Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Toυ Γιώργου Χριστοδουλίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Toυ Γιώργου Χριστοδουλίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΟΙ ΚΑΜΥ, ΟΙ ΠΟΠΟΦ ΚΑΙ ΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΑ

Βλέποντας την ευρέως γνωστή φωτογραφία του Καμύ με το χτενισμένο μαλλί και το τσιγάρο στο στόμα, σκέφτομαι πως αν δεν σκοτωνόταν σε αυτοκινητικό στα 46 του, μάλλον θα πέθαινε από καρκίνο λίγα χρόνια αργότερα. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τόσες λεπτομέρειες για τον Καμύ και κάνουμε και κάποιους συνειρμούς για τα πώς και τα αν του, αποκλειστικά επειδή ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος, ένας τεράστιος συγγραφές, που καθόρισε την εποχή του και διαμόρφωσε προσωπικότητες και πορείες ανθρώπων που ποτέ δεν τον γνώρισαν. Επειδή κατάφερε να αγγίξει την αθανασία. Να υπάρχει παντού ενώ έχει εκλείψει. Καμία οριστικότητα δεν μπορεί να επιβληθεί της καταξιωμένης υστεροφημίας.
Διψούμε να μαθαίνουμε για τους σπουδαίους της τέχνης και της λογοτεχνίας, διψούμε να καταπίνουμε όποια λεπτομέρεια μπορούμε, λεπτομέρεια που δεν αφορά τη σπουδαιότητα του έργου τους, αλλά τις καθημερινές τους συνήθειες, τον τρόπο του βλέμματος τους. Θυμάμαι στο πανεπιστήμιο, ο καλύτερος καθηγητής (Σεργκέϊ Αλεξάντροβιτς Ποπόφ) ήταν για μένα εκείνος που ερχόταν στο μάθημα κρατώντας μικρές καρτελίτσες στις οποίες είχε σημειώσει , τι ρούχα επέλεγε να φορά ο Ρεμπώ, τι ώρα ξυπνούσε ο Τόμας Μαν, τι φαγητά ετοίμαζε στα ατέλειωτα τσιμπούσια που οργάνωνε ίσως ο πιο ερωτικός ποιητής που υπήρξε σε αυτόν τον πλανήτη, ο Πάμπλο Νερούδα.
Τον άκουγα με ανοικτό το στόμα και μετά ρούφαγα τα βιβλία τους με απείρως πιο μεγάλη αδηφαγία από τον αν δεν ήξερα την καθημερινότητα τους. Δυστυχώς κι αυτός, ο καθηγητής Ποπόφ, με ειδικότητα στην παγκόσμια λογοτεχνία, σκοτώθηκε αδόκητα και πρόωρα σε αυτοκινητικό δυστύχημα όπως ο Καμύ με τη διαφορά πώς το τραγικό συμβάν που τον σημάδεψε, το γνωρίζω εγώ, όσοι απέμειναν οικείοι και φίλοι του και ενδεχομένως κάποια παλιοί φοιτητές του. Τις συνθήκες θανάτου του Καμύ όμως τις γνωρίζουν όλοι. Διότι ο Καμύ δεν ήταν αφανής. Και τούτος ο κόσμος χρειάζεται τώρα όσο ποτέ όλο και περισσότερους Καμύ ή λιγότερο Καμύ. Διότι για να υπάρξουν οι «Ποπόφ» πρέπει να προηγηθούν οι «Καμύ» ώστε μεταγενέστερα να ανδρωθούν με πολύτιμες καρτελίτσες οι γενεές εκείνες που θα μείνουν για μια στιγμή με το στόμα ανοικτό ακούγοντας τους «Ποπόφ» να αναλύουν την καθημερινότητα των «Καμύ», απομυθοποιώντας τους με γούστο και συνάμα αναδεικνύοντας την μυθική αξία της κληρονομίας τους. Ετσι ίσως να μπορείς να φτιάξεις ενός είδους πολιτισμό όπου η αξία του χρήματος θα ολοένα και λιγότερη, υποκαθιστάμενη από την αξία των επιφωνημάτων. Γιατί ας το παραδεχτούμε, επιτέλους, κανείς δεν τιμά τη μνήμη κανενός επειδή ήταν μεγιστάνας του πλούτου ή επειδή έδιδε ένα ξεροκόμματο στους εργάτες ή υπαλλήλους του, δημιουργώντας στην εκλεπτυσμένη οικονομική αργκό του καιρού μας τις λεγόμενες «θέσεις εργασίας». Η μνήμη είναι μια εξόχως δίκαιη λειτουργία κι εδώ θα διαφωνήσω με τον Αναγνωστάκη και το στίχο του στο Επιτύμβιον «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί κάθαρμα ήσουν». Ολοι ξέρουμε τους «Λαυρέντηδες», Μανώλη, λίγοι όμως τολμούν να τους φτύσουν όπως εσύ. Αντίθετα-επανέρχομαι- ποιος δεν τιμά, είτε σιωπηλά, είτε με λόγους πομπώδεις-έστω- τη μνήμη των Καμύ και πολύ αραιότερα των αφανών «Ποποφ». Αυτό κάνω κι εγώ σήμερα γιατί όσο υπάρχουν τέτοιοι ωραίοι τύποι, όσο διαρκεί η μνήμη τους, τόσο περισσότερο η αγριότητα των καιρών θα είναι δυνατόν να δαμαστεί και «να νικιέται κάπου κάπου ο θάνατος μέσα στη ζωή» (Τσαρλς Μπουκόφσκι, Χαμογελαστή Καρδιά).
Τιμή και δόξα λοιπόν σε όλους όσοι άφησαν πίσω τους έναν έστω στίχο που απαγγέλλεται ακόμα, έσυραν μια γραμμή από την οποία κάποιοι πιάστηκαν για να κρατηθούν, τιμή και δόξα και όσους διαιώνισαν έναν μύθο, τον εμπλούτισαν με προσωπικές παρηχήσεις και τον ιστόρησαν σε αδαείς που φιλοδοξούν και τολμούν να ισχυρίζονται πια ότι δεν είναι τόσο αδαείς.
Τιμή και δόξα σε όσους καλλιέργησαν την εμμονή της επιστροφής στο ίδιο ποίημα, στο ίδιο απόσπασμα, στην ίδια σελίδα. Οι επίγονοι τους, να ξέρουν, ακόμη συγκλονίζονται, από καιρό εις καιρό, θυμούνται, μνημονεύουν και κάποτε κλαίνε. Με ένα τσιγάρο στο στόμα και μια καρτελίτσα ανά χείρας.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Η αναμέτρηση των δακρύων με τις λέξεις

Τα δάκρυα έπεσαν ξαφνικά πάνω στις λέξεις
Και τις έσβησαν
Έτσι τίποτα πια δεν μπορούσε να λεχθεί
Τίποτα
Κι ήταν ωσάν οι λέξεις να είχαν προκαλέσει
Την εξάλειψη τους
Αφού οι λέξεις είχαν προκαλέσει τα δάκρυα
Οι λέξεις
είχαν ανοίξει τις βλεννογόνους.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Ο ένας κάνει τη φωνή μας…αγώνα, υπηρετώντας εσχάτως το κόμμα η ηγεσία του οποίου από το 2004 μέχρι εντεύθεν, εκτίθεται υπονομεύοντας κάθε αγωνιστική διάθεση του λαού.

Η άλλη, επιστρατεύθηκε εσπευσμένα, εγκαταλείποντας –πρόσκαιρα- τα σεμινάρια των αμερικανό-νορβηγών και τις παρουσιάσεις «μελετών» που προδιαγράφουν το έξοχο μέλλον μας αν συγκατανεύσουμε επιτέλους σε κάποιο σχέδιο τύπου Ανάν-Χάνεϊ, για να στελεχώσει τα πάλαι πότε ένδοξα ψηφοδέλτια της κυπριακής αριστεράς. Αλήθεια υπηρετώντας ποιό πολιτικό ή ψηφοσυλλεκτικό σκοπό; Της επιβεβαίωσης ότι το κόμμα έχει πια μη αναστρέψιμα και συθέμελα διαβρωθεί, παλινωδώντας, αποκαθηλωμένο από τις αρχές του στο Κυπριακό αλλά και σε πλείστα κοινωνικοοικονομικά θέματα ή της «ανάγκης» να συγκρατηθούν και να περιμαζευτούν τα ρετάλια του πρώην ΑΔΗΣΟΚ-ΕΔΗ κλπ;

Οι μεν διακηρύττουν ότι κόπτονται για τον απλό άνθρωπο και τις κατακτήσεις του, όμως η αναρρίχηση τους στην εξουσία δεν θα ήταν δυνατή, χωρίς την ανοχή ή και στήριξη σημαντικού μέρους του μεγάλου κεφαλαίου, αυθεντικός εκπρόσωπος του οποίου εφαρμόζει «λαϊκή» πολιτική από το Υπουργείο Οικονομικών. Με επιδόματα ταξιδίων, πολυτελείς αίθουσες φιλοξενίας υψηλών καλεσμένων και ιδιωτικά τζετ, απομακρύνονται σταδιακά από το λαό όπως ακριβώς οι προκάτοχοι ύπατων αξιωμάτων στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι δε, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική κρίση, προϊόν της μολυσματικής και τοξικής λειτουργίας όχι των τραπεζικών επενδύσεων σε ελαττωματικά προϊόντα, αλλά ολόκληρου του καπιταλιστικού οικοδομήματος, χωρίς αναστολές, ζητούν συρρίκνωση των εισοδημάτων των πολλών, προς όφελος των λίγων, προϊδεάζοντας για το τι θα επακολουθήσει της τυχόν δικής τους αναρρίχησης στα χρυσοποίκιλτά δώματα της εξουσίας. Πείθουν αμφότεροι ότι ο καβγάς γι’ αυτήν και μόνο γίνεται.
Οι δυο όψεις του ιδίου πια νομίσματος, όπως λέγαμε σύντροφοι παλιότερα και γελούσαμε σκωπτικά: Νέα Δημοκρατία-ΠΑΣΟΚ, Σοσιαλδημοκράτες-Συντηρητικοί, βρίσκονται σε πλήρη διάταξη ενώπιον μας, λίγες μέρες πριν από την ύψιστη στιγμή της Δημοκρατίας, αποβλέποντας για μια ακόμη φορά να εκμαιεύσουν και να εκμαυλίσουν τη ψήφο μας, με πλαστά διλήμματα του τύπου «ψηφίστε εμάς για να μην ενισχυθούν οι άλλοι», μιντιακή υπεροχή, ισχυρούς εσωτερικούς μηχανισμούς και ατέλειωτο εκλογικό χρήμα.
Οι μεν απρόσωποι- στις προεκλογικές τους πινακίδες προβάλλεται μονοδιάστατα και μονολιθικά το κόμμα, τα σλόγκαν και η «υπευθυνότητα» του. Οι δε, κήνσορες και προπαγανδιστές του ασύδοτου ατομισμού, με πολλά πρόσωπα και προσωπεία, αυτοδιαφημίζονται, ως «λαϊκοί», έχοντες «δυνατή φωνή» κλπ.

Ποιός αλήθεια ξέρει ή θυμάται αν και πόσες νομοθεσίες που προώθησαν ή ευλόγησαν, να εξυπηρετήσουν στόχευαν το ανόθευτο λαϊκό συμφέρον ή αν εκκολάφθηκαν στα δυσώδη και βάθη κάποιου από τους πολλούς λάκκους της διαπλοκής;

Και βεβαίως το Κυπριακό εκτός ατζέντας και συζήτησης! Επί δύο χρόνια, αλληλοϋποστηρίζονταν, με τους μεν, να «πρωτοπορούν» εκχωρώντας εν είδη δώρων και προσφορών, διαπραγματευτικό κεκτημένο στην τουρκική πλευρά και τους δε να σιωπούν συνεργώντας ή να συνεργούν σιωπώντας.
Τώρα όλα αυτά ενόψει εκλογών θα πρέπει να ξεχαστούν, να αποσιωπηθούν, ασχέτως αν αμέσως μετά τις εκλογές, η χιονοστιβάδα που πλάθουν από τα ύψη της Νέας Υόρκης και ετοιμάζονται να μας ρίξουν κατακέφαλα οι κύριοι Πάσκο και Ντάουνερ, θα αποτελείται και από αυτές τις προσφορές.
Θέλουν τη μνήμη μας κοντή και εξασθενημένη για να την ελέγχουν. Θέλουν τη σκέψη μας χειραγωγούμενη. Θέλουν τη βούληση μας ασθενή για να την κατευθύνουν.
Οι εκλογές είναι μια ευκαιρία για όλους να κρίνουν. Χωρίς μνήμη των πεπραγμένων, αυτών που ζητούν τη ψήφο μας, δεν μπορεί να υπάρξει κρίση.
Ας κοιτάξουμε πίσω από τον εικονοπλαστικό συρφετό, τη λεκτική διαιώνιση του τίποτα, τις επιδέξιες αποσιωπήσεις. Ας θυμηθούμε.

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΚΕΛ ΨΕΛΛΙΣΕ «ΟΧΙ», ΕΝΩ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΩΝΑΞΕΙ «ΝΑΙ»- O μεγάλος συμβιβασμός με τη νέα τάξη πραγμάτων

Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 30 Απριλίου 2004 στην εφημερίδα "Σημερινή". Ανκαι κάποιες αναφορές σε πρόσωπα, φαίνονται σήμερα μάλλον φαιδρές ένεκα της μετέπειτα μεταμφίεσης τους, πιστεύω ότι διατηρεί την επικαιρότητα του
-----------------------------------------------


Στις 14 Απριλίου, το Π.Γ. του ΑΚΕΛ αποφάσιζε να πεί «ΝΑΙ» στο σχέδιο Ανάν. Λίγες μέρες μετά, άλλαζε άποψη. Στη συνέχεια, αποφάσιζε να καλέσει το λαό να μην ταχθεί υπέρ ενός ηχηρού «ΟΧΙ», ανκαι αυτό, πουθενά δεν καταγραφόταν στο κείμενο της Συνδιάσκεψης του κόμματος. Ο λαός όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του.

Ο καθένας μπορεί τώρα να ερμηνεύσει κατά τη κρίση του το χρονολόγιο των εν πολλοίς, σπασμωδικών κινήσεων της ηγεσίας του ΑΚΕΛ. Το βέβαιο είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της ηγεσίας, μια ανάσα πριν από το δημοψήφισμα, φαινόταν, φοβισμένα αποφασισμένο, να στηρίξει το σχέδιο Ανάν. Και αν δε το έπραξε, αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι, με βάση επιστημονικές ενδείξεις, διαπίστωσε πώς, αφενός, ο κυπριακός λαός θα το απέρριπτε, αφετέρου, η πλειοψηφία της κομματικής βάσης δε θα το δεχόταν. Ο κόσμος του ΑΚΕΛ ήταν προαποφασισμένος για το «ΟΧΙ» και σίγουρα δεν συσπειρώθηκε σε ποσοστό 80%, επειδή ο Δημήτρης Χριστόφιας τον κάλεσε να… μην απορρίψει πολύ το σχέδιο. Το εκπληκτικό όμως συνέβη στη Λεμεσό, στο δήθεν προπύργιο, των «ενδοτικών» Ανδρέα Χρίστου, Κίκη Καζαμία κ.α., καθώς και μιας ομάδας μεσαίων στελεχών, τα οποία κομπάζουν ότι η θεώρηση τους επί του κυπριακού, αποτελούν το Ευαγγέλιο κάθε πραγματικού αριστερού. Η Λεμεσός λοιπόν, ψήφισε κατά 80% και πλέον, «ΟΧΙ»…

Ωστόσο, η θετική γνωμοδότηση για το σχέδιο, προϊόν σχετικής έκθεσης του διεθνολόγου και στενού συνεργάτη του Δημήτρη Χριστόφια, Τουμάζου Τσελεπή, είναι εκεί, ως επίσημο κομματικό έγγραφο, εγκεκριμένο από την Κ.Ε. Τουτέστιν και σήμερα και μέχρι να αλλάξει αυτή η απόφαση, το επίσημο ΑΚΕΛ, θεωρεί το σχέδιο Ανάν, το οποίο απέρριψε ο λαός, ως τη βάση λύσης του κυπριακού.Και αυτό είναι ένα ουσιαστικό πρόβλημα για το μεγαλύτερο κόμμα του τόπου.

Θεωρεί ότι με κάποιες νεφελώδεις εγγυήσεις, μπορεί να γίνει αποδεκτό. Αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Πώς όμως το ΑΚΕΛ έφθασε μέχρι την αποδοχή ενός σχεδίου, για το οποίο ο γενικός του γραμματέας δήλωσε στις 4 Απριλίου ότι «το αποτέλεσμα των συνομιλιών, είναι ετεροβαρές υπέρ των τουρκικών απαιτήσεων και παράγει την εντύπωση, ότι η πρώτη έγνοια και προτεραιότητα, είναι όχι τόσο η λύση του κυπριακού, αλλά η προώθηση της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας»;

Την απάντηση, την έδωσε λίγες εβδομάδες πριν, ένας από του φανατικούς θιασώτες του «ΝΑΙ», ο βουλευτής Τάκης Χατζηγεωργίου. «Αριστερός-είχε γράψει σ’ ένα άρθρο-ύμνο στον κ. Ντε Σότο, με τίτλο «Οδός Αλβαρο Ντε Σότο-είναι αυτός που καταφέρνει να προσαρμόζει τα συμφέροντα του, με τα συμφέροντα των ισχυρών».

Αριστερός, δηλαδή, είναι ο Μουμπάρακ ή παλαιότερα, ο Πινοσέτ, όχι ο Παλαιστινιακός λαός ή ο Χιλιανός λαός. Αυτοί, είναι απλώς δυσπροσάρμοστοι…

Συνοπτικά, η ηγεσία του ΑΚΕΛ, ψέλλισε το «ΝΑΙ»,» επειδή έκανε τον μεγάλο συμβιβασμό με τη νέα τάξη πραγμάτων, την οποία σε άλλες περιπτώσεις, που αφορούν κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, στήνει στο εδώλιο, είπε όμως σχεδόν «ΟΧΙ, ένεκα του ότι αντιλήφθηκε εγκαίρως, ότι ο λαός δεν θα την ακολουθούσε.

Η ανώτατη ηγεσία του ΑΚΕΛ(βλέπε Π.Γ.)-πλην ενός ηρωϊκού μέρους της(Ανδρούλλα Γκιούρωφ, Αντώνης Χρυσοστόμου, Λάκης Θεοδούλου, Ντίνος Κωνσταντινίδης κ.α.), στο οποίο το κόμμα μελλοντικά, για λόγους που οι λίγοι γνωρίζουν και οι πολλοί αγνοούν, ΘΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΕΊ ΝΑ ΑΠΟΤΊΣΕΙ ΦΟΡΟ ΤΙΜΗΣ, αποφάσισε να ταυτιστεί με εκείνη τη μειοψηφική ομάδα του κόμματος, που είναι έτοιμη να αποδεχθεί τη κάθε λύση.Με εκείνη την ομάδα που έκανε τα στελέχη του Συναγερμού και των ΕΔΗ, να βγαίνουν στον ΑΣΤΡΑ και να νιώθουν σαν στο σπίτι τους, που παρά το ακελικό, ασθενικό «ΟΧΙ», συμμετείχε, τρεις μέρες πριν από το δημοψήφισμα, σε εκδήλωση υπέρ του «ΝΑΙ», που επαγγέλλεται τον εκσυγχρονισμό, αλλά επευφημεί τις αναγχρονιστικές πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, που απεχθάνεται το ΔΗΚΟ, ακριβώς όπως το απεχθάνεται ο Παπαπέτρου, που περνά γενεές δεκατέσσερεις τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο, ακριβώς όπως το πράττει ο Αναστασιάδης, που ήθελε τον Δημήτρη Χριστόφια υποψήφιο Πρόεδρο-όπως και ο Αναστασιάδης- για να χάσει και να εκδιωχθεί.Δυστυχώς, μετά από δέκα χρόνια κριτικής στη κληριδική σχολή σκέψης , η ηγεσία του κόμματος, βρέθηκε ένα βήμα πριν από την υιοθέτηση αυτής της φιλοσοφίας. Θα προχωρήσει ή θα κάνει πίσω;Ιδού το ερώτημα.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

ΟΙ ΟΠΤΙΚΕΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Toυ Γιώργου Χριστοδουλίδη

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστώ ότι σε μια χώρα που δεν έχει ποτάμια, ίσως το μοναδικό της ποτάμι να είναι αυτό της ποίησης. Με το ποτάμι τούτο θέλησα να ενωθώ, διατηρώντας την αυτοτέλεια ενός παραπόταμου και τη γνώση του βουνού, ότι τα σύννεφα, οι βροχές και τα χιόνια –αιώνιοι τροφοδότες των ποταμιών- έρχονται από παντού.

Από άποψης αισθητικής, πιστεύω στην απογύμνωση των λέξεων (όχι απομυθοποίηση) αφαιρώντας από αυτές το περιττό βάρος, με μια ιδιαίτερη έμφαση στον επίλογο των ποιημάτων, που πρέπει να συνοψίζει, να συμπυκνώνει και εν τέλει, να δικαιολογεί τους στίχους που έχουν προηγηθεί, ανοίγοντας παράλληλα μια πόρτα στο επόμενο ποίημα.

Αν διακινδύνευα να δώσω ένα γενικό ορισμό, θα έλεγα ότι ποίηση είναι η περιγραφή αυτού που προκάλεσε τα συναισθήματα μου κι όχι των ιδίων των συναισθημάτων.

Από θεματικής πλευράς, όντας πολίτης του κόσμου, αντλώ από τα μηνύματα του.

Όταν τα ακριβά ρούχα που φορούμε, είναι πολύ πιθανό να έχουν κατασκευαστεί από κάποια ανήλικα παιδιά στην Ασία, όταν τα ρούχα μας φέρουν την αφή κακομεταχειρισμένων παιδικών χεριών, θα ήταν παράλογο το στυγνό και απάνθρωπο υπόβαθρο της δικής μου ευημερίας, να διαλάνθανε της προσοχής μου, έστω κι αν πρόκειται και για μια μορφή υποκρισίας. Η αναπότρεπτη συνείδηση της αδυναμίας μου να αλλάξω τον κόσμο, με οδηγεί αυτόματα στην ποίηση.

Στο ερώτημα πώς μπορεί να γράφει κανείς για ξένα βιώματα, δίνω την απάντηση ότι γι’ αυτό και ίσως μόνο γι’ αυτό, αξίζει κανείς να είναι ποιητής, διότι την ώρα που ένας συνάνθρωπος μας βιώνει σιωπηλά την ανείπωτη του τραγωδία σε βαθμό υπέρτατο ώστε ο θάνατος να αποτελεί την μοναδική έξοδο, θα βρεθεί ο ποιητής να την πει, να την αφομοιώσει, αλλά και να συνεχίσει να ζει αλύτρωτος.

Η ποίηση είναι για μένα πάνω απ’ όλα μια στάση αλληλεγγύης.

Ο ποιητής ως φορέας του συλλογικού πόνου, ο ποιητής «στον οποίο τίποτα δεν μπορείς να δώσεις και από τον οποίο τίποτα δεν μπορείς να αφαιρέσεις», αποτελεί τον ευσεβή μου πόθο, με βοηθά να επιχειρώ να γίνω, αυτό που δεν θα μπορέσω να γίνω.

Αλλοτε φυσικά, αυτοκαθορίζομαι από την ορμητική ροή εικόνων που αναβλύζουν ρέουσες μέσα από το ανεξερεύνητο εσωτερικό γίγνεσθαι.

Με συνεγείρουν τα υπαρξιακά ερωτήματα που δεν έχουν απαντήσεις, οι απαντήσεις που υπήρχαν αλλά δεν δόθηκαν, οι ερωτήσεις που δεν υποβλήθηκαν, τα μετέωρα βλέμματα ανθρώπων που κρέμονται πάνω από μια άβυσσο- και είναι πολλοί πια αυτοί οι άνθρωποι, κυκλοφορούν ανάμεσα μας εν είδη κυρίως οικονομικών μεταναστών- η συλλογική υποκρισία που μας πνίγει, το αναπάντεχο συναπάντημα μ’ ένα μικρό θαύμα δημιουργίας. Η διαρκής αντίσταση του ανθρώπου στο θάνατο, που απλώς αναβάλλεται μέσα από την ματαιότητα της καθημερινότητας μας, η αντίσταση στον θάνατο μέσω του έρωτα, εκ των προτέρων ματαιωμένου, προορισμένου να φθίνει αλλά συναρπαστικού στη γένεση και την ελάχιστη διάρκεια του, η σιωπηλή παρατήρηση του ασήμαντου για να το κάνεις σημαντικό, αποτελούν ερεθίσματα για πνευματική αναζήτηση.

Η κυπριακή τραγωδία καθώς λέμε, συνιστά μια όχι ασήμαντη παράμετρο του προβληματισμού μου, θεωρώ όμως ότι μετά από τόσες δεκαετίες, η ελάχιστη δυνατή συνεισφορά μου, θα ήταν να προσπαθήσω τουλάχιστον να παρουσιάσω μια λογοτεχνική εκδοχή απαλλαγμένη από το πομπώδες και το γραφικό, αναδεικνύοντας την τραγικότητα του τετελεσμένου, μέσα από την αρμονική σύζευξη των απλών πραγμάτων και λεπτομερειών που το συναποτελούν, και που στο τέλος, ορίζουν την ουσία του.

Η αυτοεπίδραση της έχουσας τη μορφή ανέκκλητης μόνωσης, ποίησης των μικρών χωρών, που μοιάζει ανυπέρβλητη, ειδικά όταν την περιβάλλει τόσο θαλασσινό νερό, ώστε η μετάβαση ή η φυγή σε άλλα μέρη, να μοιάζει περισσότερο με διακαή πόθο, παρά με δυνατότητα, δεν μπορεί παρά ενυπάρχει στους στίχους μου, όπως και ο ήλιος που δεν μπορείς να του ξεφύγεις, η ξερή πέτρα και η αίσθηση ότι γράφεις πάνω σε μια πέτρα που σμιλεύεται αιώνες.

Η παγκόσμια ποιητική δημιουργία, το ελληνικό ποιητικό θαύμα, τα προγονικά μας επιτεύγματα, όλα αυτά αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία προσπαθώ να τοποθετήσω το δικό μου λιθαράκι, προσδίδοντας στο έργο μου μια προσωπική πνοή(που εν τέλει θα σε ξεχωρίζει ή όχι), με την ταπεινοφροσύνη της αυτογνωσίας, ότι θα αρκούσε στο ποίημα που έρχεται μέσα από τους αιώνες, να προσθέσω δυο στίχους.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΤΡΕΝΟ

 Το 2000 επιβιβάστηκα μαζί με 100 άλλους λογοτέχνες σ' ένα τρένο από τη Λισαβόνα και διασχίσαμε την Ευρώπη μέχρι την Βαλτική και πίσω σε 48 μέρες. Το κάτωθι κείμενο είναι γέννημα εκείνου του ταξιδιού.
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πίστευα πάντα ότι τα τρένα είχαν την δική τους μαγεία. Τα τρένα και οι σταθμοί των τρένων. Ισως επηρεασμένος από την εξάχρονη θητεία μου στην Σοβιετική Ενωση όπου όλα όσα συνέθεταν την σιδηροδρομική πραγματικότητα της χώρας, ανέδιναν μια εικόνα αποσύνθεσης. Καθρέφτιζαν το είδωλο μιας χώρας που μετασχηματιζόταν, έφευγε. Και τα τρένα πάντα φεύγουν….

Αυτή η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για τους ποιητές.

Τους ανοίγει την πόρτα της αναζήτησης. Αποτελεί ερέθισμα και βασική πρώτη ύλη. Μια γεννοβόλος αποσυνθετική δύναμη είναι και η ποίηση στο κάτω-κάτω.

Πότε μου όμως δεν περίμενα ότι θα μου λάχει να ταξιδέψω σε 11 χώρες και καμιά εικοσαριά πόλεις μέσα σε 45 μέρες, μέ εφτά διαφορετικά τρένα, που στην ουσία τους ήταν όλα τους ένα τρένο. Και βεβαίως, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μαζί μου σε αυτό το ταξίδι θα ήταν κάπου 100 λογοτέχνες από 43 χώρες.

Τώρα που γράφω σκέφτομαι « να επιτέλους κάτι για το οποίο μπορείς να μιλήσεις». Στην εποχή μας η σιωπή δεν αξίζει πολλά πράγματα. Η σιωπή δεν πουλά. Ο ήχος και στη συνέχεια η εικόνα, την έχουν κονιορτοποιήσει.

Ολα όμως εξακολουθούν να είναι σιωπή γιατί όταν τα πάντα εκλείψουν, αυτή θα παραμείνει βασιλεύουσα. Από τη σιωπή του εμβρύου ερχόμαστε και στην σιωπή του τάφου καταλήγουμε. Στο μεσοδιάστημα της ζωής είναι που θορυβούμε, δικαίως ή αδίκως. Οταν λοιπόν έχουμε κάτι να πούμε, είναι καλό να το λέμε. Τότε η αναίρεση της σιωπής δικαιώνεται.

Πώς βρεθήκαμε στο τρένο τόσοι ξένοι μεταξύ μας; θα διερωτάστε. Το οφείλουμε στον κύριο George Nagelmackers- ένα Βέλγο τραπεζίτη που το 1884 περιέγραψε σε μια συνάντηση της Compagnie Internationale des Vagons-Lits-που ίδρυσε ο ίδιος- το εξής δικό του όραμα. Την εγκαθίδρυση μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα ξεκινά από την Αγία Πετρούπολη και μέσω Βερολίνου, Παρισίων και Μαδρίτης, θα καταλήγει στη Λισσαβώνα, όπου θα συνδέεται με τα υπερωκεάνια για τη Νότιο Αμερική. Το τρένο αυτό-σύμφωνα με τον φαντασιόπληκτο τραπεζίτη- θα αποκαλείτο Εξπρές Βορρά-Νότου και θα συντόμευε την διαδρομή από το Παρίσι στην Αγία Πετρούπολη κατά 20 ώρες.

Επρεπε να περάσουν 116 χρόνια για να υλοποιηθεί η τρελή ιδέα του Βέλγου τραπεζίτη, ο οποίος τουλάχιστον σε σχέση με τους περισσότερους ομοειδείς του-τότε ή τώρα-έκανε όνειρα και είχε οράματα.

Την ιδέα υλοποίησε ένας Γερμανός, ο Δρ Τόμας Βόλφγκαρτ, διευθυντής πολιτιστικού ινστιτούτου και τα πειραματόζωα, είμασταν εμείς.

Η διαδρομή που ακολουθήσαμε όμως, εκτός του ότι ήταν εμπλουτισμένη με χώρες και πόλεις που ο κ. Nagelmackers ενδεχομένως ποτέ δεν φαντάστηκε να συμπεριλάβει, εκτυλίχθηκε προς διαφορετική διεύθυνση, αντίστροφα. Ο Βορράς-Νότος έγινε Νότος-Βορράς. Εν πάση περπτώσει, δε νομίζω ο κ. Nagelmackers να έχει παράπονο επειδή του αλλάξαμε λίγο τα σχέδια. Στο κάτω-κάτω δεν επρόκειτο να μπαρκάρουμε σε κανενός είδους υπερωκεάνιο.

Ξεκινήσαμε από τη Λισσαβώνα και καταλήξαμε στο Βερολίνο-που φιλοδοξεί με αρκετή δόση ματαιοδοξίας να γίνει η πρωτεύουσα της Ευρώπης του μέλλοντος- αφού διήλθαμε τις Βαλτικές χώρες, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.



Λισσαβώνα



Πρώτος σταθμός ή μάλλον σημείο συγκέντρωσης η Λισσαβώνα. Μια πόλη σταυροδρόμι τριών ηπείρων-δυό κοντινών της Ευρώπης και της Αφρικής και μιας μακρινής-της Νότιας Αμερικής. Αυτή η απόσταση των 8 περίπου ωρών με το αεροπλάνο και των κάποιων ημερών με το πλοίο, που γεμίζει από το κρύο νερό του Ατλαντικού, μοιάζει να έχει καθορίσει την ψυχοσύνθεση των Πορτογάλων, δημιουργώντας μια μόνιμα μελαγχολική διάθεση που έχει τις ρίζες σε κάτι που δεν μπορεί να φτάσε και σε κάτι που είναι καταδικασμένη αιώνια να ατενίζει.

Η Λισσαβώνα-η πόλη του Μαγγελάνου, έμφορτη με πολέμους, κατακτήσεις, πολιτισμικές συνουσίες και ανθρώπινους έρωτες, μιας ιστορίας που μεταφέρει ένα βαρύ φορτίο στο ευρωπαϊκό της σήμερα διαμορφώνοντάς το με τρόπο μοναδικό. Η Λισσαβώνα με το μπαρόκ στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών, τα καπηλειά που ολοένα και πληθαίνουν όπως πορεύεσαι για το λιμάνι, τις ευωδίες της ψημένης σαρδέλας, το καλό και σχετικά φθηνό κρασί. Η Λισσαβώνα με τη γέφυρα Βάσκο Ντε Κάμα μήκους 16 χιλιομέτρων(!) και άλλες τόσες μικρότερες, με το τεράστιο άγαλμα του Χριστού πάνω στο λόφο να κυριαρχεί θαρρείς σε όλους τους ορίζοντες!

Ο Ατλαντικός. Αυτός ευθύνεται για τις όχι και τόσο ομαλές προσγειώσεις των αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Λισσαβώνας. Ενα δυνατό ρεύμα αέρος εξέρχεται συνεχώς από το τεράστιο στόμα του, λες και θέλει να σε συμπαρασύρει στο βυθό του.Πολύ αργότερα η Πορτογαλέζα ποιήτρια Αννα Λουίζα Αμαράλ θα μου πεί ότι σε ορισμένες παράκτιες περιοχές της χώρας της, ειδικά στο Βορρά, το νερό του ωκεανού είναι τόσο κρύο που ακόμα και το καλοκαίρι δεν προσφέρεται για μπάνια.

Εκατό λοιπόν λογοτέχνες σ’ ένα ξενοδοχείο στη Λισσαβώνα. Πόσο τραγικό για τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου! Φθάσαμε στις 3 Αυγούστου και καταλύσαμε σ’ αξιοπρεπέστατο ξενοδοχείο της Πορτογαλικής πρωτεύουσας.

Το επόμενο βράδυ μας μάζεψαν σε μια αίθουσα για την επίσημη υποδοχή.

Εκεί ήταν και ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Πορτογάλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου. “Καθένας σας είστε μια χώρα. Θα μεταφέρετε μαζί σας σε αυτό το ταξίδι τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεστε. Αυτός εξάλλου είναι ο πλούτος της Ευρώπη” μας είπε.

Από την Λισσαβώνα πήρα την φιλοξενία των ανθρώπων της (τουλάχιστον αυτών που μας υποδέχτηκαν), την πολυπολιτισμικότητα-το αραβικό, το λατινικό και ευρωπαϊκό στοιχείο σμίγουν αρμονικά μεταξύ τους- και τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις. Η Λισσαβώνα είναι μια σύγχρονη πόλη μόνο στην περίμετρο του κέντρου της. Στις παρυφές η φτώχεια ιδιαίτερα μεταξύ των μεταναστών αποτελεί σημείο κατατεθέν. Δεν είναι τυχαίο που η Πορτογαλία συγκαταλέγεται μεταξύ των φτωχώτερων ευρωπαϊκών χωρών.

Το επόμενο βράδυ στο καφέ –Internet πάνω σ΄ ένα ύψωμα απ’ όπου μπορούσες να ατενίσεις μεγάλο μέρος της φωτισμένης πόλης, είχαμε την τύχη να ακούσουμε μουσική “φάντο”- παραδοσιακή μουσική της Πορτογαλίας- θλιμμένη, ερωτική που απαιτεί ψηλές ερμηνευτικές ικανότητες από τον καλλιτέχνη. Τη μέρα περιδιάβαση σε ιστορικούς χώρους, μουσεία και λογοτεχνικές λέσχες με ιστορία εκατοντάδων ετών. Εκεί τον παλιό καιρό σύχναζαν γνωστοί Πορτογάλλοι λογοτέχνες, ήταν τα στέκια τους. Μερικές από τις λέσχες ήταν “κλειστές” με την έννοια ότι η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στα μέλη και απαγορευόταν στις γυναίκες. Κι΄εκεί που επιτρεπόταν, οι πικάντικες ιστορίες έδιναν και έπαιρναν.

Ολα τα καλά όμως κάποτε τελειώνουν ή αρχίζουν. Ετσι ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Στις 7 Ιουνίου συγκεντρωθήκαμε στο σταθμό του τρένου. Είχε απόβροχο. Η Μαδρίτη μας περίμενε.









Μαδρίτη



Το ταξίδι προς την ισπανική πρωτεύουσα σ’ ένα αργό τρένο κράτησε οκτώ ώρες. Το τοπίο έμοιαζε μάλλον με την πεδιάδα της Μεσαορίας-ατέλειωτες πεδιάδες και ελαιόδεντρα. Πού και πού κάποιες βουνοκορφές ξεπρόβαλλαν από το βάθος του ορίζοντα για να σπάσουν την μονοτονία του κίτρινου με το γκρίζο τους.

Φθάσαμε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης αργά το απόγευμα-ένα επιβλητικό κτίριο που έμοιαζε περισσότερο με εμπορικό κέντρο. Μας υποδέχτηκαν δημοσιογράφοι, τηλεοπτικά συνεργεία και οι Ισπανοί οργανωτές. Μετά από ένα τέτοιο ταξίδι, το μόνο που θέλεις είναι να ξεκουραστείς, αλλά που καιρός για τέτοια.

Η Μαδρίτη είναι ένα έξοχο μέρος για περιηγήσεις. Μια πόλη με ατέλειωτα πράσινα πάρκα, απαράμιλλη αρχιτεκτονική, φινέτσα και ιστορικότητα. Η ιστορικότητα συνυπάρχει με την ανάπτυξη. Στην ουσία η Μαδρίτη είναι μια μεγάλη σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη με καλπάζουσα τεχνολογική ανάπτυξη. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αν δεν μιλάς ισπανικά είναι δύσκολο να συνεννοηθείς! Οι Ισπανοί επιμένουν στη γλώσσα τους όσο κι αν προσπαθήσεις να τους εξηγήσεις ότι δεν καταλαβαίνεις! Οσοι γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα, αυτή είναι η γαλλική. Επισκεφθήκαμε το περίφημο μουσείο “Ελ Πράδο” όπου κανείς έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το μεγαλείο της τέχνης του Ελ Γκρέκο, του Μποτιτσέλλι, του Γκόγια του Ιερώνυμου Μπος, του Βελάσκεθ κλπ. Για να να τα δείς όλα πρέπει να ξοδέψεις μέρες. Οι φανατικοί του είδους το κάνουν και το απολαμβάνουν. Εμείς είχαμε μόνο δυό μέρες στην δάθεσή μας, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφιερώθηκε σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις-συζήτησεις για την Ιβηρική και Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, απαγγελίες ποιημάτων. Στο μεταξύ αρχίσαμε να γνωριζόμαστε μεταξύ μας, να κάνουμε τις επιλογές του στύλ “αυτός είναι καλός για παρέα” ή “αυτός είναι αρκετά απόκοσμος ή εκκεντρικός ώστε να μην έχω όρεξη να κάνω παρέα μαζί του”. Την τελευταία μέρα της παραμονής μας στην Ιβηρική πρωτεύουσα διοργανώθηκε επίσκεψη στο μνημείο του Πούσκιν το οποίο βρίσκεται σ’ ένα πάρκο στο κέντρο της Μαδρίτης. Το βράδυ αναχώρηση για το Μπορντώ, με μια ενδιάμεση στάση μερικών λεπτών στο Σαν Σεμπάστιαν-τη πόλη των Βάσκων- για να αλλάξουμε τρένο. Σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα η πόλη αυτή θα μας φιλοξενούσε για κάποιες μέρες, όμως την τελευταία στιγμή ακύρωσε τη συμμετοχή της. Κυκλοφόρησαν φήμες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν ότι η απόφαση σχετιζόταν με την τεταμένη κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε. Ο σταθμός έμοιαζε ερειπωμένος χαράματα που φθάσαμε εξαντλημένοι από την διανυκτέρευση στις στενές και άβολες καμπίνες ενός τρένου που τρέκλιζε όλη τη νύχτα πάνω στις γραμμές σαν μεθυσμένο.

Ο ουρανός κυοφορούσε θύελλα, ενώ από απέναντι κυριαρχούσε ένα τεράστιο μολυβί βουνό που λες και συνηγορούσε υπέρ του αυτονομιστικού κινήματος της ΕΤΑ, προστατεύοντας την πόλη με τον όγκο του, γέρνοντας ελαφρώς προς αυτήν, σκεπάζοντάς την.

Μερικές εβδομάδες αργότερα κι’ ενώ βρισκόμασταν σ’ ένα εστιατόριο στην Αγία Πετρούπολη έκανα το λάθος να αποκαλέσω τον Βάσκο συγγραφέα που βρισκόταν μαζί μας, ονόματι Ετόρτα, Ισπανό. Είδα το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα του και με απειλητικό ύφος μου ξεκαθάρισε ότι μόνο Ισπανός δεν είναι και πώς όταν δεν γνωρίζω πράγματα και καταστάσεις είναι καλύτερα να μην μιλώ. Κατάπια τη γλώσσα μου αναγκαστικά. Αυτή η σκηνή απεικονίζει νομίζω με τον πιο ανάγλυφο τρόπο όσα προανέφερα πιο πάνω για το Σαν Σεμπάστιαν, το υπαρκτό πρόβλημα συνοχής που αντιμετωπίζει η Ισπανία, που στις μέρες μας παίρνει όλο και πιο δραματικές διαστάσεις.

Επιβιβαστήκαμε στο γαλλικό τρένο-ένα σύγχρονο τεχνολογικό θαύμα που μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι 300χλμ- μετά τη σχεδόν τρομαχτική εμπειρία του Σαν Σεμπάστιαν και τραβήξαμε για το Μπορντώ μέσω Πυρηναίων. Το Μπορντώ είναι η πόλη του ακριβού οίνου αλλά όχι της κραιπάλης.

(Στο επόμενο: Μπορντώ-Παρίσι. Ουπς. Ξέχασα αυτό δεν γράφτηκε ποτέ).

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

ΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΤΗ "ΛΥΣΗ"

Eίναι γεγονός ότι οι πολιτικοί υπέρμαχοι της «λύσης» έχουν ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα απέναντι σε όσους πιστεύουν ότι όπως προδιαγράφονται οι συνθήκες, η οποιαδήποτε προοπτική έντιμης και υποφερτής λύσης τώρα, είναι αδύνατη. Κατ’ αρχήν διαθέτουν ισχυρούς κομματικούς μηχανισμούς για να φτιασιδώσουν όσο χρειάζεται το σκιαγραφημένο από τις μέχρι τώρα δηλώσεις και ενδείξεις, έκτρωμα-αν βεβαίως η απρόβλεπτη Τουρκία συναινέσει-, παρουσιάζοντας το ως το καλύτερο «προϊόν» από το 1974 και εντεύθεν. Εχουν και τον έλεγχο των πλείστων ΜΜΕ. Είναι μάλιστα αμφίβολο, με τη «σύγχυση» που επικρατεί σε κόμματα με μια αγωνιστική παράδοση στο Κυπριακό, αν την κρίσιμη στιγμή θα βρεθεί κανείς να υποβάλει το απλό ερώτημα, πώς είναι δυνατόν αυτό να συμβαίνει. Πώς είναι δυνατόν δηλαδή η βελτιωμένη πρόταση «λύσης» τους που μαγειρεύεται να συνάδει με την χιλιοδιατυπωμένη φοβέρα, την πατέντα της οποίας έχει κερδίσει επάξια ο κ. Αναστασιάδης, πώς ο χρόνος κυλά πάντα σε βάρος μας. Μια απειλή που παραπέμπει περισσότερο στις κακιές μάγισσες των παραμυθιών και λιγότερο σε διαλεκτική ανάλυση των πραγμάτων, η οποία δείχνει ότι κάποτε η έννοια του χρόνου, λαμβάνει μια παράξενα αντίστροφή πορεία, όπως για παράδειγμα με το σχέδιο Ανάν, που επιχειρήθηκε να πλασαριστεί από τις ίδιες τις «κακιές μάγισσες» ως «το καλύτερο σχέδιο που μας είχε μέχρι τότε προταθεί», ασχέτως του γεγονός ότι ο χρόνος κυλούσε και το 2004 σε βάρος μας... Επίσης, η ένταξη μας στην ΕΕ, ένα ιστορικό ορόσημο για την Κύπρο, με καταλυτική υποτίθεται επίδραση στο Κυπριακό, δεν επισυνέβη προφανώς σε μια σχισμή του χρόνου- όπως θα έλεγε και ο μεγάλος μας ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής- αλλά στην πορεία του χρόνου «που εργάζεται σε βάρος μας»… Επιπλέον, οι ζηλωτές της «λύσης» έχουν το πλεονέκτημα της δελεαστικής για τον απλό κόσμο, κίνησης στο Κυπριακό, ασχέτως του που αυτή οδηγεί, σε αντίθεση με την άλλη άποψη, το μοναδικό όπλο της οποίας είναι η επιμονή σε αρχές, στάση που ενίοτε προκαλεί «ακινησία» όταν αυτές οι αρχές δεν προάγονται επί μακρόν όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Κύπρου. Οι μεν μπορούν να «πουλήσουν» ελπίδα, οι δε, μονάχα «αναποτελεσματική» εμμονή σε αρχές, η χρηματιστηριακή τιμή των οποίων κατρακυλά. Σε μια κοινωνία όπου έχει επιβληθεί η δαιμονοποίηση και περιθωριοποίηση της άλλης άποψης, όπου αυτοί που έπρεπε να ήταν αντιπολίτευση είναι συμπολίτευση και εκείνοι που θα έπρεπε να ήταν συμπολίτευση, είναι (δήθεν) στην αντιπολίτευση και που όποιος τολμά να διαφωνήσει με την κρατούσα άποψη για το πού πάνε τα πράγματα, ταμπελώνεται ως απορριπτικός και αντιομοσπονδιακός, είναι εύκολο «πουλήσεις» στον κόσμο ότι κάτι τεκταίνεται, κάνοντας τον ταυτόχρονα να μην διερωτάται για το τι πραγματικά γίνεται. Διότι αυτό που πραγματικά γίνεται είναι η κατοχύρωση των συνιστούντων κρατών, του προεδρικού συμβουλίου, της εκ περιτροπής προεδρίας, -όπως ο ό ίδιος ο Πρόεδρος ομολόγησε- η δημιουργία μιας εικονικής πραγματικότητας περί δήθεν κοινής βάσης στα ζωτικά θέματα της μίας κυριαρχίας και ιθαγένειας, ελλείψει πραγματικής σύγκλισης και ενόψει βεβαίως της επαναφοράς του σχεδίου Ανάν καθώς και ένα πέπλο μυστηρίου για το τι συμβαίνει στο περιουσιακό, στην ασφάλεια, τις εγγυήσεις, την αποχώρηση του κατοχικού στρατού κλπ. Πέραν από τις αδιάλλακτες και δημοσίως κατατεθειμένες θέσεις της τουρκικής πλευράς, ουδείς γνωρίζει αν, και τι είδους συγκλίσεις υπήρξαν σε αυτά τα θέματα ούτε καν αν υπάρχει η παραμικρή προοπτική να υπάρξουν. Οσον δε αφορά το θέμα των εποίκων, η αρμόδια ομάδα εργασίας αναμένεται ακόμη…να συσταθεί. Θυμίζει αυτή η «παράλειψη» το ερώτημα που απηύθηναν επιφανείς πολιτικοί προς τους ασεβείς απέναντι στην «κυπριακή νέα τάξη πραγμάτων», προς εκείνους δηλαδή που δεν τρώνε κουτόχορτο και διαβλέπουν τη θλιβερή πορεία των πραγμάτων: «Μα θέλετε πρώτα λύση και μετά συνομιλίες;», διερωτήθηκαν. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι το θέμα των εποίκων θα συζητηθεί λοιπόν πριν από τη λύση… Σε σχέση δε με την αισθητική του πράγματος, τα παλιά φαντάσματα των εποικοδομητικών ασαφειών-η απόσταση δηλαδή μεταξύ του μεσαίωνα για την Κύπρο που επιδιώκουν να επιβάλουν οι Τούρκοι και των… δικών μας συμβιβασμών - ως «θέμα ερμηνείας», έχουν ανέβει ήδη στο κατώφλι μας. Τουλάχιστον ας παραδεχτούν οι ηγέτες της κυπριακής νέας τάξης πραγμάτων ότι αυτό στο οποίο μας οδηγούν, θα προσομοιάζει μ’ ένα από τα πολλά «δημιουργήματα» της έχουσας το γενικό πρόσταγμα της «απανταχού συμφιλίωσης και ειρήνευσης»- βλέπε νεοταξικό έρεβος και δυστυχία για μυριάδες -, διεθνούς νέας τάξης πραγμάτων. Τα απτά παραδείγματα της κατασπαραγμένης Παλαιστίνης, της κατατεμαχισμένης Γιουγκοσλαβίας, του βοσνιακού και κοσοβάρικου εκτρώματος, του ιρακινού υβριδίου ή ακόμα του αφγανικού τερατουργήματος, είναι πειστικές υπομνήσεις Αλλά ποιός παραδέχθηκε εκ των προτέρων ανομολόγητους συμβιβασμούς και εκπτώσεις;