Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΚΟΛΟΜΒΙΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ: ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ "ΕΙΡΗΝΗ"



Ο πόλεμος στην Κολομβία διήρκεσε 52 χρόνια. Οι νεκροί ανήλθαν στις 250,000. Οι εκτοπισμένοι μετρούνται σε 6,9 εκατομμύρια. Χώρια οι αγνοούμενοι ή «αγνοούμενοι», τουτέστιν νεκροί που υπολογίζονται στις 45,000 ψυχές.
Στις 24 Νοεμβρίου 2016, ο Πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος, βραβευθείς πρόσφατα και με το Νόμπελ Ειρήνης, ένας γιάπης πολυεκατομμυριούχος  και ο ηγέτης των ανταρτών του μαρξιστών ανταρτών του FARC, Ροντρίγκο Λοντόνιο, σε μια λιτή τελετή που πραγματοποιήθηκε στην Μπογκοτά, υπέγραψαν ένα πολύπλοκο αναθεωρημένο-μετά την οριακή απόρριψη του προηγούμενου από τον λαό-κείμενο ειρηνευτικής συμφωνίας, που με βάση μια τουλάχιστον υποφερτή έννοια δικαιοσύνης αποβλέπει στην επικράτηση της ειρήνης στη ματοβαμμένη αυτή χώρα της λατινικής Αμερικής. Η υπογραφή έγινε με ένα στυλό φτιαγμένο από σφαίρα. Το κείμενο προβλέπει μεταξύ άλλων, την αποζημίωση των θυμάτων των Farc και την τιμωρία των υπευθύνων για σοβαρά εγκλήματα.

Θα συγκροτηθούν ειδικά δικαστήρια που θα δικάσουν τους αντάρτες και τους κρατικούς πράκτορες που έχουν εμπλακεί σε εγκλήματα που συνδέονται με τη σύρραξη.

Συνολικά, 48 δικαστές - ανάμεσά τους 10 αλλοδαποί- θα δικάσουν τα άτομα που εμπλέκονται σε σοβαρά εγκλήματα όπως απαγωγές, βιασμοί, αναγκαστικοί εκτοπισμοί ή στρατολόγηση ανηλίκων.

Οσοι θα ομολογήσουν τα εγκλήματά τους θα μπορούν να αποφύγουν τη φυλάκιση και να εκτίσουν εναλλακτικές ποινές. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης 8 έως 20 ετών.

Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των ανταρτών θα τύχει αμνηστίας, όπως ήταν και αναμένομενο, σε μια συμφωνία που επιδιώκει την αποδοχή της και από τις αντιμαχόμενες πλευρές.

Ηδη, οι αντάρτες του FARC, θεωρούνται ουσιαστικά ανενεργοί(αρκετά πριν την υπογραφή της συμφωνίας) και η τυπική παράδοση του οπλισμού τους θα γίνει σε μερικές εβδομάδες.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά που είναι λίγο ή πολύ γνωστά;
Διότι από μια άποψη, η συμφωνία στην Κολομβία, καταδεικνύει με ποιόν τρόπο πρέπει να απονέμεται δίκαιο μετά από μια μακρά πολεμική σύγκρουση, με ποιόν τρόπο πρέπει κανείς να κάνει ειρήνη.
Στην Κύπρο ζούμε τον πόλεμο και τις συνέπειες του εδώ και 44 χρόνια, χρονικό διάστημα που προσομοιάζει με εκείνο της Κολομβίας. Και εδώ υπήρξαν χιλιάδες νεκροί, ακόμη περισσότερες χιλιάδες εκτοπισμένοι καθώς και μερικές χιλιάδες αγνοούμενοι. Στην Κύπρο βρίσκονται υπό εξέλιξη ειρηνευτικές, ας πούμε, συνομιλίες, για τερματισμό της κατοχής και επικράτηση της «ειρήνης»…
 Ποιάς ειρήνης; Όταν υπάρχει αμοιβαία βούληση, η ειρήνη έρχεται νομοτελειακά. Η πραγματική ειρήνη δεν χρειάζεται εκστρατείες εκφοβισμού για να επιβληθεί. Επιβάλλεται ως λύτρωση, κάθαρση, ανακούφιση, γιορτή της ψυχής. Δεν εξαρτάται και κυρίως δεν προωθείται μέσα από πανηγυράκια και χρηματοδοτούμενες εκδηλώσεις. Δεν λέμε κι εδώ ότι είμαστε όλοι Κύπριοι όπως στην Κολομβία; Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Τι άλλο από το να εξουδετερώσουμε την τουρκική και ξένη παρεμβατικότητα και κηδεμονία στις υποθέσεις μας. Διότι ουσιαστικά το πρόβλημα δεν είναι αναμεταξύ μας, εμείς, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, παιδιά της ίδιας πατρίδας, έχουμε έναν κοινό εχθρό: Την Τουρκία.
 Ωστόσο, όλοι οι οιωνοί δεικνύουν ότι και αυτή τη φορά, παρά το ότι δεν υπάρχει στο τραπέζι ένα εκ των έξω ετοιμασθέν διχοτομικό σχέδιο, το τελικό αποτέλεσμα δεν θα διαφέρει και πολύ από εκείνο του 2004.
Διότι δεν έχει και τόση σημασία, όπως ο μεσολαβητής του ΟΗΕ διακηρύσσει, αν πρόκειται για «κυπριακή» λύση, όσο αν αυτή η λύση θα αποτελεί κάτι διαφορετικό.

Τα σημάδια
---------------
Ποιοι είναι οι οιωνοί και οι ενδείξεις;

-          Συμφωνήθηκε όχι η μετατροπή του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας  στις ανάγκες μιας ομοσπονδιακής δομής, αλλά η κατάργηση του υφιστάμενου Συντάγματος και η δημιουργία νέου. Τουτέστιν καμία μετεξέλιξη της ΚΔ, αλλά ένα νέο κράτος, μια γνήσια παρθενογένεση με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει (α-δυνατότητα επιστροφής στην προτεραία κατάσταση αν αυτό το νέο κράτος διαλυθεί)
-          Εξισώνεται το 9% του συνολικού πληθυσμού(βλέπε στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας Νοέμβριος 2016) με το 82% σε όλες σχεδόν τις δομές της πολιτειακής και κοινοβουλευτικής εξουσίας, δημιουργώντας ένα εν δυνάμει σοβαρό αίτιο μόνιμης αναταραχής και αισθήματος αδικίας
-          Δημιουργείται ένα πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά (συγκρίνεται μόνο με εκείνο της Βοσνίας) δυσλειτουργικό μόρφωμα με κύριο χαρακτηριστικό του την ανημποριά να λαμβάνει-σ’ έναν κόσμο που κινείται με ταχύτητες υψηλές-γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις
-          Κυοφορείται η ιδέα μακρών μεταβατικών περιόδων για τα καυτά θέματα των τουρκικών εγγυήσεων και της παραμονής τουρκικού στρατού που το μόνο που διασφαλίζουν είναι την εσαεί τουρκική εποπτεία επί της Κύπρου
ο 
      Ολοι οι έποικοι παραμένουν είτε δια της πλαγίας είτε δια συμφωνηθέντων ρυθμίσεων. Η μη ικανότητα κοινωνικής ενσωμάτωσης τους καθώς και η προοπτική συνεχούς χειραγώγησης τους από το τουρκικό καθεστώς , θα συνιστά μια μόνιμη πηγή αποσταθεροποίησης

τ    Τα οικονομικά της κυοφορούμενης δαπανηρότατης λύσης ώστε να ανοικοδομηθεί και να συντηρηθεί αυτό το τρικέφαλο νέο κράτος. θα φορτωθούν στον ήδη εξουθενωμένο Κύπριο πολίτη αφού καμία ουσιαστική συνεισφορά διαφαίνεται ή απαιτείται είτε από το εξωτερικό είτε από τον ούτως ή άλλως οικονομικά καταρρέοντα εισβολέα (Τουρκία). Αυτό θα συμβεί μέσω ενός δανείου-μαμούθ (ΔΝΤ,Ευρωπαϊκοί Μηχανισμοί) και συνεπακόλουθα, την επιβολή ακόμη ενός πολύχρονου μνημονίου
Εν κατακλείδι, ενώ οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται από τους Κύπριους ηγέτες, το αποτέλεσμα τους, μια και φτάσαμε όπως μας λένε στο τέλος του δρόμου, εμφανίζει ομοιότητες εκπληκτικές με το επιδιαιτητικό αποτέλεσμα των προηγούμενων διαπραγματεύσεων το 2004,  το οποίο είχε απορρίψει ο λαός.
Σίγουρα ο κίνδυνος πλήρους τουρκοποίησης των κατεχομένων σε περίπτωση ναυαγίου είναι υπαρκτός. Όχι προσάρτησης, διότι αυτό δεν συμφέρει στην Τουρκία, αλλά μιας ντε-φάκτο τουρκοποίησης. Σε τι  θα φταίει όμως ο λαός αν απορρίψει την νομιμοποίηση των τετελεσμένων διότι ενώπιον του δεν παρουσιάστηκε μια ασφαλής προοπτική για το μέλλον του που να καθησυχάζει το πανίσχυρο ένστικτο της επιβίωσης του; Σε τι θα φταίει ο λαός αν τελικά επιλέξει την αβέβαιη σταθερότητα, από μια συμφωνία που δεν θα περιέχει στοιχειώδεις κανόνες δικαίου και βιωσιμότητας και θα αντίκειται στην ίδια την κοινή λογική, ασύμβατη με τις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου για πλήρη κατοχύρωση όλων των θεμελιωδών του δικαιωμάτων;
Σε τι θα φταίει ο λαός, αν για ακόμη μια φορά όπως το 2004, αγοράσει ελπίδα και όχι ένα μη αναστρέψιμο, ζοφερό μέλλον;

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

TΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΑΣΗ

Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη, που φέρει τίτλο «Πληγείσες περιοχές», αποτελείται από 35 ποιή
ματα χωρισμένα σε 5 ενότητες:
α) τις παιδικές μνήμες, δικές του ποιητή και των παιδιών του,
β) την καθημερινότητα και τα βιώματά της,
γ) τα υπαρξιακά ζητήματα, με έμφαση στο θάνατο,
δ) τα ερωτικά ποιήματα με θέμα τη γυναίκα και
ε) τα ερωτικά ποιήματα με θέμα την ποίηση, που στην ουσία πρόκειται περί ποιημάτων ποιητικής. Τα τρία εναρκτήρια ποιήματα της συλλογής: α) «Ο κρότος των λέξεων τους» (σελ. 9), β) «Κάταγμα» (σελ. 10) και γ) «Δουλειές του ποδαριού» (σελ. 11) είναι αφιερωμένα στους τρεις γιους του ποιητή, Ορέστη, Άρη και Θεόδωρο. Πρόκειται για ποιήματα γεμάτα τρυφερότητα, φαντασία αλλά και μιας μορφής υπερβατικότητα. Ο ποιητής ενίοτε συ μπλέκει, αλλά πιο συχνά συνθέτει εικόνες μαγικού ρεαλισμού με τα παιδιά του πρωταγωνιστές:

«Κάποτε τον φωνάζουν και σε άλλες δουλειές
κάποτε τον φωνάζουν από τους ουρανούς
να κάνει τον άγγελο να ανεβάσει τους πληγωμένους». (σελ. 11)

Ο ποιητής ανασύρει από την παιδική του μνήμη μικρά περιστατικά, ευτράπελα αλλά συνήθη για κάθε παιδί κάθε εποχής. Και με τη διόπτρα της σημερινής του ωριμότητας, τα ανασυνθέτει, σημασιολογώντας τα πλέον αλλιώτικα και με συμπεράσματα που άλλοτε συγκινούν με την ευαισθησία και την τρυφερότητα τους, και άλλοτε τέρπουν με την ειρωνεία, την καυστικότητα και τον χλευαστικό σαρκασμό τους:

«…η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά». (σελ. 15)


Ο Γ.Χ. είναι κατά βάση ενδοσκοπικός ποιητής, γιατί είτε στα παιδιά του αναφέρεται, είτε στις δικές του παιδικές μνήμες, είτε στα βιώματα από τη σύγχρονη καθημερινότητα, είτε με ζητήματα αισθητικής καταπιάνεται, είτε με την ερωτική θεματική, διυλίζει τα πάντα μέσα του. Από τον εσωτερικό του κόσμο αντλεί για τις όποιες «εξωτερικές» ή φαινομενικά εξωστρεφείς επισημάνσεις και παρατηρήσεις του. Ανεξαρτήτως θεματικής, λοιπόν, θεωρώ τα ποιήματά του – σ’ αυτή την συλλογή και όχι μόνο - ως ποιήματα εσωτερικού, ιδιωτικού χώρου. Ό,τι και όποια ζητήματα κι αν θίγει ο ποιητής, για τον εαυτό του μιλά, για όσους περιβάλλει και τον περιβάλλουν με αγάπη, για την προσωπική του ιστορία και τον προσωπικό του μύθο. Ακόμη και οι άλλοι στους οποίους αναφέρεται, όπως π.χ. στο ποίημα « Ένας Ανδρέας» (σελ. 21) αντιφεγγίζονται μέσα από την δική του ιδιοσυστασία και υπόσταση. Από την άλλη, σχεδόν δεν υπάρχει ποίημα του Γ.Χ. που να μην εμπερικλείει μέσα του πτυχές, ρανίδες, ιχνοστοιχεία ή και αδρές, ευθείες νύξεις περί ποιητικής και αισθητικής. Οι πεποιθήσεις του ποιητή γι’ αυτά τα καίρια ζητήματα, που απασχολούν άλλωστε κάθε δημιουργό, διαχέονται στα ποιήματα του, άλλοτε ακροθιγώς και άλλοτε με κάποιου βαθμού πληθωρικότητα, αλλά δεν απουσιάζουν ποτέ.
Π.χ. στο ποίημα: «Πίνακας στο μέσον του Αιγαίου» (σελ. 28) βλέπουμε την τεράστια σημασία που αποδίδει ο ποιητής στη μνήμη της εικόνας, της εικόνας που αποθηκεύεται επιμελώς για να επανέλθει αργότερα, επεξεργασμένη και αναπλασμένη, υπό μορφή καλλιτεχνικού δημιουργήματος.

Και στη νέα συλλογή του Γ.Χ., όπως και στις πλείστες προηγούμενες, βρίσκει τρόπο έκφρασης και η κοινωνική ευαισθησία. Εδώ το ουμανιστικό πρόσωπο του ποιητή συμπλέκεται με τις υπαρξιακές του αναζητήσεις. Π.χ. στο «Ιαπωνικό παραμύθι» (σελ. 33), ο ποιητής μιλά για «γνήσια φτώχεια» που μπορεί ν’ αφανίσει «μια οικογένεια / μια ολόκληρη γενιά». Και μπροστά σε αυτά τα δραματικά δρώμενα, με αφοπλιστικό κυνισμό, υπενθυμίζει ότι «…εμφανίζεται / κάποτε στον κόσμο / ένα είδος αδιάφορης αθωότητας». (σελ. 34)


Δεν υπάρχει ποιητική συλλογή του Γ.Χ. όπου να μην θεματοποιείται, μοναδικά σε κάθε περίπτωση, ο τραγικός και συνάμα προδοτικός Ιούλης του 1974, άλλοτε ως παιδική μνήμη και άλλοτε ως σύγχρονο βίωμα και παρεπόμενο εκείνης της τραγωδίας. Η συλλογή «Πληγείσες περιοχές» δεν αποτελεί εξαίρεση.
Θα ήθελα ν’ αναφερθώ συνολικά στα ποιήματα: «Ο γέρο Γιωρκής» (σελ. 40), «Το συρτάρι» (σελ. 41) και «Φτηνά τη γλύτωσε ο Σωτήρης» (σελ. 42), όπου λειτουργεί ο συγκινησιακός αιφνιδιασμός του αναγνώστη, το βίωμα του σήμερα ως απότοκο του ’74 και ένα σέβας απροσμέτρητο στα θύματα εκείνης της μεγάλης τραγωδίας, που στιγμάτισε και μοιραία στιγματίζει και θα στιγματίζει εσαεί την πατρίδα μας. Παραθέτω ολόκληρο

«Το συρτάρι»
«Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάμει πολλά
αλλά δεν του βγήκε,
κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
    Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι
    παρόμοιο μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
    είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι / για να το
γλείψει αργότερα». (σελ. 41)

Το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της συλλογής, κατά την άποψή μου, είναι «Η ανεμόσκαλα» (σελ. 51) και λυπούμαι που λόγω χώρου δεν μπορώ να το παραθέσω ολόκληρο, ενώ η αποσπασματική παράθεση θα το αδικούσε κατάφωρα. Περιορίζομαι να πω ότι η τρυφερότητα αναδεικνύεται
ως ένα από τα κύρια εφαλτήρια για τις ποιητικές ανατάσεις του Γ.Χ.
Ο Γ.Χ. σπάνια λειτουργεί με αφοριστικές προσεγγίσεις στην ποίησή του. Όταν το πράττει όμως είναι καίριος, ευθύβολος, και εύστοχος:

«Δεν υπάρχουν γυναίκες
χωρίς αλυσίδες δεν υπάρχουν γυναίκες
ικανές να μην τις σπάσουν και δεν υπάρχουν γυναίκες
που το καταλαβαίνουν
πριν τις σπάσουν». (σελ. 52)

Οφείλω να ομολογήσω ότι απόλαυσα ιδιαίτερα την τελευταία ενότητα του βιβλίου με τα πέντε ποιήματα ποιητικής όπου ο Γ.Χ. συνομιλεί με ομότεχνους του
ποιητές, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Θα τα χαρακτήριζα όλα αμεσότατα,
ολόδροσα και με γενναία δόση χιούμορ. Δεν έχω παρά να ευχηθώ καλή συνέχεια
στον ποιητή Γ.Χ.

ου Γιώργου Φράγκου, Φιλελεύθερος, 7 Νοεμβρίου, στήλη ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

"Η ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΛΕΙ ΤΡΕΛΑ"

Ο Σωτήρης Παστάκας, εξ Ελλάδος βραβευμένος ποιητής, μεταφραστής, εκδότης, μπλόγκερ, βρίσκεται στην Κύπρο με αφορμή δυο εκδηλώσεις του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, αφιερωμένες στον ίδιο και στο έργο του. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 11 του μηνός και η δεύτερη έπεται στις 17 Οκτωβρίου, στο Θέατρο Ένα στη Λευκωσία. Άδραξα την ευκαιρία μιας συνομιλίας μαζί του, η οποία περιστράφηκε κυρίως, γύρω από τη μεγάλη του αγάπη, την ποίηση, γενεσιουργό στοιχείο γραφής της οποίας θεωρεί μια ιδιότυπη τρέλα, παρά την προσκόλληση σε κανόνες. Δεν μείναμε όμως μόνο σε αυτό. Ο Παστάκας, αναφέρεται στην ανάγκη αναστήλωσης μιας ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ειδών της Τέχνης ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άνθιση τους. Μιλά για τις παλαιότερες και νεότερες ποιητικές γενιές και εκφράζει απόψεις που θα συζητηθούν. Ανεβάζει υψηλά το επίπεδο της καλής κυπριακής ποίησης, και μιλά με ελπίδα για φωνές της νέας γενιάς Ελλήνων λογοτεχνών που ήρθαν, έρχονται ή ακολουθούν. Οντας ψυχίατρος στο επάγγελμα, αναλύει τη διαδραστικότητα ψυχιατρικής-ποίησης, εξηγεί πώς τον βοήθησε στην καλύτερη πρόσληψη του ποιητικού αντικειμένου.
Τέλος, εκμυστηρεύεται ότι καλή ποίηση μπορεί να γραφτεί και χωρίς κατανάλωση...αλκοόλ, κάτι που επιτυχημένα άρχισε να εφαρμόζει και ίδιος.

 
UPPER PΑΤΗ
Στον Νίκο Λέκκα

Γυρεύω το μνήμα μου και δεν το βρίσκω,
Θεέ μου,
πενήντα χρόνια σε προσκαλώ να με πάρεις
κι εσύ δεν απαντάς στις προσευχές μου.
Έλα, οδήγησέ με στα υψηλά
και τα πρόσχαρα.
δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι μου
να κλάψω.
Έλα οδήγησέ με στο υψηλότερο μονοπάτι,
στον ώμο σου να γείρω και να κλάψω.
Επειδή πολλοί ευχήθηκαν να πεθάνω,
κι εγώ απ’ την πλευρά μου
επιθύμησα τον θάνατο αναρίθμητων άλλων.
Το μνήμα μου γυρεύω και δεν το βρίσκω.

Κύριε,
είναι νόμος αφού εγώ δεν σκότωσα,
κάποιος να με σκοτώσει.
Να με προλάβει
κάπου εκεί στην Ελευθερίου Βενιζέλου,
υπό τους ήχους των ελληνάδικων
χιπ χοπ, εδώ σκότωσαν ολόκληρο ροκ
– τι τους είναι να φάνε τον Παστάκα;

Τον τάφο μου
δείξε με Κύριε, εν τη ευσπλαχνία σου,
να αποθέσω πρώτος εγώ
το ακάνθινο στεφάνι,
από όλους τους ομότεχνους
τους τεθλιμμένους συγγενείς
τους απαρηγόρητους φίλους,
πριν λάχει και τους πω
πόσο ωραίος είναι ο θάνατος
και ο νεκρός ευγνώμων.

Ψάχνω τον τάφο μου
και δεν τον βρίσκω,
στο τριάρι μου στη Νέα Σμύρνη,
στις ράγες του Τραμ,
στα υπερυψωμένα σίδερα
της Λεωφόρου Συγγρού,
στις διαβάσεις πεζών της παραλιακής,
στις αφύλακτες του ΟΣΕ,
στο μονόζυγο του αλκοόλ,
στα ακροβατικά της καύσης
του τσιγάρου,
σαν άλλος αναστενάρης πάνω στην καύτρα του
κάνε με φως
Κύριε.
Λαμπάδιασέ με.
 

Eρ. Σωτήρη Παστάκα, πόσα χρόνια διαρκεί η διαδρομή σου στα λογοτεχνικά πράγματα;

Απ. Κλείνω σχεδόν 40 χρόνια. Ξεκίνησα να δημοσιεύω το 1980 στο λογοτεχνικό περιοδικό “Το Δέντρο” του ποιητή Κώστα Μαυρουδή. Ήταν πολύ αυστηρός, αλλά αυτό με βοήθησε διότι η πρώτη μου συλλογή, που βγήκε το 1986, είχε μόνο είκοσι ποιήματα και επέμενε ο Κώστας σε αυτό. Ήθελα να βγάλω σαράντα-πενήντα, αλλά με σταμάτησε.

Ερ. Στη λογική του ότι στην ποίηση είναι πιο σημαντικό να ξέρεις να αφαιρείς παρά να προσθέτεις;

Απ. Ναι, αυτό σε κάνει ποιητή...


Ερ. Κι αυτό δεν μαθαίνεται εύκολα...

Απ. Το να πετάξεις είναι το δύσκολο, το να γράψεις είναι πολύ πιο εύκολο. Είναι κάτι που πρέπει να το παλέψεις για να το πετύχεις.

Ερ. Ποιους θεωρείς πυλώνες έμπνευσης για σένα, τουλάχιστον, στα πρώτα σου βήματα;

Απ. Πρώτος απ’ όλους ο Καβάφης. Τον διάβασα όταν ακόμα απαγορευόταν. Ήταν σκάνδαλο να σε δούνε να διαβάζεις Καβάφη τότε. Ο Μπόρχες είναι επίσης μια μεγάλη αγάπη. Τα δοκίμια και τα ποιήματα του με έχουν καθορίσει σε σημαντικό βαθμό. Από τους πιο σύγχρονους, ο νομπελίστας, ο Ιωσήφ Μπρόντσκι. Τον άκουσα το 1980 στη Ρώμη σε ένα φεστιβάλ ποίησης. Όταν άρχισε να απαγγέλλει, του βγήκε ένα πηγαίο κλάμα. Μεγάλη τιμή ήταν για μένα και η αλληλογραφία με τον Θεσσαλονικιό μας ποιητή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Είχαμε τακτική αλληλογραφία και πολλές φορές με κατηύθυνε, με συμβούλευε. Η ποίηση του αποτέλεσε για μένα ένα ακόμη φάρο.

Ερ. Σου συμβαίνει όταν διαβάζεις κάτι που σε διαπερνά, μπορεί να είναι ένας στίχος, ένα ποίημα, να σου προκαλεί τέτοια διεργασία, ώστε να θέλεις αμέσως να γράψεις;

Απ. Πολύ συχνά. Η λογοτεχνία είναι πηγή έμπνευσης, ιδεών, συναισθημάτων. Γι’ αυτό πρέπει να διαβάζουμε. Όταν μπαίνω σε κατάσταση απραξίας, ανοίγω ένα βιβλίο, και τότε όλα έρχονται.

Ερ. Ο Σεφέρης είχε πει ότι στη λογοτεχνία δεν υπάρχει παρθενογένεση...

Απ. Αυτό ακριβώς. Το αντίθετο είναι ένας μύθος της αναγεννησιακής περιόδου. Έλεγαν για έναν μεγάλο καλλιτέχνη πως όταν γεννήθηκε, κατέβηκε ένας αητός από τον ουρανό και κάθισε πάνω στην κούνια του. Ότι δηλαδή η γέννηση του ήταν θεόσταλτη και θεόπνευστη. Αυτή η αντίληψη πέρασε και στο Ρομαντισμό. Δεν ισχύουν αυτά βέβαια, εμείς το ξέρουμε καλά.

Ερ. Η ιδιότητα σου ως ψυχίατρος, σε βοήθησε ή σου έβαλε εμπόδια στον ποιητικό σου δρόμο; Ο Φρόιντ πίστευε πως οι ποιητές αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη ψυχή καλύτερα από τους ψυχιάτρους.

Απ. Η ψυχιατρική με βοήθησε στην οργάνωση της σκέψης μου. Είναι υπεράνω του καλού και του κακού, οπότε σου δίνει μια ελευθερία στη σκέψη και στη δράση. Αυτό στην ποίηση μετατρέπεται σε ελευθερία στην έκφραση. Κάποιοι αργούν να την αποκτήσουν, κάποιοι την αποκτούν γρήγορα. Μέσα στον ποιητή υπάρχει φόβος να δοκιμάσει τα όρια του. Μην ξεχνάς, Γιώργο, ότι στα πρώτα μας βιβλία όλοι μας προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι ξέρουμε να γράψουμε. Οι πιο τυχεροί από μας, μετά από αυτό το στάδιο, αν τα καταφέρουν, απελευθερώνονται.

Ερ. Χρειάζεται μια συσσώρευση γνώσης, εμπειριών, άσκησης για να “πατήσεις” πάνω τους και να προχωρήσεις, να φτάσεις στην εκδίωξη του φόβου, δεν νομίζεις;

Απ. Έτσι είναι και υπό αυτό το πρίσμα η ψυχιατρική με βοήθησε. Πριν τριάντα χρόνια στην Αθήνα έλεγαν ότι ο ψυχίατρος είναι το μαξιλαράκι της κοινωνίας. Έρχεται σε επαφή με όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αυτός ήταν ο πλούτος που κέρδισα. Είχα πελάτες πάμπλουτους, αλλά και πάμφτωχους. Γι’ αυτό, όταν με ρωτούσαν πόσο κοστίζει η επίσκεψη, τους έλεγα από μηδέν μέχρι...

Ερ. Πότε ένιωσες ότι έχεις κατακτήσει τα εκφραστικά σου μέσα, ότι έχεις διαμορφώσει μια προσωπική φωνή;

Απ. Μετά τα πρώτα τρία μου βιβλία, ένιωσα αυτό το πράγμα. Το 1994 έγινα μέλος στην Εταιρεία Συγγραφέων. Ήδη είχα πιστεύω την αγάπη και την εκτίμηση των ομότεχνων, όμως το να μπεις στην Εταιρεία ήταν κάτι σημαντικό εκείνη την εποχή. Στο τρίτο μου βιβλίο, εκεί αισθάνθηκα πιο ελεύθερος. Αφέθηκα. Το πιο σημαντικό στην ποίηση, πέραν από τη δομή, την αυστηρή τήρηση κάποιων, κανόνων, είναι η “τρέλα”. Το διατύπωσε όσο καλύτερα γίνεται ο Γιώργος Λαζόγκας, ο Λαρισαίος ζωγράφος, ο οποίος είπε πως όταν στέκεται μπροστά στο καβαλέτο και αρχίζει να ζωγραφίζει, “περιμένω το πρώτο δημιουργικό μου λάθος”. Οι καλύτεροι μου πίνακες, είχε πει, είναι αυτοί που άρχισαν με μια λάθος πινελιά.

Ερ. Έχεις στη σκέψη σου κάποιους στίχους, ίσως κι ένα μικρό ποίημα. Λες τι εύκολα που το συνέλαβα. Κι όμως όταν μετά καθίσεις να το γράψεις, ενώ θυμάσαι τις λέξεις, το ποίημα έχει φύγει. Είναι η ποίηση μια ειδική κατάσταση;

Απ. Το είπε παραστατικά ο Μίκης Θεοδωράκης. Η ποίηση είναι όπως η λάβα. Άμα την αγγίζεις νωρίς καίγεσαι, αν την αφήσεις για μετά τη βρίσκεις πέτρα. Θεωρώ όμως τον εαυτό μου ποιητή του βλέμματος, υπό την έννοια ότι με συγκινούν οι εικόνες που βλέπω, οπότε αν μια εικόνα μου “καρφωθεί” μπορεί να περάσουν και χρόνια για να τη γράψω ως ποίημα. Μου συνέβη με τις “Προσευχές για φίλους” που τις έγραφα δώδεκα χρόνια. Ήμουνα βέβαια και εγκλωβισμένος, μπλοκαρισμένος, προσωπικά γεγονότα, ένας δυστυχισμένος γάμος κ.λπ.

Ερ. Χρειάζεται δηλαδή μια αποστασιοποίηση από τα γεγονότα πολλές φορές...

Απ. Λένε πως αν είσαι ερωτευμένος με μια γυναίκα και της γράψεις ποίημα, τότε έχει τελειώσει η ιστορία. Άρα, όσο το ζεις, δεν έχεις ανάγκη να το γράψεις.

Ερ. Η κατάσταση στην Ελλάδα αποτελεί πηγή έμπνευσης για σένα ή αιτία απομάκρυνσης από την πραγματικότητα;

Απ. Για μένα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης. Και πολύ νωρίς μάλιστα. Επανέρχομαι στο θέμα “ψυχιατρική” και πώς με βοήθησε. Πέραν των ακαδημαϊκών γνώσεων, αποκτάς μια “όσφρηση”, μαθαίνεις να μυρίζεσαι το περιστατικό. Το 2009 βρέθηκα άνεργος από την κλινική στην οποία δούλευα, οπότε έζησα στο πετσί μου την κρίση ακριβώς στην αρχή της, οπότε το 2010 έβγαλα την ποιητική συλλογή “Το χαμένο κορμί”, η οποία έχει μεταφραστεί είτε ολόκληρη είτε τμηματικά σε 12 γλώσσες. Αυτοί οι στίχοι, ας πούμε, πρόβλεψαν αυτό που ερχόταν, χωρίς φωνές διαμαρτυρίας, χωρίς να έχουν εξεγερτικό χαρακτήρα, απλώς το είπαν. Δεν μ’ αρέσουν οι ψεύτικες ποιητικές εξεγέρσεις. Μετά από τόσα χρόνια μνημόνιο στην Ελλάδα δεν υπάρχει εξέγερση, ούτε καν αμφισβήτηση θα έλεγα… (γέλια)

Ερ. Η ποίηση μπορεί να δώσει ελπίδα, να εκδιώξει έστω για λίγο το σκοτάδι της πραγματικότητας που μας περιβάλλει;

Απ. Υπάρχουν τέτοιες φωνές, τσακισμένες φωνές, αλλά που ασκούν μια γοητεία.

Ερ. Μαζί με άλλους ομότεχνους, ιδρύσατε πριν 12 χρόνια το ΠΟΙΕΙΝ, μια ιστοσελίδα, βασικά ποίησης με ίσως τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στην Ελλάδα, το οποίο, αφενός, εξελίχθηκε σε μια βάση λογοτεχνικών δεδομένων. Αφετέρου δίνει την ευκαιρία σε νέους λογοτέχνες να δημοσιοποιήσουν τις απόπειρες τους, το έργο τους, ενώ φιλοξενούνται και μεταφράσεις σπουδαίων αλλόγλωσσων ποιητών. Είναι αυτό προϊόν μια στάσης ζωής;

Απ. Ναι είναι μια στάση ζωής. Αυτή η ιστορία ξεκίνησε ως ένα προσωπικό μπλοκ. Σιγά σιγά εξελίχθηκε σε αυτό που είναι σήμερα με πάνω από τρεισήμισι χιλιάδες αναρτήσεις ως τώρα. Ο πρώτος που δημοσίευσα ήταν ο δεκαενιάχρονος τότε ποιητής Μιχάλης Παπαντωνόπουλος. Με ρωτάνε συχνά, λεφτά δεν παίρνεις, διαφήμιση δεν έχεις, γιατί το κάνεις; Το κάνω γιατί μ’ αρέσει! Εγώ «ήμουν των περιοδικών». Όπως ανέφερα, συνεργάστηκα με Το Δέντρο, μετά με το Πλανόδιο όμως κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι τα περιοδικά οδηγούνται σε αδιέξοδο. Ανακύκλωναν συνεχώς τους ίδιους ανθρώπους. Τα ίδια ονόματα. Σκέφτηκα λοιπόν ότι πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο. Με το ΠΟΙΕΙΝ πετύχαμε και στο συγχρονισμό, εμφανίστηκε την περίοδο όπου τα ιστολόγια απογειώνονταν. Στο Πανεπιστήμιο Κύπρου πριν λίγες μέρες μου έλεγαν οι καθηγητές ότι το ΠΟΙΕΙΝ στις διαδικασίες αναζήτησης από τους φοιτητές τους στο διαδίκτυο, βγαίνει συνήθως πρώτο. Όσον αφορά τις μεταφράσεις , πιστεύω φανατικά στη χρησιμότητα τους, είμαι και ο ίδιος μεταφραστής. Δεν αρκεί να έχεις μόνο πρωτογενή παραγωγή λογοτεχνίας, χρειάζονται και μεταφράσεις δικών σου και ξένων. Είναι ένα απόκτημα, ένας απίστευτος πλούτος.

Ερ, Καθιέρωσες τη στήλη Savoir Vivre για νέους λογοτέχνες, όπου δημοσιεύσεις συμπυκνωμένα κείμενα σου, άλλοτε καυστικά, άλλοτε παραινετικά. Τι θες να πετύχεις με αυτό;

Απ. Δεν ξέρω αν πετυχαίνω αυτό που θέλω. Στο χώρο της λογοτεχνίας δεν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις πολλά λάθη. Κοιτάζω να υποδεικνύω τις κακοτοπιές στους νέους λογοτέχνες. Βάζω διάφορους ψυχαναγκασμούς στη γραφή μου, τοποθετώ εμπόδια στον εαυτό μου, αυτοπεριορίζομαι για να είμαι πιο ουσιαστικός.

Ερ. Πώς αξιολογείς τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα; Τους νέους που έρχονται, τους παλιούς που προσπαθούν, ίσως, να κρατήσουν τις θέσεις τους.

Απ. Οι περισσότεροι από τους παλιούς θα ήταν καλό να κάνουν λίγο στην άκρη. Ό,τι είχαν να πουν το είπαν, η γενιά του `70 έχει “πεθάνει” εδώ και πολλά χρόνια. Οι περισσότεροι μάλιστα έχουν σταματήσει να γράφουν και αυτό ήταν σωστό. Δεν μιλώ για όλους βεβαίως. Κάποιοι έβγαλαν και τα άπαντα τους, και όπως είπε και ο ποιητής μας Θανάσης Κωσταβάρας, για να βγάλεις τα άπαντα σου σημαίνει ότι αισθάνεσαι πως έχει τελειώσει. Είναι μια πράξη παραδοχής και ήττας. Υπάρχει μια άλλη αξιόλογη γενιά στην οποία ανήκουν ο Δάγλας, ο Λαλιώτης, ο Βλαβιανός, ο Μπλάνας, ο Ζέρβας κ.ά. Αλλά θέλω ειδικά να αναφερθώ στη γενιά των σαραντάρηδων-πενηντάρηδων, η οποία βρίσκεται στο ενδιάμεσο, είναι συμπιεσμένη και δεν έχει βρει τη στέγη της, είναι κάπου παραμερισμένη, διότι από πίσω έρχονται με φόρα οι νεότεροι και από μπροστά οι παλαιότεροι με γνωστό έργο. Η αναζήτησή μου για νέες φωνές, άρχισε με το ΠΟΙΕΙΝ, συνεχίστηκε με το βραχύβιο Αψέντι του μακαρίτη Γιώργου Δρανδάκη, και μετά την αποχώρησή μου από το Πλανόδιο το 2007 με τη Θράκα κι από το 2015 με τα Φτερά χήνας.
 
Η ΝΗΣΟΣ Χίος ως
παρωνυχίδα εισφρύει
κι επανέρχεται.
Με απομακρύνει ο κνησμός,
αρχαίος χρησμός
και παροξύνομαι.
Πρέπει ν’ απομακρύνθηκα πολύ.
Να φανταστείς,
πως εδώ που βρίσκομαι,
τη θάλασσα τη λένε Ιόνιο.
 


Ερ. Έχεις στραμμένο το βλέμμα στην κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή. Τι βλέπεις;

Απ. Από το 2007 με έμπασε στο νόημα ο φιλόλογος Γιώργος Μύαρης. Ανάπτυξα φιλία με τον ποιητή Λεύκιο Ζαφειρίου, ο οποίος είναι και πολύ καλός γνώστης της κυπριακής λογοτεχνίας, ενώ συνείσφερε ο παλιός μου φίλος Μιχάλης Πιερής και ο πάντα έφηβος Γιώργος Χαριτωνίδης. Στην Κύπρο υπάρχουν πάρα πολύ καλοί ποιητές. Πολλοί από τη δική σου γενιά βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο. Δεν μιλώ μόνο για την ανθολογία που έκανε ο Βάκης Λοϊζίδης, όπου αποτυπώνεται το στίγμα τους/σας. Η γενιά σου, αγαπητέ κ. Χριστοδουλίδη, έχει ξεφύγει από τα συμπλέγματα που κατάτρυχαν την προηγούμενη γενιά, απελευθερωθήκατε, αποενοχοποιηθήκατε, εσύ, ο Καλοζώης, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο Βάκης Λοϊζίδης, ο Γαλάζης, ο Ρεούσης, η Νικήτα, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, η Ελένη Κεφάλα και άλλοι που ξεχνώ τώρα, έχετε κατακτήσει την τέχνη σας και προχωράτε, τραβάτε μπροστά την τέχνη σας.

Ερ. Ποίηση και ζωή. Ποια η επίδραση της στον ελληνικό χώρο του σήμερα;


Απ. Χάσαμε τη συνομιλία των τεχνών μεταξύ τους. Για να ανθίζει ο πολιτισμός, θα πρέπει να ακμάζουν όλες οι τέχνες. Δυστυχώς, επικράτησε η λανθασμένη αντίληψη ότι η ποίηση είναι μόνο για τους ποιητές, η ζωγραφική μόνο για τους ζωγράφους, η μουσική μόνο για τους μουσικούς κ.λπ. Σταμάτησε ο γόνιμος διάλογος μεταξύ καλλιτεχνών και αυτό γιατί η κάθε τέχνη πήρε ένα δικό της δρόμο, κλειστό, απομονωμένο, με κώδικες απροσπέλαστους. Αυτό είναι κατανοητό για την κάθε τέχνη ξεχωριστά, αλλά όχι για την αλληλεπίδραση. Για να υπάρξει μια χρυσή εποχή, αυτοί οι κώδικες πρέπει να ανοίξουν. Είμαι όμως αισιόδοξος διότι βλέπω ότι κατά κει πάει το πράγμα, προς μια συλλογική διεργασία των τεχνών μεταξύ τους. Κι εκεί, αφού μιλάμε κυρίως γι’ αυτήν, πιστεύω ότι η ποίηση έχει πάρα πολλά να δώσει.


Ερ. Έχεις συμπληρώσει μια πλούσια πορεία. Μεταφράστηκες, βραβεύτηκες. Σε τι άλλο προσδοκείς;

Απ. Στην επόμενη συλλογή. Δεν έχω στερέψει. Αφού κατάφερα και έφθασα στα 62...Προπονούμαι καλά όμως. Κάνω δίαιτα, είμαι νηφάλιος, προχθές στο πανεπιστήμιο δε, ήμουν εντελώς. Από παλιά πίστευα πως, αν δεν πιω δεν μπορώ να γράψω ή να δώσω διάλεξη. Είναι ένας μύθος τελικά.

Ερ. Ο Μπουκόφσκι θα διαφωνούσε μαζί σου...


Απ. Χα χα χα. Σίγουρα, αλλά δεν θα το μάθει, χα χα χα.


Ερ. Πώς προέκυψαν οι δυο εκδηλώσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου για την ποίηση σου;

Απ. Η πρόσκληση αρχικά ήταν για το Colloquium, η δεύτερη εκδήλωση στις 17 του μηνός προέκυψε εντελώς τυχαία, αυθόρμητα εκ μέρους του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου. Τους ευχαριστώ. Στο Colloquium το απόλαυσα, ήταν κατά κύριο λόγο μεταπτυχιακές φοιτήτριες και φοιτητές, πρέπει να βλέπεις τον άλλο και ειδικά τους νέους στα μάτια όταν τους μιλάς, έτσι δεν ετοίμασα καμία ομιλία. Και ανέγνωσα τα ποιήματα μου όρθιος, όχι σκυμμένος στις σελίδες. Θυμάμαι τώρα τον Ρίτσο στον ιταλικό ινστιτούτο στην Αθήνα πως απάγγειλε από μνήμης.


Ερ. Είσαι  στην Κύπρο σε μια περίοδο όπου έχει αποφασιστεί να διδάσκεται και η τουρκοκυπριακή λογοτεχνία στα σχολεία. Γνωρίζω Τουρκοκύπριους λογοτέχνες που έχουν γράψει φοβερά ποιήματα κατά της κατοχής και υπέρ της κοινής συμβίωσης. Υπάρχουν όμως αντιδράσεις και ζητώ τη γνώμη σου.

Απ. Συνάντησα τον Τουρκοκύπριο ποιητή Μεχμέτ Γιασίν το 2006 στο Σεράγεβο. Εξαιρετικός ποιητής. Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον και είναι τεράστιο λάθος να το αρνούμαστε. Τα χαϊκού ξέρεις πώς έγιναν της μόδας στη Δύση; Όταν έγινε η ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, το αμερικανικό πεντάγωνο ανέθεσε σε έναν Ιαπωνιστή να μελετήσει την ιαπωνική λογοτεχνία. Αυτός τους παρέδωσε ένα τόμο 1100 σελίδων με χαϊκού. Έτσι έμαθαν με ποιόν είχαν να κάνουν. Αν θες να μάθεις κάποιον λαό, κοινότητα, μελέτα τη λογοτεχνία του.

Ερ. Μόλις μαθαίνω αυτή τη στιγμή πως το Νόμπελ Λογοτεχνίας δόθηκε στον Μπομπ Ντύλαν. Πως το σχολιάζεις;

Απ. Εδώ και χρόνια υποστηρίζω πως το επόμενο ελληνικό Νόμπελ πρέπει να δοθεί στον Διονύση Σαββόπουλο…Χαίρομαι ιδιαίτερα για το Νόμπελ στον τροβαδούρο που σημάδεψε όλη τη ζωή μου

Ερ. Η Κύπρος τι γεύση σου αφήνει κάθε φορά που έρχεσαι;

Απ. Συγκίνηση. Έχω πολλούς φίλους εδώ, έχω παντρέψει ανθρώπους. Συγκίνηση. Μόνο αυτό. Πήγα στην κατεχόμενη Λάπηθο με τον Γιώργο Χαριτωνίδη, έχω γράψει ποιήματα. Ανεξήγητη και βαθιά συγκίνηση, πιο έντονη κάθε φορά, γιατί το «θαύμα» έγινε τραύμα…

ΟΣΟ ΛΙΓΟΣΤΕΥΕΙ η ποίηση, άλλο τόσο
πληθαίνουν οι ποιητές της.
Όσο πιο δύσκολη γίνεται η αγάπη
τόσο περισσότερο εύκολα αναδεικνύονται
οι αγαπητικοί,
οι κατ’ επαγγελμα εραστές
κι ερωτευμένοι.

Βιογραφικό
-------------
Ο Σωτήρης Παστάκας γεννήθηκε το 1954 στη Λάρισα, όπου κι επέστρεψε το 2012. Σπούδασε Ιατρική στη Ρώμη και Ψυχιατρική στο Δαφνί. Για τριάντα χρόνια εργάστηκε ως Ψυχίατρος στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό μονόλογο, ένα βιβλίο με δοκίμια και μεταφράσεις Ιταλών ποιητών. Το 2001 συμμετείχε στην ίδρυση της World Poetry Academy στην πόλη της Βερόνας, και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έτυχε υποτροφίας από το Hawthodern Castle, International Retreat for writers, κοντά στο Εδιμβούργο. Έχει διαβάσει ποιήματα σε διάφορα Διεθνή Ποιητικά Φεστιβάλ (Σαράγεβο 2006 και 2011, Σαν Φρανσίσκο 2007, Ρώμη 2010, Σμύρνη 2012, Κάιρο 2013, Κωνσταντινούπολη 2014 κ.λπ.) Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1994 και έχει ιδρύσει διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Πέρα από εκδότης όμως είναι και ραδιοφωνικός παραγωγός και δάσκαλος βιωματικής γραφής. Έχει μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες και το βιβλίο του «Τριλογία» (εκδ. Παρουσία, 2012) κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2015, με τον τίτλο «Food Line», σε μετάφραση Τζακ Χίρσμαν και Άγγελου Σακκή. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα «Ο δόκτωρ Ψ και οι ασθενείς του» κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Μελάνι. Τον Δεκέμβριο 2015 τιμήθηκε με το βραβείο Annibale Ruccello για την Ποίηση στο Τρίτο Φεστιβάλ του Teatro Stabia. Στις 5 Φεβρουαρίου 2016 ανακηρύχθηκε νικητής στο διαγωνισμό Ritratti di Poesia από τη Fondazione Roma. Την άνοιξη του 2016 κυκλοφόρησε μια προσωπική του ανθολογία ποιημάτων (1986-2016) στα Ιταλικά με τίτλο "corpo a corpo" από τις εκδόσεις Multimedia της Casa della Poesia.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

DENIS MONTEBELLO: ΣΕ ΠΟΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ;


Γιώργου Χριστοδουλίδη, Πληγείσες Περιοχές (2016) , Zones sinistrées (20 septembre 2016 )
Αν το παιδί κατέχει σημαντική θέση σε αυτό το βιβλίο, ουσιαστικά την πρώτη, και όχι μόνο σε χρονολογική σειρά, είναι επειδή πάνω του, πάνω στους εύθραυστους ώμους του, εναποτίθενται όλα: το βάρος της ιστορίας και η ευθύνη να την καταγράψεις, να γράψεις μια καινούρια ιστορία με τα χέρια του, που «μαυρίζουν πίκρα», δίχως να φοβάσαι πως θ’ αποτύχεις. Επτά ποιήματα είναι αφιερωμένα στο παιδί, απ’ τα οποία το εξής:

Δουλειές του ποδαριού
στον Θεόδωρο
Ο γιος μου
δουλεύει στα σίδερα
έρχεται κατακομμένος
δουλεύει γκαρσόνι
για τα φιλοδωρήματα
τον λιώνουν τα βλέμματα
ο γιος μου κάνει θελήματα
πεθαίνει ο ήλιος μέσα του.
Ο γιος μου μαζεύει ελιές
μαυρίζουν πίκρα τα χέρια του.
Είναι καλός ο γιος μου
ομορφόπαιδο
όλοι τον αγαπούν.
Κάποτε τον φωνάζουν
και σε άλλες δουλειές
κάποτε
τον φωνάζουν
από τους ουρανούς
να κάνει τον άγγελο
να ανεβάσει τους πληγωμένους.


Το παιδί αυτό κάνει τον άγγελο, τον αγγελιαφόρο. Μεταφράζει ένα κείμενο, που το πρωτότυπό του έχει χαθεί, το πρωτότυπό του δεν υπάρχει. Είναι ποιητής.

Ο άγγελος διεκπεραιώνει μεταφορές ανάμεσα σε ουρανό και γη. Κι αν έχει πέσει, όπως ο Σωτήρης απ’ το δέντρο του...

Φτηνά τη γλίτωσε ο Σωτήρης

Όταν ο Σωτήρης έπεσε από το δέντρο
νομίσαμε πως την έπαθε άσχημα.
Δεν ξέραμε τότε τι θα πει θάνατος, είχαμε μόλις
γεννηθεί.
Υποψιαζόμασταν πως κάτι κακό συνέβη
αρκούσε να δει κανείς πως θόλωσαν τα μάτια του
κι έμεινε ακίνητος στο σημείο της πτώσης.
Μετά η μνήμη δεν βοηθά ρίχνει μαύρο ως συνήθως,
σαν να μου λέει “πέρασε πολύς καιρός από τότε
να εστιάζεις στα κοντινά”.
Μετακομίσαμε, δεν τον ξανάδα τον Σωτήρη
πάντως πρέπει να τη γλύτωσε φτηνά από εκείνη
την πτώση
να επέζησε
γιατί όπως έμαθα αργότερα
τον σκόρπισε μια οβίδα στον πόλεμο) είναι για να βοηθήσει εκείνους που δεν είχαν την τύχη του. Εκείνους «που φτηνά την γλίτωσαν», που ξανασηκώθηκαν μετά την πτώση. Τους «όχι πραγματικά σκοτωμένους». Τους επιζώντες. Διότι δεν είναι θύμα, ένας άγγελος είναι που αποκοιμήθηκε. Αυτός προσηλώνεται. Κοιτάζει προς τα πίσω. Έτσι γίνεται κανείς προφήτης στη χώρα του. Σ’ αυτή την πόλη όπου βασιλεύουν οι νεκροί «κανείς πια δεν ξέρει καλύτερα το μέλλον/από τους νεκρούς». Τούτος ο «προφήτης που κοιτάζει προς τα πίσω», είναι ο ιστορικός κατά τον Βάλτερ Μπένιαμιν. Στον Άγγελο της Ιστορίας – Angelus Novus –τον πίνακα του Πάουλ Κλέε – το πρόσωπό του είναι στραμμένο στο παρελθόν, μα μια καταιγίδα μαίνεται μέσα απ’ τον παράδεισο και τον μεταφέρει προς το μέλλον.

Σε ποια μυστηριώδη συνάντηση μας προσκαλεί τούτο το βιβλίο; Ανάμεσα στις γενιές που πέρασαν και τη δική μας. Τι διεκδικούν αυτά τα ονόματα που αναδύονται απροσδόκητα, τι απαιτούν από μας; Κι εμείς τι παίρνουμε απ’ αυτούς; Ποιο μυστικό σινιάλο; Ποιαν αχνή ανάσα; Θα μεταμορφωθεί άραγε σε πρόσταγμα, εντολή, και για ποιο λόγο; Για ν’ αντιδράσουμε; Να μεταδώσουμε; Να διαβάσουμε; Αυτό ακριβώς κάνουμε όταν σταματάμε μπροστά σε μια εικόνα. Καρφώνουμε με το βλέμμα. Προσπαθούμε να εμποδίσουμε την «εξαφάνιση των αμυδρών προσώπων», να την αναβάλουμε. Πασκίζουμε να ανακαλέσουμε τα πρόσωπα εκείνων που είδαμε μόνο μία φορά για να φτιάξουμε «μιαν υποφερτή απώλεια».

Το παιδί έχει μεγαλώσει, έχει τώρα γίνει μια όμορφη φοινικιά...
Η φοινικιά

Τυχαία πριν από χρόνια
βρήκα μια φοινικιά πεταγμένη
στο περβόλι του πατέρα
ήταν δεν ήταν όσο το χεράκι ενός παιδιού
μην τη φυτέψεις χαμένος κόπος
μου είχε πει
δεν τη βλέπεις;
Την πήρα και τη φύτεψα.
Αν έρθει κανείς τώρα στον κήπο μου
θα δει μια θεόρατη φοινικιά
να ρίχνει κλαδιά στην αυλή του γείτονα
και να τραγουδά
κι όταν με ρωτούν πόσα παιδιά έχω
λέω πέντε και το ένα παραλίγο να πεθάνει.


...μια ωραία περιπέτεια, ένα καράβι που φεύγει.



Όμως
το καράβι που φεύγει
το καράβι που απομακρύνεται
είναι φορτωμένο τη μνήμη μου.”
Ούτε η αγάπη απουσιάζει απ’ τις «Πληγείσες Περιοχές». Η γυναίκα, «τόσο αστραπιαία». Η ποίηση, ακόμη κι «μπορούσαμε να δώσουμε κάτι περισσότερο», «να μην τα παρατούσαμε τόσο εύκολα». Την αγάπη την μαζεύουμε σαν τους καρπούς της μουσμουλιάς. Όπου επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια. Και δεν αισθανόμαστε λιγότερο θνητοί.


Η δική μου φοινικιά είναι συνομήλικη της κόρης μου – της δεύτερης – κι είναι λίγο να πω πώς μ’ έχει ξεπεράσει σε ύψος. Δίνει καρπούς που δεν θα κόψω, ακόμη κι αν μπορούσα να τους φτάσω. Δεν θα γίνουν ποτέ χουρμάδες. Δεν θα έχουν ποτέ τη γλυκάδα των μούσμουλων της Νάπολης, των «μέσπιλων» της Κύπρου. Τα κλαδιά της θα δώσουν βάγια, κι άλλα τόσα παρακλάδια, μα μη βασιστείτε πάνω μου πως θα τα ευλογήσω. Ούτε πάνω στην ψαλίδα μου να βασιστείτε, παρά το τηλεσκοπικό της κοντάρι, μήκους 4.10 μέτρων. ούτε στη σκάλα που αβρά μού δανείζει ο γείτονας. Ούτε στον κλαδευτή που θα μου χτυπήσει την πόρτα. όσο κι αν επιμένει, δεν πρόκειται να πληρώσω για να πάθει ηλεκτροπληξία. Τι κι αν το δέντρο μου δεν θα είναι ευπαρουσίαστο όταν θα προσγειώνεται στον ουρανό; Τι κι αν εμφανιστεί ατημέλητο; Θα πουν για τον κήπο μου πως δεν είναι άψογος, και θα’ χουν δίκιο. Ότι έρχομαι με άδεια χέρια. Μα ξέρω τι να απαντήσω, ποιαν δικαιολογία να βρω, μ’ αυτό το ξύλο που αναγκάστηκα να κόψω προτού του επιτεθεί το τρυπάνι.

* Ο Denis Montebbello είναι Γάλλος συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και ποιητής, με πλειάδα βιβλίων στο ενεργητικό του και χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στη χώρα του. Συχνά, πηγή έμπνευσης του για να γράψει αποτελούν συνήθη διατροφικά είδη στα οποία με τρόπο μοναδικό προσδίδει λογοτεχνική μορφή. Διαμένει στη πόλη La Rochelle

Μετάφραση από τα γαλλικά: Δ. Πυρκεττή


 FRENCH TEXT 



Si l'enfant occupe une grande place dans ce livre, la première et pas seulement dans l'ordre chronologique, c'est que sur lui tout repose, sur ses frêles épaules, le poids de l'histoire et la charge de l'écrire, d'en écrire une nouvelle, « avec ses mains noires d'amertume » et en ne craignant pas d'échouer. Sept poèmes lui sont consacrés, dont celui-ci.
Petits boulots

À Theodoros


Mon fils 

travaille chez un ferrailleur

il rentre brisé

il travaille comme garçon de café

pour les pourboires

les regards le détruisent

mon fils rend des services

le soleil meurt en lui.

Mon fils récolte les olives

ses mains noires d'amertume.

Mon fils est bon

et beau

tout le monde l'aime.

On l'appelle parfois

pour d'autres travaux

et parfois

on l'appelle du ciel

pour faire l'ange

et monter les blessés.
Cet enfant fait l'ange. Le messager. Il traduit un texte dont il a perdu l'original, dont l'original n'existe pas. C'est un poète.
L'ange fait la navette. Entre le ciel et la terre. S'il est tombé, comme Sotiris de son arbre, c'est pour aider ceux qui n'ont pas eu sa chance. Ceux qui l'ont échappé belle, qui se sont remis de leur chute. Les pas tués pour de bon. Les survivants. Car il n'est pas une victime. Un ange endormi. Lui, il a les yeux écarquillés et il regarde. Il regarde en arrière. C'est ainsi qu'on est prophète en son pays. Dans cette ville dont les morts sont les rois, « nul désormais ne connaît mieux l'avenir que les morts ».
Ce « prophète qui regarde en arrière », c'est l'historien. Selon Walter Benjamin. L'Ange de l'Histoire -l’Angelus Novus, le tableau de Paul Klee-, son visage est tourné vers le passé, mais une tempête s’est levée, venant du Paradis, elle l’emporte vers l’avenir.
À quel rendez-vous mystérieux nous convie ce livre? Entre les générations passées et la nôtre. Que réclament-ils, ces noms surgissant à l'improviste, qu'exigent-ils de nous? Et qu'en recevons-nous? Quel indice secret? Quel faible souffle? Et se transformera-t-il en impératif, en injonction, et à quoi? Agir? Transmettre? Lire? C'est ce que nous faisons, avec les images devant lesquelles nous nous arrêtons. Nous les fixons. Nous essayons. D'empêcher la « disparition des visages flous ». De la retarder. Ceux qu'on n'a vus qu'une fois, nous tâchons d'évoquer leur visage: « pour bricoler une perte tolérable. »
L'enfant a grandi, c'est maintenant un beau palmier. Une belle aventure. Un bateau, et il s'en va.
« Oui mais

le bateau qui s'en va

le bateau qui s'éloigne

porte ma mémoire. »
L'amour n'est pas absent de ces Zones sinistrées. La femme, le temps d'un éclair. La poésie, même si nous pouvions donner un peu plus, ne pas laisser tomber si vite. L'amour, on le cueille comme les fruits du néflier. Ou il vient après bien des années. On ne se sent pas moins mortel.
Le palmier


Il y a des années par hasard

dans le jardin de mon père

j'ai trouvé par terre un palmier 

pas plus grand qu'une main d'enfant

à quoi bon le planter

m'a-t-il dit

tu ne le vois pas?

Je l'ai pris et l'ai planté.

Si aujourd'hui l'on vient dans mon jardin

on verra un palmier immense

jusqu'à la cour du voisin lançant ses branches

et il chante

et lorsqu'on me demande combien j'ai d'enfants

je dis cinq dont l'un a failli mourir.
Mon palmier a l'âge de ma fille -la seconde-, et c'est peu dire qu'il me dépasse. Il porte des fruits que je ne cueillerais pas, si je pouvais les atteindre, ils ne seront jamais des dattes. Ils n'auront jamais le goût des nèfles. De celles qu'on cueille à Naples ou à Chypre. Ses branches, elles feront les Rameaux, et d'autres encore, et il ne faudra pas compter sur moi pour les bénir. Ni sur ma cisaille, malgré son manche télescopique étirable jusqu'à 4.10 mètres, ni sur l'échelle que me prête gentiment un voisin. Ni sur l'élagueur qui sonnera à ma porte, il aura beau insister, je ne paierai pas pour qu'il s'électrocute. Tant pis si mon arbre n'est pas présentable au moment d'aborder le ciel. Tant pis s'il paraît échevelé. On dira de mon jardin qu'il n'est pas impeccable, et on aura raison. Que j'arrive les mains vides, mais je sais quoi répondre, quelle excuse trouver, avec ce buis que j'ai dû couper, avant que la pyrale ne l'attaque.
Zones sinistrées

Yorgos Christodoulidis

Traduit du grec par Michel Volkovitch

Le miel des anges

Septembre 2016