Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΣΚΟΡΠΙΑ

Kάθονταν στο παγκάκι. Μιλούσαν ελάχιστα. Αυτό δεν θέλουμε όλοι; Μια γυναίκα να μοιράζεται τη σιωπή μας...


Κανείς και τίποτα δεν χαιδεύει καλύτερα

από το αεράκι του δάσους...

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ΑΝΟΙΞΑ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Άνοιξα το παράθυρο στον ηλιο 

και μπήκες μέσα μου αναλαφρος και δροσερός 

σαν άνεμος που άγγιξε μια ονειροπαγίδα 

κι αυτή λικνίστηκε


Χαικού άγνωστης ποιήτριας του 19 αιώνα

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

"ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ"

Ανάμεσα, στα αξιόλογα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό είναι και η ποιητική συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη που φέρει τον τίτλο «Πληγείσες περιοχές» και συμπληρώνεται με τον επίτιτλο «Γυμνές ιστορίες». Και ομολογώ πως, στα σαράντα τόσα χρόνια που διαβάζω ποίηση, πρώτη φορά συνάντησα βιβλίο με τόσο έντιμο και αποκαλυπτικό τίτλο! Όμως για τον επίτιτλο «Γυμνές ιστορίες» θα επανέλθω στη συνέχεια για ν’ αντιληφθείτε γιατί τον χαρακτήρισα «έντιμο» και «αποκαλυπτικό».
 
Η ποιητική συλλογή «Πληγείσες περιοχές» φαινομενικά παρουσιάζεται σαν ένα βιβλίο που περιέχει απλή και κατανοητή ποίηση. Αυτό όμως είναι παγίδα και αλίμονο

στον αναγνώστη αν πέσει σε αυτή την πλάνη. Θα αποτύχει, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει και να νιώσει την απόλυτη ουσία που περιέχει η ποίηση του Χριστοδουλίδη. Γιατί το βιβλίο, όπως διαπιστώνω, είναι καλά δομημένο από το δημιουργό του, όπου στόχευσε και επεδίωξε να φτιάξει και να περιλάβει σε αυτό μια ποίηση από τα πιο άπλα και ταπεινά υλικά, προς Θεού δεν εννοώ ευτελή υλικά, και που στο τέλος, χάρη στη μαστοριά του, μέσα από αυτά τα καταφρονεμένα υλικά της γλώσσας μας, κατορθώνει να μας μυήσει σε μια πανανθρώπινη και αξιοθαύμαστη τέχνη.

Συνεπώς το βιβλίο αντέχει σε πολλές αναγνώσεις. Θέλω να πω επιδέχεται πολλές αναγνώσεις όπου σε κάθε νέα ανάγνωση ο αναγνώστης ανακαλύπτει και κάτι το καινούργιο. Δηλαδή, στο βάθος του βιβλίου, μέσα στις σελίδες του, υπάρχουν πολλοί «μεσότοιχοι» όπου ο αναγνώστης πρέπει να τους γκρεμίσει, είτε με τα χέρια του είτε με την βαριοπούλα, για να εισχωρήσει εντός του και να φθάσει στην ποιητική ουσία του. Γι αυτό ανάφερα προηγουμένως ότι η απλότητα μπορεί να είναι και μία πλάνη για τον αναγνώστη.

Θα προσπαθήσω στην συνέχεια και εν συντομία να δώσω μερικά μόνο χαρακτηριστικά της ποίησης που περιέχει η συλλογή «Πληγείσες περιοχές».
-1ον Όλα σχεδόν τα ποιήματα της έκτης συλλογής του Γιώργου Χριστοδουλίδη ή, οι «γυμνές ιστορίες» του, όπως θέλει να τις αποκαλεί ο ποιητής, που είναι ασφαλώς και η πιο ώριμη του δουλειά του, είναι κατασκευασμένα από στίχους εντελώς απογυμνωμένους, μέχρι που ο αναγνώστης φθάνει στο σημείο να έχει την εντύπωση πως έχει μπροστά του ένα γεύμα από κόκαλα και όχι ένα γεύμα από ψαχνό κρέας. 
«Ναι, έτσι σας θέλω, λιπόσαρκους/ να φαίνονται τα κόκαλά σας», λέει ο Κώστας Μόντης σε κάποιους εφιαλτικούς στίχους του, τους οποίους είχα συνεχώς μπροστά μου όταν διάβαζα τις «Πληγείσες περιοχές».
Δηλαδή, τα ποιήματα του Γιώργου Χριστοδουλίδη στο μεγαλύτερο μέρος τους, είναι χαμηλόφωνα και έχουν το ύφος μιας κουβέντας. Εννοώ πως αρχίζουν σαν μια κουβεντούλα με εξομολογητικό χαρακτήρα, που έχει ταυτόχρονα και τη θέρμη της προφορικής ομιλίας. Αυτή η κουβεντούλα είναι φτιαγμένη από κοινότοπες φράσεις, εντελώς απαλλαγμένη από την επιτήδευση και τη βαρύτητα του αισθήματος, με αποτέλεσμα να διερωτάσαι που είναι η ποίηση σε αυτά τα ποιήματα. Προς το τέλος όμως του ποιήματος, σαν επιμύθιο, και μάλιστα εξαιρετικής πυκνότητας, το ποίημα ολοκληρώνεται με δύο ή τρεις περίτεχνους στίχους, όπου εκει υπάρχει όλη η ποιητική ουσία, ο στοχασμός και ο απώτερος στόχος του ποιητή. Δηλαδή σε αυτό το επιμύθιο κρύβεται και φανερώνεται μαζί η ποίηση.
 
-2ον: Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, πολλές φορές, στα ποιήματα του, στην εν λόγω συλλογή του, κάνει χρήση της πολυσημίας των λέξεων έτσι που πρέπει να αναζητούμε κάθε φορά με ποια έννοια τις χρησιμοποίησε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα «Η Φοινικιά».

Τυχαία πριν από χρόνια
βρήκα μια φοινικιά πεταγμένη
στο περιβόλι του πατέρα
ήταν δεν ήταν όσο το χεράκι ενός παιδιού
μην τη φυτέψεις χαμένος κόπος
μου είχε πει
δεν τη βλέπεις;
Την πήρα και τη φύτεψα.
Αν έρθει κανείς τώρα στον κήπο μου
θα δει μια θεόρατη φοινικιά
να ρίχνει κλαδιά στην άυλη του γείτονα
και να τραγουδά
κι όταν με ρωτούν πόσα παιδιά έχω
λέω πέντε και το ένα παραλίγο να πεθάνει.



 
-3ον Στην καινούργια συλλογή του, ο Γιώργος Χριστοδουλίδης αντλεί στοιχεία από την πρόσφατη Ιστορία της Κύπρου, κυρίως από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, τα οποία μεταπλάθει και ενσωματώνει αποτελεσματικά στην ποίησή του.
Η κυπριακή Ιστορία, είτε είναι καταγραμμένη σε βιβλία, είτε είναι προφορική μαρτυρία, από στόμα σε στόμα, άρχισε να καταλαμβάνει χώρο στην ποίησή του, γεγονός που δεν συνέβαινε στην προηγούμενη δουλειά του. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Πραγματικοί κερατάδες», με την επεξηγηματική σημείωση στο τέλος του ποιήματος «Σκηνή από την 17η Ιουλίου 1974», «Ο γέρο Γιωρκής», «Το συρτάρι» και άλλα.

4ον Οι ήρωες του Χριστοδουλίδη είναι απλοί, καθημερινοί και ανθρώπινοι. Είναι δηλαδή ζωντανοί και ενδιαφέροντες άνθρωποι, είτε αυτοί είναι τα μικρά παιδιά που παίζουν στην αυλή της πολυκατοικίας ή του συνεργείου επιδιόρθωσης ποδηλάτων, είτε είναι ο καλοκάγαθος τύπος, ονόματι Ανδρέας, που τον συναντά ο ποιητής κάποτε στην υπεραγορά και κάποτε στα δημόσια ουρητήρια ή είναι οι αιωνόβιοι της Ινδίας που «πίνουν νερό και τρώνε ήλιο». Αυτό δείχνει πως για τον αληθινό ποιητή όλα τα υλικά που έχει στη διάθεσή του είναι εκμεταλλεύσιμα, και ότι την ίδια αξία έχει η ανθρώπινη ψυχή σε όποιο κοινωνικό στρώμα κι αν ανήκει. Ο ήρωας του είτε ανήκει στην κατηγορία των πλουσίων είτε ανήκει στην κατηγορία των φτωχών, για τον Χριστοδουλίδη αντιμετωπίζεται με τα ίδια αξιολογικά μέτρα.

5ον: Στη συλλογή κυριαρχεί το δίπολο Ζωη-Θάνατος. Tα στοιχεία αυτά γίνονται ο βασικός νοηματικός ιστός πάνω στον οποίο θεμελιώνονται  αρκετά ποιήματα όπως π.χ το ποίημα «Οι επιζώντες».

6ον: Στην ποίηση του Χριστοδουλίδη υπάρχει μια  παιγνιώδης και αυτοσαρκαστική διάθεση. Εννοώ πως κάνει χιούμορ και λογοπαίγνια στην ποίησή του, που απευθύνονται άλλοτε στον εαυτό του και άλλοτε στον αναγνώστη. Υπάρχουν όμως και σημάδια απογοήτευσης αλλά και έντονης αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα να φθάνει στο σημείο ο ποιητης να δηλώνει πως «μόνο οι πραγματικά σκοτωμένοι/ γίνονται σπουδαίοι ποιητές». Όλα αυτά τα στοιχεία όμως, προκαλούν κάποια μαγεία, ερεθίζουν τα συναισθήματα, κινούν το ενδιαφέρον και επιφέρουν έλξη στον αναγνώστη. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Χριστούγεννα 2015», «Συγκομιδή», «Όχι πραγματικά σκοτωμένος».

7ον: Ο Χριστοδουλίδης, στην παρούσα συλλογή του, παρουσιάζεται ως ποιητής του Άστεως. Δηλαδή το σκηνικό μέσα στο οποίο λειτουργεί η φαντασία του είναι αυτό της πόλης, όπου εκεί συντελείται η τραγωδία των ανώνυμων ανθρώπων αλλά και η δική του τραγωδία, εκεί δηλαδή που οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν. Σίγουρα, δεν τον εμπνέει η ύπαιθρος ή, να το πω αλλιώτικα, δεν μπορεί να έχει ποιητικά ερεθίσματα από τη φύση. Παρουσιάζεται σαν ένας αθέατος παρατηρητης όπου από μακρυά ή από ψηλά καταγράφει εικόνες, άλλοτε ευρισκόμενος στην κερκίδες ενός γηπέδου και άλλοτε ευρισκόμενος στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας. Στη συνέχεια, ο ποιητής, στο γραφείο του ή στο εργαστήριο του, γίνεται ο αληθινός χρονικογράφος του καιρού του, εφόσον αυτές τις εικόνες τις καταγράφει στο χαρτί, τις επεξεργάζεται και στο τέλος τις μετατρέπει σε ποιήματα υψηλής αισθητικής.

8ον : Η οργανική πεζότητα που χαρακτηρίζει την τελευταία ποιητική δουλειά του Χριστοδουλίδη φέρνει στη μνήμη μου, έντονα μάλιστα, την ποίηση του κορυφαίου ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Μανόλη Αναγνωστάκη. Με αυτό ασφαλώς δεν εννοώ πως ο Χριστοδουλίδης αντιγράφει ή μιμείται την ποίηση του Θεσσαλονικιού ποιητή. Αντιθέτως, ο επηρεασμός, αν υπάρχει τελικά επηρεασμός,  αυτός παρουσιάζεται αρκετά αφομοιωμένος και χωνεμένος στην ποίησή του.
Ας μην μας διαφεύγει εξάλλου, και η εξής λεπτομέρεια του: Η πρώτη ενότητα της συλλογής του τιτλοφορείται «Το παιδί», όπου περιλαμβάνει ποιήματα εμπνευσμένα ή αφιερωμένα σε παιδιά. Συγκεκριμένα, τα πρώτα τρία ποιήματα, αν δεν κάνω λάθος, ο ποιητής τα αφιερώνει στα παιδιά του. Είναι ποιήματα παραινετικό, γεμάτα στοργή και αλήθειες. Αξίζει όμως να θυμηθούμε πως στη τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη, που τιτλοφορείται «Ο Στόχος», υπάρχει και το υπέροχο ποίημα «Στο παιδί μου...», όπου εκεί ο μεγάλος ποιητής προτρέπει να λέμε αλήθειες στα παιδιά, δηλαδή να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και όχι με παραμύθια. Έχω την εντύπωση όμως πως αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία.

Σε αυτό το απλό σχέδιο προσέγγισης της ποίησης του Γιώργου Χριστοδουλίδη προσπάθησα να φέρω στην επιφάνεια κάποια αδρά χαρακτηριστικά της, όπως τα εισέπραξα διαβάζοντας την τελευταία συλλογή του. Μια ποίηση, όπως ανάφερα, που αναφέρεται σε πράγματα συγκεκριμένα και οι στίχοι της χαρακτηρίζονται γενικά από σαφήνεια και πληρότητα νοήματος. Αυτή η επιτυχία φυσικά οφείλεται σίγουρα στο μεγάλο ταλέντο και το οξύ αισθητήριο του δημιουργού τους, όπου συνδυασμένα με την σκληρή δουλειά και την αφοσίωση κατάφερε να οικοδομήσει μία γνήσια και αληθινή ποιητική φωνή. Αυτά όλα, ασφαλώς, είναι ικανά τεκμήρια για να μας πείσουν πως η ποίηση του Χριστοδουλίδη έχει όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά για να αντιμετωπίσει το αδυσώπητο χρόνο. Και τώρα και στο μέλλον. Ταυτόχρονα τον κάνει να ξεχωρίζει ως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ποιητικές φωνές της γενιάς του.
 


Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

LA SCALA A PIOL I- Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ (del poeta cipriota Jorgos Christodulìdis)


Dorme disfatta
di sbieco sul letto,
e non so neanche se respira.
Disteso accanto a lei,
mio figlio,
ricoperto delle foglie della notte.
La segreta scala a pioli della luna
è pronta a dispiegarsi
e di nuovo la salirò da solo.
Lei si sveglierà
e s’accorgerà del vano ondeggiare della scala;
la raccoglierà
e la riporrà nell’armadio
come tante altre cose
che inspiegabilmente di tanto in tanto
piovono dal cielo


--------

Κοιμάται αποκαμωμένη
διαγώνια του κρεβατιού
και δεν ξέρω καν αν αναπνέει.
Δίπλα της
ξαπλωμένος ο γιος μου
σκεπασμένος με φύλλα της νύχτας.
Η μυστική ανεμόσκαλα της σελήνης
θα ξεδιπλωθεί
αλλά θα την ανέβω πάλι μόνος.
Εκείνη θα ξυπνήσει
θα προσέξει της ανεμόσκαλας την άσκοπη αιώρηση
και θα τη μαζέψει
θα τη βάλει στο ντουλάπι
όπως τόσα άλλα πράγματα
που ανεξήγητα κάποτε
ρίχνει ο ουρανός.
πληγείσες περιοχές/γυμνές ιστορίες, 2016, εκδ.Μελάνι

translation  Ines Di Salvo

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

"ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΥΣΙΩΔΟΥΣ"


Ο υπαρξιακός στοχασμός και η εσωτερικότητα, η στοχαστική γραφή, η χαμηλότονη ποίηση, η κοινωνική κριτική και η μετουσίωση καθημερινών ασήμαντων, πολλές φορές, περιστατικών σε ποίηση είναι ορισμένα από τα γνωρίσματα της ποιητικής του Γ. Χριστοδουλίδη, που εντοπίστηκαν από την κριτική στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, και τα οποία κυριαρχούν στη συλλογή του Πληγείσες περιοχές, που κυκλοφόρησε πρόσφατα1. Αυτά τα γνωρίσματα αποκρυσταλλώνονται σε ένα ευδιάκριτο προσωπικό ύφος, που αποστρέφεται την κίβδηλη ποιητική ρητορεία και την αισθηματολογία.
Από τον τίτλο της συλλογής υποβάλλονται οι σημασίες της συντελεσμένης καταστροφής, είτε στο επίπεδο του εξωτερικού κόσμου είτε στο επίπεδο της ανθρώπινης συνείδησης, αλλά και των βαθύτερων και συχνά ανομολόγητων επιθυμιών και ονείρων του ανθρώπου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, απομένει η τραυματική βίωση του ολέθρου και η πικρή αποτύπωσή της. Εξάλλου, ο υπότιτλος Γυμνές ιστορίες παραπέμπει, αφενός στο λιτό, γυμνό και αστόλιστο ύφος των ποιημάτων της συλλογής και, αφετέρου, στον αφηγηματικό χαρακτήρα των περισσότερων από αυτά, που πλέον έχουν αποκρυσταλλωθεί ως δεσπόζουσες τάσεις της ποιητικής του Γ. Χριστοδουλίδη, «με καιρό και με κόπο» και με αδιάλειπτη μελέτη της ελληνικής και της παγκόσμιας ποίησης, «σε αναζήτηση πια ποιημάτων και όχι ποιητών», όπως ο ίδιος δηλώνει. Συνεπώς, μια διερεύνηση των διακειμενικών σχέσεων και των πιθανών σημείων «συνομιλίας» της ποίησής του με το έργο άλλων ποιητών δεν πρέπει να περιοριστεί στους Μπουκόφσκι, Χριστιανόπουλο,2 Ρίτσο, Λειβαδίτη, Ντύλαν Τόμας, Τράνστρομερ, αλλά να επεκταθεί και σε άλλους λιγότερο γνωστούς ή ελάσσονες ποιητές, χωρίς να παραγνωρίζει τη «συνάντησή» της με την πεζογραφία, τον κινηματογράφο και τη μουσική.
Ας επανέλθουμε, όμως, στο νέο βιβλίο του ποιητή. Τα τριάντα πέντε ποιήματα της συλλογής κατανέμονται σε πέντε ενότητες: Το παιδί (5 ποιήματα), Περιπέτειες (8 π.), Θανατερά (9 π.), Ερωτικά (της γυναίκας) (6 π.) και Ερωτικά (της ποίησης) (5 π.). Οι τίτλοι αυτοί παραπέμπουν στους δεσπόζοντες θεματικούς άξονες της συλλογής, δηλαδή στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, στη δύναμη της ανατροπής από το απροσδόκητο, στη φθορά, στη λήθη και στην απώλεια, στον έρωτα και στον θάνατο, στην ποίηση για την ποίηση
Οι μνήμες της παιδικής ηλικίας κυριαρχούν στην πρώτη ενότητα της συλλογής, χωρίς να λείπουν από τις υπόλοιπες. Η μητρική μορφή σε ορισμένα από τα ποιήματα αυτά (π.χ. στο «Ο κρότος των λέξεών τους»: 9-10 και στο «Κάταγμα»: 10) συνδέεται με τη γλώσσα της στοργής και της αγάπης, σε αντίθεση με τις λέξεις των άλλων, φορέων συχνά εξουσίας, «σκληρές, αδιάλλακτες, δίχως αγάπη / σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν» (9). Η παιδική αθωότητα και η χαρά του παιγνιδιού αντιπαραβάλλονται με τη σκληρότητα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας («Μου πήρε πάντως χρόνια / να υποψιαστώ / ότι ίσως πιο πολύ από μας / μισούσανε το γέλιο μας / κι ότι / η εξουσία και η ιδιοκτησία / δεν αγαπάνε τα παιδιά»: «Ιστορίες που τις καταλαβαίνεις πολύ αργότερα»: 15). Αντίθετα, στο ποίημα «Ασκήσεις Γυμναστικής» το ποιητικό υποκείμενο δεν ανακαλεί στη μνήμη του εμπειρίες της παιδικής του ζωής, αλλά παρατηρεί από την οπτική γωνία του ενήλικα την πρόωρη απώλεια της παιδικότητας σ’ ένα γυμναστήριο: («Μόνο εκείνος ο φωνακλάς γυμναστής / […]/ ίσως και να χαστούκιζε κάποια παιδιά / […] / που είναι τόσο παιδιά / ενώ εκείνος ίσως να τα ήθελε να μεγαλώσουν πιο γρήγορα»: 17). Θα συνιστούσε, ωστόσο, παρανάγνωση της νέας συλλογής του Γ. Χριστοδουλίδη η ταύτιση των αναμνήσεων από την παιδική ηλικία με μια διάθεση νοσταλγικής επιστροφής στον χαμένο παράδεισό της. Σε ποιήματα άλλων ενοτήτων, όπου το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί παιδικές μνήμες και αυτές συνδέονται με τραυματικές και επώδυνες εμπειρίες (λ.χ. από τα γεγονότα του 1974 και κυρίως από το δράμα των αγνοουμένων: 25, 40, 41), η παιδική θέαση του κόσμου προσλαμβάνει τη διάσταση μιας χαμηλόφωνης διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα επίκλησης του δικαίου σ’ έναν κόσμο βαθύτατα τραυματισμένο από την αδικία και όχι μόνο από αυτήν.
Ο θεματικός άξονας του απροσδόκητου και της ανατροπής των παγιωμένων αντιλήψεων εντοπίζεται σε ορισμένα ποιήματα της συλλογής, τα οποία, όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, απηχούν, από τη μια, την αριστοτελική περιπέτεια, με τη σημασία της αιφνίδιας μεταβολής των καταστάσεων: «Ἔστι δὲ περιπέτεια μὲν ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολὴ»3 και, από την άλλη, την αναγνώριση: «Ἀναγνώρισις [30] δέ, ὥσπερ καὶ τοὔνομα σημαίνει, ἐξ ἀγνοίας εἰς γνῶσιν μεταβολή».4 Λόγου χάρη, στο αφηγηματικό ποίημα «Σπασμένα ποδήλατα» η παιδική περιπέτεια, με τη σημασία της αναζήτησης νέων εμπειριών , διαχωρίζεται από το αδόκητο «που μια κοφτερή στιγμή / δρεπάνιζε τα σύθαμπα» , με αποτέλεσμα την τραγική απώλεια, σε μια «κοφτερή στιγμή», όπως εκ των υστέρων αναγνωρίζεται από τον πατέρα (13-14). Το ίδιο σχήμα της περιπέτειας-αναγνώρισης εντοπίζεται στο ποίημα «Ιστορίες που τις καταλαβαίνεις πολύ αργότερα», καθότι το κυνηγητό των παιδιών από τον αστυνομικό και τον περιβολάρη, που αρχικά αποδιδόταν στην οργή τους για την μεσημεριανή οχληρία ή την κλοπή λίγων φρούτων, πολύ αργότερα, με τη σοφία των χρόνων, αποδίδεται στο μίσος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας για τα παιδιά (15). Από την άλλη, η κατά τα άλλα κοινότυπη ιστορία της συνάντησης σε μια υπεραγορά, στο ποίημα «Ανδρέας» (21-22), μετουσιώνεται σε μια εξωλογική εμπειρία, όπου και πάλι ανιχνεύεται το σχήμα περιπέτεια-αναγνώριση. Στο ποίημα αυτό η αιφνίδια μεταβολή αφορά τους τοπικούς δείκτες: από τη σκηνή της συνάντησης, τη στιγμή που το ποιητικό υποκείμενο «διαλέγει ντομάτες», μεταφερόμαστε έξω από την «πόρτα του κουρείου ονομάτων», στο «συνεργείο της αλλαγής ποδιών», «στις ουρές των στεγνών ανέργων». Η εξωλογική εμπειρία συνδέεται επίσης με το περιστατικό της πτώσης του κεφαλιού του Ανδρέα και στην προσπάθειά του να το προλάβει τρέχοντας μαζί με το ποιητικό υποκείμενο «στον κατήφορο»
Προφανώς, το εξωλογικό στοιχείο είναι έκφανση του υπαρξιακού στοχασμού στις Πληγείσες περιοχές του Γ. Χριστοδουλίδη και συνδέεται με τη διπολική αντίθεση ζωή-θάνατος, που επίσης διαπερνά πολλά ποιήματα της συλλογής. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Χριστούγεννα 2015», κατά παράδοξο τρόπο, οι νεκροί γιορτάζουν στο κέντρο της πόλης και πρόκειται να βασιλέψουν σε αυτήν, ενώ οι ζωντανοί «σε λίγο θα πάρουν τη θέση των νεκρών» (43), εικόνα που ανακαλεί στη μνήμη μας τα εφιαλτικά «Χριστούγεννα 1948» του Μίλτου Σαχτούρη ή και τη ρήση του Ηράκλειτου «ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι, ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες»5. Σε αντίθεση με το μεταφυσικό τοπίο του ποιήματος αυτού, στο «Φτηνά τη γλίτωσε ο Σωτήρης», ο φόβος του θανάτου εξαιτίας της πτώσης από ένα δέντρο τοποθετείται σε ένα πιο αληθοφανές σκηνικό και συγκρίνεται με το συντελεσμένο ύστερα από χρόνια γεγονός του θανάτου στον πόλεμο.
Συναφές με το θέμα του θανάτου είναι το συχνά επανερχόμενο θέμα της φθοράς, το οποίο, στο ποίημα «Ραδιενέργεια», λόγου χάρη, επιμερίζεται στα θεματικά στοιχεία της ασθένειας του ποιητικού υποκειμένου και της καταστροφής του ξύλινου σπιτιού από τα σκουλήκια. Εξάλλου, στο ποίημα «Σπινθηρογράφημα» η ιατρική εξέταση συνδέεται με τις ερωτικές μνήμες του ομιλητή, μετά τις εικόνες της φθοράς των ασθενών (50). Ο έρωτας είναι ίσως η μόνη διέξοδος για υπέρβαση της φθοράς, έστω και πρόσκαιρα, όπως γράφει ο Γ. Χριστοδουλίδης στο ποίημα «Αγάπη μπορεί να συμβαίνει και μετά από πολλά χρόνια»: «Και νιώθω μια ευλογία για όλα αυτά / όπως εκείνη που περιβάλλει / όσους πρόλαβαν να σφιχταγκαλιαστούν / πριν τους σκεπάσει οριστικά ένα υπερμέγεθες κύμα / ή τους μασήσει η δεξιά σιαγόνα της φθοράς» (53). Ο έρωτας ως φευγαλέα και παροδική βίωση της ευτυχίας εντοπίζεται και στο ποίημα «Η ηλεκτροδότηση της λήθης», όπου η έλευση της ερωτικής μορφής στην πόλη προκαλεί δονήσεις και διακοπές «στην ηλεκτροδότηση της λήθης / της λήθης του έρωτα / και αρρυθμίες στην καθημερινή διεκπεραίωση / πολυκαιρισμένων συνηθειών […]» (48). Η εφήμερη δυναμική του έρωτα λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο αντιερωτικό, στο οποίο δεσπόζουν «τα αρχιτεκτονικά κολαστήρια των πόλεων» και η «πετρόχτιστη αδιαφορία» όσων «λίγο αγάπησαν ή αγαπήθηκαν» (49).
Όπως η γνήσια ερωτική εμπειρία είναι σπάνια και με ελάχιστη διάρκεια, παρόμοια οι καθαρά ποιητικές στιγμές στην όλη πορεία ενός ποιητή είναι ελάχιστες, συνεπώς πάρα πολύ λίγα είναι και τα άξια λόγου ποιήματά του, αν συγκριθούν με το σύνολο του έργου του. Το αυτοαναφορικό ποίημα «Συγκομιδή» είναι μια ποιητική απάντηση του Γ. Χριστοδουλίδη στο «Noli me legere» του ομότεχνού του Μιχάλη Παπαδόπουλου, στο οποίο ο δεύτερος γράφει: «Υπήρξα ποιητής / δύο λέξεων μόνο / […]. Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει /με τόσο μελάνι που έχυσα / με τόσους τόνους πεταμένου χαρτιού / δεν συνεισέφερα κι εγώ / στη γιγαντιαία διαδικασία παραγωγής του περιττού / για μια στιγμή ανεπαίσθητης κατανάλωσης του ουσιώδους;».6 Στη «Συγκομιδή», που είναι αφιερωμένη στον Μ.Π., γίνεται μια αποτίμηση της ποιητικής παραγωγής των δύο ομοτέχνων: «Γράψαμε το πολύ πέντε ποιήματα / εγώ κι εσύ το ξέρουμε Μιχάλη./ Όλα τα άλλα / φλυαρίες / μια ενθρόνιση της κενότητας.». Επιπλέον, τίθεται το βασανιστικό ερώτημα αν οι ποιητές θα μπορούσαν να εναντιωθούν ακόμη περισσότερο στην αντιποιητική εποχή τους, αντί «να τα παρατήσουν τόσο εύκολα». (58).
Είναι λοιπόν η γνήσια ποιητική εμπειρία σπάνια και φευγαλέα. Κι αυτό μπορεί να συνδέεται με έναν τραγικό διχασμό του ίδιου του ποιητή, ανάμεσα στη δύσκολη επιλογή μιας μοναχικής και επίπονης πορείας και στην εύκολη ταύτιση με τον τρόπο ζωής όσων επέλεξαν να μη δημιουργούν. Ο διχασμός αυτός είναι το θέμα ενός άλλου ποιήματος ποιητικής, που φέρει τον τίτλο «Πηγές έμπνευσης». Ο ενδοκειμενικός ποιητής βιώνει τραγικά μιαν εκκρεμότητα, δηλαδή όσο γράφει έχει την αίσθηση ότι τον παρακολουθεί ένας αγροίκος που του τονίζει ότι «δεν τον ενδιαφέρει η ποίηση» «σκίζοντας όλα τα πρωτόκολλα», χωρίς όμως να καταφέρνει να πείσει τον πρώτο «να ασχοληθεί με κάτι πιο προσοδοφόρο». Στο τέλος, επέρχεται μια πρόσκαιρη συμφιλίωση ανάμεσα στους δύο «εαυτούς» του ποιητή, ο διχασμός του οποίου, σε καμιά περίπτωση δεν συνδέεται με μιαν αυτάρεσκη αναχώρηση και εναντίωση απέναντι στην κοινωνία, όπως συνέβαινε παλαιότερα στην ποίηση του αισθητισμού.
Αντίθετα, τόσο σε αυτή τη συλλογή όσο και στις προηγούμενες του Γ. Χριστοδουλίδη, είναι ευδιάκριτη μια εκτεταμένη κοινωνική περιοχή, με τα επιμέρους θέματα της βιοπάλης, της κοινωνικής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και άλλα. Αυτή η θεματική εντοπίζεται στα ποιήματα «Δουλειές του ποδαριού» (11), «Σπασμένα ποδήλατα» (13-14), «Ο γερο-Γιωρκής» (40). Ειδικά, στο τελευταίο έχουμε μια χαμηλόφωνη αποτύπωση του δράματος των αγνοουμένων σε συνδυασμό με το θέμα της βιοπάλης. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση, τόσο γι’ αυτό το ποίημα όσο και για τα υπόλοιπα της συλλογής, ότι η ποιητική φωνή καταθέτει με στοχαστική πικρία και ενίοτε με λεπτή ειρωνεία το καταστάλαγμα βασανιστικών συλλογισμών του ποιητικού υποκειμένου γύρω από τον κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας και γύρω από τον εσωτερικό άνθρωπο με όσα πρόσκαιρα τον χαροποιούν και όσα διαρκώς τον θλίβουν και κάποτε τον συντρίβουν.
Σε καμιά περίπτωση η ποιητική φωνή στις Πληγείσες περιοχές του Γ. Χριστοδουλίδη δεν εκτρέπεται στον συναισθηματισμό ή στην εύκολη ποιητική ρητορεία. Ο ποιητής επέλεξε τον δύσκολο δρόμο της μετουσίωσης της πεζολογίας σε ουσιώδη ποιητικό λόγο, τις περισσότερες φορές ανιχνεύοντας την ποιητική ουσία ανάμεσα στα τετριμμένα καθημερινά περιστατικά και πολύ πιο σπάνια συναρμόζοντας την ουσία αυτή με απροσδόκητους και τολμηρούς συνδυασμούς λέξεων. Και μπορούμε ανεπιφύλακτα να υποστηρίξουμε ότι, στον δύσκολο αυτό δρόμο, ο Γ. Χριστοδουλίδης πέτυχε πάρα πολύ περισσότερα, από ό,τι ο ίδιος με μετριοπάθεια γράφει αποκαλώντας τον εαυτό του «ποιητή πέντε το πολύ ποιημάτων».
Σας ευχαριστώ

1 Βλ. ενδεικτικά Γιώργος Κεχαγιόγλου-Λευτέρης Παπαλεοντίου, Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, 733· Αιμίλιος Σολωμού, «Γιώργου Χριστοδουλίδη, Μεταξύ ουρανού και γης, Αθήνα, Φαρφουλάς 2013», Άνευ 48 (Καλοκαίρι 2013) 82-84· Χρήστος Μαυρής, «Η ποίηση των κοινωνικών αδιεξόδων», Χαραυγή, 8 Ιουλίου 2013.
2 Βλ. «Ήρωες και ηρωίδες υπάρχουν μόνο στους μύθους»: Συνέντευξη του Γιώργου Χριστοδουλίδη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα, Ιστολόγιο «Δια-Λόγου Διαδρομές»: http://wwwharitinicom.blogspot.com.cy/2014/05/blog-post_26.html
3 Βλ. Αριστοτέλης, Ποιητική 1452a.
4 Ό.π.
5 Ηράκλειτος, απ. 67: Hippolytus, Ref. haer. ix. 10: http://www.classicpersuasion.org/pw/heraclitus/herpatu.htm
6 Μιχάλης Παπαδόπουλος, Εντός συνόρων, Λευκωσία, Ακτή, 2000, 35.



 Κείμενο παρουσίασης της ποιητικής συλλογής του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες περιοχές / Γυμνές ιστορίες στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Κέντρου Στροβόλου, στις 18 Απριλίου 2016 

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΒΑΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ "ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ"


Του Παναγιώτη Νικολαΐδη Φιλόλογου-ποιητή (δημοσιεύτηκε στο πολιτιστικό περιοδικό ΔΙΟΡΑΜΑ"

Με την έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή Πληγείσες περιοχές, Γυμνές ιστορίες (Μελάνι, 2016),1 ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης αξιοποιεί τις κατακτήσεις της προηγούμενης του διαδρομής σφραγίζοντας μια ποιητική πορεία ιδιαίτερα δημιουργική και γόνιμη. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ανά χείρας ποιητική κατάθεση αντανακλά την περιπέτεια μιας ποιητικής πρωτίστως συνείδησης που δεν καταλαγιάζει στις κατακτήσεις της, αλλά στρεφόμενη προς το ίδιο της το παρελθόν επεξεργάζεται τις συνέπειες της διαδρομής της, στοχάζεται το βάρος που της κληροδότησαν οι αισθητικές, υπαρξιακές και ιστορικές της δεσμεύσεις και αποδεικνύεται έτοιμη να τις διαχειριστεί εκ νέου σε ένα τραυματικό και επώδυνο παρόν. Και είναι ακριβώς για τούτον τον λόγο που το νέο του ποιητικό βιβλίο, επιτυγχάνει αισθητικά σε μεγαλύτερο βαθμό μιαν εκφραστική πυκνότητα χάρη στον αυστηρότερο έλεγχο παλαιότερων διηγηματικών στοιχείων και κυρίως της υπερβολικής αναλυτικότητας, που αποδυνάμωναν κάποιες φορές το συμπαγές γλωσσικό αισθητήριο. Ένα δεύτερο χάρισμα που αποδεικνύει, κατά την άποψή μου, ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί και το επιστέγασμα της ωριμότητας του Χριστοδουλίδη, είναι ότι διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους δημιουργώντας νέες περιοχές αναζήτησης.
Η συλλογή αποτελείται από πέντε, ίσες περίπου σε ποιήματα, ενότητες [Το παιδί, Περιπέτειες, Θανατερά, Ερωτικά (της γυναίκας), Ερωτικά (της ποίησης)]. Πιο συγκεκριμένα οι τρεις πρώτοι ομόκεντροι, θεματικοί κύκλοι του βιβλίου ακολουθούν οριζόντια την αναπόφευκτη πορεία της ανθρώπινης ζωής (παιδί-ενηλικίωση-θάνατος). Η αποφασιστική πορεία του ποιητικού υποκειμένου προς την αυτογνωσία έχει τέτοια ενδελέχεια, έτσι όπως εκτυλίσσεται από ποίημα σε ποίημα, που δίνει, κατά την άποψή μου, στην έκδοση μια σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση. Αντίθετα, οι δύο τελευταίοι θεματικοί κύκλοι (έρωτας για τη γυναίκα και την ποίηση) διατρέχουν κάθετα όλο το εγχείρημα και εισάγουν στη μυθολογία του βιβλίου, ένα κλειδί ανάγνωσης∙ ένα κλειδί που προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή, δηλαδή τη σχέση του ανθρώπου με τη θνητότητα και με τη γλώσσα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πέντε δομικές ενότητες, ιχνηλατούν το ίδιο θέμα με πέντε καταθέσεις διαφορετικής μορφής, θερμοκρασίας και εμβέλειας, ισορροπώντας, βέβαια, μέσα από τις αντινομίες τους. Σε κάθε περίπτωση, ο λειτουργικός τίτλος, Πληγείσες περιοχές, φωτίζει ενίοτε με μαύρο φως και ενίοτε με το φως της ελπίδας τον παιδικό κόσμο, την ενηλικίωση, τον θάνατο, την ιστορία, την κοινωνία, τον έρωτα και την ποίηση αδιάλειπτα και οργανικά, δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.


ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ (σ. 60)
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
Και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος



Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Συνήθως σε μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του και συναντά το εμείς. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και, ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες ζωογονητικές (π.χ. ερωτικές, παιδικές), αλλά και πολλές λύπες, ματαιώσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις. Συγκλίνουν, με άλλα λόγια, προς ένα ζεύγμα αποσταγμένης πείρας ζωής, πικρίας για τις συντελεσμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα.
Σε ορισμένα πάλι ποιήματα, ιδιαίτερα στις ενότητες (Περιπέτειες και Θανατερά) η ιστορία και ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός δεν εξορίζονται άρδην από το ποιητικό προσκήνιο ούτε, ωστόσο, εκφέρονται φωναχτά ή ανεπεξέργαστα. Αντίθετα, ενσωματώνονται έντεχνα στον οντολογικό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και για τούτο μετουσιώνονται, ως επί το πλείστον, αισθητικά και λειτουργικά σε ποίηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συγκεκριμένα στοιχεία του κοινωνικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού βίου, οι συνειδητές δηλαδή σκοπεύσεις, αλλά και οι ασυνείδητες αναφορές, οι ρήξεις και οι κρίσιμες υπαρξιακές επιλογές του ποιητικού υποκειμένου, δεν αποσιωπούνται με κανένα τρόπο, αλλά εγγράφονται ποιητικά στο κείμενο ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο παραγωγής και διακίνησης του νοήματος.


ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ (σ. 41)
Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
Αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιντζούρι
για να το γλύψει αργότερα.


Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, θεωρώ ότι ακόμη ένα θετικό στοιχείο του βιβλίου, είναι ότι αρκετά ποιήματα, ακόμα και όταν πρόκειται για ποιήματα ποιητικής, πείθουν σε μεγάλο βαθμό με την αλήθεια τους και αιτιολογούν βάσιμα τον υπότιτλο της συλλογής Γυμνές ιστορίες. Και τούτο συμβαίνει γιατί αφενός ο ποιητικός πυρήνας διαποτίζεται, βυθίζεται στο βίωμα και αφετέρου γιατί αυτό το βίωμα πραγματώνεται αισθητικά επιτυγχάνοντας τις περισσότερες φορές καθολικότητα. 

Σε αυτήν ακριβώς τη μείξη ατομικού και συλλογικού, μύθου και ιστορίας εδρεύει κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημεία-κλειδιά της συλλογής, το οποίο μάλιστα φωτίζει τον αφηγηματικό σκελετό του βιβλίου.
Πιο συγκεκριμένα, στο κέντρο της αφηγηματικής τεχνικής του ποιητή δεσπόζει συμπληρωματικά το πρώτο και το τρίτο ενικό πρόσωπο, στα οποία θεωρώ ότι συμπλέκονται αξεδιάλυτα δύο στοιχεία: το αυτοβιογραφικό-βιωματικό από τη μια και το ιστορικοκοινωνικό-αφηγηματικό, σκηνοθετικό από την άλλη. Με τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, ο ποιητής δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, στο οποίο ο αναγνώστης εμπλέκεται αναπόφευκτα. Με τη χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, η απουσία του ποιητή ταυτίζεται με την αναγνωστική ελευθερία που εγγυάται αδόκητη διεύρυνση του ποιήματος. Και στις δύο περιπτώσεις ο ομιλητικός χαμηλόφωνος τόνος, η προσωπική εξομολόγηση, η απροσποίητη ειλικρίνεια, η κατάθεση ψυχής αποτελούν τις εκφραστικές προθέσεις και προϋποθέσεις.
Το βιωματικό υλικό, επομένως, δεν εξασφαλίζει από μόνο του υψηλό ποιητικό αποτέλεσμα, αλλά πραγματώνεται επιτυχώς σε αισθητικά λειτουργική ποίηση πρωτίστως χάριν της ισχυρής, οικειωτικής δύναμης του στίχου. Και στην περίπτωση του Γ. Χριστοδουλίδη, η δύναμη του στίχου του οφείλεται πρωτίστως στον επιτυχή, τις περισσότερες φορές, ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό-στοχαστικό στοιχείο, προϊόν ανήσυχου προβληματισμού και άγρυπνης σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητικός ρεαλισμός του Χριστοδουλίδη, αποδεικνύεται στις καλύτερές του στιγμές σε εξαιρετικό όπλο της γραφής, καθώς τον προφυλάσσει από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπει να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα. Με αυτό τον τρόπο, τα ιδιωτικά βιώματα του ποιητή δεν παραμένουν ασφυκτικά κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση.


ΤΟ ΣΕΛΙΝΙ (σ. 24)
Ήμουν δεν ήμουν εφτά χρονών
κι εκείνη η σταφιδιασμένη γριούλα είχε ανοικτή
τη χούφτα.
Της έδωσα το χαρτζιλίκι μου –ένα σελίνι
κι έτρεξα φοβισμένος μακριά.
Η γριά πέθανε, εγώ μεγάλωσα
ο χρόνος κάτω από το χώμα
καθάρισε τα κόκαλά της
αν δεν ήταν θαμμένη
θα βλέπατε ότι έχουν το ίδιο χρώμα
με το φετινό φεγγάρι του Αυγούστου
όμως αυτό που θέλω να πω
είναι ότι εκείνο το σελίνι
από τότε
καθημερινά μου επιστρέφεται
κι αστράφτει
πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα νομίσματα
μες το ταξίδι του.


Εστιάζοντας στον μελαγχολικό τόνο, ο οποίος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό διατρέχει το σύνολο σχεδόν της παραγωγής του ποιητή, παρατηρούμε ότι εδώ αναδύεται θεματικά εντοπισμένος και εμφιλοχωρεί επιτακτικά στο εσωτερικό της ποιητικής έκφρασης. Η αβεβαιότητα, τα διλήμματα, οι φόβοι, το άγχος για το οδυνηρό πέρασμα του χρόνου και οι ενοχές, οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε σε μελαγχολικές κρίσεις συνειδήσεως και ταυτότητας στις οποίες διακυβεύεται ολόκληρη η ύπαρξή του και άλλοτε σε επάλληλους κύκλους εξωστρέφειας που εκδηλώνονται περισσότερο με ειρωνεία και λιγότερο με οργή για την εξαχρείωση των κοινωνικών ηθών στον τόπο μας, την κοινωνική και ιστορική αδικία και τον θάνατο. Από την άλλη πλευρά, η προσκόλλησή του ποιητή σε ηθικές αξίες και αρχές, ο ανθρωπισμός του, η προσήλωσή του στην ομορφιά και κατ’ επέκταση την αλήθεια, τον βοηθούν, βεβαίως, πρόσκαιρα να ισορροπήσει ψυχικά, δεν επιφέρουν, ωστόσο, την πολυπόθητη εσωτερική γαλήνη.
Και είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο που, ενώ θεματοποιείται εμφαντικά η βίαιη εισβολή του εξωτερικού κόσμου στον αφύλαχτο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της ύπαρξης, ταυτόχρονα το ποιητικό εκκρεμές εξισώνει το αποτέλεσμα με τη αντίστροφη και, τις περισσότερες φορές, λυτρωτική παρέμβαση της ποιητικής όρασης που μεταμορφώνει τον εξωτερικό κόσμο. Πρόκειται για μια ανατρεπτική, σε πολλά ποιήματα της συλλογής, οπτική, η οποία αφαιρεί από τα πράγματα την κοινή θέα και θέασή τους, βάζοντας στη θέση τους ένα ιδιάζον, λοξό ποιητικό κοίταγμα, το οποίο ως επί το πλείστον αναποδογυρίζει την κοινή λογική και κυοφορεί το θαύμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η κοινωνική περιθωριοποίηση, η ανέκκλητη φθορά του σώματος, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κοινωνική αδιαφορία, η αδικία, οι σωματικές και ψυχικές πληγές αποτελούν εν τέλει διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του παράλογου της ιστορίας, που μόνο η ποίηση και ο έρωτας μπορούν έστω και για λίγο να νικήσουν. Οι δύο τελευταίες ενότητες του βιβλίου καταδεικνύουν εξάλλου εμφαντικά ότι μόνο η ποίηση και ο έρωτας δύνανται να προστατεύσουν τον λυρισμό της σκέψης και την παιδική ηλικία, να επιτεθούν στη βαρβαρότητα, στην κατανάλωση των σχέσεων, στην κοινωνική και ιστορική αδικία, στα λογής στερεότυπα, ακόμη και στην ίδια την ποίηση όταν αυτή είναι άσφαιρη. Η ποίηση και ο έρωτας εμφανίζονται, λοιπόν, αιφνίδια στη σκηνή για να βεβαιώσουν τη δυνατότητα ενός ουσιαστικότερου υπάρχειν μέσω μιας ανατρεπτικής ματιάς, η οποία ως επί το πλείστον ανατρέπει το άνοστο περίβλημα της καθημερινότητάς μας.


ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ (σ. 44)
Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
-πολλών ήσυχων ημερών.

Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτή η ανατρεπτική όραση δεν περιορίζεται αυτάρεσκα και από απόσταση ασφαλείας στο υπαρξιακό ή στο ιστορικοκοινωνικό πεδίο, αλλά επεκτείνεται με παρρησία και στο πεδίο της ίδιας της ποίησης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής «ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ», αποδομείται ειρωνικά από τη μια το εξιδανικευμένο μοντέλο του ρομαντικού ποιητή, ενός καθαρού, υπερβατικού, όντος, που επικοινωνεί με το θείο και εμπνέεται από αυτό, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται αντιθετικά από την άλλη το ακάθαρτο, γήινο σώμα του πραγματικού ποιητή. Το ποίημα, κινείται, με άλλα λόγια, επιθετικά και εσώστροφα, προς την κατεύθυνση του ίδιου του ποιητή-δημιουργού, αποδομώντας, αφενός, τη ρομαντική και ιδεαλιστική εικόνα του ποιητή ως πολιτιστικώς ορθού κοινωνικού προτύπου για έναν υψηλό πολιτισμό, και αφετέρου τη ναρκισσιστική του ασθένεια.

ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ (σ. 61)
Υπάρχει μια εκκρεμότητα
που αν δεν την πω δεν θα ησυχάσω.
Κάποιος με παρακολουθεί την ώρα που γράφω.
Ένας αγροίκος
τον ακούω να κόβει τα νύχια του
να ξύνεται να χασμουριέται
μετά να σηκώνεται να σπάει αβγά
να κάνει ομελέτα
ύστερα να ανάβει την τηλεόραση
να ρουφά την ημερήσια φρικαλεότητα
μετά να παθιάζεται μ’ ένα ντέρπι
να στυλώνει το τεράστιο πούρο του
να στέλλει δαχτυλίδια καπνού
στο γκρίζο ταβάνι του
που καταρρέει αδιάκοπα.
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ποίηση
μου λέει, σκίζοντας όλα τα πρωτόκολλα
κατ’ ακρίβειαν την έχω εντελώς γραμμένη
και χασκογελά.
Νομίζει ότι έτσι θα με τσαντίσει
ή θα με κάνει να ασχοληθώ
με κάτι πιο προσοδοφόρο.
Ας πιούμε ένα ποτήρι κρασί, του απαντώ
Κερασμένο από μένα
πάλι μου έδωσες
το καλύτερο ποίημα.


Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες περιοχές, Γυμνές ιστορίες, αποτελεί ένα ποιητικό χρονολόγιο του αόρατου ρήγματος της ύπαρξης. Σε αυτό τον ψυχικό ιστό ό,τι χάθηκε, κομματιάστηκε και σπαταλήθηκε, δεν αντιπροσωπεύει μιαν ουδέτερη, άχρηστη και αποσημασιολογημένη ύλη, αλλά ένα ακόμη ολοζώντανο σύμπαν, που μολονότι αιμορραγεί ακατάσχετα από κάθε του άνοιγμα, δεν λέει με κανέναν τρόπο να παραδώσει τα όπλα. Για τούτο και η ποιητική του κρυσταλλώνεται σε ένα ξεκάθαρο διπολικό σχήμα: από τη μια η οδυνηρή νοσταλγία ενός οριστικά χαμένου, παιδικού παραδείσου, από την άλλη η επίμονη προσπάθεια του ποιητή να υπερβεί αυτή την απώλεια και να επανακτήσει την αρχική ολότητα. Επιμέρους ενστάσεις σε ορισμένα σημεία του βιβλίου για υπερβολική αναλυτικότητα ή πλατειασμό υπάρχουν, δεν μπορούν ωστόσο, κατά την άποψή μου, να αλλοιώσουν σε μεγάλο βαθμό το συνολικό αποτέλεσμα. Το θαύμα της ποίησης ιχνοβατεί το σκοτεινό βάθος των ανθρώπων και των πραγμάτων και εξακολουθεί να προβάλλει μέσα από τις άπειρες κρύπτες της πραγματικότητας. Όποιος διαθέτει την κατάλληλη όραση το βλέπει.
1 Προηγήθηκαν οι συλλογές: Ένια, Ατέλεια, Λευκωσία 1996, (Α΄ Κρατικό βραβείο νέου λογοτέχνη)∙ Ονειροτριβείο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, (Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης)∙ Εγχειρίδιο καλλιεργητή, Γκοβόστης, Αθήνα 2005∙ Το Απραγματοποίητο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010∙ Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης, Φαρφουλάς, Αθήνα 2013.