OTHER POEMS IN FRENCH

        
POÈMES
George Christodoulides








Traduction Marianne Catzaras

1. Το απραγματοποίητο

Πόση βροχή δεν έπεσε
από τους δισταγμούς των σύννεφων
μαύρος ήταν ο ουρανός
κοιλοπονούσε
νερό πολύ να βρέξει ήθελε
δεν έβρεξε.
Αόρατος τοίχος ο δισταγμός
όσο τον ανεβαίνεις
τόσο πιο πολύ ψηλώνει
πάνω του σπάνε
κύματα ψηλά
έρωτα έγκλειστου
στο ανομολόγητο
εξίσου επιδέξια αποτρέπει
ζωές στεγνές να βρέξουν
που τρεκλίζουν
στη μεθόριο
της στεριάς με τη θάλασσα.
Τι γίνονται όλα αυτά
που δεν έγιναν;
με ρώτησες.
Σε ονειροφράγματα υποθέτω αποθηκεύονται
και από εκεί διοχετεύονται
σε μέλλον διψασμένο
με παραπόταμους που εκτείνονται
και χάνονται πέρα από τους χάρτες
σταγόνα-σταγόνα να ποτίζουν
το απραγματοποίητο.


1. L'irréalisable

Toute cette pluie qui n'est pas tombée
de l'hésitation des nuages
le ciel était noir
en mal d'enfant
voulant pleuvoir beaucoup d'eau
ne pleuvant pas.
L'hésitation mur invisible
plus tu montes
plus elle est haute
sur elle se brisent
de hautes vagues
d'amour prisonnier
de l'inavoué
tout aussi habilement elle dissuade
des vies desséchées de pleuvoir
qui titubent
aux confins
de la terre et de la mer.
Que devient tout
ce qui n'est pas devenu ?
m'as-tu demandé.
Je suppose que tout s'amasse dans les barrages
du rêve d'où cela s'écoule
dans un futur assoiffé
dont les affluents s'étendent
et se perdent au-delà des cartes
pour arroser goutte à goutte
l'irréalisable.


2. Μικρό παιδί βαθιά στο μέλλον

Αλλοτε με κρατούσες σφικτά
στα δυο σου μπράτσα
μη βυθιστώ στη θάλασσα
μην παραπατήσω στα σκαλιά
(και κάτω ήταν τα σκυλιά)
μην κουραστώ πολύ
τυφλή περπατώντας όταν γινότανε σκοτάδι
μόνο από τον ορμητικό καιρό
που με παρέσυρε
και με ξέβρασε πολύ βαθιά στο μέλλον
και που εγώ δεν έχω μεγαλώσει
δεν με προστάτευσες
και τώρα
που όσο ποτέ τα μπράτσα σου χρειάζομαι
για να πιαστώ λίγο, ν’ ακουμπήσω
εσύ ισχνό κλαδί
δέντρου αιωνόβιου
σ’ επουράνιο δάσος
αποφάσισες να γίνεις.
Πότε τόσο ψηλά να φυτρώσεις πρόλαβες;
Βάζοντας τόσα χρόνια
σε μια μέρα που την ονομάζω χθες
δική σου τρυφερή γραμμή χαδιού
στο μέτωπο ανιχνεύω
την ώρα που αχλάδι
σε πιατάκι εμφανίζεται
ψιλοκομμένο
μην φράξει το μικρό λαιμό
κι έχουμε πάλι        
πρόσκαιρης ασφυξίας
πανικό
και αναποδογυρίσματα.

2. Petit enfant au fond de l’avenir

Tu me tenais serré autrefois
entre tes bras
que je ne m'enfonce pas dans la mer
ne trébuche pas dans l'escalier
(les chiens étaient en dessous)
que je ne me fatigue pas trop
tu marchais dans la nuit en aveugle
il n'y a que le temps violent
qui m'a emporté
puis laissé tout au fond de l'avenir
et empêché de grandir
dont tu ne m'aies pas protégé
et maintenant
que j'ai plus que jamais besoin
de tes bras pour m'appuyer un peu
toi c'est la branche maigre
d'un arbre séculaire
au bois céleste
que tu as voulu devenir.
Quand as-tu réussi à pousser si haut ?
Enfermant tant d'années
dans une journée que j'appelle hier
je cherche sur mon front
la ligne tendre de ta caresse
au moment où une poire
apparaît dans l'assiette
coupée fin
pour ne pas se coincer
dans la petite gorge
et reproduire la panique
de l'asphyxie provisoire
et la tête en bas.

3. Κάποτε ήμουν ποταμός

Το τραγούδι μας, ψιθύρισες
το θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι τίποτα πια
εδώ και πολύ καιρό
έχω λιμνάσει
με γέννησε ένας καταρράκτης
που τρέχει χωρίς μνήμη αδιάκοπα
που τρέχει πολύ νερό αδιάκοπα
δεν σταματά
αποκομμένος από την πηγή του
ενσωμάτωσε όλο το μήκος της αποδημίας του
και το πλάτος της έλλειψης του
βάθος μου ζητάς
αλλά σε λίγο  ρηχό ρυάκι θ’ απομείνω
και μετά θα ξεραθώ
σε μακρύ  αποτύπωμα
μόνο να κελαρύζω μπορώ
την επικείμενη αφυδάτωση μου

3. Jadis j’étais un fleuve

Notre chanson, chuchotais-tu
tu t'en souviens ?
Je ne me souviens de rien
depuis longtemps je suis
une eau dormante
né d'une cascade
qui coule sans mémoire sans cesse
qui coule sans cesse en abondance
et n'arrête pas
coupée de sa source
elle a incorporé toute la longueur de mon voyage
et la largeur de ce qui lui manque
tu cherches ma profondeur mais bientôt
je ne serai plus qu'un ruisseau peu profond
puis plus rien
qu'une longue trace desséchée
je ne peux que murmurer
la déshydratation toute proche.

4. Δότης οργάνων
 Δέρμα ανθεκτικό σε καύσωνες
με απορροφημένα τα εγκαύματα του
για περιπτώσεις βαριές
σε όσους έλιωσαν
μέσα σε βραδυφλεγείς ήλιους
προσωπικής μόνο χρήσης.
Πνεύμονες που νόμιζαν
ότι ήταν βράγχια
αφού συνήθως
ρουφούσαν θάλασσα.
Ηπαρ έμπειρο
σε καταχρηστικές οινοποσίες
στίχων με υψηλή περιεκτικότητα αλκοόλης.
Καρδιά σε άριστη κατάσταση
επαρκούς χωρητικότητας
και με διαφορά ώρας
στα ημισφαίρια της
να μην συναντούν
οι νυν
τους πρώην.

4. Donneur d’organes

Peau résistante aux canicules
ses brûlures absorbées
pour les cas graves
de ceux qui ont fondu
dans des soleils à combustion lente
à usage personnel seulement.
Poumons qui se prenaient
pour des branchies
puisque d'habitude
ils pompaient la mer.
Foie aguerri
aux beuveries excessives
de vers à forte teneur en alcool.
Cœur en parfait état
à contenance très suffisante
avec différence d'heure
entre ses deux parties
de peur que ceux d'aujourd'hui
ne rencontrent
ceux d'hier.

5. Παριζιάνικη οφθαλμαπάτη


Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περιέργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.



5-Mirage parisien

Nous nous dirigeons vers Notre Dame de Paris
Les habits rouge et or des  lanciers.
Les excréments des chevaux sur le pavé
Des petits couples qui s’embrassent
La Seine une évidence lasse
Des touristes à la recherche de la bonne adresse
Des souvenirs et d’étranges queues de gens étranges
Dans quelques instants les cloches sonneront
Et selon le programme
Quasimodo se jettera dans le vide
Sous une nuée d’applaudissements.




 6. Oι θήκες των βιολιών

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.

Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.

Oι βιολιστές θα’ πρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.


6-LES ETUIS DES VIOLONS

Les instruments de musique sont pour nous un besoin
Pour écouter quelque chose de différent
En dehors de notre voix stupide
Mais dans les sons du violon
Tu comprends le sens du silence
Et de la mort.
Les violonistes devraient  être des nains
Pour qu’à leur mort on les enterre
Dans les étuis de leur violons.


7. Mύθος 2

Έκλεισε τα μάτια και σφύριξε
από μια παρόρμηση που γεννήθηκε
μέσα στον κόρφο της απόλυτης σιωπής.
Ήτανε άνοιξη,
τριγύρω το δάσος μύριζε φρέσκια πρασινάδα -
καταυλισμός και καταφύγιο.

Όπου κι αν άπλωνε τα χέρια του
άγγιζε μια ζωή έξω απ’ τη δική του.

Tότε αυτή κατέβηκε απ’ το φεγγάρι
κι ακολουθώντας τη μακρινή γραμμή του σφυρίγματος
αποκοιμήθηκε στα χείλη του.


7-Mythe 2

Il a fermé les yeux et a sifflé
À partir d’une impulsion dont il est né
A la cime du silence total.
C’était le printemps,
Tout autour la forêt embaumait
L’herbe fraîche
Bivouac et abri

Là où il tendait les mains
Il touchait une vie hors de la sienne
C’est alors qu’elle est descendue de la lune
Et en suivant la ligne lointaine du sifflement
Elle s’endormit sur ses lèvres.



8.Είδη πρώτης ανάγκης

Πήρα δυό κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τσέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Εφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα 



8-Choses de première nécessité

J’ai pris deux morceaux de papier
D’un côté les courses de l’autre le poème
Je les ai mis dans la même poche
Du pantalon magique
Ils se sont entremêlés
Les mots ont changé de place
Le fromage a fondu si près du soleil
Et les œufs se sont cassés en tombant
Des pontons des vers
Le vin rouge s’est répandu
Sur les mille orifices qui n’avaient pas encore ouvert
Finalement je suis arrivé dans l’hypermarché
J’ai acheté des ombres au rabais
Et un amour resté invendu sur les étagères
Un ouvre boite spécial pour les conserves de mémoire
Qui proposent des souvenirs avec date de péremption.
Le seul quiproquo
A eu lieu avec le lapin
Dans le poème il était écrit
Totalement affolé
Mais moi je l’ai trouvé égorgé.

9. Με αφορμή χαλάζι

Εκείνο το απόγευμα
έριξε θυμάμαι
πολύ χαλάζι
σε πήρα τηλέφωνο
για να σου πω
ότι δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα
η μπουγάδα είναι μέσα;
Με ρώτησες,
ναι είναι μέσα
όμως εμείς
για μια στιγμή
μου φάνηκε
ότι ήμασταν έξω στην αυλή
αγκαλιασμένοι
και χορεύαμε.

9-DE GRÊLE

Cette après-midi- là
Je me souviens il est tombé
Beaucoup de grêle
Je t’ai appelée
Pour te dire
Que je n’ai jamais vu
Pareille chose,
Tu as rentré le linge ?
M’as-tu demandé
Oui il est à l’intérieur
Mais nous
Pour un instant
Il m’a semblé
Que nous étions dehors dans la cour
Enlacés
Et que nous dansions.

10. Η ερωμένη του παπά

Οταν πέθανε ο δύστροπος παπάς
 αγωνιστής της ΕΟΚΑ* πρώην
κακόθυμος με τα χρόνια
και ακριβός στις κηδείες και τα βαφτίσια-
την παράλυτη παπαδιά
την κουβαλούσαν για μέρες
στα χέρια δύο λιγνές Φιλιππινέζες.
Σύντομα την έθαψαν κι αυτή
στον ίδιο τάφο
ίσως μαζί με τις Φιλιππινέζες.
Τώρα τα αυτοκίνητα σταθμεύουν ελεύθερα
μπροστά στο έρημο σπίτι
λίγο ακόμη να τα βάλουν να κάθονται
μέσα στον κήπο οι παλιάνθρωποι.
Όμως μια άγνωστη γυναίκα τους εμποδίζει
διαβάζει το όνομα της
και σηκώνεται
από κρυφό ημερολόγιο
φροντίζει με επιμέλεια τα πράγματα
ανάβει τα κλιματιστικά να μην μαγκώσουν
σκουπίζει, σφουγγαρίζει,
ξεσκονίζει τις τριανταφυλλιές
μαζεύει τα ξεραμένα φύλλα
ανοίγει αυλάκια, κλαδεύει
ύστερα προχωρά
και χάνεται μέσα στο χώμα.

*ΕΟΚΑ. Οργάνωση που αγωνίστηκε την περίοδο 1955-1959 κατά των Αγγλων αποικιοκρατών.


10-L’AMOUREUSE DU POPE

Quand le pope au sale caractère est mort
Ancien Combattant à l’EOKA
Bougon au fil du temps
Et surtout pendant les enterrements et les baptêmes-
La femme du pope paralysée
Etait pendant des jours transbahutée
Par deux Philippines.
Désormais les véhicules stationnent librement
Devant la maison déserte
Si ça continue ils les rentreront dans la cour
Ces sales types
Mais une femme inconnue  les en empêche
Elle lit son nom.
Et elle se lève
A partir d’un vieux calendrier
Elle prend soin des choses avec conscience
Elle allume les climatiseurs pour qu’ils ne rouillent pas
Elle balaie, passe un chiffon
Epoussète les rosiers
Ramasse les feuilles mortes
Trace des sillons, taille
Puis avance
Et se perd dans la terre.

EOKA :Organisation qui a combattu entre 1955 et 1959 contre les colons anglais

11. Δάσος στην αυλή

Επιμένει στα ίδια φυτά.
Τα ποτίζει, τα λιπαίνει
τα χαϊδεύει
δεν τα κλαδεύει ποτέ
είναι σαν να τους κόβω τα χέρια, ομολογεί.
Θα γίνουμε δάσος,
του λένε πειραχτικά
κι εκείνος γελά.
Έχω ένα παραμύθι
μέσα να σας βάλω,
δεν θα μεγαλώσετε ποτέ
τους απαντά.


11-Forêt dans la cour

Il insiste sur les mêmes plantes
Il les arrose, les lubrifie
Les caresses
Il ne les taille jamais
C’est comme si je leur amputais les bras, avoue-t-il
On deviendra une forêt
Lui disent-ils pour le taquiner
Et lui il rit.
J’ai une histoire  à mettre en vous
Vous ne grandirez jamais,
Leur répond-il.



12. Λήθη

Βαθύ πολύ βαθύ
αυτό που δεν γεμίζει
η απουσία σου.
Κάνω να το καλύψω
με πρόχειρο επίδεσμο,
της λήθης
αλλά επιμένει να ζητά μόνο εσένα
εξαναγκάζοντας το άυλο
για ύλη να σφαδάζει
και να κλαίει.
Πώς γίνεται εκείνο που δεν υπάρχει
να ξέρει τι του λείπει;
Ποιος επιλήσμων ορίζει 
τις προδιαγραφές της λησμοσύνης
όσων οριστικά θα εκλείψουν
πέραν και πάνω
απ’ ότι οι μέρες μας
τους δόθηκε ν’ αντέχουν;
Πολυτεχνίτης άγνωστος
με ακρίβεια  φροντίζει
η έλλειψη τους
βαριά να πέφτει
Σαν να υπήρχαν.



12- Oubli

Profond très profond
Ce qui ne remplit pas
Ton absence
J’essaye de le couvrir
Avec un bandage de fortune
De l’oubli
Mais il insiste pour ne demander que toi
Astreignant l’immatériel
Pour une matière qui se tortille
Et qui pleure
Comment se fait-il que ce qui n’existe pas
Sache ce qui lui manque
Qui ordonne
Les préambules de l’oubli
De ceux qui vont éclipser
Au-delà et au dessus
Ce  que nos jours
Nous ont donné à supporter
Polytechnicien inconnu
Qui s’essaye vraiment
A leur manque
Qui tombe lourdement
Comme s’ils existaient



13. Σε τόμους

Οπως οι εκλιπόντες
τοποθετούνται ευλαβικά στα φέρετρα
τα φέρετρα
στους θαλάμους των νεκροτομείων
όπως οι φωτογραφίες των εξαφανισθέντων
σε  αστυνομικούς σταθμούς αναρτούνται
όπως οι σκελετοί
των προϊστορικών ζώων
στα μουσεία μεταφέρονται
έτσι και τα ποιήματα        
σε τόμους καταλήγουν.

13. Volumes

Tels que les disparus
Sont  placés solennellement dans les cercueils
Les cercueils
Dans les couloirs des morgues
Pareils aux photos des disparus
Accrochés dans les postes de police
Comme les squelettes
Des animaux préhistoriques
Qui sont transportés dans les musées
Pareils aux poèmes
Qui finissent en volumes.

14. Ο σκύλος και ο άνθρωπος

Ηταν ένας άνθρωπος
είχε ένα σκύλο 
τον φώναζε γύφτο
όταν τον βρήκε πεταμένο μέσα στα χωράφια
τα πισινά του πόδια ήταν κομμένα.
Κάθε απόγευμα
του φοράει δύο τροχούς
και τον βγάζει  βόλτα στη γειτονία
Ο γύφτος κάνει σαν τρελός απ’ τη χαρά του
τα κομμένα του πόδια
δεν υπάρχουν πια.

14-L’homme et le chien

Il était un homme
Qui avait un chien
Qu’il nommait bohémien
Quand il l’eut trouvé au milieu des champs
Ses pattes arrière étaient coupées
Chaque après-midi
Il lui ajuste deux roues
Et il le sort promener dans le quartier
Le bohémien est fou de joie
Ses pattes coupées
N’existent plus.

 15. Ο τάφος

Αυτός που σκότωσες
πέρασε μέσα σου
φώλιασε τρομαγμένος σαν αηδόνι
στο ταβάνι του πίσω μπαλκονιού σου
περιφραγμένη θέα επιλέγει
και δεν μιλάει.
Φοβάσαι την μετέωρή του σιωπή
το βουβό του κατηγορώ
που ως ουρλιαχτό διασκορπίστηκε στα κύτταρά σου.
Μέσα σου ζει ο σκοτωμένος
ασάλευτος σαν νεκρός
δεν σου ζητά τον λόγο
μόνο χορτάρια και βρύα σε γεμίζει
με μύρα μυρωδικά σε ραίνει
ηχούν τρισάγια στ’ αφτιά σου
γίνεσαι ο τάφος του.

15-Le tombeau

Celui que tu as tué
Est entré en toi
Il a fait son nid
Affolé comme une hirondelle
Sur le toit de  ton arrière balcon
Il a choisi un paysage fermé
Et il ne parle pas.
Tu as peur de son silence
Le mutisme du j’accuse
Hurlement qui s’est répandu dans tes cellules
Dans toi vit celui que tu as tué
Comme tout mort
Il ne te demande pas la parole
Il te remplit seulement d’herbes et de mousse
Il t’encense de parfums de myrrhe
Des prières bruissent dans tes oreilles
Tu deviens son tombeau.


16. Οι περισσότεροι είναι σαν κι εσένα

Διαβάζοντας και μαθαίνοντας διάφορα
καταλαβαίνεις πως όσα έχεις γράψει
τα περισσότερα
όσα θα γράψεις και θα πεις στο μέλλον
έχουν ήδη ειπωθεί.
Τότε είναι που πρέπει να σωπάσεις
και να αποσυρθείς από τους στίχους
σαν ένας άνθρωπος που έπαιξε και έχασε
που προσπάθησε αλλά δεν ήταν αρκετό.
Όμως μην είσαι σκληρός με τον εαυτό σου
δεν φταις εσύ
ο σκοπός σου δεν ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής σου
τα όνειρά σου δεν ήταν αρκετά δυνατά για να σε οδηγήσουν
ως εκεί που ήθελες.
Μη ρίχνεις ευθύνη στον εαυτό σου
οι περισσότεροι είναι σαν κι εσένα.


16- la plupart des gens sont comme toi

En lisant et en apprenant des choses diverses
Tu comprends que les choses que tu as écrites
La plupart des choses
Que tu vas écrire ou dire dans l’avenir
Ont déjà été soumises
C’est alors que tu dois te taire
Et t’éloigner des vers
Comme un homme qui a joué et perdu
Qui a essayé mais ce n’était pas suffisant.
Mais ne soit pas difficile avec toi-même
Ce n’est pas de ta faute
Ton objectif n’était pas le seul objectif de ta vie
Tes rêves n’étaient pas assez forts pour qu’ils te conduisent
Là où tu voulais
Ne jette pas la faute sur toi
La plupart des gens sont comme toi.




17. Πρωινή εικόνα

Το πρωί αποκαλύπτει στον καμβά της μέρας
μιαν εικόνα με παγωμένους μετανάστες.
Στέκονται στη στάση
περιμένοντας το φανταστικό λεωφορείο
θέλουν να τους πάει πέραν από προκαθορισμένα δρομολόγια
θέλουν να τους πάει σε γη προγονική
μακριά από εργοδότες με βρόμικα νύχια
χοντρές κυρίες που διατάζουν
γέρους που λιώνουν μόνοι
θέλουν να τους πάει
μακριά από την ετοιμόρροπη παράγκα
δίπλα στο απειλητικό ποτάμι
και τ’ άγρια χόρτα που κυκλώνουν τη χαλασμένη πόρτα
τους οξειδωμένους μεντεσέδες που τρίζουν
να μη φοβούνται πια τις νύχτες
θέλουν
να προλάβουν να ξαναδούν τη μάνα τους
να ξαναμυρίσουν πατρίδες.
Τα παιδιά μου θα βγουν σε λίγο στον δρόμο
τα παιδιά μου θα βγουν να παίξουν στον δρόμο.
Μονάχα αυτά θα δουν τους μετανάστες
να επιβιβάζονται.


17-Image matinale

Le matin trace le canevas de la journée
Une image avec des réfugiés frigorifiés
Ils sont debout à  la station
Dans l’attente de l’autobus imaginaire
Ils veulent qu’il les emmène loin des routes tracées
Ils veulent qu’il les emmène sur la terre des ancêtres
Loin des entrepreneurs aux ongles sales
Des grosses dames qui donnent des ordres
De vieillards qui fondent dans la solitude
Ils veulent qu’il les emmène
Loin du baraquement croulant
Près du fleuve menaçant
Et les herbes sauvages qui encerclent la porte branlante
Les gonds rouillés qui grincent
Ne plus avoir peur des nuits
Ils veulent
Avoir le temps de revoir leurs mères
Sentir de nouveau leurs terres.
Dans un instant mes enfants vont sortir dans la rue
Mes enfants vont sortir jouer dans la rue.
Ils seront seuls à voir les réfugiés
Embarquer.


18. Λιχουδιές σε κάδους απορριμμάτων

Διαλέγουν συνήθως τις λιχουδιές
με βάση το μνημονικό του ουρανίσκου τους
την εξωραϊσμένη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους
συνδυάζοντας πάθος για νέες γεύσεις με βουλιμία
καλούς τρόπους και αριστοκρατική φινέτσα
το ίδιο και το χαμίνι της γειτονιάς
λιποβαρής στα κιλά ενός παιδιού
δεν τον υπολογίζεις
περνά απαρατήρητος
όταν πεθάνει
μια σελίδα θα έχει σχιστεί
από παραμύθι που δεν διάβασε κανείς
με το ποδήλατό του περιφέρεται στις γειτονιές
γι’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο
οσμίζεται σαν λαγωνικό
αποκλειστικά το χρήσιμο
κοντοστέκεται
κοιτάζει αριστερά, δεξιά
και επιτίθεται
στους κάδους απορριμμάτων
διαλέγοντας πάντα τις λιχουδιές.


18- Agapes dans les bacs à ordures

Ils choisissent d’habitude les agapes
Avec pour mémoire leur palais
L’idée embellie qu’ils ont d’eux-mêmes
Ils assemblent avec pathos de  nouvelles saveurs avec boulimie
Avec les bonnes manières et une finesse aristocratique
Pareil avec le galopin du quartier
Qui n’a pas le poids légal pour un enfant
Tu ne le comptes pas
Il passe sans se faire remarquer
Quand il mourra
Une page sera déchirée
D’un conte que personne n’aura lu
Avec son vélo il fait des  tours d’un quartier à l’autre
Pour lui il n’y a rien d’humain
Il se lance comme un lévrier
Exclusivement à l’essentiel
Il s’arrête un moment
Il regarde à gauche puis à droite
Et il bondit
Dans les bacs à ordures
Choisissant toujours les agapes.



19. Το περίκλειστο σπίτι (Του Άρη και της Κυριακής)

Ένας άνθρωπος μπαίνει σ’ ένα σπίτι.
Εκεί ζουν δυο μικρά παιδιά.
Η γιαγιά τους τα φροντίζει μονάχη.
Η γιαγιά λέει είναι 63 χρονών
όμως στο πρόσωπό της
διαγράφονται σκιές ερειπίων
χαράζονται αυλακιές
που μέσα τους κύλησαν και στέγνωσαν
πολλά μαρτύρια
ίσως επειδή ο πατέρας της είχε σκοτώσει τη μητέρα της
ίσως επειδή μεγάλωσε σε στέγες ανηλίκων
ίσως επειδή είχε μια δύσκολη ζωή
ίσως επειδή δεν θέλει πια να θυμάται τίποτα
και χωρίς το βάρος της μνήμης μας
ελαφρότερους μας παρασέρνει
προς το τέλος ο χρόνος.
Ένας άνθρωπος μπαίνει σ’ ένα σπίτι
μετά από μια τυχαία αλληλουχία γεγονότων
εκεί ζουν δυο μικρά παιδιά
οι γονείς τους είναι το σπασμένο παράθυρο στο υπνοδωμάτιο
που τον χειμώνα μπάζει παγωμένο αέρα
οι γονείς τους είναι η παλιά τηλεόραση
που δείχνει μαυρόασπρα έργα τρόμου
η ξεχαρβαλωμένη πόρτα
οι ξεφτισμένοι τοίχοι.
Ένας άνθρωπος μπαίνει σ’ ένα σπίτι
μοιράζει γλυκά στα παιδιά,
σαν να ήταν δικά του

τηλεφωνά στις αρμόδιες υπηρεσίες για να κάνουν κάτι
μετά από έναν χρόνο
τηλεφωνά ξανά στις αρμόδιες υπηρεσίες για να κάνουν κάτι
θέλει να σβήσει τον πόνο
να μετριάσει
τον θρίαμβο του πένθους
όμως
δεν θα μάθει ποτέ τί έχουν τα παιδιά στις ψυχές τους
τον τρόπο που χτυπά η καρδιά τους
πώς είναι
τις κρύες νύχτες του πυρετού
δεν θα τ’ ακούσει να πνίγονται στον βήχα μέχρι το πρωί
διότι τα παιδιά δεν ανήκουν σε κανέναν πια
και τα παιδιά πρέπει σε κάποιον να ανήκουν—
κι αυτός δεν θα μπορέσει ποτέ
      να  φύγει από το σπίτι.


19-La maison cadenassée(de Aris et Kyriaki)

Un homme entre dans une maison.
Là vivent deux petits enfants.
Leur grand-mère prend soin d’eux seule.
La grand-mère dit qu’elle a 63 ans
Mais sur son visage s’inscrivent les ombres des ruines
Se creusent des sillons
A l’intérieur desquels ont glissé et séché
De nombreuses souffrances
Peut-être parce que son père avait tué sa mère
Peut-être parce qu’elle a grandi sous les toits d’adultes
Peut-être parce qu’elle avait une vie difficile
Peut être parce qu’elle ne veut plus se rappeler de rien
Et sans le poids de notre mémoire
Le temps nous trimballe
Vers la fin plus légers.
Un homme entre dans une maison
Apres une connexion d’évènements hasardeux
Là-bas vivent deux petits enfants
Leurs parents c’est la fenêtre brisée de leur chambre
Par où l’hiver entre de l’air glacée
Leurs parents c’est la vieille télé
Qui montre des films d’horreur en noir et blanc
La porte sortie de ses gonds
Les murs écaillés.
Un homme entre dans une maison
Distribue des gâteaux aux enfants,
Comme s’ils étaient les siens
Il appelle les autorités compétentes pour qu’elles fassent quelque chose
Un an plus tard
Il rappelle les autorités compétentes pour qu’elles fassent quelque chose
Il veut effacer la douleur
Tempérer
Le triomphe du deuil
Mais
Il ne saura jamais ce qu’ont les enfants dans leur for intérieur
La manière dont leur cœur bat
Comment sont
Les nuits froides de la fièvre
Il ne va pas les entendre s’étouffer dans la toux jusqu’au matin
Parce que les enfants n’appartiennent plus à personne
-Et les enfants doivent appartenir à quelqu’un-
Et lui il ne pourra jamais
S’en aller de la maison.



20. Νουθεσία

Σε σας που τα παιδιά σας
μεγάλωσαν μακριά σας
και η ζωή τους χωράει ολάκερη
σ’ ένα υπόστεγο της μνήμης σας
ή σ’ ένα φιλμ της φωτογραφικής σας μηχανής
σε σας που γεράσατε
μακριά από τα παιδιά σας
χωρίς να δείτε το χνούδι τους
να ξεδιπλώνεται σε τρίχα
το χρώμα του ματιού ν’ αλλάζει
σκιρτήματα να μπλέκονται
και μαγικά να μεταπλάθονται σε λέξεις και κινήσεις
χωρίς να τα μάθετε να σηκώνονται όταν πέφτουν
που τα παιδιά σας μεγάλωσαν
έξω από τα όρια των ημερών σας
φοβισμένα κάποτε μέσα στις δικές τους μέρες
που εσείς ποτέ δεν μείνατε ως το τέλος
και βλέποντάς τα μια φορά κάθε τόσο
αισθάνεστε ότι επιτελέσατε ένα χρέος
ένα θέλω να πω:
Να τα σκεφτείτε κάποτε
πιότερο απ’ ό,τι σκεφτήκατε ποτέ κάτι ή κανέναν
να βρείτε κάποτε
τη δύναμη που θα σας δώσει
η αναπόφευκτη παράδοση
στην ολική φθορά του είδους
για να ομολογήσετε
πόσο λαθέψατε περιμένοντας τα πράγματα

από μόνα τους ν ’αλλάξουν
και επιστρέφοντας σ’ έναν δρόμο
που είναι χαρτογραφημένος μόνο
μέσα στα δικά σας χρόνια
να τα αποχαιρετήσετε με πάθος
όπως ξεραμένο φύλλο
σε έσχατη απόπειρα ευωδίας
τεντώνει ξαφνικά τους νευρώνες του
πριν ανεμοσκορπιστεί
στα πέρατα του κόσμου.








20-REMONTRANCE

Vous dont les enfants
Ont grandi loin de vous
Et dont la vie se love entièrement
Dans un recoin de votre mémoire
Ou dans  un film de votre appareil photographique
A vous qui avez vieilli
Loin de vos enfants
Sans voir leur duvet
Se déplier en poil
La couleur de leur œil changer
Des tressaillements s’emmêler
Et par magie se transformer en paroles et gestes
Sans leur avoir appris à se relever quand ils tombent
Vous dont les enfants ont grandi
Hors des limites de vos jours
Apeurés  alors à l’intérieur de leurs propres jours
Où vous n’êtes jamais restés jusqu’au bout
Et en les voyant une fois de temps en temps
Vous sentez que vous avez accompli un dû
Un je voudrais dire :
Pensez-y une fois
Mieux que la fois ou vous vous êtes souvenu de quelque chose ou Quelqu’un
Vous trouverez alors
La force que va vous donner
L’inévitable tradition
Dans la destruction totale du genre
Pour finir par avouer
Combien vous vous êtes trompés en attendant les choses
Pour qu’elles changent d’elles-mêmes
Et de retour sur une route
Qui est seulement cartographiée
A l’intérieur de vos propres années
Saluez-les avec passion
Pareille à une feuille séchée
Dans une dernière tentative de parfum
Qui tend soudain ses nervures
Avant d’être jetée aux quatre vents
Jusqu’au bout du monde.




  21. Ανάκτορα Μεγάλου Πετρου

Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι τον κουτσό Αζέρο
να λογοφέρνει με τη γυναίκα του
και να εγκαταλείπει τα τρία παιδιά του
ανεβαίνοντας αλαφιασμένος τα σκαλιά
που κάποτε ανέβαιναν
ο Μεγάλος Πέτρος και οι αυλικοί του.
Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι το μικρότερο παιδί του Αζέρου
να γαντζώνεται από το σακατεμένο πόδι
του πατέρα του
να τον ικετεύει μάταια να μη φύγει
να κλαίει πάνω στα σκαλοπάτια.
Από τότε φαντάζομαι το μικρό αγόρι
να μεγαλώνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα
να απομακρύνεται από τ’ ανάκτορα
να γίνεται πατέρας που δεν φεύγει.
Μα το αγόρι δεν μεγάλωσε ποτέ
το αγόρι έμεινε για πάντα ασάλευτο
στα σκαλιά των Ανακτόρων
να περιμένει
τον πατέρα του να επιστρέψει
αυτά ακριβώς θυμάμαι
από τα ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου.


21-Les palais de Pierre le Grand

Du Palais de Pierre le Grand
Je me souviens d’ Azero le boiteux
Errant avec sa femme
Et abandonnant ses trois enfants
Grimpant essoufflé les escaliers
Que jadis grimpaient
Pierre le Grand et ses courtisans
Du Palais de Pierre le Grand
Je me souviens du plus petit enfant d’ Azero
Agrippé à la jambe malade de son père
Les yeux rivés sur lui
De peur qu’il s’en aille
Pleurant sur les escaliers
Depuis je me suis imaginé l’enfant
Grandir à une vitesse vertigineuse
S’éloignant du palais
Devenant un père qui ne s’en va pas
Mais l’enfant n’a jamais grandi
L’enfant est resté pour toujours inébranlable
Sur les marches des Palais
Attendre
Que son père revienne
C’est exactement ce dont je me souviens
Des Palais de Pierre le Grand.

22. Ο βλαστός

Δεν αρκεί ο βλαστός να είναι καλός
πρέπει να φυτευτεί σε χώμα γόνιμο
σε μέρος σωστό
όχι πολύ κοντά
ούτε πολύ μακριά
από ύπουλα αγριόχορτα
που φθονώντας θα τον πνίξουν
ή που απομονώνοντάς τον
θα τον στεγνώσει η μοναξιά του.
Έτσι και τη ζωή σου
μην την φυτέψεις όπου να ’ναι
δεν υπόκειται σε μεταφυτεύσεις
ψάξε καλά το έδαφος
τις πιθανές μελλοντικές αναπτύξεις
την πετροποίηση του φυσικού της περιβάλλοντος
κι αν δεν βρεις αυτό που ζητάς
γύρεψε λύση στο νερό.


22-Le jeune pousse

Il ne suffit pas que le jeune pousse soit bon
Il faut le planter dans une terre fertile
À un endroit approprié
Pas trop près
Ni trop loin
Des herbes sauvages sournoises
Qui en croissant risque de l’étouffer
Ou qui en l’isolant
Risque de se dessécher
De  solitude.
Ainsi de ta vie.
Ne la plante pas n’importe où
Elle ne peut être soumise à la transplantation
Cherche bien la terre
Les possibles développements futurs
La pétrification de son environnement naturel
Et si tu ne trouves pas ce que tu cherches
Cherche  la solution dans l’eau.



23. Για τις Κερύνειες *

Ποιοί είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.
Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;
Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσά της με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες

δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να γίνουν.

*Κερύνεια. Κατεχόμενη εδώ και 39 χρόνια, από τα τουρκικά στρατεύματα, πόλη, στο βόρειο μέρος της Κύπρου, 

23.  A propos des Kyrinias

Qui sont ceux qui disent
Que Kyrinia est perdue
Ce sont les gens sages 
Eux savent mieux que quiconque que ce qui se perd
Ne se rend pas
Que les erreurs des faibles
Se paient irrémédiablement
Et qu’avec le gain des puissants
Ils voient aujourd’hui ce qui ne peut pas se produire demain
Comment se serait-elle perdue puisqu’elle est encore là-bas
Parfois je l’entends dans un chant insensé marquant le retour
Ce que les sages n’aiment pas qu’on enseigne dans les écoles
Un jour je crois que je monterai dans le wagon
De ce train tout rouillé
Qui en sifflant avec hésitation se rapproche de moi
Pour que je puisse me trouver pour la première fois
Là où ses côtes se déploient
Pour voir si brille de la même manière la mer
pareilles aux mers que je connais
Oui elle se trouve là-bas
Placée sur la table des entremetteurs
Pour que soit définitivement valide sa perdition
Tu pourras bien sûr la visiter
Ses paysages demeureront les mêmes
Ses montagnes et leurs versants ne changeront pas
Le vent glacial qui les bat pendant l’hiver
Elle n’appartient à personne
Peut-être que les sages ont raison
Peut-être qu’ils disent des choses justes, allant avec l’époque
Peut-être que moi-même je les suivrai
Dans cette certitude qui leur est propre
Si je n’étais pas retenu
Par l’inexplicable persévérance
De voir de l’ombre
Jusqu’à ce que le corps finisse
Par cueillir de la poussière
Jusqu'à ce que la terre nous revienne
Et que tout se métamorphose
Alors que les sages
Assurent qu’il est impossible que cela ait  lieu.

Kyrinia : ville occupée depuis 39 ans, par les armées turques, au nord de Chypre



24.  Απελπισία

Όταν μιας ώρας κέρδη τους
ή το ετήσιο μέρισμα των μετοχών τους
ισούνται ή ξεπερνούν μαζί
όλους τους μισθούς της ζωής σου
και τα έξοδα κηδείας
όταν το χαρτζιλίκι των παιδιών τους
τα σπορ αμάξια που τους αγοράζουν
είναι όλα της ανεργίας τα επιδόματα
όλα τα συσσίτια στους μαθητές
που ο ένας μετά τον άλλο
λιποθυμούν από ασιτία
ή την ώρα που διαμοιράζεται το γάλα
κι αλείβεται το ψωμί με φτηνή μαρμελάδα
κρύβονται από ντροπή
στις τουαλέτες των σχολείων
να μη φανεί ότι δεν πήραν πρόγευμα
ότι δεν είχανε λεφτά για την καντίνα
διότι ο πατέρας τους κείτεται μήνες ανήμπορος
σε κιτρινισμένο στρώμα
ενώ η μητέρα τους καθαρίζει σκάλες
την ώρα που οριστικά φυλλοροεί
το απαλό της χάδι πάνω στο κρύο μάρμαρο
όταν με την αφθονία των εδεσμάτων
στις λαμπερές τους δεξιώσεις
ένεκα νηπενθούς γαμήλιας επετείου
(ή πένθιμης απώλειας προσφιλούς)
επιτυχών εμπορικών συναλλαγών
ή κολοσσιαίων συγχωνεύσεων

διασκεδάζοντας με αυλικούς της εξουσίας
κάνοντας γενναιόδωρες εισφορές
για τις προεκλογικές τους εκστρατείες
κρυφίως αλλά με στενοχώρια
για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο τόπος
θα μπορούσε να ταϊστεί
ένα κομμάτι αυτού του πεινασμένου πλήθους
που έρπει στιγματίζοντας ιστορικές πλατείες
την ευπρέπεια της ηθικής τους
κι αν τυχόν κάνει να σηκωθεί
θα καταρρεύσει πέφτοντας
σε προκατασκευασμένους ομαδικούς τάφους
όταν εγώ
χτυπημένος από επίμονη βρογχίτιδα
πολύ καπνό και αδιάκοπη ροή απελπισίας
τίποτα δεν μπορώ να κάνω για όλα αυτά
και μόνο να γράφω μπορώ
μόνο να γράφω
ποιήματα λαξεύοντάς τα σε τόξα
και στίχους τροχίζοντάς τους σε βέλη
για να σημαδεύω
χωρίς μάτια
χωρίς μάτια πια
τα απεχθή είδωλά τους
δίχως κάποια έστω
πιθανότητα επιτυχίας.


24- Désespoir

Quand une heure de leur gain
Ou le dividende annuel de leurs actions
Valent ou dépassent au total
Tous les salaires de ta vie
Et les dépenses pour les funérailles
Quand l’argent de poche de leurs enfants
Leurs voitures de sport qu’ils leur achètent
Représentent toutes les allocations de chômage
Tous les repas des étudiants
Qui l’un après l’autre de faim s’évanouissent
Ou au moment de la distribution du lait
Et que le pain est enduit de marmelade bon marché
Ils se cachent de honte
Dans les toilettes des écoles
Pour ne pas qu’on se rende compte
Qu’ils n’ont pas eu de déjeuner
Qu’ils n’avaient pas les sous pour la cantine
Parce que leur père croupit depuis des mois impuissant
Sur un lit jauni
Pendant que leur mère nettoie les escaliers
A l’heure où elle effleure une dernière fois
De sa caresse légère le marbre glacé
Quand avec la profusion de nourriture
Dans leurs réceptions lumineuses
Eu égard au deuil il y a cérémonie de mariage
Ou la perte tendrement endeuillée d’un être cher
Échanges commerciaux réussis
Ou fusions colossales
S’amusant avec des courtisans du pouvoir
Faisant des propositions généreuses
Pour leurs campagnes préélectorales
En cachette mais dans l’inquiétude
Pour l’état où se trouve le pays
On pourrait nourrir
Une partie de ce peuple d’affamés
Qui rampe en stigmatisant sur des places historiques
La bienséance de leur moralité
Et s’il fait mine de se lever
Il finira par tomber
Dans des tombeaux collectifs préfabriqués
Quand moi
Frappé par une bronchite qui dure
Beaucoup de fumée et d’écoulement ininterrompu de désespoir
Je ne peux rien faire pour cela
Je ne peux qu’écrire
Seulement écrire
Des poèmes sculptés en arcs
Et des vers aiguisés tels des flèches
Pour que je puisse viser
Sans yeux
Désormais sans yeux
Leurs répugnantes idoles
Sans même le moindre
Soupçon de réussite.

25. Η οφειλή

Θα υπάρχει πάντα μια οφειλή
σε αυτούς που δεν τα κατάφεραν
σε αυτούς που δεν ήταν τόσο ευαρμόστως δυνατοί
τόσο προσαρμοστικοί
όσο οι περισσότεροι
για να τα καταφέρουν
θα υπάρχει πάντα μια οφειλή
σε αυτούς που δεν πέρασαν
στην επόμενη μέρα
στην επόμενη βδομάδα
γιατί είχαν μπροστά τους
ένα βουνό
και λίγες αντοχές να τ’ ανεβούν
σε αυτούς που δεν είχαν καταστρώσει
ένα καλό σχέδιο διαφυγής
που δεν είδαν
τα παράθυρα πίσω απ’ τον τοίχο
το χλομό φως που ίσως να τους έδειχνε
έναν δρόμο
θα υπάρχει πάντα μια οφειλή
γιατί δεν έγινες το παράθυρο
γιατί δεν έγινες το φως
για κείνους.         

25- LA DETTE

Il y aura toujours une dette
Pour ceux qui n’ont pas réussi
Pour ceux qui n’étaient pas suffisamment forts
Pas suffisamment  malléables
Comme la plupart
Il y aura toujours une dette
Pour ceux qui ne sont pas passés
Au jour suivant
À la semaine suivante
Parce qu’ils avaient devant eux
Une montagne
Et quelques réticences
Pour les grimper
À ceux qui n’avaient pas établi
Un bon plan de fuite
Qui n’ont pas vu
Les fenêtres derrière le mur
La lumière pâle qui aurait pu leur montrer
Un chemin
Il y aura toujours une dette
Parce que tu n’es pas devenu la fenêtre
Parce que tu n’es pas devenu la lumière
Pour eux.






26. Tελική κρίση

Θέλω να σταματήσω να προδίδω την ποίηση.
Nα προσθέσω επιτέλους στις λέξεις
το αληθινό τους νόημα.
Nα μπορέσω να μεταφέρω τη σιωπή
που υπάρχει εντός μου σε όλο της το μεγαλείο
μπρος σε δυο απροκατάληπτα μάτια.
Nα γυμνωθώ και να κοιτάζω κι εγώ
με το εκ γενετής ηλίθιο βλέμμα μου.

Ύστερα να περιμένω ν’ ακούσω
το σύρσιμο της σαύρας από τα ερείπια,
ή το φτερούγισμα του περιστεριού
μ’ ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος



26- Crise finale

Je veux arrêter de trahir la poésie
Rajouter finalement aux mots
Leur sens véritable.
Pouvoir transposer le silence
Qui existe en moi dans toute sa splendeur
Devant deux yeux sans préjugés
Me dénuder et regarder à mon tour
Avec mon regard stupide inné

Puis attendre pour entendre
Le rampement du lézard à l’intérieur des ruines
Ou le bruissement des ailes de la colombe
Une branche d’olivier dans le bec


27. Καθώς έφευγε η Στοκχόλμη
Στον ποιητή Αλεξέι Πούριν

Καθώς έφευγε η Στοκχόλμη
κι ο ποιητής Αλεξέι,
που πωλούσε ρολόγια και άλλα τιμαλφή
στην Αγία Πετρούπολη
για να τα βγάλει πέρα,
που δεν μιλούσε άλλη γλώσσα
πέραν της δικής του,
μου έγραφε:
«Στον ακριβό μου φίλο,
τον φύλακα-άγγελό μου σε αυτή την πόλη»
επειδή του μετέφραζα ανούσιες ομιλίες
και τον κέρασα ένα ποτήρι κρασί
να πιούμε στην υγεία
της χαμένης Ρωσίας,
με κατέλαβε απροσδόκητο τρεμούλιασμα
αγωνία
αν η ευγενική χειρονομία
ενός ταπεινού ανθρώπου
θα μπορούσε στο μέλλον
να ανακληθεί ως ανάμνηση ανθεκτική
δηλαδή
ανάμνηση που δεν την διαλύουν
      τα χημικά της λήθης και του χρόνου.

 
27- Pendant que Stokholm défilait

au poète Alexei Pourine

Pendant que Stockholm défilait
Et que le poète Alexei
Vendait des montres et autres bijoux
À St. Petersbourg
Pour s’en sortir
Lui qui ne parlait de langue
Que la sienne
Il m’écrivait
« À mon cher ami
Mon ange gardien dans cette ville »
Parce que je lui traduisais des discours insipides
Et que je lui ai offert un verre de vin
Que nous avons bu à la santé
De la Russie perdue
Je fus saisi d’un tremblement inattendu
Une angoisse
Comme si le geste poli
D’un homme humble
Pouvait à l’avenir
Se  rappeler comme un souvenir qui résiste
C'est-à-dire
Un souvenir que ne peuvent diluer
Les chimies de l’oubli et du temps.

28. ΟΛάζαρος
Την επαύριον της ανάστασής του
αφότου εκραύγασεν ο Χριστός
Λάζαρε δερο ξω
και αυτός εξήλθε του τάφου, μέσα από τη σπηλιά
άναυδος αρχικά
μέχρι να αφυπνιστούν ξανά οι αισθήσεις του
μέχρι να ανακαλέσει πώς είναι οι ζωντανοί,
θυμήθηκε θολά μέσα απ’ τη ζάλη του
πως άκουσε τη Μάρθα να προλέγει
Κύριε, δη ζει· τεταρταος γάρ στι
και ντράπηκε φρικτά.
Πώς βγήκε μες στους ζωντανούς με την οσμή του τάφου;
Άρχισε τότε ν’ αναρωτιέται
άρχισε να ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά
αν ο Χριστός έπραξε το σωστό
αν έπρεπε να τον ξανατραβήξει προς το φως
αν έπρεπε να ξαναπερπατήσει δηλαδή
αν ήταν δίκαιο να ξαναπερπατήσει
ή αν ο Χριστός λαθεύτηκε απ’ την πολλή του αγάπη.
Κι έμεινε η σκέψη αυτή μαζί του,
ώσπου ξανάγινε νεκρός
δίχως ποτέ του να δοθούν τα χείλη του σε γέλιο.
28- LAZARE

Le  lendemain de sa résurrection
Alors que le Christ poussa un cri
Lazare sortit au dehors
Et lui sortit du tombeau, de l’intérieur de la grotte
Au début effaré
Jusqu'à ce qu’il retrouve ses sensations
Jusqu’à ce qu’il prenne conscience de comment sont les vivants
Il se souvint avec trouble au milieu de son vertige
Qu’il avait entendu Marthe prédire
Seigneur, c’est déjà  le quatrième jour
Et il eut une terrible honte
De la manière dont il est sorti au milieu des vivants du fond du tombeau
C’est alors qu’il commença à se demander
A soupeser les pour et les contre
Si le Christ avait agi avec justice
S’il devait le ressortir vers la lumière
S’il fallait donc qu’il remarche
S’il était juste qu’il remarche
Ou si le Christ s’était trompé par son trop grand amour
Et cette idée est restée en lui.
Jusqu'à ce qu’il meurt de nouveau
Sans que jamais ses lèvres ne connaissent le rire.
29. Εσύ ως ανάμνηση των άλλων

Μορφή συνιδιοκτησίας με άλλους το παρελθόν
κοινόβιο φαντασμάτων
που από τη μνήμη διοχετεύονται
στου καθενός τον καθρέφτη
εσύ απέναντί του
των άλλων τις μορφές
να ανακαλείς
που κοντοστάθηκαν κάποτε
ως σώματα στο διάβα σου —
κι οι άλλοι τη δική σου να διακρίνουν
εκεί που πέρασες
εκεί που πέρασαν
κι όλοι απομείνατε μια έκχυση φωτός
που αποκτά ενίοτε μορφή
πριν συσσωρευτεί σε οφθαλμαπάτη
που ο καθένας βλέπει διαφορετική
γιατί πάντοτε κάποιος λείπει από το προσκλητήριο
κάποιου η μορφή
δεν εμφανίζεται στη φωτογραφία
δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εξηγήσω
αυτός που ψάχνεις και δεν μπορείς να δεις
αυτός είσαι εσύ.

29-Toi comme souvenir des autres
 Air de copropriété avec d’autres pour passé
Communauté de fantômes
Qui de leur mémoire sont déviés
Sur le miroir de chacun
Toi face à lui
Les visages des autres
Tu dois révoquer
Qui se sont un jour arrêtés un moment
Comme des corps sur ton passage
Alors que les autres distinguent ton visage
Là où tu es passé
Là où ils sont passés
Et tous vous avez fini en effusion de lumière
Qui prend en elle une certaine apparence de temps à autre
Avant de s’enfoncer dans un mirage
Que chacun voit différemment
Parce qu’il y a toujours quelqu’un qui manque à l’invitation
Le visage de quelqu’un
N’apparaît pas sur la photographie
Je ne sais pas comment l’expliquer autrement
Celui que tu cherches et que tu ne peux voir.
C’est à dire toi.

 30. Το βιβλίο
Αν ο έρωτας είναι ένα βιβλίο
η γυναίκα ξέρει μόνο να το διαβάζει
ο άντρας περιπλανιέται σε σταυροδρόμια
που ανοίγουν οι λέξεις
άλλοτε μπροστά
άλλοτε πίσω
και πορεύεται χαμένος
εκεί όπου ακόμη δεν έχουν πει οι λέξεις
εκεί όπου οι λέξεις θα ήθελαν
να κτίσουν παντοτινά τοπία
και φύση μόνιμη
αγάπης να ιδρύσουν.
Όμως οι λέξεις δεν μπορούν να ζωντανέψουν
εκπνέουν
με την πραγμάτωση
ή με τη λησμονιά τους
και στο τέλος
ο άντρας
όπου κι αν περιπλανηθεί
θα επιστρέψει στη γυναίκα
και μαζί μετροφυλλώντας τις σελίδες
μία προς μία
με πόνο
αλλά χωρίς ελπίδα πια
θα κλείσουν το βιβλίο
θα το βάλουν πίσω στη θέση του
να το διαβάσουν
οι επόμενοι.








30 - LE LIVRE


Si l’amour est un livre
La femme sait seulement le lire
L’homme erre dans des croisements
Qu’ouvrent les mots
Parfois à l’avant
Parfois à l’arrière
Et il déambule perdu
Là où les mots n’ont pas encore dit
Là où les mots auraient voulu
Construire des paysages pérennes
Et une nature éternelle
D’amour à élever
Mais les mots ne peuvent pas prendre vie
Ils expirent
En se réalisant
Ou en s’oubliant
Et à la fin
L’homme
Où qu’il erre
Reviendra à la femme
Et ensemble en feuilletant le livre
Page par page
Avec douleur
Mais désormais sans aucun espoir
Ils fermeront le livre
Ils le remettront  à sa place
Pour qu’il soit lu
Par les suivants.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου