"Η ΕΥΚΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ"

 



Ο ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος γράφει και ομιλεί για την ποιητική συλλογή 'ΛΑΛ-Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος"


Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ένας εξόχως ευ-ερέθιστος ποιητής, όχι υπό την τρέχουσα έννοια ενός εμμονικώς κοχλάζοντος θυμικού, αλλά υπό την έννοια ενός εγρήγορου και με αναπεπταμένες κεραίες δημιουργού, που

συλλαμβάνει τις κρούσεις και τις παρακρούσεις των καιρών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το έργο του περικλείεται σε μια στενή και μονοσήμαντη διάσταση της επικαιρότητας, κάθε άλλο. Ως προς τούτο είναι ένας διαρκώς αμφίπλευρα εμπλεκόμενος μάρτυρας του παρόντος, θα τολμούσα να πω, ένας από εκείνους τους ποιητές ίστορες του παρόντος, που η μνημονική τους τεχνική λειτουργεί όχι σαν απόπειρα συγκράτησης ή ανασυγκρότησης του παρελθόντος, αλλά ως εγχείρημα στύλωσης των αλληλουχιών του χρόνου, υπόμνηση, δηλαδή, και συνακολουθία της ροής.



Αν και θεωρώ πως τα βιβλία και, ιδίως, τα βιβλία του ιδίου συγγραφέα, δεν πρέπει να αντιπαραβάλλονται, καθότι κάθε βιβλίο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με κάποιο συγκεκριμένο πράγμα ή με κάποιο πράγμα με το οποίο ένα προηγούμενο βιβλίο επιχείρησε να συνδιαλεχθεί και, δηλώνει, eo ipso, το πού βρίσκεται ο συγγραφέας του τη στιγμή ακριβώς που το γράφει, εντούτοις θα τολμούσα να πω πως ο ΛΑΛ Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος (τίτλος που, πέραν από τη μετα-αποκαλυπτική του συνδήλωση, αποτελεί και μια έμμεση αναφορά στην κατακλυσμιαία αναγγελία πένθιιμων ειδήσεων που κατακλύζει τα ΜΜΕ και τα λεγόμενα social media) τίθεται σε μια προεκτατική γραμμή σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο του ποιητή, Μυστικοί Άνθρωποι, στο οποίο κορυφώνεται η μέχρι τότε περιοχοθέτηση της ποιητικής του ανθρωπογεωγραφίας και εκφραστικής. Ο ΛΑΛ θα μπορούσε, σ’ αυτό το πρίσμα, να αναγνωστεί ως ένας από τους μυστικούς ανθρώπους της προηγούμενης συλλογής, που τώρα εμφανίζεται με πιο ισχνά χαρακτηριστικά, όντας ενδεδυμένος ένα είδος αδιαφάνειας, που καθιστά τη μυστικότητά του διαρκώς ενεργή αλλά και πεισματικά γοητευτική ταυτόχρονα. Μια φιγούρα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται ραγδαία, με τον τρόπο ακριβώς που υπάρχει στην πραγματική ζωή, μια ύπαρξη, δηλαδή, στη μεθόριο των περιθωρίων, χωρίς προνομίες αλλά και χωρίς προνομιούχο ενδιαφέρον και αντίληψη γι’ αυτήν. Στα δύο βιβλία, ωστόσο, λειτουργεί μια αντιθετική, κατά κάποιον τρόπο, επεξεργασία της μυστικότητας. Οι μυστικοί άνθρωποι της ομώνυμης συλλογής στερούνται ονόματος, ωστόσο, διαζωγραφίζονται ως προς τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ύπαρξης και της ζωής τους με αρκετές πληροφορίες, γνωστοποιούνται, με άλλα λόγια, πάρα την αδιατάραχτη ανωνυμία τους. Ταυτόχρονα, έχουν το προνόμιο της ομιλίας, αποτελούν φορείς μιας ενσαρκωμένης αδιαφάνειας ομιλητικά ικανής. Ο ΛΑΛ, από την άλλη, παρότι ονοματολογικά εμφανής, παραμένει άγνωστος ως προς το ποιος πραγματικά είναι και στερείται, ταυτόχρονα, φωνής, αποτελεί, δηλαδή, μια άγνωρη παρουσία, έστω και αν ο ίδιος ο ποιητής φρόντισε, εξωκειμενικά, προτού εκδοθεί ακόμη το βιβλίο, να γνωστοποιήσει την ταυτότητά του. Αλλά, το ίδιο το βιβλίο παραμένει εξαιρετικά φειδωλό ως προς την παρουσίαση ή αυτοπαρουσίαση του συγκεκριμένου προσώπου. Αναμένω ότι ο Γιώργος, στη συνέχεια, θα εστιάσει συστηματικότερα σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα persona, που δεν αποτελεί μονοσήμαντα ένα λογοτεχνικό επινόημα, αλλά αρύεται από μια ολοζώντανη ύπαρξη που κινείται ανάμεσά μας με το ειδολογικό στοιχείο της ξενότητας και η οποία, ως τέτοια, προβληματοποιεί καίρια τόσο τη σχέση μας προς τον άλλο, όσο και τη σχέση μας προς εαυτόν.

Ο τίτλος, εξαγγελτικός στην πολυσημία του, προϊδεάζει και για το περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο ορίζει αλλά και υπερβαίνει, ταυτόχρονα, μια περιστασιακή συνθήκη πένθιμου γεγονότος ή πένθους: Η αμείλικτη φθορά του χρόνου, οι μικρές καθημερινές απώλειες που συγκροτούν έναν ολόκληρο θάνατο, η αδυσώπητη δίνη της αποξένωσης. Ωστόσο, μαζί και πέραν απ’ όλα αυτά, μάλλον σκιαγραφεί και διαχρωματίζει μια οριακή ιστορικο-υπαρκτική συνθήκη όπου το πένθος αποτελεί τη σημαίνουσα ιστορική αναφορά, όπου αυτό που πενθείται δεν είναι απλώς μια απώλεια ή κάτι που παρέρχεται και χάνεται μέσα στην τεταμένη βίωση του παρόντος, αλλά κάτι υπέρτερο που εξαφανίζεται εξακολουθητικά ή τείνει να εξαφανιστεί μέσα στον ανθρώπινο χρόνο και τόπο και συστοιχείται με την υπαρκτική του ουσίωση. Σ’ αυτό ενυπάρχει, ίσως, σ’ ένα άλλο επίπεδο, ένας μακρινός απόηχος από τον νιτσεϊκό θάνατο του Θεού ή τον φωκοϊκό θάνατο του ανθρώπου. Το πένθιμο γεγονός είναι ο ανεκπλήρωτος άνθρωπος των καιρών, ο σχεδόν παρεπιδημών μέσα στην αγωνία της ελευσόμενης εξαφάνισής του, εάν δεν συζυγιστεί εκτάκτως με τους σηματωρούς μιας άλλης υπαρκτικής εκδίπλωσης στον χρόνο. Και Γνωστοποίηση είναι ο ίδιος ο ποιητικός λόγος, στην εξαγγελτική και ενδιάθετα προβλεπτική του διάσταση, όπου το ερχόμενο εις γνώσιν καθίσταται αφ’ εαυτού ο πραξεακός μίτος μιας ανάληψης: Ανάληψη μιας μεταστροφής προς ό,τι ουσιώνει τον άνθρωπο προς το βαθύτερό του είναι. Αλλά, όπως το νιτσεϊκό και φουκοϊκό ξεπέρασμα δεν είναι λύπη, ούτε μια κακή είδηση/γνωστοποίηση, αλλά χαρά, έτσι και ο ΛΑΛ, όπως σημειώνει ο ποιητής και κριτικός Παναγιώτης Νικολαΐδης, «αποτελεί στην πραγματικότητα ένα πολύ ζωντανό κείμενο που φιλοδοξεί να επεκτείνει τις μέρες του εκτός χρόνου, σε ένα γλωσσικό και ηθικό επέκεινα, και αποτελεί, εντέλει, ένα λυτρωτικό σημείο εναντίωσης προς τον χρόνο και τον θάνατο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα αφαιρεί διαμιάς τη γνωστοποίηση του πένθιμου σκότους».





Ο ΛΑΛ, στον συνολικό βηματισμό του συγγραφέα, σηματοδοτεί τον συγχρονισμό της ποιητικής του ωρίμανσης με τα αναπαλλοτρίωτα γνωρίσματα της γραφής του: την κοινωνική ευαισθησία, τον φιλοσοφικό στοχασμό, την κριτική σκέψη, που διέκριναν και τα προηγούμενα του έργα, ενσταλαγμένα σε τολμηρές και συχνά πρωτότυπες εκφραστικές συλλήψεις. Αυτό, ωστόσο, που προεξαρχόντως προβάλλει και κοινολογείται εδώ, είναι ό,τι εκβάλλει στο παρόν, ως επεξεργασμένη βιωματική ανταπόκριση, στον ορίζοντα μιας οντολογικής αποσταθεροποίησης των παγιωμένων προφανειών της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, τον κόσμο και τον άλλο. Ο ΛΑΛ, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως αποτελεί μια οριακή φιγούρα του πλησίον, συγκριτικά ανεπαίσθητη, ένας πλησίον σχεδόν απλησίαστος, συρρικνώνοντας, έτσι, τον ιστό του συνείναι και του συνανήκειν σε μια περίκλειστη εαυτότητα, η οποία, στην πραγματικότητα, όσο επιμένει να απορρίπτει και να εξοβελίζει τον άλλον, αφυδατώνεται εκ των έσω και ελλειπτικοποιείται. Ο άλλος, ωστόσο, ως απόμακρος ή παραθεωρούμενος πλησίον, παραμένει μια συνεχής και δυσμέτοχη πρόκληση, αντιπροσωπεύοντας ίσως το τελευταίο κατάλοιπο της ανθρωπινότητας σ’ έναν κόσμο που ξανοίγεται, σχεδόν ιλιγγιωδώς, στον αστερισμό του μετα-ανθρώπινου. Ως τέτοιος, ο ΛΑΛ, είναι μια μορφή στοιχείωσης και μεταστοιχείωσης του ανθρώπινου, το κλητό αντίβαρο μιας ελευσόμενης εξαφάνισης, ο ίδιος ο εαυτός στην πολυμέρεια των οντολογικών και υπαρκτικών του συνεκδηλώσεων. Κι αυτό που διακυβεύεται σε κάθε κίνηση ή ομιλητικό ενέργημα είναι το είναι και το μη-είναι του ανθρώπου. Ακριβέστερα, στον ΛΑΛ, όπως και σε ολόκληρη την ποίηση του Χριστοδουλίδη, ο ανθρώπινος κόσμος βρίσκεται ενδελεχώς σε μια επείγουσα εκκρεμότητα, αμφιρρέπει ανάμεσα σε μια περίσσεια κάλλους – αν μπορεί να καταστεί μέτοχος και «ξενιστής» της – και μια ελλειπτικότητα νοήματος, όπως και αντίστροφα. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι υπάρχουν ανακοινώσιμα πένθιμα γεγονότα σ’ έναν ενδιαφερόμενο ή ανήσυχο δέκτη, τωρινό ή μελλοντικό, αυτό σηματοδοτεί τη μεταστροφή του πένθους σε μια μετρημένη σοφία εν εγρηγόρσει, μια σοφία επαγρυπνούσα που καιροφυλακτεί για την έλευση αυτών που θα έρθουν, καθώς λέει ο ποιητής, «άκοποι και διψασμένοι», γνωρίζοντας ότι, όπως έλεγε ο Φρόιντ, η ευτυχία δεν ανήκει στο πλάνο τούτου του κόσμου, ή, όπως λέει ο Χριστοδουλίδης, «διαφεύγει με όλους τους τρόπους/ακολουθώντας πιστά τα βέλτιστα εγχειρίδια απόδρασης». Εν κατακλείδι, λοιπόν, η γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος φαίνεται να μεταπίπτει σε μια συγκρατημένη εμπιστοσύνη ως προς το τι μπορεί να μεταγίνει και να μεταπλαστεί η ανθρώπινη ύπαρξη, ως μια άλλη ενδεχομενικότητα των αρχέγονων υλικών της στο γίγνεσθαι κόσμος, και η σχεδόν αορατότητα του σκιώδους ΛΑΛ στη φανέρωση αυτού που η απουσία του θα πρόσδενε τον άνθρωπο στη δυσμοιρία ενός άφευκτου εφιαλτικού πεπρωμένου: αυτού της οντολογικής και υπαρκτικής του εξουδένωσης. Επαρκείς, ωστόσο, λόγοι για να πενθήσουμε μ’ εκείνο το «χαρωπό πένθος», για το οποίο μιλούσε ο Καρούζος, που κάνει όλα γύρω να ζουν και να λάμπουν. Φίλε Γιώργο, έγραψες ένα εξαίρετο βιβλίο που, παρά τον αυτοπροσδιορισμό του ως γνωστοποίηση πένθιμου γεγονότος, αποτελεί ένα χαρμόσυνο γεγονός για τα ποιητικά μας πράγματα. Εύχομαι να διαβαστεί όπως του αξίζει.



*Η ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στις 15 Μαρτίου 2023 στο καφεαναγνωστήριον ΕΡΜΑ στην παλιά Λευκωσία) και δημοσιεύτηκε στο ΠΟΙΕΙΝ στις 17 Μαρτίου 2023

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις