Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

H ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ"

Κλείνοντας τις «Ιστορίες αποκαθήλωσης» (22-23), γράφει ο Χριστοδουλίδης: «Εγώ δεν έκτισα ψηλά παλάτια / δεν έγινα μέλος της σέκτας των ποιητών / δεν έγινα ικέτης / και δεν έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα / πώς να τελειώσω αυτό το ποίημα».
Στην πραγματικότητα, ούτε εγώ έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα πώς να αρχίσω και πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο.  Υπάρχει όμως προκαθορισμένη τακτική για το πώς πρέπει να «διαβάζει κανείς» -ένα κείμενο, ένα ποίημα

- (Sedgwick, 1997) [1];  Το ποίημα, για τον Derrida:
αποκαλύπτει ένα μυστικό μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει εκεί κάτι το μυστικό, το οποίο έχει ανακληθεί, για πάντα απρόσιτο στην εξαντλητική ερμήνευση.  Ένα μη ερμητικό μυστικό, [που] παραμένει […] ετερογενές προς κάθε ερμηνευτική ολοποίηση.  Εξάλειψη της ερμηνευτικής αρχής.  Δεν υπάρχει ένα νόημα […] όχι πλέον ένα μοναδικό πρωταρχικό νόημα (Derrida στο Πυροβολάκης, 2014, 192) [2]. 
Η ποιητική γλώσσα είναι σκαλισμένη με μυστικά καταφύγια ωθεί στο νόημα, χωρίς να εξαντλείται το νόημα.  Χωρίς να αγγίζει το μυστικό, επανενεργοποιεί την απόκρυψη και την αποσιώπηση δημιουργώντας μια ποιητική της αντίστασης (Παπανικολάου, 2014, 208) [3]. Η ανάγνωσή μου ενδεχομένως να είναι αποτυχημένη (Syrimi στο Nagy & Stavrakopoulou, 2004) [4], καθώς δεν συμμορφώνεται σε πρωτόκολλα κριτικής ανάγνωσης και άλλων ηγεμονικών,  θεσμικών και κοινωνικά εγκεκριμένων στρατηγικών «καλής ανάγνωσης».  Αλλά «σ’ όλη μου τη ζωή με γοήτευε η αποτυχία», θα μου υπενθυμίσει ο Cioran (2005) [5], για να με ανακουφίσει.
Αναρωτιέμαι ποιοι να είναι οι μυστικοί άνθρωποι του Χριστοδουλίδη.  Ποιοι να είναι «οι υπόλοιποι από εμάς» ή «εκτός από εμάς» που αποκαλούνται ως «μυστικοί».  Προσπαθώ βλαστημώντας να καταλάβω ποιοι είναι αυτοί που αντιστέκονται σθεναρά να τους ξεφλουδίσουν όπως ένα μανταρίνι, να γίνουν μια απρόσωπη μάζα,  μια σιωπηρή πλειοψηφία ανθρώπων που δεν είναι υπολογίσιμοι ως άνθρωποι. 

Ξέρεις, μου αποκάλυψε ο ίδιος, το έκανα να συμβεί στην πραγματικότητα και μετά το έγραψα:
(…) Έμπηξα τα δάκτυλά μου μέσα στο μανταρίνι / οι χυμοί εκτοξεύτηκαν έγλειψα στα δάκτυλα μου / την κάθε σταγόνα, τους λεκέδες στα ρούχα μου / κατάπια φλούδες, κουκούτσια / οι χυμοί στέγνωναν πάνω μου μέχρι αργά το βράδυ, / κάνε το ίδιο / πρόλαβε,  είπα στον εαυτό μου / που με παρακολουθούσε σαστισμένος  (Ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, 81).
Προλαβαίνω; με ρωτώ σαστισμένα.  Ένα συγκεκριμένο σύνολο σχέσεων εξουσίας μας προλαβαίνει πριν προλάβουμε, μας καθοδηγεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο.  Στην αόρατη βιαιότητα της εξουσίας, «έχουμε κριθεί, καταδικαστεί και ταξινομηθεί ώστε να είμαστε αναγκασμένοι να επιτελούμε κάποια συγκεκριμένα έργα, να είμαστε ταγμένοι να ζήσουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο ή να πεθάνουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο» (Foucault,  2002) [6]. 
Όπως ο λεωφορειατζής που «καθ’ οδόν προς την Πάτρα / (…) άκουγε βουερά τραγούδια (…) / και σταθερά απέτρεπε / τυχόν πανικούς / ότι κάπου αλλού / σε κάτι άλλο / μπορεί να υπάρχει / νόημα (Νόημα, 68)», ή ο καρπουζάς (56) που «υποψιάζεται πως / και στην επόμενή του ζωή / καρπούζια θα πουλά / μόνο που θα ήθελε να είναι πιο νέος / λιγότερο σκυφτός / και καλύτερα ντυμένος / όταν εγώ θα περνώ με το ιπτάμενο αμάξι μου / θα τον βλέπω / και θα γράφω το ίδιο ποίημα».
Η εξουσία δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε το μέλλον πέρα, από λογικές που βρίσκονται έξω από τις συμβατικές αφηγήσεις.  Ορίζει τι επιθυμούμε, πώς επιθυμούμε, πόσο μπορούμε να επιθυμούμε.  Μας διδάσκει «πώς παίρνονται ζωές / χωρίς κανείς να το πολυσκεφτεί / με λαχταριστά ανταλλάγματα» (Επισπεύδοντας, 24-25)».
Ο Χριστοδουλίδης δημιουργεί μια ασώματη φωνή, εικόνες που δεν σημαίνουν πλέον ολόκληρο. Μιλά για το σώμα που βρίσκεται σε αποσύνθεση, «αποκαμωμένο και αρρύθμιστο να αντέχει» (Πέντε γαρύφαλλα, 66-67) για το δέρμα των δύο κοριτσιών στο πρατήριο βενζίνης που, αποφλοιωμένο πια «το παίρνει ο χρόνος, το παίρνει ο βενζινάρης / το παίρνουν οι βιαστικοί πελάτες (Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης, 40-41)».
Μιλά για τα σώματα που είναι εύκολα υποκατάστατα κάποιων άλλων σωμάτων, μεγαλύτερης σημασίας πιο παραγωγικά, πιο χρήσιμα.  Για τα σώματα που τους δίνουν το κατιτίς τους,  ίσα-ίσα για να κρατιούνται στην ζωή ικανοποιημένα, αδιαμαρτύρητα, ελπιδοφόρα.  Για τις δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία (21), για την κυρία Κούλα την ογδοντάχρονη (14): «η κύρια Κούλα / η κουτσή, η κουφή / η τυφλή, η πεθαμένη / με τα μέσπιλα / τα χρόνια-βουνά / και το λευκό της μαντήλι / που κάποτε ανέμιζε / στον άνεμο (Μεγάλη Παρασκευή, 14)».  Μιλά για αυτούς που η ζωή τους είναι επαναλαμβανόμενα μνημόσυνα και το ρεπό μιας Κυριακής φαντάζει ό,τι πιο σημαντικό τους συνέβη τον τελευταίο καιρό (21).
«Το ‘δικαίωμα’ στη ζωή», επισημαίνει ο Foucault:
στο σώμα, στην υγεία, στην ευτυχία, στην ικανοποίηση των αναγκών, το ‘δικαίωμα’ να ξαναβρείς, πέρα από κάθε καταπίεση ή αλλοτρίωση,  αυτό που είσαι και ό,τι μπορείς να είσαι,  αυτό το τόσο ακατανόητο για το κλασικό δικαιικό σύστημα ‘δικαίωμα’,  στάθηκε η πολιτική απάντηση σε όλες τις καινούριες μεθοδεύσεις και πρακτικές της εξουσίας» (Agamben, 2016, 193) [7].
Το παλαιό δικαίωμα του να επιβάλλεις τον θάνατο ή να επιτρέπεις τη ζωή αντικαταστάθηκε από μια εξουσία του να δίνεις ζωή ή να πετάς στον θάνατο (Foucault, 2011, 161) [8].  Η φυσικοποίηση του νεοφιλελευθερισμού εκλογικεύει μια νέα οικονομία ζωής.  Η ζωή μέσα στην εξουσία θανάτου, εμφανίζεται ως συμπληρωματική μιας εξουσίας με θετικούς όρους επί της ζωής.  Σαν να «εμποδίζει για λίγο τον θάνατο να εξαπλωθεί / εκεί όπου κάποτε ήταν ζωή» (Το περίπτερο, 12).
Η Butler [9], όχι άδικα,  διερωτάται αν το σώμα τελικά πρέπει να αποκλειστεί, ώστε οι οικονομίες της εξουσίας να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως αυτοσυντηρούμενα συστήματα (Butler, 2008, 102).  Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν άλλη ζωή απ’ αυτή που τους έδωσαν,  που εκτίθενται σε αναπαραστάσεις  φρίκης ή αηδιασμού ή ακόμα και συμπόνιας ή λύπησης, αυτοί που θεωρούνται ήδη τελειωμένοι έχουν σκληραγωγηθεί να τα καταφέρνουν:
Τα καταφέρνει αυτό το είδος των ανθρώπων / να αφήνει το σχοινί να κόβεται εκεί που πρέπει / στη σωστή στιγμή / από εκείνο που στιγμιαία νιώθουν / ότι θα μπορούσαν να ποθήσουν (…) Τους βλέπεις τόσο μονάχους / και λιγότερους σαν φεύγεις / όμως αρκετούς για να επιβιώσουν (…) η καρδιά τους ακόμα χτυπά / η καρδιά τους είναι γερή / τα πόδια τους στήνονται / και τα χέρια τους / κάτω από το κακοτράχαλο οδόστρωμά τους / διατηρούν ένα άγιο κύμα τρυφερότητας / για την επόμενη φορά / αν υπάρξει (Σκληραγωγημένο είδος, 42-43).
Αυτοί οι αποκαμωμένοι, μυστικοί άνθρωποι που όμως σφύζουν από ερωτισμό έναν ερωτισμό που ο Χριστοδουλίδης αφηγείται αποκομμένα, επιφέροντας την έκπληξη μεταξύ μορφής και περιεχομένου.  Μπορώ να διακρίνω τις γοητευτικές ρυτίδες της κ. Κούλας  (Μεγάλη Παρασκευή, 14), την ερωτική επιθυμία στις μητέρες που «κάνουν έρωτα σε έναν αχνιστό Αύγουστο (Τατουάζ, 57-58)», τον καρπουζά «να πουλά τα καρπούζια δίπλα από κοπριές αλόγων / και γαιδουριών / στα σταυροδρόμια των χωματόδρομων» (Ο καρπουζάς, 56), «τον καθηγητή τον μικρό γιο της πόρνης / που τις αργίες / όταν εκείνη τους έμπαζε από την πίσω πόρτα/ του πλινθόκτιστου σπιτιού / αυτός με τα κοντοβράκια / κλεινόταν στα πιο υγρά υπόγεια της μέρας (Ο καθηγητής, 26-27)».  Μπορώ σ’ αυτή την γλυκιά εξάντληση να ξεχωρίσω την ευγένεια που κουβαλούν, την «όλο ψυχή και σάρκα» (Ανάσταση, 9), φανερώνοντας ότι «η ομορφιά είναι ηττημένη χωρίς αγάπη» (Η περιπέτεια της ποίησης, 62-63).

Στις φυσικές και συναισθηματικές περιπλοκές της επιθυμίας και της αγάπης, ο Χριστοδουλίδης αγγίζει τα όρια του φύλου.  «Στην περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο» (7-8),  αναδύεται η ρευστότητα της σεξουαλικότητας:

Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο / επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του, / το όνομά του / επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε / αλλά είχε έρθει η ώρα οι άνθρωποι να μετατραπούν / αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους (Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο, 7-8).
Στους στίχους του Χριστοδουλίδη απεικονίζεται η αμφισβήτηση του «δυαδικού έμφυλου συστήματος», όπως παρόμοια ο Καρούζος καταθέτει στη Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη: «Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δεν είχα βιολογικό προηγούμενο» [10].  Ενώ, «Στο κάτω ράφι του ελέους» (38-39), ένα είδος δυνατοτήτων έξω από τον νόμο του ‘φυσιολογικού’, έρχεται να αναδείξει την δυναμική του ερωτισμού μεταξύ των γυναικών:
βλέπουν η μια στην άλλη ένα μικροσκοπικό έντομο / που μπορεί να αγαπά (…) ένα είδος σωτηρίας από τον νόμο των πιθανοτήτων / που θα τις καταπλάκωνε αν ήταν μόνες / Κι όταν έρχεται η νύχτα ακόμη περισσότερο περισφίγγονται / σχεδόν ξεζουμίζει η μια την άλλη. / Σαν έλεος / σαν ανημποριά  / σαν ελεγεία  (Στο κάτω ράφι του ελέους, 38-39).
Το Κράτος έχει αποφασίσει, όπως εύστοχα έγραψε ο Norse, «ποιος είμαι εγώ για ν’ αγαπήσω, να μισήσω, τι πρέπει να κάνω στο κρεβάτι, με τι και σε ποιον» (Συλλογικό έργο, 2013, Έχω δει το φως και είναι το μυαλό μου, 41) [11].  Έχει αποφασίσει ότι πρέπει να λογοδοτούμε διαρκώς, όλοι μαζί και ένας-ένας ξεχωριστά, «εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά / μεταξύ τους για να δείχνουν ένα» (Θρύμματα, 86).
Οι μυστικοί άνθρωποι είναι αυτοί που αμύνονται για την επιβίωσή τους, απέναντι στους διαχειριστές της ζωής, απέναντι στο «γαμημένο κράτος»,  έχοντας όπλα πέντε γαρύφαλλα (Πέντε γαρύφαλλα, 66-67).  Είναι αυτοί που μας χαρίζουν ένα ζουμερό καρπούζι, που «προλαβαίνουν» γιατί η ζωή είναι δρόμος, είναι τιμόνι, είναι ένα παρκάρισμα (Το περίπτερο, 12).
Οι μυστικοί άνθρωποι είναι αυτοί που «για να μπορούμε εμείς να γράφουμε ποιήματα» (76-78), επανεγγράφουμε στο σώμα τους τα δράματα, τους αγώνες  ή τις πληγές τους:
Όλοι αυτοί ίσως δεν διάβασαν ποτέ ποιήματα / δεν έμαθαν ποτέ για σένα / για τον Σαχτούρη, τον Γουόλκοτ, το Χίνι / τον Κουαρόζ / τους υπερρεαλιστές, τα μεταμοντέρνα ρεύματα / και το σλαμ / ωστόσο, είναι αυτοί που έχουνε γράψει / τα ποιήματά μας / την ηρεμία μας πίσω από τους τέσσερις τοίχους / τα ονόματά μας στο διαδίκτυο / και τις εγκυκλοπαίδειες / την ευκαταφρόνητη φήμη μας / έχουνε θρέψει την υπερμεγέθη φιλοδοξία μας / όσο δεν μπόρεσαν να θρέψουν τα όνειρα / και τα στομάχια τους / και τώρα γράφω αυτό το ποίημα / γιατί πια ξέρω καλά / ότι αν δεν ήταν αυτοί / θα ήμουν εγώ / θα ήταν τα παιδιά μου / θα ήσουν εσύ / χωρίς το ραφιναρισμένο στυλ / και το προβληματισμένο υφάκι / και τότε εμείς θα έπρεπε να γράψουμε / κάποιων άλλων ποιήματα (Μυστικοί άνθρωποι, 76-78).
Οι μυστικοί άνθρωποι δεν είναι οι άλλοι οι έξω από εμάς.  Είμαστε όλοι, όσοι ζούμε μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες όλοι όσοι «γράφουμε μετά από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες» (Το φανάρι, 55).
Εξακολουθώ να μην έχω κάποια ευφάνταστη ιδέα / πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο.  Όμως θα σας εκμυστηρευτώ αυτό: Πριν το γράψω, το έκανα να συμβεί:
Έμπηξα τα δάκτυλά μου μέσα στο μανταρίνι / οι χυμοί εκτοξεύτηκαν έγλειψα στα δάκτυλα μου / την κάθε σταγόνα, τους λεκέδες στα ρούχα μου / κατάπια φλούδες, κουκούτσια / οι χυμοί στέγνωναν πάνω μου μέχρι αργά το βράδυ, / κάνε το ίδιο / πρόλαβε, είπα στον εαυτό μου / που με παρακολουθούσε σαστισμένος (Ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, 81).

Αντωνίνη Σμυρίλλη, Ποιήτρια, Υποψήφια Διδάκτωρ Θεωρίας και Φιλοσοφίας της Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Κύπρου









Σημειώσεις
[1]        Sedgwick, E. K. (1997). Paranoid reading and reparative reading, or, You're so paranoid, you probably think this introduction is about you.
[2]       Πυροβολάκης, Ε. (2014). Προσεγγίσεις της ερμηνευτικής της λογοτεχνίας: Gadamer και Ricoeur. Ariadne, (20-21), 189-210.
[3]       Παπανικολάου, Δ. (2014). «Σαν κ’εμένα καμωμένοι»: Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας. Αθήνα: Πατάκης.
[4]       Nagy, G., & Stavrakopoulou, A. (Eds.). (2004). Modern Greek literature: critical essays. Routledge.
[5]        Cioran M. E. (2005). Ο Σιοράν μιλάει για τον Σιοράν: Συζήτηση με τη Sylvie Jaudeau. Μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, επιμ. Ελευθέριος Καρτάκης. Αθήνα: Printa.
[6]        Foucault, M. (2002). Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας. Μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια. Αθήνα: Ψυχογιός.
[7]        Agamben, G. (2016). Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή. Μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας.  Αθήνα: Scripta.
[8]        Foucault, M. (2011). Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας: Η βούληση για γνώση. Μτφρ. Τάσος Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον.
[9]        Butler, J. (2008). Σώματα με σημασία: οριοθετήσεις του φύλου στο λόγο. Αθήνα: Εκκρεμές.
[10]      Καρούζος, Ν. (1994). Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη. Αθήνα: Απόπειρα.
[11]      Συλλογικό έργο (2013). Αμερικανοί ποιητές και ποιήτριες τολμούν. Ανθολόγηση, μτφρ., επιμ., Μπουρλής Γιώργος. Αθήνα: Εξάρχεια.