Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΜΠΥΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ DESMOND EGAN



Το 2003 στην Μπιενάλε της Λιέγης, ο Desmond Egan μου παρέδωσε υπαινικτικώς και αφιλοκερδώς ορισμένα μαθήματα που προσπαθώ να εφαρμόζω μέχρι σήμερα.
Αφενός, ότι για να λογίζεται κανείς ποιητής, το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει μάθει να κάνει καλά , είναι να μην κάνει τίποτα και να μην έχει ενοχές γι’ αυτό, να μην είναι δηλαδή πολυσχιδής, αφετέρου ότι το να παραμένεις προσηλωμένα αδρανής -την ώρα που άλλοι επιμελούνται την οικοδόμηση μικρών ή μεγάλων θριάμβων- είναι σαν ένα γραμμάτιο που ο χρόνος θα σου εξαργυρώσει στο μέλλον με γενναιοφροσύνη και σε καλό επιτόκιο.
«Η ποιητική διαδικασία είναι ενόρμηση, όχι προσχεδιασμός, αν εσύ αναλώνεσαι, πώς να σε πετύχει ή να την πετύχεις», μου έλεγε. Ανταποκρινόμασταν φυσικά στο πρόγραμμα της Biennale, στις καθημερινές αναγνώσεις ποιημάτων, στις συζητήσεις για το τι εστί ποιητική τέχνη, συναναστρεφόμασταν με το υπόλοιπο πολυπολιτισμικό συνάφι, όμως τα δικά μας γυμνάσματα περιλάμβαναν πρωτίστως εντατικές ασκήσεις μύησης στον ρεμβασμό, την παρατήρηση και τον δια-λογισμό. Με άλλα λόγια, τις περισσότερες ώρες τις αναλώναμε σε μπαρ και σε καφετέριες-μπαρ της ωραίας και φιλόξενης Λιέγης. Εγώ ο αρχάριος και ο Desmond ο έμπειρος, με τα ροδοκόκκινα μάγουλα. Εκεί, μέσα στη ζωή, στους αρωματικούς καπνούς που αναδύονταν από παράξενα φίλτρα και συνουσιάζονταν με τις οσμές της εξαίσιας βέλγικης μπύρας, μιλούσαμε για τη ζωή.
Δείχνοντας μια σχεδόν ανθρωπιστικού χαρακτήρα κατανόηση στην ανετοιμότητα μου να πετύχω τότε κάποια υψηλά νοήματα στη γλώσσα του και να του τα περάσω κιόλας, υποβίβαζε χωρίς κανένα κόμπλεξ το δικό του άριστο επίπεδο γλωσσικής και εκφραστικής επάρκειας, όσο χρειαζόταν, για να μην νιώσω εγώ άβολα.
Αν μας άκουγε κανείς περαστικός-και οι περαστικοί συνηθίζουν να κρυφακούνε έστω κι αν δεν το δείχνουν-, ίσως να υποψιαζόταν ότι είμασταν δυο γλωσσικά neaterdal (Homo neanderthalensis) που προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν σε κάτι πρωτόγνωρο που τα υπερβαίνει.
Στον ελληνικό χώρο, αν ένας νέος ή νεότερος ποιητής αποτολμήσει να ανοίξει συζήτηση περί τέχνης, ποίησης ή υψηλών αξιών, με κάποιον από τους καθιερωμένους φωστήρες του πνεύματος, κάποιον από τους «είμαι παντού και τα ξέρω όλα», τους ενίοτε μπροστά στις ντάμες «ελαφρώς υπερανθρωπίζοντες», δυο τινά πιθανόν να συμβούν: Να λουστεί με ένα παγερό κύμα αδιαφορίας, ή να δεχθεί ένα σύντομο αυτοναφορικό μάθημα περί της αυθεντίας του φωστήρα που θα περικλείεται σε δυο λεπτά επισπευσμένου χρόνου.
Αντιθέτως, ο Desmond Egan,  όχι μόνο δεν μου έπαιζε τον έξυπνο, αλλά με μια σειρά ερωτήσεων, επεδίωξε να μάθει για την πολυποίκιλη ασημαντότητα μου. Με κοιτούσε κατά πρόσωπο και το βλέμμα του υποδήλωνε ειλικρίνεια, ενδιαφέρον. Δεν θυμάμαι σε εκείνες τις πολύωρες συζητήσεις της Λιέγης, υπό συνθήκες περιοδικά ακανόνιστης μπυροποσίας, να χρησιμοποίησε μια φορά το «εγώ». Δεν θυμάμαι επίσης ποτέ να με ρώτησε για τις γνώσεις μου, ή να αντιπαρέβαλε στα κενά τους, το δικό του συντριπτικά επαρκέστερο οπλοστάσιο. Επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε τι αμφιβάλλω ώστε να μου πολλαπλασιάσει την γονιμότητα των αμφιβολιών και βεβαίως να μου αποδομήσει την ψευδαίσθηση των όποιων βεβαιοτήτων.
Τρία χρόνια μετά, το 2006, με προσκάλεσε στο GERARD MANLEY HOPKINS POETRY FESTIVAL, που διεξάγεται κάθε χρόνο σε μια κοινότητα 50χλμ έξω από το Δουβλίνο και του οποίου είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Εκεί όντας αρμόδιος ήταν και πιο δραστήριος και δημιουργικά κινητικός, ωστόσο το ίδιο ροδοκόκκινος και ενίοτε απλανής. Η βελγική μπύρα είχε αντικατασταθεί με την περίφημη ιρλανδική Guinness και τον τρόπο της. Σε μα «τελική ευθεία», ίσως κατεβάζοντας το πέμπτο του «παιν», μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο Σέιμους Χίνι πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας επειδή ήταν πάντα “politically correct”σε αντίθεση με τον ίδιο που εθεωρείτο «κακό παιδί»..
Πάντως, από τις «παρακαταθήκες» του επί ιρλανδικού εδάφους, κράτησα για τον εαυτό μου δυο: Ότι την Guinness απαγορεύεται να την πιείς μόλις σου τη σερβίρει ο μπάρμαν στο ποτήρι, αλλά πρέπει να περιμένεις το ξεχείλισμα της καθώς και το στέγνωμα του χείλους του ποτηριού, και ότι ποίηση δεν είναι η περιγραφή των συναισθημάτων μας, αλλά η ανάδειξη της αιτίας που τα προκάλεσε.
Από τότε, έμαθα να περιμένω την προπαρασκευή της πλήρους γεύσης και να μην μου παίρνει πολύ χρόνο για να αντιληφθώ τι δεν είναι ποίημα. Και το γραμμάτιο δεν τα πηγαίνει άσχημα, ούτε το επιτόκιο που υποτίθεται ότι θα εισπράξω σε αυτήν, μιαν άλλη ή σε καμιά ζωή. Με προβληματίζει φυσικά το γεγονός ότι μου πήρε 15 χρόνια από την γνωριμία μας, για να γράψω για τον Desmond, αλλά νομίζω ότι ο ίδιος δεν θα έχει παράπονο. Εξάλλου αυτός μου είχε πει να μην βιάζομαι.

                        
*Γεννημένος το 1936 στην πόλη Άθλοουν της Ιρλανδίας, ο Ντέσμοντ Ίγκαν, βαθιά φιλέλληνας, έχει εκδώσει είκοσι τρία βιβλία ποίησης, δύο τόμους δοκιμίων και πρόζας και μεταφράσεις των τραγωδιών «Μήδεια» και «Φιλοκτήτης. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ιρλανδούς ποιητές και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, όπου έχουν εκδοθεί βιβλία του σε μετάφραση. Το ποίημά του “Ειρήνη(το οποίο απαγγέλει στο βίντεο που ανάρτησα) μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες το 2000. Έχοντας σπουδάσει ιρλανδικά, λατινικά και ελληνικά, εργάστηκε στην εκπαίδευση πριν αφιερωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο το 1987, έτος κατά το οποίο ίδρυσε το διεθνές Φεστιβάλ Τζέραλντ Μάνλεϊ Χόπκινς, του οποίου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής. Το 1998, τοποθετήθηκε στην Επιτροπή Πολιτιστικών Σχέσεων του ιρλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών. Το 2001, οι εκδόσεις Νεφέλη εξέδωσαν το βιβλίο του «Ποιήματα», σε μεταφράσεις Γεωργίας Γκίνη και με πρόλογο του Δημοσθένη Κούρτοβικ,-με τον οποίο είναι προσωπικός φίλος- που περιλαμβάνει επιλογές ποιημάτων.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

"ΠΑΡΑΛΟΓΗ" ΤΟΥ Π.ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ:ΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΣΜΕΣ

Με τους ποιητές Μ.Παπαδόπουλο και Π.Νικολαίδη

“Σε αυτή τη σελίδα το χιόνι δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως το πρωί θα’ χει σκεπάσει όλο το ποίημα.”

Είμαι εδώ απόψε να μιλήσω για την “Παραλογή” του Παναγιώτη Νικολαιδη, αφού προηγουμένως έχω “δωροδοκηθεί” κατά καιρούς από μια σειρά εξαίσιων εδεσμάτων που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα επιδέξια χέρια του, καθώς και με μπουκάλια κρασιού όλων των χρωμάτων και των γεύσεων που έχει επιλέξει με την μοναδική αισθητική της γευσιγνωσίας του. Ο Παναγιώτης είναι ένας καταπληκτικός μάγειρας, ένας εκλεκτικός εραστής του οίνου αλλά και ένας φίλος. Παρ’ όλα αυτά δεν θα βρισκόμουν εδώ απόψε, και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει, αν ήταν να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός από ποίηση εμφαντική και ευφραντική. Θα ήταν ίσως λιγότερο καλός ποιητής ο Νικολαϊδης, αν δεν ήταν τόσο γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αν δεν αγαπούσε τόσο τα μικρά του πάθη, για την γαστρονομία, το καλό κρασί, την καλή παρέα και άλλα, πιο πνευματώδη, όπως την εξαντλητική μελέτη του ποιητικού γίγνεσθαι, αν δεν γινόταν φίλος με τα πάθη του, αν δεν τα επεξεργαζόταν και δεν τα εξέλισσε και κυρίως, αν δεν τα κοινωνούσε. Υπάρχουν διαφόρων ειδών κατηγορίες ποιητών, στέκομαι όμως βασικά στις ακόλουθες δυο: Η πρώτη, η εσωστρεφής, δημιουργεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί αφενός η αυστηρή λιτότητα της δράσης, αφετέρου, ο πλεονασμός της εγκράτειας. Κάπου, κάπου αυτή η κατηγορία, πετυχαίνει μερικά καλά ποιήματα, ορισμένες φορές, μερικά σπουδαία ποιήματα, αλλά κατά κύριο λόγο, όσο το συγκεκριμένο είδος σταδιακά μαραζώνει και στερεύει, έχοντας λίγα να αντλήσει από τον εγκλεισμό και την μόνωση του, άλλο τόσο στερεύει και η ποίηση του ή γίνεται πιο σκοτεινή και ερεβώδης ενδεχομένως και πιο ομφαλοσκοπούσα. Η άλλη κατηγορία ποιητών είναι εκείνη που επιζητά και απορροφά τις χαρές της ζωής. Εκείνη που δημιουργεί ζωή και τροφοδοτείται από αυτήν. Μια τέτοια ποίηση στερεύει πιο δύσκολα και εν πάση περιπτώσει διακατέχεται από μια πραϋντική φωτεινότητα. Ο Παναγιώτης Νικολαϊδης κατατάσσεται κατά την άποψη μου στη δεύτερη κατηγορία, στους ποιητές εκείνους που η γεύση και το χρώμα της ζωής, διαποτίζουν και το έργο τους. Ο Νικολαϊδης γράφει κυρίως στην νεοελληνική όμως σε αντίθεση με τους πλείστους σύγχρονους Κύπριους ομότεχνους του, επιδιώκει και την κυπριακή διάλεκτο, είτε ως μοναδικό δομικό υλικό ενός αυτόνομου ποιήματος, είτε ως διάνθισμα ή ακόμα, συνεκτικό αρμό της ποιητικής αρχιτεκτονικής του. Και αυτή του η επιδίωξη που αποτελεί μια θαρραλέα επιλογή, τον δικαιώνει,προσφέροντας σταθερά προστιθέμενη αξία στην “Παραλογή” του, αφού πέραν του αισθητικού αποτελέσματος, αναδεικνύει τον πλούτο που εμπεριέχει ο ιδιότυπος γλωσσικός δυισμός ο οποίος την χαρακτηρίζει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γνωρίζοντας προσωπικά τον ποιητή, μπορώ να ισχυριστώ ότι μέσα στον Νικολαϊδη, συμβιώνει εν αρμονία, ο Ελληνας με τον Κύπριο. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτισμικό εγώ που εξωτερικεύεται λογοτεχνικά ψάχνοντας ανάλογους τρόπους έκφρασης και επιχρίοντας γλωσσικά την ποίηση του. Είναι πραγματικά κάτι σπάνιο, σε μια εποχή εθνικής και πολιτισμικής σύγχυσης,να συναντά κανείς έναν τύπο, με συμφιλιωμένες μέσα του τις δυο ταυτότητες:Την ελληνική και την κυπριακή,σε τέτοιο βαθμό, που αυτή η σύζευξη να του επιτρέπει όχι απλώς να κινείται άνετα, αλλά και να τεχνοτροπεί, ανάμεσα σε μια απαιτητική γλώσσα και σε ένα δύστροπο ιδίωμα το οποίο γίνεται ακόμη πιο δύστροπο κατά την μεταφορά του στον γραπτό λόγο.

Παραλογή Α’ ......

Μες στον πόλεμον η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά μες στα αγκάλια της τζι εβούραν
Εν είσεν νερόν Αμαν τζι εγίνην το κακόν τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου τζι εγύρεψεν να με πιάσει
Εν τον εκατάλαβα
Εθώρουν λαλεί η μάνα μου μες στα μάθκιαν του τον φονιάν τζι έκλαια
 Κόμα θθυμούμαι ως την πέμπτη του δημοτικού
έππεφτα με την μάναν μου εξύπνουν λαλεί τζαι που τον φοόν
εν εκλείαν τα μμάθκια μου
Αμαν τζι έφυα να σπουδάσω
εκατάλαβα πόσον τυχερός εν ο κόσμος
που τζοιμάται τζαι ξυπνά χωρίς φόν.


Το κυπριακό ιδίωμα, χωρίς το ιδιοκατάληκτο γνώρισμα, αλλά κυρίως το απογυμνωμένο από το περιττό λίπος της επινόησης, βίωμα- η συγκινητική εξομολόγηση του τρεμάμενου από το φόβο του πολέμου, παιδιού-, όπως με τόση λυρική αφηγηματικότητα και απλότητα παρατίθεται από τον ποιητή, γίνεται θαρρείς νοητός δείκτης υπόμνησης που μας παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές κορυφαίων μας ποιητών όπως οι(Λιασίδης, Μιχαηλίδης κ.α.) . Ακόμη πιο εγγύτερο σε αυτόν το συνειρμό λόγω και της πιο παραδοσιακής μορφής του, είναι το ποίημα:

“Πάροδος η γλάστρα”
Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμα τζαι με χρώμα
Κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισον το γιόμαν
τζι εβάλαν σε να σαιρετάς τον ήλιο πα στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμα.

Ανάλογα αξιοπρόσεκτη επίδοση παρατηρείται και στα ποιήματα που είναι γραμμένα στη νεοελληνική , δείγμα του ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολυτεχνίτη του ποιητικού λόγου. Ενδεικτικό το ποίημα που σηματοδότησε το εναρκτήριο λάκτισμα αυτής της παρέμβασης. Το άηχο χιόνι που πέφτει πάνω στη σελίδα του ποιήματος, προσομοιάζει με την αγνότητα της δημιουργίας, τροφοδοτούμενης από τη γονιμότητα της συνεύρεσης με την ανεξερεύνητη ερωτική-υπαρξιακή θλίψη. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάτι που με έκανε να σταματήσω, να επικεντρωθώ και να επιστρέφω σε μέρη της “Παραλογής” είναι πρώτα απ’ όλα η αναβλύζουσα βιωματικότητα κάποιων ποιημάτων που κυρίως αφορούν την παιδική ηλικία. Αυτά είναι ίσως και οι θελκτικότεροι προορισμοί για κάθε επισκέπτη της συλλογής. Η “Παραλογή Α’” που ανέγνωσα προηγουμένως αποτελεί πειστικό δείγμα. Το ίδιο και η “Παραλογή Β”, το ίδιο και η “Παραλογή Γ”, η “Νιόβη” καθώς και μερικά άλλα. Σε αυτά τα ποιήματα, ο ποιητής καταφέρνει να τιθασεύει και να δαμάσει την ορμητικότητα της ποιητικής πνοής, να την πείσει να υποταχθεί στη δική του στόχευση με εργαλεία την οικονομία του λόγου, την καίρια αντίληψη πρόσθεσης και αφαίρεσης, την αυθεντικότητα της σύλληψης του υπό διαπραγμάτευση θέματος. Η προβολή και η συχνή επίκληση δυο γυναικείων μορφών, αυτών της μάνας και της γυναίκας-συντρόφου-συζύγου, ο ισορροπημένος χειρισμός και αλληλοσυσχετισμός της χρονικής, αριθμητικής και ποιοτικής δοσολογίας τους με τα ποιητικά ζητούμενα, εκπληρώνουν την ανάγκη του Νικολαϊδη,να εξορκίσει αφενός τις μνήμες-φαντάσματα της παιδικής ηλικίας, αφετέρου να εντάξει χωρίς απώλειες, φθορές αλλά και υπερβολές, τη σημασιολογική τους ύπαρξη στο σήμερα και το αύριο. Δύο γυναικείες μορφές καθαγιασμένες, αμόλυντες, φωτισμένες αλλά και στιβαρές, εκπροσωπούσες μια ολόκληρη οντολογία νοημάτων, ώστε να αντέξουν το βάρος της αδιάλειπτης παρουσίας τους,την ευθύνη που εναποθέτει σε αυτές ο ποιητής για το ότι υπάρχει και συνεχίζει. Μέσω τους, ο ποιητής, βλέπει και εκπέμπει την αγάπη, το φως, την ελπίδα.

 Παραλογή Δ’ στην Μαριάννα

Η αγάπη μας είναι ένα δέντρο
Γι’ αυτό κατεβαίνουν τα πουλιά από το ξέφωτο
και τα παιδιά τραγουδάνε ξυπόλητα τα μεσημέρια
Είν’ η αγάπη μας δέντρο
όταν η μέρα σπάζει σαν κλαδί
κι εμείς έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε
Η αγάπη μας είναι δέντρο
ραγίζει πριν γκρεμμιστεί
πατούμε γερά στο ένα κλαδί
προτού ραγίσουμε το άλλο.

Είναι βαθιά μου πεποίθηση πώς ένας κάπως ασφαλής τρόπος για να κρίνει κανείς μια ποιητική συλλογή είναι να προσμετρήσει τους εξής τρεις παράγοντες: -Ποιά ύψη διεκδικούν τα καλύτερα ποιήματα της; -Πόσο βαθιά σε χώμα λήθης πρέπει να θάψεις τα χειρότερα; -Προς τα πού δείχνει ο δείκτης ποιότητας των περισσότερων; Ο Νικολαϊδης χρησιμοποιώντας ή όχι το κυπριακό ιδίωμα και έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, πετυχαίνει σε αρκετά ποιήματα το ποθούμενο της κορύφωσης, με νοηματικό αναμεταδότη, άλλοτε το προσωπικό βίωμα, άλλοτε τον μύθο. Τα καλύτερα των επιτευγμάτων του θα τον συνοδεύσουν στις μελλοντικές αναμετρήσεις με τον χρόνο. Ελένη Στέκεται στην κουζινα Η βρύση τρέχει κι ό χρόνος τρέχει κι ίσως γι’αυτό βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι αποπειράται να μεταφράσει τον άνεμο Πίσω από τον ήχο η βρύση τρέχει κι ο χρόνος τρέχει Το ένα της μάτι δακρύζει το άλλο ορθάνοιχτο. Μια σειρά άλλων ποιημάτων συνιστούν ένα σημαντικό απόθεμα για τη συλλογή, ενώ οι ατυχείς δοκιμές υφίστανται αλλά είναι λίγες. Ομως ακόμα και αυτές, μέσα στο γενικότερο πνεύμα του βιβλίου, οριοθετούνται ως αναγκαίες ανεμόσκαλες, για να ανεβούν και να φωλιάσουν στους πρόποδες του ουρανού, όσα ποιήματα είναι προορισμένα για τέτοια ύψη. Εξάλλου, τι άλλο είναι η ποίηση από μια προσπάθεια μέσα από χιλιάδες ανεπιτυχείς απόπειρες να γράψεις πέντε ποιήματα που θα μείνουν; Η διαλεκτική της πλήρους επάρκειας με εκείνην της λιγότερης, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, διακλαδώνεται και δεν αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα, επειδή οι πυλώνες της ποίησης του Νικολαϊδη δεν είναι εύθραυστοι, αλλά ανυπέρβλητοι και αλύγιστοι σαν πλάτανοι.
 Κλείνω αναφέροντας μια σειρά από σκέψεις που επανέφερε στο μυαλό μου η ανάγνωση της “Παραλογής”:

 -Η τέχνη σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι τρομαχτική. Να σε κάνει να συνέρχεσαι από την πραγματικότητα Xρόνος, είναι η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, συγκλονισμένοι, απελπισμένοι, εκστασιασμένοι, επαναστατημένοι. Το υπόλοιπο διάστημα είναι ο δρόμος που σε κρατά μακριά από την κρισιμότητα της έξαψης.
 -Σε τι διαφέρει αυτός από τους άλλους; Οι ιδέες του φυτρώνουν
 -Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους
 -H αοριστία και η γενίκευση είναι θανάσιμοι εχθροί της ποίησης
 -Είναι καλύτερα να διαβάσεις ένα σπουδαίο ποίημα 1000 φορές παρά 1000 ποιήματα που δεν θα θυμάσαι.
 -Ποίηση δεν είναι να περιγράψεις το βουνό, τη θάλασσα, το συναίσθημα, το πλήγωμα με ωραίες λέξεις, αλλά να πεις αυτό που είσαι εσύ μπροστά τους. Τότε θα αρχίσουν να έρχονται και οι λέξεις.

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

"ΚΟΥΜΠΩΜΕΝΑ ΣΧΗΜΑΤΑ": Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ

Μια σειρά συγκυριών είναι δυνατό να φέρει στο δρόμο μας ένα μικρό θαύμα ή μερικά μικρά θαύματα. Είναι κάτι που το πιθανότερο δεν θα συμβεί και δεν έχει συμβεί σε πολλούς. Οσοι όμως το έχουν βιώσει, αισθάνονται προνομιούχοι και ευλογημένοι.

Ηταν λοιπόν ευλογία για μένα όταν η Δέσποινα Πυρκεττή με ρώτησε μια μέρα: “Θέλεις να δεις αυτά τα ποιήματα”;

Ετσι στο δρόμο μου βρέθηκαν τα “Κουμπωμένα Σχήματα” και η ποίηση του Γιώργου Ταρδίου.

Εικόνες της παλιάς Κύπρου με τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων της ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου, μέσα από την γραφή ενός πραγματικού καλλιτέχνη, όπως τον αποκάλεσε ο Τεντ Χιουζ.

Τι περισσότερο λοιπόν μπορεί η δική μου ταπεινή φωνή να προσθέσει για την ποίηση του Ταρδίου όταν γι’ αυτήν έχει μιλήσει τόσο εγκωμιαστικά ένας εκ των σπουδαιότερων;

Ισως το μοναδικό που δεν θα μπορούσε να πει ένας εξέχων Αγγλος ποιητής επειδή είναι Αγγλος και όχι Κύπριος: ότι η ποίηση του Ταρδίου και τα “Κουμπωμένα Σχήματα” συγκεκριμένα, όπως αριστοτεχνικά μεταστεγάστηκε στην ελληνική, αποτελεί μια νοητή γέφυρα που ενώνει με πληρότητα, ποιητική και μεταφραστική, τις δυο λογοτεχνίες.

Στιγμιότυπο από τη χθεσινή παρουσίαση των "Κουμπεμένων Σχημάτων" στο
  Point Centre for Contemporary Art    στη Λευκωσία. Απεικονίζεται ο ποιητής Γιώργος Ταρδίος
Ο Ταρδίος έζησε σχεδόν ολόκληρη την όχι εύκολη ζωή του στην Αγγλία, όμως, παρέμεινε πιο Κύπριος και από τους Κύπριους. Προφανώς επειδή η μάνα του έκανε σπουδαία δουλειά στην καλλιέργεια αυτής της αγνής αγάπης προς τον τόπο, η μάνα του στην οποία είναι αφιερωμένη η συλλογή. Ο Ταρδίος μπορεί να γράφει στα αγγλικά, ωστόσο ο ψυχισμός του είναι γνήσια κυπριακός γιατί τα πιο ισχυρά του βιώματα, μετασταλαγμένα στην ψυχή του από τις συγκλονιστικές μητρικές αφηγήσεις, τον κράτησαν δεμένο με τον τόπο. Οι συχνές επισκέψεις του σε ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο πότισαν τη νοσταλγία του για να μην ξεραθεί.

Ιδού όμως το παράδοξο. Ενώ το κυπριακό μοτίβο του Ταρδίου, με το κυπριακό βίωμα που μεταφέρει, αναγκαστικά εγκιβωτίζεται στην αγγλική -μια γλώσσα με τεράστια πολιτισμική χωρητικότητα, και νομίζεις ότι εκεί θα διασκορπιστεί, θα εξουθενωθεί και εν τέλει θα εξασθενήσει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Το μοτίβο και το βίωμα αποδεικνύονται πιο πληθωρικά και ανθεκτικά για την χωρητικότητα της γλώσσας αυτής, η γλώσσα εν τέλει υποκλίνεται στη δύναμη τους.

Διαβάζοντας τα “Κουμπωμένα Σχήμααα” διαπιστώνει κανείς ότι ο ποιητής πετυχαίνει κάτι πρωτοφανές: να συναρμόσει ομαλά το ύφος μια γραφής σαφώς οριοθετημένης από την αισθητική της αγγλικής ποιητικής τεχνικής, με μια θεματική γνήσια κυπριακή .

Οι λέξεις στο ποιητικό σύμπαν που πλάθει ο Ταρδίος καθυποτάσσονται, αφοπλίζονται από τα δικά τους όπλα και οπλίζονται με τα όπλα της ποιητικής του για να πουν επακριβώς αυτό που θέλει εκείνος, όχι αυτό που θέλουν αυτές, ώστε να να αναδείξουν τη δική του οδύνη και όχι αυτήν την οποία ήταν προορισμένες να περιγράψουν.

Η ποίηση του Ταρδίου συνδυάζει επίσης δυο σπάνια και εκ πρώτοις όψεως συγκρουόμενα χαρακτηριστικά: τη μεγαλοπρέπεια και την ταπεινότητα. Την λάμψη της έμπνευσης και της μετουσίωσης σε ποιητικό πύκνωμα, αλλά και τη χαμηλοφωνία. Ο Ταρδίος είναι πανταχού παρών σε κάθε ποίημα, όμως για να τον βρεις πρέπει να ψάξεις. Το πρώτο πρόσωπο, ενώ φαινομενικά αποτελεί κυριαρχικό αναφορικό στοιχείο, στην πραγματικότητα είναι το «εγώ» ενός σχεδόν ντροπαλού και απίστευτα διακριτικού παρατηρητή των συμβάντων. Ο Ταρδίος στα “Κουμπωνένα Σχήματα” είναι η ποίησή του, οι στίχοι, οι ιστορίες που διηγείται, είναι το ψηφιδωτό της μνημονικής του ύπαρξης.

Πρόκειται για μια ποίηση που επικοινωνεί και αφυπνίζει και τις πέντε αισθήσεις αλλά και ακόμη μία που ακόμη δεν έχει επακριβώς ονομαστεί: Την αίσθηση της μνήμης. Στα ποιήματα των ‘Κουμπωμένων Σχημάτων”, η μνήμη μετατρέπεται σε ένζωο πίνακα, οι λέξεις μυρίζουν γιασεμί, η αφή των πραγμάτων ανασταίνεται, τα κύματα της θάλασσας της Κερύνειας παφλάζουν, τα ουρλιαχτά των σφαγμένων αντηχούν, το παραλήρημα των τρελών τρομάζει.

Η Κύπρος δεν θα μπορούσε να βρει διεισδυτικότερο πρεσβευτή του πολιτισμού της στην αγγλική γλώσσα από τον Ταρδίο.

Με τα “Κουμπωμένα Σχήματα”, αφενός η ίδια η αγγλική ποιητική γλώσσα διευρύνεται και πρέπει να επαίρεται για ένα τέτοιο υψηλή αισθητικής και πνοής έργο, αφετέρου, η ελληνική γλώσσα, ανασκιρτά και καλωσορίζει έναν μεγάλο ποιητή ο οποίος μετά από αντίξοο ταξίδι χρόνων, επιστρέφει στη γλώσσα του, κρατώντας έναν χαμένο θησαυρό, κτήμα του οποίου ελπίζω να γίνουν οι τωρινές και οι επόμενες γενιές.

Εγώ προσωπικά θα ήθελα να τον ευχαριστήσω βαθιά. Τα “Κουμπωμένα Σχήματα” μου ανανέωσαν την πίστη στην ποίηση. Ο Ταρδίος μου έδωσε ξανά ελπίδα.

Γιώργο Ταρδίε, νοσταλγικέ εξόριστε όπως ο ίδιος χαρακτήρισες τον εαυτό σου στη συνέντευξη που είχαμε το 2017 κάνει, καλωσόρισες στη γλώσσα σου.


Buttoned-up Shapes: The return of a “nostalgic exile”

by Yiorgos Christodoulides


A sequence of random events can bring unto our path a small miracle.

It is something highly unlikely to happen. But those who have experienced it, have every right to feel privileged and blessed.

It was, therefore, a blessing that Despina asked me one day “Would you take a look at these poems I’ve translated?”

And thus I was introduced to George Tardios’ ‘Buttoned-up Shapes”.

Images of an island of the times now gone, recounting tragic stories through the pen of a true artist – in the words of Ted Hughes.

What more can I add to descriptions of Tardios’ poetry when one of the greatest has spoken of it in words so ennobling?

Just one thing, perhaps, that a leading English poet could not have said, precisely because he is English and not Cypriot: that Tardios’ poetry and, in particular, “Buttoned-up Shapes”, skillfully rendered into the Greek language, crafts an imaginary bridge that, perhaps for the first time so adequately and seamlessly, joins together these two literary genres – poetics and translation.

Tardios has lived the largest part of a not-so-easy life in England; but he remained more Cypriot than most Cypriots. Evidently because his mother did a great job in cultivating his love of his ancestors’ land. The book is dedicated to her. Tardios may be writing in English, but his temperament is genuinely Cypriot as his most potent experiences, transfused into his soul through poignant maternal storytelling, have kept him bound to the island. His frequent visits across Cyprus have watered his nostalgy lest it dried out.
But here’s the paradox: whilst Tardios’ Cypriot pattern, and the Cypriot idiom contained within it, is necessarily interpolated in English – a language boasting immense multicultural capacity – having you think it will gradually dissipate, fade and finally recede, it is exactly the opposite that happens: the pattern and the idiom are proven larger than the capacity of the English language: and so the language bends to accommodate their poignancy.

Reading “Buttoned-up Shapes” one realizes that the poet achieves an unprecedented achievement: to smoothly interweave a writing technique that is clearly designated by the esthetics of English poetics with an authentically Cypriot thematic focus. Words submit to his poetry, disarmed of their own weapons and clad with the weapons of his own style in order to designate exactly what he wants: to bring out his own affliction and not the affliction they were initially meant to denote.

Tardios’ poetry also combines two rare and seemingly conflicting features: magnificence and humbleness. He is omnipresent in every poem, but to find him you need to delve into his poetry. The first person, whilst apparently a dominant referential pattern, is in reality the “ego” of an almost shy and incredibly discreet observer. Tardios in “Buttoned-up Shapes” is his poetry. The stories he relays are the mosaic of his mnemonic being.

This is poetry that awakens all five senses – plus one more: the sense of memory. In his poems, memory becomes embodied in a living painting, the words smell of jasmine, the texture of things ripples, the waves in the sea of Kyrenia roar, the howling of the slaughtered resonates, the delirium of the maddened becomes visceral shudder.

Cyprus could not have found a more pervasive ambassador of its culture in the English language than George Tardios.

With “Buttoned-up Shapes”, English poetry becomes expanded to proudly take in Cypriot themes and, at the same time, the Greek language humbly receives a great poet who, after an arduous journey of many years, now returns to his maternal language with a treasure that will hopefully be bequeathed to generations to come.

I would personally like to extend my deep gratitude to him. His poetry has renewed my faith in this art; it has given me hope.

George Tardios, nostalgic exile, as you described yourself in our interview, welcome to your mother tongue! 

 
  translated by Despina Pirketti


Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΚΑΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ

Πριν κάμποσα χρόνια, ένας καλός φίλος, μου είχε ζητήσει να δω τα ποιήματα του. Ετοιμαζόταν να εκδώσει την πρώτη του συλλογή. Τα διάβασα. Του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα “θέλουν δουλειά'. Ο φίλος, ξέγινε από φίλος μου, δεν μου ξαναμίλησε, όμως δεν εξέδωσε ποτέ καμιά συλλογή.
Δεν μου λείπει, αλλά συχνά θυμάμαι το αιχμηρό του χιούμορ για τα πράγματα.
Ποιός ήμουν όμως εγώ για να τον κρίνω; Γιατί να μην τον ενθαρρύνω με ένα ψέμα που δεν θα μάθαινε κανείς ότι ειπώθηκε; Μήπως απέτρεψα τη γέννηση ενός μελλοντικά αξιόλογου ποιητή ή έπραξα σωστά “προστατεύοντας' την ποίηση από -μια ακόμη- εστία ρύπανσης;
Αυτά με ταλάνιζαν για λίγο καιρό, ώσπου και κατάλαβα: από τέτοιες ιστορίες μπορεί κανείς κάτι να μάθει, όπως το ότι, αν διαθέτεις, ή, αν οι άλλοι πιστεύουν ότι διαθέτεις μια υποτυπώδη δυνατότητα κρίσης, είναι κρίμα να μην την ασκείς ενίοτε δημοσίως ή ιδιωτικώς.
Ας είναι λάθος κάποτε η κρίση σου, το να λουφάζεις ή το χειρότερο, μονίμως να εξωραΐζεις την ασχήμια για να μην ταράξεις κάποιον κύκλο, να μην χαλάσεις κάποια σχέση, δεν είναι πρέπον και μάλλον παραπέμπει σε μια εθελούσια πνευματική λοβοτομή, σε ένα κοινωνικό ευνουχισμό ή ακόμη, σε μια ωμή συνενοχή στην υπόθεση διαιώνισης της μετριοκρατίας αλλά και της ημετεροκρατίας που κυριαρχεί στα λογοτεχνικά και δη στα ποιητικά πράγματα.
Παραπλεύρως και ολόγυρα λοιπόν της ποίησης, αυτής της εκρηκτικής -στις καλύτερες τις εκφάνσεις- χημικής ένωσης ανθρώπου και λόγου, είναι η αλήθεια η δική μας για την ποίηση και τι τη συνιστά τέτοια.
Η ευθύνη μας απέναντι στο ψέμα που βλέπουμε να οχληρεί και εν τέλει να επιτυγχάνει καθημερινούς θριάμβους-πρόσκαιρους έστω-, η ευθύνη μας να μην μένουμε σιωπηλοί.
Οχι σιωπηλοί- στη, δίκην πνευματικής θανατικής καταδίκης, αποσιώπηση και εν τέλει κατασίγαση σημαντικών ανανεωτικών φωνών και της σαγηνευτικής πρωτοτυπίας που εκπέμπει ο λόγος τους. Οχι σιωπηλοί- στην χυδαία αυτοδιακίνηση/ετεροδιακίνηση κατασκευασμένων εκδοτικά/μιντιακά ποιητικών “αυθεντιών' που διαιωνίζουν το εγωκεντρικό τους τίποτα και μαζί, μια επικίνδυνη διασάλευση του αυθεντικού αισθητικού κριτηρίου.
Οχι σιωπηλοί- μπροστά σε εκείνους που αφού ξεμπέρδεψαν με τα υπόλοιπα, μια μέρα καλοείδαν την ποίηση ως ευπρόσιτο μεταφορικό μέσο ανάδειξης και κοινωνικής καταξίωσης της χωρίς ιδιαίτερα χαρίσματα ύπαρξης τους, διότι ποτέ δεν είχαν την πολιτισμική επάρκεια/παιδεία να αντιληφθούν πως πραγματική διάκριση είναι ό,τι επιτυγχάνεται άνευ της συνδρομής κάποιου καλοστημένου σχεδίου. Που χρειάζονται πολλούς να “εκφραστούν' για το “έργο' τους επειδή αυτό δεν δύναται να μιλήσει αφ’ εαυτού, να δώσει αποτύπωμα. Αλλά και επειδή δεν μπορούν να βρουν κάποιον δεσμευμένο στην αλήθεια της ανιδιοτέλειας του για να τους εκθειάσει.
Οχι σιωπηλοί- στο πως σε κατακαίει η ποίηση, μια πορεία μέσα από ασίγαστες και αδάμαστες πυρκαγιές του χρόνου, πορεία όχι αλεξίπυρη, αλλά πυρπολημένη και μια και δυο και τρεις φορές.
Που δεν περατώνεται από τη φυσική ολοκλήρωση του γήινου βίου του ποιητή, τουναντίον, γιγαντώνεται.
Ας στηρίξουμε λοιπόν εκείνους που οι ιδέες τους, οι στίχοι τους, φυτρώνουν σε αυτό το άγονο έδαφος. Ας γίνουμε όχι οι κηπουροί των σπόρων τους, αλλά το εύφορο χώμα της άνθησης τους. Ας μιλήσουμε για εκείνους που χαϊδεύουν άφοβα ή φοβισμένα το σκοτάδι όχι για εκείνους που το αποτελούν.
*Ο ποιητής έχει παντού φίλους. Υπάρχει στις καρδιές των άλλων. Είναι μόνος του και δεν είναι. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχει συναντήσει ποτέ και εν τούτοις είναι μαζί τους. Είναι αθώος, εν τέλει. Πως να το πω πιο απλά… Είναι ένας αδέκαρος που πληρώνει τα χρέη των άλλων…'
Γιώργος Δάγλας, συνέντευξη στα Φτερά Χήνας

*Πανταχόθεν γύρω μας νεκροί κι εμείς γράφουμε για ποίηση. Μήπως είμαστε αναίσθητοι;

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Ακραίες συμπεριφορές και ακραίες υποχωρήσεις

-Υπάρχει κάτι πιο ακραίο από την κατοχή;
Τελικά ποιών οι θέσεις συμπίπτουν μ ‘ εκείνες των Τούρκων; Αυτών που επιμένουν να αποχαρακτηρίζουν το εκτρωματικό περιεχόμενο της «λύσης» που βρίσκεται στα σκαριά, όπως προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος αποχαρακτηρίζονται τα απόρρητα έγγραφα, ή των άλλων που την πλασάρουν;
Όταν οι κ.κ. Ερντογάν, Μπαγίς και Νταβούτογλου προβάλλουν αναιδώς τον ισχυρισμό ότι στη «Νότια Κύπρο» ανθεί ο ρατσισμός, ο σοβινισμός και ο εθνικισμός, με ποιών παρόμοιες δηλώσεις ευθυγραμμίζονται; Όταν ασελγώντας πάνω στο πτώμα της κοινής λογικής, διατείνονται με θράσος χιλίων πιθήκων, πως εδώ στην Κύπρο, δεν υπάρχει κράτος, ούτε καν φυλή, με ποιανού υποστηρικτή της «λύσης» και εσχάτως της κυβέρνησης, δηλώσεις και θέσεις περί μίζερου Νότου, συνταυτίζονται;
Και αν όσοι απορρίπτουν τη «διζωνική» που διαπραγματεύεται ο κ. Χριστόφιας είναι «ωραίοι Ελληνες», εκείνοι που την αποδέχονται-η μειοψηφία δηλαδή- πώς θα πρέπει να χαρακτηριστούν; Μήπως τελικά πρέπει να είναι μη Ελλην κανείς για να εγερθεί και να χειροκροτήσει τη διζωνική, όπως την κατάντησε τα τελευταία δυόμιση χρόνια η καταθλιπτική τακτική των υποχωρήσεων της δική μας πλευράς; Αλλά, και τι θα πει η φράση «εμείς δώσαμε περιεχόμενο στη διζωνική» που διατύπωσε πρόσφατα ο Πρόεδρος; Υπάρχει κάποιο διεθνές πρότυπο διζωνικής που να προϋποθέτει εκ περιτροπής προεδρία, συνιστώντα κράτη, παραμονή εποίκων κ.α., και δεν το γνωρίζουμε; Αν υπάρχει τέτοιος νομικός, διεθνής, ή ακόμη πολιτικός περιορισμός ή υποχρέωση, να μας το πουν οι θιασώτες της ΔΔΟ του κ. Χριστόφια, για να ενισχύσουμε την επιχειρηματολογία μας γιατί δεν θέλουμε το υπό εκκόλαψη έκτρωμα να αποτελέσει το πολίτευμα του παρόντος και του μέλλοντος μας.
Όμως αλλού είναι η ουσία του πράγματος και της σχεδόν εμφυλιοπολεμικής ρητορικής που αναπτύσσεται ένθεν και ένθεν στο εσωτερικό μέτωπο. Εντοπίζεται στο ότι, τέτοιο είναι το μέγεθος της διολίσθησης επί των αρχών και επί των ορίων ασφαλείας που τόσα χρόνια κυριαρχούσαν στο Κυπριακό ως θέσεις της ε/κ πλευράς, που ήταν σχεδόν αναπόφευκτο και εντελώς διαλεκτικό, να γεννηθεί και να ενισχύεται καθημερινά επί των ερειπίων των εναπομείνουσων αρχών, το ρεύμα αντίδρασης απέναντι σε αυτήν την πορεία. Ως αποτέλεσμα, διάφορες περιθωριακές δυνάμεις, μερικές εκ των οποίων όντως φέρουν ακραία χαρακτηριστικά, επιχειρούν να εκμαιεύσουν πολιτικό κεφάλαιο από τις μεγάλες μάζες του λαού, που δεν ανέχονται η «λύση» να τους μετατρέψει σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Με άλλα λόγια, αν παρατηρούνται ακραίες συμπεριφορές, είναι επειδή ακραία είναι η συνεχιζόμενη, χωρίς ελπίδα πραγματικής άρσης της, κατοχή, αλλά και η πολιτική υποχώρηση μας από θέσεις αρχών και όχι επειδή οι Ελληνοκύπριοι είναι εκ φύσεως εθνικιστές ή σοβινιστές. Τόσο ακραία είναι δε η υποχώρηση, που οι εκπονούντες την, κρίνουν ότι μόνο με την καλλιέργεια ενός αισθήματος συλλογικής ευθύνης μεταξύ του λαού καθώς και μιας ξενόφερτης (σεμιναριακής, καλύτερα) εξίσωσης του θύτη και του θύματος, είναι πιθανόν να βρουν κάποια ανταπόκριση. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς δηλώσεις για «ένα σου, ένα μου» που πρέπει να σταματήσει, όταν από τη μια έχουμε να κάνουμε με ωμές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προέρχονται από μια ψευδοκρατική δομή εξουσίας, υποχείριο και προέκταση της κατοχικής δύναμης που γδύνει παπάδες αφαιρώντας τους τα άμφια και από την άλλη με αλαλάζοντες χούλιγκαν, ένα παππού που φανάτιζε τον εγγονό του ή έστω ακροδεξιά υπολείμματα, οι καταδικαστέες πράξεις των οποίων πατάσσονται από το ευνομούμενο μας κράτος;
Και ποιο αντίκρισμα θα έχουν τα όποια διεθνή διαβήματα για τις ανομίες του κατοχικού καθεστώτος, όταν από μόνη της η κυβέρνηση τα εξουδετερώνει εκ των προτέρων με τη λογική της εξίσωσης και της συλλογικής ευθύνης που υιοθετεί;
Είναι σαν να λέμε ότι η Γερμανία παραμένει ναζιστική επειδή υπάρχουν ακόμη ναζιστικές ομάδες ή οι ΗΠΑ είναι μια ρατσιστική χώρα αφού η Κου Κλουξ Κλαν απολαμβάνει ακόμα κάποιας απήχησης στο συντηρητικό Νότο της χώρας.
Και το παράδοξο είναι πως ούτε η Μέρκελ ούτε ο Ομπάμα μιλώντας σε διεθνή βήματα , δεν έχουν στηλιτεύσει ακόμα αυτά τα φαινόμενα.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

ΕΝΑ ΝΟΜΠΕΛ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΧΜΟΥΤ ΑΜΠΑΣ

Για ένα και μόνο ζήτημα –την επανέναρξη του εποικισμού στη δυτική όχθη-, ο μετριοπαθής Παλαιστίνιος ηγέτης Μαχμούτ Αμπάς- εκπρόσωπος της αδύνατης πλευράς στις συνομιλίες- αποχώρησε από τις συνομιλίες με τους Ισραηλινούς για επίλυση του Παλαιστινιακού.
Δηλώνει δε σε όλους τόνους χωρίς να φοβάται προφανώς «τι θα πουν οι ξένοι» ή ότι δεν θα τον καταλάβουν από τη «διεθνή κοινότητα» πως η συνέχιση του ισραηλινού εποικισμού καθιστά τις συνομιλίες «χάσιμο χρόνου».


Ο δικός μας διαπραγματευτής αποδεικνύεται πολύ πιο επίμονος και υπομονετικός από τον κ. Αμπάς. Διαβεβαιώνει ότι θα παραμείνει εκεί βρέξει-χιονίσει. Ποιος ξέρει γιατί; Ισως η επιθυμία του για επίλυση του προβλήματος να είναι πιο ισχυρή από την αντίστοιχη-για επίλυση του Παλαιστινιακού- του κ. Αμπάς .

Ισως πάλι στον κ. Αμπάς να μην έχει βρεθεί κανείς να υποσχεθεί πως θα τον προτείνει για το Νόμπελ Ειρήνης, παρότι τυχόν επίλυση αυτού του πολύ πιο σύνθετου και σημαντικού διεθνώς από το Κυπριακό, προβλήματος, αυτονόητα πρέπει να συνεπάγεται την απονομή ενός τέτοιου βραβείου, κάτοχος του οποίου είναι και ο Χένρι Κίσινγκερ.

Την ώρα λοιπόν που ο Παλαιστίνιος διαπραγματευτής αποχωρεί από τις συνομιλίες εξαιτίας των τετελεσμένων που δημιουργεί επί του εδάφους της Δυτικής Οχθης, το Ισραήλ, εμείς ως επίσημη ε/κ πλευρά δεν βρίσκουμε ένα λόγο όχι απλώς για να αποχωρήσουμε, αλλά ούτε καν για να διαμαρτυρηθούμε και να υποδείξουμε πως με την παρούσα τουρκική στάση δεν είναι δυνατό να συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις .

Φοβούμαστε μην μας ακούσουν οι ξένοι και μας παρεξηγήσουν, παρόλο που στην εξουσία βρίσκεται όχι κάποια δεξιά κυβέρνηση υποταγμένη στα δυτικά συμφέροντα, αλλά το λαϊκό κίνημα, η αριστερά και ο πρώτος αριστερός Πρόεδρος, όπως ακούμε συχνά. Ολοι αυτοί προτιμούν να αποδοκιμάζουν φραστικά τη νέα τάξη πραγμάτων για το ρόλο της σε όλα τα διεθνή προβλήματα, πλην…του Κυπριακού!

Διότι στο Κυπριακό, ούτε ο εκπρόσωπος της νέας τάξης κ. Ντάουνερ τους ενοχλεί, αντίθετα, παρά τα βάναυσα ανομήματα του τα οποία διέρρευσαν μεγαλοπρεπώς στον Τύπο εν είδη απορρήτων εγγράφων, τον έχουν από κοντά, τον καλοκρατούν και μαζί βαδίζουν προς την εκτρωματική διζωνική, εκπεριτροπική, υπό κηδεμονία, κρυφίως ανανική, ομόσπονδη Κύπρο (στην οποία τα θύματα θα αποζημιώνουν τον εαυτό τους) , ούτε η στάση των Αμερικανοβρετανών τους εξοργίζει οι οποίοι παρά τις γενναίες προσφορές μας, επιμένουν να μας καλούν σε νέα «θαρραλέα βήματα» (βλέπε πρόσφατο μήνυμα Χ.Κλίντον στο συνέδριο των αποδήμων) . Ούτε φυσικά ο συνεχιζόμενος σφετερισμός των ε/κ περιουσιών θεωρείται από την επίσημη ηγεσία μας αιτία διακοπής των διαπραγματεύσεων, μεσούσης μάλιστα της συζήτησης του περιουσιακού, ούτε η πραγματικά πρωτότυπη πρόταση Ερογλου-Τουρκίας, όπως το μεγαλύτερο ποσοστών αποζημιώσεων που θα δοθούν για την απώλεια περιουσίας των Ε/κ να καταβληθεί από την κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή τους ίδιους τους Ε/κ, ούτε ακόμα η εκπληκτική δήλωση του κατοχικού ηγέτη ότι δεν υπάρχουν πρόσφυγες!

Εκεί πάνω στο προεδρικό φαίνεται ότι υπάρχει μια μηχανή που λειτουργεί σε ψηλές και κεκτημένες ταχύτητες, μια μηχανή που όλα τα αλέθει και τα χωνεύει, βρισκόμενη υπό την καθοδήγηση μιας τελευταίου τύπου τεχνολογίας.

Επιμένουμε λοιπόν να συζητούμε τη «λύση» με μια Τουρκία που στρατηγικά, τακτικά, έκδηλα και αποκλειστικά αυτό που επιδιώκει είναι την άνευ όρων υποταγή μας στους σχεδιασμούς της και τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής μέσω της δημιουργίας ενός κρατικού υβριδίου, το οποίο θα έχει κάτω από τον πλήρη έλεγχο της.

Ισως όμως να γνωρίζουμε κάτι περισσότερο από τον Μαχμούτ Αμπάς. Ισως να πιστεύουμε πως όσες περισσότερες φορές πάρουμε φόρα και χτυπήσουμε το κεφάλι μας στον τοίχο, είναι πιο πιθανόν κάποτε να σπάσει ο τοίχος και όχι το κεφάλι μας.

Ισως πάλι, να είναι αυτό που αναφέραμε στην αρχή, ότι δηλαδή κανείς δεν έχει χαϊδέψει τ’ αφτιά του συμπαθή Αμπάς με το ενδεχόμενο κάποιου διεθνούς βραβείου. Ας σπεύσει λοιπόν να το πράξει, πριν αρχίσει να ανησυχεί «η διεθνής κοινότητα.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Αρχιτελώνηδες και Φαρισαίοι ή πατώντας ένα λάθος κουμπί

Εξαγγέλλοντας τη δίκαιη κοινωνία, ο τότε υποψήφιος και νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας ποτέ ίσως δεν θα φανταζόταν ότι στην πλήρωση υψηλής κλίμακας θέσεων στη δημόσια υπηρεσία (πχ θέση διευθυντή Τελωνείων ή Αρχιτελώνη στην καθομηλουμένη) καθοριστικό θα διαδραμάτιζαν οι εισηγήσεις του κ. Πιττάτζιη.

Εξάλλου δεν πέρασε καιρός όταν σ’ εκείνη την πολύωρη διάσκεψη Τύπου για την εσωτερική διακυβέρνηση, είχε κλείσει τις αναφορές του στο θέμα της αξιοκρατίας επαναλαμβάνοντας εμφαντικά ότι ''στόχος μας και όραμα μας είναι να οικοδομήσουμε μια πιο δίκαια κοινωνία''. Το επανέλαβε προφητικά ίσως επειδή φοβόταν ότι κάποιοι θα το ξεχάσουν ; Ποιος ξέρει…

Οι αναφορές του Προέδρου στο θέμα της δίκαιης κοινωνίας και της αξιοκρατίας είναι πάντως συνεχείς. Στην κοπή της βασιλόπιττας του ΑΚΕΛ είχε πάλι υπερτονίσει. «Θα επιβληθεί αξιοκρατία (…… )Εμείς θα είμαστε αξιοκράτες, γιατί σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας, παρόλο που είμαστε κατατρεγμένοι, δεν είμαστε οι άνθρωποι της εκδίκησης. Δεν μας ενδιαφέρει η ταυτότητα των ανθρώπων, μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος και η δικαιοσύνη που σχετίζεται με τον άνθρωπο».

Διερωτάται λοιπόν κανείς. Δεν άκουσε ο κ. Πιττάτζιης ποια είναι η πολιτική του Προέδρου; - και του ΑΚΕΛ φυσικά αφού το κόμμα υποστηρίζει τον Πρόεδρο σε όλα τα επίπεδα. Δεν έλαβε υπόψη ότι «δεν μας ενδιαφέρει η ταυτότητα των ανθρώπων;». Κι ας υποθέσουμε ότι ο κ. Πιττάτζιης δεν βλέπει τηλεόραση, δεν διαβάζει εφημερίδες, δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική επικαιρότητα, δεν ξέρει το νόμο περί ρουσφετιού, δεν τον ενδιαφέρει η αξιοκρατία, (τελικά μήπως η πιθανή αυτή αγνωσία είναι και προσόν για να έχει κανείς καθοριστικούς ρόλους;) και ως αποτέλεσμα εισηγήθηκε να προαχθεί η τάδε στη θέση του Αρχιτελώνη επειδή είναι σύζυγος του τάδε κι όταν αφυπηρετήσει να «βάλουμε τον δικό μας».

Η ιδιαιτέρα του ΓΓ του ΑΚΕΛ δεν ήξερε ότι αυτά τα πράγματα συγκρούονται κατάφωρα με τις θέσεις του Προέδρου και του κόμματος; Δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα κατάπτυστα emails δεν έπρεπε να είχαν προωθηθεί στο mailbox του ΓΓ παρά μόνο στα δικά μας, των δημοσιογράφων, για να τα περιλάβουμε όπως ακριβώς τους αξίζει και εν τέλει έγινε; Αλλά και ο ίδιος ο ΓΓ, δεν έπρεπε να είχε δώσει ρητές εντολές στην ιδιαιτέρα του «κανένα email από οποιονδήποτε κ. Πιττάτζιη, εμείς θα είμαστε αξιοκράτες, γιατί σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας, παρόλο που είμαστε κατατρεγμένοι, δεν είμαστε οι άνθρωποι της εκδίκησης. Δεν μας ενδιαφέρει η ταυτότητα των ανθρώπων, μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος και η δικαιοσύνη που σχετίζεται με τον άνθρωπο». Αν είχε δώσει τέτοιες εντολές και αγνοήθηκαν, απολογούμαι εκ των προτέρων.

Ας δώσουμε όμως ακόμη ένα ελαφρυντικό, ας υποθέσουμε ότι διέλαθαν της μνήμης οι επί του θέματος της αξιοκρατίας αναφορές στο προεκλογικό πρόγραμμα του κ. Χριστόφια ότι «θα υπάρξει επέκταση και εμβάθυνση της αξιοκρατίας, με θεσμικό τρόπο στις αδιάβλητες διαδικασίες για τις προσλήψεις, προαγωγές και μεταθέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα». Εχουν εξάλλου περάσει δύο χρόνια και βάλε.

Δεν παρακολούθησαν ούτε τη δεύτερη διάσκεψη Τύπου του Προέδρου για την εσωτερική διακυβέρνηση; Δεν τον άκουσαν πάλι να διαβεβαιώνει ότι «προσπαθούμε όσο γίνεται να είμαστε αξιοκράτες. Εχουν παράπονο και οι ΑΚΕΛικοί βεβαίως. Διότι θεωρούν ορισμένοι ότι τόσα χρόνια είμαστε στη γωνιά, τώρα έχουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τι γίνεται; Εμείς λέμε εκείνος που αξίζει να ωφεληθεί και να κερδίσει όταν διαγωνίζεται»!

Πώς είναι δυνατόν ο πρώτος άρχοντας του τόπου να διατυπώνει τόσο ξεκάθαρες θέσεις ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να κρίνονται από την ταυτότητα τους, ότι παρά τα παράπονα των Ακελικών θα ωφεληθεί εκείνος που αξίζει, και στο κόμμα του ιδίου του Προέδρου, στα γραφεία του ιδίου του ΓΓ του ΑΚΕΛ, να πηγαινοέρχονται emails με περιεχόμενο του τύπου «να βάλουμε πρώτα εκείνη που είναι γυναίκα του τάδε και να το πούμε και του άλλου για να νιώθει υποχρεωμένος στον Πρόεδρο και το ΑΚΕΛ και μετά να βάλουμε τον δικό μας;».

Αυτό κι αν είναι υπόσκαψη του Προέδρου, όπως θα έλεγε και ο κ. Αντρος Κυπριανού!