοινωνιολογική την ερωτική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης. Κι αυτό τους προικίζει μ’ ένα πρόσθετο προσόν, τους καθιστά μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Χιλιάδες νέοι σπουδάσαμε στα εγκόλπιά του, τα καμωμένα λες για να διαβάζονται κρυφά και συνωμοτικά. «Και παραμένουμε έως σήμερα οφειλέτες του», καταλήγει. 
 
 
Παντελής Βουτουρής: Διαγώνιες μνήμες, επισκέψεις στη Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Η αποτύπωση μιας προσωπικής μαρτυρίας σε ένα τέτοιο αφιέρωμα, είναι κάτι που επιζητά ο κάθε δημοσιογράφος και αυτό κάνει ο Παντελής Βουτουρής.
 
«Ανέβαινα με κάποιες επιφυλάξεις, -αφηγείται-, μαζί με τον Β. Α. (φοιτητές και οι δύο στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου) στον πέμπτο όροφο της Στοάς Χρυσικοπούλου, στην Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος», το στρατηγείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ήταν, αν δεν με απατά η μνήμη μου, μια από τις τελευταίες μέρες του Φεβρουαρίου του 1980. Λίγο νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει στη Φιλοσοφική και σε κάποια βιβλιοπωλεία της πόλης, το πρώτο τεύχος του περιοδικού με τον παράδοξο τίτλο Φαιαδέρων. Μια από κείνες τις μέρες (όλα έγιναν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα) ο πολύ αγαπητός δάσκαλός μας ο Πάνος Πίστας μάς είπε ότι ο Ντίνος (ο Χριστιανόπουλος) του είχε μιλήσει με πολύ θερμά λόγια για το περιοδικό και του εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει προσωπικά τους εκδότες του. Έτσι και έγινε. Με τη μεσολάβηση του Π. Πίστα κανονίστηκε η πρώτη συνάντηση στη Διαγώνιο. Ακολούθησαν και άλλες».

Ο Π. Βουτουρής εκμυστηρεύεται ότι είχε επιφυλάξεις για αυτή τη συνάντηση, οι οποίες οφείλονταν σε διάφορους λόγους· «για να είμαι ειλικρινής δεν θα έλεγα ότι ο Χριστιανόπουλος ήταν στη μικρή λίστα των ποιητικών μου προτιμήσεων. Εξάλλου, μετρούσε κι αυτό, είχα εκπαιδευτεί φιλολογικά στο εργαστήρι του Δημήτρη Μαρωνίτη. Βεβαίως, ο Χριστιανόπουλος, συνεχίζει, είχε τότε αρκετά μεγάλη απήχηση στους πολιτικοποιημένους φοιτητές που προσπαθούσαν να συναρμόσουν την επαναστατημένη συνείδησή τους με την αντισυμβατικότητα και τον αντικομφορμισμό των ποιημάτων του. Όχι τόσο των συγκροτημένων σοβαρών καβαφικών ποιημάτων της Εποχής των ισχνών αγελάδων (1950) και των άλλων δύο-­τριών συλλογών που την ακολούθησαν όσο των κερματισμένων άτιτλων επιγραμματικών ποιημάτων, ιδίως αυτών που υπέβαλλαν κάποια κοινωνικά ή υπαρξιακά μηνύματα,  της περιόδου που ξεκινά με τη συλλογή Το κορμί και το σαράκι (1964)».
 
 Ποιημάτων που όπως εξηγεί, επιδρούσαν ακαριαία, στιγμιαία, στον αναγνώστη (όπως οι Στιγμές –ας αποτολμήσω τη σύγκριση– του Κώστα Μόντη) και μπορούσε κανείς να αποστηθίσει με τη μία: «απ᾽ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά / πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;» || «εμείς που δεν μπορέσαμε να σώσουμε ούτε τον εαυτό μας / πώς θα μπορέσουμε να σώσουμε τον κόσμο;» || ή το διάσημο: «καημένε Μακρυγιάννη να ᾽ξερες / γιατί το τζάκισες το χέρι σου / το τζάκισες για να χορεύουν σέικ / τα κωλόπαιδα».
 
Κατά σύμπτωσιν, αναφέρει, τις μέρες ακριβώς που διαδραματίζεται η ιστορία μας, είχαν κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Διαγωνίου με την καλλιτεχνική πάντα επιμέλεια του Κάρολου Τσίζεκ οι Ιστορίες του γλυκού νερού, μια δωδεκάδα πεντάστιχων και εξάστιχων άτιτλων ποιημάτων εστιασμένων στην ομοφυλοφιλία του, η οποία πια γίνεται σημαία και οπλισμένη αιχμή της κριτικής και ποιητικής του ειρωνείας. Σε κάποιαν από τις συναντήσεις μας μιλήσαμε αρκετά και για τον Νίκο Καχτίτση (και αυτός είχε τον κύκλο των αφοσιωμένων αναγνωστών του), συγγραφέας κι αυτός της Διαγωνίου (εκεί είχε τυπώσει τα πρώτα βιβλία του), εξαιτίας της επεισοδιακής εξ αφορμής του μυθιστορήματος Ο Εξώστης σχέσης του με τον Τσίζεκ. Τα επεισόδια αυτής της σχέσης, τις επάλληλες δηλαδή παρεξηγήσεις, τα αποτύπωσε ως γνωστόν ο Καχτίτσης στην Περιπέτεια ενός βιβλίου.

«Αλλά προφανώς, καταλήγει, δεν μπορούν να χωρέσουν σε αυτό το σύντομο κείμενο όλες οι αναμνήσεις (και είναι κάμποσες) από τις επισκέψεις στη Διαγώνιο, φοβάμαι εξάλλου μην μπλέξω τις αναμνήσεις με τις «φαναναμνήσεις» όπως έλεγε ο Καχτίτσης (εννοώντας τις φανταστικές αναμνήσεις)».
 
 
«Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο»
 
Ο γράφων είχε τη χαρά να συναντήσει τον Χριστιανόπουλο στο σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές την 30η Νοεμβρίου 2014. Εκείνη η ζεστή συνομιλία μας, περίπου για μιάμιση ώρα, αποτυπώθηκε αυθόρμητα σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 7/4/2015 με τίτλο «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο».
 
Έλεγε μεταξύ άλλων σε εκείνη τη συνέντευξη ο Ντίνος Χριστιανόπουλος(ακολουθεί απόσπασμα):
 
…«Φοβάμαι και τρομάζω όταν δεν πιστεύουν τις αρνήσεις μου. Τις αρνήσεις μου σε προτεινόμενες τιμές και θέσεις. Και φοβάμαι διότι εγώ είμαι ειλικρινής όταν τους λέω, όχι δεν θα πάρω. Κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια».
 
Η κουβέντα αναπόφευκτα μας οδηγεί στην Κύπρο. Ξαφνικά το βλέμμα του αλλάζει, όπως ένας βράχος που τον αγγίζεις και μαλακώνει. «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο».  Όχι «έχω την Κύπρο στην καρδιά μου». «Η καρδιά μου χτυπά στην Κύπρο». 

Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του, ο ειρμός του λόγου διακόπτεται από ροή της συγκίνησης, έναν βαθύ λυγμό που  θέλει να ξεχειλίσει. Μου ζητά ένα λεπτό για να ηρεμήσει. Ακολουθεί σιωπή. Ξαναρχίζει. «Αυτό που συνέβη στην Κύπρο μου τριβελίζει το μυαλό και την καρδιά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία. Έξι φορές με κάλεσαν να κατέβω στην Κύπρο αλλά όπως σας είπα εγώ δεν ταξιδεύω. Όμως και να ταξίδευα, πάλι δεν θα πήγαινα. Αισθάνομαι πως μόλις δω από κοντά εκείνη τη φοβερή σημαία στον Πενταδάκτυλο θα μείνω στον τόπο».

Μου εκμυστηρεύεται ότι πάντοτε υποστήριζε τον Μακάριο και ως εκ τούτου διαφωνούσε και διαφωνεί με κάποιους Κύπριους φίλους του. Ανακαλεί με κόπο στη μνήμη πρόσωπα και ονόματα Κυπρίων λογοτεχνών κ.ά. που εκτιμά και συνδέεται μαζί τους με μακρούς δεσμούς.

Η φράση-σήμα κατατεθέν του Χριστιανόπουλου «δεν βαριέσαι, δεν χάθηκε κι ο κόσμος», συνδέει τη μεταπήδηση της συζήτησης από το ένα θέμα στο άλλο.

Του λέω πως κάποιοι Ελλαδίτες εμάς τους Κύπριους δεν μας πολυσυμπαθούν. «Είναι επειδή αυτοί δεν έζησαν, δεν βίωσαν και δεν έπαθαν αυτό που εσείς πάθατε! Δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν, άστε τους στην άγνοιά τους!»….

ΒΡΑΔΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΝΤΙΝΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟ

Σε χαιρετώ κύριε Ντίνο

Τον συνάντησα μια φορά όλη κι όλη, εκείνο το βροχερό απόγευμα της 30ης Νοεμβρίου 2014 στο σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές(Εδώ το λιγκ της συνομιλίας που έγινε συνέντευξη:https://frear.gr/?p=7715.)

Προηγήθηκε αλληλογραφία, ιδιαίτερα ζεστή ανκαι πολλοί τον χαρακτήριζαν στρυφνο και δυσκολο. Την κάρτα που μου είχε στείλει, με ορισμένα καλά λόγια, την έχω από τότε στο πορτοφόλι μου ως μέγιστη τιμή, ως ψήγμα αγάπης.
Εκπρόσωπος μιας Ελλάδας εν φανταστική ακμή, περήφανης, ασυμβίβαστης, ακέραιης, αληθινής, αριστοτεχνικα εξωπραγματικής αλλά και ενός σύμπαντος εννοιών δικών του όπως συμβαίνει με τους μεγάλους ποιητές. Ποιούν σύμπαντα, όχι ποιήματα. Αρνείτο πεισματικά να συμβιβαστεί και να ενδώσει με την παρακμή δεκαετιών, αιώνων, να εισέλθει στα αποκρουστικά κυκλώματα, και ειδικά αυτά που λυμαίνονται την πραγματική λογοτεχνία, ανκαι μπορούσε να το κάνει και να ήταν μάλιστα θριαμβευτής. Ήταν όμως φυσει ανυποκριτος, αντισυμβατικος. Έγραψε για τους τσαλακωμενους επειδή ο ποιητής γράφει για εκείνους που δεν έχουν φωνή εκείνους που τους τσαλαπατουν σαν μυρμήγκια, έγραψε για το παραφορο του ομοφυλου έρωτα επειδή δεν είχε κόμπλεξ.

Σκέφτομαι τώρα όλους εκείνους που κατα συρροή έπραξαν και πράττουν ακριβώς αντίθετα από τις αρχές του και που προφανώς ήδη άρχισαν να τον μνημονεύουν...

Τον θυμούμαι ως σπόρο ανθισμένο που επιβιώνει μέσα σε αγκάθια.

"και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος."


Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

ΧΘΕΣ-YESTERDAY TOY W.S.MERWIN

Ο φίλος μου λέει δεν ήμουν καλός γιος

ξέρεις

λέω ναι ξέρω

 

λέει  δεν επισκεπτόμουν πολύ συχνά τους γονείς μου καταλαβαίνεις

και λέω ναι καταλαβαίνω

 

ακόμα κι όταν ζούσαμε στην ίδια πόλη λέει

το πολύ να πήγαινα μια φορά τον μήνα

μπορεί ούτε καν τόσο

 

λέω ναι ναι

 

λέει την τελευταία φορά που πήγα να δω τον πατέρα μου

λέω την τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου

 

λέει την τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου

με ρωτούσε για τη ζωή μου

πώς τα πήγαινα

και μπήκε στο διπλανό δωμάτιο να πάρει κάτι να μου δώσει

 

Α λέω νιώθοντας ξανά το ψύχος στο  χέρι του πατέρα μου

την τελευταία φορά

λέει και ο πατέρας μου γύρισε στην πόρτα και με είδε να κοιτάζω την ώρα

και είπε ξέρεις θα ήθελα να μείνεις να τα πούμε λιγάκι

ναι ναι, λέω

 

όμως αν έχεις κάτι να κάνεις

δεν θέλω να αισθάνεσαι υποχρεωμένος

εξαιτίας μου

 

δεν λέω τίποτα

 

λέει ο πατέρας μου είπε ίσως έχεις κάποια σημαντική δουλειά

ή πρέπει να δεις κάποιον

να μην σε κρατάω

 

κοιτάζω έξω από το παράθυρο

ο φίλος μου είναι μεγαλύτερος από μένα

λέει είπα στον πατέρα μου έτσι είναι

έφυγα και τον άφησα τότε ξέρεις

 

παρόλο που δεν είχα κάπου να πάω

ή κάτι να κάνω.

 

 *******

 Yesterday, W. S. Merwin

by W.S.Merwin*

My friend says I was not a good son
you understand
I say yes I understand

he says I did not go
to see my parents very often you know
and I say yes I know

even when I was living in the same city he says
maybe I would go there once
a month or maybe even less
I say oh yes

he says the last time I went to see my father
I say the last time I saw my father

he says the last time I saw my father
he was asking me about my life
how I was making out and he
went into the next room
to get something to give me

oh I say
feeling again the cold
of my fathers hand the last time
he says and my father turned
in the doorway and saw me
look at my wristwatch and he
said you know I would like you to stay
and talk with me

oh yes I say

but if you are busy he said
I don't want you to feel that you
have to
just because I'm here

I say nothing

he says my father
said maybe
you have important work you are doing
or maybe you should be seeing
somebody I dont want to keep you

I look out the window
my friend is older than I am
he says and I told my father it was so
and I got up and left him then
you know

though there was nowhere I had to go
and nothing I had to do

 

 

*Επίμετρο

 

Ο W.S. Merwin (1927-2019) από το Νew Jersey, γιος πάστορα, θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Αμερικανούς ποιητές του αιώνα μας. Του απονεμήθηκαν όλα σχεδόν τα αμερικανικά βραβεία ποίησης που υπάρχουν, μεταξύ αυτών, δυο φορές το βραβείο Πούλιτζερ, τα χρήματα του οποίου τα διέθεσε για ενίσχυση του αμερικανικού περιβαλλοντικού κινήματος, πεδίο στο οποίο δραστηριοποιήθηκε έντονα τόσο κοινωνικά όσο και λογοτεχνικά.

Έζησε για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη μεταφράζοντας Γάλλους, Ισπανούς κ.α. ποιητές, βγάζοντας τα προς το ζειν, μαζί με την επιμέλεια κειμένων και απαγγελίες ποίησης και χωρίς να επιδιώξει ποτέ να έχει σταθερή δουλειά, αντιμετωπίζοντας κατά διαστήματα οικονομικές δυσχέρειες.  Ακολούθως εγκαταστάθηκε στη Χαβάη, σε ένα απομακρυσμένο δάσος, όπου δημιούργησε μια οικολογική φάρμα με σπάνια είδη φοινικιών τις οποίες ο ίδιος φύτεψε. Η ποίηση έλεγε, πάντα αρχίζει και τελειώνει, με το να τείνεις ευήκοον ους.

 

Μετάφραση-Επίμετρο: Γιώργος Χριστοδουλίδης, Δέσποινα Πυρκεττή