Σάββατο 7 Μαΐου 2011

"Μας κλέβουν"! Φωνή απόγνωσης από μια εργαζόμενη μητέρα

Είμαι μια εργαζόμενη μητέρα τριών παιδιών. Το περασμένο Σάββατο πήρα τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου, ηλικίας 6 και 4 χρόνων, στο “Fun Park” του πολυκαταστήματος Madison στα Λατσιά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον συγκεκριμένο χώρο, μάλιστα οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι πολύ ελκυστικός για παιδιά, με άνεση χώρου και με υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να αναρωτηθώ: στα παιδιά ποιων γονέων απευθύνεται;

Το «εισιτήριο» για δύο παιδιά, μαζί με ένα στοιχειώδες παιδικό γεύμα, στοιχίζει 20 ευρώ. Ο καφές για τον ενήλικα που τους συνοδεύει, ας πούμε ένα καπουτσίνο, στοιχίζει 3.80 ευρώ. Μία βόλτα στο τρενάκι, που διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, κοστίζει 2 ευρώ ανά παιδί. (Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει πότε τα 2 ευρώ απέκτησαν στη χώρα μας τόσο ευτελή αξία;) Δεν γνωρίζω τους ιδιοκτήτες του Fun Park, ούτε μπορώ να ξέρω με ποια λογική κοστολογούν τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Ωστόσο, αρνούμαι να πέσω στην παγίδα του ενοχικού Κύπριου γονιού που, γαλουχημένος από αρχαιοτάτων χρόνων στην παραδοσιακή νοοτροπία «Δεν θα λείψει τίποτε στα παιδιά μου», δέχεται αδιαμαρτύρητα να πληρώνει 3.80 ευρώ για έναν καφέ. Αντιλαμβάνομαι ότι, εφόσον πρόκειται για ιδιωτική επιχείρηση, το Fun Park δεν παρακαλεί κανέναν να το επισκέπτεται. Εγώ όμως, παρακαλώ όλους τους γονείς που αναζητούν ενδιαφέροντες και ασφαλείς χώρους για να ψυχαγωγούν τα παιδιά τους, να δηλώνουν με παρρησία πότε θεωρούν ότι το αντίτιμο αυτής της ψυχαγωγίας προσβάλλει τη νοημοσύνη τους. Δεν είναι ντροπή να λέμε στα παιδιά μας «Δεν μπορώ να σε ξαναπάω εκεί, διότι στο δικό μας σπίτι το χρήμα δεν ρέει άφθονο». Ντροπή θα είναι, σε δέκα χρόνια από τώρα, να τους πούμε: «Δεν έχω χρήματα να σε σπουδάσω, διότι τα σκόρπισα σε υπερτιμημένους παιχνιδότοπους».

«Με βίασαν, δεν αντέχω τόσο βρώμικο μυστικό»

Από παιδί, η μοίρα τα ‘φερε έτσι, που ένα ερώτημα βασάνιζε τη σκέψη μου. Τότε βέβαια, οι λέξεις ήταν ανακατεμένες στο κεφάλι μου. Οι απορίες μπλεκόντουσαν με τα συναισθήματά μου και οι απαντήσεις έμοιαζαν με σπαζοκεφαλιά, που μόνον οι ευφυείς μπορούσαν να λύσουν.

Να μην πολυλογώ, με τα χρόνια η απορία βρήκε τη θέση της στο κέντρο της ψυχής μου: Πόσο αντέχει να πονά ο άνθρωπος; Πόσα στραπάτσα καταπίνει; Πότε λες «φτάνει τόσος πόνος»;

Κάθε τόσο, με κείνα και με τ’ άλλα, ξαναρωτώ τον εαυτό μου, προσδοκώντας να βρω και την απάντηση. Μη φανταστείτε πως αναρωτιέμαι πόσο διευρύνονται οι αντοχές, μονάχα όταν κάτι δικό μου με πονάει. Δεν χρειάζεται η οδύνη να χτυπά πάντα και μόνο τη δική μου πόρτα, για να μείνω άναυδη μπροστά στο ψυχικό σθένος, στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, στην αντοχή του ανθρώπου που τελειωμό δεν έχει, όσο κι αν ο πόνος σφυροκοπάει τα μηλίγγια. Δεν χρειάζεται να γνωρίζω καν, εκείνον που υποφέρει. Όχι γιατί η ευαισθησία μου απλώνεται φαρδιά πλατιά στο συνάνθρωπο. Ούτε γιατί η δύναμη μου περισσεύει κι αντέχω να «βαστώ» εκείνους που λυγίζουν. Δεν είμαι ούτε καλή κι αγαθή περισσότερο απ’ τον καθένα. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω και να νιώσω τα μέτρα και τα σταθμά μου. Την ανθρωπιά και την απανθρωπιά μου. Τη δύναμη και την αδυναμία μου.

Είναι γι’ αυτό που μου ξανάρθε στο μυαλό «Πόσο αντέχει να πονά ο άνθρωπος», μόλις άκουσα την ιστορία της Λάρα Λόγκαν. Της εδώ και 18 χρόνια πολεμικής ανταποκρίτριας και επικεφαλής των ανταποκριτών του CBS, που ομολόγησε δημοσίως ότι έπεσε θύμα βιασμού στις 11 Φεβρουαρίου κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Της γυναίκας που ομολόγησε ότι επί 40 λεπτά, 200 με 300 άντρες την βίαζαν ανελέητα.

«…Σκέφτηκα, είπε η Λάρα Λόγκαν, ότι όχι μόνο θα πεθάνω εδώ, αλλά θα είναι ο πιο φριχτός και βασανιστικός θάνατος που θα μπορούσα να έχω.

…Τα ρούχα μου είχαν γίνει μικρά, μικρά κομματάκια. Το πιο σοκαριστικό ήταν το πόσο αδίστακτοι ήταν. Χαίρονταν με τον πόνο μου. Όσο ούρλιαζα, τόσο πιο πολύ με κακοποιούσαν!»

Η Λάρα Λόγκαν περιέγραψε την απάνθρωπη εμπειρία της στην εκπομπή «60 Minutes» και στους New York Times, γιατί, καθώς είπε, δεν ήθελε να κουβαλάει ολομόναχη το βάρος «σαν να έχω ένα βρώμικο μυστικό, κάτι για το οποίο θα ντρεπόμουν μια ζωή!»

Η φρικιαστική εμπειρία της δημοσιογράφου, ήρθε, είδε και απήλθε από τα ΜΜΕ. Σε λίγο καιρό, για όλους εμάς θα είναι παρελθόν. Θα την ξεχάσουμε, όπως τόσα και τόσα φρικαλέα συμβαίνουν στη ζωή. Μπορεί να τη ξεχάσω κι εγώ, παρ΄ ότι στ΄ αλήθεια, μόλις άκουσα την ιστορία της ένοιωσα το αίμα μου να παγώνει.

Αυτό όμως που δεν θα λησμονήσω ποτέ και, ίσως, δεν θα λύσω ποτέ μέσα μου, είναι το ερώτημα που έχω από παιδί: «Πόσο πόνο αντέχει ο άνθρωπος;».

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Ο ένας κάνει τη φωνή μας…αγώνα, υπηρετώντας εσχάτως το κόμμα η ηγεσία του οποίου από το 2004 μέχρι εντεύθεν, εκτίθεται υπονομεύοντας κάθε αγωνιστική διάθεση του λαού.

Η άλλη, επιστρατεύθηκε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας –πρόσκαιρα- τα σεμινάρια των αμερικανό-νορβηγών και τις παρουσιάσεις «μελετών» που προδιαγράφουν το έξοχο μέλλον μας αν συγκατανεύσουμε επιτέλους σε κάποιο σχέδιο τύπου Ανάν-Χάνεϊ, για να στελεχώσει τα πάλαι πότε ένδοξα ψηφοδέλτια της κυπριακής αριστεράς. Αλήθεια υπηρετώντας ποιό πολιτικό ή ψηφοσυλλεκτικό σκοπό; Της επιβεβαίωσης ότι το κόμμα έχει πια μη αναστρέψιμα και συθέμελα διαβρωθεί, παλινωδώντας, αποκαθηλωμένο από τις αρχές του στο Κυπριακό αλλά και σε πλείστα κοινωνικοοικονομικά θέματα ή της «ανάγκης» να συγκρατηθούν και να περιμαζευτούν τα ρετάλια του πρώην ΑΔΗΣΟΚ-ΕΔΗ κλπ;

Οι μεν διακηρύττουν ότι κόπτονται για τον απλό άνθρωπο και τις κατακτήσεις του, όμως η αναρρίχηση τους στην εξουσία δεν θα ήταν δυνατή, χωρίς την ανοχή ή και στήριξη σημαντικού μέρους του μεγάλου κεφαλαίου, αυθεντικός εκπρόσωπος του οποίου εφαρμόζει «λαϊκή» πολιτική από το Υπουργείο Οικονομικών. Με επιδόματα ταξιδίων, πολυτελείς αίθουσες φιλοξενίας υψηλών καλεσμένων και ιδιωτικά τζετ, απομακρύνονται σταδιακά από το λαό όπως ακριβώς οι προκάτοχοι ύπατων αξιωμάτων στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι δε, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική κρίση, προϊόν της μολυσματικής και τοξικής λειτουργίας όχι των τραπεζικών επενδύσεων σε ελαττωματικά προϊόντα, αλλά ολόκληρου του καπιταλιστικού οικοδομήματος, χωρίς αναστολές, ζητούν συρρίκνωση των εισοδημάτων των πολλών, προς όφελος των λίγων, προϊδεάζοντας για το τι θα επακολουθήσει της τυχόν δικής τους αναρρίχησης στα χρυσοποίκιλτά δώματα της εξουσίας. Πείθουν αμφότεροι ότι ο καβγάς γι’ αυτήν και μόνο γίνεται.
Οι δυο όψεις του ιδίου πια νομίσματος, όπως λέγαμε σύντροφοι παλιότερα και γελούσαμε σκωπτικά: Νέα Δημοκρατία-ΠΑΣΟΚ, Σοσιαλδημοκράτες-Συντηρητικοί, βρίσκονται σε πλήρη διάταξη ενώπιον μας, λίγες μέρες πριν από την ύψιστη στιγμή της Δημοκρατίας, αποβλέποντας για μια ακόμη φορά να εκμαιεύσουν και να εκμαυλίσουν τη ψήφο μας, με πλαστά διλήμματα του τύπου «ψηφίστε εμάς για να μην ενισχυθούν οι άλλοι», μιντιακή υπεροχή, ισχυρούς εσωτερικούς μηχανισμούς και ατέλειωτο εκλογικό χρήμα.
Οι μεν απρόσωποι- στις προεκλογικές τους πινακίδες προβάλλεται μονοδιάστατα και μονολιθικά το κόμμα, τα σλόγκαν και η «υπευθυνότητα» του. Οι δε, κήνσορες και προπαγανδιστές του ασύδοτου ατομισμού, με πολλά πρόσωπα και προσωπεία, αυτοδιαφημίζονται, ως «λαϊκοί», έχοντες «δυνατή φωνή» κλπ.

Ποιός αλήθεια ξέρει ή θυμάται αν και πόσες νομοθεσίες που προώθησαν ή ευλόγησαν, να εξυπηρετήσουν στόχευαν το ανόθευτο λαϊκό συμφέρον ή αν εκκολάφθηκαν στα δυσώδη και βάθη κάποιου από τους πολλούς λάκκους της διαπλοκής;

Και βεβαίως το Κυπριακό εκτός ατζέντας και συζήτησης! Επί δύο χρόνια, αλληλοϋποστηρίζονταν, με τους μεν, να «πρωτοπορούν» εκχωρώντας εν είδη δώρων και προσφορών, διαπραγματευτικό κεκτημένο στην τουρκική πλευρά και τους δε να σιωπούν συνεργώντας ή να συνεργούν σιωπώντας.
Τώρα όλα αυτά ενόψει εκλογών θα πρέπει να ξεχαστούν, να αποσιωπηθούν, ασχέτως αν αμέσως μετά τις εκλογές, η χιονοστιβάδα που πλάθουν από τα ύψη της Νέας Υόρκης και ετοιμάζονται να μας ρίξουν κατακέφαλα οι κύριοι Πάσκο και Ντάουνερ, θα αποτελείται και από αυτές τις προσφορές.
Θέλουν τη μνήμη μας κοντή και εξασθενημένη για να την ελέγχουν. Θέλουν τη σκέψη μας χειραγωγούμενη. Θέλουν τη βούληση μας ασθενή για να την κατευθύνουν.
Οι εκλογές είναι μια ευκαιρία για όλους να κρίνουν. Χωρίς μνήμη των πεπραγμένων, αυτών που ζητούν τη ψήφο μας, δεν μπορεί να υπάρξει κρίση.
Ας κοιτάξουμε πίσω από τον εικονοπλαστικό συρφετό, τη λεκτική διαιώνιση του τίποτα, τις επιδέξιες αποσιωπήσεις. Ας θυμηθούμε.