Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Τάκης Σινόπουλος



ΜΑΡΙΑ


‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.

Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.

‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,

παράφορη, γυρίζοντας

με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,

σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.

Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.

Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.

Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.

Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου

μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε

κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος

είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος

ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.

Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε

τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό

κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.



ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ



Λάμψε ήλιε

πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·

σε τούτη τη στιφή αγκαλιά

της στάχτης. Λαβωμένο φως

να λούσει τη θρησκεία του σώματος

και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.

‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,

όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,

όπου αναζούν οι καθαρές

κινήσεις των μαστών των πράσινων,

στην περιφέρεια του αδυσώπητου

φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής

γυμνότητας.

Λάμψε ήλιε των νεκρών

ποιητών.

Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,

στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,

στον ηττημένο από τη μέθη του κακού

παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,

πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,

λάμψε ήλιε της φανταστικής

Ελλάδας, η πολυάνεμη,

η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές

του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,

σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς

κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε

της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,

την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,

τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,

ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή

στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,

πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,

χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα

τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.

Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.

Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.

Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.

Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·

κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα

τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα

κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.

Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.

‘Ηλιε,

λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων

της ζωντανής Ελένης, ω

μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός

πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων

κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός

που ξέρει

ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες

ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,

τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο

με την νεκρήν Ελένη.





ΑΝ



Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε

ανάμεσα στα ερείπια.

Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-

νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-

φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που

κοίταζαν λίγο πιο πριν.

Αν το χέρι σου ήταν.

Αν τα μάτια σου.

Αν το χέρι σου.

Αν η λέξη που πήγες να πεις.

Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.

Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.



Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ



Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.



ΕΛΠΗΝΩΡ


Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ʽναι εκείνος.

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;

Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού

ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένασ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.