Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΜΠΥΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ DESMOND EGAN



Το 2003 στην Μπιενάλε της Λιέγης, ο Desmond Egan μου παρέδωσε υπαινικτικώς και αφιλοκερδώς ορισμένα μαθήματα που προσπαθώ να εφαρμόζω μέχρι σήμερα.
Αφενός, ότι για να λογίζεται κανείς ποιητής, το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει μάθει να κάνει καλά , είναι να μην κάνει τίποτα και να μην έχει ενοχές γι’ αυτό, να μην είναι δηλαδή πολυσχιδής, αφετέρου ότι το να παραμένεις προσηλωμένα αδρανής -την ώρα που άλλοι επιμελούνται την οικοδόμηση μικρών ή μεγάλων θριάμβων- είναι σαν ένα γραμμάτιο που ο χρόνος θα σου εξαργυρώσει στο μέλλον με γενναιοφροσύνη και σε καλό επιτόκιο.
«Η ποιητική διαδικασία είναι ενόρμηση, όχι προσχεδιασμός, αν εσύ αναλώνεσαι, πώς να σε πετύχει ή να την πετύχεις», μου έλεγε. Ανταποκρινόμασταν φυσικά στο πρόγραμμα της Biennale, στις καθημερινές αναγνώσεις ποιημάτων, στις συζητήσεις για το τι εστί ποιητική τέχνη, συναναστρεφόμασταν με το υπόλοιπο πολυπολιτισμικό συνάφι, όμως τα δικά μας γυμνάσματα περιλάμβαναν πρωτίστως εντατικές ασκήσεις μύησης στον ρεμβασμό, την παρατήρηση και τον δια-λογισμό. Με άλλα λόγια, τις περισσότερες ώρες τις αναλώναμε σε μπαρ και σε καφετέριες-μπαρ της ωραίας και φιλόξενης Λιέγης. Εγώ ο αρχάριος και ο Desmond ο έμπειρος, με τα ροδοκόκκινα μάγουλα. Εκεί, μέσα στη ζωή, στους αρωματικούς καπνούς που αναδύονταν από παράξενα φίλτρα και συνουσιάζονταν με τις οσμές της εξαίσιας βέλγικης μπύρας, μιλούσαμε για τη ζωή.
Δείχνοντας μια σχεδόν ανθρωπιστικού χαρακτήρα κατανόηση στην ανετοιμότητα μου να πετύχω τότε κάποια υψηλά νοήματα στη γλώσσα του και να του τα περάσω κιόλας, υποβίβαζε χωρίς κανένα κόμπλεξ το δικό του άριστο επίπεδο γλωσσικής και εκφραστικής επάρκειας, όσο χρειαζόταν, για να μην νιώσω εγώ άβολα.
Αν μας άκουγε κανείς περαστικός-και οι περαστικοί συνηθίζουν να κρυφακούνε έστω κι αν δεν το δείχνουν-, ίσως να υποψιαζόταν ότι είμασταν δυο γλωσσικά neaterdal (Homo neanderthalensis) που προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν σε κάτι πρωτόγνωρο που τα υπερβαίνει.
Στον ελληνικό χώρο, αν ένας νέος ή νεότερος ποιητής αποτολμήσει να ανοίξει συζήτηση περί τέχνης, ποίησης ή υψηλών αξιών, με κάποιον από τους καθιερωμένους φωστήρες του πνεύματος, κάποιον από τους «είμαι παντού και τα ξέρω όλα», τους ενίοτε μπροστά στις ντάμες «ελαφρώς υπερανθρωπίζοντες», δυο τινά πιθανόν να συμβούν: Να λουστεί με ένα παγερό κύμα αδιαφορίας, ή να δεχθεί ένα σύντομο αυτοναφορικό μάθημα περί της αυθεντίας του φωστήρα που θα περικλείεται σε δυο λεπτά επισπευσμένου χρόνου.
Αντιθέτως, ο Desmond Egan,  όχι μόνο δεν μου έπαιζε τον έξυπνο, αλλά με μια σειρά ερωτήσεων, επεδίωξε να μάθει για την πολυποίκιλη ασημαντότητα μου. Με κοιτούσε κατά πρόσωπο και το βλέμμα του υποδήλωνε ειλικρίνεια, ενδιαφέρον. Δεν θυμάμαι σε εκείνες τις πολύωρες συζητήσεις της Λιέγης, υπό συνθήκες περιοδικά ακανόνιστης μπυροποσίας, να χρησιμοποίησε μια φορά το «εγώ». Δεν θυμάμαι επίσης ποτέ να με ρώτησε για τις γνώσεις μου, ή να αντιπαρέβαλε στα κενά τους, το δικό του συντριπτικά επαρκέστερο οπλοστάσιο. Επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε τι αμφιβάλλω ώστε να μου πολλαπλασιάσει την γονιμότητα των αμφιβολιών και βεβαίως να μου αποδομήσει την ψευδαίσθηση των όποιων βεβαιοτήτων.
Τρία χρόνια μετά, το 2006, με προσκάλεσε στο GERARD MANLEY HOPKINS POETRY FESTIVAL, που διεξάγεται κάθε χρόνο σε μια κοινότητα 50χλμ έξω από το Δουβλίνο και του οποίου είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Εκεί όντας αρμόδιος ήταν και πιο δραστήριος και δημιουργικά κινητικός, ωστόσο το ίδιο ροδοκόκκινος και ενίοτε απλανής. Η βελγική μπύρα είχε αντικατασταθεί με την περίφημη ιρλανδική Guinness και τον τρόπο της. Σε μα «τελική ευθεία», ίσως κατεβάζοντας το πέμπτο του «παιν», μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο Σέιμους Χίνι πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας επειδή ήταν πάντα “politically correct”σε αντίθεση με τον ίδιο που εθεωρείτο «κακό παιδί»..
Πάντως, από τις «παρακαταθήκες» του επί ιρλανδικού εδάφους, κράτησα για τον εαυτό μου δυο: Ότι την Guinness απαγορεύεται να την πιείς μόλις σου τη σερβίρει ο μπάρμαν στο ποτήρι, αλλά πρέπει να περιμένεις το ξεχείλισμα της καθώς και το στέγνωμα του χείλους του ποτηριού, και ότι ποίηση δεν είναι η περιγραφή των συναισθημάτων μας, αλλά η ανάδειξη της αιτίας που τα προκάλεσε.
Από τότε, έμαθα να περιμένω την προπαρασκευή της πλήρους γεύσης και να μην μου παίρνει πολύ χρόνο για να αντιληφθώ τι δεν είναι ποίημα. Και το γραμμάτιο δεν τα πηγαίνει άσχημα, ούτε το επιτόκιο που υποτίθεται ότι θα εισπράξω σε αυτήν, μιαν άλλη ή σε καμιά ζωή. Με προβληματίζει φυσικά το γεγονός ότι μου πήρε 15 χρόνια από την γνωριμία μας, για να γράψω για τον Desmond, αλλά νομίζω ότι ο ίδιος δεν θα έχει παράπονο. Εξάλλου αυτός μου είχε πει να μην βιάζομαι.

                        
*Γεννημένος το 1936 στην πόλη Άθλοουν της Ιρλανδίας, ο Ντέσμοντ Ίγκαν, βαθιά φιλέλληνας, έχει εκδώσει είκοσι τρία βιβλία ποίησης, δύο τόμους δοκιμίων και πρόζας και μεταφράσεις των τραγωδιών «Μήδεια» και «Φιλοκτήτης. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ιρλανδούς ποιητές και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, όπου έχουν εκδοθεί βιβλία του σε μετάφραση. Το ποίημά του “Ειρήνη(το οποίο απαγγέλει στο βίντεο που ανάρτησα) μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες το 2000. Έχοντας σπουδάσει ιρλανδικά, λατινικά και ελληνικά, εργάστηκε στην εκπαίδευση πριν αφιερωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο το 1987, έτος κατά το οποίο ίδρυσε το διεθνές Φεστιβάλ Τζέραλντ Μάνλεϊ Χόπκινς, του οποίου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής. Το 1998, τοποθετήθηκε στην Επιτροπή Πολιτιστικών Σχέσεων του ιρλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών. Το 2001, οι εκδόσεις Νεφέλη εξέδωσαν το βιβλίο του «Ποιήματα», σε μεταφράσεις Γεωργίας Γκίνη και με πρόλογο του Δημοσθένη Κούρτοβικ,-με τον οποίο είναι προσωπικός φίλος- που περιλαμβάνει επιλογές ποιημάτων.

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΠΟΛΕΜΟΣ

"Το κακό για την εκπαίδευση των παιδιών είναι ότι οι αναμνήσεις των πολέμων γράφονται από αυτούς που δεν σκοτώθηκαν στον πόλεμο"

Louis Scutenaire (29 June 1905 – 15 August 1987), Belgian poet, anarchist, surrealist and civil servant













  

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

"ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΙΜΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΤΗ"

Το ποιητικό έργο της Φροσούλας Κολοσιάτου

 Μια μέρα του Δεκέμβρη του 2017, χτύπησε το τηλέφωνο. Eμφανίστηκε ένας μακρινός αριθμός. “Θα ήθελα να παρουσιάσεις το ποιητικό μου έργο”, μου είπε μια φωνή. Ήταν η Φροσούλα Κολοσιάτου.

Υποψιάζομαι ότι η Φροσούλα είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται, αντίθετα επιδιώκει προκλήσεις που την υπερβαίνουν έστω κι αν καίγεται μέσα τους, καταργώντας τις έννοιες της νίκης και της ήττας. Ίσως να υποψιάστηκε ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και σε μένα όταν θα εισερχόμουν σε μια διαδικασία αναμέτρησης με το ποιητικό της έργο που αριθμεί 9 ποιητικές συλλογές:


ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 1979
ΔΙΑΓΩΓΗ 1981 (Α’ βραβείο νέου λογοτέχνη)
ΗΛΙΚΙΑ 1995
ΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ 2002
ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ 2005 (Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ 2008
ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 2010
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ 2014
ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ 2017

Έπρεπε, βασισμένος στην πεζότητα του λόγου που απαιτεί αυτή η εργασία, να εντοπίσω αξιόπιστες αποκρυπτογραφήσεις της ροής και του βάθους μιας πραγματικά σημαντικής γραφής, που όμως υπάρχει μόνο ποιητικά.

Δεν ήμουν ποτέ βέβαιος ότι οι ποιητικές συλλογές ενός ποιητή -εκτός κι αν δεδηλωμένα αποτελούν στοιχεία μιας συνειδητά ευρύτερης σύνθεσης- μπορούν να υπακούσουν σε κάποιον συνεπή κανόνα γραμμικής συνέχειας και ως εκ τούτου δύνανται να κριθούν ως κάτι δογματικά ενιαίο. Ότι, δηλαδή, εδραιώνουν μιαν αναντίλεκτη και απόλυτη διακειμενικότητα, ένα πλέγμα σχέσεων στο χωρόχρονο. Εδώ, ακόμη και ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στην ίδια συλλογή μοιάζουν να μην επικοινωνούν ιδιαίτερα μεταξύ τους και ο ίδιος ο ποιητής συχνά να αγνοεί την πηγή προέλευσης και το βαθμό εξάρτησης τους από μια κεντρική ιδέα.

Πιστεύω ότι οι ποιητικές συλλογές είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοτελείς οντότητες στον χρόνο. Αν κάτι τις ενώνει, αν κάτι συνυφαίνεται και σαν αόρατο νήμα και τις συνδέει, είναι η μορφολογία της γραφής, η συγγένεια των εκφραστικών μέσων.

Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση δυο είναι τα ερώτημα που έχει, κατά την άποψη μου, νόημα να τίθενται για κάθε ποιητή, όταν κανείς επιχειρεί μια αποτίμηση της πορείας του:
Τι ήθελε να πει; Πώς το είπε;
Είχε την ικανότητα να γράψει κάτι που μπορεί να μείνει και να νικήσει τον χρόνο;

Θα θυμάμαι και θα ανατρέχω σε κάποια ποιήματα του όταν η σφοδρή ανάγκη θα με καλεί;

Η ποίηση της Φροσούλας Κολοσιάττου μου συστήθηκε στα νεανικά χρόνια και διαπέρασε αργά και σταθερά τις οχυρωματικές μου αντιστάσεις, εγκαταστάθηκε στα έγκατα μου. Με τις κρυπτικές της φανερώσεις, τελικά με κατέλαβε. Σαγηνευτικά σιβυλλική, του σκοταδιού πεινασμένη, αλλά και του φωτός ερωτοτροπούσα, διψασμένη για νερό από το αμνιακό υγρό μέχρι τις θάλασσες, αλλά και προσκαλούσα τη φωτιά, χαϊδεύει τα πληγώματα, δικά της και του κόσμου, όμως δεν τους επιτρέπει να την καταπιούν.

Σκοτάδι, φως, πυρ, ύδωρ, αυτά τα τέσσερα στοιχεία και οι συμβολισμοί τους, είναι συνδηλωτικά και, συνεπώς, κυρίαρχα στην ποίηση της, η οποία αποτελεί νομίζω πρωτίστως ένα ταξίδι στον ίδιο της τον εαυτό, ένα εγχείρημα αυτογνωσίας.

Και παντού η μορφή της Μάνας και συνεπακόλουθα, του παιδιού, των παιδιών μας, των παιδιών τους, που γίνονται όλα “της”. Και μετά, η ολοκληρωτική απώλεια, η συντριβή, κι ύστερα η ανασύνθεση των συντριμμιών όχι στην πρότερη τους μορφή, την άθικτη ή την κουρελιασμένη, αλλά στη μορφή που τους δίνει πια η ποίηση της.

Αν κάτι αποτελεί κοινό τόπο στη γραφή της Φροσούλας και ξεχωρίζει ως πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται η ποιητική της, είναι πιστεύω ο καίριος στίχος ο οποίος περικλείει ανομολόγητα πέραν από τη σημασία των λέξεων που τον συναποτελούν.
Ένας στίχος ελλειπτικός, υπόκωφος που σε παραπέμπει στις πιο μυστικές εισόδους της ποίησης και των ακρογωνιαίων της λίθων. Ένας στίχος που πάνω του ακονίστηκε και οικοδομήθηκε η ταυτότητα της ως ποιήτριας· μια ταυτότητα που μεταφράζεται ως αρμονική σύζευξη μορφής και περιεχομένου και που τολμώ να πω ότι δεν μοιάζει με καμιά άλλη στο σύγχρονο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Και αυτή είναι, ίσως, η μεγαλύτερη κατάκτηση της Φροσούλας, διότι από τη στιγμή που όλα περίπου δια μέσου των λογοτεχνικών αιώνων έχουν λεχθεί, εκείνο που απομένει για κάθε ζηλωτή της πένας είναι να τα ξαναπεί και να τα ξαναθέσει με έναν διαφορετικό τρόπο, ωσάν να είναι η πρώτη φορά, ωσάν να είναι διαφορετικά.

Είναι στιγμές που η Φροσούλα δεν γράφει, αλλά κεραυνοβολεί, εγκλείοντας στον μικρόκοσμο των λέξεων, τους δικούς της, θελκτικά τολμώ να πω, βασανιστικούς εμποτισμούς:


“αποτελεσματικά επιμένοντας πεθαίνεις”

“συνοψίζομαι μέσα σε θρύψαλα”

“Στο πάτωμα κυλάει ένα χαμόγελο
κι αυτός γυμνάζει τα όνειρα του”

“η κατάρα από τούτο το αίμα που ζέσταινε
τους μετάδωσε τις αϋπνίες του ατέλειωτου χρόνου”

“Φοβούμαι εκείνο το απροετοίμαστο της σιωπής σου”

“Ο Θάνατος τιμήθηκε δυνατός”

“Όλα μπορούν να συμβούν αν τα πεις δυνατά”


Πρόκειται για το μέστωμα πολλών πραγμάτων μαζί: πρώτα απ’ όλα μιας εξαιρετικά οξυμένης ποιητικής συνείδησης. Ενός τρομερού τραύματος που συμπυκνώνει όλα τα τραύματα. Μιας βαθιάς αντιληπτικότητας του έξω κόσμου, αλλά και της θέσης της ποιήτριας απέναντι του. Η Φροσούλα δεν περιγράφει. Μας ιστορεί τι είναι εκείνη απέναντι στα φαινόμενα και τα συναισθήματα, μας οδηγεί κατευθείαν στην αιτία και πέραν από αυτήν, στα προαιώνια νεφελώματα της ύπαρξης πριν ακόμη αυτή συγκροτηθεί μέσα στη συνειδητότητα. Έτσι, μας επιβεβαιώνει ότι η ποίηση έχει ακόμα λόγο ύπαρξης.

Ούσα ευνοημένη από τους θεούς της ποιητικής τέχνης και αφού έλυσε επιτυχώς από την πρώτη της συλλογή το ζήτημα “ποιητική ταυτότητα”, κατάφερε στη συνέχεια να πειραματιστεί και να αναπτύξει τη θεματογραφία της, να την επεκτείνει, ώστε να συμπεριλαμβάνει σαφή πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά ακόμη κι όταν η επιλογή του θέματος δεν φαίνεται να υπηρετεί τέτοιες στοχεύσεις.


Μπροστά και πίσω συμπληγάδες.
Φασματικά φοράω λοιπόν
το καθημερινό μου πρόσωπο
διάχυτη στυφή μια γεύση πικραμύγδαλου.
Επιμένω να αρνούμαι
του δυτικού πολιτισμού τ’ άσαρκα μάτια”

Έχω την άποψη ότι το έργο της Φροσούλας μπορεί να χωριστεί συμβατικά σε τρεις περιόδους:


Α’ Περίοδος:
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ και ΔΙΑΓΩΓΗ
Εκδοτική σιωπή:1981-1995
Β’ Περίοδος: ΗΛΙΚΙΑ και ΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ
Γ’ Περίοδος: ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ,
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ
ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ


Η ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ και ΔΙΑΓΩΓΉ σηματοδοτούν μια εντυπωσιακή, για τη νεαρή τότε ποιήτρια, είσοδο στο ποιητικό γίγνεσθαι και προδιαθέτουν από νωρίς για το τι είδους ποίηση θα έγραφε.

Σε αντίθεση με τις πλείστες περιπτώσεις ποιητών, όπου τα πρώτα τους έργα αποτελούν συνήθως πρωτόλειες απόπειρες, οι δυο αυτές συλλογές συνιστούν μια ώριμη ποιητική κατάθεση, αλλά και μια άσκηση θράσους και αυτοπεποίθησης. Με τον καπνό του 1974 να μην έχει ακόμη κατακαθίσει και την κυπριακή πραγματικότητα να ασφυκτιά μέσα από τα πολλαπλά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, η ποιήτρια γίνεται εν μέρει αντανακλαστικός καθρέπτης της εποχής εκείνης.


ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Στην “ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΠΟΧΗ” αναδεικνύεται ανάγλυφα η βαθιά εσωτερικότητα της ποίησης της Φροσούλας. Μια διαρκής πραγματεία για την απώλεια, η οποία στην πορεία του χρόνου θα εξελιχθεί και θα αποκτήσει τραγική, συνάμα πολυδιάστατη, πολυμορφία. Και ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με ποίηση η οποία ρέει από αυθεντικές πηγές, το ελεγειακό ζήτημα της απώλειας όπως το θέτει η Φ.Κ. ποτέ δεν καταλήγει σε δακρύβρεχτες ομφαλοσκοπήσεις, αλλά καλύπτει απροσπέλαστες για πολλούς ποιητές περιοχές, γίνεται οικουμενικό. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η εν λόγω συλλογή, προσέλκυσε διθυραμβικές κριτικές από σημαντικούς ποιητές τη εποχής όπως ο Μίλτος Σαχτούρης.

Το βιωματικό “Η ΜΑΝΑ-ΜΟΥ” όσο και το εμβληματικό και κυπρογενές τελευταίο ποίημα της συλλογής, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ είναι ενδεικτικά. Διαβάζω το ποίημα «Επιστροφή».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Γύρισα μα δεν μπόρεσα να βρω το νησί-μου.
Το πήρε ο πόλεμος.
Αθώα μαζί και ένοχη
θυμούμαι τους πλακόστρωτους δρόμους
που χάθηκαν ένα πρωί
μαζί με τα παιδιά που θέλησαν να τραγουδήσουν.

Το μαύρο συρματόπλεγμα
στο στήριξαν καρφιά σατανόμορφων ανθρώπων
που τους φοβούμαι.
Μα πάλι τι είναι τούτα τα μάτια
που ξεπετιούνται μέσα
στην παρθένα εγκυμονούσα θάνατο επιφάνεια;
Τι είναι τούτες οι κραυγές
των ξορισμένων παιδιών που δεν σωπαίνουν;
Είναι οι νέες μορφές.
Είναι οι αρχάγγελοι νέων σχημάτων.

Στα τελευταία ποιήματα της συλλογής ενσκήπτει ένας θυελλώδης ερωτισμός. Μυθολογικές μορφές περιπλέκονται μεταξύ τους, ενώ κυριαρχικά επιβάλλεται η μορφή του Χριστού. Ο Έκτορας, ο Αχιλλέας, η Περσεφόνη, η Μαγδαληνή, μια διονυσιακή περιδίνηση προχωρημένη για την εποχή της. Ο Γιάννης Ιωάννου σημειώνει σε κριτικό του σημείωμα για την Κατοχική Εποχή πως ίσως σε άλλους καιρούς, η ποιήτρια θα είχε αφοριστεί για μερικά από αυτά τα ποιήματα.

ΔΙΑΓΩΓΗ

Στη ΔΙΑΓΩΓΗ, η έννοια του χρόνου διατέμνεται σε ατομικές μαρτυρίες εικόνων. Οι υποδομές της ποίησης είναι υπογειοποιημένες σαν ηλεκτρικά καλώδια.
Η Φ.Κ δεν φοβάται τις λέξεις, δεν φοβάται το αρχέγονο τους νόημα, τις ελέγχει και εν τέλει τις μεταμοσχεύει σε νέα πιο σφριγηλά σώματα, τα οποία συναποτελούν το ποιητικό της γλωσσάρι.
Η Κύπρος ή ό,τι απέμεινε από αυτήν παραμένει σημαντικό στοιχείο της θεματικής της, χρωματισμένη όμως με την αίσθηση της παρακμής, της διάψευσης, σκιασμένη από ένα ελεγχόμενο χάος, διανθισμένο από την ανάγκη του έρωτα, ενός έρωτα απελπισμένου.

Με πλησίασες
μ’ ένα κράμα ανεμελιάς και ιδιόρρυθμο.
Επέμενα να σου φορέσω ένα διάτρητο πουκάμισο.
Το νεκρό βάρος που τύλιγε το σώμα – σου
δεν μπόρεσα να το σηκώσω ούτε
και με του Αιόλου τον άνεμο”

Ουσιαστικό ρόλο στη συλλογή διαδραματίζουν τα αριθμημένα από το ένα μέχρι το δέκα ποιήματα, τα οποία εμφανίζονταιστη συλλογή με ακανόνιστη σειρά, ωσάν να είναι διασκορπισμένα. Στα ποιήματα αυτά, η πραγματικότητα μοιάζει να αποσυντίθεται μέσα από τον ποιητικό καθρέφτη της Φ.Κ. και να αποτυπώνεται με χρώματα μελανά, προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις των ταραγμένων καιρών.

“ΠΟΙΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ”

Αυτοί σε σταθερή σιωπή
λόγχισαν την ψυχή-τους
και δέχτηκαν την πλάνη.
Η αδιαλλαξία τους ξεγέλασε εύθραυστη.
Ο θάνατος τιμήθηκε δυνατός.


Ακολουθούν 14 χρόνια σιωπής μέχρι την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής, ΗΛΙΚΙΑ, η οποία είναι αφιερωμένη στη μητέρα της.
Το κάθε παιδί πρέπει κάπου να ανήκει και η Φροσούλα, αιωρούμενη από το μητρικό καθεστώς της τρυφερότητας σε ηλικία μόλις επτά μηνών, βρήκε θαλπωρή στην οικογένεια που την ανέλαβε και την οποία ποτέ δεν θεώρησε ανάδοχη, αλλά πραγματική.
Το τραύμα δεν επουλώνεται, αλλά μαθαίνει να συνυπάρχει με τα μύρα και τα έλαια της αγάπης.

ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΥΠΟ ΔΙΑΛΥΣΗ Ή ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΟΣΟ ΕΛΕΙΠΑ

“Μια γυναίκα ωραία, η μάνα μου, με κοιτάζει πίσω απ’ τα γυαλιά της
γλιστράει μέσα από στρατιές αγγέλων.
Είναι γλυκιά και όμορφη
μα είναι πεθαμένη.
Μου φτιάχνει το παιδί στην αγκαλιά, χαμογελάει.
Μου λέει να προσέχω, να γελώ.
Της λέω είμαι καλά.
Φοβάμαι μόνο μη λείψουν τα κίνητρα
στα χελιδόνια να γυρίσουν
μη φτάσω να εξαγοράσω τη θητεία των πτηνών.
Και μ’ απαντάει
η μεταχείριση του αστρικού ωκεανού
στέλνει μηνύματα στο άπειρο.
Ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός.
Είναι η πιο αισθησιακή μεταγραφή του σύμπαντος.
Είπε
και κίνησε να φύγει γνέφοντας.


Με ήδη οικοδομημένη την προσωπική της μυθολογία από τις δυο πρώτες συλλογές, στην ΗΛΙΚΙΑ αλλά και στο ΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΒΗ, η ποιήτρια διευρύνει και ολοκληρώνει τις διαστάσεις των υπαρξιακών της αναζητήσεων της στα αναβλύζοντα ανεξιχνίαστα όρια του πιο απροσπέλαστου βιωματικού πυρήνα. Διατηρεί ταυτόχρονα την ευαισθησία της για τα διαχρονικά ζητήματα, τα οποία από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της βιβλίο την απασχολούν. Επιπρόσθετα, ο δυο αυτές συλλογές υποψιάζομαι ότι λειτουργούν εκπληρωτικά, ώστε η ποιήτρια να ελευθερωθεί από τον προηγούμενο ποιητικό της εαυτό, να περάσει στο επόμενο, ήδη ορατά διαφεγγές, στάδιο.

“Ένα βαρυφορτωμένο καράβι
που κινδυνεύει
καρφωμένο στις εφημερίδες
οι πρόσφυγες”..

Στις συλλογές ‘ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ” 2005 και ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ, οι έννοιες του νερού, του ανέμου, των στοιχείων της φύσης, παρασέρνουν τους εσωτερικούς χώρους, τους οποίους διασώζει το σταθερό όραμα και η στιβαρότητα της γραφής.
Ακόμη και στις πιο θολές της αναφορές, η ποίηση της Φ.Κ. υποβάλλεται και επιβάλλεται ανεπιτήδευτα και μας ωθεί να αναζητήσουμε τα βαθύτερα νοήματα των υπαινιγμών της μέσα από ρυθμισμένες δόσεις λυρισμού, φαντασίας, σουρεαλιστικών εικόνων. Ειδικά στα ΠΑΛΙΑ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙΑ, νιώθει κανείς τη διακριτική απόπειρα για κάτι ανανεωμένο, βασισμένο πάντα στις μέχρι τότε κατακτήσεις, κάτι ακόμα πιο σμιλεμένο.

Η Συλλογή ΜΙΣΟ ΣΚΟΤΑΔΙ το 2010 είναι μια σειρά από άρτια χαϊκού. Τα θέματα παραμένουν τα ίδια, οι αναζητήσεις όμοιες, μόνο η μορφολογική τους απεικόνιση άλλαξε, ακόμη μια απόδειξη του πόσο δεν φοβάται η ποιήτρια να διαχειριστεί την ανάγκη της για αλλαγή των εκφραστικών της μέσων.


Έρχεται βροχή
Και τα φύκια πεθαίνουν
χωρίς αιτία


Οι άσπροι κύκνοι
όλο το βράδυ φεύγουν
πόσοι πέρασαν

Οι τόποι μικροί
κενά κρύβουν μεγάλα
και με φοβίζουν

Η Φ.Κ. αποδεικνύει ότι μπορεί να καταθέσει αξιόλογο δείγμα δια μέσου και αυτού του είδους της γραφής που απαιτεί ευρυθμία, λιτότητα και άμεση πύκνωση.
Είναι αλήθεια πώς δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ποιήτρια ήταν ποτέ θιασώτρια της υπερβολικής αναλυτικότητας, τα ποιήματα της ήταν ανέκαθεν ολιγόστιχα, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις. Στα υπό αναφορά χαϊκού, η μελαγχολική διάθεση είναι μεν εμφανής, δεν πρόκειται όμως για απαισιοδοξία, ούτε για μοιρολατρία, αλλά για ένα φως που θέλει να λάμψει και που η ποιήτρια αδημονεί να το δει, όχι για τον εαυτό της, αλλά για τον άνθρωπο, τον ρημαγμένο από τον πόλεμο ή τα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα.

Τα δυο τελευταία βιβλία ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ και ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, αποτελούν κατά την άποψη μου το απόσταγμα μιας σημαντικής στροφής για την ποιήτρια μας. Ταυτόχρονα, συνιστούν μια σημαντική κατάθεση στη νεοελληνική, αλλά και ευρύτερα την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Οι λέξεις όσο ποτέ άλλοτε είναι εφοδιασμένες με αναθρώσκουσες μνήμες. Ατιμωτικά για τον σύγχρονο πολιτισμό, συμβάντα, καταλαμβάνουν την οπτική της ποιήτριας.
Εδώ, ο πανανθρώπινος χαρακτήρας της ποίησης της Φ.Κ. αποκρυσταλλώνεται, καθώς ο κύκλος των οικείων θεμάτων, διανοίγει για να περικλείσει τις οιμωγές και τους σπαραγμούς των ανθρώπων που πλησιάζουν, αλλά ποτέ δεν έρχονται. Δεν έχουμε να κάνουμε, επομένως, με τον καημό, τον πόνο, την οδύνη της ποιήτριας. Εδώ το προσωπικό της ύφος περνά διακριτικά σε δεύτερο ρόλο και προέχει η ανάγκη της να αρθρώσει τη δική της μαρτυρία για τον ηθικό και ενίοτε φυσικό καταποντισμό του σύγχρονου ανθρώπου, είτε στο Αιγαίο, είτε στον βυθό κάποιας πόλης που τη λένε Αθήνα.

“Μόνο η σιωπή του ανθρώπου
σε μια κοινότητα πόνου
Ακόμα και οι άγγελοι κοιμούνται
όταν άλλοι πεθαίνουν
τα χαμένα λόγια
κατεβαίνουν στη θάλασσα”.

Ή
“ Η αγάπη
κύλησε σαν το νερό
ακούμπησε τη θάλασσα
στο πίσω μέρος του ουρανού
καθρέφτης γυρισμένος
προς τα μέσα

εκεί περνούν τα τρένα
παιδιά με κλάματα
μην κοιμηθείς”

Οι ποιητικές κεραίες της Φ.Κ. συλλαμβάνουν την παραλυτική προέλαση του ανθρώπινου παραλογισμού και του χρόνου. Μέσα τους στίχους της ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ μνημειώνεται η πορεία ενός κόσμου που φυλλορροεί, με κατεδαφισμένα τα ιδανικά που θα έπρεπε να τον διέπουν.
Παράλληλα, ο εύθρυπτος άνθρωπος θρυμματίζεται ανέλπιδα κάτω από τα δόντια του ανελέητου σπαστήρα της ατομικής και συλλογικής μας μοίρας.
Με στίχους στους οποίους η ποιητική γόμωση εκρήγνυται διαδοχικά, στίχους τολμώ να πω “κολοσιάτικους” η Φροσούλα Κολοσιάτου μετατρέπει το στιγμιότυπο σε ποιητική εικονοποιεία.

Στο ποίημα του "Μακάριοι οι Ισορροπημένοι", ο Κουβανός ποιητής ROBERTO FERNADEZ RETAMAR έγραψε τους εξής δυο στίχους:

"...Αλλά αφήστε ελεύθερους αυτούς που δημιουργούν τους κόσμους και τα όνειρα,
Τις αυταπάτες, τις συμφωνίες, τις λέξεις που μας διαλύουν.."


Ίσως να εννοούσε κάτι ανάλογο με αυτό που ακολουθεί. Γράφει η Φροσούλα:

"Με εξαντλεί ό,τι αγάπησα
Η ζωή μας σε στασιμότητα
Μόνο ο χρόνος περνάει γρήγορα
Κραυγή για το αμετάκλητο
Όπως το σκοτάδι
Ό,τι με βασανίζει συρρικνώνεται
Αόρατος τυφώνας συμπαρασύρει
Υποβρύχιο παραμύθι σε περιδίνηση
Τρισδιάστατο ταξίδι
Κόσμος οικείος

Υπάρχει το σπίτι που αγάπησα
Η λαβή από το μπαστούνι
Της μητέρας
Και η φωνούλα από κουρδιστή κούκλα
Τραγουδά ένα πλεόνασμα αγάπης

Όταν φεύγουν οι άνθρωποι
Αφήνουν πίσω τους
Παράξενες μικρές αναμνήσεις
Έρχονται σαν απρόσκλητοι επισκέπτες
Ίσκιοι της μεταμόρφωσης
Κρατούν στα χέρια τους
Συμβολικούς θανάτους

Φέρνει τα μέλλοντα
Να μοιάζουν με τα παρελθόντα
Το μετέωρο βλέμμα τους"...


Η Ποιητική Συλλογή ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, φόρος τιμής στα αθώα κύματα των προσφύγων, εντάσσεται στο πλήθος του ποιητικού ξεσπάσματος αλληλεγγύης το οποίο προκάλεσε η τραγωδία των προσφυγικών ροών. Ξεπερνώντας κατά πολύ την επικαιρική διάσταση του θέματος, η ποιήτρια μέσα από τη λιτή, καθόλου καταγγελτική, και χαμηλόφωνη έκφραση, ανεγείρει μικρά αλλά στέρεα μνημεία για κάθε αδικοχαμένο που κατάπιε το ανήξερο υγρό στοιχείο, αλλά στην πραγματικότητα, δολοφόνησαν οι ταγοί της απληστίας και της αναλγησίας και οι έμποροι του θανάτου. Η Φ.Κ. μετατρέπεται σε ποιήτρια του κόσμου, η φωνή της ηχεί σαν μοιρολόι μέσα από τα σπαράγματα αυτών που δεν είχαν ποτέ φωνή, αυτών που δεν τα κατάφεραν, αυτών που νεκροί ή ζωντανοί, συνεχίζουν να οιμώζουν στα αυτιά και στη συνείδηση όσων τολμούν να ακούσουν.





Η Τρικυμία της απόδρασης

Περίτεχνα ο τυφώνας
φοράει τα μάτια του νερού
Δίχως επίθετο
η αλμύρα διαβρώνει τους νεκρούς
γωνία ακτής και θάλασσας


Μας υπενθυμίζει η ποιήτρια γιατί η ποίηση στις καλύτερες της εκφάνσεις είναι το σήκωμα της τρίχας, το ανακάτωμα του στομαχιού, η συνειδητοποίηση ενός νοήματος που πρέπει να ανασυρθεί κάτω από το χώμα της καθημερινής λήθης και αδιαφορίας:

Μια θάλασσα προκλητική τους κυκλώνει
μοιάζουν ήρεμοι
όπως αυτοί που έχουν πεθάνει


Ίσως για πρώτη φορά, στη συλλογή "ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ", η Φ.Κ. επιτρέπει στο λυρικό στοιχείο να διεισδύσει τόσο έντονα στην ποιητική της και να ντύσει διακριτικά, με αγάπη κραυγαλέα, αλλά και βουβή, το θρηνητικό μαρτύριο χιλιάδων ανθρώπων που πνίγηκαν και εξακολουθούν να πνίγονται δίπλα μας.

Επίλογος

Η Φροσούλα Κολοσιάτου κατάφερε στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής της διαδρομής να αγκαλιάσει και να αναδείξει με τρόπο αληθινό, γοητευτικό, αιρετικό, μοιραίο, αλλά και ακριβή, ακανθώδη και διαχρονικά θέματα. Απορρίπτοντας από νωρίς τον εύκολο δρόμο της συναισθηματογραφίας, κατόρθωσε να δημιουργήσει μέσα στο αποσυνθετικό τοπίο των καιρών μας ένα εύκρατο φυσικό περιβάλλον, δίδοντας μας, όσο και αν ακούγεται, αντιθετικό, ποίηση καυτών θερμοκρασιών, όπου τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Επιχείρησε πάνω σε κάθε λογής πεδία, της πατρίδας, του ανθρώπου, της μνήμης, του χρόνου, της ύπαρξης και όχι μόνο “επέζησε” αλλά επιβλήθηκε.
Σφυρηλάτησε ένα δικαιωμένο ποιητικό ιδιωματισμό σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι λέξεις της να μπορούν να αναπνέουν και να ζουν μόνο μέσα από τον απόκρυφο κώδικα της γραφής της και να λάμπουν μονάχα στα όρια του λειτουργικού ποιητικού σύμπαντος που δόμησε.

Ανατρέχοντας ξανά και ξανά σε συγκεκριμένα ποιήματα της Κολοσιάτου, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος δεν συνεπάγεται αυτομάτως ζωή, ότι ο χρόνος είναι μια ευκαιρία για ζωή, αλλά και μια δυνατότητα αποτροπής του καθημερινού θανάτου, αφού ακόμα και η επαλήθευση των καλύτερων προφητειών εναπόκειται στις ανθρώπινες πράξεις οι οποίες εν τη απουσία ενός άμεσα απονέμοντα το δίκαιο ή έστω αποτρέποντα τις αδικοπραγίες, θεού, δυστυχώς πάντα θα έχουν στην άλλη όψη του ωραίου τους, το στίγμα του απεχθούς.
Από την ποίηση δεν μαθαίνεις κάτι. Η ποίηση ως φορέας συμπιεσμένου χρόνου, κυοφορεί κρυογονικές αλήθειες που, όμως, η ίδια ποτέ δεν τις γεννά. Ο τοκετός τους εναπόκειται στον αναγνώστη.
Η ποίηση της Φ.Κ. φέρει στον μυελό της τέτοιες κρυογονικές αλήθειες, τις οποίες μας καλεί να αποκαλύψουμε, να ιχνηλατήσουμε και να αφουγκραστούμε.
Μας καλεί επίσης διεισδύσουμε σε βιώματα που δεν παραμένουν ασφυκτικά κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση την οποία και τροφοδοτούν γενναιόδωρα.
Αυτά είδα ότι είπε η Φ.Κ. με την ποίηση της και με αυτόν τρόπο.


Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΓΕΝΕΩΝ



Ηταν μια βραδιά γεμάτη εκπλήξεις μέσα στην ποίηση η 19η Μαρτίου 2018. Η κατάμεστη αίθουσα της επιβλητικής Πύλης Αμμοχώστου, ασυνήθιστα κατάμεστη για "το καταφύγιο που φθονούμε".
Η ριψοκίνδυνη απόπειρα, του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, να φέρει μαζί σε μια δοκιμή συνύπαρξης 10 διαφορετικές ποιητικές φωνές από τις μακρινές σαν χώρες και κοντινές σαν γειτονιές, γενιές της ποίησης μας. Ο νέος Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού που χθες έγινε πιο πολύ "και Πολιτισμού" παραμένοντας μέχρι το τέλος τέλος, και κυρίως ακούγοντας, ενώ οι προκάτοχοι του είτε δεν έρχονταν είτε έφευγαν στα 15 λεπτά. Ας παραμείνει έτσι.
Η πιανίστρια Γιούλια Ονησιφόρου και ο 14χρονος φλαουτίστας Alexander Korzni
kov που έθελξαν.
Και το κρασί αναπάντεχα καλό και οι μικρές παρέες που σχηματίστηκαν μετά.
Αλλά πρωτίστως:
η Αλεξάνδρα Γαλανού με την νοηματική της απλότητα
ο Παναγιώτης Νικολαϊδης και οι ήρεμες συναισθητικές του βυθίσεις
Ο Χρήστος Μαυρής με τους δαίμονες και τα σκοτάδια του
O Gurgene Korkmazel με τη λυρική του διαπεραστικότητα και την "κατάρα της λεηλασίας" του
ο Μάριος Αγαθοκλέους και η παράφορη εκφορά του πάθους του
Η Στέλλα Βοσκαρίδου με την ορμή μιας ποίησης που ανατέλλει καθηλωτικά
η Ρωξάνη Νικολάου με τη λεπτότητα των στίχων της σαν ίχνη που βαθαίνουν μετά το πάτημα
Ο Γιώργος Καλοζώης και οι φανταστικοί του κόσμοι, οι μεγαλειώδεις του συνευρέσεις ζωντανών, νεκρών, πετούμενων και αγριμιών

ο Λεύκιος Ζαφειρίου και η νοσταλγική του διάθεση για μια Κύπρο που έγινε χάραγμα και αποτύπωμα και ο Κώστας Βασιλείου με την ποιητική του περκαλλοσύνη και τη σπάνια-μέσα στη νεότητα των 79 τόσων χρόνων του- γενναιοδωρία προς τους ηλικιακά- και μόνο- νεότερους...