Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018


Κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2018, από τις εκδόσεις “κυμα” στην Αθήνα, η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018

Όπως αναφέρουν στο εισαγωγικό τους σημείωμα οι ανθολόγοι, ποιητές Γιώργος Χριστοδουλίδης και Παναγιώτης Νικολαϊδης, η ανθολογία, η πρωταρχική ιδέα της οποίας ανήκει στον εκδότη του “κύματος”, ποιητή Γιώργο Δάγλα, συμπυκνώνει κοπιώδεις προσπάθειες να επιτευχθεί μια όσο το δυνατόν ευρύτερη αλλά και προσεκτική παράθεση μερικών εκ των πιο αξιόλογων και συνάμα αντιπροσωπευτικών φωνών, εν ζωή Κύπριων ποιητών, από τη γενιά της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας.
 

 "Η έκδοση επιδιώκει να αποτελέσει μια σημαντική και χρήσιμη προσθήκη στην προβολή και μελέτη της κυπριακής ποίησης, η οποία αποτελεί ανθισμένο κλαδί της ευρύτερης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες της ανθρωπογεωγραφίας, του τόπου και της διαλέκτου, να λειτουργούν εμπλουτιστικά και επιβεβαιωτικά", τονίζουν οι ανθολόγοι.

"Μια κοινή προσπάθεια, έφτασε στο αναγνωστικό κοινό. Ένα εγχειρίδιο πάνω στη τέχνη της ποίησης ενός λαού", αναφέρεται στο δελτίο Τύπου που εξέδωσε με την ευκαιρία της έκδοσης και κυκλοφορίας της Ανθολογίας, ο εκδοτικός οίκος "κυμα".

           Στην έκδοση, ανθολογούνται 47 Κύπριοι ποιητές και φιλοξενούνται σημαντικά ποιητικά δείγματα από τέσσερις λογοτεχνικές γενιές : τη γενιά της Ανεξαρτησίας, τη γενιά της Εισβολής, τη γενιά της Κατοχής και της Αφθο
νίας, καθώς και ποιητές από τη νεότερη γενιά. Συμπεριλαμβάνονται επίσης, για πρώτη φορά σε ανθολογία κυπριακής ποίησης, δύο  σημαντικοί αγγλόφωνοι Κύπριοι ποιητές, οι Στέφανος Στεφανίδης και Γιώργος Ταρδίος, η ποιητική των οποίων εμπλουτίζει αμφίδρομα τόσο το αγγλικό πρωτότυπο όσο και το ελληνικό μετάφρασμα.


Παρουσιάσεις  της ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018, θα πραγματοποιηθούν σύντομα σε Κύπρο και Ελλάδα, ενώ  είναι διαθέσιμη για αγορά από τα κυριότερα βιβλιοπωλεία σε Ελλάδα και Κύπρο. Mπορεί  επίσης να παραγγελθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: kyma.periodiko@gmail.com και να σταλεί οπουδήποτε με κατάθεση του αντιτίμου και του κόστους αποστολής σε τραπεζικό λογαριασμό.





Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

FLEM 2 - FESTIVAL OF LITERATURE OF THE EUROPEAN MEDITERRANEAN

Υπάρχουν όμορφοι άνθρωποι που γίνονται ομορφότεροι όταν κάνουν όμορφα πράγματα. Τέτοιους συναντήσαμε στο Βελιγράδι για μια ακόμη φορά, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ποίησης για Μεσογειακές χώρες. Τα βιβλία μας μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στα σέρβικα και παρουσιάστηκαν σε διαδοχικές εκδηλώσεις από τις 25 μέχρι τις 27 Οκτωβρίου.  Στη φιλοσοφική και τη φιλολογική σχολή του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, σε λογοτεχνικά στέκια και μπαράκια. Μια γέφυρα που ενώνει τις δυο γλώσσες δημιουργήθηκε και η οποία δεν μπορεί να κατεδαφιστεί. Ομως, το μεγαλύτερο κέρδος, είναι οι άνθρωποι...




Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ARS POETICA 1 IN PATRAS - ΜΥ 10 "SPANISH" POEMS

Translated by JOSE ANTONIO MORENO JURADO
 



ΤO ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ


Στο δρόμο πιο πέρα έκλεισε ένα περίπτερο. Εκλεισε ξαφνικά μια μέρα ένα πρωί απλώς δεν άνοιξε όπως όταν κάποιος φεύγει ήσυχα και προγραμματισμένα για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Οι περιπτεράδες τύποι φιλικοί και αξιοπρεπείς εξαφανίστηκαν, 
δεν τους ξανάδαμε  
ίσως να μην τους ξαναδούμε ποτέ.  
Τώρα, όταν περνώ από εκεί 
παρατηρώ στο εσωτερικό του έρημου χώρου  
τα τελευταία αφημένα αντικείμενα.  
Βλέπω τη μορφή αυτού που δεν υπάρχει πια  
και με έκπληξη διαπιστώνω  
ότι δεν μοιάζει καθόλου με κάτι ανύπαρκτο.  
Η ζωή όταν φεύγει αφήνει απομεινάρια  
είναι κάτι μετέωρο αλλά ανθεκτικό  
-σαν κολλημένο χνούδι στο σώμα του χρόνου-  
που εμποδίζει για λίγο το θάνατο να εξαπλωθεί  
εκεί όπου κάποτε ήταν ζωή.






EL KIOSKO


En la calle más allá

ha cerrado un kiosko.

Cerró de pronto un día

sencillamente una mañana no abrió

como cuando alguien se marcha

tranquila y programadamente

para un viaje sin regreso.

Los kiosqueros tipos amigables y dignos

desaparecieron, no los volvimos a ver

quizás no los volvamos a ver nunca.

Ahora, cuando paso por allí

observo en la parte externa del sitio vacío

los últimos objetos abandonados.

Veo la figura

de quien ya no existe

y con sorpresa ratifico

que no se parece en absoluto

a algo inexistente.

La vida

cuando parte

deja restos

es algo suspendido en el aire, pero tenaz

-como vello pegado en el cuerpo del tiempo-

que impide un poco que la muerte se extienda

allí donde una vez

hubo vida.









------------







ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ



Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.

Ο συγγραφέας είναι νεκρός

ο μεταφραστής είναι νεκρός

ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.

Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.

Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού

και πίνω μια ξανθιά μπίρα.

Ποιος είπε ότι ο θάνατος

είναι ανίκητος;












CAFÉ LIBRO DE JOSÉ SARAMAGO




Leo un café libro.

El escritor está muerto

el traductor está muerto

el héroe básico se suicidó.

Yo todavía estoy vivo.

Me siento en el hueco de una luna desconocida

y bebo una cerveza amarilla.

¿Quién dijo que la muerte

está inmóvil?

 --------------


ΑΝΑΣΤΑΣΗ



Πήγαμε και χθες σε κηδεία και ήταν υπέροχα.  
Οι μαυροφορεμένοι μαυροφορεμένοι  
οι περισσότερο πενθούντες  
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά  
οι καθηκόντως παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα  
ο στρωτός δήμαρχος  
ο στρογγυλός κοινοτάρχης  
ο αξιότιμος βουλευτής με τον τραπεζικό του λογαριασμό  
τα μαύρα πουλιά οι νυχτερίδες
- αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια  
και ο πεθαμένος στη θέση του

ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι

γαλήνιος, μέχρι την ώρα που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας

πλημμύρισε ξαφνικά το ναό  
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα  
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μεσ' στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος  
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο  
κανείς περίλυπος δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.







RESURRECCIÓN




Ayer fuimos también a un entierro

Y fue magnífico.

Los vestidos de negro

vestidos de negro

los más dolientes

los ligeramente tristes

los serios con gafas negras

los asistentes por obligación

el cura con las ropas femeninas

el alcalde reglamentario

el redondo presidente

el digno diputado

con su cuenta bancaria

las negras aves

los vampiros -esos admirables domésticos

y el muerto en su sitio

tendido con párpados cosidos

vestía su buen traje

tranquilo hasta el momento

en que el perfume de una mujer desconocida

inundó de pronto el templo

de una mujer toda alma y sangre

de una mujer desenfrenada



viva por error entre los muertos



el muerto hizo por levantarse

pero nadie le abría el féretro

nadie desolado

le abría el féretro al muerto.







--------------









ΑΠΡΙΛΗΣ





Τα ξεχασμένα παιδιά

κλωτσάνε μια ξεφούσκωτη μπάλα

στην αυλή του σχολείου.



Είναι 3 και 30 ακριβώς

ο ήλιος τέτοιο μήνα είναι συμπονετικός

καψώνει όμως σιγά σιγά

ένα μετά το άλλο

τα ηλιοστάσια του.



Το ξανθό κορίτσι

η μικρή κλειδούχος

ανοίγει παραφυλώντας το κάγκελο

και τρέχει προς τα έξω

για να φέρει κάτι ασήμαντο.



Η πόρτα μένει μισάνοιχτη

ένα παιδί την βλέπει και προλαβαίνει

βγαίνει από τα όρια

και γίνεται σύννεφο

ένα άλλο παιδί κάνει το ίδιο

και γίνεται αστραπή

τα άλλα παιδιά γίνονται σταγόνες και άνεμοι

τα παιδιά πολλαπλασιάζονται

τα παιδιά εξαϋλώνονται.



Κάπως έτσι

εκείνη την ηλιόχαρη μέρα

ξέσπασε

πάνω από την αυλή του σχολείου

μια αλλόκοτη καταιγίδα.















ABRIL





Los niños olvidados

dan patadas a un balón desinflado

en el patio del colegio.



Son las 3 y 30 exactamente

el sol en tal mes es compasivo

pero quema poco a poco

uno tras otro

sus solsticios.



La muchacha rubia

la pequeña portera

abre observando la cancela

y corre hacia afuera

para traer algo insignificante.



La puerta queda medio abierta

un niño la ve y avanza

sale de los límites

y se convierte en nube

otro niño hace lo mismo

y se vuelve relámpago

los demás niños se convierten en gotas y vientos

los niños se multiplican

los niños se inmaterializan.





Así pues

aquel día alegre de sol

estalló

por encima del patio del colegio

una tormenta insólita.











-----------------------






















ΟΙ ΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΒΙΟΛΙΩΝ

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας  
να ακούσουμε κάτι άλλο 

εκτός από την ηλίθια φωνή μας.  
Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού  
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής και του θανάτου.  
Oι βιολιστές 
θα έπρεπε να’ ταν νάνοι·  
όταν πεθαίνουν 
να τους θάβουν  
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.













LOS ESTUCHES DE LOS VIOLINES





Lo instrumentos son nuestra necesidad

de escuchar algo distinto

fuera de nuestra tonta voz.

Sin embargo, dentro de los sonidos del violín

comprendes la importancia del silencio

y de la muerte.

Los violinistas deberían ser enanos;

cuando mueren los entierran

en los estuches de sus violines.











----------------------








ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ


Παρέλαση στο Παρίσι. Απροσδόκητη.  
Κατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.  
Οι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων  
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν  
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση  
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος  
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.  
Σε λίγο θα κτυπήσουν οι καμπάνες  
και με βάση το πρόγραμμα  
ό Κουασιμόδος
θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.






 
ILUSIÓN ÓPTICA PARISINA








Desfile en París.
Inesperado.

Nos dirigíamos a la Virgen de París.

Los uniformes rojos y oro de los lanceros

los excrementos de los caballos en la calle

parejas que se besaban

el Sena una afirmación cansada

turistas buscando la parte correcta

recuerdos y curiosas colas de curiosos.

Dentro de poco sonarán las campanas

y teniendo como base el programa

Quasimodo saltará al vacío

cubierto de aplausos.




-----------------



 

O KΡΟΤΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ



στον Ορέστη



Θυμάμαι τον πρώτο καιρό στο σχολείο

κρυφόκλαιγα

όταν το χέρι της μάνας μου αποτραβιόταν

κι ένα σιδερένιο χέρι

με χάιδευε στην πλάτη.

Νομίζω

δεν ήταν ότι φοβόμουν τους δασκάλους

τους εξεταστές

τους άγνωστους συμμαθητές

αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό

τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο.

Τον ψυκτικό κύκλο της γνώσης τους φοβόμουν.

Τις λέξεις τους

σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη

σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν

ενώ της μάνας μου οι λέξεις

ήταν ζυμωμένες στη στοργή.

Έτσι τώρα

που υποψιάζομαι στον γιο μου τον ίδιο φόβο

λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά

λέξεις αγαπητερές

να τις παίρνει μαζί του

να τον κρατάνε

όταν ο κρότος των ξένων λέξεων

τον περικυκλώσει.







EL ESTRÉPITO DE SUS PALABRAS

A Orestes


Recuerdo que el tiempo primero en el colegio


lloraba a escondidas

cuando la mano de mi madre se retiraba

y una mano de hierro

me acariciaba la espalda.

Pienso

no era que tuviera miedo a los maestros

a los examinadores

a los condiscípulos desconocidos

más tarde a los oficiales en el ejército

a los profesores en la universidad.

Temía el círculo helado de sus conocimientos.

Sus palabras

duras implacables sin amor

como nueces vacías cuando se cascan

mientras las palabras de mi madre

estaban amasadas en afecto.

Así ahora

cuando sospecho en mi hijo el mismo miedo

le preparo palabras en los desayunos

palabras cariñosas

para que las lleve consigo

para que lo sostengan

cuando el estrépito de palabras extrañas

lo rodee.






-------------




ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ
Ο πατέρας τους έφτιαχνε τα σπασμένα ποδήλατα της γειτονιάς.  
Έρχονταν και περαστικοί κάποτε, του έφερναν.  
Τα δυο παιδιά του έτρεχαν πέρα-δώθε ξυπόλητα και ρακένδυτα
– στα μάτια τους έλαμπε η περιπέτεια και το τέλος της.  
Όλη μέρα έτρεχαν αυτός πνιγμένος στη δουλειά
δεν τα χάνε απ’ τα μάτια του  
όμως μια κοφτερή στιγμή  
που το αδόκητο δρεπάνιζε τα σύθαμπα  
στο τυφλό σημείο  
όταν ο αυχένας αδυνατεί να στρίψει  
του ξέφυγαν  
καβάλησαν δυο σέλες με τρυπημένους τροχούς

ξεχαρβαλωμένες καδένες, διαλυμένα φρένα  
κι ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο των ονείρων.  
Στη μεγάλη κατηφόρα των χρωμάτων
εκεί που συνήθως όλα τα ξυπόλητα παιδιά την παθαίνουν  
δεν τα κατάφεραν.  
Τα γύρεψε μάταια ο πατέρας τους ο ανήλιαγος. 
Τα γύρεψε βουβά.
Μόνο αυτός τα γύρεψε.

Αυτά και άλλα περιστατικά
συμβαίνουν σε αφώτιστα μέρη.




BICICLETAS ROTAS
Su padre construía las bicicletas rotas

del barrio.

A veces venía también gente de paso y se las traían.

Sus dos hijos corrían por doquier descalzos

y andrajosos

-en sus ojos brillaba la aventura

y su final.

Corrían durante toda la jornada

él ahogado de trabajo

no los perdía de vista

sin embargo, en un instante

en que lo imprevisto segaba el anochecer

en el punto ciego

cuando la nuca es incapaz de volverse

se le escaparon

cabalgaron dos sillines

con ruedas agujereadas

cadenas dislocadas

frenos deshechos

y subieron al punto más alto de los sueños.

En la gran pendiente de los colores

allí donde por costumbre

todos los niños descalzos la sufren

no lo consiguieron.

Los buscó en vano

su padre

-el sombrío.

Los buscó en silencio.

Sólo él los buscó.



Éste y otros casos

suceden en lugares sin luz



---------




ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ



Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο

χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα

ντομάτες.

Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη

Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.

Α, ναι.

Παύση.

Είναι καλά;

Καλά.

Κάθε φορά η ίδια κουβέντα

πάνω από φθαρτά που σάπισαν

στην πόρτα του κουρείου ονομάτων

στο συνεργείο αλλαγής ποδιών

στις ουρές των στεγνών ανέργων

στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων

στα χαρακώματα της πόλης

Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση

απλώς σκύψε.

Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος

μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.

Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του

που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.

Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω

όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του

είναι ανίκητη.

Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι

τρέχαμε να το προλάβουμε

στον κατήφορο.

Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη

και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο

του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση

βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.

Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια

στις δημόσιες τουαλέτες

για ένα κατούρημα επί πληρωμή.

«Πώς πάει η κόρη σου;

Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.

Απίθανος εκείνος ο τύπος, ποιος είναι;»





UN ANDRÉS



Nos encontramos al azar una o dos veces al año

ayer me vio en el supermercado cuando elegía

tomates.

Me preguntó otra vez cómo va mi hija mayor

-Es un hijo, y ahora estudia, Andrés.

-Ah, sí.

Pausa

-¿Está bien?

-Bien

Cada vez la misma conversación

sobre lo perecedero que se pudrió

a la puerta de la peluquería de los nombres

en el taller de cambio de pies

en las colas de los áridos parados

en las aceras de los arrugados

en las trincheras de la ciudad

-Inclínate Andrés, no, no reverencia,

inclínate sencillamente.

Es extraño que un hombre

pueda cometer error siempre en el mismo asunto.

Me fijé también en un temblor en sus manos

que ocultaba con destreza apretando con fuerza el carrito.

Hago lo que puedo por evitarlo

sin embargo, su insistencia en comunicar su dificultad

es invencible.

Un día se le cayó la cabeza

corrimos a alcanzarla

por la pendiente.

Cuando pagué al siguiente editor

y circuló mi sexto libro

se lo mandé por correo a una dirección desconocida

seguro de que lo recibiría de alguna forma.

Después de años volvimos a encontrarnos

en los aseos públicos

para una meada de pago.

¿Cómo va tu hija?

Interesante tu poema sobre aquel tipo.

Increíble aquel tipo,

¿quién es?”.







----------------







ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ

ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ



Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας

μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός

με σορτσάκι

και ο περιβολάρης.

Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα

και του χαλούσαμε τον ύπνο

έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε

να μας σπάσει στο ξύλο.

Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα

ένα αγρίμι

νόμιζε ότι θα μας τσακώσει

την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.

Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.

Και πιο σβέλτοι.

Μου πήρε πάντως χρόνια

να υποψιαστώ

ότι ίσως πιο πολύ από μας

μισούσανε το γέλιο μας

κι ότι

η εξουσία και η ιδιοκτησία

δεν αγαπάνε τα παιδιά.








HISTORIAS QUE ENTIENDES MUCHO DESPUÉS


Por el mediodía en el espacio de parada del bloque

nos perseguían un irritado policía

con pantalón corto

y el jardinero.

El primero insultaba porque jugábamos a la pelota

y le estropeábamos el sueño

cogía una vara de madera y bajaba

a pegarnos.

El segundo aullando incomprensiblemente

como una fiera

pensaba que nos iba a atrapar

cuando cortábamos nísperos de los árboles.

Sin embargo, nosotros estábamos más irritados que ellos.

Y más esbeltos.

Me tomó siempre muchos años

sospechar

que mucho más que a nosotros

odiaban nuestras sonrisas

y que

el poder y la propiedad

no aman a los niños.