Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ


Στον Ανδρέα Πολυκάρπου*
15.02.2017 - 18:55
Ο αληθινός ποιητής δεν υπάρχει περίπτωση να μην επικοινωνήσει. Ακόμα κι αν δεν είναι ο πιο απλός
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές της Κύπρου και της ευρύτερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιητής που το έργο του μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε σε αρκετές ξένες γλώσσες συμβάλλοντας στην προώθηση του ελληνικού ποιητικού λόγου της ιδιαίτερης πατρίδας μου της Κύπρου.
Είναι ο ποιητής που πλάθει το δικό του λογοτεχνικό σύμπαν χωρίς περιττούς βερμπαλισμούς διατηρώντας ένα ζωντανό παλμό μέσα σε κάθε λέξη που κρύβεται πίσω από τα σημαινόμενα της.
Τα δύσκολα για να γίνουν αντιληπτά σημαινόμενα που αλλοιώνουν ποιητικά το σημαίνον στα μάτια του αναγνώστη που αρέσκεται να βρίσκει την ποιητικότητα πίσω από τις καθημερινές λέξεις του ποιητή.
Ο ποιητικός κόσμος του Χριστοδουλίδη δεν διαρρηγνύεται εύκολα ούτε μπορεί να εισχωρήσει σε αυτόν κάποιος επιδερμικά. Διαβάζοντας τον νιώθεις γύρω σου τα πρόσωπα, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις των ποιημάτων να στέκονται μπροστά σου σε μια σιωπηλή διαλεκτική ικανή να ανυψώσει την τέχνη της ποίησης σε σημαντικά επίπεδα.
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι από τους ποιητές που θα παραμείνουν ζωντανοί στην ελληνική μας γλώσσα εδώ στην άκρη της Μεσογείου…

1. Πως αντιμετωπίζετε την ποίηση: ως μια ταυτότητα ή ως μια ετερότητα μέσα στη σύγχρονη ζωή;
 
 Tα αντιμετωπίζω ωσάν να είναι και τα δυο. Παλιά μπορεί και να ντρεπόταν κανείς να πει ότι γράφει ποιήματα. Κι εγώ ντρεπόμουν να το λέω. Τώρα λόγω της δυνατότητας για άμεση προβολή και δημοσιότητα, λόγω του διαδικτύου, βλέπεις ποιητές παντού, να  κυριαρχούν.  Στην εφήμερη επιφάνεια της ημέρας βέβαια. Οι πραγματικοί ποιητές είναι  συνήθως στο βυθό.
Πρέπει να τους ψάξεις. Ακόμη ντρέπονται κάπου κάπου. Η ποίηση είναι έκθεση ενός εαυτού που ούτε εσύ καλά-  καλά δεν ξέρεις. Κοιτάξτε κύριε Πολυκάρπου, γράφω όχι για να δείξω ποιος είμαι αλλά μάλλον για να επιβεβαιώσω ποιος είμαι. Όσο γράφω, και συνεχίζω να αναγνωρίζω αυτό που είμαι μέσα σε αυτό που γράφω, θα συνεχίσω να γράφω. Αν μια μέρα δω έναν ξένο μέσα στη γραφή μου, τότε θα έχω τελειώσει. Μέσα από αυτή την  ετερότητα, φτάνεις στην ταυτότητα με τον εαυτό σου  και τον κόσμο αργότερα. 
Αν είναι κάτι που σου προσφέρει η ποίηση είναι τη δυνατότητα να διασώσεις  τα καλύτερα και τα πιο γόνιμα εδάφη της ψυχής σου. Φυσικά όταν σκέφτομαι πως όλα αυτά τα λέω επειδή πρέπει να δικαιολογήσω το ότι γράφω, διακρίνω και σε μένα μια επιτήδευση. Οπότε προτιμώ να μιλά η ποίηση μου από μόνη της παρά εγώ γι’ αυτήν. Εξου και οι ελάχιστες συνεντεύξεις που έχω δώσει . Αντίθετα περηφανεύομαι να πω ότι ως δημοσιογράφος αλλά και ως λογοτέχνης, έχω πάρει συνεντεύξεις από σπουδαίους ανθρώπους.

2. Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό;
 
 Ας μην υπερτιμούμε την αξία των λέξεων. Αν προσπαθήσει κανείς να βάλει σε μια σειρά τις πιο όμορφες λέξεις  της γλώσσας μας δεν σημαίνει ότι θα βγει ποίημα. Σημασία έχει να διαγνώσεις ποιες είναι κάθε φορά που γράφεις οι χημικές ενώσεις των λέξεων οι οποίες εξυπηρετούν την θεμελιώδη σου ιδέα. Και για να το διαγνώσεις θα πρέπει να καταλάβεις ένα βασικό πράγμα, ότι η ποίηση είναι πρώτα μέσα στη ζωή  και μετά μέσα στις λέξεις.
Ο λόγος είναι το οξυγόνο μας αλλά η ζωή είναι η πηγή. Ο τρόπος που επιλέγεις και παραθέτεις τις λέξεις μέσα σε ένα ποίημα, απεικονίζει το τι είσαι, την πρόσληψη σου για τη ζωή, τη στάση σου απέναντι στα πράγματα, την ποίηση. Συνεπώς το ποίημα δεν είναι λέξεις. Το ποίημα είσαι εσύ και η ικανότητα σου να συλλάβεις την ουσία. Τη μεγάλη αλήθεια.
Αλλά και πάλι δεν μπορείς να τα εξηγήσεις όλα. Και δεν χρειάζεται. Όσο περισσότερο ένας ποιητής εξηγεί τι είναι η ποίηση, τόσο απομακρύνεται από την ποίηση.
Μπορώ όμως να πω με κάποια σιγουριά πως όσο κανείς κατακτά τα εκφραστικά του μέσα, τόσο δελεάζεται από την προοπτική κάποιου πειραματισμού, ενός είδους αυτόματης γραφής στην ποίηση του, που βεβαίως όσον αφορά εμένα, δεν πρόκειται ποτέ να κυριαρχήσει, αλλά μάλλον λειτουργεί ως στοιχείου παράπλευρο. Δεν μπορούν όλα να είναι λογικά δομημένα, το εξωλογικό στοιχείο είναι πάντα σαγηνευτικό.

3.Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;
 
 Η τέχνη είναι οι πληγές των ανθρώπων, δεν είναι νοσοκόμος για να κλείνει πληγές. Είναι τραύματα.  Ενθύμια φρίκης όπως τα είπε όσο πιο καλά γίνεται ο Καρούζος. Αλλά ναι μέσω αυτής της δραματικής διαδικασίας, με έναν τρόπο μυστήριο καθοδηγεί τα χέρια της ψυχής να ακουμπήσουν στις πληγές και να τις πραΰνουν, όχι να τις κλείσουν.
Οι πληγές ποτέ δεν κλείνουν. Ενσωματώνονται στον χρόνο, στις επόμενες πληγές. Δεν είναι φυσικά ο κάθε πληγωμένος και ποιητής. Ο κάθε ποιητής είναι όμως κατά κάποιον τρόπο ένας πληγωμένος, όμως για να μιλήσει ποιητικά πρέπει να έχει επισυμβεί κάτι πέραν αυτού. Μέσα από τις πληγές του να διεισδύσει σε μια θέαση που θα του επιτρέπει να ψηλαφίσει τις πληγές των άλλων.
Πολλές φορές να πάρει πάνω του αυτές τις πληγές. Να τις ενσαρκώσει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και τότε πραγματώνεται μέσα σε μια ιερή αυτογνωσία. Πώς να σας το πω αλλιώς;  Είναι όπως κάποιος ν’ ανοίγει την πόρτα του σε έναν τσακισμένο. Όχι από φιλανθρωπική αγάπη ή περιέργεια. Από ανάγκη. Διότι ο τσακισμένος έξω από την πόρτα, είναι ο ίδιος ο ποιητής. Ο ποιητής ανοίγει την πόρτα  για να μπει ο εαυτός του.

4. Πιστεύετε ότι ακολουθείτε το δρόμο άλλων ποιητών ή ακολουθείτε μια μοναχική πορεία μέσα στη γραφή σας;
 
 Το να γράφεις ποίηση είναι μια συνήθεια μοναχική. Ο καθένας ακολουθεί τον δρόμο του, έναν δρόμο όμως που άλλοι διάνοιξαν κόβοντας βουνά, περνώντας από συμπληγάδες. Κάποτε αισθάνομαι ότι απλώς προσθέτω μερικούς στίχους σε ένα προαιώνιο ποίημα.  Ας μην γελιόμαστε: Κανείς μας δεν υπάρχει χωρίς τους προηγουμένους.
Η Αναγέννηση ξεκίνησε με την αναβίωση του αρχαίου ρωμαϊκού δράματος το οποίο είχε βασιστεί στο αρχαίο ελληνικό και αυτό συνεχίστηκε για εκατοντάδες χρόνια! Δεν γράφονταν δηλαδή πρωτότυπα έργα μέχρι τα ύστερα χρόνια της Αναγέννησης. Οι προηγούμενοι λοιπόν είναι εδώ, μέσα από την ποίηση τους και μας διδάσκουν, μας εμπνέουν, μας παρακινούν να γράφουμε. Η μεγάλη λογοτεχνία είναι μια μήτρα που γεννοβολά μια άλλη λογοτεχνία.
Το συναρπαστικό όμως είναι η δυνατότητα να συναντάσαι και να διασταυρώνεσαι με τις μοναχικές πορείες των ανθρώπων. Αντιλαμβάνεσαι πως η δική σου μόνωση δεν είναι καθηλωτική του μικρόκοσμου σου αλλά η πραγματική δυνατότητα που έχεις για να επικοινωνήσεις . Ίσως η πιο αυθεντική, αγνή και ουσιαστική δυνατότητα.
Και τότε συμβαίνει. Κάποια ποιήματα σου, τους οδηγούν να σου πουν  «ναι, έτσι είναι, με κάποιον τρόπο το ξέραμε ότι είναι έτσι, και τώρα το βλέπουμε». Δυστυχώς και πρέπει να το πω αυτό, συχνά η ποίηση απαξιώνεται από μια ομάδα ανθρώπων, δεν τολμώ καν να πω ποιητών. Αυτών που αφού τέλειωσαν ή απέτυχαν με τα άλλα, είδαν την ποίηση ως μια ελκυστική προοπτική για αυτοδιακίνηση του ονόματος τους, εξασφάλιση μιας  φήμης. Γράφουν για το σήμερα και περιμένουν ως αντάλλαγμα την άμεση αναγνώριση.
Ταυτόχρονα θεωρούν πως η αναγνώριση μιας άλλης αξιόλογης φωνής αποτελεί δική του αποαναγνώριση (αυτό δυστυχώς συμβαίνει και με παλαιότερους, κορυφαίους ποιητές). Συνιστούν το εφήμερο και το τυχάρπαστο στην ποίηση. Αν όμως το όποιο έργο τους δεν έχει κάτι να πει, όταν οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης και προβολής τελειώσουν, όταν ο ετεροφωτισμός εκλείψει, θα είναι ωσάν να μην υπήρξαν ποιητικά. Ο ποιητής κύριε Πολυκάρπου είναι καταδικασμένος να κριθεί ερήμην του. Δεν γράφει για το σήμερα.
Γράφει επειδή δεν μπορεί αλλιώς, και την ετυμηγορία του χρόνου επί των έργων του  δεν θα την ακούσει, δεν θα τη μάθει ποτέ. Γι’ αυτό και ο Χριστιανόπουλος τάχθηκε εναντίον κάθε βράβευσης, δεν σημαίνει τίποτα. Το μεγαλύτερο βραβείο είναι να συναντήσεις αναπάντεχα ένα ποίημα σου σε κάποια γωνιά του κόσμου.

5. Ποιές εικόνες κρατάτε μέσα σας από τη ζωή σας; Ποιές εικόνες με άλλα λόγια εφορμούν στη γραφή σας;
 
 Πρώτα-  πρώτα την εικόνα των ανύπαρκτων από κυπριακή ποίηση ραφιών των βιβλιοπωλείων, με ορισμένες ελάχιστες εξαιρέσεις. Εξαφανίζουν την ποίηση με την μαεστρία ενός ταχυδακτυλουργού αλλά με παρακινούν να συνεχίσω. Τροφοδοτούμαι επίσης από τις εικόνες της καθημερινότητας.  Ως δημοσιογράφος έχω βιώσει κάποιες ιστορίες, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο τρομαχτικές. Ορισμένες από αυτές αποτέλεσαν αφορμή για κάποια ποιήματα.
Δεν γίνεται αλλιώς, ο ποιητής βράζει στο καζάνι του κόσμου. Ρίξε ένα ποιητή σε κάποιο ερημικό νησί. Αν επιζήσει και συνεχίσει να γράφει το πιο πιθανόν αυτά που θα γράφει δεν θα ενδιαφέρουν κανένα. Κατά την άποψη μου δεν υπάρχει ποίηση χωρίς αλληλεπίδραση. Ο Τούμας Τράνστρομερ , ο σπουδαίος αυτός Σουηδός ποιητής και νομπελίστας, εργάστηκε για χρόνια σε φυλακές ανηλίκων. Χωρίς αυτό το βίωμα η ποίηση θα ήταν λιγότερη, φτωχότερη, το παραδέχτηκε κι ο ίδιος. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να αδιαφορούμε για τα όσα τραγικά συμβαίνουν στην κοινωνία, τη γειτονιά μας, στον κόσμο; Ο ποιητής είναι σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης. Μέσα του διαθλώνται  τα πάντα όχι για να καταγραφούν αλλά για να λυτρωθούν από την πραγματικότητα.
Κοιτάξτε όμως ένα οξύμωρο:
Όταν η πραγματικότητα είναι από μόνη της τρομαχτική, η τέχνη πραΰνει. Και όταν η πραγματικότητα είναι βαρετή, ανούσια, η τέχνη μπορεί  να είναι  και τρομαχτική. Να μας κάνει να συνερχόμαστε από την πραγματικότητα.  Πιστεύω και στην επικοινωνία των τεχνών. Οι τέχνες με τροφοδοτούν. Οι τέχνες είναι σαν μια γεννήτρια που παράγει ακατάπαυστα ηλεκτρικό ρεύμα.
Αυτό το ρεύμα με διαπερνά. Όταν ακούω μουσική, εξευγενίζομαι, όταν διαβάζω άλλους ποιητές, συγκλονίζομαι και κινητοποιούμαι, όταν βλέπω ένα ζωγραφικό πίνακα, όταν παρακολουθώ θέατρο, μια κινηματογραφική ταινία, συμμετέχω στην ενόραση των δημιουργών τους. Ενεργοποιούμαι και βρίσκω ξανά την άκρη του νήματος.  Δεν είναι εύκολο να βρίσκεις κάθε φορά την άκρη του ποιητικού νήματος.

6.Ποια ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο ποιητής διαχρονικά αλλά και στο παρόν που ζούμε;
 
 Εκτιμώ περισσότερο στην αξία των ερωτημάτων παρά των απαντήσεων. Οι καλύτερες απαντήσεις που δίνει η ποίηση είναι μάλλον σε ερωτήματα που νόμιζες ότι δεν υπήρχαν.
Όλες οι άλλες  οι συμβατικές απαντήσεις δίνονται στα σχολεία και δυστυχώς στις πλείστες περιπτώσεις είναι εκτός τόπου και χρόνου. Εννοώ την ανάλυση των ποιημάτων που γίνεται και όχι μόνον. Όσο μαθαίνει κανείς, κανονικά τα ερωτήματα πρέπει να αυξάνονται και οι απαντήσεις να μειώνονται. Αυτό δεν μας έμαθαν οι σπουδαίοι αρχαίοι μας πρόγονοι; 
Όσο όμως ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ κι όχι όσο αποθηκεύεις στερεότυπα και αμφίβολες ερμηνείες που ευνουχίζουν τη δυνατότητα μαθησιακής κρίσης. Τα διαχρονικά θέματα είναι εκείνα που προκαλούν και τις περισσότερες απορίες.
Η τελευταία μου ποιητική συλλογή Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, είναι χωρισμένη σε πέντε ενότητες:
Το παιδί, συμβάντα της ζωής, τα θανατερά, η γυναίκα και η ίδια η ποίηση. Αυτά είναι τα θέματα μου. Και επειδή όλα περίπου έχουν λεχθεί, αυτό που καλείται να κάνει ένας πραγματικός καλλιτέχνης, όποιαν τέχνη κι αν υπηρετεί, είναι τα πει με έναν διαφορετικό τρόπο. Να τα πει με τον δικό του τρόπο. Αυτό προσπάθησα.

7. Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;
 
 Ξέρετε έχουν γραφτεί σπουδαία ποιήματα με τις πιο απλές λέξεις επειδή τις επιστράτευσε και τακτοποίησε μια αληθινή πνοή. Αντίθετα, έχουν γραφτεί τραβηγμένα, αποκρουστικά πράγματα, ακατανόητοι βερμπαλισμοί με τις πιο εξεζητημένες λέξεις. Αυτός είναι ένας λόγος που πολλοί μένουν μακριά από την ποίηση, δεν την καταλαβαίνουν,  δεν τους λέει τίποτα, δεν τους εκφράζει. Κι όταν κάτι είναι ανέλπιδα ακατανόητο, το πετάς.
Ο αληθινός ποιητής δεν υπάρχει περίπτωση να μην επικοινωνήσει. Ακόμα κι αν δεν είναι ο πιο απλός.
Διαβάζω ποιητές με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από μένα, όπως πχ ο Σαχτούρης,  ο Καλοζώης, ο Λεοντζάκος, ο Τζον Ασμπερι κ.α.  τους οποίους κατατάσσω ίσως αυθαίρετα στον υπερρεαλισμό. Η ποίηση τους με ανατάσσει ψυχικά διότι ενώ παραλύουν τη λογική μου,  αφυπνίζουν άλλες ζωογόνες  αισθήσεις μου. Στο τέλος με οδηγούν σε ένα είδος λατρείας. 
Δεν υπάρχει ποίηση χωρίς λατρεία. Με τον καιρό βέβαια έρχεται και η εμπειρική γνώση. Μαθαίνεις την οικονομία των λέξεων και φτάνεις στο σημείο να λες λιγότερα και να περικλείεις περισσότερα. Μαθαίνεις την πρόσθεση που μπορεί να σου χαρίσει η αφαίρεση.

8. Είναι η ποίηση το καταφύγιο του ανθρώπου;
 
 «Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε», έγραψε ο Καρυωτάκης ίσως επειδή σφόδρα επιθυμούσε κάτι άλλο από εκείνο που του έτυχε να είναι. Όπως μου είπε κάποτε σε μια συνέντευξη ο Μαρτίνος Τυρίμος, «ακούω κραδασμούς από το σύμπαν και δημιουργώ, δεν έχω επιλογή». Δεν έχουμε  λοιπόν επιλογή πέραν από αυτό το  πολύ επισφαλές καταφύγιο. Διότι τι είναι η ποίηση πέραν από ένα  καταφύγιο βρεγμένων και καταπονημένων.
Και με πραγματικούς όρους αυτό συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Ποιοι καταφεύγουν σε καταφύγια; Οι πρόσφυγες, οι κακοποιημένοι, οι λεηλατημένοι. Συνεπώς και η αναζήτηση θεματογραφίας στην ποίηση μου περιέχει πολλή  από αυτήν την οδύνη και την αβεβαιότητα.
Αβεβαιότητα που επεκτείνεται και στο ποιητικό αποτέλεσμα. Σταδιακά όμως αποδέχτηκα ότι στην ποιητική γραφή δεν είναι απαραίτητο να συνειδητοποιείς τι γράφεις, την ώρα που το γράφεις. Αρκεί η αίσθηση κάποιας βαθύτερης ανασκαφής, η αίσθηση της σύλληψης του σωστού κραδασμού. Πιο απαραίτητη είναι η βεβαιότητα πως κάποτε εκείνοι που θα το διαβάσουν, θα συνειδητοποιήσουν αυτό που έκανες.

9. Μπορεί ο κόσμος να ζήσει ποιητικά;
 
Θα ήταν μάλλον ανυπόφορα πληκτικό ή ακόμα και καταστροφικό. Ο κόσμος στην καθημερινότητα του είναι μια έκφανση  αντιποιητική γιατί παλεύει να επιβιώσει.  Με όρους ζούγκλας όλο και πιο συχνά. Ας ζήσει τουλάχιστον αξιοπρεπώς ο κόσμος, ας τον αφήσουν να ζήσει, ας τον αφήσουν να απελευθερώσει τις δυνάμεις του, να πραγματώσει τα όνειρα του, να μην τον στραγγαλίζουν τον κόσμο και τότε θα έχουμε όλο και λιγότερα παιδιά να πεθαίνουν από πείνα ή να πνίγονται, λιγότερη δυστυχία και ανέχεια.
Επιλέγω μια δικαιότερη κοινωνία  κι ας μην ανθεί η ποίηση παρά μια κοινωνία καταφρονεμένων όπου η ποίηση θα καταγράφει σπουδαίες ελεγείες.
Η ποίηση είναι για να υπενθυμίζει τη βαθύτερη υπόσταση του ξεχασμένου θαύματος. Του έρωτα με την ευρύτερη έννοια. Του έρωτα για τη ζωή, για έναν άνθρωπο, για μια τέχνη, για μια επανάσταση, για την αλήθεια μιας κουρελιασμένης θύμησης.
Οι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι οι ευλογημένοι άνθρωποι. Η ποίηση υπενθυμίζει λοιπόν ότι το θαύμα υπάρχει αλλά πρέπει να αναγεννηθεί και να αναρτηθεί στις πιο ψηλές κορυφές της ύπαρξης. Ο ποιητής είναι ο αχθοφόρος αυτού του οράματος. Το μαζεύει από τις στάχτες. Αυτή η αχθοφορία προϋποθέτει  μια αιρετικότητα, μια ανατρεπτικότητα, μια τόλμη, μια απείθεια. Δεν γίνεται να είσαι συστημικός και να μετά να το παίζεις ποιητής.
Να εμπνεύσεις ή να εμπνευστείς με τι; Προϋποθέτει και μια άσκηση στη σιωπή. Αυτά δεν διδάσκονται. Αποκτούνται μέσα από βιώματα γι’ αυτό η ποιητική ωρίμανση πολύ συχνά σηματοδοτείται από μια στροφή προς τη βιωματική ποίηση. Μέσα από διαψεύσεις , επαναδιαψεύσεις, πτώσεις, μέσα από συντρίμματα, βρίσκεις ένα δρόμο. Πέφτεις, μαζεύεις τα συντρίμμια σου, τα επανακολλάς και προχωράς. Ο άνθρωπος είναι εκατό κομμάτια που μοιάζουν ένα και αυτό ο ποιητής το ξέρει καλά.
*Ο Αντρέας Πολυκάρπου  είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού. Επιστημονικά άρθρα του δημοσιεύτηκαν σε Ελλάδα και Κύπρο. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές στην Κύπρο και το 2013 εξέδωσε την τρίτη του ποιητική συλλογή «Απρόσωπα Φαγιούμ», στις εκδόσεις Άπαρσις στην Αθήνα, η οποία επανεκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεςι Vakxikon.gr. Το 2014 εκδόθηκε το θεατρικό του έργο «Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση» από τις εκδόσεις Vakxikon.gr στην Αθήνα το οποίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα Αγγλικά. Ποιήματα του δημοσιεύτηκαν σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράστηκαν στα αγγλικά. Το 2008 και το 2010 βραβεύτηκε από τη European Commission για δημοσιογραφικές του έρευνες και εκπροσώπησε τη χώρα του σε Σλοβενία και Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. 
(Δημοσιεύτηκε στην OFFSITE 15.02.2017 - 18:55)

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

Οι ποιητές(από αριστερά) Γιώργος Καλοζώης, Παναγιώτης Νικολαίδης, Μιχάλης Παπαδόπουλος και Γιώργος Χριστοδουλίδης, διαβάζουν εκδομένα και ανέκδοτα ποιήματα τους για την παγκόσμια ημέρα ποίησης, Υφαντουργείο,20.03.2019,Παλιά Λευκωσία, και επιβεβαιώνουν ότι κάθε φορά για να γράψεις ένα καινούργιο ποίημα, θα πρέπει να έχεις ξεχάσει, πώς γράφεται η ποίηση


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ

Ερ. Ο τόπος των ποιητών είναι πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πως επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;


Απ. Πατρίδα πιστεύω είναι γενικά κάτι αόριστο που γίνεται συγκεκριμένο όταν κινδυνεύει. Η γενιά μου μεγάλωσε μέσα και παραδίπλα σε αυτόν τον κίνδυνο, άρα για μένα η έννοια της πατρίδας αποκρυσταλλώθηκε νωρίς. Ήμουν εξίμισι χρονών όταν έγινε το πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1974 και εξίμισι συν πέντε μέρες όταν έγινε η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974. Μπολιάστηκα με αυτόν τον κίνδυνο, αυτός ο κίνδυνος πέρασε στο ανοσοποιητικό μου σύστημα και στο αίμα μου.  Θυμάμαι τους πραξικοπηματίες να αναζητούν τον παππού και τον πατέρα μου να τους εκτελέσουν επειδή ήταν αριστεροί και τη γιαγιά μου να τους διώχνει άοπλη με τη φωνή της και τα τεράστια χέρια της. Θυμάμαι ένα αυτόματο όπλο τυλιγμένο σε άσπρο σεντόνι που έφερε ο πατέρας μου κατεβαίνοντας από τον Πενταδάκτυλο όπου είχε πολεμήσει τον Αττίλα. Από τότε η έννοια του λευκού μέσα μου έχασε την αθωότητα και την αγνότητα της. Όλα αυτά συνέβησαν με μάλλον βίαιο, στη νεαρή ζωή μου, τρόπο και αποτέλεσαν την “πατρίδα” μου στο χώρο, το χρόνο, αποτέλεσαν την παιδική ηλικία και την ανθρωπογεωγραφία μου. Θαρρώ με προκαθόρισαν και διαμόρφωσαν τη συνείδηση μου, όμως για κάποιο λόγο δεν “επέδραμαν”  και δεν “λεηλάτησαν” το σπίτι που χτίζω στην ποίηση. Οι στίχοι μου που αναφέρονται ευθέως στα γεγονότα είναι λίγοι. Η ποίηση μου δοκιμάζει να συνθέσει μια ελεγεία, ένα θρηνητικό τραγούδι για όσα ωραία δεν έγιναν στον τόπο μου και λιγότερο, για όσα φρικτά διαπράχθηκαν σε εθνικό, αργότερα σε άλλα πεδία, επίπεδο. Αισθάνομαι πιο οικείος με τα μη συντελεσθέντα και τραγουδώντας τα, είναι σαν να τα βλέπω να συμβαίνουν.



Ερ.Σκέψεις και στίχοι σας για την Κύπρο μέσα στον κόσμο σήμερα.


Απ. Η Κύπρος στροβιλίζεται μένοντας μόνο υποθετικά ακίνητη.  Έχω ταξιδέψει στον κόσμο, όμως δεν έχω δει ποτέ τις ακτές της Κερύνειας, της Καρπασίας, το τρένο της μνήμης μου συρίζει κάνοντας στάσεις σε φανταστικούς σταθμούς και αναχωρώντας, έχοντας άδεια βαγόνια. Οι φωτογραφίες των αγνοουμένων βγαίνουν από τα κάδρα και τα κάδρα στελεχώνονται με εκείνους που μέχρι πριν από λίγο αναζητούσαν τους αγνοουμένους. Τις φωτογραφίες τις κρατούν τώρα οι αγνοούμενοι και τις περιφέρουν σε μεταφυσικές διαδρομές. 
Συχνά νιώθω χαμένος στην περιδίνηση μιας τρέλας γεννημένης από τον πανικό της ισόβιας αναμονής για κάτι που ξέρω ότι θα μπορούσε να υπάρξει. Με την έμφυτη ντροπαλότητα του αποφασιστικού ανθρώπου, αναζητώ και επιχειρώ να υμνήσω το ωραίο και το δίκαιο όμως οι σιωπές μέσα μου εξακολουθούν να μεγαλώνουν. Και θέλω η ποίηση μου να είσαι αρκούντως τρομακτική ώστε να κάνει τους ανθρώπους να συνέρχονται από την πραγματικότητα. Αναγνωρίζοντας ότι η κάθε γενιά ίσως προλάβει δεν προλάβει  μία φορά να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη, προσδοκώ, αν ευλογηθώ με αυτό το προνόμιο, να δω τους φόβους της δικής μου γενιάς να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο και τις οδύνες της να πραΰνονται και να ελαφραίνουν. Ζούμε σ’ ένα νησί το οποίο λες και δημιουργήθηκε όταν ο μετρ ,ας πούμε, του φυσήματος, από τα σπάργανα της ιστορίας, φύσηξε δυνατά μια κατάρα και ύστερα έκλεισε το στόμα, κι από τότε το νησί αποκομμένο από τη ρίζα του, περιπλανιέται μελαγχολικά ως απολεσθέντας γεωγραφικός χώρος, στις άδηλες συντεταγμένες του χρόνου.
Όταν το λευκό ξαναπάρει τη μορφή της αγνότητας, ελπίζω πως τότε θα δω για πρώτη φορά το νησί μου να επιστρέφει στον τόπο του.

Συνέντευξη του Γιώργου Χριστοδουλίδη στο "Γραφείο Ποιήσεως" 19/2/2019 

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ: ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΡΠΕΤΙΚΟ

 ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΠΕΖΟΛΟΓΙΚΑ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΓΧΩΔΗ, ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΩΔΟΥΣ. ΕΠΙΣΗΣ, Η ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΥΡΥΝΕΤΑΙ: ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΔΩΣΩ ΜΟΡΦΗ ΣΤΟ ΕΠΙΦΟΒΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΟΣΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΑΠΥΘΜΕΝΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΨΥΧΙΣΜΟΥ


Η ποίηση του Ελληνισμού τον 20όν αιώνα είναι πραγματικά ανεπανάληπτη. Είναι σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να χύθηκαν πάνω στη Γη τόνοι εξαιρετικών ποιημάτων. Το ερώτημα είναι αν θα συμβεί το ίδιο στον 21ον αιώνα.

«Έτυχε να ξαναδιαβάσω για κάποιο λόγο και τις οκτώ ποιητικές συλλογές μου. Το ύφος και τα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα παραμένουν τα ίδια, όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα σε έναν άνθρωπο που δεν αλλάζουν. Τα τελευταία ποιήματά μου είναι πιο πεζολογικά, περισσότερο αγχώδη, στα όρια του τερατώδους»... Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε τη συνομιλία μας ο ποιητής Γιώργος Καλοζώης, «εισάγοντας», κατά κάποιον τρόπο, στο «κλίμα» του ένατου ποιητικού βιβλίου του, υπό έκδοσιν (ξανά) από τις εκδόσεις «Φαρφουλάς».

Ένας ποιητής που δεν χωρεί σε σχήματα και κατηγοριοποιήσεις, ούτε εκπροσωπεί «κινήματα» και γενιές -πόσω μάλλον… εκπροσωπείται από αυτά- εκφράζοντας, σχεδόν κατ’ απόλυτο τρόπο, το ρηθέν υπό του Νίκου Καρούζου: «Τίποτ' άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω. Τη χαρά μου μονάχα και μονάχα τη θλίψη μου»... Απαράβατος κανόνας της διανοητικής και πνευματικής εντιμότητας, που στις επιτεύξεις μιας υψηλής ποίησης του αβυθομέτρητου, όπως του Καλοζώη, γίνεται λόγος ακεραιότητας, δυσθεώρητος για τους πήχεις των Καιρών.

                                                                    ----------------

Έχετε εκδώσει, μέχρι στιγμής, οκτώ ποιητικές συλλογές και τώρα, έπειτα από έξι χρόνια… εκδοτικής αργίας, βρίσκεστε ενόψει της έκδοσης του όγδοου βιβλίου σας. Θεωρείτε ότι αυτό προεκτείνει τη διαμόρφωση του ποιητικού σας τοπίου όπως το γνωρίσαμε μέχρι σήμερα ή εκβάλλει σε διαφορετικές «τοπιογραφικές» αναζητήσεις;

Έτυχε να ξαναδιαβάσω για κάποιο λόγο και τις οκτώ ποιητικές συλλογές μου. Το ύφος και τα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα παραμένουν τα ίδια, όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα σε έναν άνθρωπο που δεν αλλάζουν. Τα τελευταία ποιήματά μου ε
ίναι πιο πεζολογικά, περισσότερο αγχώδη, στα όρια του τερατώδους.
Επίσης, η θεματική διευρύνεται: Προσπαθώ να δώσω μορφή στο επίφοβο και το αποκρουστικό κατεβαίνοντας όσο γίνεται βαθύτερα στο απύθμενο πηγάδι του ψυχισμού. Να ξέρετε πως, όσο μεγαλύτερη η καταβύθιση, τόσο πιο εργώδης αλλά και χρονοβόρα είναι η ανάβαση πίσω στο φυσικό φως.

Η εποχή επαναδιατυπώνει, ενδεχομένως με δραματικότερο τρόπο -αν αναλογιστεί κανείς τι προηγήθηκε στον προηγούμενο αιώνα- το προκλητικό ερώτημα του Χαίλντερλιν, ‘‘Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;’’. Έχει η ποίηση, λοιπόν, κάποιον ρόλο να διαδραματίσει σήμερα, ποιον και για ποιον; Και ειδικά σ’ έναν τόπο, όπως η Κύπρος, που δεν φαντάζει, απλώς, μικρόψυχος, αλλά δείχνει πως χάνει, σιγά-σιγά, και την ίδια την ψυχή του;

Πάντα οι καιροί είναι μικρόψυχοι. Μόνον ο αφελής ή ο ανιστόρητος εξιδανικεύει το παρελθόν. Ακόμα κι εκεί που φαίνεται πως οι διαμάχες έχουν κοπάσει, π.χ. στην Ενωμένη Ευρώπη, συνεχίζεται αδυσώπητα ο πόλεμος ο οικονομικός. Τα ισχυρότερα κράτη θα καταπιέζουν πάντα τα ασθενέστερα, όπως το είπε διορατικά πριν από τόσους αιώνες ο Θουκυδίδης. Κι επειδή τα κράτη αποτελούνται από άτομα, και αυτά με τη σειρά τους θα κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβληθούν στα υπόλοιπα. Οι καλές τέχνες, η λογοτεχνία, η θρησκεία προσπαθούν να εξανθρωπίσουν τον άνθρωπο. Το πετυχαίνουν σε ένα μικρό βαθμό. Ο άνθρωπος είναι σε ένα μεγάλο βαθμό ερπετό.
Να αναμένουμε, λοιπόν, συμπεριφορές φιδιού ή κροκόδειλου και, όταν δεν τις συναντούμε, να εκπλησσόμαστε ευχάριστα. Με ρωτάτε αν η Κύπρος χάνει την ψυχή της. Η Κύπρος είχε παλιά την ψυχή μιας υπανάπτυκτης χώρας, της οποίας το φολκλόρ ως αποικίας άρεσε τόσο σε ξένους αλλά και σε κάποιους Ελλαδίτες. Μπορεί να μην υπήρχαν τόσο οξυμμένες οι παθογένειες του σήμερα, αλλά δεν ήταν ποτέ ο τόπος μου αγγελικά πλασμένος. Απλώς, το κακό ήταν καλά καμουφλαρισμένο, αλλά και ποτέ ανενεργό.

Ερπετικός ο άνθρωπος

Τι είναι, κυρίως, εκείνο που σας φοβίζει, αλλά και εκείνο που σας ενθαρρύνει μέσα στην ακαταστασία της εποχής μας;

Οι ζωντανοί φοβούνται πολλά, οι πεθαμένοι τίποτα. Ο φόβος είναι ένα κομμάτι της ζωής κι αντιμετωπίζεται πιο εύκολα, όταν μοιράζεται με πολλούς ως λόγος προφορικός και γραπτός. Ο προφορικός λόγος είναι πιο δραστικός, πιο αποτελεσματικός, αλλά ζούμε στον πολιτισμό του γραπτού λόγου. Ο γραπτός λόγος απομονώνει τον άνθρωπο, τον κλείνει μέσα στο καβούκι του, ενώ ο προφορικός λόγος είναι πιο παρηγορητικός, γι’ αυτό επιβιώνουν τόσους αιώνες μετά, οι πνευματικοί αλλά και οι ψυχαναλυτές. Θα ήταν ψέμα και έπαρση να πω πως δεν με φοβίζει αυτή η εποχή. Με φοβίζει αυτή η συνεχής ισότητα προς τα κάτω.
Μπορεί, όμως, στο μέλλον οι άνθρωποι να λένε πως η εποχή μας ήταν πολύ καλή σε σχέση με τη δική τους, αλλά αυτό δεν είναι τόσο παρήγορο για όποιον ζει σήμερα. Με φοβίζει και μ’ ενοχλεί ότι ο άνθρωπος έχει απαντήσεις για τα πάντα. Με φοβίζουν οι άνθρωποι που δεν ρωτούν, που δεν έχουν σοβαρά ερωτήματα. Με φοβίζουν οι άνθρωποι οι σπουδαιοφανείς, οι κομπορρήμονες, οι πλαστικοί άνθρωποι. Με φοβίζουν, γιατί είναι οι κυρίαρχοι άνθρωποι και έτσι πρέπει να είναι, για να επαληθεύεται η ρήση για το ανθρώπινο είδος ως ερπετικό.

Ποιότητα σε… ελεύθερη πτώση

Στην εποχή μας φαίνεται να κυριαρχεί ένας πληθωρισμός του ποιητικού λόγου σ' ένα τοπίο, ωστόσο, ατροφίας των κριτηρίων πρόσληψης, διάκρισης και αποτίμησης του λογοτεχνικού έργου. Πώς μπορεί, ο αναγνώστης, να καταφέρει να αγρεύσει το ουσιώδες, χωρίς να προσκρούσει στις συντριπτικές ξέρες της ρηχότητας;

Συμφωνώ απόλυτα πως υπάρχει ένας απίστευτος πληθωρισμός. Αναρωτηθήκατε, αν έχετε σκεφτεί κάτι που δεν υπάρχει; Αυτό θα πει πληθωρισμός. Πληθωρισμός καταστημάτων, ρούχων, υπηρεσιών, λογιστών, καφενείων, κομμωτηρίων, πτυχίων κ.λπ. Τα πάντα σχεδόν αγοράζονται και πωλούνται. Είναι το οικονομικό μας σύστημα τέτοιο που βασίζεται πάνω στην υπερπαραγωγή. Γιατί, λοιπόν, να μην υπάρχει και πληθωρισμός βιβλίων; Η αλήθεια είναι ότι ο πληθωρισμός ρίχνει την ποιότητα πάντα σε όλα τα πράγματα.
Έτσι και με τα βιβλία, η ποιότητα θα πάψει κάποια στιγμή να υπάρχει. Δεν θα είναι πια το ζητούμενο. Όσον αφορά τους βιβλιοκριτικούς, κι αυτοί θα εξαφανιστούν, αφού θα πάψει να υπάρχει η διάκριση αριστούργημα, πολύ καλό, καλό, μέτριο κ.λπ. Θα συμβεί μ’ αυτούς ό,τι με τους λιθοξόους ή τους καλαμοπλέκτες. Και κάποιοι αυτό θα το αποκαλέσουν κατάντια και κάποιοι άλλοι δικαιοσύνη.

Ποίηση των… δημόσιων σχέσεων

Ο Νίκος Καρούζος έλεγε ότι «η Ελλάδα κρέμεται από μερικές λέξεις…». Προφανώς είναι στον καθένα, ιδία στους ποιητές, να τις «βρει», να τις «ξορκίσει» και να τις αρθρώσει. Για εσάς, ποιες είναι αυτές οι λέξεις;

Ο Καρούζος ήταν χαρισματικός ποιητής και προβληματικός άνθρωπος. Είπε πολλά και σωστά. Προσωπικά, δεν είμαι μάλλον ποιητής της λέξης ή του στίχου, αλλά του ποιήματος. Η ποίηση του Ελληνισμού τον 20όν αιώνα είναι πραγματικά ανεπανάληπτη. Είναι σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να χύθηκαν πάνω στη Γη τόνοι εξαιρετικών ποιημάτων. Το ερώτημα είναι αν θα συμβεί το ίδιο στον 21ον αιώνα. Θα το αντιληφθούμε ή θα παραμείνουμε στην αβελτηρία του θηλαστικού ζώου; Γιατί το ρωτώ; Επειδή σήμερα καλός ποιητής είναι όποιος είναι δεξιοτέχνης στις δημόσιες σχέσεις. Με οροφή το 10, τα 9/10 είναι, πια, κοινωνικές δεξιότητες. Φανταστείτε μία μεγάλη αποθήκη με κάρβουνο. Διαβεβαιώνετε τον κόσμο ότι κάπου εκεί μέσα κρύβεται ένα διαμαντάκι. Ποιος έχει το κουράγιο ή τον χρόνο να ψάξει και να το βρει; Σας διαβεβαιώνω κανένας ή σχεδόν κανένας.

Θεωρείτε ότι ένα έργο τέχνης, ηθελημένα «στρατευμένο» ή ηθελημένα «αστράτευτο», είναι ipso facto, πολιτικό;
Πολλοί απαντούν καταφατικά, όταν τους ρωτάς αν τα πάντα περιέχονται μέσα στη σφαίρα του πολιτικού. Κατ' αρχήν αυτό είναι σωστό. Το ερώτημα μοιάζει με ένα άλλο - ρητορικό - κατά πόσον ανήκουμε στην εποχή μας. Είναι το αντίθετο του πολιτικού το ιδιωτικό; Ο τρόπος με τον οποίο μιλάς και γράφεις, όλα τα παραγλωσσικά και εξωγλωσσικά γνωρίσματα επιβάλλονται στον άνθρωπο αυτόματα. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό οι άλλοι. Ούτε αυτοί μπορούν χωρίς εμάς, ούτε εμείς χωρίς αυτούς. Το πολιτικό δεν είναι μόνον το πολίτευμα, οι πολιτειακοί άρχοντες, οι πολίτες, αλλά ό,τι διαχέεται μέσα στην κοινωνία ως αξίες, ως κουλτούρα.
Για παράδειγμα, τα βραβεία που δίνουμε στους ποιητές κάθε χρόνο είναι πολιτικά βραβεία. Η έννοια της αριστείας είναι πολιτική κατάκτηση. Ο τρόπος με τον οποίο φιλάς, οι χειραψίες, η καλημέρα, το καλωσόρισμα είναι εκφάνσεις της πολιτικής μας ιδιότητας. Ξαναρωτώ: είναι το αντίθετο του πολιτικού το ιδιωτικό; Όχι, το αντίθετο του πολιτικού είναι η βαρβαρότητα, ο κατά μόνας ζων που έλεγε ο Αριστοτέλης.

Μάθαμε να ζούμε με την ασχήμια

Γίνεται καθημερινά λόγος για πνευματικό έλλειμμα, έλλειμμα παιδείας, έλλειμμα πολιτισμού κ.λπ. Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, σε έλλειμμα πνευματικής ηγεσίας, έλλειψη οράματος ή στη μη ύπαρξη αποτελεσματικών δομών μετάδοσης και αξιοποίησης της κουλτούρας;

Εξακολουθούμε να κάνουμε το λάθος να συγκρίνουμε το παρόν με το παρελθόν και να προκρίνουμε το παρελθόν. Ναι, υπάρχει πνευματικό έλλειμμα, αλλά γιατί να μην υπάρχει; Ο άνθρωπος εκ φύσεως δεν έχει ως προτεραιότητα το πνεύμα, αλλά άλλα πράγματα. Σκεφτείτε την περίφημη κλίμακα του Μάσλοου. Ο άνθρωπος θέλει πρώτα να φάει, να πιει και να στεγαστεί και μετά όλα τα υπόλοιπα. Λένε όλοι ότι ο άνθρωπος, για παράδειγμα, έχει και αισθητικές ανάγκες, του αρέσει το ωραίο. Αλλά ποιο είναι το ωραίο και ποιο είναι το άσχημο; Είμαι βαθύτατα σκεπτικιστής.
Η Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία θεωρήθηκε, όταν κτίστηκε, σε σύγκριση με την παλιά, ένα έκτρωμα. Τώρα, κανείς δεν λέει τίποτα. Όσοι γεννιούνται και βρίσκουν το άσχημο, δεν το αναγνωρίζουν ως τέτοιο. Ο πύργος του Άιφελ, όταν υψώθηκε, θεωρήθηκε από κάποιους η απόλυτη ασχήμια· σήμερα όχι. Μάθαμε να ζούμε με την ασχήμια. Αν ήμασταν εξωγήινοι και περπατούσαμε για πρώτη φορά πάνω στη Γη, μπορεί να μας φαινόταν και η φύση (οι θάλασσες, τα βουνά, τα δάση, οι ποταμοί) πάρα πολύ άσχημη.

Συνέντευξη στον ποιητή-δημοσιογράφο Μιχάλη Παπαδόπουλο, Σημερινή 10/2/2019

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής  
"Η ΣΦΑΓΉ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ”  
στις 6/2/2019 στο ΓΚΑΡΑΖ
Λευκωσία

 

 του Γιώργου Χριστοδουλίδη

H Aυγή Λίλλη συγκαταλέγεται στη νεότερη ποιητική γενιά, την πρωινή γενιά που ανατέλλει πάνω από το ποιητικό τοπίο της πατρίδας μας.

Η Σφαγή του Αιώνα, εκδόσεις ΘΡΑΚΑ είναι μόλις η δεύτερη της ποιητική συλλογή, δείγμα ίσως του ότι δεν βιάζεται και δεν κατατρύχεται από το άγχος των συνεχόμενων εκδόσεων. Η πρώτη της συλλογή, Πρόχειρες σημειώσεις πάνω σ’ ένα σωσίβιο, εκδόσεις Αρμίδα, εκδόθηκε πριν από οκτώ ολόκληρα χρόνια, είναι πιο ογκώδης, με ανομοιογενή σε έκταση ποιήματα και χωρισμένη σε εννέα κεφάλαια, τα οποία τιτλοφορούνται θεματολογικά, όπως “Θάνατος”, “έρωτας”, “φθορά”, “μνήμη” κ.α.

Η παρούσα συλλογή αποτελείται από 29 αυτόνομα ποιήματα, τα οποία ενώ αυτή τη φορά δεν έχουν θεματικούς διαχωρισμούς, ουσιαστικά πραγματεύονται παρόμοια ή ίδια με την προηγούμενη, ζητήματα.

Διατρέχοντας ωστόσο και τις δυο συλλογές της Αυγής, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι Στη Σφαγή του Αιώνα, η ποιήτρια επιλέγει να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη ακολουθώντας έναν διαφορετικό δρόμο, τον δρόμο της αυτοαναφορικότητας. Κοινοποιεί την παρουσία και στάση της, προτάσσοντας θαρραλέα το ποιητικό της “εγώ” απέναντι σε χαμένες μάχες, όπως η ίδια δηλώνει, μάχες ενίοτε εξουθενωτικές, με τον χρόνο, τον θάνατο, τη μνήμη και εν τέλει με την ίδια την ύπαρξη, σε έναν αιώνα που συμπυκνώνει ως σώμα τη φθορά του ανθρώπινου “είναι” και ίσως γι’ αυτό θα πρέπει να υποστεί την ιεροτελεστία της σφαγής του .
 
Ακολουθώντας τις επιταγές του ανήσυχου ποιητικού της υποσυνείδητου, που μοιάζει να κραδαίνει στο χέρι του ένα ματωμένο μαχαίρι, έτοιμο να το μπήξει σε σώματα, ποιήματα και άλλες συναφείς και συνάμα άτυχες μάζες και έννοιες, η ποιήτρια σκηνοθετεί ένα αντιποιητικό σκηνικό το οποίο είναι σκηνογραφημένο με τη βαναυσότητα ενός προσωπικού πολέμου, μιας αιματηρής δοκιμασίας κατά την οποία οι εσωτερικοί και εξωτερικοί ακρωτηριασμοί αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό:

Θα πετσοκόψω μέσα μου κάτι λέξεις”

τα μέλη αιμορραγούν»

ο πόθος πολτοποιείται”
  

Και ενώ η μάχη υποτίθεται ότι είναι χαμένη, καθώς αντίπαλος είναι τα ανυπέρβλητα, που ρυθμίζουν και καθορίζουν την ανθρώπινη μοίρα, στις καλύτερες στιγμές της συλλογής, η ποιήτρια επιβεβαιώνει ότι κάποιοι αγώνες αξίζει να δίνονται επειδή η πραγματική ήττα, θα ήταν να μην δοθούν.
Δίνονται, επειδή στην αντίθετη περίπτωση, θα ισοδυναμούσαν με την απώλεια μιας ανεπανάληπτης πορείας μέσα από τους κοχλάζοντες πυρήνες της ποίησης, βασανιστικών ανασκαφών στις μυστικές σπηλιές της ύπαρξης, της αυτογνωσίας που παρέχεται ως αποζημίωση για τις επανειλημμένες αποτυχημένες απόπειρες, την απώλεια της ανάβασης στο βουνό της ποιητικής πραγμάτωσης, ένα βουνό που όσο πλησιάζεις στην κορφή του, αυτό ψηλώνει, αλλά εσύ είσαι αρκούντως αποφασιστικός και ανέκκλητα ταγμένος στο σκοπό σου ώστε να μην εγκαταλείψεις την ανάβαση.

Η ποίηση της Αυγής συμφύρει τις αντηχήσεις μιας ανελέητης εσωτερικής κραυγής. Συνομιλεί κυρίως με τον εαυτό της, αλλά επιτυγχάνει σε καίρια σημεία να κατευθύνει τα ηχοκύματα της σε συναισθαντικούς αποδέκτες, να γίνει συνυπαρξιακή, να ρέει και να εξελίσσεται. Δεν διστάζει να επιχειρεί τραυματικές βυθίσεις και αναβυθίσεις, ακροβατικές ισορροπήσεις πάνω σε επιφάνειες στήριξης που περιορίζονται στο ελάχιστο και σε μεταφυσικά ακραίες καταστάσεις, στον βιότοπο κυρίως της υποσυνείδητης μνήμης. Η ποίηση της Αυγής δίνει την μάχη και δεν βγαίνει χαμένη.

Οδηγεί τον αναγνώστη στο να αναζητήσει τα σημεία εναύσματος και απόληξης προ και μετά των στίχων, ώστε να προλειάνει το έδαφος της κατανόησης για τα όσα η ποιήτρια, μέσα από παραληρηματικό οίστρο, κραυγάζει ή με περισσή επιμέλεια διατηρεί ανεπούλωτα.

Πρόκειται για ένα είδος κύησης, αντιθετικά τοποθετημένης στην έννοια της γέννησης, της εμβρυακής σύλληψης, κύησης που γεννά οντολογικά σύμβολα τα οποία πρέπει να σφαγιαστούν για να ξαναγεννηθούν διαφορετικά. Και συντελείται αυτό στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, που όμως είναι συστατικά συνυφασμένη με τη φωτεινή.

Κουβάρι
Aν δεν το γεννήσω,
θα πεθάνω.
Εν τω σπηλαίω της μήτρας μου
άγνωστο έμβρυο
με μύρο και στάχτη κυείται,
σαν άστρο συσπάται και
τα μεσάνυχτα τίκτεται
όμορφο μικρό κουβάρι
με καρφίτσες
το σώμα κεντάει,
στο πάτωμα στάζω σαν αίμα πετάγομαι
στο ταβάνι και στη λάμπα γερά
με καρφώνω:
Ρίγος, άλγος, σκοτωμός.


Η γεύση που αφήνουν τα 29 ποιήματα της συλλογής, καταδεικνύει μια πιο ώριμη δουλειά σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή. Ο εσωτερικός ρυθμός των ποιημάτων κατορθώνεται και η επίγευση που αφήνει η ανάγνωση της Σφαγής του Αιώνα πιστοποιεί την ύπαρξη μιας υπό διαμόρφωση ποιητικής ταυτότητας, που όμως φέρει ήδη συνεκτικά στοιχεία διάρθρωσης, και διαθέτει το βασικό ζητούμενο της αυθεντικότητας ώστε ευκρινώς να εκφράζει τα φωνήεντα των αγωνιωδών εκπομπών της ποιήτριας και τα σύμφωνα των σπαρακτικών της επικλήσεων, μέσα από μια οριακή καταγραφή της βίωσης.

Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κορυφώσεις και οι πυκνώσεις που οικοδομούνται και, σε αρκετές περιπτώσεις, ολοκληρώνονται ικανοποιητικά, αντλούν περισσότερη ενέργεια και πρώτη ύλη από την επιδερμίδα λέξεων – στίχων και λιγότερο από τον υποδόριο τους ιστό, εντός του οποίου οι διεργασίες είναι πιο μυστικές και περίπλοκες.

Η ποιήτρια προσεγγίζει κατά βάση την ποιητική διαδικασία με μια αυτό- λυτρωτική διάθεση, διατηρώντας σχεδόν αδιατάρακτη ταύτιση με τις συγκινησιακές φορτίσεις που αυτή μπορεί να προσφέρει.
Όταν αυτή η ταύτιση κλονίζεται και μετακινείται , όταν ανακαλύπτει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που μπορούν να την απογειώσουν, τότε αρχίζει να γοητεύει, με την γοητεία του ακατανόητου του οποίου η λεκτική γονιμότητα, επιτρέπει τόσο σε ασκούμενους όσο και πιο μυημένους αναγνώστες, να υποψιαστούν και να αναψηλαφήσουν τις περιοχές του. Μια τέτοια ποίηση διευρύνει την εμβέλεια της διότι προεκτείνεται στα εδάφη αυτού που αποκαλούμε οικουμενικό, αποκτά περισσότερη συμμετοχική δράση οδηγώντας σε συνδυασμούς στίχων που μετατρέπουν τα ποιήματα σε μνημεία, στα οποία ανατρέχεις και επιστρέφεις μη μπορώντας πια να διαβάσεις κάτι λιγότερο.

Διατελώντας ταυτόχρονα σε διαδικασία αναζήτησης των πιο δόκιμων γι’ αυτήν εκφραστικών μέσων, των μέσων που θα μεταφέρουν πιο εύληπτα τα μηνύματα της, είναι εμφανές ότι η ποιήτρια, σε ορατό βαθμό, πειραματίζεται, κάτι που είναι χαρακτηριστικό στην υπό διαμόρφωση νέα ποιητική γενιά του τόπου μας στην οποία η Αυγή με βεβαιότητα ανήκει.

Πρόκειται για μια γενιά που πλέκει τον δικό της ιστό, διαρρηγνύοντας σε πολλές περιπτώσεις τη διακειμενική σχέση με το παρελθόν και στην ποίηση της οποίας ανιχνεύονται ήδη σαφείς, θεματολογικές, γλωσσικές, μορφολογικές και υφολογικές αποστασιοποιήσεις. Στο βαθμό που αυτή η ρήξη απαλλάσσει την ποίηση μας από τα βαρίδια και όχι τα επωφελή κληροδοτήματα του παρελθόντος, που εμπλουτίζει και δεν φτωχαίνει το κοινό μας ποιητικό σπίτι, είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και νομοτελειακά ζωογόνα.

Μια νέα γενιά, πολλοί εκπρόσωποι της οποίας, πολλές φορές, όπως ευτυχώς συμβαίνει με τους ποιητές, εισπράττω ότι αισθάνονται τον εαυτό τους ξένο, στον ίδιο τους τον τόπο, στον περιβάλλοντα τους χώρο, στην εργασία τους, μα κυριότερα, στο πεδίο των ιδεών, των ιδανικών και των κοινωνικών εγέρσεων που δεν συμβαδίζουν με τις υπαρξιακές τους ανάγκες, το αγνότερο αξιακό τους σύστημα και το έμφυτο αίτημα τους για αληθινή ζωή.

Υποψιάζομαι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την ποιήτρια μας, αισθάνεται ξένη απέναντι σε πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον τόπο μας, και οικεία σε περισσότερα που δυστυχώς δεν συμβαίνουν. Ο ποιητής πρέπει να αισθάνεται ξένος και να μαθαίνει να συμφιλιώνεται με ιδιότητες όπως αυτήν του αναχωρητή, του παρατηρητή, του κριτή, του μη μετέχοντος σε κοινότυπες δραστηριότητες, αν ειλικρινά προσδοκεί κάποτε να ευλογηθεί να συμβληθεί με την ποιητική αντισυμβατικότητα.

Συνειδητοποιώντας την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ποιητής και δη ο νέος ποιητής, ενεργοποιείται, για να διαψεύσει το χρόνο, να αποδείξει στο χρόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί να “ποιήσει” έργα που θα τον υπερβούν ή όπως το λέω διαφορετικά, να αναγκάσει τον χρόνο να γίνει ο διανομέας τους. Η έκβαση αυτής της ευγενούς φιλοδοξίας θα συντελεστεί χωρίς βιασύνες, σε ορίζοντες πολύ πιο μακρινούς από εκείνους που ορίζει η φυσική παρουσία του ποιητή αλλά και του σημερινού του αναγνώστη. Και τότε, αν αυτό συμβεί, αν η λήθη υπερνικηθεί , οι αιώνες θα υποκλιθούν μπροστά στα τρόπαια της διαχρονικότητας των έργων του:

Η Σφαγή του Αιώνα
Θα τον κόψω σε λωρίδες και
θα τον χωρίσω σε μπουκιές
ή
θα τον πριονίσω και
θα τον κρύψω στην αποθήκη
ή
θα τον στραγγαλίσω και
θα κρεμάσω τα μάτια του
για σκουλαρίκια
την ώρα που περνάει.

Προσωπικά, πιστεύω ότι η Αυγή Λίλλη, ως μέλος της νέας, ελπιδοφόρας ποιητικής γενιάς, βαδίζει στο σωστό μονοπάτι, ανεβαίνει τη σωστή πλαγιά , βλέπει τη σωστή-για κείνην- κορφή του βουνού να ψηλώνει και έχει τη γενναιότητα να κοιτάξει στα μάτια τα ανυπέρβλητα και να αναμετρηθεί μαζί τους .