Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Τάκης Σινόπουλος



ΜΑΡΙΑ


‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.

Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.

‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,

παράφορη, γυρίζοντας

με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,

σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.

Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.

Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.

Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.

Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου

μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε

κι όρμησε πάνς του. Μα εκείνος

είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος

ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.

Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε

τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό

κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.



ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ



Λάμψε ήλιε

πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·

σε τούτη τη στιφή αγκαλιά

της στάχτης. Λαβωμένο φως

να λούσει τη θρησκεία του σώματος

και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.

‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,

όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,

όπου αναζούν οι καθαρές

κινήσεις των μαστών των πράσινων,

στην περιφέρεια του αδυσώπητου

φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής

γυμνότητας.

Λάμψε ήλιε των νεκρών

ποιητών.

Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,

στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,

στον ηττημένο από τη μέθη του κακού

παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,

πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,

λάμψε ήλιε της φανταστικής

Ελλάδας, η πολυάνεμη,

η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές

του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,

σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς

κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε

της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,

την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,

τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,

ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή

στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,

πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,

χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα

τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.

Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.

Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.

Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.

Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·

κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα

τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα

κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.

Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.

‘Ηλιε,

λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων

της ζωντανής Ελένης, ω

μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός

πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων

κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός

που ξέρει

ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες

ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,

τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο

με την νεκρήν Ελένη.





ΑΝ



Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε

ανάμεσα στα ερείπια.

Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-

νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-

φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που

κοίταζαν λίγο πιο πριν.

Αν το χέρι σου ήταν.

Αν τα μάτια σου.

Αν το χέρι σου.

Αν η λέξη που πήγες να πεις.

Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.

Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.



Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ



Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.



ΕΛΠΗΝΩΡ


Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ʽναι εκείνος.

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;

Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού

ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένασ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ακραίες συμπεριφορές και ακραίες υποχωρήσεις

-Υπάρχει κάτι πιο ακραίο από την κατοχή;
Τελικά ποιών οι θέσεις συμπίπτουν μ ‘ εκείνες των Τούρκων; Αυτών που επιμένουν να αποχαρακτηρίζουν το εκτρωματικό περιεχόμενο της «λύσης» που βρίσκεται στα σκαριά, όπως προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος αποχαρακτηρίζονται τα απόρρητα έγγραφα, ή των άλλων που την πλασάρουν;
Όταν οι κ.κ. Ερντογάν, Μπαγίς και Νταβούτογλου προβάλλουν αναιδώς τον ισχυρισμό ότι στη «Νότια Κύπρο» ανθεί ο ρατσισμός, ο σοβινισμός και ο εθνικισμός, με ποιών παρόμοιες δηλώσεις ευθυγραμμίζονται; Όταν ασελγώντας πάνω στο πτώμα της κοινής λογικής, διατείνονται με θράσος χιλίων πιθήκων, πως εδώ στην Κύπρο, δεν υπάρχει κράτος, ούτε καν φυλή, με ποιανού υποστηρικτή της «λύσης» και εσχάτως της κυβέρνησης, δηλώσεις και θέσεις περί μίζερου Νότου, συνταυτίζονται;
Και αν όσοι απορρίπτουν τη «διζωνική» που διαπραγματεύεται ο κ. Χριστόφιας είναι «ωραίοι Ελληνες», εκείνοι που την αποδέχονται-η μειοψηφία δηλαδή- πώς θα πρέπει να χαρακτηριστούν; Μήπως τελικά πρέπει να είναι μη Ελλην κανείς για να εγερθεί και να χειροκροτήσει τη διζωνική, όπως την κατάντησε τα τελευταία δυόμιση χρόνια η καταθλιπτική τακτική των υποχωρήσεων της δική μας πλευράς; Αλλά, και τι θα πει η φράση «εμείς δώσαμε περιεχόμενο στη διζωνική» που διατύπωσε πρόσφατα ο Πρόεδρος; Υπάρχει κάποιο διεθνές πρότυπο διζωνικής που να προϋποθέτει εκ περιτροπής προεδρία, συνιστώντα κράτη, παραμονή εποίκων κ.α., και δεν το γνωρίζουμε; Αν υπάρχει τέτοιος νομικός, διεθνής, ή ακόμη πολιτικός περιορισμός ή υποχρέωση, να μας το πουν οι θιασώτες της ΔΔΟ του κ. Χριστόφια, για να ενισχύσουμε την επιχειρηματολογία μας γιατί δεν θέλουμε το υπό εκκόλαψη έκτρωμα να αποτελέσει το πολίτευμα του παρόντος και του μέλλοντος μας.
Όμως αλλού είναι η ουσία του πράγματος και της σχεδόν εμφυλιοπολεμικής ρητορικής που αναπτύσσεται ένθεν και ένθεν στο εσωτερικό μέτωπο. Εντοπίζεται στο ότι, τέτοιο είναι το μέγεθος της διολίσθησης επί των αρχών και επί των ορίων ασφαλείας που τόσα χρόνια κυριαρχούσαν στο Κυπριακό ως θέσεις της ε/κ πλευράς, που ήταν σχεδόν αναπόφευκτο και εντελώς διαλεκτικό, να γεννηθεί και να ενισχύεται καθημερινά επί των ερειπίων των εναπομείνουσων αρχών, το ρεύμα αντίδρασης απέναντι σε αυτήν την πορεία. Ως αποτέλεσμα, διάφορες περιθωριακές δυνάμεις, μερικές εκ των οποίων όντως φέρουν ακραία χαρακτηριστικά, επιχειρούν να εκμαιεύσουν πολιτικό κεφάλαιο από τις μεγάλες μάζες του λαού, που δεν ανέχονται η «λύση» να τους μετατρέψει σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Με άλλα λόγια, αν παρατηρούνται ακραίες συμπεριφορές, είναι επειδή ακραία είναι η συνεχιζόμενη, χωρίς ελπίδα πραγματικής άρσης της, κατοχή, αλλά και η πολιτική υποχώρηση μας από θέσεις αρχών και όχι επειδή οι Ελληνοκύπριοι είναι εκ φύσεως εθνικιστές ή σοβινιστές. Τόσο ακραία είναι δε η υποχώρηση, που οι εκπονούντες την, κρίνουν ότι μόνο με την καλλιέργεια ενός αισθήματος συλλογικής ευθύνης μεταξύ του λαού καθώς και μιας ξενόφερτης (σεμιναριακής, καλύτερα) εξίσωσης του θύτη και του θύματος, είναι πιθανόν να βρουν κάποια ανταπόκριση. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς δηλώσεις για «ένα σου, ένα μου» που πρέπει να σταματήσει, όταν από τη μια έχουμε να κάνουμε με ωμές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προέρχονται από μια ψευδοκρατική δομή εξουσίας, υποχείριο και προέκταση της κατοχικής δύναμης που γδύνει παπάδες αφαιρώντας τους τα άμφια και από την άλλη με αλαλάζοντες χούλιγκαν, ένα παππού που φανάτιζε τον εγγονό του ή έστω ακροδεξιά υπολείμματα, οι καταδικαστέες πράξεις των οποίων πατάσσονται από το ευνομούμενο μας κράτος;
Και ποιο αντίκρισμα θα έχουν τα όποια διεθνή διαβήματα για τις ανομίες του κατοχικού καθεστώτος, όταν από μόνη της η κυβέρνηση τα εξουδετερώνει εκ των προτέρων με τη λογική της εξίσωσης και της συλλογικής ευθύνης που υιοθετεί;
Είναι σαν να λέμε ότι η Γερμανία παραμένει ναζιστική επειδή υπάρχουν ακόμη ναζιστικές ομάδες ή οι ΗΠΑ είναι μια ρατσιστική χώρα αφού η Κου Κλουξ Κλαν απολαμβάνει ακόμα κάποιας απήχησης στο συντηρητικό Νότο της χώρας.
Και το παράδοξο είναι πως ούτε η Μέρκελ ούτε ο Ομπάμα μιλώντας σε διεθνή βήματα , δεν έχουν στηλιτεύσει ακόμα αυτά τα φαινόμενα.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα

  τί είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγώματα

  είν’ ομοιώματα

    φενάκη

      φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

  ταραχώδη κύματα;

    τί είναι τα ποιήματα;

Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;

  είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα;

  είναι γάζες επίδεσμοι

    παρηγόρια ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

  Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.ΧΡΙΣΤΔΟΥΛΙΔΗ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

Né à Moscou en 1968, il a fait des études de journalisme dans cette même ville et travaille actuellement à Chypre. Il a publié quatre recueils de poèmes, dont deux ont reçu un prix d'État. Il est déjà traduit en plusieurs langues.

L'IRRÉALISABLE


Toute cette pluie qui n'est pas tombée
de l'hésitation des nuages
le ciel était noir
en mal d'enfant
voulant pleuvoir beaucoup d'eau
ne pleuvant pas.
L'hésitation mur invisible
plus tu montes
plus elle est haute
sur elle se brisent
de hautes vagues
d'amour prisonnier
de l'inavoué
tout aussi habilement elle dissuade
des vies desséchées de pleuvoir
qui titubent
aux confins
de la terre et de la mer.
Que devient tout
ce qui n'est pas devenu ?
m'as-tu demandé.
Je suppose que tout s'amasse dans les barrages
du rêve d'où cela s'écoule
dans un futur assoiffé
dont les affluents s'étendent
et se perdent au-delà des cartes
pour arroser goutte à goutte
l'irréalisable.



PETIT ENFANT AU FOND DE L'AVENIR

Tu me tenais serré autrefois
entre tes bras
que je ne m'enfonce pas dans la mer
ne trébuche pas dans l'escalier
(les chiens étaient en dessous)
que je ne me fatigue pas trop
tu marchais dans la nuit en aveugle
il n'y a que le temps violent
qui m'a emporté
puis laissé tout au fond de l'avenir
et empêché de grandir
dont tu ne m'aies pas protégé
et maintenant
que j'ai plus que jamais besoin
de tes bras pour m'appuyer un peu
toi c'est la branche maigre
d'un arbre séculaire
au bois céleste
que tu as voulu devenir.
Quand as-tu réussi à pousser si haut ?
Enfermant tant d'années
dans une journée que j'appelle hier
je cherche sur mon front
la ligne tendre de ta caresse
au moment où une poire
apparaît dans l'assiette
coupée fin
pour ne pas se coincer
dans la petite gorge
et reproduire la panique
de l'asphyxie provisoire
et la tête en bas.


JADIS J'ÉTAIS UN FLEUVE

Notre chanson, chuchotais-tu
tu t'en souviens ?
Je ne me souviens de rien
depuis longtemps je suis
une eau dormante
né d'une cascade
qui coule sans mémoire sans cesse
qui coule sans cesse en abondance
et n'arrête pas
coupée de sa source
elle a incorporé toute la longueur de mon voyage
et la largeur de ce qui lui manque
tu cherches ma profondeur mais bientôt
je ne serai plus qu'un ruisseau peu profond
puis plus rien
qu'une longue trace desséchée
je ne peux que murmurer
la déshydratation toute proche.




DONNEUR D'ORGANES


Peau résistante aux canicules
ses brûlures absorbées
pour les cas graves
de ceux qui ont fondu
dans des soleils à combustion lente
à usage personnel seulement.
Poumons qui se prenaient
pour des branchies
puisque d'habitude
ils pompaient la mer.
Foie aguerri
aux beuveries excessives
de vers à forte teneur en alcool.
Cœur en parfait état
à contenance très suffisante
avec différence d'heure
entre ses deux parties
de peur que ceux d'aujourd'hui
ne rencontrent
ceux d'hier.

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Σταλινικού τύπου προπαγάνδα από Χριστόφια

Δεν πρόκειται για άτυχη στιγμή. Ο Δημήτρης Χριστόφιας εννοούσε αυτό που είπε ενώπιον Αμερικανών εμπειρογνωμόνων για διεθνείς σχέσεις. Αντανακλά όχι κάποια τακτική σκοπιμότητα, αλλά τη στρατηγική του για το Κυπριακό. Γι’ αυτό και δεν προέβη σε διορθωτική δήλωση. Καθένας, βεβαίως, δικαιούται να έχει τις απόψεις του. Κανείς, όμως, δεν δικαιούται να κατακρεουργεί την πραγματικότητα για να υπηρετήσει το ιδεολόγημά του.
Από τη δεκαετία 1950, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν διαπράξει βαρύτατα πολιτικά σφάλματα στο Κυπριακό. Δυστυχώς, για την ΑΚΕΛική ηγεσία, όμως, η Ελλάδα δεν εισέβαλε ποτέ στην Κύπρο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε την ελληνική μεραρχία στη Μεγαλόνησο σε συμφωνία με τη νόμιμη κυβέρνηση Μακαρίου και για να αποτρέψει τουρκική εισβολή. Το ενδεχόμενο εισβολής δεν ήταν θεωρητικό. Υπενθυμίζουμε ότι στην κρίση του 1964, η εισβολή ματαιώθηκε όταν ο πρόεδρος Τζόνσον απείλησε ευθέως την Αγκυρα.
Το δικτατορικό καθεστώς διέπραξε εθνικό έγκλημα σε βάρος του κυπριακού Ελληνισμού σε δύο δόσεις: απέσυρε την ελληνική μεραρχία και μερικά χρόνια αργότερα, με το πραξικόπημα, έδωσε την αφορμή στους Τούρκους να εισβάλουν. Το έγκλημα διεπράχθη από μη νομιμοποιημένη δημοκρατικά ελληνική κυβέρνηση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χρεωθεί στην Ελλάδα, νοούμενη ως συντεταγμένη πολιτεία του ελληνικού λαού. Ακόμα όμως κι αν κάποιος ταυτίσει αυθαιρέτως τη δικτατορία με την Ελλάδα και πάλι δεν μπορεί να μιλήσει για εισβολή της Ελλάδας.
Ο Χριστόφιας γνωρίζει την πραγματικότητα. Τη διαστρέφει, όμως, για να καλλιεργήσει το ιδεολόγημα της κυπριακής ταυτότητας. Προϋπόθεση γι’ αυτό, όμως, είναι η «αποελληνοποίηση» των Ελληνοκυπρίων. Γι’ αυτό μίλησε για εισβολή της Ελλάδας, γι’ αυτό εξαφανίζει τις ελληνικές σημαίες, γι’ αυτό προσπαθεί να «αποελληνοποιήσει» τα ελληνοκυπριακά εκπαιδευτικά προγράμματα.
Οι εθνικές ταυτότητες, όμως, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και ουσιαστικό από πολιτικές κατασκευές για να ακυρώνονται από έναν πρόεδρο. Γαλουχημένος στα νάματα του σταλινικού βολονταρισμού, ο Χριστόφιας νομίζει ότι η εθνική συνείδηση είναι μολυβιά για να τη σβήσει με τη γόμα της εξουσίας. Κι όλα αυτά, όταν έχει απέναντί του τον τουρκικό στρατό κατοχής, το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος του φανατικού εθνικιστή Ντερβίς Ερογλου και το πλήθος των Τούρκων εποίκων. Πώς τα αντιμετωπίζει; Αφήνει να εννοηθεί πως η λύση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα!
Αλλοτε, η «αγάπη» του ΑΚΕΛ για τους Τουρκοκύπριους «αδελφούς», υπαγορευόταν από τον κομμουνιστικό διεθνισμό. Σήμερα, υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από σκοπιμότητα. Μια λύση τύπου Ανάν, θα μετέτρεπε το ΑΚΕΛ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη, αφού θα εισέπραττε τη μεγάλη πλειοψηφία των τουρκοκυπριακών ψήφων, που σύμφωνα με το Σύνταγμα πρέπει να δίνονται σε ελληνοκυπριακά κόμματα. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Ο άλλοτε φανατικός κομμουνιστής Χριστόφιας έχει συνειδητοποιήσει ότι μόνο εάν συνεχίσει να ευθυγραμμίζεται με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Αγγλοαμερικανών, θα παραμείνει «αγαπημένο παιδί» τους.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

το καλύτερο ποίημα

Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος

Όταν μεγάλωνω, είμαι μαύρος
Όταν βγαίνω στον Ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν είμαι άρρωστος, είμαι μαύρος
Και όταν θα πεθάνω, θα είμαι μαύρος
Και εσύ, λευκέ φίλε μου
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, ασπρίζεις
Όταν βγαίνεις στον Ήλιο, κοκκινίζεις
Όταν κρυώνεις, μελανιάζεις (γίνεσαι μπλε)
Όταν φοβάσαι, κιτρινίζεις
Όταν είσαι άρρωστος, πρασινίζεις
Και όταν θα πεθάνεις, θα είσαι γκρίζος
Και αποκαλείς εμένα έχρωμο;;;

Oφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.