Σάββατο 7 Μαΐου 2011

"Μας κλέβουν"! Φωνή απόγνωσης από μια εργαζόμενη μητέρα

Είμαι μια εργαζόμενη μητέρα τριών παιδιών. Το περασμένο Σάββατο πήρα τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου, ηλικίας 6 και 4 χρόνων, στο “Fun Park” του πολυκαταστήματος Madison στα Λατσιά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τον συγκεκριμένο χώρο, μάλιστα οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι πολύ ελκυστικός για παιδιά, με άνεση χώρου και με υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να αναρωτηθώ: στα παιδιά ποιων γονέων απευθύνεται;

Το «εισιτήριο» για δύο παιδιά, μαζί με ένα στοιχειώδες παιδικό γεύμα, στοιχίζει 20 ευρώ. Ο καφές για τον ενήλικα που τους συνοδεύει, ας πούμε ένα καπουτσίνο, στοιχίζει 3.80 ευρώ. Μία βόλτα στο τρενάκι, που διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα, κοστίζει 2 ευρώ ανά παιδί. (Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει πότε τα 2 ευρώ απέκτησαν στη χώρα μας τόσο ευτελή αξία;) Δεν γνωρίζω τους ιδιοκτήτες του Fun Park, ούτε μπορώ να ξέρω με ποια λογική κοστολογούν τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Ωστόσο, αρνούμαι να πέσω στην παγίδα του ενοχικού Κύπριου γονιού που, γαλουχημένος από αρχαιοτάτων χρόνων στην παραδοσιακή νοοτροπία «Δεν θα λείψει τίποτε στα παιδιά μου», δέχεται αδιαμαρτύρητα να πληρώνει 3.80 ευρώ για έναν καφέ. Αντιλαμβάνομαι ότι, εφόσον πρόκειται για ιδιωτική επιχείρηση, το Fun Park δεν παρακαλεί κανέναν να το επισκέπτεται. Εγώ όμως, παρακαλώ όλους τους γονείς που αναζητούν ενδιαφέροντες και ασφαλείς χώρους για να ψυχαγωγούν τα παιδιά τους, να δηλώνουν με παρρησία πότε θεωρούν ότι το αντίτιμο αυτής της ψυχαγωγίας προσβάλλει τη νοημοσύνη τους. Δεν είναι ντροπή να λέμε στα παιδιά μας «Δεν μπορώ να σε ξαναπάω εκεί, διότι στο δικό μας σπίτι το χρήμα δεν ρέει άφθονο». Ντροπή θα είναι, σε δέκα χρόνια από τώρα, να τους πούμε: «Δεν έχω χρήματα να σε σπουδάσω, διότι τα σκόρπισα σε υπερτιμημένους παιχνιδότοπους».

«Με βίασαν, δεν αντέχω τόσο βρώμικο μυστικό»

Από παιδί, η μοίρα τα ‘φερε έτσι, που ένα ερώτημα βασάνιζε τη σκέψη μου. Τότε βέβαια, οι λέξεις ήταν ανακατεμένες στο κεφάλι μου. Οι απορίες μπλεκόντουσαν με τα συναισθήματά μου και οι απαντήσεις έμοιαζαν με σπαζοκεφαλιά, που μόνον οι ευφυείς μπορούσαν να λύσουν.

Να μην πολυλογώ, με τα χρόνια η απορία βρήκε τη θέση της στο κέντρο της ψυχής μου: Πόσο αντέχει να πονά ο άνθρωπος; Πόσα στραπάτσα καταπίνει; Πότε λες «φτάνει τόσος πόνος»;

Κάθε τόσο, με κείνα και με τ’ άλλα, ξαναρωτώ τον εαυτό μου, προσδοκώντας να βρω και την απάντηση. Μη φανταστείτε πως αναρωτιέμαι πόσο διευρύνονται οι αντοχές, μονάχα όταν κάτι δικό μου με πονάει. Δεν χρειάζεται η οδύνη να χτυπά πάντα και μόνο τη δική μου πόρτα, για να μείνω άναυδη μπροστά στο ψυχικό σθένος, στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, στην αντοχή του ανθρώπου που τελειωμό δεν έχει, όσο κι αν ο πόνος σφυροκοπάει τα μηλίγγια. Δεν χρειάζεται να γνωρίζω καν, εκείνον που υποφέρει. Όχι γιατί η ευαισθησία μου απλώνεται φαρδιά πλατιά στο συνάνθρωπο. Ούτε γιατί η δύναμη μου περισσεύει κι αντέχω να «βαστώ» εκείνους που λυγίζουν. Δεν είμαι ούτε καλή κι αγαθή περισσότερο απ’ τον καθένα. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω και να νιώσω τα μέτρα και τα σταθμά μου. Την ανθρωπιά και την απανθρωπιά μου. Τη δύναμη και την αδυναμία μου.

Είναι γι’ αυτό που μου ξανάρθε στο μυαλό «Πόσο αντέχει να πονά ο άνθρωπος», μόλις άκουσα την ιστορία της Λάρα Λόγκαν. Της εδώ και 18 χρόνια πολεμικής ανταποκρίτριας και επικεφαλής των ανταποκριτών του CBS, που ομολόγησε δημοσίως ότι έπεσε θύμα βιασμού στις 11 Φεβρουαρίου κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Της γυναίκας που ομολόγησε ότι επί 40 λεπτά, 200 με 300 άντρες την βίαζαν ανελέητα.

«…Σκέφτηκα, είπε η Λάρα Λόγκαν, ότι όχι μόνο θα πεθάνω εδώ, αλλά θα είναι ο πιο φριχτός και βασανιστικός θάνατος που θα μπορούσα να έχω.

…Τα ρούχα μου είχαν γίνει μικρά, μικρά κομματάκια. Το πιο σοκαριστικό ήταν το πόσο αδίστακτοι ήταν. Χαίρονταν με τον πόνο μου. Όσο ούρλιαζα, τόσο πιο πολύ με κακοποιούσαν!»

Η Λάρα Λόγκαν περιέγραψε την απάνθρωπη εμπειρία της στην εκπομπή «60 Minutes» και στους New York Times, γιατί, καθώς είπε, δεν ήθελε να κουβαλάει ολομόναχη το βάρος «σαν να έχω ένα βρώμικο μυστικό, κάτι για το οποίο θα ντρεπόμουν μια ζωή!»

Η φρικιαστική εμπειρία της δημοσιογράφου, ήρθε, είδε και απήλθε από τα ΜΜΕ. Σε λίγο καιρό, για όλους εμάς θα είναι παρελθόν. Θα την ξεχάσουμε, όπως τόσα και τόσα φρικαλέα συμβαίνουν στη ζωή. Μπορεί να τη ξεχάσω κι εγώ, παρ΄ ότι στ΄ αλήθεια, μόλις άκουσα την ιστορία της ένοιωσα το αίμα μου να παγώνει.

Αυτό όμως που δεν θα λησμονήσω ποτέ και, ίσως, δεν θα λύσω ποτέ μέσα μου, είναι το ερώτημα που έχω από παιδί: «Πόσο πόνο αντέχει ο άνθρωπος;».

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Ο ένας κάνει τη φωνή μας…αγώνα, υπηρετώντας εσχάτως το κόμμα η ηγεσία του οποίου από το 2004 μέχρι εντεύθεν, εκτίθεται υπονομεύοντας κάθε αγωνιστική διάθεση του λαού.

Η άλλη, επιστρατεύθηκε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας –πρόσκαιρα- τα σεμινάρια των αμερικανό-νορβηγών και τις παρουσιάσεις «μελετών» που προδιαγράφουν το έξοχο μέλλον μας αν συγκατανεύσουμε επιτέλους σε κάποιο σχέδιο τύπου Ανάν-Χάνεϊ, για να στελεχώσει τα πάλαι πότε ένδοξα ψηφοδέλτια της κυπριακής αριστεράς. Αλήθεια υπηρετώντας ποιό πολιτικό ή ψηφοσυλλεκτικό σκοπό; Της επιβεβαίωσης ότι το κόμμα έχει πια μη αναστρέψιμα και συθέμελα διαβρωθεί, παλινωδώντας, αποκαθηλωμένο από τις αρχές του στο Κυπριακό αλλά και σε πλείστα κοινωνικοοικονομικά θέματα ή της «ανάγκης» να συγκρατηθούν και να περιμαζευτούν τα ρετάλια του πρώην ΑΔΗΣΟΚ-ΕΔΗ κλπ;

Οι μεν διακηρύττουν ότι κόπτονται για τον απλό άνθρωπο και τις κατακτήσεις του, όμως η αναρρίχηση τους στην εξουσία δεν θα ήταν δυνατή, χωρίς την ανοχή ή και στήριξη σημαντικού μέρους του μεγάλου κεφαλαίου, αυθεντικός εκπρόσωπος του οποίου εφαρμόζει «λαϊκή» πολιτική από το Υπουργείο Οικονομικών. Με επιδόματα ταξιδίων, πολυτελείς αίθουσες φιλοξενίας υψηλών καλεσμένων και ιδιωτικά τζετ, απομακρύνονται σταδιακά από το λαό όπως ακριβώς οι προκάτοχοι ύπατων αξιωμάτων στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι δε, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική κρίση, προϊόν της μολυσματικής και τοξικής λειτουργίας όχι των τραπεζικών επενδύσεων σε ελαττωματικά προϊόντα, αλλά ολόκληρου του καπιταλιστικού οικοδομήματος, χωρίς αναστολές, ζητούν συρρίκνωση των εισοδημάτων των πολλών, προς όφελος των λίγων, προϊδεάζοντας για το τι θα επακολουθήσει της τυχόν δικής τους αναρρίχησης στα χρυσοποίκιλτά δώματα της εξουσίας. Πείθουν αμφότεροι ότι ο καβγάς γι’ αυτήν και μόνο γίνεται.
Οι δυο όψεις του ιδίου πια νομίσματος, όπως λέγαμε σύντροφοι παλιότερα και γελούσαμε σκωπτικά: Νέα Δημοκρατία-ΠΑΣΟΚ, Σοσιαλδημοκράτες-Συντηρητικοί, βρίσκονται σε πλήρη διάταξη ενώπιον μας, λίγες μέρες πριν από την ύψιστη στιγμή της Δημοκρατίας, αποβλέποντας για μια ακόμη φορά να εκμαιεύσουν και να εκμαυλίσουν τη ψήφο μας, με πλαστά διλήμματα του τύπου «ψηφίστε εμάς για να μην ενισχυθούν οι άλλοι», μιντιακή υπεροχή, ισχυρούς εσωτερικούς μηχανισμούς και ατέλειωτο εκλογικό χρήμα.
Οι μεν απρόσωποι- στις προεκλογικές τους πινακίδες προβάλλεται μονοδιάστατα και μονολιθικά το κόμμα, τα σλόγκαν και η «υπευθυνότητα» του. Οι δε, κήνσορες και προπαγανδιστές του ασύδοτου ατομισμού, με πολλά πρόσωπα και προσωπεία, αυτοδιαφημίζονται, ως «λαϊκοί», έχοντες «δυνατή φωνή» κλπ.

Ποιός αλήθεια ξέρει ή θυμάται αν και πόσες νομοθεσίες που προώθησαν ή ευλόγησαν, να εξυπηρετήσουν στόχευαν το ανόθευτο λαϊκό συμφέρον ή αν εκκολάφθηκαν στα δυσώδη και βάθη κάποιου από τους πολλούς λάκκους της διαπλοκής;

Και βεβαίως το Κυπριακό εκτός ατζέντας και συζήτησης! Επί δύο χρόνια, αλληλοϋποστηρίζονταν, με τους μεν, να «πρωτοπορούν» εκχωρώντας εν είδη δώρων και προσφορών, διαπραγματευτικό κεκτημένο στην τουρκική πλευρά και τους δε να σιωπούν συνεργώντας ή να συνεργούν σιωπώντας.
Τώρα όλα αυτά ενόψει εκλογών θα πρέπει να ξεχαστούν, να αποσιωπηθούν, ασχέτως αν αμέσως μετά τις εκλογές, η χιονοστιβάδα που πλάθουν από τα ύψη της Νέας Υόρκης και ετοιμάζονται να μας ρίξουν κατακέφαλα οι κύριοι Πάσκο και Ντάουνερ, θα αποτελείται και από αυτές τις προσφορές.
Θέλουν τη μνήμη μας κοντή και εξασθενημένη για να την ελέγχουν. Θέλουν τη σκέψη μας χειραγωγούμενη. Θέλουν τη βούληση μας ασθενή για να την κατευθύνουν.
Οι εκλογές είναι μια ευκαιρία για όλους να κρίνουν. Χωρίς μνήμη των πεπραγμένων, αυτών που ζητούν τη ψήφο μας, δεν μπορεί να υπάρξει κρίση.
Ας κοιτάξουμε πίσω από τον εικονοπλαστικό συρφετό, τη λεκτική διαιώνιση του τίποτα, τις επιδέξιες αποσιωπήσεις. Ας θυμηθούμε.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Συνεταιρισμός για την Ειρήνη: Ηθική και υποκρισία

Μου είναι ειλικρινά ακατανόητη η εμμονή των κομμάτων ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και ΕΥΡΩΚΟ να ενταχθεί η Κύπρος στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ένα υποβραχιόνα του ΝΑΤΟ, όταν οι θέσεις αυτών των κομμάτων στο Κυπριακό αντιστρατεύονται την πολιτική βασικών νατοϊκών χωρών επί του εθνικού μας θέματος. Να ζητά την ένταξη μας στον Συνεταιρισμό και μάλιστα μετ’ επιτάσεως ο ΔΗΣΥ, η ηγεσία του οποίου συνέπλευσε άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυφίως με τις πολιτικές του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό, το αντιλαμβάνομαι πλήρως- είναι μια φυσιολογική εξέλιξη. Αλλά οι προαναφερθείσες τρεις πολιτικές δυνάμεις στη βάση ποιάς λογικής συνταυτίζονται με εκείνο που υποτίθεται ότι αντιμάχονται;
Αν η στάση τους ελαύνεται από σοσιαλδημοκρατικούς ή δεξιόστροφους χρωματισμούς ή αποχρωματισμούς, τότε ας υιοθετήσουν το σύνολο της νατοϊκής πολιτικής επί του πλανήτη, του κυπριακού συμπεριλαμβανομένου.

Θα ήταν πιο συνεπές. Επίσης, ας αποσύρουν τις διεκδικήσεις τους για λύση στη βάση των ευρωπαϊκών αρχών και του διεθνούς δικαίου κι ας τις υποκαταστήσουν με θέσεις για λύση στη βάση των γνωστών νατοϊκών αρχών. Επιπλέον, ας χαιρετίσουν, έστω ετεροχρονισμένα, το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, ας ανασκευάσουν την αντίθεση τους στην εισβολή στο καθημαγμένο σήμερα Ιράκ κλπ .

Δεν νοείται ενώ απορρίπτεις υποπροϊόντα τύπου σχεδίου Ανάν, απότοκα της στυγνής σε βάρος μικρών λαών πολιτικής των ηγητόρων της νέας τάξης πραγμάτων, να επιδιώκεις ταυτόχρονα να αποτελέσεις συστατικό της μέρος των οργανισμών της.

Από την άλλη, υποκριτική είναι και η στάση της κυβέρνησης αλλά και της ηγεσίας του ΑΚΕΛ.

Ενώ σε κυβερνητικό αλλά και κομματικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προσπαθούν να επιβάλουν την ιδεολογικοπολιτική αλλά και εθνική απονεύρωση και την άνευ ουσιαστικών όρων δεκτικότητα στις επιβουλές του δυτικού παράγοντα στο Κυπριακό, αίφνης, στην περίπτωση με το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, θυμήθηκαν ότι υπάρχουν κακοί και ιμπεριαλιστές και ότι δεν είναι σωστό να εντάσσεσαι στις συμμαχίες και να διευκολύνεις τους σχεδιασμούς τους.

Πόσο πιο ηθικό όμως είναι να προστατεύεις τον κ. Αλεξάντερ Ντάουνερ αποτρέποντας την έκθεση των ενεργειών του στο φακό της δημοσιότητας και της Βουλής από το να ζητάς ένταξη στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη; Πόσο πιο ηθικό είναι να επιλέγεις πολιτικές εξευμενισμού-μέχρι παρεξηγήσεως- των Βρετανών ή να αποδέχεσαι για τη χώρα σου προδιαγραφές λύσης τύπου Βοσνίας, στη νατοϊκή λογική για σύσταση κρατών-εκτρωμάτων, κατ’ επέκταση, δορυφόρων, από το να καθίστασαι στρατηγικός εταίρος με χώρες που αποτελούν τον πυρήνα εκπόρευσης αυτών των πολιτικών; Αλλά και πόσο πιο ηθικό από το θέμα του Συνεταιρισμού είναι να παραπέμπεις το ζήτημα της αμφισβήτησης των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο-του κατ’ εξοχήν συμβόλου της αποικιοκρατικής, νατοϊκής δυτικής πολιτικής - στο απώτερο μέλλον;

Εκτός κι αν συμφωνήσουμε όλοι ότι δεν υπάρχει τίποτα ηθικό στην πολιτική, διεθνή και εγχώρια, οπότε ας σπεύσουμε ως πολίτες και ψηφοφόροι, να ταχθούμε είτε με τους μεν είτε με τους δε. Ολο και κάποια εύνοια μπορεί να κερδίσουμε, αν μπούμε εγκαίρως στη σειρά.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Τάκης Σινόπουλος



ΜΑΡΙΑ


‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.

Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.

‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,

παράφορη, γυρίζοντας

με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,

σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.

Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.

Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.

Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.

Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου

μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε

κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος

είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος

ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.

Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε

τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό

κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.



ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ



Λάμψε ήλιε

πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·

σε τούτη τη στιφή αγκαλιά

της στάχτης. Λαβωμένο φως

να λούσει τη θρησκεία του σώματος

και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.

‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,

όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,

όπου αναζούν οι καθαρές

κινήσεις των μαστών των πράσινων,

στην περιφέρεια του αδυσώπητου

φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής

γυμνότητας.

Λάμψε ήλιε των νεκρών

ποιητών.

Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,

στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,

στον ηττημένο από τη μέθη του κακού

παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,

πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,

λάμψε ήλιε της φανταστικής

Ελλάδας, η πολυάνεμη,

η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές

του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,

σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς

κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε

της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,

την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,

τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,

ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή

στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,

πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,

χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα

τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.

Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.

Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.

Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.

Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·

κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα

τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα

κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.

Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.

‘Ηλιε,

λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων

της ζωντανής Ελένης, ω

μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός

πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων

κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός

που ξέρει

ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες

ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,

τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο

με την νεκρήν Ελένη.





ΑΝ



Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε

ανάμεσα στα ερείπια.

Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-

νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-

φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που

κοίταζαν λίγο πιο πριν.

Αν το χέρι σου ήταν.

Αν τα μάτια σου.

Αν το χέρι σου.

Αν η λέξη που πήγες να πεις.

Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.

Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.



Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ



Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.



ΕΛΠΗΝΩΡ


Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ʽναι εκείνος.

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;

Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού

ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένασ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ακραίες συμπεριφορές και ακραίες υποχωρήσεις

-Υπάρχει κάτι πιο ακραίο από την κατοχή;
Τελικά ποιών οι θέσεις συμπίπτουν μ ‘ εκείνες των Τούρκων; Αυτών που επιμένουν να αποχαρακτηρίζουν το εκτρωματικό περιεχόμενο της «λύσης» που βρίσκεται στα σκαριά, όπως προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος αποχαρακτηρίζονται τα απόρρητα έγγραφα, ή των άλλων που την πλασάρουν;
Όταν οι κ.κ. Ερντογάν, Μπαγίς και Νταβούτογλου προβάλλουν αναιδώς τον ισχυρισμό ότι στη «Νότια Κύπρο» ανθεί ο ρατσισμός, ο σοβινισμός και ο εθνικισμός, με ποιών παρόμοιες δηλώσεις ευθυγραμμίζονται; Όταν ασελγώντας πάνω στο πτώμα της κοινής λογικής, διατείνονται με θράσος χιλίων πιθήκων, πως εδώ στην Κύπρο, δεν υπάρχει κράτος, ούτε καν φυλή, με ποιανού υποστηρικτή της «λύσης» και εσχάτως της κυβέρνησης, δηλώσεις και θέσεις περί μίζερου Νότου, συνταυτίζονται;
Και αν όσοι απορρίπτουν τη «διζωνική» που διαπραγματεύεται ο κ. Χριστόφιας είναι «ωραίοι Ελληνες», εκείνοι που την αποδέχονται-η μειοψηφία δηλαδή- πώς θα πρέπει να χαρακτηριστούν; Μήπως τελικά πρέπει να είναι μη Ελλην κανείς για να εγερθεί και να χειροκροτήσει τη διζωνική, όπως την κατάντησε τα τελευταία δυόμιση χρόνια η καταθλιπτική τακτική των υποχωρήσεων της δική μας πλευράς; Αλλά, και τι θα πει η φράση «εμείς δώσαμε περιεχόμενο στη διζωνική» που διατύπωσε πρόσφατα ο Πρόεδρος; Υπάρχει κάποιο διεθνές πρότυπο διζωνικής που να προϋποθέτει εκ περιτροπής προεδρία, συνιστώντα κράτη, παραμονή εποίκων κ.α., και δεν το γνωρίζουμε; Αν υπάρχει τέτοιος νομικός, διεθνής, ή ακόμη πολιτικός περιορισμός ή υποχρέωση, να μας το πουν οι θιασώτες της ΔΔΟ του κ. Χριστόφια, για να ενισχύσουμε την επιχειρηματολογία μας γιατί δεν θέλουμε το υπό εκκόλαψη έκτρωμα να αποτελέσει το πολίτευμα του παρόντος και του μέλλοντος μας.
Όμως αλλού είναι η ουσία του πράγματος και της σχεδόν εμφυλιοπολεμικής ρητορικής που αναπτύσσεται ένθεν και ένθεν στο εσωτερικό μέτωπο. Εντοπίζεται στο ότι, τέτοιο είναι το μέγεθος της διολίσθησης επί των αρχών και επί των ορίων ασφαλείας που τόσα χρόνια κυριαρχούσαν στο Κυπριακό ως θέσεις της ε/κ πλευράς, που ήταν σχεδόν αναπόφευκτο και εντελώς διαλεκτικό, να γεννηθεί και να ενισχύεται καθημερινά επί των ερειπίων των εναπομείνουσων αρχών, το ρεύμα αντίδρασης απέναντι σε αυτήν την πορεία. Ως αποτέλεσμα, διάφορες περιθωριακές δυνάμεις, μερικές εκ των οποίων όντως φέρουν ακραία χαρακτηριστικά, επιχειρούν να εκμαιεύσουν πολιτικό κεφάλαιο από τις μεγάλες μάζες του λαού, που δεν ανέχονται η «λύση» να τους μετατρέψει σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Με άλλα λόγια, αν παρατηρούνται ακραίες συμπεριφορές, είναι επειδή ακραία είναι η συνεχιζόμενη, χωρίς ελπίδα πραγματικής άρσης της, κατοχή, αλλά και η πολιτική υποχώρηση μας από θέσεις αρχών και όχι επειδή οι Ελληνοκύπριοι είναι εκ φύσεως εθνικιστές ή σοβινιστές. Τόσο ακραία είναι δε η υποχώρηση, που οι εκπονούντες την, κρίνουν ότι μόνο με την καλλιέργεια ενός αισθήματος συλλογικής ευθύνης μεταξύ του λαού καθώς και μιας ξενόφερτης (σεμιναριακής, καλύτερα) εξίσωσης του θύτη και του θύματος, είναι πιθανόν να βρουν κάποια ανταπόκριση. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς δηλώσεις για «ένα σου, ένα μου» που πρέπει να σταματήσει, όταν από τη μια έχουμε να κάνουμε με ωμές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προέρχονται από μια ψευδοκρατική δομή εξουσίας, υποχείριο και προέκταση της κατοχικής δύναμης που γδύνει παπάδες αφαιρώντας τους τα άμφια και από την άλλη με αλαλάζοντες χούλιγκαν, ένα παππού που φανάτιζε τον εγγονό του ή έστω ακροδεξιά υπολείμματα, οι καταδικαστέες πράξεις των οποίων πατάσσονται από το ευνομούμενο μας κράτος;
Και ποιο αντίκρισμα θα έχουν τα όποια διεθνή διαβήματα για τις ανομίες του κατοχικού καθεστώτος, όταν από μόνη της η κυβέρνηση τα εξουδετερώνει εκ των προτέρων με τη λογική της εξίσωσης και της συλλογικής ευθύνης που υιοθετεί;
Είναι σαν να λέμε ότι η Γερμανία παραμένει ναζιστική επειδή υπάρχουν ακόμη ναζιστικές ομάδες ή οι ΗΠΑ είναι μια ρατσιστική χώρα αφού η Κου Κλουξ Κλαν απολαμβάνει ακόμα κάποιας απήχησης στο συντηρητικό Νότο της χώρας.
Και το παράδοξο είναι πως ούτε η Μέρκελ ούτε ο Ομπάμα μιλώντας σε διεθνή βήματα , δεν έχουν στηλιτεύσει ακόμα αυτά τα φαινόμενα.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα

  τί είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγώματα

  είν’ ομοιώματα

    φενάκη

      φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

  ταραχώδη κύματα;

    τί είναι τα ποιήματα;

Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;

  είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα;

  είναι γάζες επίδεσμοι

    παρηγόρια ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

  Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.ΧΡΙΣΤΔΟΥΛΙΔΗ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

Né à Moscou en 1968, il a fait des études de journalisme dans cette même ville et travaille actuellement à Chypre. Il a publié quatre recueils de poèmes, dont deux ont reçu un prix d'État. Il est déjà traduit en plusieurs langues.

L'IRRÉALISABLE


Toute cette pluie qui n'est pas tombée
de l'hésitation des nuages
le ciel était noir
en mal d'enfant
voulant pleuvoir beaucoup d'eau
ne pleuvant pas.
L'hésitation mur invisible
plus tu montes
plus elle est haute
sur elle se brisent
de hautes vagues
d'amour prisonnier
de l'inavoué
tout aussi habilement elle dissuade
des vies desséchées de pleuvoir
qui titubent
aux confins
de la terre et de la mer.
Que devient tout
ce qui n'est pas devenu ?
m'as-tu demandé.
Je suppose que tout s'amasse dans les barrages
du rêve d'où cela s'écoule
dans un futur assoiffé
dont les affluents s'étendent
et se perdent au-delà des cartes
pour arroser goutte à goutte
l'irréalisable.



PETIT ENFANT AU FOND DE L'AVENIR

Tu me tenais serré autrefois
entre tes bras
que je ne m'enfonce pas dans la mer
ne trébuche pas dans l'escalier
(les chiens étaient en dessous)
que je ne me fatigue pas trop
tu marchais dans la nuit en aveugle
il n'y a que le temps violent
qui m'a emporté
puis laissé tout au fond de l'avenir
et empêché de grandir
dont tu ne m'aies pas protégé
et maintenant
que j'ai plus que jamais besoin
de tes bras pour m'appuyer un peu
toi c'est la branche maigre
d'un arbre séculaire
au bois céleste
que tu as voulu devenir.
Quand as-tu réussi à pousser si haut ?
Enfermant tant d'années
dans une journée que j'appelle hier
je cherche sur mon front
la ligne tendre de ta caresse
au moment où une poire
apparaît dans l'assiette
coupée fin
pour ne pas se coincer
dans la petite gorge
et reproduire la panique
de l'asphyxie provisoire
et la tête en bas.


JADIS J'ÉTAIS UN FLEUVE

Notre chanson, chuchotais-tu
tu t'en souviens ?
Je ne me souviens de rien
depuis longtemps je suis
une eau dormante
né d'une cascade
qui coule sans mémoire sans cesse
qui coule sans cesse en abondance
et n'arrête pas
coupée de sa source
elle a incorporé toute la longueur de mon voyage
et la largeur de ce qui lui manque
tu cherches ma profondeur mais bientôt
je ne serai plus qu'un ruisseau peu profond
puis plus rien
qu'une longue trace desséchée
je ne peux que murmurer
la déshydratation toute proche.




DONNEUR D'ORGANES


Peau résistante aux canicules
ses brûlures absorbées
pour les cas graves
de ceux qui ont fondu
dans des soleils à combustion lente
à usage personnel seulement.
Poumons qui se prenaient
pour des branchies
puisque d'habitude
ils pompaient la mer.
Foie aguerri
aux beuveries excessives
de vers à forte teneur en alcool.
Cœur en parfait état
à contenance très suffisante
avec différence d'heure
entre ses deux parties
de peur que ceux d'aujourd'hui
ne rencontrent
ceux d'hier.